72. Ο σαρκικός άνθρωπος δεν μπορεί να εννοήση τα πνευματικά αγαθά, που εξασφαλίζονται με την προσευχή και την αρετή. Δεν του χωρεί στον νου πώς θα είναι αυτά τα αγαθά στον άλλο κόσμο. Καταλαβαίνει μονάχα ό,τι είναι σαρκικό και γήινο και θεωρεί τα μέλλοντα αγαθά σαν κάτι το φανταστικό. Ο πνευματικός όμως άνθρωπος γνωρίζει από την ίδια του την πείρα την πρόγευσί τους. Του μιλά γι’ αυτά η καρδιά του, που τα προγεύεται.
73. Όταν λέμε «Πάτερ υμών», ας θυμόμαστε και ας πιστεύουμε ότι ο Ουράνιος Πατέρας μας ποτέ δεν μας ξεχνά και ποτέ δεν θα μας ξεχάση, αφού και ένας γήινος καλός πατέρας ποτέ δεν ξεχνά και ποτέ δεν περιφρονεί τα παιδιά του. «Οίδεν ο Πατήρ ημών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων» (Ματθ. στ’ 32). Βάλε αυτά τα λόγια στην καρδιά σου. Θυμήσου ότι ο Ουράνιος Πατέρας σε περιβάλλει αδιάκοπα με στοργή και φροντίδα και ότι δεν λέγεται Πατέρας σου χωρίς αιτία. Πατέρας δεν είναι μια κενή λέξις, χωρίς έννοια και δύναμι. Είναι μία λέξις γεμάτη από έννοια και δύναμι.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 47-48)
70. Αποκαλούμε τη Θεοτόκο, όταν της απευθύνουμε την προσευχή μας, άβυσσο του ελέους. Ας προσπαθούμε να της μοιάσουμε, όσο μπορούμε. Πώς; Δείχνοντας σπλαχνική διάθεσι σε όσους έχουν ανάγκη του ελέους μας. Ας τους φανερώνουμε αγάπη έμπρακτο και ανεξάντλητο. Ας τους ατενίζουμε μέσα στο φως του Ευαγγελίου. Και, χωρίς άλλο, τότε η Κυρία Θεοτόκος θα αυξήση το έλεός της πάνω μας.
71. Οι νεκροί ζουν. «Θεός δε ουκ έστι νεκρών, αλλά ζώντων· πάντες γάρ αυτώ ζώσιν» (Λουκ. κ’ 38). Αν η ψυχή έφυγε για τον άλλο κόσμο, αφήνοντας ένα σώμα που πέθανε στην αμαρτία, δεν μπορεί να αναπαυθή παρά μονάχα με τις δεήσεις της Αγίας Νύμφης του Χριστού, της Εκκλησίας. Ας απευθύνουμε λοιπόν δεήσεις για τους κεκοιμημένους. Τους ωφελούν πολύ. Περισσότερο από ό,τι τους ζώντας.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 47)
Ένας ασκητής επισκέφθηκε τον όσιο Ζωσιμά σε μοναστήρι της Τύρου. Κάθισαν και διάβαζαν μαζί το Γεροντικό. Αντλούσαν απ’αυτό πνευματική δύναμη. Προχωρώντας στην ανάγνωση, έφθασαν στο περιστατικό της επιθέσεως ληστών σ’ένα γέροντα και της αρπαγής όλων των υπαρχόντων του. Σύμφωνα με τη διήγηση, ο γέροντας βλέποντας ότι οι ληστές παρέλειψαν να του πάρουν ένα σακκίδιο, έτρεξε πίσω τους φωνάζοντας:
-Παιδιά μου, ξεχάσατε να πάρετε κι αυτό!
Εκείνοι, παρ’όλη τη σκληροκαρδία τους, θαύμασαν την ακτημοσύνη του γέροντα. Αμέσως του επέστρεψαν όλα όσα του είχαν αρπάξει, λέγοντας μετανοιωμένοι μεταξύ τους:
-Αληθινά, αυτός είναι άνθρωπος του Θεού!
