δ'. Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες, ότι υπήρχε ένας γέρων φιλόπονος στα κελλιά, οπού φορούσε ψαθί. Και, φεύγοντας, φθάνει στον Αββά Αμμωνά. Τον είδε λοιπόν ο γέρων να φορά το ψαθί και του λέγει : « Αυτό σε τίποτε δεν σε ωφελεί ». Και τον ρωτά ο γέρων, λέγοντας : « Τρεις λογισμοί με ενοχλούν. "Η να πάω στις έρημους. ’Η να ξενιτευτώ οπού κάνεις δεν θα με γνωρίση. Η να κλειστώ σε κελλί και με κανέναν να μη συναντηθώ, τρώγοντας κάθε δυο μέρες ». Του λέγει ο Αββάς Αμμωνάς : « Τίποτε από τα τρία δεν σε συμφέρει να κάνης. Καλύτερα είναι να μείνης στο κελλί σου και να τρως λιγάκι κάθε μέρα. Και έχε διαρκώς τα λόγια του τελώνη στην καρδιά σου και μπορείς να σωθής ».
ε'. Σε κάποιους αδελφούς, συνέβη μια στενοχώρια στον τόπο τους και ήθελαν να τον παρατήσουν. Πήγαν λοιπόν να βρουν τον Αββά Αμμωνά. Και να, ο γέρων εκείνη τη ώρα κατέβαινε το ποτάμι με πλοίο. Και σαν τους είδε να βαδίζουν στην όχθη, είπε στους ναυτικούς : « Βγάλτε με στη στεριά». Οπότε, φώναξε τους αδελφούς και τους λέγει : « Εγώ είμαι ο Αμμωνάς, οπού πηγαίνετε να δήτε». Και αφού τους παρηγόρησε την καρδιά, τους έκαμε να γυρίσουν εκεί από οπού είχαν φύγει. Γιατί το ζήτημα δεν ήταν ψυχικά επιζήμιο, αλλά μια ανθρώπινη στενοχώρια.
στ'. Πήγε κάποτε ο Αββάς Αμμωνάς να διαβή αντίπερα στο ποτάμι. Και βρήκε το πέραμα όχι έτοιμο και κάθισε εκεί κοντά. Και να, άλλο σκάφος έφτασε και πήρε όσους βρίσκονταν εκεί για να τους περάση στην άλλη όχθη. Του λέγουν λοιπόν : « Έλα και συ, Αββά, να περάσης μαζί μας ». Και τους αποκρίνεται : « Δεν ανεβαίνω παρά στο δημόσιο πέραμα». Και είχε μια αδραξιά από φοινικόφυλλα και καθόταν φτιάχνοντας πλεξούδα και πάλι λύνοντάς την, ωσότου ετοιμάσθηκε το πέραμα και έτσι βγήκε στην άλλη όχθη. Του έβαλαν λοιπόν οι ά- δελφοί μετάνοια, λέγοντας : « Γιατί το έκαμες αυτό ; ». Και τους λέγει ο γέρων : «Για να μη ακολουθώ πάντα τον λογισμό όταν αυτός τρέχη. Αλλά και αυτό είναι παράδειγμα, για να βαδίζουμε στον δρόμο του θεού με αταραξία ».
ζ΄. Πήγε κάποτε ο Αββάς Αμμωνάς να συναντήση τον Αββά Αντώνιο και έχασε τον δρόμο του. Κάθισε λοιπόν και κοιμήθηκε για λίγο και σαν σηκώθηκε από τον ύπνο, προσευχήθηκε στον θεό, λέγοντας : « Σε παρακαλώ, Κύριε και θεέ μου, μη αφήσης να χαθή το πλάσμα σου». Και είδε τότε ένα χέρι, σαν ανθρώπου, να απλώνεται από τον ουρανό και να του δείχνη τον δρόμο, ώσπου έφτασε μπροστά στο σπήλαιο του Αββά Αντωνίου.
