ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 15

Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού
15.20 καὶ(1) ἀναστὰς(2) ἦλθεν(3) πρὸς τὸν πατέρα αυτοῦ(4).
ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος(5) εἶδεν αὐτὸν(6) ὁ πατὴρ αὐτοῦ
καὶ ἐσπλαγχνίσθη(7) καὶ δραμὼν(8) ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ
καὶ κατεφίλησεν(9) αὐτόν.
20 Σηκώθηκε, λοιπόν, και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του.
»Ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του, τον σπλαχνίστηκε,
έτρεξε, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε.
(1) Με το που το είπε, το έκανε (b). «Πρόσθεσε στην καλή απόφαση και την πράξη» (Σχ.).
«Διότι δεν πρέπει μόνο να αποφασίζουμε καλά, αλλά και να πράττουμε τα αποφασισμένα» (Ζ).
Δεν σταμάτησε να αποχαιρετίσει έστω και τυπικά τους φίλους του·
δεν έριξε νοσταλγικό βλέμμα προς τα πίσω, όπως η σύζυγος του Λωτ.
Το βλέμμα του στηρίχτηκε σταθερά προς το πατρικό σπίτι (ο). Έβαλε αμέσως
σε ενέργεια την αγαθή απόφασή του, χωρίς κάποια αναβολή. Όταν το σίδερο
ήταν ζεστό, το χτύπησε με βιασύνη και δεν ανέβαλλε για καταλληλότερο
χρόνο την πραγματοποίηση της απόφασής του. Το συμφέρον μας απαιτεί γρήγορα
να συμμορφωνόμαστε με τις πεποιθήσεις μας. Εφόσον πούμε: θα σηκωθούμε και θα πάμε,
πρέπει αμέσως να σηκωνόμαστε και αμέσως να πάμε. Ο άσωτος σηκώθηκε αμέσως και βάδισε
χωρίς να σταματήσει στα μισά του δρόμου με την πρόφαση ότι κουράστηκε και
έχει ανάγκη ανάπαυσης. Προχώρησε χωρίς διακοπή και μολονότι ήταν και αδύνατος
και κουρασμένος έφερε σε τέλειο πέρας ό,τι είχε αποφασίσει.
(2) Η επανάληψη του αναστάς προσδίδει σοβαρή σημασία στο ρήμα (L).
(3) «Αντί να πει ερχόταν» (Ζ).
(4) Παλαιότερη γραφή: εαυτού. Κάθε λέξη σε όσα ακολουθούν είναι γεμάτη έλεος και συμπάθεια.
Σημείωσε ειδικά το εαυτού (=του δικού του πατέρα), το μακράν απέχοντος, το εσπλαχνίσθη,
το δραμών, το επέπεσε, το κατεφίλησε (p).
(5) Μπορεί κάποιος από αυτό να εικάσει, ότι ο πατέρας του ασώτου κάθε μέρα ανέβαινε
σε κάποιο ύψωμα ή έπαιρνε τέτοια στάση ώστε να μπορεί και σε μακρινή απόσταση να ερευνά,
μήπως φαίνεται κάπου ο γιος του να επιστρέφει. Παρόλο όμως που κάθε μέρα διαψευδόταν
αυτή η ελπίδα και προσδοκία του, ο πατέρας δεν έπαυε να παρατηρεί (ο).
«Τι διαπεραστικό βλέμμα γεμάτο συμπάθεια! Με το που σκέφτηκε κάποιος να μετανοήσει,
αμέσως τον είδε αυτός, ο οποίος είναι έτοιμος πάντα για υποδοχή αυτών που επιστρέφουν,
και αμέσως από την αρχή της μετάνοιας, τούς βοηθάει» (Ζ). «Διότι δεν ανέμενε τον γιο
να έλθει μέχρις αυτόν, αλλά προφταίνει και τον αγκαλιάζει» (Θφ).
«Πρόλαβε η ευεργεσία την μετάνοια» (Σχ.). Ο Θεός διακρίνει και τον ασθενέστερο στεναγμό
της παραπλανημένης καρδιάς και αμέσως μόλις η καρδιά αυτή κάνει ένα βήμα προς αυτόν,
κάνει και αυτός 10 βήματα για συνάντησή της (g).
(6) Που γύρναγε πειναλέος και γυμνός (b). Ο πατέρας δεν έπαυσε να αναμένει τον γιο του.
Για αυτό και τώρα διακρίνει αυτόν από μακριά (g).
(7) «Διότι ήταν πατέρας και όχι μόνο αυτό, αλλά και Θεός ελέους» (Ζ).
(8) Έξω από το σπίτι. Οι πατέρες κάτω από τις συνηθισμένες περιστάσεις δεν είναι
διατεθειμένοι να τρέξουν για προϋπάντηση των παιδιών (b). Τώρα όμως μολονότι ο γιος
δεν είχε πει τίποτα ακόμη και ο πατέρας δεν γνώριζε με ποιες διαθέσεις επέστρεφε αυτός,
τρέχει προς αυτόν, θεωρώντας αρκετό το ότι επέστρεψε (p).
«Από την υπερβολική χαρά, δεν τον περίμενε να έλθει, αλλά τον προϋπάντησε,
και όχι με απλό τρόπο, αλλά τρέχοντας, για να φανεί η σφοδρότητα της αγάπης» (Ζ)
(9) Η πρόθεση κατά=φίλησε αυτόν θερμά «σαν γιο ποθητό, αυτόν που μέχρι να μετανοήσει
ήταν μιαρός και σιχαμερός» (Ζ). Έχουμε λοιπόν εδώ μάτια ελέους και ευσπλαχνίας.
Ο πατέρας είδε τον γιο, την ώρα που αυτός ήταν ακόμη πολύ μακριά.
Σαν από κάποιον ψηλό πύργο περιέστρεφε διαρκώς τα μάτια ο πατέρας αναζητώντας στο βάθος
του δρόμου, τον οποίο είχε ακολουθήσει ο άσωτος φεύγοντας από το πατρικό σπίτι,
μήπως ξαναφανεί και πάλι αυτός να επιστρέφει. Υποδηλώνει αυτό τον πόθο του ουράνιου
Πατέρα να επιστρέψουν οι αμαρτωλοί και την προθυμία του να δεχτεί αυτούς.
Έχουμε ακόμη σπλάχνα συμπάθειας και ελέους. Ο πατέρας βλέποντας την αθλιότητα του γιου
του δεν εξοργίζεται εναντίον του, αλλά τον σπλαχνίζεται. Δεν έρχεται στο νου του,
πόσο το οικογενειακό του όνομα εξευτελίστηκε από την ανάξια συμπεριφορά του κουρελιάρη
ήδη γιου του που κατάντησε σε έσχατη αθλιότητα. Η πατρική του στοργή συγκινεί ολόκληρη
την καρδιά του και «τον είδε ο πατέρας και τον σπλαχνίστηκε». Έχουμε επιπλέον και πόδια
σπλαχνικά, εξαιτίας των οποίων παρουσιάζεται ο πατέρας «να τρέχει» προς τον γιο του,
το οποίο υποδηλώνει, πόσο γρήγορος είναι ο Θεός στο να εκδηλώνει το έλεός του.
Ο άσωτος ερχόταν αργά κάτω από το βάρος της ντροπής και του φόβου.
Αλλά ο στοργικός πατέρας σπεύδει σε συνάντησή του για να δώσει θάρρος σε αυτόν.
Έχουμε ακόμη και αγκαλιά και χέρια σπλαχνικά. Ανοίγουν και απλώνονται αυτά για να σφίξουν
με θερμότητα τον γιο που γύρισε. «Έπεσε ο πατέρας στον τράχηλό του».
Παρόλο που ήταν ένοχος και θα περίμενε για αυτό μαλώματα, παρόλο που ήταν βρώμικος ακόμη
και ακάθαρτος, διότι πρόσφατα είχε φύγει από τον τόπο της χοιροβοσκής.
Οποιοσδήποτε άλλος θα σιχαινόταν να τον αγγίξει και μόνο η πατρική στοργή παραβλέπει
τα πάντα και ωθεί τον πατέρα να σφίξει θερμά στην αγκαλιά του τον γιο του που έφτασε
σε τέτοια αθλιότητα. Αλλά έχουμε και χείλια ελέους και ευσπλαχνίας.
Τα χείλια που στάζουν μέλι και ανέκφραστη γλυκύτητα εναποθέτουν φίλημα στοργικό
στον τράχηλο του ασώτου. Το φίλημα όχι μόνο βεβαίωσε τον άσωτο ότι με χαρά και ευφροσύνη
χαιρετιζόταν η επάνοδός του, αλλά και τον πληροφόρησε ότι όλα τα περασμένα συγχωρέθηκαν
σε αυτόν και λησμονήθηκαν από τον πατέρα του.