Στο σημείο αυτό της διηγήσεως του Γεροντικού ο επισκέπτης ασκητής είπε στον όσιο Ζωσιμά:
-Ξέρεις, αββά μου, αυτό το περιστατικό πολύ με ωφέλησε.
-Και με ποιο τρόπο; ρώτησε ο όσιος.
-Το είχα διαβάσει όταν ασκήτευα κοντά στον Ιορδάνη. Θαύμαζα τον γέροντα και παρακαλούσα: « Κύριε, αξίωσε με ν’ακολουθήσω τα ίχνη του, Εσύ που με αξίωσες να γίνω κι εγώ μοναχός». Καθώς είχα αυτό τον πόθο, μετά δυο μέρες καταφθάνουν ληστές! Όταν χτύπησαν την πόρτα μου και κατάλαβα ποιοι ήταν, είπα μέσα μου: « Δόξα τω Θεώ, ήρθε καιρός να δοκιμαστώ στη στέρηση των υπαρχόντων μου». Ανοίγοντας λοιπόν τούς δέχτηκα με χαρά, και ανάβοντας λυχνάρι άρχισα να τους δείχνω όσα είχα στο κελλί μου, λέγοντας τους : « Μην αμφιβάλλετε, δεν θα κρύψω τίποτε από σας». Μου λένε: « Έχεις χρυσό;» Τους απαντώ: «Ναι, έχω τρία νομίσματα», και άνοιξα εμπρός τους το κουτί που τα φύλαγα. Αυτοί τα πήραν και έφυγαν ειρηνικά. Ο όσιος Ζωσιμάς χαριεντιζόμενος τον ρώτησε:
-Μήπως τα επέστρεψαν, όπως εκείνοι της διηγήσεως που διαβάσαμε;
-Δεν θέλησε ο Θεός να τα επιστρέψουν, αλλά κι εγώ πραγματικά δεν τα επιθυμούσα, απάντησε ο ασκητής, που με τη βοήθεια του Γεροντικού είχε καλλιεργήσει την ακτημοσύνη.
( Αββάς Ζωσιμάς)
( Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ Παρακλήτου, τόμος γ΄, σελ. 65-66)
- Όταν, Γέροντα, λέω: «Τόσο μπορώ να δουλέψω, αυτή είναι η αντοχή μου», από φιλαυτία το λέω;
- Όσο κάθεται κανείς, τόσο χαλαρώνει· όσο δουλεύει, τόσο δυναμώνει. Εκτός που διώχνει την μούχλα με την δουλειά, βοηθιέται και πνευματικά.
Ο σκοπός είναι να φθάση να χαίρεται ο άνθρωπος περισσότερο από την κακοπάθεια παρά από την καλοπέραση. Αν ξέρατε πώς ζουν μερικά γεροντάκια εκεί στο Αγιον Όρος, αλλά και τί χαρά νιώθουν! Νά, ένα γεροντάκι, που έμενε μόνο του ένα χιλιόμετρο πιο πέρα από το Καλύβι μου, τί αυταπάρνηση είχε! Το Καλύβι του ήταν ψηλά, σε ένα πολύ απότομο μέρος, και το καημένο αρκουδώντας κατέβαινε από το μονοπάτι για να πάη σε ένα άλλο γεροντάκι πιο κάτω, όταν χρειαζόταν κάτι. Ήθελαν να το πάρουν να το γηροκομήσουν, αλλά δεν δεχόταν, και όλοι μετά έλεγαν: «αυτός είναι πλανεμένος», γιατί καθόταν μόνος του εκεί. Μια μέρα που ήρθε στο Καλύβι, μου είπε για ποιόν λόγο δεν ήθελε να φύγη: Όταν ζούσε ο Γέροντάς του, το Καλύβι τους δεν είχε ναό και εκείνος παρακαλούσε τον Γέροντά του να κάνουν ναό. «Ας κάνουμε ναό, του είπε τελικά ο Γέροντάς του, αλλά μετά δεν πρέπει ποτέ να φύγης από δώ, γιατί θα μένη στο Ιερό ο Φύλακας