Παρακολούθηση της θείας λειτουργίας.
Ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας.
Την εποχή εκείνη μερικοί χριστιανοί είχαν την κακή συνήθεια μετά την ανάγνωση του Αποστόλου και του Ευαγγελίου, την ώρα που στην εκκλησία γινόταν το κήρυγμα, να βγαίνουν έξω από το ναό και να το ρίχνουν στην κουβέντα. Μόλις τελείωνε το κήρυγμα κι οι ψαλτάδες άρχιζαν να ψάλλουν το χερουβικό ύμνο, ξανάμπαιναν μέσα.
Ο άγιος Ιωάννης το είχε προσέξει αυτό και το είχε αναφέρει μερικές φορές στις ομιλίες του σαν φαινόμενο απαράδεκτο. Εκείνοι όμως δεν τον άκουγαν. Βλέποντας λοιπόν πως η κατάσταση δε διορθωνόταν, μια Κυριακή βγήκε κι αυτός μαζί τους έξω, όπως ήταν ντυμένος με τα άμφιά του, κι έπιασε κουβέντα μαζί τους. Εκείνοι μόλις τον είδαν τα ‘χασαν. Κι ο Άγιος βρήκε την ευκαιρία να τους πει:
- Γιατί ξαφνιάζεστε; Όπου είναι τα πρόβατα, εκεί πρέπει να είναι κι ο ποιμένας. Ή θα πάμε όλοι μαζί μέσα, για να συνεχίσουμε τη θεία λειτουργία, ή κάθομαι κι εγώ μαζί σας και σας διδάσκω εδώ έξω το λόγο του Θεού.
Εκείνοι χωρίς να πουν λέξη άρχισαν ένας ένας να μπαίνουν στην εκκλησία κι από τότε έκοψαν την κακή εκείνη συνήθεια.
(Πέτρου Μπότση, Αποφθέγματα και ανέκδοτα, Αθήνα 2002, σελ. 12-13)
«Δεν ήλθα να φέρω ειρήνη στη γη»(Ματθ. 10,34). Μα τότε πώς τους παρήγγειλε να αποδίδουν χαιρετισμό ειρήνης σε κάθε σπίτι που θα πήγαιναν (Ματθ. 10,12); Πώς τότε και οι άγγελοι έψαλλαν «Δοξασμένος ας είναι ο ύψιστος Θεός και σε όλη τη γη ας βασιλεύσει η ειρήνη»; Πώς επίσης και οι προφήτες ευαγγελίζονταν την ειρήνη; Διότι αυτό κατεξοχήν είναι η ειρήνη, όταν δηλαδή αποκόπτεται αυτό που έχει ασθενήσει, όταν αποχωρίζεται αυτός που στασιάζει. Διότι μόνο έτσι είναι δυνατόν να ενωθεί ο ουρανός με τη γη. Διότι και ο γιατρός έτσι διασώζει το υπόλοιπο σώμα, όταν αποκόψει δηλαδή το μέλος εκείνο που δεν είναι δυνατόν να θεραπευτεί. Ομοίως και ο στρατηγός όταν οδηγήσει σε διαχωρισμό αυτούς που ομονοούν κακά. Ακριβώς το ίδιο συνέβη και στον πύργο εκείνο (της Βαβέλ)· διότι την κακή ειρήνη την διέλυσε η καλή διαφωνία και έφερε την ειρήνη (Γένεση 18,1).
Αλλά και ο Παύλος έτσι απέσχισε εκείνους που συμφωνούσαν εναντίον του (Πράξ. 23,6-7). Και στον πόλεμο του Ναβουθέ η συμφωνία εκείνη ήταν χειρότερη από κάθε άλλο (Γ΄Βασ. 20,1). Διότι δεν είναι παντού καλό η ομόνοια, διότι και οι ληστές συμφωνούν μεταξύ τους. Επομένως ο πόλεμος δεν είναι έργο της πρόθεσης του Κυρίου, αλλά προέρχεται από τη γνώμη των ανθρώπων. Διότι ο Κύριος ήθελε όλοι οι άνθρωποι να συμφωνούν ως προς την ευσέβεια. Επειδή όμως εκείνη στασιάζουν, γίνεται πόλεμος»
(Ιωάννου Χρυσοστόμου Ομιλία ΛΕ στο κατά Ματθαίον, εκδ. ΕΠΕ τομος 10 σελ. 492-494 ελαφρώς αλλαγμένη μετάφραση)
«Και έγινε σχίσμα (=διχασμός) μεταξύ τους»(Iω. 9,16). Αυτός ο διχασμός άρχισε πρώτα να γίνεται στο λαό και μετά και μεταξύ των αρχόντων. «Και οι μεν έλεγαν ότι είναι αγαθός, άλλοι όμως· δεν είναι αλλά εξαπατά το πλήθος» (Ιω. 7,12). Βλέπεις πώς έλειπε περισσότερο η σύνεση από τους άρχοντες με αποτέλεσμα να διχαστούν αργότερα; Αλλά μετά τον διχασμό δεν επέδειξαν και πάλι τίποτα το γενναίο, βλέποντας μπροστά τους τους Φαρισαίους. Διότι, εάν είχαν αποσχιστεί πλήρως, γρήγορα θα γνώριζαν την αλήθεια·
διότι είναι δυνατόν να υπάρχει καλό σχίσμα. Για αυτό και αυτός έλεγε· «Δεν ήλθα να βάλω ειρήνη στη γη αλλά μαχαίρι»(Ματθ. 10,34). Υπάρχει βεβαίως και κακή ομόνοια και υπάρχει και καλή διαφωνία· διότι αυτοί που έχτιζαν τον πύργο (της Βαβέλ) είχαν ομόνοια μεταξύ τους για κακό του εαυτού τους, και αυτοί οι ίδιοι πάλι διχάστηκαν χωρίς να το θέλουν μεν, αλλά όμως προς το συμφέρον τους. Και οι γύρω από τον Κορέ ομονόησαν κακά, για αυτό καλά διχάστηκαν· και ο Ιούδας ομονόησε με τους Ιουδαίους κακά. Υπάρχει λοιπόν και καλό σχίσμα και υπάρχει και κακή ομόνοια. Για αυτό λέει «Εάν το μάτι σου σε σκανδαλίζει, βγάλε το· εάν το πόδι σου, κόψε το» (Ματθ. 5,29 και 8,9). Εάν όμως είναι ανάγκη να αποσχιζόμαστε από ένα μέλος μας που είναι με κακό τρόπο ενωμένο με μας, δεν είναι πολύ περισσότερο ανάγκη και από φίλους, που είναι με κακό τρόπο ενωμένοι με μας; Επομένως δεν είναι πάντοτε η ομόνοια καλή, όπως ακριβώς λοιπόν ούτε ο διχασμός είναι κακός πάντοτε.
Αυτά τα λέω για να αποφεύγουμε τους πονηρούς και να αναζητούμε τους αγαθούς· διότι εάν από τα μέλη αποκόπτουμε εκείνο που είναι σάπιο και αθεράπευτο, φοβούμενοι μήπως και το υπόλοιπο σώμα υποστεί την ίδια βλάβη, και το κάνουμε αυτό, όχι επειδή περιφρονούμε εκείνο, αλλά θέλοντας να διαφυλάξουμε το υπόλοιπο σώμα, πόσο μάλλον είναι ανάγκη να το κάνουμε αυτό για εκείνους που είναι μαζί μας για κακό; Βέβαια εάν μπορούσαμε και εκείνους να διορθώσουμε και οι ίδιοι να μην βλαφτούμε, όλα πρέπει να τα κάνουμε, εάν όμως και εκείνοι παραμένουν αδιόρθωτοι και εμάς βλάπτουν, είναι ανάγκη να τους αποκόπτουμε και να τους απορρίπτουμε· διότι πολλές φορές έτσι θα έχουν μεγαλύτερο κέρδος. Για αυτό και ο Παύλος έτσι συμβούλευε, λέγοντας· «Διώξτε το πονηρό από ανάμεσά σας» (Α΄ Κορ. 5,13) και «Για να εκλείψει από ανάμεσά σας εκείνος που έκανε αυτό το έργο» (Α΄Κορ. 5,2). Διότι είναι κακό, μεγάλο κακό η συναναστροφή με πονηρούς. Δεν προσβάλλει με τόση ταχύτητα η αρρώστια και ούτε η ψώρα καταστρέφει αυτούς που μολύνθηκαν και πάσχουν από τη νόσο, όσο η κακία των πονηρών ανδρών»
(Ιωάννου Χρυσοστόμου Ομιλία ΝΖ στο κατά Ιωάννην, εκδ. ΕΠΕ τομος 14 σελ. 57-61 μετάφραση ελαφρώς αλλαγμένη)
Με τη λατρεία του Θεού ζεις στον Παράδεισο. Άμα γνωρίσεις και αγαπήσεις τον Χριστό, ζεις στον Παράδεισο.
