«Πιστός ο λόγος και πάσης αποδοχής άξιος, ότι Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ»
(= ο λόγος που θα πω είναι αξιόπιστος και άξιος να τον δεχτούν με την ψυχή τους όλοι, ότι δηλαδή ο Ιησούς Χριστός ήλθε στον κόσμο να σώσει αμαρτωλούς, από τους οποίους πρώτος είμαι εγώ)
(Απ. Παύλος προς Τιμόθεον Α 1,15,Καινη Διαθήκη Π.Ν.Τρεμπέλα)
«έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί. Εγώ γαρ ειμί ο ελάχιστος των αποστόλων, ος ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, διότι εδίωξα την εκκλησίαν του Θεού. Χάριτι δε Θεού ειμί ο ειμί…»
(=Τελευταίον δε από όλους, σαν σε έμβρυο που παράκαιρα αποβλήθηκε από την κοιλιά της μητέρας του, εμφανίστηκε (ο αναστημένος Ιησούς) και σε μένα. Διότι εγώ είμαι ο πιο μικρός από όλους του Αποστόλους, που δεν είμαι άξιος να λέγομαι Απόστολος, διότι κατεδίωξα την Εκκλησία του Θεού. Με τη χάρη του Θεού είμαι ό,τι είμαι τώρα…)
(Απ. Παύλος προς Κορινθίους Α 8,9, Καινη Διαθήκη Π.Ν.Τρεμπέλα)
«ουδέν γαρ εμαυτώ σύνοιδα, αλλ’ ουκ εν τούτω δεδικαίωμαι. Ο δε ανακρίνων με Κύριος εστίν»
(=διότι δεν μου μαρτυρεί μεν η συνείδησή μου καμμία ενοχή, αλλά δεν φτάνει αυτό για να είμαι δικαιωμένος. Ο μόνος δε αρμόδιος για να κρίνει, εάν πράγματι υπήρξα καλός… είναι ο Κύριος)
(Απ. Παύλος προς Κορινθίους Α 4, Καινη Διαθήκη Π.Ν.Τρεμπέλα)
«Εάν με συγκρίνετε με τον Μέγα Αντώνιο, είμαι ένας τενεκές. Εάν με συγκρίνετε με έναν ο οποίος ξημερώνει στα μπαρ, στα κέντρα διασκεδάσεως και ζει στην ακολασία, φαίνομαι σαν άγιος»
«- Γέροντα, έχετε μεγάλη φήμη έξω, από τον κόσμο και οι άνθρωποι έχουν καλή γνώμη για σας.
- Τώρα που ερχόσουν κάτω, πέρασες από τον σκουπιδοτενεκέ των Καρυών;
- Πέρασα, Γέροντα.
- Ε, εκεί υπάρχουν κονσερβοκούτια από καλαμάρια και καθώς πέφτει ο ήλιος πάνω τους λάμπουν δυνατά, που τα βλέπω και από δω κάτω. Κάτι παρόμοιο πάθανε και οι άνθρωποι. Βλέπουν τον ήλιο που γυαλίζει πάνω στο κονσερβοκούτι που είμαι εγώ, και νομίζουν ότι είναι χρυσάφι. Αν πάνε κοντά, θα δούνε ότι είναι ένα παλιό κονσερβοκούτι από καλαμάρια».
(Γέροντος Παϊσίου, Χαριτωμένες Διδαχές σελ. 23,22)
Εξομολόγηση του Γέροντος Φιλόθεου το 1908
(Βρέθηκε στο αρχείο του μετά την κοίμηση του)
1. Δεν αγαπώ το Θεό με όλη μου την ψύχη, την καρδιά και την διάνοια. Δεν έχω υπακοή στις εντολές του Κυρίου και δεν φυλάγω τις υποσχέσεις που έδωσα στο Βάπτισμα και στην κουρά μου ενώπιων του Θεού, των Αγγέλων , των Αγίων και των ανθρώπων.