Αγγελος και δεν κάνει να τον αφήσης μόνον». Τότε αυτός του υποσχέθηκε ότι θα μείνη για πάντα στο Καλύβι, και έτσι έκαναν τον ναό. Τελευταία είχε γκρεμισθή και το Κελλί του και έμενε μέσα στην εκκλησία· κοιμόταν σε ένα στασίδι. Τέτοια αυταπάρνηση! Είχα φροντίσει να έχη μερικά ρούχα, για να αλλάζη τουλάχιστον, γιατί υπέφερε από τα έντερα και είχε κοψίματα. Μια μέρα έστειλα έναν γνωστό γιατρό να πάη να τον δή. Πήγε με έναν άλλον, χτυπούν, ξαναχτυπούν, τίποτε. Όταν άνοιξαν, τον βρήκαν πεθαμένο στο στασίδι που έμενε, σκεπασμένο με μια κουβέρτα. Εκεί ανεπαύθη εν Κυρίω!
Η σκληρότητα στην ζωή μας για την αγάπη του Χριστού φέρνει στην καρδιά την τρυφεράδα του Χριστού. Οι θείες ηδονές γεννιούνται από τις σωματικές οδύνες. Οι Πατέρες έδωσαν αίμα και έλαβαν πνεύμα. Με ιδρώτα και κόπο πήραν την Χάρη. Πέταξαν τον εαυτό τους και τον βρήκαν στα χέρια του Θεού.
Πολύ με συγκίνησε το συναξάρι των Αγίων Ασκητών του Σινά. Πέντε χιλιάδες ασκητές έζησαν στο Σινά και πόσοι άλλοι στο Αγιον Όρος! Χίλια χρόνια πόσοι Πατέρες αγίασαν! Αλλά και οι Ομολογητές και οι Μάρτυρες τί τράβηξαν! Και εμείς γκρινιάζουμε για την παραμικρή ταλαιπωρία. Ζητάμε να αποκτήσουμε χωρίς κόπο την αγιότητα. Σπανίζει η αυταπάρνηση. Ούτε εμείς οι μοναχοί δεν καταλάβαμε ότι «τά καλά κόποις κτώνται» και έχουμε την επιείκεια στον εαυτό μας· δικαιολογούμε τον εαυτό μας και βρίσκουμε ελαφρυντικά για το καθετί. Από κεί ξεκινάει το κακό. Και ο διάβολος βρίσκει δικαιολογίες για τον κάθε άνθρωπο, αλλά τα χρόνια περνάνε.
Γι’ αυτό να μην ξεχνιώμαστε· να θυμώμαστε και λίγο ότι υπάρχει και θάνατος. Μια που θα πεθάνουμε, να μην προσέχουμε και τόσο πολύ το σώμα· όχι να μην προσέχουμε και να παθαίνουμε ζημιές, αλλά να μην προσκυνούμε την ανάπαυση.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 51-53)
ΕΛΕΓΑΝ με θαυμασμό οι Γέροντες για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, πως από την πολλή του καλοσύνη έφτασε σε τελεία ακακία. Μια φορά δανείστηκε από κάποιον αδελφό ένα χρυσό νόμισμα, για ν’ αγοράσει λινάρι να κάνει εργόχειρο. Μόλις το προμηθεύτηκε, του ζήτησε λίγο ο γείτονάς του να φτιάξει μια ποδιά και ο Αββάς Ιωάννης του έδωσε με πολλή προθυμία. Την άλλη μέρα πέρασε από το κελλί του άλλος αδελφός, είδε το λινάρι και γύρεψε κι αυτός για ένα πουκάμισο. Έδωσε και σ’ αυτόν ο άκακος Ιωάννης και σε δυο-τρεις άλλους, που έτυχε να του ζητήσουν, ώσπου το μοίρασε όλο, χωρίς να κρατήσει τίποτε για τον εαυτό του.