Ο Χριστός είναι ο Παράδεισος. Ο Παράδεισος αρχίζει από δω. Η Εκκλησία είναι ο επί γης Παράδεισος ομοιότατος με τον εν ουρανοίς.
Ο Παράδεισος που είναι στον ουρανό ο ίδιος είναι κι εδώ στη γη. Εκεί όλες οι ψυχές είναι ένα, όπως η Αγία Τριάδα είναι τρία πρόσωπα, αλλά είναι ενωμένα κι αποτελούν ένα.
Κύριο μέλημά μας είναι να αφομοιωθούμε στον Χριστό, να ενωθούμε με την Εκκλησία. Αν μπούμε στην αγάπη του Θεού, μπαίνομε στην Εκκλησία. Αν δεν μπούμε στην Εκκλησία, αν δεν γίνομε ένα με την εδώ, την επίγεια Εκκλησία, υπάρχει φόβος να χάσομε και την επουράνια. Όποιος ζει τον Χριστό, γίνεται ένα μαζί Του, με την Εκκλησία Του. Ζει μια τρέλα! Η ζωή αυτή είναι διαφορετική απ’ τη ζωή των άλλων ανθρώπων. Είναι χαρά, είναι φως, είναι αγαλλίαση, είναι ανάταση. Αυτή είναι η ζωή της Εκκλησίας, η ζωή του Ευαγγελίου, η Βασιλεία του Θεού. «Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστίν». Έρχεται μέσα μας ο Χριστός κι εμείς είμαστε μέσα Του. Και συμβαίνει όπως μ’ ένα κομμάτι σίδηρο που τοποθετημένος μες στη φωτιά γίνεται φωτιά και φως· έξω απ’ τη φωτιά, πάλι σίδηρος σκοτεινός, σκοτάδι.
Στην Εκκλησία γίνεται η θεία συνουσία, γινόμαστε ένθεοι. Όταν είμαστε με τον Χριστό, είμαστε μέσα στο φως· κι όταν ζούμε μέσα στο φως, εκεί δεν υπάρχει σκότος. Το φως όμως δεν είναι παντοτινό· εξαρτάται από μας. Συμβαίνει όπως με το σίδηρο, που έξω απ’ τη φωτιά γίνεται σκοτεινός. Σκότος και φως δεν συμβιβάζονται. Ποτέ δεν μπορεί να έχομε σκοτάδι και φως συγχρόνως. Ή φως ή σκότος. Όταν ανάψεις το φως, πάει το σκότος. }205}
Για να διατηρήσουμε την ενότητά μας, θα πρέπει να κάνομε υπακοή στην Εκκλησία, στους επισκόπους της. Υπακούοντας στην Εκκλησία, υπακούομε στον ίδιο τον Χριστό. Ο Χριστός θέλει να γίνομε μία ποίμνη μ’ έναν ποιμένα.
Να πονάμε την Εκκλησία. Να την αγαπάμε πολύ. Να μη δεχόμασθε να κατακρίνουν τους αντιπροσώπους της. … Και με τα μάτια μας να δούμε κάτι αρνητικό να γίνεται από κάποιον ιερωμένο, να μην το πιστεύομε, ούτε να το σκεπτόμαστε, ούτε να το μεταφέρομε. Το ίδιο ισχύει και τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας και για κάθε άνθρωπο. Όλοι είμαστε Εκκλησία.
Να προσέχομε και το τυπικό μέρος. Να ζούμε τα μυστήρια, ιδιαίτερα το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας. Σ’ αυτά }206} βρίσκεται η Ορθοδοξία. Προσφέρεται ο Χριστός στην Εκκλησία με τα μυστήρια και κυρίως με την Θεία Κοινωνία. Να σας πω για μια επίσκεψη του Θεού σ’ εμένανε τον ταπεινό, για να δείτε την χάρι των μυστηρίων.
Έτσι όπως πονούσα, μου σταυρώσανε το σπυράκι με ευχέλαιο κι αμέσως έσβησε ο πόνος.
Την Πεντηκοστή εξεχύθη η χάρις του Θεού όχι μόνο στους αποστόλους αλλά και σ’ όλο τον κόσμο που βρισκόταν γύρω τους. Επηρέασε πιστούς και απίστους.
Ενώ ο Απόστολος Πέτρος ομιλούσε τη δική του γλώσσα, η γλώσσα του μετεποιείτο εκείνη την ώρα στο νου των ακροατών. Με τρόπο μυστικό το Άγιον Πνεύμα τους έκανε να καταλαβαίνουν τα λόγια του στη γλώσσα τους, μυστικά, χωρίς να φαίνεται. Αυτά τα θαύματα γίνονται με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Παραδείγματος χάριν, η λέξη «σπίτι» σ’ αυτόν που ήξερε γαλλικά θ’ ακουγόταν «la maison». Ήταν ένα είδος διοράσεως· άκουγαν την ίδια τους τη γλώσσα.
Ο ήχος χτυπούσε στο αυτί, αλλά εσωτερικά, με τη φώτιση του Θεού, τα λόγια ακούγονταν στη γλώσσα τους. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αυτή την ερμηνεία της Πεντηκοστής δεν την αποκαλύπτουν πολύ φανερά, φοβούνται τη διαστρέβλωση. Το ίδιο συμβαίνει και με την Αποκάλυψη του Ιωάννου. Οι αμύητοι δεν μπορούν να καταλάβουν το νόημα του μυστηρίου του Θεού.
Παρακάτω λέει, «εγένετο δε πάση ψυχή φόβος …», δηλαδή κατέλαβε φόβος την κάθε ψυχή. Αυτός ο «φόβος» δεν ήταν φόβος. Ήταν κάτι άλλο, κάτι ξένο, κάτι ακατανόητο, κάτι, κάτι που δεν μπορούμε να το πούμε. Ήταν το δέος, ήταν το γέμισμα, ήταν η χάρις. Ήταν το γέμισμα υπό της θείας χάριτος. Στην Πεντηκοστή οι άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά σε μία τέτοια κατάσταση θεώσεως, που τα χάσανε. Έτσι, όταν η θεία χάρις τους επεσκίαζε, τους ετρέλαινε όλους –με την καλή έννοια – τους ενθουσίαζε.
Η «κλάσις του άρτου» ήταν η Θεία Κοινωνία. Και συνεχώς αυξάνονταν οι σωζόμενοι, εφόσον έβλεπαν όλους τους χριστιανούς να είναι «εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας αινούντες τον Θεόν». … Αυτό είναι ενθουσιασμός κι αυτό πάλι τρέλα. Εγώ όταν το ζω αυτό, το αισθάνομαι και κλαίω. Πηγαίνω στο γεγονός, ζω το γεγονός, το αισθάνομαι κι ενθουσιάζομαι και κλαίω. Αυτό είναι θεία χάρις. Αυτό είναι και η αγάπη προς τον Χριστό.
Αυτό που ζούσαν οι απόστολοι μεταξύ τους κι αισθανόντουσαν όλη αυτή τη χαρά, στη συνέχεια έγινε με όλους κάτω από το υπερώον. Δηλαδή αγαπιόντουσαν, χαιρόταν ο ένας τον άλλον, ο ένας με τον άλλον είχαν ενωθεί. Ακτινοβολεί αυτό το βίωμα και το ζούνε κι άλλοι.
Ο απώτερος σκοπός της θρησκείας μας είναι το «ίνα ώσιν έν». Εκεί ολοκληρώνεται το έργο του Χριστού.
Η θρησκεία μας είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι τρέλα, είναι λαχτάρα του θείου. Είναι μέσα μας όλ’ αυτά. Είναι απαίτηση της ψυχής μας η απόκτησή τους.
Πηγή: ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας. Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.
