Σημείωση: Βλέποντας μία διάλεξη του σύγχρονου επιστήμονα lawrence krauss που διατυμπανίζει την αθεΐα του, είδαμε ότι χρησιμοποιούσε για να στηρίξει την αθεΐα του ανακαλύψεις μεγάλων επιστημόνων, αλλά χωρίς να αναφέρει ότι αυτοί ΠΙΣΤΕΥΑΝ ΣΤΟ ΘΕΟ!!! Ας δουμε λοιπόν κάποιους από αυτούς που επικαλέστηκε για να στηρίξει την αθεΐα του...
ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΑΟΝ. Μιχαήλ Φαρανταίυ (Faraday)
Όταν το πνευματικώς και το ηθικώς καλόν υπάρχη συνηνωμένον εις ένα όν, ομολογώ ότι το όν αυτό επλάσθη κατ’ εξοχήν δια να εμφανίζη και να δείχνη την δόξαν του Θεού εις την δημιουργίαν».
Τα λόγια αυτά δεν τα είπε κανείς ηθικολόγος φιλόσοφος. Τα είπε ένας που τα έζησε. Και όταν αυτός είναι ο μεγαλύτερος φυσικός επιστήμων από όσους είδε ποτέ ο κόσμος (κατά τον Τύνταλ), τότε αξίζει να μελετήση κανείς την ζωήν του.
Ο Μιχαήλ Φαρανταίυ (Faraday) - περί αυτού πρόκειται - εγεννήθη το 1791 εις το Λονδίνον από ευσεβή οικογένειαν. Αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα, εισήλθε ως μαθητευόμενος εις ένα βιβλιοπωλείον και βιβλιοδετείον. Αλλά η τέχνη δεν τον ικανοποιούσε, και αντί να δένη τα βιβλία, επροτιμούσε να τα διαβάζη, ιδίως όσα εσχετίζοντο με τας φυσικάς επιστήμας. Το βράδυ, μόλις ετελείωνε την εργασίαν του, έτρεχε να παρακολουθήση τα εσπερινά μαθήματα του περίφημου τότε χημικού Νταίβυ. Αι φυσικαί επιστήμαι του είχαν ήδη κατακτήσει την ψυχήν και δεν άργησε να πάρη την απόφασιν. Χωρίς χρονοτριβήν γράφει μιαν επιστολήν εις τον Νταίβυ και τον παρακαλεί να τον πάρη εις το εργαστήριον του Βασιλικού Ινστιτούτου. Ο Νταίβυ ερωτά τον αρμόδιον του Ινστιτούτου και εκείνος του απαντά:
«Πάρε τον να πλύνη τις φιάλες• αν αξίζη, θα το δεχθή• αν αρνηθή, θα πη πως δεν αξίζει». Όπως ήτο φυσικόν, έγινε το πρώτον. Ο Φαρανταίυ προσελήφθη εις το εργαστήριον ως βοηθός του Νταίβυ, δια να γίνη κατόπιν ο ένδοξος διάδοχος του. Κοντά εις τον σοφόν φυσικόν εξεπαιδεύθη ο νεαρός βοηθός, τον εβοηθούσε εις τα πειράματα του, τον παρακολουθούσε εις τα μαθήματα του και τα ταξίδια του, χωρίς να παραμελή και την κατ’ ιδίαν εντατικήν μελέτην, ούτε την προς επιστημονικούς σκοπούς συναναστροφήν. Κατά την πρώτην αυτήν περίοδον της δράσεως του ο Φαρανταίυ ειργάσθη από κοινού με τον Νταίβυ εις τας έρευνας δια την υγροποίησιν των αερίων, εις την ανακάλυψιν του βενζολίου και εις την μελέτην των καινοφανών τότε ηλεκτρομαγνητικών εργασιών του Αμπέρ, επάνω εις τας οποίας επρόκειτο τόσα να οικοδομήση. Από την στιγμήν που διεδέχθη τον Νταίβυ, επεδόθη ακόμη περισσότερον, χωρίς καμμίαν διακοπήν, εις τας φυσικάς έρευνας. Και πρώτον ανεκάλυψε τα επαγωγικά ρεύματα, τα οποία απετέλεσαν την βάσιν της μεγαλοπρεπούς αναπτύξεως της νεωτέρας ηλεκτροτεχνικής. Ο ηλεκτρικός νόμος του έπειτα απετέλεσε σπουδαιότατον μέσον προς γνώσιν της ταυτότητος των χημικών και ηλεκτρικών μεθόδων. Μεγάλης σπουδαιότητος είναι και η ανακάλυψις του διαμαγνητισμού, η ανακάλυψις των δύο νόμων χημικής δράσεως του ρεύματος που φέρουν το όνομα του, η ανακάλυψις της γήινης επαγωγής και της αυτεπαγωγής. Οι σημερινοί όροι: ηλεκτρόλυσις, ηλεκτρολύτης, ηλεκτρόδια, άνοδος, κάθοδος, ιόντα, οφείλονται εις αυτόν.