Τούτος ο κόσμος είναι ανάποδος. Όπως και να κάνεις, δεν τον ευχαριστάς. Ούτε στον ήλιο τον βρίσκεις, ούτε στον ίσκιο. Ο κάθε ένας λέγει το κοντό του και το μακρύ τους. Για ό,τι ενθουσιάζεται ο ένας, για ίδιο στενοχωριέται ο άλλος. Άλλη φορά μπορεί οι άνθρωποι να μην ήτανε όλοι σύμφωνοι, μα για τους πιο πολλούς το καλό ήτανε καλό και το κακό, κακό. Τώρα ο καθένας έχει σηκώσει μια παντιέρα και κάνει τον καπετάν Έναν….

Μα οι πιο πολλοί μποδίζονται από τιποτένια πράγματα: ο ένας θέλει να φαίνεται πιο «βαθυστόχαστος» από ο,τι είνε, ο άλλος θέλει να φαίνεται μοντέρνος, να μην τον πάρουνε για χωριάτη, ο άλλος φοβάται μην τον πάρουνε για «αφελή», για όχι «σοβαρόν» άνθρωπο, ο άλλος δεν θέλει να δυσαρεστήσει κάποιον, έτερος κολακεύει τις γυναίκες και κάνει τον «ιππότη» μιλώντας με ψεύτικη ευγένεια κ.λ.π. Όσοι είναι ίσιοι και απλοί, δεν έχουνε καμμιά σκοτούρα. Ζούνε μακρυά από λιβανίσματα από πονηριές ειδών – ειδών, από δυσπιστίες που φαρμακώνουνε τον άνθρωπο, από σκηνοθεσίες, από ψευτιές. Χαίρονται για τα καλά, για τα απλά, για τα αγνά, για τα σεμνά, για τα ταπεινά. Ενώ οι άλλοι ολοένα ταράζονται, ολοένα εξιχνιάζουνε. Πολλοί κατατρίβουνται με πράγματα που δεν έχουν καμμιά σημασία. Ρωτάνε, να πούμε, να μάθουνε για μένα τι σόι άνθρωπος είμαι, πώς είναι το σχέδιό μου, αν είμαι θαλασσινός και τούτο και κείνο. Αδελφέ μου αν σου αρέσει η συντροφιά μου, έλα εκεί που πηγαίνω, έλα να νοιώσεις μαζί μου τα ωραία έργα του Θεού, τον θησαυρό που έχουνε μέσα τους κρυμμένον οι απλοί άνθρωποι… Παράτησε πίσω σου την υποκρισία της ζωής κι έλα να δροσισθείς στη βρυσούλα που τρέχει κρυμμένη στη ρίζα του βουνού, κοντά στο παλιό ερημοκκλήσι. Τι κάθεσε κι εξετάζεις τα ανεξέταστα; Τι σε μέλλει αν είμαι την όψη έτσι ή αλλοιώς, εγώ και κάθε άλλος; Τι ρωτάς αν είμαι ψηλός ή κοντός, μαύρος ή άσπρος; Σ' αυτὰ που διαβάζεις βρίσκεται ο εαυτός μου, το πώς περπατώ, το πώς μιλώ, δηλαδή ο σαρκικός άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι πνεύμα όπως ο Θεός. Αυτό το πνεύμα να σε ενδιαφέρει, αυτό είναι πνεύμα όπως ο Θεός. Αυτό το πνεύμα να σε ενδιαφέρει, αυτό είναι η αληθινή σύσταση του ανθρώπου.