η'. Στον ίδιο αββά Αμμωνά προφήτευσε ο Αββάς Αντώνιος, λέγοντας : « ‘Εχεις να προκόψης στον φόβο του Θεού ». Και τον έβγαλε από το κελλί και του έδειξε ένα λιθάρι και του είπε : « Βρίσε αυτό το λιθάρι και χτύπησέ το ». Και εκείνος έκαμε έτσι. Του λέγει τότε ο Αββάς Αντώνιος : « Μίλησε το λιθάρι αυτό ; ». Και απαντά εκείνος : «Όχι ». Και του λέγει ο Αββάς Αντώνιος : « ΄Ετσι και συ μέλλεις να φθάσης σ’ αυτό το μέτρο ». Πράγμα όπου και έγινε. Γιατί τόσο πρόκοψε ο Αββάς Αμμωνάς, ώστε από την πολλή του αγαθότητα να μη γνωρίζη πλέον την κακία. ’Ετσι, όταν έγινε επίσκοπος, του έφεραν μια κόρη όπου είχε μείνει έγκυος και του λέγουν : « Ο δείνα το έκαμε αυτό. Τιμώρησέ τους ». Αλλά εκείνος σταύρωσε την κοιλιά της και πρόσταξε να της δώσουν έξη ζευγάρια σεντόνια, λέγοντας : « Μη, σαν πάη να γεννήση, πεθάνη η ίδια ή το παιδί και δεν βρεθή τίποτε για την κηδεία ». Του λέγουν οι κατήγοροί της : « Τι είναι αυτό όπου κάνεις ; Τιμωρησέ τους». Και εκείνος τους απαντά : «Βλέπετε, αδελφοί, ότι κοντά στον θάνατο είναι. Τι άλλο μπορώ λοιπόν να κάμω ; ». Και την άφησε να πάη στο καλό. Και δεν τόλμησε ο γέρων να κατακρίνη κανέναν. θ΄ .Έλεγαν γι’ αυτόν, ότι κάποιοι ήλθαν για να τους λύση μια διαφορά. Ο δε γέρων έκανε τον ξεμωραμένο. Και τότε, μια γυναίκα έλεγε στον διπλανό της : « Αυτός ο γέρων τα έχει χαμένα ». Την άκουσε ο γέρων και τη φώναξε και της λέγει : « Πόσους κόπους έκαμα στις ερήμους για να αποχτήσω αυτή τη μωρία ! Και εξ αιτίας σου, κινδυνεύω να τη χάσω σήμερα ».
ι’. Ήλθε κάποτε ο Αββάς Αμμωνάς σ’ ένα τόπο για να φάη. Και ήταν εκεί κάποιος όπου είχε φήμη κακή. Κα συνέβη να έλθη η γυναίκα και να μπή στο κελλί του αδελφού όπου είχε την κακή φήμη. Σαν το έμαθαν λοιπόν αυτοί όπου κατοικούσαν εκεί, ταράχθηκαν. Και συνάχτηκαν για να τον διώξουν από το κελλί. Και μαθαίνοντας οτι ο επίσκοπος Αμμωνάς ήταν σ’ εκείνο τον τόπο, πήγαν και τον παρακαλούσαν να έλθη μαζί τους. Μόλις το κατάλαβε ο αδελφός, πήρε τη γυναίκα και την έκρυψε σ’ ένα μεγάλο πιθάρι. Ενώ ερχόταν το πλήθος, είδε ο Αββάς Αμμωνάς τι συνέβη και για χάρη του θεού σκέπασε το πράγμα. Μπήκε, κάθισε πάνω στο πιθάρι και πρόσταζε να ερευνηθή το κελλί. Αφού λοιπόν έψαξαν και δεν βρήκαν τη γυναίκα, είπε ο Αββάς Αμμωνάς : « Τι έγινε λοιπόν ; Ο θεός να σας συγχώρηση ». Και αφού προσευχήθηκε, τους έβγαλε όλους έξω. Πιάνοντας δε τον αδελφό από το χέρι, του είπε : « Να προσέχης τον εαυτό σου, αδελφέ ». Και λέγοντας αυτό, έφυγε.
ια’. Ρωτήθηκε ο Αββάς Αμμωνάς, ποιά είναι η οδός η «στενή και τεθλιμμένη ». Και αποκρίθηκε και είπε : « Η οδός η στενή και τεθλιμμένη αυτή είναι : το να βιάζη τινάς τους λογισμούς του και να κόβη, για χάρη του θεού, το δικό του θέλημα. Και αυτό σημαίνει η φράση :’Ιδού ημείς άφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.39-42 )