«Οι μαθητές του Πυθαγόρα συνήθιζαν κάθε βράδυ πριν κοιμηθούνε να επιθεωρούν τη δράση της ημέρας, θέτοντας στον εαυτό τους τρία ερωτήματα.
Πη παρέβην.
Τί δ’ έρεξα.
Τί δε μοι δέον ουκ ετελέσθη.
(Δηλαδή: Πού αμάρτησα. Πώς ενήργησα. Τι έπρεπε να κάνω και δεν το έκανα).
Μετά την εξέταση αυτή και αφού άλλοτε επέκριναν και άλλοτε επαινούσαν τον εαυτό τους, έκλειναν τα βλέφαρά τους σ’ έναν ύπνο γαλήνιο».
(Κωνσταντίνος Κούρκουλας, Στάχυα τομ Β σελ. 205)
«Ο άνθρωπος αποκτά το φόβο του Θεού όταν έχει τη μνήμη του θανάτου και τη μνήμη των τιμωριών, και όταν κάθε βράδυ ερευνά τον εαυτό του, πώς πέρασε την ημέρα, και το πρωί πάλι ερευνά πώς πέρασε τη νύχτα….
Διότι οφείλουμε να ερευνούμε τους εαυτούς μας όχι μόνο καθημερινά αλλά και κατά έτος και κατά μήνα και κατά εβδομάδα, και να λέμε• την πρώτη εβδομάδα βαρυνόμουν στο τάδε πάθος• πώς είμαι τώρα; Ομοίως και κάθε έτος να λέμε• πέρυσι νικιόμουν από το τάδε πάθος• τώρα πώς ευρίσκομαι; Και έτσι καθημερινά να γυμνάζουμε τους εαυτούς μας, εάν προκόψαμε λίγο ή είμαστε στην ίδια κατάσταση ή γίναμε χειρότερα»…
«οφείλει ο καθένας να καθαρίζει τον εαυτό του περιοδικά, εξετάζοντάς τον κάθε βράδυ πώς πέρασε τη μέρα και πάλι το πρωί πώς πέρασε τη νύκτα, και μετανοώντας στο Θεό για τις ενδεχόμενες αμαρτίες του.
Αληθινά δε εμείς, επειδή αμαρτάνομε πολύ και είμαστε επιλήσμονες, χρειάζεται και κάθε έξι ώρες να ερευνούμε τον εαυτό μας, πώς περάσαμε και σε τί αμαρτήσαμε, κι ο καθένας μας να λέει μέσα του• μήπως άραγε μίλησα πληγώνοντας τον αδερφό μου; άραγε μήπως τον είδα να κάνει κάτι και τον κατέκρινα και τον εξουθένωσα ή καταλάλησα σε βάρος του;
Άραγε μήπως ζήτησα κάτι από τον κελλαρίτη και δεν μου το έδωσε και γόγγυσα εναντίον του; μήπως το φαγητό δεν έγινε καλό και είπα λόγο και προσέβαλα τον μάγειρα και τον έθλιψα, ή από αηδία γόγγυξα μόνος μου; διότι και μόνος του να γογγύξει κανείς αμαρτία είναι. Λέγει πάλι• άραγε μήπως μου είπε άλλος από τους αδελφούς λόγο και δεν τον βάσταξα, αλλά εναντιώθηκα σ’ αυτόν;
Έτσι οφείλομε να ερευνούμε τους εαυτούς μας καθημερινά, πώς περάσαμε. Ομοίως οφείλει κανείς να ερευνά τον εαυτό του πώς πέρασε και τη νύκτα».
(αββάς Δωρόθεος, ΕΠΕ, σελ. 343,467-469,479)
«Σε κάθε βήμα που κάνεις να εξετάζεις, αν βαδίζεις στην οδό ή μήπως παρεξέκλινες απ’ αυτήν και βαδίζεις σε κανένα μονοπάτι έξω από αυτή».
(άγιος Ισαάκ ο Σύρος,ΕΠΕ 8Α σελ. 229)
«Όταν τελειώσει η ημέρα, ευχαριστούμε το Θεό για όσα αγαθά μας έδωσε ή για όσα επιτύχαμε και εξομολογούμαστε τις παραλείψεις μας, κάθε παράπτωμα θεληματικό ή αθέλητο ή ακόμη και εν αγνοία, με λόγια ή με έργα ή και καρδιακά, για όλα αυτά εκζητούμε το έλεος του Θεού με την προσευχή.
Γιατί η προσεκτική εξέταση και έρευνα των πράξεων του παρελθόντος μάς ωφελεί πολύ, ώστε να μην ξαναπέσουμε πάλι στα ίδια αμαρτήματα. Για αυτό προφήτης Δαβίδ λέει: «Για όσα κακά σκέπτεσθε μέσα σας, το βράδυ στο κρεβάτι σας να μετανοείτε» (Ψαλμ. 4,5)
(Μεγάλου Βασιλείου, Παιδαγωγική Ανθρωπολογία,Χαρώνη Βασιλείου αριθμ. κειμ. 403)
«Άριστος τραπεζίτης είναι εκείνος που κάθε βράδυ μετρά οπωσδήποτε το κέρδος ή τη ζημία της ημέρας.