Απάνω απ' όλα να αγαπάμε την καλωσύνη. Να χαιρόμαστε νάμαστε καλοί και νοιώθουμε κοντά μας καλούς ανθρώπους. Κανένα πράγμα δεν είνε σαν την καλωσύνη. Το πρόσωπό της λαμποκοπά σαν τον ήλιο που χρυσώνει την πλάση το πρωί της έμορφης μέρας του καλοκαιριού. Τι ευλογημένοι που είναι οι καλοί άνθρωποι, οι πρόσχαροι, οι γλυκομίλητοι, οι απλοί, οι απονήρευτοι, οι πονετικοί, οι ταπεινοί! Τι αληθινός πλούτος μέσα σε μια τέτοια καρδιά! Και τι φτώχεια, τι μιζέρια, τι ασχήμια μέσα στις κακές ψυχές, στις εγωιστικές, κι ας φουσκώνουνε απ' έξω κι ας παραστένουνε τον πλούσιο! Πόσο ξεκουράζεται η ψυχή μας από τη δροσιά της καλωσύνης και πόσο κουράζεται η ψυχή μας από τον λίβα της κακίας.

Μα οι καλοί άνθρωποι είνε δυστυχισμένοι, υποφέρουνε, τυραννιούνται. Ναι. Ο σατανάς τους βασανίζει, τους ρίχνει σε συμφορές. Μα έτσι γίνουνται ακόμα πιο καθαροί, σαν το χρυσάφι που πέφτει στο χωνευτήρι. Ζούνε φτωχικά, μακρυά από δόξες, κρυμμένοι, μα ζούνε αληθινά. Να μην ζεις βουτηγμένος μέσα στην ψευτιά. Αυτό είνε που είπε ο Χριστός «Τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο αν κερδίσει όλον τον κόσμο και ζημιωθεί την ψυχή του;» Αυτός, ο φτωχός, ο παραπεταμένος, κέρδισε την ψυχή του. Αφού κέρδισε την ψυχή του, τι έχασε; Ό,τι έχασε είνε τιποτένιο μπροστά σ' αυτὸ που κέρδισε. Κι ο άλλος ο χοντροπετσιασμένος από τη σαρκική καλοπέραση, από τα σπορ, από τα λουτρά, από τις γυναίκες, από τις διάφορες ματαιότητες, τι κέρδισες άραγε, αφού έχασε την ψυχή του; Πόσοι και πόσοι ύστερα από μια ζωή γεμάτη λογής–λογής σαρκικές απολαύσεις, κοσμικές τυμπανοκρουσίες, πλούτη, ρεκλάμες κλπ., έρχονται σ' έναν λογαριασμό και ξεζαλίζουνται απ' αυτὰ τα σπιρτόζα πιοτά και νοιώθουνε τη γύμνια τους και ζητάνε τον εαυτό τους που βρίσκεται; Μα δεν υπάρχει πια. Ερημιά, ξέρακας της απελπισίας ζώνει τους εγωιστές! Τρομάζουνε με τη μοναξιά τους μόλις τη νοιώσουνε. Από πάνω τους ο ουρανός είναι έρημος, αδειανός, η γη έρημη, οι άνθρωποι καρδιές έρημες, γιατί ποτέ τους δεν γνοιασθήκανε γι' αυτές, και έτσι κόπηκε κάθε τρυφερή ανταπόκριση μαζί τους. Στο τέλος καταλαβαίνουμε οι τέτοιοι πως με τα λεπτά δεν αγοράζουνται όλα τα πάντα. Και πως, ίσια – ίσια, όσα δεν αγοράζουνται με τα λεφτά αυτά είνε που έχουνε την πιο μεγάλη αξία. Και πως απ' αυτὰ έχουνε μεγάλη ανάγκη, απ' αυτὰ που δεν αγοράζουνται. Σε ποιο μέρος πουλάνε την ησυχία της ψυχής, την αγνότητα, την απλότητα, την κρυφή χαρά που νοιώθει ο άνθρωπος κοντά στον Θεό σε στιγμή που ζει κρυμμένος από τον κόσμο, την πραότητα, την αγάπη; Δεν τα πουλάνε σε κανένα από τα μαγαζιά κι απὸ τα παζάρια για το διάφορο, την απονιά για τους άλλους, την ψευτιά κάθε λογής, κι όσα πάνε μαζί μ αυτά, δηλαδή τον εγωισμό, την περηφάνεια, την καταλαλιά μ' έναν λόγο το χοντροπέτσιασμα της ψυχής…

Τι μεγαλομανία σ' έχει πιάσει, αδελφέ μου, και δεν βρίσκεις ησυχία και χτίζεις πατώματα απάνω στα πατώματα, κι έχεις δυο τρία αυτοκίνητα και κότερα και κάθε λογής μάταια πράγματα! Γύρισε και κύτταξε και τον αδελφό σου, να δροσισθεί η ψυχή σου με την ευλογημένη καλωσύνη, που την ξεράνανε τα τσιμέντα, οι ψεύτικες κουβέντες, οι συμφεροντολογικές παρέες, οι συνοφρυωμένες αξιοπρέπειες. Αν δεν μπορείς να κάνεις θυσίες, τουλάχιστον να συχαθείς την αδικία. Μην αδικείς. Η αδικία είναι σιχαμερή στρίγγλα, χωρίστρα των ανθρώπων, ανθρωποκτονία σαν τον πατέρα τον σατανά.

Τι θα δίνανε πολλοί απ' αυτούς, που κερδίσανε τον κόσμο και χάσανε την ψυχή τους, για να νοιώσουνε ό,τι νοιώθουνε οι άλλοι που δεν χάσανε την ψυχή τους! Αν τύχει να ξεκόψει κανένας τέτοιος από ψεύτικη παρέα του και βρεθεί στη συντροφιά των απλών, των αχάλαστων, νοιώθει πως ζει αληθινά και σαν απογευθεί τα αγνά αισθήματα ύστερα από τη ψευτιά, καταλαβαίνει τέτοια χαρά, που κάνει σαν τον άνθρωπο που ξαναγεννήθηκε, σαν τυφλός που είδε το φως του. Κάτι τέτοιοι δεν ξεκολλάνε πια οι κακόμοιροι από τη συντροφιά των απλών, των γκαρδιακών ανθρώπων. Αλλά για να ξεμακρύνει από τα ψεύτικα πρέπει νάχει λίγη ψυχή. Αλλοιώς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ψευτιά. Ο άμμος της Σαχάρας, όση βροχή κι αν πέσει απάνω του, δεν φυτρώνει τίποτα.