2. Δεν προσεύχομαι και δεν μελετώ με προσοχή. Στις ιερές Ακολουθίες και αγρυπνίες, ακόμη και την ώρα της Θειας Λειτουργίας, παρίσταμαι στο Ναό χωρίς φόβο, προσοχή και ευλάβεια. Πολλές φορές έχω απρεπείς, αισχρούς, ακάθαρτους και βλάσφημους λογισμούς.
3. Δεν έχω μετάνοια αληθινή, ούτε πένθος ούτε δάκρια. Δεν εξομολογούμαι καθαρά και με συντριβή καρδιάς• ούτε έχω αίσθηση ότι η εξομολόγησή μου γίνεται ενώπιων του Παντογνώστη Θεού, που είναι πανταχού πάρων και γνωρίζει τα πάντα, και τους λογισμούς και τα βάθη της καρδιάς μου.
4. Στο μυστήριο της Θ. Κοινωνίας προσέρχομαι αναξίως, χωρίς την πρέπουσα ετοιμασία, χωρίς φόβο Θεού, πίστη και αγάπη.
5. Δεν αγαπώ τον πλησίον όπως τον εαυτό μου.
6. Δεν έχω αγάπη ούτε τον πρέποντα σεβασμό στον πνευματικό μου πατέρα και στους προεστώτες του Μοναστηριού. Δεν έχω τέλεια υπακοή και εγκοπή του θελήματός μου.
7. Είμαι υπερήφανος, αντίλογος, κενόδοξος, αθρωπάρεσκος, φίλαυτος, φλύαρος• αργολογώ, πολυλογώ, αστεΐζομαι και γελώ για ανόητα πράγματα, καταλαλώ, κατακρίνω, κατηγορώ, ψεύδομαι, συκοφαντώ, θυμώνω, οργίζομαι και μνησικακώ.
8. Δεν έχω εγκράτεια, υπομονή, πραότητα, ταπείνωση. Είμαι κοιλιόδουλος, γαστρίμαργος, λαθροφάγος, ιδιόρρυθμος, ακατάστατος.
9. Αμαρτάνω με όλες μου τις αισθήσεις (όραση, ακοή, γεύση, όσφρηση και αφή)
10. Αμαρτάνω με λόγια και έργα, με τη θέληση μου και χωρίς αυτή, με γνώση ή άγνοια, με το νου μου και τη διάνοια• είμαι αμελής και οκνηρός και για αυτό έχω πολλές φορές κακές και αισχρές επιθυμίες, άτοπους, αισχρούς ακάθαρτους, υπερήφανους λογισμούς.
Για αυτές τις αμαρτίες που εξομολογήθηκα, πάτερ, ενώπιων του Θεού και ενώπιόν σου, και για άλλες αναρίθμητες που από λήθη ή άγνοια παρέλειψα να εξομολογηθώ ζητώ από το Θεό συγχώρηση.
(Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου,Διδαχές πατρικές σελ.265-266)
«Το πρώτο είδος ταπείνωσης είναι το να θεωρεί κανείς το συνάνθρωπό του πιο συνετό από τον εαυτό του και καλύτερό του σε όλα, και με ένα λόγο, όπως είπε ένας άγιος, να θεωρεί τον εαυτό του απ’ όλους πιο κάτω.
Και το δεύτερο είδος ταπείνωσης είναι το να αποδίδει στο Θεό κάθε του επιτυχία. Αυτή είναι η τελεία ταπείνωση των αγίων. Αυτή η ταπείνωση αναφύεται στην ψυχή με τρόπο φυσικό, όταν τηρεί τις εντολές και εργάζεται πάνω σε αυτές.