Ήταν ένας εργάτης, δασοφύλακας στη Φιλοθέου, που είχε σκοτώσει άνθρωπο. Ύστερα ήρθε στο Άγιο Όρος. Με βοηθούσε πολλές φορές. Μου ΄φερε απ΄ το Μοναστήρι μια τσέργα, πιρούνι, κουτάλι αλλά όταν μιλούσαμε για πεθαμένους, αμέσως άλλαζε κουβέντα.
- Άστα, άστα αυτά έλεγε, δεν υπάρχουν αυτοί.
Πέθανε ο άνθρωπος, πάει τέλειωσε. Δώσε, του λέω, τα ονόματα απ΄ τα πεθαμένα να στα μνημονεύω στο εκκλησάκι των Αρχαγγέλων. Εκεί ήμουν τότε. Αυτός τίποτα, δε μου τα έδωσε.
Ύστερα από καιρό, μαθαίνω, πέθανε. Δεν το πίστεψα στην αρχή. Πάω στη Φιλοθέου, βλέπω φρέσκο μνήμα. Ε, λέω, πέθανε. Ύστερα από είκοσι μέρες, μαθαίνω, μ΄ έψαχνε ένα πρόσωπο απ΄ τη Φιλοθέου. Έρχεται αναστατωμένος, ήταν κι επίτροπος στο μοναστήρι του.
- Πάτερ, μου λέει, ήρθε ο κυρ Θανάσης, ο πεθαμένος, και μου παραπονέθηκε πολλές φορές πως τον ξέχασα και δεν έκανα τίποτα γι΄ αυτόν. Και πραγματικά έχω είκοσι μέρες να τον μνημονεύσω στην προσευχή μου και ήρθε. Και πραγματικά, ανέλαβα προϊστάμενος και ταχτοποιώ το γραφείο, έχει πολλή δουλειά, τί να κάνω τώρα ξέχασα και το κανόνα μου.
- Ε, τώρα να κάνεις λίγο παραπάνω.
Από το βιβλίο«Διηγήσεις του π.Παϊσίου περί παλαιών Αθωνιτών πατέρων»
«Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα».
Προσφέρουμε στο Θεό και Πατέρα τη θυσία της Θείας Ευχαριστίας «κατά πάντα και δια πάντα». Ποια είναι η έννοια της τελευταίας αυτής φράσεως;
Τι εκφράζει το «δια πάντα», δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Για όλα όσα έχουν γίνει από σένα για χάρη μας· για όλες τις φανερές και αφανείς, τις δυσεξαρίθμητες και πολλαπλές ευεργεσίες σου σε μας. Για όλα όσα έκανες και κάνεις για χάρη μας, φροντίζοντας για τη συντήρηση και διατήρηση της σωματικής ζωής την οποία εσύ μας έδωσες. Αλλά και προπαντός για όσα έκανες, οικονομώντας όλα όσα εξασφαλίζουν την πνευματική μας αναγέννηση και σωτηρία.
Το «κατά πάντα» όμως ποια σημασία έχει; Πρόχειρη εξήγηση είναι να πούμε «κατά πάντα» τα στοιχεία της· ως προς όλα τα συστατικά των δώρων αυτών που σου προσφέρουμε. Μου φαίνεται όμως, αδελφέ μου, ότι οι δύο αυτές λέξεις εκφράζουν νόημα πολύ βαθύτερο και σπουδαιότερο. Νόημα το οποίο δεν είναι άσχετο με μια προφητεία που προδιακήρυξε ο προφήτης Μαλαχίας. Με την προφητεία που αναφερόταν στην αληθινή και μοναδική ευάρεστη στο Θεό θυσία, η οποία θα αντικαθιστούσε όλες γενικά τις ζωοθυσίες του Ισραήλ, που οριστικά θα καταργούνταν.
Τι δηλαδή προφητεύει ο Μαλαχίας; «Ουκ εστι μου θέλημα εν υμίν και θυσίαν ου προσδέξομαι εκ των χειρών υμών», λέει ο Μαλαχίας στους Ισραηλίτες εκ μέρους του παντοκράτορα Κυρίου. Δεν σας θέλω· δεν μου είστε αρεστοί· δεν με ευχαριστείτε. Και δεν θα δεχθώ καμία θυσία που προσφέρεται από τα χέρια σας. Θα κλεισθούν οριστικά και για πάντα οι θύρες του ναού σας και δεν θα αναφθεί πλέον φωτιά στο θυσιαστήριό σας. Και αν εσείς επιμένετε να το ανάβετε, καμία ωφέλεια δεν θα προέρχεται από αυτά που προσφέρονται σ’ αυτό και καίγονται τελείως. «Συγκλεισθήσονται θύραι, και ουκ ανάψεται το θυσιαστήριόν μου δωρεάν, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Μαλ. α’ 10).
Αλλά τότε θα πάψει πλέον μια για πάντα να προσφέρεται στο Θεό θυσία; Όχι, διακηρύττει στη συνέχεια ο Προφήτης. Καταργεί τις θυσίες του Ισραήλ ο Κύριος και κλείνει το ναό του στην Ιερουσαλήμ καταλύοντας και το εκεί θυσιαστήριο, «διότι από ανατολών ηλίου έως δυσμών το όνομα αυτού δεδόξασται εν τοις έθνεσι, και εν παντί τόπω θυμίαμα προσάγεται τω ονόματι αυτού και θυσία καθαρά» (Μαλ. α’ 11). Τις κάθε είδους θυσίες που προσφέρονταν αποκλειστικά σε έναν και μόνο τόπο, στην πόλη της Ιερουσαλήμ δηλαδή και μόνο εκεί, θα αντικαθιστούσε μια άλλη θυσία. Αυτή θα είναι καθαρή και κατά πάντα, προς όλα της τα στοιχεία, αρεστή στο Θεό, και ως θυμίαμα ευωδιαστό θα προσάγεται στο όνομα του Θεού «εν παντί τόπω». Σε κάθε τόπο.
Ποια είναι η θυσία αυτή; Ήδη από τη γενιά ακόμη η οποία διαδέχτηκε τους Αποστόλους, έχουμε μαρτυρίες που ξεκινούν από τους Αποστολικούς Πατέρες και Απολογητές και βεβαιώνουν ότι η θυσία αυτή είναι η Θεία Ευχαριστία. Έτσι, το βιβλίο της Διδαχής, που ανάγεται στις αρχές του δεύτερου αιώνα, βεβαιώνει στο 14ο κεφάλαιό του ότι η Θεία Ευχαριστία είναι η θυσία που με το στόμα του Μαλαχία προφητεύθηκε. Είναι η «ρηθείσα υπό Κυρίου», θυσία για την οποία ο Κύριος είπε: «Εν παντί τόπω και χρόνω προσφέρειν μοι θυσίαν καθαράν». Αλλά και ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς βεβαιώνει ότι όλες αυτές οι θυσίες για τις οποίες ο παραπάνω Προφήτης προφήτευσε ότι θα είναι «εν παντί τόπω υφ’ ημών των εθνών προσφερόμεναι» στο Θεό, είναι ουσιαστικά η μία και μοναδική θυσία της Θείας Ευχαριστίας (Διάλογος 41, παρ. 1 και 3). Και συνεχίζει: «ας παρέδωκεν Ιησούς ο Χριστός γίνεσθαι, τουτ’ έστιν επί τη ευχαριστία του άρτου και του ποτηρίου, τας εν παντί τόπω γινομένας υπό των Χριστιανών». Την ίδια μαρτυρία δίνει και ο Ειρηναίος στα τέλη του δεύτερου αιώνα. Αυτός βεβαιώνει ότι η προσφορά της Εκκλησίας η οποία ζήτησε ο Κύριος να προσφέρεται σε ολόκληρο τον κόσμο, αυτή και μόνο ως καθαρή θυσία πρέπει να λογίζεται ως κατεξοχήν ευάρεστη και δεκτή από τον Θεό (Κατά αιρέσεων ΙV, 17, 5 και εξής).
Δεν φαίνεται λοιπόν και σ’ εσένα, αδελφέ μου, ότι το «κατά πάντα» της εκφωνήσεως αυτής του λειτουργού ακριβέστερο είναι να σχετισθεί με την προφητεία του Μαλαχία και να εκληφθεί ότι σημαίνει «κατά πάντα τόπον»;
«Σοι προσφέροντες… Σε υμνούμεν…».