Αν πεις πάλι σε έναν από τους άλλους, τους φτωχούς, να περάσει μισή ώρα με την παρέα των κοσμικών, καλύτερα έχει να το βάλεις στο μπουντρούμι, παρά να βλέπει και ν' ακούγει εκείνα τα ψεύτικα κομπλιμέντα, τις ανάλατες συζητήσεις, τα κρύα χωρατά. Στη συναναστροφή που κάνουνε αυτοί οι ψευτισμένοι, θαρρείς πως τους χωρίζει ένας τοίχος τον έναν από τον άλλον. Ενώ οι άλλοι, που ζούνε μακρυά από τον κόσμο, νοιώθουνε πως οι καρδιές τους γίνονται ένα, πως ακουμπά ο ένας απάνω στον άλλον και ξεκουράζεται. Αγαπά και αγαπιέται, χαίρεται και δίνει χαρά. Από πάνω από τη συντροφιά των σαρκικών ανθρώπων στέκεται ο διάβολος και τους κάνει να μιλάνε ολοένα για λεφτά και για τα όμοια, για να μη γροικήσουνε ούτε το φαγί που τρώνε. Από πάνω από τη συντροφιά των ταπεινών στέκεται ο Θεός, κι όλα είνε ευλογημένα.

Πετάξετε από πάνω σας την ψευτιά. Ανοίξετε τα πανιά, να τα φουσκώσει ο καθαρός αγέρας του πελάγου. Να δροσισθεί η ψυχή σας, να νοιώσετε πως ζητά αληθινά κι όχι ψεύτικα.

(Κόντογλου Φ., 2000, «Ευλογημένο Καταφύγιο», Αθήνα, Εκδ. Ακρίτας, σελ. 275-280)

Ποια είναι η αιτία της υποκρισίας των πονηρών πνευμάτων, υποκρισίας φοβερής τόσο ως προς την αρχή της όσο και ως προς τις συνέπειές της;

Η αιτία είναι φανερή, και μπορούμε να τη διακρίνουμε καθαρά στον ίδιο μας τον εαυτό. Γιατί κι εμείς υποκρινόμαστε και γινόμαστε όμοιοι με τους δαίμονες, όταν ακολουθούμε τις κακές τους υποβολές. Κι αυτό οφείλεται στην πεσμένη μας φύση.

Ένα, λοιπόν, από τα χαρακτηριστικά της πτώσεώς μας είναι η τάση να κρύβουμε τις παραβάσεις μας και να δικαιολογούμε τον εαυτό μας. Αυτό έκαναν ο Αδάμ και η Εύα μετά την αθέτηση της θείας εντολής. Αυτό έκανε και ο πρωτότοκος γιος τους, ο Κάιν, μετά τον φόνο του αδελφού του Άβελ. Όσο ο άνθρωπος απομακρύνεται από την αρετή και παραμελεί τη διόρθωσή του, τόσο εντείνεται και γενικεύεται η τάση του να καταφεύγει στην υποκρισία.

Πίσω από το προσωπείο της υποκρισίας κρύβονται και οι πεσμένοι άγγελοι, οι δαίμονες, οι πιο φοβεροί, οι πιο πανούργοι, οι πιο αδιόρθωτοι εγκληματίες. Εγκληματούν, παίρνοντας τις μορφές αγίων αγγέλων, προφητών, μαρτύρων, αποστόλων, ακόμα και τη μορφή του ίδιου του Χριστού. Προσπαθούν να εκμεταλλευθούν τις διάφορες περιστάσεις, τον τρόπο σκέψεως του κάθε ανθρώπου, τις τάσεις και τις αναμνήσεις του.

Σε μερικούς ασκητές παρουσιάζουν σωρούς από χρυσάφι και ασήμι, καθώς και άλλα πολυτελή αντικείμενα, προκειμένου να ξεσηκώσουν μέσα τους τα πάθη της πλεονεξίας και της φιλαργυρίας. Σε άλλους ασκητές δείχνουν τραπέζια γεμάτα με λαχταριστά φαγητά και ποτά, και σε άλλους τεράστιες αίθουσες χορού, όπου πλήθος ανθρώπων χορεύουν χαρούμενα κάτω από τους ήχους μουσικών οργάνων. Σε άλλους, πάλι, παρουσιάζονται με μορφές γυναικών, που ξεσηκώνουν τη σαρκική επιθυμία με την ομορφιά και την προκλητική τους εμφάνιση.

Όταν οι δαίμονες θέλουν να εμπνεύσουν σε κάποιον τον φόβο, τότε εμφανίζονται με τις μορφές θηρίων ή δημίων ή δεσμοφυλάκων ή στρατιωτών με αστραφτερά όπλα και αναμμένους πυρσούς ή, πιο συχνά, προσώπων που κάποτε είχαν προξενήσει τρόμο στον ασκητή. Κάποιους προσπαθούν να τους πλανήσουν με δήθεν αγγελικούς ύμνους και δήθεν ουράνια μουσική, ενώ άλλους με φωνές και δήθεν θεϊκές προφητείες.

Σε άλλους εμφανίζονται με τις μορφές συγγενών και φίλων, που βρίσκονται μακριά. Και σε άλλους, τέλος, εμφανίζονται σαν ψυχές νεκρών, που η τύχη τους, τάχα, δεν έχει ακόμη αποφασιστεί και γι’ αυτό περιφέρονται στη γη, μην έχοντας κατάλυμα. Επιπλέον φτιάχνουν ένα ενδιαφέρον παραμύθι, που μπορεί να προκαλέσει την περιέργεια των επιπόλαιων ανθρώπων και να τους κάνει να πιστέψουν στο ψέμα, καθώς το παρουσιάζουν σαν την πιο καθαρή και ιερή αλήθεια.

