Του Α β β ά Α χ ι λ λ ά
α'. Πήγαν κάποτε τρεις γέροντες στον Αββά Αχιλλά. Και ο ένας απ’ αυτούς είχε φήμη κακή. Λέγει ένας από τους γέροντες : « Αββά, φτιάξε μου ένα δίχτυ ». Και εκείνος του απαντά : « Δεν σου φτιάχνω ». Και ο άλλος είπε : « Δός μας ένα δείγμα αγάπης, για να σε μνημονεύου-με στη Μονή ». Και αποκρίνεται : « Δεν ευκαιρώ ». Του λέγει και ο άλλος, όπου είχε την κακή φήμη : « Σ’ εμένα φτιάξε ένα δίχτυ, για να έχω κάτι από τα χέρια σου, Αββά ». Και του αποκρίνεται ευθύς και του λέγει : « Εγώ θα σου φτιάξω ». Και του λέγουν, ιδιαίτερα, οι δυο γέροντες : « Πώς εμείς σε παρακαλέσαμε και δεν θέλησες να μιας κάμης το χατήρι και σ’ εκείνον προθυμοποιήθηκες ; ». Τούς λέγει ο γέρων : « Σας αρνήθηκα και δεν λυπηθήκατε, όπου δεν ευκαιρούσα. Σ’ αυτόν όμως αν είχα άρνηθη, θα έλεγε ότι έχοντας ακουστά την αμαρτία μου ο γέρων δεν θέλησε να μου κάμη το χατήρι. Και έτσι, ευθύς κόβουμε το σχοινί. Τον καλοκάρδισα λοιπόν για να μη πέση σε απόγνωση ».
β'. Είπε ο Αββάς Βιτίμιος : « Ενώ κατέβαινα κάποτε σε μια Σκήτη, μου έδωσαν κάποιοι λίγα μήλα, για να τα προσφέρω στους γέροντες. Χτύπησα λοιπόν στο κελλί του Αββά Αχιλλά, για να του δώσω. Και εκείνος μου είπε : Σε βεβαιώνω, αδελφέ, δεν θα ήθελα να μου χτυ- πήσης τώρα τη θύρα, ακόμη και αν κρατούσες στα χέρια το μάννα. Αλλά και σ’ άλλο κελλί να μη πας. ’Εφυγα λοιπόν και γύρισα στο κελλί μου —προσθέτει ο Αββάς Βιτίμιος− και τα πήγα στην εκκλησία ».
γ΄. Πήγε κάποτε ο Αββάς Αχιλλάς στο κελλί του Αββά Ησαΐα, σε Σκήτη. Και τον βρήκε να τρώγη. Είχε δε βάλει στο πιάτο αλάτι και νερό. Και σαν τον είδε ο γέρων να το κρύβη πίσω από την πλεξούδα, του λέγει : «Για πες μου, τι έτρωγες ; ». Και εκείνος του αποκρίθηκε :
« Με συμπαθάς, Αββά, βλαστούς φοινικιάς έκοβα και ζεστάθηκα πολύ και έβαλα στο στόμα μου ψωμί με αλάτι. Και ξεράθηκε το λαρύγγι μου από την πολλή ζέστη και δεν κατέβαινε το ψωμί. Γι’ αυτό αναγκάσθηκα να ρίξω λίγο νερό στο αλάτι, ώστε έτσι να μπορέσω να φάγω. Αλλά, συμπάθα με ». Και λέγει ο γέρων : « Ελάτε να δήτε τον Ήσαΐα οπού τρώγει ζωμό σε Σκήτη. Αν θέλης να τρώγης ζωμό, πήγαινε στην Αίγυπτο ».
δ'. Πήγε κάποιος από τους γέροντες στον Αββά Αχιλλά. Και τον είδε οπού έφτυσε αίμα. Και τον ρώτησε :« Τι είναι αυτό, πάτερ ; ». Και είπε ο γέρων : « Να, λόγια ήταν ενός αδελφού οπού με λύπησε και αγωνίστηκα να μη ανακοινώσω τι μου είπε και παρακάλεσα τον θεό ναμε απαλλάξη από τα λόγια εκείνα. Και έγιναν σαν αίμα στο στόμα μου και τα έφτυσα, με αποτέλεσμα να ξαναβρώ την ησυχία μου και να ξεχάσω τη λύπη μου ».
