Όταν σπούδαζα στον κόσμο, στην αρχή, κουραζόμουνα πάρα πολύ. Και όταν ερχόταν η ώρα να πιάσω το βιβλίο στα χέρια μου, ένιωθα σαν να πήγαινα να πιάσω άγριο θηρίο.
Καθώς όμως επέμενα, βιάζοντας τον εαυτό μου, βοήθησε ο Θεός και τόσο πολύ συνήθισα τη μελέτη, ώστε να μην καταλαβαίνω τι έτρωγα και τι έπινα ή πως κοιμόμουνα από την πολλή ευχαρίστηση που ένιωθα από την ανάγνωση. Και ποτέ δεν με τράβηξε η επιθυμία να πάω να φάω με έναν από τους φίλους μου, αλλά ούτε καν τους συναντούσα όταν είχα διάβασμα, παρόλο ότι ήμουν κοινωνικός και αγαπούσα τους φίλους μου.
Μόλις λοιπόν μας σχόλαγε ο δάσκαλος και λουζόμουνα -γιατί συνήθιζα να πλένομαι κάθε μέρα, επειδή στέγνωνα από το διάβασμα- γύριζα στο σπίτι μου μην ξέροντας ούτε τι θα φάω. Γιατί δεν μπορούσα να απασχοληθώ ούτε με το να παραγγείλω το φαγητό που θα έτρωγα, αλλά είχα κάποιον έμπιστο άνθρωπο και μου ετοίμαζε ό,τι εκείνος ήθελε. Έτρωγα λοιπόν ό,τι εύρισκα μαγειρεμένο από αυτόν, έχοντας και το βιβλίο δίπλα μου, ακουμπισμένο στο κρεβάτι και κάπου-κάπου έριχνα μια ματιά. Και όταν κοιμόμουνα, το είχα πάλι δίπλα μου, ακουμπισμένο στο κάθισμά μου και μόλις μ’ έπαιρνε λίγο ο ύπνος, αμέσως πεταγόμουνα να διαβάσω. Πάλι το βράδυ, μόλις γύριζα μετά από τον εσπερινό, άναβα το λυχνάρι και έμενα διαβάζοντας μέχρι τα μεσάνυχτα.
Και ζούσα έτσι, γιατί δεν ένιωθα τίποτα πιο γλυκό από την ευχαρίστηση που μου έδινε η μελέτη. Όταν λοιπόν ήρθα στο Μοναστήρι, έλεγα στον εαυτό μου:
«Αν για την κοσμική σοφία είχα τόσο πόθο και τέτοιο ζήλο, ώστε να ασχολούμαι με το διάβασμα και να μου γίνει αναφαίρετη συνήθεια, πόσο μάλλον για την αρετή»;
Και έπαιρνα πολλή δύναμη από αυτόν το λογισμό.
(Αββα Δωροθέου, Ι Διδασκαλία, εκδ. Ετοιμασία σελ. 271)