Το έργον του Φαρανταίυ υπήρξε κολοσσιαίον. Ειργάσθη εις όλους τους τομείς της αψύχου φύσεως. Ησχολήθη με τα δυσκολώτερα προβλήματα της χημείας, του μαγνητισμού και του ηλεκτρισμού. Αι τεράστιαι επιτυχίαι του οφείλονται εις την σκληράν και επίμονον εργατικότητα του. Τίποτε δεν τον απεγοήτευε. Ήξευρε πάντοτε να ευρίσκη νέους συνδυασμούς, νέα πειράματα, νέας μεθόδους, μέχρις ότου φθάση εις τον σκοπόν του. Ο διάσημος καθηγητής Lenard λέγει περί αυτού ότι ήτο από τους μεγίστους φυσιοδίφας, όχι μόνον ασύγκριτος εις το είδος του, αλλά και μοναδικός εις τον πλούτον του ιδιάζοντος πνεύματος του, ότι είχε την βαθείαν ερευνητικήν εκείνην τάσιν του αγνώστου που ζητεί παντού να εύρη κάτι νέον χωρίς να αποκάμνη ποτέ.
Ως επιστήμων ο Φαρανταίυ ήτο άψογος. Δεν ημπορεί κανείς να αρνηθή ότι ο ίδιος ενσάρκωσε εκείνο που εζητούσε από κάθε φυσιοδίφην, να είναι δηλαδή «φλογερός, αλλά προσεκτικός, να συνδέη το πείραμα με την αναλογίαν, να είναι δύσπιστος εις τας εκ των προτέρων προκαταλήψεις, να προσέχη ένα γεγονός πολύ περισσότερον από μιαν θεωρίαν, να μη βιάζεται εις τας γενικεύσεις και προ πάντων να είναι έτοιμος εις κάθε βήμα να δοκιμάζη τας σκέψεις του τόσον με τον συλλογισμόν, όσον και με την παρατήρησιν».
Αλλ’ άραγε το μεγάλο αυτό θετικό μυαλό είχε καμμίαν σχέσιν με τα μυστικά προβλήματα της ψυχής και του Θεού; Είναι να ερωτά κανείς; Πώς ημπορούσε αυτός να αποτελέση εξαίρεσιν εις την μεγάλην γραμμήν που είχαν ακολουθήσει όλοι οι προνομιούχοι της επιστήμης; Τον δρόμον αυτόν που ξεύρει να συνδέη τόσον καλά την επιστήμην της αιωνιότητος με την επιστήμην του παρόντος είχαν βαδίσει ιδιαιτέρως οι πρόδρομοι του, ο Αμπέρ και ο Βόλτα και αυτός ο προκάτοχος του Νταίβυ, όλοι αυτοί οι μάρτυρες του Θεού εις το βασίλειον της φύσεως, όπως τους ονομάζει ένας νεώτερος συγγραφεύς. Την απλήν πίστιν που του εδίδαξαν οι γονείς του, την φωτισμένην έπειτα πίστιν που είδεν εις το πρόσωπον του Νταίβυ - ποιός μπορεί να ξεχάση τα αλησμόνητα εκείνα λόγια του: «θα προτιμούσα από όλα τα δώρα την πίστιν ευσεβούς καρδίας» - την πίστιν αυτήν την εκράτησε και την εκαλλιέργησε εις ολόκληρον την ζωήν του• εις τρόπον ώστε ο μεγάλος ομιλητής και δεινός πειραματιστής της «Royal Institution», ο πασίγνωστος ερευνητής τόσων ηλεκτρικών φαινομένων, δεν έπαυσε ποτέ να είναι ένα πιστόν μέλος της μικράς εκκλησιαστικής κοινότητος του. Εις την κοινότητα αυτήν, που είχεν ως ιδανικόν την πιστήν αφοσίωσιν εις την διδασκαλίαν του Χριστού και την διάδοσιν αυτής δια του κηρύγματος, εγεννήθη και εις αυτήν απέθανε εις ηλικίαν 76 ετών ο Φαρανταίυ.
Τα τελευταία μάλιστα 25 έτη της ζωής του βλέπομεν τον διάσημον Φαρανταίυ να είναι και ιεροκήρυξ της εκκλησιαστικής του κοινότητας.