Ύστερα από μερικές ημέρες πήγε ο δανειστής και του γύρεψε το νόμισμα.
- Πήγαινε, αδελφέ μου, του είπε ο Αββάς, και θα σου το φέρω στο κελλί σου.
Μα επειδή δεν είχε να το επιστρέψει, σηκώθηκε να πάει στον Αββά Ιάκωβο, τον Οικονόμο της σκήτης, να του ζητήσει ένα νόμισμα. Στον δρόμο, καθώς πήγαινε, βρήκε ένα φλουρί, μα δεν το πήρε. Έκανε προσευχή και γύρισε στο κελλί του. Ούτε στον Οικονόμο θέλησε να πάει.
Την άλλη μέρα πήγε πάλι ο αδελφός και γύρευε τα δανεικά. Βγήκε πάλι ο Αββάς Ιωάννης να πάει στον Αββά Ιάκωβο. Είδε το φλουρί στην ίδια θέση και δεν το σήκωσε, αλλά γύρισε αμέσως στο κελλί του.
Την τρίτη μέρα πήγε θυμωμένος ο δανειστής κι απαιτούσε το νόμισμά του.
- Ησύχασε, αδελφέ μου, του είπε με πραότητα ο άκακος Αββάς, σήμερα θα σου το φέρω.
Ξεκίνησε αμέσως για τον Οικονόμο και βρήκε πάλι στην ίδια θέση το φλουρί. Έκανε πρώτα προσευχή κι υστέρα το σήκωσε και το πήγε στον Αββά Ιακωβο.
- Το βρήκα στον δρόμο, του είπε. Κάνε αγάπη να ρωτήσεις μήπως το έχασε κανένας αδελφός.
Ο Οικονόμος γύρισε όλη την σκήτη και ρωτούσε τους αδελφούς, μα δεν βρέθηκε κανείς να πει πως ήταν δικό του. Αφού δεν το έχασε κανείς, είπε τότε ο Αββάς Ιωάννης, δώσε το σε μένα να το επιστρέψω στον αδελφό που το χρωστώ, γιατί τρεις μέρες τώρα ξεκινώ από το κελλί μου να έρθω να σου ζητήσω κι επειδή έβλεπα τούτο το φλουρί, γύριζα πίσω άπρακτος.
Θαύμασε ο Οικονόμος την αφιλοχρηματία του Αββά, που, ενώ βρισκόταν σε τόση ανάγκη, δεν πήρε το νόμισμα που βρήκε.
Είχε κι άλλο προτέρημα αυτός ο Όσιος: Όταν ερχόταν κάποιος να του ζητήσει κάτι, του έλεγε με καλοσύνη:
- Πάρε, αδελφέ μου, ό,τι σου χρειάζεται. Κι εκείνος έπαιρνε ό,τι και όσο ήθελε. Όταν το έφερνε πίσω, του έλεγε πάλι ο Αββάς:
- Βάλ’ το τώρα στην θέση του, χωρίς να γυρίσει να προσέξει.
Αν δεν του έφερναν πίσω τα δανεικά, ποτέ δεν τα ζητούσε.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 51-52)
Η σύνθεση αυτής της ζωής.
Αυτή τη ζωή δεν θα μπορούσαμε να την φανταστούμε χωρίς τρία πράγματα: Την ευτυχία, τη δυστυχία και το θάνατο. Κάτι από την ευτυχία, λίγο από τη δυστυχία και ο θάνατος καθιστούν δυνατή αυτή τη ζωή.
Η ηθική χημεία αυτού του κόσμου είναι ακόμα πιο παράξενη από τη φυσική χημεία.
Η ευτυχία είναι δώρο Θεού, η δυστυχία επιτρέπεται με την άδεια του Θεού, ενώ ο θάνατος είναι η νίκη του Θεού.