Και δεν μπορεί να γνωρίζει με ακρίβεια το κέρδος ή τη ζημία, αν δε τα σημειώνει αυτά κάθε ώρα στο σημειωματάριό του• γιατί οι λογαριασμοί της κάθε ώρας παρουσιάζουν τον λογαριασμό της κάθε ημέρας».
(Κλίμαξ Ιωάννου Σιναϊτη, ΕΠΕ σελ. 145-147)
«Κάνε τον λογαριασμό σου… Πώς πέρασε η νύχτα ή η ημέρα. Και αν δεις κάποιο σφάλμα, φρόντισε να το διορθώσεις, με τη βοήθεια του Χριστού»
(όσιος Βαρσανούφιος)
«Να κλεισθείς στο σπίτι σου, να μελετήσεις και να ασκηθείς μαζί με τη γυναίκα σου, με τα παιδιά σου και τους άλλους που συνοικούν μαζί σου• πρώτος εσύ πες στον εαυτό σου• δε θα ασχοληθώ καθόλου ούτε με ιδιωτικά ούτε με δημόσια πράγματα έως ότου διορθώσω τη ψυχή μου».
(Ιωάννου Χρυσοστόμου, Παιδαγωγική Ανθρωπολογία,Χαρώνη Βασιλείου αριθμ. κειμ. 1369)
- Προσευχή μετά την αυτοεξέταση…
«Σε γέλασα, Λόγε, εσένα την Αλήθεια,
ενώ σού είχα τάξει αγνή την σημερινή ημέρα.
Η νύχτα δεν με υποδέχτηκε ολοφώτεινο.
Προσευχήθηκα ωστόσο και αυτό περίμενα.
Είναι όμως που κάπου σκόνταψαν τα πόδια μου,
διότι ήρθε το σκοτάδι που φθονεί τη σωτηρία.
Φανερώσου και πάλι, Χριστέ μου, και λάμψε το φως μέσα μου»
(Επη εις αυτόν.Ποίημα ΚΕ, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγοριανό Ταμείο σελ. 155)
«Ο φιλόσοφος Κλεάνθης ασκούσε στις πράξεις του ο ίδιος αυτοκριτική και συχνά ακουγόταν να απευθύνει προς τον εαυτό του επιπλήξεις.
Όταν λοιπόν τον ρώτησε κάποτε ο Αρίστων ποιόν επιπλήττει, αποκρίθηκε «πρεσβύτη, πολιάς μεν έχοντι, νουν δε μη» (έναν γέροντα, ο οποίος έχει μεν άσπρα μαλλιά, όχι όμως και μυαλό»
(Κ.Δ Γεωργούλη, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, σελ.362)
- Η ησυχία φέρνει την αυτογνωσία…
«αυτός δε ην υποχωρών εν ταις ερήμοις και προσευχόμενος»
(=Αυτός (ο Ιησούς) αποσυρόταν συνεχώς στις ερήμους και προσευχόταν) (Κατά Λουκάν 5,16)
«Τίποτα δεν κάνει τον άνθρωπο να αγνοεί τόσο τον εαυτό του, όσο το να είναι προσηλωμένος στα βιοτικά. Και τίποτα πάλι δεν τον κάνει να είναι τόσο πολύ προσηλωμένος στα βιοτικά, όσο το να αγνοεί τον εαυτό του, επειδή αυτά εξαρτώνται το ένα από το άλλο.
Γιατί, όπως ακριβώς αυτός που αγαπάει υπερβολικά την κοσμική δόξα και θεωρεί σπουδαία τα παρόντα πράγματα, και αν ακόμη καταβάλλει άπειρες προσπάθειες, δεν μπορεί να γνωρίσει πραγματικά τον εαυτό του, έτσι και εκείνος που περιφρονεί τα υλικά αγαθά, εύκολα θα γνωρίσει τον εαυτό του. Και όταν γνωρίσει τον εαυτό του, γρήγορα θα προχωρήσει και σε όλα τα είδη της αρετής»
(Ιωάννου Χρυσοστόμου, Παιδαγωγική Ανθρωπολογία,Χαρώνη Βασιλείου αριθμ. κειμ. 1372)
«Ο άνθρωπος που άλλο δεν αγαπάει έξω από τον εαυτό του δεν μισεί και τίποτα περισσότερο απ το να μένει μόνος με τον εαυτό του»
«Ολη η δυστυχία του ανθρώπου προέρχεται από το ότι δεν μπορεί να μείνει μια μέρα μόνος, συντροφιά με τον εαυτό του σε ένα δωμάτιο! Πόσα θα είχαν να πουν οι δυο τους!»