Ο τελευταίος τρόπος πλάνης χρησιμοποιείται σήμερα από τα πονηρά πνεύματα σε υπερβολικό βαθμό. Ακόμα και άνθρωποι που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη των ίδιων των πονηρών πνευμάτων, πιστεύουν στις περιπλανώμενες ψυχές. Αυτό ακριβώς είναι που θέλουν οι δαίμονες. Σαν κλέφτες και φονιάδες, σχεδιάζουν και εκτελούν με μεγαλύτερη επιτυχία τα κακουργήματά τους, όταν εκείνοι που αποτελούν τους στόχους της κακίας τους δεν πιστεύουν στην ύπαρξή τους.

Ο όσιος Μακάριος ο Μέγας γράφει: «Πρέπει να παρακολουθεί κανείς από παντού με μεγάλη προσοχή τις απάτες, τις πανουργίες και τις κακουργίες του εχθρού. Γιατί, όπως το Άγιο Πνεύμα με το στόμα του Παύλου λέει ότι γίνεται τα πάντα για να σώσει τους πάντες (Α’ Κορ. 9:22), έτσι και το πονηρό πνεύμα με την κακία του πασχίζει να γίνει τα πάντα για να κολάσει τους πάντες» (Περί ελευθερίας νοός λόγος, 7).

[από το βιβλίο: Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας, Έργα 5. Λόγος για τα πνεύματα – λόγος για τον θάνατο (αποσπάσματα). Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014]

Η αδικία είναι μεγάλη αμαρτία. Όλες οι αμαρτίες έχουν ελαφρυντικά, η αδικία δεν έχει· μαζεύει οργή Θεού. Φοβερό!

Ο άδικος άνθρωπος, όπως και κάθε ένας που αισθάνεται ένοχος, εάν δεν ζητήσει συγχώρηση ταλαιπωρείται από τη συνείδησή του και επί πλέον από το γογγυσμό και την αγανάκτηση του αδικημένου. Δεν μπορεί να κοιμηθεί. Σαν να τον κτυπούν κύματα στριφογυρίζει και ανάπαυση δεν έχει. Είναι μυστήριο πράγμα το πώς το πληροφορείται! Όπως ένας όταν αγαπά κάποιον και τον σκέφτεται με την καλή έννοια, εκείνος το πληροφορείται, έτσι και σ’ αυτήν την περίπτωση ο γογγυσμός του άλλου τον αναστατώνει. Και μακριά να είναι, είτε στο Γιοχάνεσμπουργκ, είτε στην Αυστραλία, δεν μπορεί να ησυχάσει όταν αγανακτεί άλλος εξ αιτίας του.

Άγιος Γέροντας Παΐσιος

Θαυμασμός
και έρωτας
Μήπως και ο Δαβίδ δεν ήταν υπερβολικά ωραίος, έχοντας πολύ ωραία μάτια; Και τι; Τον ερωτεύτηκε κανείς; Καθόλου. Επομένως δεν γεννιέται πάντοτε μαζί με το θαυμασμό και ο έρωτας. Αν ήταν έτσι, και μητέρες που λάμπουν υπερβολικά από την ομορφιά του σώματός τους, θα έπρεπε να τις είχαν ερωτευτή τα παιδιά τους. Μακριά τέτοια σκέψις! Θαυμάζουν βέβαια όλοι αυτό που βλέπουν, αλλά δεν κυριεύονται από αισχρό έρωτα.
Ε.Π.Ε. 19,226
Θαύματα
αναρίθμητα
Της θάλασσας τα κύματα, όσο κι αν προσπαθήσουμε, δεν μπορούμε να τα μετρήσουμε. Έτσι δεν μπορούμε να μετρήσουμε την ποικιλία των ευεργεσιών του Θεού σε μας.
Ε.Π.Ε. 3,140
θαύμα με θαύμα
Το ένα θαύμα φέρνει το άλλο θαύμα.
Ε.Π.Ε. 9,240
αναγκαιότητά τους
Συνηθίζει ο Θεός να κάνη θαύματα, δίνοντας αποδείξεις της δυνάμεώς Του σ’ όσους πρόκειται να δεχτούν τους νόμους Του. Έτσι, λοιπόν, κι όταν επρόκειτο να δημιουργήση τον άνθρωπο, έφτιαξε όλο τον κόσμο, κι ύστερα του έδωσε στον παράδεισο εκείνον τον νόμο... Έτσι και τώρα, που ήρθε στον κόσμο, επειδή επρόκειτο να παρουσιάση την τέλεια ζωή και αλήθειες που ποτέ δεν τις είχαν ακούσει, βεβαιώνει τα λεγόμενα με την παρουσίασι των θαυμάτων. Η βασιλεία που κήρυττε (ο Χριστός) δεν φαινόταν στα σωματικά μάτια. Γι’ αυτό εκείνο που δεν φαίνεται το κάνει φανερό με τα φαινόμενα.
Ε.Π.Ε. 9,448-450
στο σώμα και στην ψυχή
Ο Χριστός δεν γιάτρευε μόνο σώματα, αλλά διώρθωνε και ψυχές, και το αντίθετο: Μετά την ίασι των ψυχών προχωρούσε στη θεραπεία και σωμάτων. Ποικίλη ήταν η ευεργεσία Του. Μαζί με τη διδασκαλία των λόγων ήταν συνηρμοσμένη και η ενέργεια των πράξεων. Έτσι συν τοις άλλοις αποστόμωνε τους αιρετικούς, φροντίζοντας και για τα δυο συστατικά του ανθρώπου, φανερώνοντας, ότι είναι Δημιουργός ολοκλήρου του ψυχοσωματικού ανθρώπου.
Ε.Π.Ε. 9,460-462
η αρετή το μεγάλο θαύμα
Και δούλος αν είναι κανείς, και φτωχός και πένης και ξένος και άσημος, ότι κι αν είναι, εμπόδιο δεν έχει για να καταστή μακάριος, αν βέβαια επιδιώξη την αρετή.
Ε.Π.Ε. 9,468
το μεγάλο θαύμα, η αγιότητα
Αν διαθέτουμε τις αρετές, αν είμαστε πράοι και ταπεινοί και ελεήμονες και καθαροί και ειρηνοποιοί και δεν ανταποδίδουμε το κακό σ’ όσους μας βρίζουν, αλλά και χαιρώμαστε, θα μας θαυμάζουν περισσότερο από τα σημεία (τα θαύματα) και ευχαρίστως όλους θα τους προσελκύσουμε.
Ε.Π.Ε. 9.502
χωρίς κέρδος
Οι Ισραηλίτες, κατά την έξοδο, τίποτε δεν κέρδισαν από τα τόσα θαύματα. Μάλλον έγιναν αίτιοι για μεγαλύτερη τιμωρία. Γι’ αυτό λέει ο Κύριος το φοβερό εκείνο λόγο· «Ποτέ δεν σας αναγνώρισα για δικούς μου». Πολλούς ακόμα και από τούτη τη ζωή, προ της κρίσεως, τους αποστρέφεται. Ας φοβηθούμε, λοιπόν, αγαπητοί, και ας φροντίζουμε για καλό τρόπο ζωής, και ας μη νομίζουμε, ότι βρισκόμαστε σήμερα σε μειονεκτική θέσι επειδή δεν κάνουμε θαύματα.
Ε.Π.Ε. 10,124-126
δεν μας σώζουν
Για μεν τα θαύματα γινόμαστε εμείς οφειλέτες στο Θεό. Για την αρετή όμως και τις καλές πράξεις εμείς κάνουμε οφειλέτη τον Θεό!
Ε.Π.Ε. 10,126
και υγεία της ψυχής
Να μη ζητάς θαύματα, αλλά να ζητάς της ψυχής την υγεία. Να μη ζητάς να δης αναστημένο ένα νεκρό, αφού έμαθες, ότι ολόκληρη η οικουμένη ανασταίνεται. Να μη ζητάς να δης τυφλό να θεραπεύεται, αλλά να κοιτάς πως όλοι τώρα μπορούν και βλέπουν την ανώτερη και χρησιμότερη ανάβλεψι. Και να μάθης και συ να βλέπης (να ζης) με σωφροσύνη και να γιατρέψης τα μάτια σου (της ψυχής).
Ε.Π.Ε. 10,410