Πολλές εκ πρώτης όψεως φαίνονται οι θυσίες που προσφέρονται στο Θεό σε κάθε τόπο και χρόνο δια της Θείας Ευχαριστίας. Και σε πολλές χιλιάδες αριθμούνται σε όλη την οικουμένη τα θυσιαστήρια από τα οποία αναφέρονται και ανεβαίνουν στο Θεό την ίδια ώρα και στιγμή οι θυσίες αυτές. Είναι όμως και φαίνονται πολλές σε μας που είμαστε σε ορισμένο τόπο και χώρο περιορισμένοι. Αλλά για τον Θεό και το υπερουράνιο θυσιαστήριο είναι μια και η αυτή θυσία που αναφέρεται και αναπέμπεται από πολλούς πιστούς και από διαφόρους και πολλούς τόπους. Διότι όλες αυτές οι θυσίες που προσφέρουν οι χριστιανοί από πολλά θυσιαστήρια, συναντιούνται στο ένα υπερουράνιο και νοερό θυσιαστήριο που είναι υψωμένο στα ουράνια δίπλα στο θρόνο του Πατέρα μας. Και αν παρομοιάσουμε την οικουμένη ολόκληρη με έναν απέραντο κύκλο, θα έχουμε από την περιφέρεια του κύκλου αυτού δυσεξαρίθμητες ακτίνες, οι οποίες συναντιούνται και συνενώνονται όλες σε ένα και το αυτό κέντρο, το υπερουράνιο θυσιαστήριο.
Ασφαλώς δεν θα μας ήταν δυνατόν να μετρήσουμε τις ζωογόνες και φωτιστικές ακτίνες που πέφτουν πάνω στη γη ξεκινώντας από τον ήλιο. Αλλά όλες οι ακτίνες αυτές κέντρο έχουν τον ένα ήλιο. Και από εκεί ξεκινούν και εκπέμπονται και σκορπίζονται στον επίγειο κόσμο σαν μια δέσμη που διαρκώς ανανεώνεται από το πάντοτε φωτεινό και θερμαντικό κέντρο της, τον ήλιο. Μια λοιπόν είναι και η θυσία που προσφέρθηκε από τον Μέγα μας Αρχιερέα άπαξ δια παντός, με αιώνια και ανεξάντλητη ισχύ. Και η θυσία αυτή, ως αιώνιος και ανεξάντλητος και μοναδικός ήλιος που δεν σβήνει ούτε δύει ποτέ, βρίσκεται στο υπερουράνιο θυσιαστήριο, όπου πάντοτε και διαρκώς τη βλέπει ο επουράνιος Πατέρας. Και από εκεί, από τον ήλιο αυτό, δεχόμαστε εμείς τις υπερφυσικές ακτίνες δια της Επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο που εμείς προσφέρουμε, σε Σώμα και Αίμα Χριστού και συνδέει και συνενώνει το επίγειο θυσιαστήριό μας με το υπερουράνιο. Και με αυτόν τον τρόπο τα πολλά και δυσεξαρίθμητα θυσιαστήρια των πιστών συναντιούνται σε ένα. Και οι πολλές θυσίες που από αυτά ανεβαίνουν γίνονται και αυτές μία.
Να λοιπόν γιατί προσφέροντας τη θυσία μας αυτή υμνούμε, ευλογούμε και ευχαριστούμε τον Θεό και Πατέρα. Σε τι μας καταξιώνει και ποιού μεγάλου Μυστηρίου και ποιάς θυσίας μετόχους και κοινωνούς μας καθιστά ο πανάγαθος Κύριος! Όχι ζωοθυσίες, όχι μοσχάρια και αρνιά και τράγους και αίματα ζώων χωρίς λογικό, αλλά τον ίδιο τον «αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου», αψεγάδιαστο και σε όλα άχραντο και πανάγιο Αμνό του Θεού. Αυτόν μας καταξιώνει να του προσφέρουμε. Και μάλιστα χωρίς να είμαστε αναγκασμένοι να υποβληθούμε σε δυσβάστακτες δαπάνες και χρηματικές θυσίες, όπως ο παλαιός Ισραήλ. Χωρίς να υποχρεωθούμε σε μακρινά ταξίδια, όπως άλλοτε οι Ιουδαίοι της διασποράς, που ξεκινούσαν από τις άκρες του κόσμου, όπου ήταν εγκατεστημένοι, για να έλθουν στα Ιεροσόλυμα. Γιατί εκεί και μόνο υπήρχε το μοναδικό, το ένα και μόνο θυσιαστήριο, από το οποίο δεχόταν ο Θεός τις θυσίες που του προσφέρονταν.
Σε υμνούμε λοιπόν για την άπειρη αγαθότητα και σοφία σου, Κύριε. Σε ευλογούμε, που μας καταξιώνεις και εμάς τους ευτελείς να σου προσφέρουμε την ανεκτίμητη αυτή θυσία, την οποία δέχεσαι από τα αμαρτωλά χέρια μας, για να την κάνεις και δική μας θυσία· θυσία που μας αγιάζει και μας ενώνει σε ένα Σώμα με τον Υιό σου, που έγινε άνθρωπος· θυσία που μας καθιστά μέλη του, από τη σάρκα του και από τα οστά του.
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Από την ορθόδοξη Λατρεία μας, εκδ. ο Σωτήρ, 2016, σελ. 332-336)
«Τά σά εκ των σων σοι προσφέρομεν».
Η εκφώνηση που ακολουθεί μετά την Ανάμνηση θα ήταν καλό να μελετηθεί και ειδικότερα. Υψώνει, όπως είπαμε, ο λειτουργός τα Τίμια Δώρα σαν να θέτει μπροστά στα πόδια του Κυρίου που κάθεται σε θρόνο υψηλό στους ουρανούς, και εκφωνεί «Τά σά εκ των σων Σοί προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Τα δικά σου από τα δικά σου τα πήραμε και σου τα προσφέρουμε σε κάθε τόπο και για όλα όσα έχεις κάνει για μας.
Στους καιρούς της Παλαιάς Διαθήκης ο προφήτης Δαβίδ εκ μέρους του ίδιου του Θεού απευθυνόταν στους Ισραηλίτες και έλεγε: Δεν θα δεχθώ από το σπίτι σου μοσχάρια να μου τα προσφέρεις θυσία, αλλ’ ούτε και τράγους από τα ποίμνιά σου· «ότι εμά εστι πάντα», διότι δικά μου είναι όλα, όχι μόνο «τα θηρία του δρυμού», αλλά και τα ζώα που βοσκούν στα βουνά και τα βόδια (Ψαλμ. μθ’ 9-10). Αλήθεια προφανής και αυταπόδεικτη. Ό, τι έχουμε δεν είναι όλα του Θεού; Δεν τα δημιούργησε αυτός; Και δεν πολλαπλασιάζονται αυτά με τη δύναμη των νόμων τους οποίους αυτός όρισε και που η ισχύς τους βασίζεται στο θέλημά του; Και όσο και αν επιμελούμαστε εμείς ένα ποίμνιο ή ένα κοπάδι, δεν εξαρτάται η προκοπή και η ευδοκίμησή τους από ευνοϊκές συνθήκες τις οποίες οικονομεί η θεία Πρόνοια, που κυβερνά τα πάντα;
Να λοιπόν γιατί εκφωνεί ο λειτουργός «τα σα εκ των σων…» Εμείς βέβαια τα προσφέρουμε αυτά στον Κύριο. Από πού όμως τα πήραμε; Από τα δικά του. Κι αν εμείς καλλιεργήσαμε τη γη για να πάρουμε από εκεί τον άρτο και τον οίνο, δεν πρέπει για κανένα λόγο να ξεχνάμε ότι τη δύναμη του να δίνει ζωή η γη στο σπόρο που σπέρνεται σ’ αυτήν ή στο αμπέλι που φυτεύεται σ’ αυτήν, ώστε να συγκομίζουμε εμείς τον σίτο και τον οίνο, από τον Θεό την έλαβε. Και στο Θεό οφείλεται «η ευφορία των καρπών της γης και η ευκρασία των αέρων και οι ειρηνικοί καιροί», από τα οποία εξαρτάται η ευδοκίμηση και η επιτυχία της δικής μας καλλιέργειας. Είναι λοιπόν ολοκληρωτικά ακριβές αυτό που λέμε. Ότι δηλαδή από τα δικά του και όχι από τα καθαυτό και κυρίως δικά μας πήραμε τα Τίμια Δώρα που έχουμε τοποθετημένα μπροστά μας στο θείο θυσιαστήριο και τα προσφέρουμε την ιερή αυτή στιγμή στο Θεό που βρίσκεται στους ουρανούς.