Γίνεται ό, τι και με τα δέντρα: Όταν είναι φορτωμένα με πολύ καρπό, ο καρπός αυτός λυγίζει προς τα κάτω τα κλαδιά τους και τα σέρνει στο έδαφος. Ενώ το κλαδί που δεν κουβαλάει καρπό, υψώνεται προς τα πάνω και ανεβαίνει στητό. Υπάρχουν μάλιστα και κάποια δέντρα τα οποία δεν κάνουν καρπό, όσο ανεβαίνουν τα κλαδιά τους προς τα πάνω. Αν όμως κάποιος πάρει και κρεμάσει μια πέτρα στο κλαδί τους και το σύρει προς τα κάτω με δύναμη, τότε κάνει καρπό. Έτσι είναι και η ψυχή. Όταν ταπεινώνεται, τότε καρποφορεί, και όσο καρπό κάνει, τόσο χαμηλώνει και ταπεινώνεται. Γιατί όσο πλησιάζουν οι άγιοι το Θεό, τόσο βλέπουν τους εαυτούς τους πιο αμαρτωλούς.
Θυμάμαι ότι κάποτε μιλούσαμε για την ταπείνωση, και κάποιος από τους άρχοντες της Γάζας, ακούγοντάς μας να λέμε αυτό το πράγμα, ότι όσο κανείς πλησιάζει το Θεό τόσο βλέπει πιο αμαρτωλό τον εαυτό του, παραξενεύτηκε και έλεγε: «Πώς γίνεται αυτό;» Δε γνώριζε και ήθελε να μάθει το λόγο. Του λέω: «Άρχοντα και πρώτε, πες μου, σε ποια θέση βάζεις τον εαυτό σου μες στην πόλη σου;» Μου λέει εκείνος «Πρώτο και καλύτερο θεωρώ τον εαυτό μου στην πόλη». Του λέω: «Αν όμως φύγεις και πας στην Καισάρεια, εκεί σε ποια θέση βάζεις τον εαυτό σου;» Λέει: «Βάζω τον εαυτό μου σε υποδεέστερη θέση από τους εκεί άρχοντες». Του λέω: «Αν φύγεις και πας στην Αντιόχεια, σε ποια θέση βάζεις τον εαυτό σου;» Μου απαντά: «Θεωρώ τον εαυτό μου δεύτερης κατηγορίας». Του λέω: «Και αν πας στην Κωνσταντινούπολη την πρωτεύουσα κοντά στο Βασιλιά, σε ποια θέση βάζεις τον εαυτό σου;». Μου λέει εκείνος: «Θεωρώ τον εαυτό μου έναν από τους φτωχούς».
Τότε του λέω: «Να λοιπόν, έτσι είναι οι άγιοι. Όσο πλησιάζουν το Θεό, τόσο πιο αμαρτωλούς βλέπουν τους εαυτούς τους. Ο Αβραάμ μάλιστα, όταν είδε τον Κύριο, αποκάλεσε τον εαυτό του χώμα και στάχτη. Και ο Ησαΐας έλεγε: «Αχ, εγώ είμαι ταλαίπωρος και βρώμικος».
Αββάς Δωρόθεος (Έργα Ασκητικά, Β΄ Διδασκαλία, Περί Ταπεινοφροσύνης, απόσπασμα, μετάφραση: Ελένη Κονδύλη).
«Οι άγιοι δεν αγίασαν
«διά ταύτα»,
αλλά «παρά ταύτα»
(έλεγε ο μακαριστός αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (+1989)(δηλαδή παρά τις ατέλειές τους, ο Θεός τους χαρίτωσε»
(αρχ. Παύλου Μπακογιάννη,Χριστιανός ή ηθοποιός;! Σελ. 52)
- Η εξομολόγηση ενός ευσεβούς ιερέα εξομολόγου…
1. Δεν αγαπώ το Θεό.
Αν αγαπούσα πραγματικά το Θεό θα είχα συνεχώς τη σκέψη μου στραμμένη προς Αυτόν και θα ήμουν ευτυχισμένος. Κάθε σκέψη για το Θεό θα μου έδινε χαρά και αγαλλίαση. Αντίθετα, όμως πολύ συχνότερα και ευκολότερα σκέπτομαι διάφορα γήϊνα πράγματα, ενώ η απασχόληση της σκέψεως μου με το Θεό καταντάει εργασία επίμονη και ξερή.