Αναφέρεται και το εξής περιστατικόν. Εις ένα μάθημα του κόσμος πολύς και εκλεκτός παρηκολούθει με συγκρατημένην την αναπνοήν τα περί των ιδιοτήτων του μαγνήτου. Παρατεταμένα χειροκροτήματα κατέκλεισαν το μάθημα του. Ο Εδουάρδος Ζ', τότε πρίγκιψ της Ουαλίας, που ήτο παρών, εσηκώθη να συγχαρή τον ομιλητήν. Αλλ’ αιφνιδίως τα παταγώδη χειροκροτήματα διεδέχθη μια απροσδόκητος γαλήνη. Ο ομιλητής είχεν εξαφανισθή. Μόλις οι στενοί φίλοι του ήξεραν διατί. Ήτο η ώρα της μεσοεβδομαδιαίας ακολουθίας εις την μικράν εκκλησίαν, όπου ο διάσημος φυσικός είχεν εκκλησιαστικόν λειτούργημα. Την ακολουθίαν αυτήν ουδέποτε την παρέλειπε.
Αξιοθαύμαστος ήτο η πίστις του μεγάλου Φαρανταίυ. Κάποια μυστική φωνή του έλεγεν ότι ο κόσμος δεν θα μπορέση ποτέ να σωθή με τον διαμαγνητισμόν ή με τα επαγωγικά ρεύματα, αλλά μόνον με τον «λόγον του Σταυρού». Τα πρώτα είναι, βέβαια, καλά δια την παρούσαν ζωήν, αλλά τα δεύτερα έχουν «επαγγελίαν ζωής της νύν και της μελλούσης». Αυτό το «είχε εννοήσει καλά ο Φαρανταίυ και δι’ αυτό παντού βλέπομεν εις τον φυσικόν ερευνητήν τον θερμόν Χριστιανόν. Το βλέπομεν αυτό εις αλληλογραφίαν του με τον καθηγητήν Schönbein, τον διάσημον εφευρέτην του όζοντος και της βαμβακοπυρίτιδος, και με άλλους μεγάλους άνδρας. Εις την αλληλογραφίαν του αυτήν εσυνήθιζε να στρέφεται από επιστημονικάς εις θρησκευτικάς σκέψεις και τανάπαλιν. Το βλέπομεν ακόμη εις την ιδιωτικήν, την οικογενειακήν και την δημοσίαν ζωήν του. Ο Τύνταλ (Tyndall) διηγείται ένα γεύμα μαζί με τον σοφόν φυσικόν: «Ο Φαρανταίυ είπε την επιτραπέζιον ευχήν. Εντρέπομαι σχεδόν να ονομάσω την προσευχήν αυτήν ομιλίαν. Εις την γλώσσαν της Βίβλου θα ημπορούσε κανείς να την ονομάση δέησιν τέκνου, εις την καρδίαν του οποίου ο Θεός εξέχεε το Πνεύμα του Υιού του, και το οποίον με πλήρη πεποίθησιν ζητεί την ευλογίαν του Πατέρα».
Το αποκορύφωμα της πίστεως του είναι η δημοσία εκείνη ομολογία την οποίαν έκαμε εις την Βασιλικήν Ακαδημίαν και την οποίαν αναφέρει ο επίσης ομολογητής του Χριστιανισμού Παστέρ εις τον λόγον του εις την Γαλλικήν Ακαδημίαν: «Η έννοια και ο σεβασμός του Θεού, είπεν ο Φαρανταίυ, φθάνουν εις το πνεύμα μου δια μέσου οδών τόσον ασφαλών, όσον εκείναι που μας οδηγούν εις αληθείας του φυσικού κόσμου».
Από την θερμήν αυτήν πίστιν εξηγείται η σοβαρά ηθική αντίληψις που τον διέκρινε εις όλα τα πράγματα: η υψηλή χριστιανική ιδέα του περί φιλίας, όταν παιδί ακόμη έγραφε: «φίλος είναι εκείνος τον όποιον υπηρετεί κανείς μετά τον Θεόν του». Η ταπεινοφροσύνη ήτο εκείνη που τον έκαμε να μη δεχθή τον τίτλον ευγενείας που του προσέφεραν, αλλά να προτίμηση «να μείνη απλώς ο Μιχαήλ Φαρανταίυ». Η ιδία αρετή έλαμπε, όταν εξέφραζε την επιθυμίαν του να τον θάψουν «με τον πλέον συνηθισμένον τρόπον εις την πλέον απλήν θέσιν». Ή όταν έλεγε μέσα εις το εργαστήριον του: «Πόσον θαυμαστή και μυστηριώδης είναι η δύναμις του μαγνητισμού, την οποίαν έχομεν εδώ εμπρός μας! Όσον περισσότερον την εξετάζω και την αναλογίζομαι, τόσον ολιγώτερα φαίνομαι ότι γνωρίζω περί αυτής». Και αυτός που τα έλεγε αυτά εγνώριζε περισσότερα από κάθε άλλον.