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 336-338)

 

ΑΥΤΗ την απόκριση έδωσε ο Όσιος Αρσένιος σ’ ένα μοναχό, που του ζήτησε μια ωφέλιμη συμβουλή:
- Αν κατορθώσει ο νους σου να βλέπει διαρκώς τον Θεό και μ’ αυτήν την ενόραση να γίνεται όλη η εσωτερική σου εργασία, τότε μόνο θα βγεις νικητής στον αγώνα του κακού.
 
 
 
Σ ΑΥΤΟ η ζωή του μοναχού μοιάζει με των αγγέλων, έλεγε ο Αββάς Υπερέχιος: κι εκείνοι βλέπουν διαρκώς το πρόσωπο του Ουρανίου Πατρός.
 
 
 
ΠΟΙΟΣ μπορεί να βλάψει τον ευνοούμενο του βασιλιά; Κανείς βέβαια. Ούτε ο διάβολος μπορεί να βλάψει ψυχή ενωμένη με τον Θεό, έλεγε κάποιος Αββάς.
Μας προσκαλεί ο Θεός δια των θείων Γραφών να Τον πλησιάσουμε, για να μας πλησιάσει περισσότερο κι Εκείνος. Δυστυχώς όμως, ο ανθρώπινος νους σκορπίζεται διαρκώς σ’ εγκόσμιες σκέψεις, γι’ αυτό εύκολα παρασύρεται από τον διάβολο στην αμαρτία.
 
 
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.216-217)
 
ΚΑΠΟΤΕ περπατούσαν πολλές μέρες συνεχώς μέσα στην έρημο ο Αββάς Δανιήλ κι ο υποτακτικός του. Κουρασμένος από την μακρινή οδοιπορία ο νέος, είπε με κάποια δυσφορία:
- Πότε θα μείνουμε κι εμείς στην φτωχή μας καλύβη;
- Ποιος μας εμποδίζει, παιδί μου, να βλέπουμε κι εδώ που βρισκόμαστε τον Θεό; Και στην καλύβα μας κι έξω απ’ αυτήν Εκείνος μας περιβάλλει, αποκρίθηκε ο Άγιος Γέροντας, που δεν έφευγε ποτέ από τον νου του η ενθύμηση του Θεού.
 
 
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 216)
 

Ευτυχισμένο το έθνος που έχει στην ιστορία του ένδοξες σελίδες! Σελίδες που γράφτηκαν με αίμα και ενθουσιασμό και πέρασαν στη σφαίρα της δόξας και του θρύλου.

Μία τέτοια πορεία χαράζει το έπος του 1940. Κάθε 28 Οκτωβρίου ζωντανεύει στη μνήμη και στην ψυχή του Ελληνικού Λαού το πρώτο βαθύ συναίσθημα της αγάπης στην πατρίδα, της πίστης, της θυσίας.

Είναι γεγονός αδιάψευστο πως οι Έλληνες στρατιώτες πολέμησαν έχοντας πίστη στο Θεό. Συντρόφευαν τον παγωμένο, πεινασμένο και κουρασμένο φαντάρο η ευχή της μάνας του και οι ολόθερμες προσευχές της.

Ο ελληνικός λαός έχει πολλές θαυμαστές ιστορίες να αφηγηθεί από την εποχή εκείνη που η Παναγία και όλοι οι Άγιοι συντρόφευαν τους ηρωικούς μας φαντάρους, τους ενδυνάμωναν και τους προστάτευαν από τους κινδύνους και τις κακοτοπιές.

Μία τέτοια ιστορία-θαύμα, έρχονται να μας φανερώσουν ξετυλίγοντας τις παιδικές τους μνήμες ο κ. Ευάγγελος Κωνσταντέλλης και ο Φώτης Καπουσούζης, Μανταμαδιώτες, που διαμένουν πολλά χρόνια στην Αθήνα.

" - Πάτερ θα ήθελα να σας πω ένα θαύμα, από τα πολλά που έγιναν τη δύσκολη εποχή του '40'. Πολλά τ' ακούγαμε, μερικά τα ζήσαμε, όπως τούτο που θέλω να σας πω και που είχε κάνει μεγάλη εντύπωση σε όλους μας, όσοι βρεθήκαμε τότε μέσα στο Ναό των Ταξιαρχών και σ' όλη την περιοχή.