«Τα σα εκ των σων». Από τα δικά σου είναι αυτά, Θεέ και Κύριε. Από τα δικά σου τα πήραμε αυτά, τα οποία είναι δικά σου. Τα δικά σου παρμένα από τα δικά σου. Δηλαδή; Από τα δικά σου τα ξεχωρίσαμε. Και με την προσφορά μας αυτή έγιναν ιδιαίτερα και ειδικά και κατεξοχήν δικά σου. Ξεχωρίσθηκαν από την κοινή χρήση. Προτού ξεχωρισθούν, επιτρεπόταν να παρατεθούν σε οποιοδήποτε τραπέζι και να περιέλθουν σε οποιαδήποτε χέρια και να προσληφθούν από οποιαδήποτε στόματα. Και τα περισσεύματά τους να ριχθούν ακόμα και στα πουλιά του ουρανού. Τώρα όμως είναι δικά σου. Κατεξοχήν δικά σου. Αφιερωμένα σε σένα, τοποθετημένα πάνω στο άγιο θυσιαστήριό σου. Είναι όχι μόνο προσφορά και αφιερώματα δικά σου, αλλά και σύμβολα ιερά και εξαγιασμένα.
Δεν είπαμε και προηγουμένως ότι τα προσκομιζόμενα δώρα στην ιερά Πρόθεση δεν είναι μόνο αφιερώματα, αλλά είναι και σύμβολα του θανάτου και της ταφής του Μεγάλου μας Αρχιερέως; Και δεν παρουσιάσαμε την τελετή της Προθέσεως ως συμβολική αναπαράσταση της θυσίας του Σταυρού με την οποία ο Χριστός μας εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου; Κι ακόμη ως εικονική επανάληψη της νύξεως της πλευράς του Κυρίου από τον Ρωμαίο στρατιώτη, από την οποία εξήλθε αίμα και ύδωρ; Και δεν αναφέραμε ότι ο λειτουργός, ευλογώντας τα Τίμια Δώρα μετά τις συμβολικές αυτές πράξεις, τα καθαγιάζει ως ιερά σύμβολα και ξεχωρισμένα από κάθε κοινή χρήση; Και δεν προσθέσαμε ότι η μεταφορά των ήδη καθαγιασμένων θείων δώρων πάνω στο ιερό θυσιαστήριο κατά την Μεγάλη Είσοδο συμβολίζει την μεταφορά από τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο του αποκαθηλωμένου από τον Σταυρό Κυρίου μας για την Ταφή; Να λοιπόν πώς και γιατί αυτά που ξεχωρίσθησαν για τον Θεό από τα δικά του δώρα, έγιναν και άλλη μια φορά δικά του. Γι’ αυτό και ο λειτουργός αναφωνεί: « Τα σα εκ των σων…».
«Τα σα εκ των σων σοί προφέρομεν…»
Βεβαίως προσφέραμε και αφιερώσαμε ήδη τα Τίμια Δώρα από την αρχή της Λειτουργίας. Ως καθιερωμένο όμως σύμβολο του σταυρικού θανάτου του Κυρίου. Όχι και ως τη θυσία την ίδια την οποία ως Μέγας Αρχιερεύς μας πρόσφερε ο Κύριος πάνω στο Γολγοθά. Τα προσφέρουμε λοιπόν τώρα και ως θυσία. Δηλαδή; Μέχρι τη στιγμή αυτή τα δώρα αυτά είναι βέβαια τίμια και αφιερωμένα ως σύμβολα της Ταφής και του θανάτου του Κυρίου, δεν έχουν όμως μεταβληθεί και σε Σώμα και Αίμα του Κυρίου. Η υπερφυσική αυτή και μυστηριακή μεταβολή θα γίνει τώρα με την Επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Με την Επίκληση αυτή, η οποία θα ακολουθήσει ως συνέχεια στην εκφώνηση του λειτουργού, «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν…». Κι όταν η μεταβολή αυτή συντελεσθεί, τότε πάνω στην Αγία Τράπεζα δεν θα έχουμε πλέον τοποθετημένα μπροστά μας απλό άρτο και οίνο, ούτε ιερά και καθιερωμένα σύμβολα του σταυρικού θανάτου του Κυρίου. Αλλά θα έχουμε το ίδιο το άχραντο Σώμα του και το ίδιο το τίμιο Αίμα του που θυσιάσθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων. Θα έχουμε λοιπόν πραγματική αναπαράσταση και ζωντανή ανάμνηση και μυστηριακή προέκταση και συνέχεια της θυσίας του Κυρίου πάνω στο Σταυρό, που προσφέρθηκε μια φορά και για πάντα, με αιώνια δύναμη και ισχύ.
Τώρα λοιπόν προσφέρεται και από εμάς η θυσία του Κυρίου, διότι τώρα συντελείται από το Άγιο Πνεύμα η υπερφυσική μεταβολή. Βέβαια οι ρωμαιοκαθολικοί διατείνονται και επιμένουν στο ότι η μεταβολή αυτή έχει ήδη γίνει, όταν εκφωνήθηκαν οι Λόγοι της Συστάσεως. Γι’ αυτό και στη Λειτουργία τους, όταν κρατώντας στα χέρια του τον Άρτο ο ιερέας πει μυστικά το «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστι το Σώμα μου», επειδή πιστεύουν ότι τότε γίνεται και η μεταβολή, υψώνει ευλαβικά τον Άρτο, προβάλλοντάς τον για λατρευτική προσκύνηση του εκκλησιάσματος. Το ίδιο επίσης κάνει στη συνέχεια και με το Ποτήριο.
Εμείς όμως δεχόμαστε ότι είναι αναγκαίο να εκφωνούνται και οι Λόγοι της Συστάσεως του Μυστηρίου, διότι με την εκφώνηση αυτή συνδέονται τα όσα σήμερα τελούμε εμείς με όσα τελέσθηκαν τότε από τον Κύριο στο υπερώο της Ιερουσαλήμ κατά τον Μυστικό Δείπνο· αλλά πιστεύουμε ότι η μεταβολή γίνεται με την Επίκληση. Διότι και τότε, όταν ο Κύριος παρέδωσε το Μυστήριο, πώς και πότε είχε γίνει η υπερφυσική μεταβολή; Όταν «λαβών ο Ιησούς άρτον ευλογήσας έκλασε» (Μάρκ. ιδ’ 22). Όταν επομένως διένεμε τον Άρτο στους μαθητές του και έλεγε σ’ αυτούς «Λάβετε, φάγετε», η υπερφυσική μεταβολή είχε ήδη συντελεσθεί. Δεν γινόταν τη στιγμή της εκφωνήσεως του «Λάβετε, φάγετε». Απλώς και μόνο, με τα λόγια αυτά ο Κύριος εφιστούσε την προσοχή των Αποστόλων και τους πληροφορούσε ότι το κομμάτι του Άρτου που τους διένεμε, καθώς και το Ποτήριο που τους παρέδιδε, δεν ήταν πλέον συνηθισμένος άρτος και οίνος. Δεν ήταν δηλαδή αυτό που θα τους πληροφορούσαν τα μάτια τους και η γεύση τους, αλλά το ίδιο το Σώμα του και το Αίμα του.
Εμείς, σε συμμόρφωση με την εντολή του Κυρίου, επαναλαμβάνουμε πιστά και με μεγάλη ακρίβεια ό, τι και ο ίδιος έκανε. Γι’ αυτό λοιπόν τονίζουμε πρώτιστα με την Ανάμνηση ότι αυτό που επιτελούμε είναι ανάμνηση πραγματική και ζωντανή του Μυστηρίου που επιτέλεσε ο Κύριος. Και έπειτα επικαλούμαστε το Άγιο Πνεύμα να συντελέσει με την κάθοδό του στα Τίμια Δώρα την υπερφυσική μεταβολή. Και στο τέλος, όταν μεταλαμβάνουμε το θείο Μυστήριο, ακούμε τον λειτουργό να μας λέει: «Σώμα Χριστού· Αίμα Χριστού» ή «Σώμα και Αίμα Χριστού εις άφεσίν σου αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον». Δηλαδή; Επαναλαμβάνει περιληπτικά ο ιερέας ό, τι και ο Χριστός είπε στους Αποστόλους καλώντας τους να γίνουν κοινωνοί του Μυστηρίου του: «Τούτο εστι το Σώμα μου, το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών». «Τούτο εστι το Αίμα μου, το υπέρ υμών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών».