Εάν αγαπούσα το Θεό, η συνομιλία με Αυτόν δια μέσου της προσευχής θα ήταν ή τροφή και η τρυφή μου (απόλαυση). Όμως τελείως αντίθετα, όχι μόνο δεν βρίσκω ευχαρίστηση στην προσευχή μου, αλλά χρειάζεται να αγωνίζομαι κάθε φορά για να καταβάλω προσπάθεια για να προσευχηθώ. Αγωνίζομαι κατά της απροθυμίας, νικιέμαι από την αμαρτωλότητα μου και είμαι πάντα πρόθυμος να καταπατώ με κάθε νοητή και ανόητη σκέψη και πράγμα, ακόμα και κατά την ώρα της προσευχής, γεγονότα, που όπως είναι φυσικό, μικραίνουν την προσευχή και απομακρύνουν τη σκέψη από αυτή.
Ο καιρός μου περνάει αχρησιμοποίητος ή μάλλον χρησιμοποιείται σε μάταιες απασχολήσεις, και όταν απασχολούμαι με το Θεό, όταν τοποθετώ τον εαυτό μου κάτω από την παρουσία Του, τότε κάθε ώρα μου φαίνεται σαν να είναι ολόκληρος χρόνος. Ολόκληρη την ημέρα, είναι ζήτημα αν ξεχωρίζω έστω και μιαν ώρα για να την αγάπη μου προς Αυτόν.
Ολοένα και συζητώ για τιποτένια πράγματα και γεγονότα, τα οποία μολύνουν το πνεύμα, κι αυτό μου δίνει ευχαρίστηση… Η μελέτη του νομού του Θεού και η γνώση Αυτού και της Πίστεως δεν μου κάνουν πολλή εντύπωση, ούτε ικανοποιούν την πνευματώδη πεινά της ψυχής μου…
2. Δεν αγαπώ ούτε τον πλησίον μου.
Εάν αγαπούσα το πλησίον μου θα ήταν δυνατό να σκεφτώ και να αποφασίσω να δώσω και την ζωή μου για αυτόν, εάν θα υπήρχε ανάγκη. Όχι μόνο αυτό δεν κάνω, άλλ’ ούτε και την παραμικρή θησεία είμαι διατιθέμενος να υποστώ για αυτόν.
Εάν αγαπούσα τον πλησίον μου συμφώνα με την εντολή του Ευαγγελίου, οι λύπες του θα ήταν δικές μου και οι χάρες του θα αντανακλούσαν (θα καθρεφτιζόταν) στο πρόσωπο μου, όπως και στο δικό του. Αντίθετα όμως, ευχαριστούμαι να ακούω διάφορα άσχημα πράγματα για αυτόν αντί να λυπάμαι και να πονάω.
Το κάθε τυχόν κακό που ακούω για τον πλησίον μου, όχι μόνο δεν μου φέρνει στενοχώρια, αλλά μου δίνει και είδος χαράς, ενδιαφέροντος και ελπίδας, να ακούσω περισσότερα.
Το σφάλμα ή το αμάρτημα του αδελφού μου όχι μόνο δεν το σκεπάζω με αγάπη, αλλά το διατυμπανίζω όπου μπορώ με εσωτερική ικανοποίηση.
Η ευτυχία του πλησίον μου, η τιμή του, τα αγαθά του δεν με ευφραίνουν, αλλά μου δίνουν αντίθετα το συναίσθημα της αδιαφορίας.
Τέλος όχι λίγες φορές καταλαμβάνουν την ψύχη μου περιφρόνηση και φθόνος για τον πλησίον μου.
3. Δεν έχω χριστιανική πίστη.