(Πασκάλ)
«Η μοναξιά είναι το σχολείο της αυτογνωσίας. Γιατί η αυτογνωσία είναι το κανάλι της κάθε γνώσης. Ακόμη και του Θεού. Και όπως λέει ο Λάο-Τσε: «Αν όλο τον κόσμο γνωρίσεις, γνώρισες πολλά. Αν γνωρίσεις τον εαυτό σου, τα έμαθες όλα»
(Μαρώ Βαμβουνάκη, Ο παλιάτσος και η Ανιμα,σελ.91)
«Ο μακάριος Θεόφιλος ο Αρχιεπίσκοπος πήγε κάποτε στο όρος της Νιτρίας. Και ήλθε ο αββάς του όρους σ αυτόν. Και τού λέει ο Αρχιεπίσκοπος:
«Τι το πιο πολύ βρήκες σ’ αυτόν τον δρόμο (=της ησυχαστικής ζωής), πάτερ;».
Τού αποκρίνεται ο γέροντας:
«Το να αιτιώμαι (κατηγορώ) και να μέμφομαι τον εαυτό μου πάντοτε».
Τού λέει ο Αββάς Θεόφιλος:
«Άλλος δρόμος από αυτόν δεν υπάρχει».
«Είπε πάλι, στενάζοντας, ο αββάς Ποιμήν:
«όλες οι αρετές εισήλθαν σε αυτό το σπίτι, εκτός από μία αρετή. Και, χωρίς αυτήν, είναι σε δύσκολη θέση ο άνθρωπος».
Τον ρώτησαν λοιπόν, ποιά είναι. Και είπε:
«Το να μεμφθεί ο άνθρωπος τον εαυτό του».
(Γεροντικόν, Είπε γέρων σελ. 100 & 216)
«Φεύγω για την έρημο! Πάω να βρω τον εαυτό μου…!»
«Τρεις ευσεβείς νέοι, φίλοι μεταξύ τους, ακολούθησαν τρεις διαφορετικούς δρόμους για την αγάπη του Χριστού.
Ο ένας αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στο να συμφιλιώνει μεταξύ τους τούς εχθρούς και αντιπάλους. Τον συγκινούσε βαθιά το έργο του ειρηνοποιού.
Ο άλλος, δοσμένος ολόψυχα στην αγάπη του πλησίον, πήγαινε βάλσαμο παρηγοριάς στους δυστυχισμένους.
Ο τρίτος, φλογερός εραστής της ησυχίας, πήγε στη έρημο να ζήσει ξένος και άγνωστος ανάμεσα στους ασκητές και ερημίτες.
Πέρασαν μερικά χρόνια.
Ο πρώτος αηδιασμένος από τις δολοπλοκίες, τις αντιθέσεις, τις διαμάχες των ανθρώπων, που δεν είχαν ποτέ σταματημό, πήγε να βρει το σύντροφό του να δει μήπως εκείνος είχε πιο επιτυχία στο έργο του. Αλλά κι εκείνος ήταν απογοητευμένος. Η δυστυχία και η κακομοιριά των ανθρώπων ήταν τόσο μεγάλη που δεν έφτανε να την ανακουφίσει, καθώς ήθελε.
Και οι δυο μαζί τότε ξεκίνησαν να συναντήσουν τον παλιό τους φίλο, να δουν τι κέρδος είχε εκείνος από την ξενιτεία του. Τον βρήκαν στο ερημητήριό του και αφού του διηγήθηκαν τα βάσανά τους, τον ρώτησαν τι απόκτησε ζώντας τόσα χρόνια αποτραβηγμένος από τον κόσμο.
Εκείνος αντί να τους αποκριθεί με λόγια, έκανε τούτο το παράξενο:
Πήρε ένα δοχείο, το γέμισε νερό και είπε στους φίλους του να κοιτάξουν μέσα.
- Βλέπετε τίποτα; τους ρώτησε.
- Νερό ταραγμένο.
Υστερα από λίγο, όταν το νερό είχε ηρεμήσει πια, τους είπε να κανακοιτάξουν μέσα.
- Τι βλέπετε;
- Τα πρόσωπά μας, αποκρίθηκαν εκείνοι.
- Να, λοιπόν, τι απόκτησα στην ηρεμία της ερήμου, είπε τότε ο ησυχαστής. Βλέπω κάθε μέρα και γνωρίζω καλύτερα τον εαυτό μου, τις ελλείψεις και τις αδυναμίες μου. Αγωνίζομαι να διορθωθώ και ποτέ δεν ένιωσα κόπο και απογοήτευση.
Οι άλλοι δύο συμφώνησαν πως ο ερημίτης είχε δίκιο»
(Γεροντικόν, Θεοδώρα Χαμπάκη σελ.243)