ΔΥΟ ΜΟΝΑΧΟΙ, διηγείται ένας Άγιος Ερημίτης που είχε από τον Θεό διορατικό χάρισμα, ήρθαν κάποτε να μείνουν σε δυό παλιά κελλιά, όχι πολύ μακριά από την καλύβα του. Ο ένας ήταν από ξένη χώρα, ο άλλος εντόπιος. Ο εντόπιος προόδευσε γρήγορα στα πνευματικά. Ο ξένος φαινόταν μάλλον αμελής.
'Ύστερα από μερικά χρόνια αρρώστησε ξαφνικά ο ξένος και πέθανε. Είδα τότε πλήθος αγγέλων να οδηγούν την ψυχή του στον Παράδεισο. Προτού όμως μπει μέσα έγινε εξέταση, αν θα τον άφηναν ή όχι. Άκουσα τότε φωνή να λέει:
-Ήταν πραγματικά λίγο αμελής, αλλά ανοίξτε του γιατί υπέμεινε την ξενιτεία.
Μετά από καιρό αρρώστησε βαριά κι ο άλλος. Όταν το έμαθαν οι συγγενείς κι οι φίλοι του, έρχονταν κάθε μέρα να τον περιποιούνται και να τον ανακουφίζουν. Στο τέλος πέθανε κι αυτός. Άγγελο όμως δεν είδα κοντά του. Γεμάτος απορία, έλεγα στον Κύριο:
-Γιατί, Θεέ μου, έδωσες τόση δόξα στον ξένο, που ήταν αμελής, και σε τούτον τον σπουδαίο τίποτε;
Τότε πήρα αυτή την πληροφορία απο θείο αγγελο: Ο ενάρετος μοναχός στον θανατό του είχε γύρω του φίλους και συγγενείς που του έδιναν μεγάλη παρηγοριά. Ο ξένος, αν και λίγο αμελής, επειδή του έλειψε η ανθρώπινη, βρήκε θεϊκή παρηγοριά.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.227-228).