Με τον Φώτη Καπουσούζη ήμασταν από μικροί γείτονες, φίλοι, συμμαθητές. Προχθές ανταμώσαμε στην Αθήνα και θυμηθήκαμε με νοσταλγία τα παιδικά μας χρόνια. Κουβέντα στην κουβέντα ήρθε στο νου μας ένα φοβερό θαύμα που ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια μας, μέσα στον ιερό Ναό των Ταξιαρχών, σε μία ολονύκτιο αγρυπνία.

Την εποχή του “40” οι γυναίκες του Μανταμάδου ξαγρυπνούσαν τις νύχτες μέσα στο Ναό των Ταξιαρχών, παρακαλώντας τους Αρχαγγέλους για τους άντρες τους, τα αδέλφια τους και τα παιδιά τους, που βρίσκοταν στην Αλβανία πολεμώντας για τα ιερά και τα όσια του Γένους μας.

Εμείς τα παιδιά τις ακολουθούσαμε και ξαγρυπνούσαμε μαζί τους προσευχόμενοι για τον πατέρα μας, τους θείους μας και τους άλλους συγγενείς.

Ένα βράδυ σούρουπο κατεβήκαμε με τις μανάδες μας στον Ταξιάρχη. Είχε πάλι ολονύκτια Λειτουργία.

Μία γυναίκα από τη Γέρα ξεχώριζε από τις άλλες. Ήταν ψηλή, αγέρωχη, ολιγομόλητη, σωστή αρχόντισσα. Το βράδυ αυτό βγήκε από το κελλί της νωρίς και κατευθύνθηκε μέσα στο Ναό με τον αγέρωχο βηματισμό της. Μπήκαμε κι εμείς μέσα στην Εκκλησία. Η γυναίκα από τη Γέρα ήτανε γονατιστή μπροστά στην ανάγλυφη εικόνα του Ταξιάρχη και έκανε συνεχώς μετάνοιες. Καθίσαμε ήσυχα και μεις σε μια γωνιά και περιμέναμε να αρχίσει η αγρυπνία.

Σε κάποια στιγμή καθώς σηκωνόταν και έπεφτε στη γη κάνοντας μετάνοιες, στάθηκε σαν άγαλμα με τα χέρια ψηλά με το πρόσωπο σηκωμένο να βλέπει στο πάνω μέρος της εικόνας.

Στην αρχή δεν δώσαμε μεγάλη σημασία, αλλά και οι μανάδες μας το ίδιο. Όταν όμως πέρασε πολύ ώρα και η γυναίκα έμεινε στη στάση αυτή σαν άγαλμα, οι γυναίκες άρχισαν να θορυβούνται και σηκώθηκαν διστακτικά να πάνε κοντά της.

Της μίλησαν μα εκείνη δεν απάντησε. Τότε την πλησίασαν περισσότερο, την κράτησαν από τα δύο χέρια και προσπάθησαν να την βοηθήσουν να συνέλθει.

Τότε εκείνη σα να ξυπνούσε από ένα βαθύ λίθαργο, τις κοίταξε παράξενα και με ένα μορφασμό που θα τον έλεγες και χαμόγελο είπε:

- “...Ευχαριστήστε τον Ταξιάρχη! Ευχαριστήστε τον με όλη την ψυχή σας, βρίσκεται πάνω στα βουνά της Αλβανίας μαζί με τους δικούς μας, τους άνδρες μας και πολεμά και κυνηγά τον εχθρό και σώζει τα παληκάρια μας.

Μου έδωσε και έπιασα το σπαθί του!!!...”.

Και λέγοντας αυτά άνοιξε τις παλάμες της. Ήταν καταματωμένες! Χωρίς να έχουν καμία πληγή!

Όλοι τότε τρέξαμε και φιλήσαμε τα χέρια της. Εκείνα τα χέρια που είχαν την ευλογία να πιάσουν το ματωμένο σπαθί του Ταξιάρχη!

(πρωτοπρεσβυτέρου Ευστρατίου Δήσσου, "ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟΥ", τόμος Δ')

Κατά τον καιρόν εκείνον [ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς] επήγεν εις τι γυναικείον Μοναστήριον, διά να εορτάση το Γενέσιον της Θεοτόκου, εν ώρα δε της θείας Ιερουργίας Μοναχή τις, Ελεοδώρα το όνομα (η οποία είχε τυφλωθεί από τον ένα οφθαλμόν τότε προ ολίγων ημερών), επλησίασε κρυφίως όσον ηδύνατο ως η αιμορροούσα του Ευαγγελίου και κρατήσασα την αρχιερατικήν αυτού στολήν, την ήγγισεν εις τον πάσχοντα οφθαλμόν της και παρευθύς έλαβε θαυμασίως την θεραπείαν της.

Θαύμα δε πάλιν εξαίσιον ηκολούθησε καθ’ ον χρόνον το πλοίον, εις το οποίον ήτο ο Άγιος, εισήρχετο εις τους λιμένας της Κωνσταντινουπόλεως διά να προσορμισθή. Ηκούοντο τότε εις τον αέρα ήχοι και ψαλμωδίαι θαυμάσιαι, ωσάν να ήρχοντο από το μέρος του πλοίου, ηννόησαν δε οι ακούοντες ότι αι μελωδίαι εκείναι δεν ήσαν εξ ανθρώπων αλλ’ εξ ουρανίων Αγγέλων, οίτινες συνώδευον αοράτως τον Άγιον, όστις αφού διέτριψεν επ’ ολίγον εις την βασιλεύουσαν, επέστρεψε τελευταίον και εις την ιδικήν του επαρχίαν [στη Θεσσαλονίκη].

(Μέγας Συναξαριστής της Εκκλησίας, τόμος ΙΓ’, Τριώδιον)

Διηγήθηκε ο αββάς Θεωνάς κι ο αββάς Θεόδωρος ότι στην Αλεξάνδρεια, επί Παύλου του Πατριάρχη κάποια κόρη έμεινε ορφανή από τους γονείς της οποίοι είχαν μεγάλη περιουσία. Κι ήταν ακόμα αβάφτιστη.

Μια μέρα λοιπόν βλέπει στο μεγάλο περιβόλι που της άφησαν οι γονείς της (υπάρχουν μεγάλα περιβόλια μέσα στην πόλη, στους κήπους των μεγιστάνων), καθώς λοιπόν βρισκόταν στο περιβόλι, βλέπει κάποιον άνθρωπο έτοιμο να απαγχονιστεί.