Η συνεχής ευτυχία χωρίς την προσθήκη της δυστυχίας, θα γινόταν άχρωμη και βαρετή. Η συνεχής δυστυχία χωρίς τον θάνατο, θα έκανε αυτή τη ζωή κόλαση χωρίς έξοδο. Στην ευτυχία οι άνθρωποι δεν θέλουν ή θέλουν να θυμηθούν τον Θεό, στη δυστυχία θέλουν ή δεν θέλουν να θυμηθούν τον Θεό, ενώ στον θάνατο αναγκάζονται να θυμηθούν τον Θεό.
(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 35).
1,1. «Παύλος, απόστολος Ιησού Χριστού δια θελήματος Θεού, και Τιμόθεος ο αδελφός»
Ο άγιος Απόστολος και ζει φανερά και εργάζεται φανερά. Σε αυτόν δεν υπάρχει τίποτε απολύτως, ούτε και το παραμικρό, που να είναι κρυφό, μυστικό, παρασκηνιακό. Αλλά από την αρχή λέει ποιος είναι και τι είναι. Ο Απόστολος είναι του Ιησού Χριστού και μας μεταφέρει εκείνο για το οποίο στέλνεται. Και ποιος τον στέλνει; Αυτός ο Κύριος Ιησούς Χριστός.
Σαφέστατα αποκαλύπτει ο Απόστολος Παύλος: Ούτε το περιεχόμενο της αποστολικότητάς μου, αλλ’ ούτε και αυτή η αποστολικότητα είναι από μένα, γιατί είμαι «απόστολος» «δια θελήματος Θεού».
Μέχρι τότε που ζούσα με το θέλημά μου, ήμουνα ο πιο φοβερός διώκτης του Χριστού και των αποστόλων Του. Σας είναι γνωστό, το τι ακριβώς μου «συνέβη», για να αποδιώξω το παλαιό μου θέλημα και να υποταχτώ τελικά, ολόκληρος, στο θέλημα του Θεού «εν Χριστώ Ιησού». Τώρα όλο το θέλημά μου μόνο ένα θέλει: να γίνει όλο δικό Του και Αυτός διαμέσου αυτού, να «ενεργεί» και να «θέλει». Έτσι και γίνεται.
Μάρτυρας σ’ αυτό, είναι και ο «αδελφός Τιμόθεος». Έτσι ζούμε και έτσι κατηχούμε τους ανθρώπους, «ου γαρ εαυτούς κηρύσσομεν, αλλά Χριστόν Ιησούν Κύριον, εαυτούς δε δούλους υμών δια Ιησούν» (Β' Κορ. 4, 5). Γιατί, τίποτε δεν έχουμε δικό μας: Τα πάντα είναι από τον Χριστό και ένεκα του Χριστού.
Γίνεται σαφές, ότι δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, αλλά «τα πάντα και εν πάσι» είναι Αυτός ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός. (Κολ. 3, 11).
(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σελ. 15-16)
Το λευκό περιστέρι.
Από μικρό παιδί ο στάρετς Παρθένιος (1790-1855) σεβόταν και τιμούσε τον Παράκλητο, το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Στα εφηβικά του μάλιστα χρόνια απόλαυσε μια ιδιαίτερη επίσκεψι της χάριτος του.
«Επιστρέφαμε, διηγείται ο ίδιος, με τον αδελφό μου από το σχολείο στο σπίτι. Η απόστασις ήταν μεγάλη και μας βρήκε η νύχτα. Σταθήκαμε λοιπόν κάπου να ξεκουρασθούμε. Ξαπλώσαμε καταγής, κάτω από τον απέραντο ουρανό. Η βραδιά είχε ξαστεριά, και για αρκετή ώρα δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Δεν γνωρίζω γιατί μέσα στην ψυχή μου υπήρχε μια ανείπωτη χαρά. Κοίταζα ψηλά τον ουρανό με τ’ αναρίθμητα αστέρια του, όταν ξαφνικά βλέπω ένα περιστέρι, λευκό σαν το χιόνι, να έρχεται προς το μέρος μου!