Ούτε στην αθανασία ούτε στο Ευαγγέλιο, γιατί αν είχα τέλεια πεισθεί και πίστευα χωρίς αμφιβολία ότι μετά τον τάφο ξανοίγεται ή αιώνια ζωή και η ανταπόδοση των όσων πράξαμε σ αυτόν τον κόσμο, θα σκεπτόμουνα συνεχώς αυτό, χωρίς διακοπή. Η ιδέα της αθανασίας θα με συνέτριβε κυριολεκτικά και θα ζούσα στην πρόσκαιρη αυτή ζωή σαν ένας ξένος και παρεπίδημος, που έχει πάντα στο νου του τη φροντίδα να αξιωθεί κάποτε να φτάσει στην γλυκεία του πατρίδα.
Αντίθετα, όμως εγώ ούτε καν σκέπτομαι για την αιωνιότητα και συμπεριφέρομαι στη ζωή μου σαν να πιστεύω ότι το τέλος της παρουσών ζωής είναι το τέρμα της ανθρώπινης υπάρξεως μου. Μέσα μου φωλιάζει υποσυνείδητα η σκέψη που συνοψίζεται στο: ποιος ξέρει και ποιος είδε τα μετά θάνατο;
Όταν μιλώ για την αθανασία, το μυαλό μου συμφωνεί μ’ εκείνη, ενώ η κάρδια μου απέχει από το να έχει πεισθεί από αυτή.
Όλη αυτή η απιστία αποδεικνύεται από τις πράξεις μου και από τη συνεχή φροντίδα να ικανοποιώ τη ζωή των αισθήσεων.
… Είμαι γεμάτος από υπερηφάνεια και φιλαυτία. Όλες μου οι ενέργειες το επιβεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι κάλο στον εαυτό μου, επιθυμώ να το φανερώσω ή να το υπερηφανευτώ για αυτό μπροστά σε άλλους ανθρώπους, η να το θαυμάσω μόνος μου εσωτερικά.
Αν και επιδεικνύω μια εξωτερική ταπεινοφροσύνη, την αποδίδω σε αποτελεσματικότητα της δικής μου δυνάμεως, θεωρώ δε τον εαυτό μου ή ανώτερο από τους άλλους ή τουλάχιστον όχι χειρότερο τους.
Όταν ανακαλύπτω ένα σφάλμα μου προσπαθώ να το δικαιολογήσω και να το σκεπάσω λέγοντας: Τι να κάνω; Έτσι είμαι φτιαγμένος, ή δεν πειράζει, κάνεις δεν θα με παρεξηγήσει.
Θυμώνω με όσους δεν δείχνουν εκτίμηση προς το πρόσωπο μου και τους θεωρώ ότι είναι άνθρωποι που δεν μπορούν να εκτιμήσουν την αξία του άλλου.
Αγάλλομαι για τα χαρίσματα μου και όλες μου τις πτώσεις της θεωρώ εντελώς προσωπικό μου ζήτημα.
Ενώ είμαι μεμψίμοιρος, βρίσκω ευχαρίστηση στις ατυχίες των εχθρών μου.
Όταν αγωνίζομαι για κάτι καλό το κάνω με σκοπό να κερδίσω επαίνους, η να δώσω κάποια ελαστικότητα στον πνευματικό μου εαυτό, η να πάρω κάποια πρόσκαιρη παρηγοριά.
Με μια λέξη, συνεχώς κατασκευάζω ένα είδωλο του εαυτού μου προς το οποίο προσφέρω αδιάκοπες τις υπηρεσίες μου, φροντίζοντας με κάθε τρόπο για την ευχαρίστηση μου και την καλλιέργεια των παθών και των επιθυμιών μου.
Πράττοντας όλα αυτά αναγνωρίζω τον εαυτό μου να είναι γεμάτος από υπερηφάνεια, από διάφορες σαρκικές επιθυμίες, από απιστία, από έλλειψη αγάπης προς το Θεό και από κακία προς τον πλησίον μου. Ποια κατάσταση θα μπορούσε να υπάρχει πιο αμαρτωλή από αυτή;
(από το βιβλίο, Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού, σελ. 165-174 (αποσπασματα))