Τρέχει τότε και του λέει:
– Τι κάνεις, καλέ άνθρωπε;

Της λέει:
– Άφησέ με, γυναίκα, να χαρείς επειδή βρίσκομαι σε μεγάλη θλίψη.

Του λέει η κόρη:
– Πες μου την αλήθεια και ίσως μπορώ να σε βοηθήσω.

Της λέει:
– Χρωστάω πολλά και ταλαιπωρούμαι υπέρμετρα από τους δανειστές μου. Κι αποφάσισα
να πεθάνω γρήγορα και να μη ζω τόσο οδυνηρή ζωή.

Του λέει η κόρη:
– Σε παρακαλώ, να όσα έχω, πάρε να ξεχρεωθείς, μόνο μην αυτοκτονήσεις.

Και τα πήρε εκείνος και ξεπλήρωσε το χρέος. Επειδή λοιπόν εκείνη ήρθε σε οικονομική δυσχέρεια και δεν είχε ποιον να τη φροντίζει, όντας ορφανή από γονείς, από ανάγκη άρχισε να πορνεύει.

Κι έλεγαν κάποιοι που γνώριζαν κι αυτήν και σε ποια κατάσταση ήσαν οι γονείς της: "Ποιος ξέρει την κρίση του Θεού για ποια αιτία επιτρέπει σε μια ψυχή να πέφτει;" Όμως μετά από λίγο καιρό αρρώστησε κι ήρθε στα συγκαλά της.

Κι επειδή μετανόησε, έλεγε στους γείτονες:
– Για το όνομα του Θεού, ελεείστε την ψυχή μου και πέστε στον πάπα να με κάνει χριστιανή.

Κι όλοι την καταφρονούσαν κι έλεγαν: «Άραγε δεχέται [ο Θεός] αυτήν την πόρνη» και βρισκόταν σε μεγάλη στενοχώρια γι’ αυτό.

Καθώς λοιπόν βρισκόταν σ’ αυτήν την κατάσταση και στενοχωριόταν, της φανερώθηκε άγγελος Θεού με τη μορφή του ανθρώπου τον οποίο ελέησε. και της λέει:
– Τι είν’ αυτό που έχεις;

Αυτή είπε:
– Επιθυμώ να γίνω χριστιανή και κανείς δεν θέλει να μιλήσει για μένα.

Της λέει:
– Ειλικρινά ποθείς;

Αυτή είπε:
– Ναι, σε παρακαλώ.

Της λέει:
– Μη στενοχωριέσαι καθόλου. Εγώ φέρνω κάποιους και σε πηγαίνουν στην εκκλησία.

Φέρνει λοιπόν άλλους δυο, κι αυτούς αγγέλους, και την πηγαίνουν στην εκκλησία. Και ξανά μεταμορφώνονται σε κάποια διάσημα πρόσωπα από την ακολουθία του Αυγουστάλιου*. Και καλούν τους κληρικούς και τους αρμόδιους για τα βαπτίσματα.

Και τους λένε οι κληρικοί:
– Η αγάπη σας μας την εγγυάται;

Λένε σ᾽ αυτούς:
– Ναι.

Αϕού λοιπόν τέλεσαν οι κληρικοί τα της ακολουθίας για όσους πρόκειται να βαφτιστούν, τη βάφτισαν στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Την έντυσαν και τα φορέματα του νεοφώτιστου κι έτσι λευκοντυμένη μπήκε στο σπίτι της βασταζόμενη απ’ αυτούς. Και την άφησαν· κι έγιναν άφαντοι.

Οι γείτονες λοιπόν βλέποντάς τη λευκοντυμμένη, της είπαν:
– Ποιος σε βάφτισε;

Και τους απάντησε και είπε:
– Κάποιοι ήρθαν και με πήγαν στην εκκλησία κι είπαν στους κληρικούς και με βάφτισαν.

Και της έλεγαν:
– Ποιοι είναι αυτοί;

Επειδή λοιπόν δεν έβρισκε τι να τους πει, πήγαν και το ανάφεραν στον πάπα.

Καλεί ο πάπας τους αρμόδιους για το βαπτιστήριο και τους λέει:
– Αυτήν εσείς την βαφτίσατε;

Ομολόγησαν λοιπόν ότι τους παρακάλεσαν ο τάδε και ο τάδε του Αυγουστάλιου.

Στέλνει ο επίσκοπος και καλεί τους κατονομασθέντες και ζητά να μάθει απ’ αυτούς αν αυτοί έδωσαν την εγγύηση γι αυτήν. Και είπαν: «Ούτε ξέρομε ούτε γνωρίζουμε αυτούς που έκαναν τούτο».

Και τότε κατάλαβε ο επίσκοπος ότι η ενέργεια είναι θεϊκή.

Και την προσκάλεσε και είπε:
– Πες μου, θυγατέρα, τι καλό έχεις κάνει.

Του λέει:
– Όντας πόρνη και φτωχή, τι καλό μπορούσα να κάνω;

Της λέει:
– Κανένα απολύτως καλό δεν θυμάσαι να έχεις πράξει;

Του λέει:
– Όχι. Μόνο είδα κάποιον που ήθελε να απαγχονιστεί, επειδή πνιγόταν από το δανειστή του, και του έδωσα όλη την περιουσία μου και τον ελευθέρωσα.

Και λέγοντας αυτά, αναπαύτηκε «εν Κυρίω», ελεύθερη από τα εκούσια και τα ακούσια αμαρτήματα, Τότε δόξασε ο επίσκοπος τον Κύριο και είπε: «Δίκαιος, ει, Κύριε, και ευθείς αι κρίσεις Σου».

* Tίτλος στρατιωτικού, αξιωματούχου.

(Απόσπασμα από το βιβλίο, Ιωάννου Μόσχου, «Λειμωνάριον», της σειράς «Άνθη της ερήμου» αρ. 17, έκδοση Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος, 1983. Εισαγωγικά, μετάφραση, σχόλια, Μοναχού Θεολόγου. "Επιμέλεια Στέλιος Κούκος", πηγή: "πεμπτουσία")

katafigioti

lifecoaching