Απόρησα… Που βρέθηκε το περιστέρι αυτό; Μήπως ήταν δικό μας; Μα εμείς δεν είχαμε στο σπίτι μας περιστέρια. Αλήθεια, πόσο όμορφο ήταν! Το κοίταζα και δεν χόρταινα να το βλέπω. Δεν πετούσε εδώ κι εκεί. Βρισκόταν ακριβώς από πάνω μου. Άλλοτε υψωνόταν και άλλοτε χαμήλωνε. Ξύπνησα γρήγορα τον αδελφό μου, που κοιμόταν πλάι μου.
-Κοίτα! του είπα. Βλέπεις ένα περιστέρι;
-Ποιο περιστέρι; Που είναι;
-Νάτο, φτερουγίζει από πάνω μου.
-Όχι, αδελφέ μου, δεν βλέπω τίποτε. Εσύ φαίνεται παραμιλάς στον ύπνο σου…
Γύρισε από το άλλο πλευρό και ξανακοιμήθηκε. Εγώ όμως ως τα χαράματα δεν απομάκρυνα τα μάτια μου από τον βραδινό επισκέπτη. Θεία χαρά είχε πλημμυρίσει την ψυχή μου.
Μόλις ξημέρωσε το περιστέρι χωρίς να πετάξη, ξαφνικά έγινε άφαντο! Από τότε όμως απλώθηκε στην καρδιά μου μια θεία γλυκύτης και άναψε πόθος για κάτι υπερκόσμιο. Κανένα γήινο πράγμα δεν με γοήτευε. Φαινόταν πως δεν θα μπορούσα να παραμείνω στον κόσμο».
Το γλυκύτατο αυτό όραμα ποτέ δεν μπορούσε να το ξεχάση ο στάρετς. Σε μια μάλιστα προσευχή δοξολογίας προς τον Πανάγιο Πνεύμα γράφει:
«Απερίγραπτε Παράκλητε, που εκπορεύεσαι από τον Πατέρα και αναπαύεσαι στον Υιό, στήσε μέσα μου τον ναό της μεγαλωσύνης σου. Ενθυμούμαι την εμφάνισι της γαλήνιας και απαλής χάριτός σου, στη νεανική μου ακόμη ηλικία, τότε που με τη μορφή περιστεριού επισκέφθηκες εμένα τον οκνηρό και αμελή».
(Στάρετς Παρθένιος)
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ. Παρακλήτου, τόμος Β΄, σελ.81-83).
Ο δύσπιστος μοναχός
Ένας μοναχός πάλευε με λογισμούς αμφιβολίας , για το αν τα τίμια Δώρα είναι πραγματικά Σώμα και Αίμα Χριστού ή απλά σύμβολα και τύποι.
Οι άλλοι μοναχοί, όταν ενημερώθηκαν σχετικά, τον κάλεσαν σε μια θεία λειτουργία, στη διάρκεια της οποίας προσεύχονταν όλοι θερμά να του δείξει ο Θεός με θαύμα την αλήθεια, για να διώξει τους λογισμούς της απιστίας.
Μετά την απόλυση, ο αδελφός αυτός διηγήθηκε στους άλλους τα εξής: « Όταν ο διάκονος ανέβηκε στον άμβωνα για να διαβάσει το Ευαγγέλιο, είδα ν’ανοίγει η στέγη της εκκλησίας.
Μετά την ευχή της προσκομιδής, είδα να σχίζονται οι ουρανοί και να κατεβαίνει φωτιά πάνω στα τίμια Δώρα.
Ύστερα παρουσιάστηκε πλήθος αγγέλων κι ανάμεσα τους ένα Παιδί.
Μαζί τους κατέβηκαν άλλα δυο πρόσωπα με ομορφιά απερίγραπτη.