ε . ’Έλεγε ο Αββάς Αμμώης « Πήγαμε εγώ και ο Αββάς Βιτίμιος στον Αββά Αχιλλά και τον ακούσαμε να μελετά αυτό το ρητό : " Μη φοβού Ιακώβ, καταβήναι εις Αίγυπτον.’’ Και για πολύ μελετούσε αυτό το ρητό. Και σαν χτυπήσαμε, μας άνοιξε και μας ρωτά : Από που είστε; Φοβηθήκαμε να του πούμε από τα Κελλιά και του λέμε : Από το βουνό της Νιτρίας. Και μας λέγει : Τι να κάμω για σας, μια και είστε από μακριά ; Και μας έμπασε μέσα. Και τον βρήκαμε να δουλεύη τη νύχτα και να φτιάχνη πολλές πλεξούδες. Του ζητήσαμε λοιπόν να μας πη κανένα ωφέλιμο λόγο. Και μας αποκρίθηκε : Εγώ αποβραδίς έως τώρα έπλεξα είκοσι οργυιές, όπου βέβαια δεν τις χρειάζομαι. Αλλά φοβάμαι μήπως αγανακτήση ο θεός και με κατηγορήση, λέγοντας : Γιατί, ενώ μπορούσες να δουλέψης, δεν δούλεψες ; Γι’ αυτό κοπιάζω και καταβάλλω όλη μου τη δύναμη. Και ωφελημένοι, τον αφήσαμε και φύγαμε ».
Του Α β β ά Α μ μ ώ η
α'. Έλεγαν για τον Αββά Αμμώη, ότι, καθώς πήγαινε στην εκκλησία, δεν άφηνε τον υποταχτικό του πολύ κοντά του να βαδίζη, αλλά από μακριά. Και αν ερχόταν να τον συμβουλευτή για λογισμούς, μόλις τους εκμυστηρευόταν, ευθύς τον απεμάκρυνε, λέγοντας : « Το κάνω αυτό μήπως, ενώ μιλάμε ωφέλιμα, ξεστρατίση σε άλλα η στιχομυθία μας. Γι’ αυτό δεν σε αφήνω πολύ κοντά μου ».
β'. ’Έλεγε ο Αββάς Αμμώης στον Αββά Ησαΐα, αρχικά : « Πώς με βλέπεις τώρα ; ». Του απαντά : « Σαν Άγγελο, πάτερ ». Και, στο τέλος, του έλεγε : « Πώς με βλέπεις αυτή τη φορά ; ». Και του Αποκρινόταν εκείνος :« Σαν τον Σατανά. Και λόγια να μου πής αγαθά, εγώ σαν ξεγυμνωμένο σπαθί τα αισθάνομαι ».
γ'. ’Έλεγαν για τον Αββά Αμμώη, ότι ήταν άρρωστος και έμενε στο κρεββάτι για πολλά χρόνια. Και ποτέ δεν άφησε τον λογισμό του να προσέξη στο παρά μέσα κελλί του, για να δη τι έχει. Γιατί πολλά του πρόσφερναν εξαιτίας της αρρώστιας του. Και καθώς ο υποταχτικός του Ιωάννης έμπαινε και έβγαινε, σφάλιζε τα μάτια του ο γέρων για να μη δη τι κάνει. Επειδή ήξερε ότι ήταν πιστός μοναχός.
δ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι ένας αδελφός πήγε στον Αββά Αμμώη, ζητώντας του λόγο ωφέλιμο. Και ενώ έμεινε μαζί του εφτά μέρες, ο γέρων τίποτε δεν του αποκρίθηκε. Ξεπροβοδίζοντάς τον δε, του είπε : « Πήγαινε, πρόσεχε στον εαυτό σου. Εμένα οι αμαρτίες έγιναν σαν τοίχος σκοτεινός, όπου με χωρίζει από τον θεό ».
ε'. Έλεγαν για τον Αββά Αμμώη ότι ετοίμασε κάποτε πενήντα αρτάβες σιτάρι για ανάγκη και το έβαλε στον ήλιο. Και πριν στεγνώση το σιτάρι καλά - καλά, είδε κάτι στον τόπον εκείνο όπου δεν τον ωφελούσε. Και λέγει στους υποταχτικούς του : « Ας φύγουμε από εδώ ». Εκείνοι λυπήθηκαν παρά πολύ. Και βλέποντάς τους στενοχωρημένους, τους λέγει : «Λυπάστε για τα ψωμιά ; Λοιπόν, σας λέγω ότι είδα εγώ μερικούς να φεύγουν αφού άφησαν κατασκονισμένα τα ράφια με βιβλία μεμβράνινα. Και ούτε έκλεισαν τα ράφια, αλλά τα άφησαν ανοιχτά ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.42-45)