(Π.Ν.Τρεμπέλα, Από την Ορθόδοξη Λατρεία μας, εκδ. Σωτήρ,2016,σελ.328-332)
Από το βιβλίο του Αρχιεπ. Antony Bloom «Ζωντανή προσευχή»
Το θαύμα δεν είναι παραβίαση των νόμων που διέπουν μεταπτωτικά τον κόσμο, αλλά είναι επάνοδος της κυριαρχικής επικράτησης των νόμων της Βασιλείας του Θεού. Ένα θαύμα γίνεται μόνο όταν πιστεύουμε ότι ο νόμος βασίζεται στην αγάπη του Θεού και όχι στη δύναμή Του. Μπορεί να πιστεύουμε πως ο Θεός είναι παντοδύναμος αλλά να μην πιστεύουμε στον πρόνοιά Του και τότε το θαύμα δεν μπορεί να γίνει. Διαφορετικά θα έπρεπε ο Θεός να επιβάλει δια της βίας την θέλησή Του. Αυτό όμως δεν το κάνει. Γιατί το πιο βασικό και ευαίσθητο σημείο στις σχέσεις Του με τον κόσμο, παρά την πτώση του ανθρώπου, είναι ότι σέβεται απόλυτα την ανθρώπινη ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Όταν λέμε στο Θεό: «Πιστεύω, γι’ αυτό ζητάω τη βοήθειά Σου», είναι σαν να του λέμε: «Πιστεύω, πως είσαι πρόθυμος να με εισακούσεις, ότι έχεις αγάπη και ότι ενδιαφέρεσαι για το κάθε γεγονός της ζωής μου». Όταν έτσι καταθέτουμε την αδύνατη πίστη μας, τότε δημιουργούμε σωστή κοινωνία με το Θεό και δίνουμε τη δυνατότητα να γίνει το θαύμα.
Εκτός όμως από αυτή την κατηγορία των αμφιβολιών μας, που αναφέρονται στην αγάπη του Θεού και που είναι λανθασμένες, υπάρχει και μια άλλη κατηγορία αμφιβολιών που επιτρέπονται. Μπορούμε να λέμε στο Θεό: «Σου ζητώ αυτό, αν είναι σύμφωνο με το θέλημά Σου ή είναι για το καλό μου ή αν δεν υπάρχει κάποιος κρυφός κακός σκοπός μέσα μου όταν Σου το ζητώ», και άλλα παρόμοια. Αυτού του είδους οι αμφιβολίες επιτρέπονται γιατί δείχνουν πως δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο λογισμό μας. Και όταν ζητάμε κάτι από το Θεό έτσι πρέπει να του το ζητάμε.
Όπως ακριβώς η Εκκλησία είναι η συνέχεια της παρουσίας του Χριστού στο χρόνο και στο χώρο, έτσι και η προσευχή του χριστιανού πρέπει να είναι προσευχή του Χριστού, αν και αυτό προϋποθέτει αγνότητα καρδιάς, την οποία δεν έχουμε. Η προσευχή της Εκκλησίας είναι η προσευχή του Χριστού, ειδικώτερα όμως η Θεία Λειτουργία, όπου αποκλειστικά και αδιάλειπτα ο Χριστός προσεύχεται. Αλλά οποιαδήποτε άλλη προσευχή, με την οποία ζητάμε κάτι συγκεκριμένο από το θεό, είναι προσευχή γεμάτη ερωτηματικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γνωρίζουμε τι θα ζητούσε ο Χριστός, αν βρισκόταν σε μια τέτοια περίσταση. Γι’ αυτό, πριν από τα λόγια της προσευχής μας βάζουμε ένα «εάν», που σημαίνει: Σύμφωνα με όσα εγώ καταλαβαίνω, σύμφωνα με εκείνο που γνωρίζω για το θέλημα του Θεού, θα ήθελα να γίνει έτσι αυτό το πράγμα, για να εκπληρωθεί το θέλημά Του.
Ένα τέτοιο «εάν» επίσης σημαίνει ότι περικλείω στα λόγια της προσευχής μου την επιθυμία μου να γίνει το καλύτερο δυνατό σε κάθε περίπτωση. Γι’ αυτό, Θεέ μου, Συ μπορείς να μεταβάλεις το κάθε συγκεκριμένο αίτημά μου σε ο,τιδήποτε Εσύ θα έκρινες ασύμφορο, διατηρώντας μόνο την πρόθεσή μου, που είναι να γίνει και στο θέμα αυτό το θέλημά Σου, ακόμη και τότε που τόσο ανόητα σου υποδεικνύω και το πώς θα μου άρεσε εμένα να γίνει το θέλημά Σου (Ρωμ. 8,26).
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Όταν προσευχόμαστε για να γίνει κάποιος καλά, ή να επιστρέψει από ένα ταξίδι σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα - γιατί υπάρχει σοβαρός λόγος γι’ αυτό- τότε η προσευχή μας έχει σκοπό το καλό αυτού του προσώπου. Δεν έχουμε όμως τόσο καθαρή πνευματική όραση, ώστε να διακρίνουμε το πραγματικό καλό του προσώπου και πιθανόν το χρονοδιάγραμμα που εμείς συσχετίζουμε με το πρόσωπο αυτό να είναι λανθασμένο.
Το «εάν» επίσης σημαίνει πως, σύμφωνα με τα κριτήριά μου, αυτό που Σου ζητώ είναι σωστό και σκόπιμο να γίνει έτσι, με τον τρόπο, που εγώ νομίζω. Αν όμως κάνω λάθος, να μην λάβεις υπόψη Σου τα λόγια μου, αλλά την πρόθεσή μου.
Ο Στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα είχε το χάρισμα να διαβλέπει ποιο ήταν το πραγματικό καλό για έναν άνθρωπο. Ο αγιογράφος της Μονής είχε πάρει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για την πατρίδα του. Θα είχε οπωσδήποτε προσευχηθεί να φύγει σύντομα. Αλλά ο στάρετς τον καθυστέρησε επίτηδες τρεις μέρες και έτσι τον έσωσε από τη ληστεία και τη δολοφονία, που είχε σχεδιάσει εναντίον του ένας από τους εργάτες του. Όταν ο αγιογράφος ανεχώρησε από τη Μονή ο κακοποιός είχε εγκαταλείψει την κρυψώνα του. Πέρασαν χρόνια για να ανακαλύψει ο αγιογράφος τον κίνδυνο από τον οποίο τον γλίτωσε ο στάρετς.
Μερικές φορές προσευχόμαστε για κάποιον που αγαπάμε και που έχει κάποια ανάγκη, χωρίς να μπορούμε να τον βοηθήσουμε. Πολλές φορές δεν ξέρουμε και τι είναι σωστό να ζητήσουμε. Δεν βρίσκουμε λέξεις, ακόμα και για να βοηθήσουμε κάποιον που υπεραγαπάμε.
(«Ζωντανή προσευχή», Αρχιεπ. Antony Bloom, εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»)
Στη Σκήτη των Ιβήρων, στην Καλύβη των Αγίων Αποστόλων, στην συνοδεία εκείνη ήταν και ο Γερο-Παχώμιος. Στο πρόσωπό του έβλεπε κανείς ολοφάνερα ζωγραφισμένη την αγιότητα. Το γεροντάκι αυτό ήταν πολύ απλό και τελείως αγράμματο, μα πολύ χαριτωμένο.
Όταν ερχόταν για να εκκλησιαστεί τις γιορτές στο Κυριακό της Σκήτης ποτέ του δεν καθόταν στο στασίδι, αλλά στεκόταν πάντα όρθιος (ακόμα και στις ολονυκτίες) και έλεγε την ευχή. Όταν τύχαινε να τον ρωτήσει κανείς “πού βρίσκεται η ακολουθία;” απαντούσε: “Ψαλτήρια! Ψαλτήρια λένε οι πατέρες”. Όλα τα έλεγε ψαλτήρια. Ούτε από ψαλτικά ήξερε εκτός απ’ το Χριστός Ανέστη που έψαλλε το Πάσχα.