Κατόπιν οι άγγελοι στάθηκαν κυκλικά γύρω από την αγία τράπεζα, ενώ το Βρέφος ενθρονίστηκε πάνω σ’αυτήν.
Όταν πλησίασαν οι ιερείς για να τεμαχίσουν τον άρτο της προθέσεως, είδα εκείνα τα δυο πρόσωπα να πιάνουν το Παιδί από τα χέρια και τα πόδια, και μ’ένα μαχαίρι να Το σφάζουν, χύνοντας το αίμα Του στο άγιο ποτήριο.
Στη συνέχεια έκοψαν το Σώμα του σε μικρές μερίδες, που τις τοποθέτησαν πάνω στα τεμάχια των άρτων.
Αμέσως τότε οι άρτοι μεταβλήθηκαν κι αυτοί σε σάρκα.
Στο ‘Μετά φόβου…’, στους αδελφούς που πλησίαζαν, προσφέρονταν κομμάτια από σάρκα.
Μόλις όμως έλεγαν ‘ αμήν’, γινόταν άρτος στα χέρια τους.
Όταν πλησίασα κι εγώ, μου δόθηκε σάρκα και δεν μπορούσα να μεταλάβω.
Τότε ένιωσα μια φωνή να ψιθυρίζει στ’αυτί μου:
-Άνθρωπε, γιατί δεν μεταλαμβάνεις; Δεν σου προσφέρεται αυτό ακριβώς που ζήτησες;
-Λυπήσου με, Κύριε. Δεν μπορώ να μεταλάβω σάρκα.
-Μάθε λοιπόν πως, αν μπορούσε ο άνθρωπος να μεταλάβει καθαρή σάρκα, τότε μέσα στο άγιο ποτήριο θα υπήρχε σάρκα, όπως την είδες εσύ. Επειδή όμως δεν μπορεί να μεταλάβει κάτι τέτοιο, όρισε ο Θεός τους άρτους της προθέσεως. Αν λοιπόν πίστεψες ότι ο αγιασμένος αυτός Άρτος είναι το ίδιο το Σώμα του Χριστού, μετάλαβε αυτό που έχεις στο χέρι σου!
-Πιστεύω, Κύριε, απάντησα τότε συντετριμμένος.
Αμέσως η σάρκα που κρατούσα έγινε πάλι άρτος. Ευχαρίστησα το Θεό και κοινώνησα.
Αφού τελείωσε η ιερή μυσταγωγία, είδα ν’ανοίγει πάλι η στέγη του ναού και ν’ανεβαίνουν οι αγγελικές δυνάμεις στον ουρανό ».
(Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, σελ.42-44)
Το καντήλι της Παναγίας
Ο παπα-Ιγνάτιος ο Πνευματικός (1827-1927) ανήκει στις πιο χαριτωμένες και σεβάσμιες προσωπικότητες του Αγίου Όρους. Επί ογδόντα χρόνια έζησε την πιο σκληρή ασκητική ζωή στα Κατουνάκια και έγινε δοχείο των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Ο παπα-Ιγνάτιος απέκτησε έναν υποτακτικό ταλαντούχο, τον πατέρα Νεόφυτο, νέο με υπέρμετρο ασκητικό ζήλο. Κάποια νύχτα ο πατήρ Νεόφυτος άκουσε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα του κελλιού του, καθώς και μια απαλή γυναικεία φωνή:
-Σήκω, παιδί μου. Κατέβα στην εκκλησία, γιατί το καντηλάκι μου έσβησε.
Πετάγεται αμέσως από τον ύπνο, κατεβαίνει με αγωνία στον ναό της ερημικής τους καλύβης και βρίσκει σβησμένο το καντηλάκι της Υπεραγίας Θεοτόκου. Το άναψε κατασυγκινημένος, έκανε μια θερμή προσευχή και επέστρεψε στο κελί του.
Το περιστατικό αυτό συνέβη και τις επόμενες νύχτες.