Κατόπιν αυτών κατανοεί κανείς πλήρως την βαρυσήμαντον μαρτυρίαν του Γάλλου χημικού Dumas: «Το όνομα του Φαρανταίυ πρέπει να προστεθή εις τον κατάλογον εκείνων που ήνωναν ειλικρινή πίστιν με βαθείαν επιστήμην. Εάν αι ανακαλύψεις του τον απηθανάτισαν και εάν υπήρξεν από τα γονιμώτερα επιστημονικά πνεύματα του ΙΘ' αιώνος, έδωκεν ακόμη παράδειγμα καθαράς ζωής και μεγάλης καρδίας. Και ημπορεί κανείς να είπη περί αυτού ότι η ειλικρίνεια και η σταθερότης της θρησκευτικής του πίστεως και η ευσυνείδητος προσήλωσις εις τον ηθικόν νόμον απετέλεσαν τα κυριώτερα χαρακτηριστικά του». Και άλλου: «Εάν ο Αμπέρ και ο Φαρανταίυ δια τους γνωρίζοντας μόνον τα επιστημονικά έργα των είναι πνεύματα, δια τα οποία ημπορεί να υπερηφανεύεται το ανθρώπινον γένος, εκείνοι που τους εγνώρισαν και ως ανθρώπους τους θέτουν μεταξύ των πλασμάτων εκείνων του Θεού που τηρούν ευλαβέστατα τας θείας εντολάς με πάσαν υποταγήν και ταπεινοφροσύνην».
Ακόμη χαρακτηριστικώτερα ομιλεί δια τον μεγάλον φυσικόν ο βιογράφος του Γλάδστων: «Ήτο πασίγνωστον, γράφει, ότι ο καθηγητής της Albermarle Street ανήκεν εις την μακράν σειράν των ανθρώπων της επιστήμης, οι οποίοι ερχόμενοι μαζή με τους σοφούς της Ανατολής έφεραν εις τον Λυτρωτήν τον χρυσόν και τον λίβανον και την σμύρναν της λατρείας των».
Αλήθεια. Μήπως δεν προσέφερεν εις τον Θεόν ο Φαρανταίυ τας εφευρέσεις και τας ανακαλύψεις και την σοφίαν, την οποίαν Εκείνος του εδώρησεν, όπως έλεγεν ο Κέπλερ; Ελάτρευσε τον Θεόν με την επιστήμην! Θα ημπορούσαμε να πούμε δια τον Φαρανταίυ. Και δεν ομοιάζει αυτή η προσφορά με τα αρχαία εκείνα έθιμα, κατά τα οποία οι πιστοί προσέφεραν ες τον Θεόν τας απαρχάς των καρπών και τα πρωτογεννήματα των αγρών των; Εις τας μυρίας προσφοράς που έκαμαν αι χριστιανικαί γενεαί, προσφοράς ταλάντων και αξιωμάτων, προσφοράς πλούτου και σοφίας, προσφοράς αίματος και ζωής, ήλθε να προστεθή τώρα και η προσφορά της επιστήμης. Μόνον μια τέτοια επιστήμη, η οποία προσφέρεται εις τον Δημιουργόν, δια να εμπνευσθή και να ευλογηθή από αυτόν, ημπορεί να επιτύχη του σκοπού της, του «ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού», και να μη καταντήση «πανουργία και ου σοφία». Μόνον μια επιστήμη που προσεύχεται εις το εργαστήριον της (Παστέρ), που έχει τον Εσταυρωμένον δίπλα εις το τηλεσκόπιον (Λεβεριέ), που χρησιμοποιεί την πρώτην τηλεγραφικήν εφεύρεσιν δια να αναγγείλη «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Μόρς), ημπορεί να γίνη πρόξενος καλού και όχι ολέθρου εις την ανθρωπότητα.
Βιβλιογραφία:
Ph. Lenard, Grosse Naturforscher, München 1941.
H. Engel, Die grössten Geister über die höchsten Fragen, Constanz.
(βιβλίο: Οι θεμελιωταί των επιστημών, αρχιμ. Ηλία Μαστρογιαννοπούλου, εκδ. Ζωή, 1962, σελ. 154-159)