Ήταν πάντα πρόθυμος να κάνει τα χατίρια των άλλων χωρίς να ’χει καθόλου δικό του θέλημα. Όση στεναχώρια και αν είχε κανείς, μόλις έβλεπε τον π. Παχώμιο του έφευγε και ειρήνευε. Όλοι τον αγαπούσαν. Ακόμη και τα φίδια που του ’χαν εμπιστοσύνη και δεν έφευγαν, όταν τον έβλεπαν. (Στην περιοχή της Καλύβης υπήρχαν πολλά φίδια, γιατί υπήρχαν πολλά νερά).
Οι άλλοι δύο πατέρες της συνοδείας πολύ φοβούνταν τα φίδια, μα ο γερο-Παχώμιος τα πλησίαζε χαμογελαστός, τα έπιανε και τα έβγαζε έξω από το φράχτη τους. Μια μέρα, ενώ πήγαινε βιαστικός σε μια άλλη Καλύβη, στο δρόμο βρήκε ένα μεγάλο φίδι, το οποίο τύλιξε στη μέση του σαν ζώνη για να τελειώσει πρώτα τη δουλειά του και μετά να το βγάλει έξω από την περιοχή τους!
O π. Ιάκωβος, τρόμαξε μόλις τον είδε και ο π. Παχώμιος πολύ παραξενεύτηκε απ’ αυτό. Μετά μου έλεγε: “Δεν ξέρω γιατί φοβάται τα φίδια. Εκείνος ο π. Ανδρέας φοβάται ακόμα και τους σκορπιούς” και συνέχισε: “Εγώ τους μαζεύω στη χούφτα μου τους σκορπιούς απ’ τα ντουβάρια και τους πετάω έξω απ’ την Καλύβα. Τώρα που τρέμουν τα χέρια μου από το Parkinson, τα μεγάλα φίδια σβαρνίζοντας τα βγάζω έξω”.
Τον ρωτάω: “Γιατί δε σε δαγκώνουν εσένα τα φίδια γερο-Παχώμιε;” για να μου απαντήσει: “Κάπου γράφει ο Ιησούς Χριστός σ’ ένα χαρτί “εάν έχεις πίστη πιάνεις και τα φίδια και τους σκορπιούς και δε σε πειράζουν”…
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Ιδού ευαγγέλιο που αφορά στο νού και το σώμα του καθενός μας. Είναι το ευαγγέλιο της ευσπλαχνίας. Είναι η θαυμαστή παραβολή του Σωτήρος, στην οποία απεικονίζεται ολόκληρη η ζωή μας. Η δική μου, η δική σου, του καθενός ανθρωπίνου όντος επάνω στην γη. Όλους τους αφορά το σημερινό άγιο Ευαγγέλιο. Όλους. Ο άνθρωπος! Αυτός ο θεικός πλούτος επάνω στην γη! Κύτταξε το σώμα του, το μάτι, το αυτί, την γλώσσα. Τι θαυμαστός πλούτος. Το μάτι! Υπάρχει τίποτε πιο τέλειο που να ημπορή ο άνθρωπος να επινοήση σ’ αυτόν τον κόσμο; Κι όμως, το μάτι αυτό το εδημιούργησε ο Κύριος, όπως και την ψυχή και το σώμα. Η ψυχή μάλιστα είναι ολόκληρη εξ ουρανού. Οποίος πλούτος! Το σώμα! Θαυμαστός θείος πλούτος που σού δόθηκε για την αιωνιότητα και όχι μόνο για την πρόσκαιρη αυτή γήινη ζωή. Καί ψυχή δοσμένη για την αιωνιότητα.
Ακούσατε τι ευαγγελίζεται ο Άγιος Απόστολος Παύλος σήμερα. «Το δε σώμα τω Κυρίω» (Α΄ Κορ. 6, 13). Ο Κύριος έπλασε το ανθρώπινο σώμα για την αιώνια ζωή, για την αθανασία, για την καθαρότητα. Το έπλασε για την αιώνια αλήθεια, για την αιώνια δικαιοσύνη και για την αιώνια αγάπη: όπως το σώμα, έτσι και την ψυχή. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού, ανεκδιήγητα και μεγάλα και πλούσια, και –το πιο σπουδαίο– αθάνατα και αιώνια δώρα του Θεού. Εμείς όμως οι άνθρωποι τι κάνομε μ’ όλα αυτά τα δώρα; Τι οικοδομούμε με αυτά; Παραδίδουμε το σώμα στις ηδονές και στα πάθη αυτού του κόσμου, και την ψυχή στους ακαθάρτους λογισμούς, τις ακάθαρτες επιθυμίες, τις ακάθαρτες ηδονές. Διά των αμαρτιών και η ψυχή και το σώμα απομακρύνονται από τον Θεό, φεύγουν από το Θεό, φεύγουν «εις χώραν μακράν». Τίνος είναι αυτή η «μακρυνή χώρα;» Ακούσατε που ο άσωτος υιός βόσκει χοίρους. Στην χώρα του διαβόλου. Στην χώρα, όπου ο διάβολος έχει εξουσία πάνω στον άνθρωπο διά των παθών, διά των αμαρτιών, και τον κρατάει σε φρικτή τρέλλα, στον παραλογισμό και την παραφροσύνη.
Λοιπόν, η αμαρτία; Κάθε αμαρτία είναι τρέλλα. Καί ο άνθρωπος θα είναι πάντα μέσα σ’ αυτή την τρέλλα, μέχρις ότου συναντηθή με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Καί θα συναντηθή με την μετάνοια. Ακούσατε πως ο άσωτος υιός, αισθανόμενος τι σημαίνει ζωή μέσα στην αμαρτία, ζωή μέσα στις ηδονές και τα πάθη αυτού του κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι» σε ξένη και μακρυνή χώρα. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου». Σηκώθηκε και πήγε προς τον πατέρα. Καί ο ουράνιος Πατήρ, ο Θεός και Ελεήμων Κύριος, «έτι αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν και εσπλαγχνίσθη και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν», ενώ συγχρόνως ο υιός με λυγμούς έλεγε: «πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου». Αμάρτησα στον ουρανό και σ’ όλα τα αστέρια. Όλα τα εμόλυνα με το πύον των παθών μου, και με το σκοτάδι των παθών μου τα ημαύρωσα όλα. «Ήμαρτον ενώπιόν σου»! Φεύγοντας από σένα, σε ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σε ποιόν ήμουν; Τίνος χοίρους εγώ έβοσκα; Τού διαβόλου! Εγώ διαβολοποίησα την ψυχή μου, την οποία εσύ μου έδωσες να γίνη αγία και αθάνατη. Εγώ εβρώμισα το σώμα, εθανάτωσα το σώμα, εξαθλίωσα το σώμα!
Όταν ο άσωτος υιός «ήλθεν εις εαυτόν» –αφού ήταν εκτός εαυτού, στην τρέλλα, στις ηδονές και στα πάθη αυτού του κόσμου– διά της μετανοίας έτρεξε προς τον πατέρα. Καί ο πατέρας τον αγκαλιάζει και τον φιλεί. Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο υιός την εξομολόγησί του, δεν είχε εκφράσει ακόμη την επιθυμία του να τον δεχθή ο πατέρας του σαν δούλο, και ο πατέρας λέγει στους υπηρέτες του: «Φέρετε την στολή την πρώτη και ενδύσατέ τον και δώστε δακτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια του και αφού φέρετε τον μόσχο τον σιτευτό, σφάξτε τον για να φάγωμεν και ευφρανθώμεν». Γιά πιο λόγο ευφραίνεται ο ουρανός; Γιά ποιό λόγο ο Θεός ευφραίνεται στον ουρανό; Γιά ποιό λόγο ευφραίνονται οι άγγελοι; Σε ποιόν ο Κύριος λέγει να ευφρανθώμεν; Στούς αγγέλους! Ο άνθρωπος ο οποίος χάθηκε μέσα στις αμαρτίες, θυμήθηκε ότι ήταν αδελφός των αγγέλων και έσπευσε προς τον ουρανό. «Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου». Αμάρτησα στους αγγέλους, στους αρχαγγέλους. Εγώ εδιαβολοποίησα τον εαυτό μου. Έρριξα τον εαυτό μου στην αγέλη των χοίρων, στην αγέλη των παθών. Καί να, τώρα είμαι όλος ξεσχισμένος, όλος κουρελιασμένος. Καί η ψυχή και το σώμα κουρελιασμένα. Όλα εξαθλιωμένα.