-Προώδευσα, άρχισε να σκέπτεται τότε ο αρχάριος υποτακτικός. Φαίνεται ότι ανέβηκα ψηλά. Η Δέσποινα του ουρανού και της γης μ’ επισκέπτεται. Ακούω την αγγελική φωνή Της. Ανάβω το σβησμένο καντηλάκι Της. Πόσο ευτυχισμένος νιώθω!
Αυτά σκεπτόταν, ενώ ο δαίμονας της υπερηφανείας δεν έπαυε να τον τοξεύη με τα πυρφόρα βέλη του και να τον σπρώχνη στην καταστροφή. Μερικές φορές ο πατήρ Νεόφυτος ένιωθε τη συνείδησι του να διαμαρτύρεται, άκουε κι έναν άλλον απαλό λογισμό που τον συμβούλευε ν’ ανακοινώση, όπως είχε καθήκον, το επεισόδιο στον γέροντα του. Αλλ’ απέκρουε τον σωτήριο αυτό λογισμό.
-Γιατί να το πω στον γέροντα; Αμαρτία είναι να την εξομολογηθώ; Άγιο περιστατικό είναι, και όσο πιο μυστικά και σιωπηλά το ζω, τόσο διατηρείται η ιερότης του.
Ο διακριτικός παπα-Ιγνάτιος κάποια αδιόρατα σημεία αντιλήφθηκε στην συμπεριφορά του υποτακτικού του και δεν αδιαφόρησε. Κάθε τόσο του υπενθύμιζε:
-Παιδί μου, Νεόφυτε, πρόσεχε. Ό,τι σου συμβαίνει στην πνευματική σου ζωή να μου το ανακοινώνης.
Και μια μέρα τον ανάγκασε στην εξομολόγησι να εξηστορήση με λεπτομέρειες όλη την υπόθεσι. Με την βαθειά διάκρισι και την έκτακτη ποιμαντική που διέθετε, του ανέλυσε τα συμβάντα και του απέδειξε πως είχε πέσει στην παγίδα του διαβόλου. Τον ρώτησε:
-Τί αισθήματα κυριαρχούσαν μέσα σου, όταν άναβες το καντήλι;
-Χαρά και ικανοποίηση, που αξιώνομαι μιας τέτοιας ευλογίας!
-Και τί άλλο ακόμη;
-Ναι, και κάτι άλλο. Κάποια μυστική ταραχή και ανησυχία να μη μάθη τίποτε ο γέροντας.
-Αυτό το τελευταίο μαρτυρεί ολοφάνερα την παρουσία του διαβόλου.
Του είπε πολλά για τις πλεκτάνες του εχθρού και στο τέλος παρετήρησε:
-Άντε, πλανεμένε! Σε ξεγέλασε ο διάβολος. Έχει ανάγκη η Παναγία από μένα και από σένα; Έχει ανάγκη από τη βοήθεια σου; Πρόσεξε! Αν ξαναχτυπήση η πόρτα του κελλιού σου, δεν θα σηκωθής ν’ ανάψης το καντήλι, και είμαι εγώ υπεύθυνος.
Τα φτερά του νεαρού μοναχού κόπηκαν! Ποτέ δεν περίμενε τόσο άδοξο τέλος στην « υψηλή» εκείνη υπόθεσι. Αργότερα βέβαια ευγνωμονούσε τον γέροντα του, που τον γλύτωσε από την παγίδα του εχθρού. Τώρα όμως ήταν περίλυπος. Είχε και μια απορία: Θα ξαναχτυπούσε άραγε η πόρτα; Αλλά πού τέτοιο πράγμα! Μόλις τα σκοτεινά σχέδια του διαβόλου ήλθαν στο φως της διακρίσεως του παπα-Ιγνατίου, διαλύθηκαν σαν καπνός!
( Ιγνάτιος ο Πνευματικός)
( Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ Παρακλήτου, τόμος α΄, σελ. 45-47)