Λοιπόν, τι είναι μετάνοια; Ο Κύριος τρέχει να συναντήση τον μετανοήσαντα υιό. Τον αγκαλιάζει και τον ασπάζεται και όλος ο ουρανός συγκινείται. Όλοι οι άγγελοι ευφραίνονται. «Καί ήρξαντο ευφραίνεσθαι» αναφέρεται στην θαυμαστή περικοπή του Σωτήρος. Γιά ποιό λόγο χαίρεσθε εσείς άγιοι άγγελοι, άγιοι αρχάγγελοι; Εσείς, οι οποίοι παντοτινά πενθήτε για τον γήινο αυτό κόσμο βλέποντας τα δικά σας πεσμένα αδέλφια, τους ανθρώπους, πως πνίγονται μέσα στις αμαρτίες και τις ηδονές και τα πάθη και τους διαφόρους θανάτους αυτού του κόσμου, γιατί ευφραίνεσθε; «Ευφραινόμαστε για την ανάστασι, την ζωοποίησι του νεκρού αδελφού μας ανθρώπου, ότι νεκρός ην και ανέζησε». Νεκρός ήταν ο άσωτος υιός, όταν ήταν μακράν του Θεού, της πηγής της Ζωής, μακρυά από τον ουρανό. Ιδού, ανάστασις εκ νεκρών φαίνεται [η επιστροφή του ασώτου] στα μάτια όλων των ουρανίων δυνάμεων. Όλες οι ουράνιες δυνάμεις γι’ αυτό χαίρονται, «ότι απολωλώς ην και ευρέθη». Πράγματι, όταν ο άνθρωπος είναι μέσα στις αμαρτίες και τα πάθη, χάνει τον εαυτό του, δηλαδή δεν έχει αυτογνωσία, είναι εκτός εαυτού.
«Εις εαυτόν δε ελθών», λέγει ο Σωτήρ. Ο άνθρωπος συνέρχεται, όταν σκεφθή τίνος είναι, δηλ. του Θεού. Το σώμα σου τίνος είναι; Τού Θεού. Η ψυχή και αυτή του Θεού. Όλα δώρα, δώρα του Θεού. Εγώ, ποιός είμαι σαν άνθρωπος; Τού Θεού, όλος του Θεού! Το σώμα μου είναι δοξασμένο από τον Θεό. Γι’ αυτό το εδημιούργησε ο Θεός, λέγει ο άγιος Απόστολος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Καί το σώμα για τον Κύριο, και η ψυχή για τον Κύριο. Δοξάζομε τον Κύριο και με το σώμα και με την ψυχή. Τού Θεού είναι και το ένα και το άλλο. Μη νομίζεις ότι είναι τίποτε δικό σου, όχι. Όλα είναι αιωνίως του Θεού. Καί συ είσαι αιωνίως του Θεού. Αλλά τότε μόνο, όταν εσύ το συνειδητοποιής.
Λοιπόν η αμαρτία; Δεν επιτρέπει ο διάβολος στον άνθρωπο να συναισθανθή ότι είναι υιός του Θεού. Ο διάβολος εξουσιάζει με την καρδιά και δεν αφήνει στον άνθρωπο να σκεφθή τον Θεό, να θυμηθή, ότι είναι υιός του Θεού, ότι είναι πλούσιος, ανεκδιήγητα πλούσιος. Ότι αυτός είναι αδελφός των αγίων αγγέλων. Ο διάβολος όλα τα σκοτίζει, όλα τα απομακρύνει από τον άνθρωπο, τα διαστρεβλώνει, και του δίνει ψεύτικες ηδονές μέσω των αμαρτιών. Πράγματι έχει δίκαιο ο Απόστολος Παύλος όταν λέει στον Άγιο Επίσκοπο και μαθητή του, Απόστολο Τίτο: «ήμεν γαρ ποτέ και ημείς ανόητοι» (Τιτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τι λέει ο Απόστολος. Πότε Άγιε Απόστολε; Υποδουλωμένοι στις διάφορες επιθυμίες και στα διάφορα πάθη, τότε είμασταν τρελλοί και ανόητοι.
Δεν θέλει ο Κύριος διά της βίας να σε αναστήση εκ των θανάτων σου, να σε αρπάξη από την αμαρτία. Εσύ πρέπει πρώτος να το πης στον ίδιο: «Κύριε, αυτή η αμαρτία με βασανίζει. Δεν την θέλω, έχει όμως εξουσία επάνω μου. Ελευθέρωσε με!» Τότε γίνεται θαύμα. Πάντα. Ποτέ ο Κύριος δεν αφήνει χωρίς απάντησι την προσευχή, έστω και του μεγαλυτέρου αμαρτωλού. Δεν υπάρχει φρικτή αμαρτία για τον άνθρωπο, ο οποίος αγρυπνεί επάνω στη δική του συνείδηση, επάνω στη ζωή του. Ξέρει ο άνθρωπος, ότι μετά την προσέλευση του Κυρίου Ιησού Χριστού στον κόσμο, ότι δεν υπάρχη αμαρτία, από την οποία ο Κύριος δεν μπορεί να μας ελευθερώση. Δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να νικήση, δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να διώξη. Ο Κύριος δίνει την δύναμη. Μόνο κάνε την αρχή. Μόνο αναβόησε, όπως ο άσωτος υιός: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου». Όταν αμαρτάνης, αμαρτάνης όχι μόνο στον Θεό, αλλά σ’ όλα τα ουράνια κτίσματα, σ’ όλα τα επίγεια κτίσματα. Αμαρτάνεις στα πουλιά, αμαρτάνης στα λουλούδια, τα δένδρα. Αμαρτάνεις σ’ όλα τα ζωντανά όντα. Η αμαρτία είναι πραγματικά φοβερή, άνευ της μετανοίας. Τόσο φοβερή, ώστε να σκοτώνη και να ρίχνη σ’ εκατό θανάτους. Να ρίχνη στην αγκαλιά του διαβόλου και στην αιώνια φρικωδεστάτη κόλαση. Χωρίς αμφιβολία. Γι’ αυτό ο Θεός ήλθε σ’ αυτόν τον κόσμο. Να εξολοθρεύση τον φοβερό δράκοντα, ο οποίος λέγεται αμαρτία. Ήλθε ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός και μας έδωσε όλα τα μέσα να εξολοθρεύσομε την αμαρτία, την κάθε αμαρτία. Εδημιούργησε την Εκκλησία Του επάνω στη γη και της έδωσε όλες τις ουράνιες δυνάμεις, για να νικάμε και εμείς οι άνθρωποι όλες τις αμαρτίες, όλους τους θανάτους μέσα μας και γύρω μας.
Ο Κύριος μας έδωσε τα θαυμαστά Άγια Μυστήρια. Το άγιο Βάπτισμα, τη Θεία Κοινωνία, τα οποία εξολοθρεύουν την αμαρτία. Μας έδωσε και τις θαυμάσιες αρετές, πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, νηστεία, αγρυπνία, πραότητα και όλες τις υπόλοιπες ευαγγελικές αρετές. Γι’ αυτό δεν υπάρχει απόγνωση στον Χριστιανό άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο. Ας ξυπνήση ο Αγαθός Θεός όλους τους αθέους, όλους τους απίστους. Ας κτυπήση τον καθένα με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους. Με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους μέσα στη συνείδηση, μέσα στη ψυχή. Ας ξυπνήση ο καθένας και πορευθή στην ουράνια πατρίδα του, στην ουράνια τράπεζα ανάμεσα στους αγίους αδελφούς του, τους αγγέλους. Ας ζήση εκεί μαζί τους διά της αιωνίας Θείας Αληθείας, αιωνίας Θείας Διακαιοσύνης και όλων των αιωνίων ουρανίων χαρών.
Κύριε, Σ’ ευχαριστούμε για το Άγιο Ευαγγέλιο αυτό. Σ’ ευχαριστούμε για την αγαθή είδηση αυτή. Γιατί δημιούργησες τον άνθρωπο, να μπορή να νικήση κάθε αμαρτία και κάθε διάβολο. Σε Σένα δόξα και ευχαριστία, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς