E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η οσία Μελάνη η Νεωτέρα (383-439), εγγονή της ομωνύμου Πρεσβυτέρας, μοίρασε με το σύζυγο της Πινιανό την τεράστια περιουσία της σε εκκλησίες και σε φτωχούς. Μετά ταξίδεψαν στην Αίγυπτο, για να γνωρίσουν αγίους ερημίτες και να προσφέρουν και σ’αυτούς διάφορα δώρα. Έφτασαν έτσι και στην καλύβα του αββά Ηφαιστίωνα. Τον χαιρέτησαν και τον παρακάλεσαν να δεχτή κι αυτός κάτι. Εκείνος τους απάντησε:
-Δεν μου χρειάζεται τίποτε! Τί να τα κάνω αυτά εδώ στην έρημο; Η οσία επέμενε. Επέμενε όμως και ο ερημίτης να μη δέχεται τίποτε. Σκέφτηκε τότε να του αφήση κάτι κρυφά! Έκανε ότι εξετάζη προσεκτικά το εσωτερικό της καλύβας. Αλλά δε βρήκε τίποτε εκτός από ψαθιά για πλέξιμο ζεμπιλιών κι ένα σακκουλάκι με αλάτι. Την ώρα λοιπόν που συνομιλούσε ο ασκητής με το σύζυγο της, έσκυψε και έχωσε στο σακκουλάκι μια ποσότητα χρυσών νομισμάτων. Αμέσως μετά διέκοψε τη συνομιλία, ζήτησε ευχή, πήρε τον Πινιανό και απομακρύνθηκαν γρήγορα.
Ο αββάς Ηφαιστίων δεν άργησε να ανακαλύψη τα νομίσματα και έτρεξε να τους προλάβη. Από μακρία τους φώναζε:
- Πάρτε τα αυτά. Μου είναι άχρηστα εδώ στην έρημο.
- Κράτησε τα, γέροντα, είπαν εκείνοι. Κι αν δε σου χρειάζονται, δώσε τα σε άλλον που έχει ανάγκη.
- Κανείς δεν πρόκειται να τα ζητήση, τους φώναξε πάλι. Από δω κανείς δεν περνά.
Επειδή όμως εκείνοι με κανένα τρόπο δεν ήθελαν να τα πάρουν πίσω, τα έριξε στο ποτάμι, για να μην έχη λογισμούς φιλαργυρίας.


( Ευεργετινός Δ΄)

( Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ Παρακλήτου, τόμος γ΄, σελ. 64-65)

Σκοπός της ασκήσεως: η απέκδυση από τον παλαιό μας άνθρωπο

-    Πώς, Γέροντα, θα ξεπεράσω την φιλαυτία; Οι σωματικές μου δυνάμεις είναι λίγες και δυσκολεύομαι στην αυταπάρνηση και στην θυσία.
-    «Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένο καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει»1. Δεν ξεπερνάς την φιλαυτία σου με το να σηκώνης τον βαρύ τουρβά του άλλου - αυτό δεν θα το ζητήση από σένα ο Θεός, αφού δεν έχεις σωματικές δυνάμεις -, αλλά αν ταπεινώνεσαι και σηκώνης μια κουβέντα, μια αδικία. Κι αν προστεθή και λίγος σωματικός κόπος από αγάπη και καλωσύνη, ξέρεις πώς βοηθάει μετά ο Θεός;
-    Γέροντα, ο σωματικός κόπος και η άσκηση τί σχέση έχουν με την εκκοπή των παθών;
-    Ο σωματικός κόπος υποτάσσει το σώμα στο πνεύμα. Και η νηστεία και η αγρυπνία και κάθε άσκηση, όταν γίνωνται για την αγάπη του Χριστού, παράλληλα με τον αγώνα για την εκκοπη των ψυχικών παθών, βοηθούν. Γιατί, αν δεν κάνη κανείς αγώνα για να ξερριζώση τα ψυχικά πάθη, την υπερηφάνεια, την ζήλεια, τον θυμό, και κάνη μόνο μια ξερή σωματική άσκηση, θα θρέψη τα πάθη του με την υπερηφάνεια. Τα ψυχικά πάθη μας κάνουν μεγαλύτερο κακό από ό,τι το πάχος του σώματος· αυτό είναι καλοήθης όγκος, ενώ τα ψυχικά πάθη είναι κακοήθης όγκος. Δεν λέω να μην κάνη κανείς άσκηση, αλλά να μπή στο νόημα της ασκήσεως που σκοπός της είναι η απέκδυση από τον παλαιό μας άνθρωπο.
-    Πώς πρέπει, Γέροντα, να αγωνίζεται κανείς στην εγκράτεια;
-    Ο αγώνας πρέπει να γίνεται ως εξής: Ό,τι έχει ανάγκη ο οργανισμός να του το δίνη κανείς· ύπνο, φαγητό κ.λπ. Μετά θα έχη στόχο να κόβη τα ψυχικά πάθη: τις επιθυμίες του, τον εγωισμό του, την ζήλεια του κ.λπ. Και μετά να κάνη εγκράτεια στο φαγητό, στον ύπνο. Τότε θα έχη νόημα η σωματική άσκηση.
-    Γέροντα, πώς θα διακρίνη κανείς μέχρι που φθάνουν τα όρια της αντοχής του και από που ξεκινάει η φιλαυτία;
-    Πρέπει να παρακολουθή τον εαυτό του και να δοκιμάζη. Δοκιμάζοντας θα βρη τα δικά του μέτρα. Και ο μπακάλης στην αρχή που είναι άπειρος, όταν ζυγίζη, άλλοτε βάζει λίγο και άλλοτε πολύ. Όταν μετά αποκτήση πείρα, βάζει όσο χρειάζεται. Πάντως, όταν είναι νέος κανείς, μπορεί να κάνη περισσότερη άσκηση. Όσο περνάει η ηλικία, οι δυνάμεις κάμπτονται και δεν μπορεί να ζορίση πολύ τον εαυτό του. Αν τον ζορίση παραπάνω, μπορεί να βλάψη και την υγεία του. Γι’ αυτό κατά καιρούς χρειάζεται να κάνη μια αναθεώρηση των δυνάμεών του και να προσαρμόζεται ανάλογα με την νέα κατάστασή του.
-    Καμμιά φορά, Γέροντα, όταν αισθάνωμαι μία εξάντληση, με πιάνει μία δειλία και δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Μήπως είναι φιλαυτία;
-    Όταν αισθάνεσαι εξάντληση, να εξετάζης εάν είναι από αρρώστια. Εάν δεν είναι από αρρώστια, δές μήπως σού λείπη ύπνος ή μήπως χρειαζόταν να φάς ή να ξεκουρασθής λίγο παραπάνω. Αν τίποτε από αυτά δεν συμβαίνη, τότε είναι του πειρασμού. Σήκω, άρχισε την δουλειά σου, και νικάς τον πειρασμό.
-    Πόσο πρέπει να επιμείνω, Γέροντα, στον κόπο; Μήπως με το να οικονομάω τον εαυτό μου διώχνω την Χάρη του Θεού;
-    Όχι, ευλογημένη! Θέλει να προσέχης και να σταματάς, πριν φθάσης να μην μπορης.
-    Όμως, Γέροντα, αισθάνομαι ότι ποτέ δεν εφάρμοσα αυτό που λένε οι Πατέρες: «Δώσε αίμα, για να λάβης πνεύμα».
 Τί αίμα να δώσης εσύ, αφού σού λείπει αίμα; Εσύ έχεις ανάγκη να σού δώσουν αίμα... Τα ψυχικά πάθη να προσέξης.

(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 49-51)

ΈΝΑΣ αδελφός από την έρημο πήγε στην πόλη να πουλήσει τα καλάθια του. Πλησιάζοντας στην αγορά, είδε πεσμένο κάτω ένα σακκούλι. Το σήκωσε και κατάλαβε από το βάρος πως είχε μέσα πάνω από χίλια χρυσά νομίσματα. Δεν το πείραξε όμως, περίμενε εκεί, με την σκέψη πώς θα έρθει να το αναζητήσει εκείνος που το έχασε.
Σε λίγο φάνηκε ένας άνθρωπος καταστενοχωρημένος και γύρευε το σακκούλι που είχε πέσει από την ζώνη του.
Ο αδελφός του το παρέδωσε αμέσως. Συγκινημένος ο άνθρωπος από την καλοσύνη του μονάχου, έβγαλε από το σακκούλι μια χούφτα χρυσά νομίσματα για να τον ανταμείψει.
- Δεν θέλω, φίλε μου, ανταμοιβή, του είπε ο αδελφός, γι΄ αυτό που ήταν καθήκον μου να κάνω.
Έκπληκτος ο άνθρωπος άρχισε να φωνάζει στους διαβάτες:
- Τρέξτε να δείτε αληθινά του Θεού άνθρωπο.
Στο μεταξύ όμως χάθηκε ο αδελφός ανάμεσα στο πλήθος, άφήνοντας και τα καλάθια του στην μέση, για να αποφύγει τον έπαινο.

ΚΑΘΩΣ γύριζαν μια μέρα στο κελλί τους ο Αββάς Αγάθων με τον υποτακτικό του, ο νέος βρήκε στον δρόμο ένα φρέσκο φασόλι:
- Να το πάρω, Αββά; ρώτησε τον Γέροντα.
Εκείνος του έριξε ένα βλέμμα αυστηρό κι ύστερα του είπε:
- Μήπως το έβαλες του λόγου σου εκεί;
- Όχι, Αββά.

ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ κάποτε την έρημο του Ιορδάνου, κάθισε κατάκοπος να ξεκουραστεί κάτω από μια συκιά ο Αββάς Ζήνων. Πεινασμένος καθώς ήταν, του έλεγε ο λογισμός του πως δεν ήταν σπουδαίο πράγμα να κόψει ένα σύκο για να φάει.
- Οι κλέφτες πάνε στην κόλαση, αποκρίθηκε σ’ αυτόν τον λογισμό ο Γέροντας. Δοκίμασε λοιπόν αν την υπομένεις, κι ύστερα κόβεις.
Πήρε το ραβδί του κι άρχισε να χτυπά τον εαυτό του αλύπητα.
- Αν δεν υποφἐρεις την τιμωρἰα, ταπεινἐ, μην τολμἀς να κλἐβεις εἰπε μὀνος του κι απἐφυγε τον πειρασμὀ.

Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 50-51)

478- ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑ.
Γνωρίζετε, έλεγε ένας ιεροκήρυκας, ποιο είναι το μεγάλο κατόρθωμα του διαβόλου στην εποχή μας;
-Το να κάνη τους ανθρώπους ν’ αρνούνται την ύπαρξί του.

480- ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΙ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ.
Κάποτε δυο κομψευόμενοι νεαροί άπιστοι, ταξιδεύοντας μ’ ένα ατμόπλοιο, είδαν στο κατάστρωμα ένα γέροντα, γνωστό για την πίστι και την άγια ζωή του, και θέλησαν να κάμουν πνεύμα εις βάρος του. Τον πλησίασαν λοιπόν και του είπαν:
-Δάσκαλε, έμαθες τα νέα;
-Τι νέα; Ρώτησε ο αγαθός γέροντας.
-Δεν έμαθες ότι ο διάβολος πέθανε;
Τότε ο ευσεβής γέροντας, χωρίς να πειραχθή από την αναίδεια των νέων εκείνων, έβαλε τα χέρια πάνω στους ώμους τους και τους είπε με γλυκύτητα:
-Αγαπητά μου παιδιά, απόδειξις ότι δεν πέθανε είναι η συμπεριφορά σας σ’ ένα γέροντα και τα λόγια σας, που είναι εμπνεύσεις δικές του!

481- ΤΑ ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ.
Διηγείται κάποιος ευσεβής κληρικός ότι περιπατώντας κάποτε στο δρόμο είδε κάμποσους χοίρους να ακολουθούν έναν άνθρωπο. Από περιέργεια ακολούθησε μαζί και είδε τους χοίρους να ακολουθούν τον άνθρωπο μέσα στο σφαγείο!
-Φίλε μου, του είπε, πως κατώρθωσες να πείσης τους χοίρους να σε ακολουθήσουν σ’ αυτό το μέρος;
-Απλούστατα, του απήντησε εκείνος, κρατούσα ένα καλάθι με βελανίδια και καθώς προχωρούσα τους πετούσα από λίγα.
Το ίδιο συμβαίνει και με μας όταν ο Σατανάς μας πετά τα βελανίδια των διασκεδάσεων, των σαρκικών επιθυμιών. Πλήθη ανθρώπων τον ακολουθούν σ’ ένα σκοτεινό σφαγείο!

482- ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ.
Ένας άγιος είδε το ακόλουθο όραμα: Περνούσε από μια πόλι, φημισμένη για την ανηθικότητα των κατοίκων της και είδε στα τείχη της ένα διάβολο, που κοιμόταν. Εξακολούθησε την πορεία του και βγήκε έξω στην εξοχή. Εκεί στην ερημιά είδε ένα ασκητή, που γύρω του είχε στρατιά από διαβόλους, που δεν έπαυαν να του επιτίθενται. Παραξενεύθηκε και ζήτησε να μάθη γιατί αυτή η διαφορά. «Σε κείνη την πόλι, του είπε ένας από τους διαβόλους, όλοι είναι δικοί μας και ένας από μας φθάνει για να τους κρατή στην αμαρτία. Για τούτον εδώ υπάρχει δυσκολία. Και μεις ακόμη είμεθα λίγοι και δεν κατορθώνουμε να τον κατακτήσουμε».

484- ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ.
Ένας παπάς κι ένας υπάλληλος ταξίδευαν μαζί σ’ ένα όχημα του σιδηροδρόμου.
-Αιδεσιμώτατε, είπε ο υπάλληλος εμπιστευτικά στον παπά, θα μάθατε βέβαια και σεις τα μεγάλα νέα.
-Όχι, κύριε, δεν πήρα καμμιά πρωινή εφημερίδα, γιατί έπρεπε να φύγω πολύ νωρίς και…
-Πως; Δεν τα ξέρετε λοιπόν; Μα όλοι μιλούν γι’ αυτά!
-Κύριε, δεν ξεύρω απολύτως τίποτε.
-Είμαι ευτυχής λοιπόν να σας πληροφορήσω: Πέθανε ο διάβολος!
-Αλήθεια; Του αποκρίθηκε ο παπάς, προσποιούμενος μεγάλη λύπη και μεγάλο ενδιαφέρον. Πόσο με λυπεί αυτό! Και πόσο λυπούμαι τα ορφανά που άφησε. Πάρτε, παρακαλώ, αυτό το χιλιάρικο για τα ορφανά που άφησε.
Ο…έξυπνος υπάλληλος φρόντισε να κατέβη στον επόμενο σταθμό.

(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 214-216)

20. «Η ράβδος η μυστική, άνθος το αμάραντον η εξανθήσασα»(Ω).
Μέσα στην Κιβωτό της Διαθήκης ήταν και η Ράβδος του Ααρών, η βλαστήσασα, που ήταν το σύμβολο της λευϊτικής ιερωσύνης. Σύμφωνα με τη βιβλική διήγησι, ο Θεός, τη διαφωνία που υπήρχε μεταξύ των Εβραίων για την αποκλειστική ιερωσύνη της φυλής του Λευΐ, στην οποία ανήκε και ο Ααρών, ο αδελφός του Μωϋσή, την έλυσε, ως εξής: Έδωσε εντολή και κάθε αρχηγός από κάθε φυλή ετοίμασε ένα ραβδί, πάνω στο οποίο έγραψε το όνομά του. Τα ραβδιά αυτά τα τοποθέτησαν μέσα στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Τον άνθρωπο που θα διάλεγε ο Θεός για την ιερωσύνη θα τον έδειχνε με το εξής θαυμαστό γεγονός: με το ότι το ξερό ραβδί του θα έβγαζε βλαστάρια. Πράγματι. Την επομένη, από τα ραβδιά των 12 αρχηγών βρήκαν το ραβδί του Ααρών με άνθη και καρπούς (Αριθ. ιζ' 16 – 25).
Η ορθόδοξη πνευματικότης είδε και στο θαυμαστό αυτό γεγονός προεικόνισι της Θεοτόκου. Η Παρθένος Μαρία ήταν το βλαστάρι που φύτρωσε από τη γέρικη ρίζα του γενεαλογικού δένδρου του Ιεσσαί και το οποίο ανθοφόρησε και έβγαλε «το αμάραντον άνθος», τον Ιησού, τον Αρχηγό της ιερωσύνης της Κ. Διαθήκης.
Όλες σχεδόν οι προτυπώσεις της Θεοτόκου σχετίζονται με το θαύμα, με την άμεση επέμβασι του Θεού και την αλλαγή των όρων της φυσικής τάξεως. Έτσι κι εδώ. Το ξερό ραβδί βλαστάνει, ανθοφορεί, καρποφορεί.
Όσοι μετέχουν μαζί με την Θεοτόκο στο μυστικό σώμα του Χριστού γίνονται και αυτοί μέτοχοι του θαύματος. Και το μεγαλύτερο θαύμα είναι το ότι οι ίδιοι, άνθρωποι αμαρτωλοί, ξεροί και νεκροί, ανθοφορούν και καρποφορούν μέσα στον Παράδεισο του Θεού, την Εκκλησία. Οι Χριστιανοί είναι τελικά κλάδοι της μυστικής Ράβδου, της Θεοτόκου και αποτελούν μαζί της τον πανέμορφο Παράδεισο του Θεού «επί της γης», την Εκκλησία.


21. «Χαίρε ο τόμος εν ω, δακτύλω εγγέγραπται, Πατρός ο Λόγος Αγνή» (Ω).
Στην Κιβωτό της Διαθήκης ήταν ακόμα και οι δύο πλάκες του Δεκαλόγου (Έξοδ. λδ') . Οι πλάκες αυτές, όπως μας πληροφορεί το ιερό κείμενο, ήταν «γεγραμμέναι τω δακτύλω του Θεού» (Έξοδ. λα' 18) . Σ’ αυτή την λεπτομέρεια η ορθόδοξη ευσέβεια είδε μια ακόμη προεικόνισι της Θεοτόκου. Η Παρθένος Μαρία ήταν η «σάρκινη» (Β' Κορ. γ' 3) πλάκα, πάνω στην οποία ο Θεός έγραψε με το δάχτυλό του τον ζωντανό και αιώνιο Λόγο του, τον Θεάνθρωπο Κύριο. Οι πλάκες του Μωϋσή περιείχαν δέκα βασικές εντολές του Θεού. Η Παρθένος ήταν ο «τόμος» (Ησ. η' 1) που περιέλαβε όχι απλώς όλο τον Νόμο του Θεού, αλλά τον Ίδιο το Νομοθέτη Χριστό.
Στις προτυπώσεις της Θεοτόκου κάνει ιδιαίτερη εντύπωσι ο βιβλικός χαρακτήρας. Η ορθόδοξη πνευματικότης είναι κατ’ εξοχήν βιβλική. Εμβαθύνει στο γραπτό λόγο του Θεού και οδηγείται απ’ αυτόν στην προσέγγισι του «μυστηρίου του Χριστού» (Κολ. δ’ 3), ότι δηλαδή «Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (Α' Τιμ. γ' 16) .
Μέσα σ’ αυτό το μυστήριο του Χριστού προσπάθησε η ορθοδοξία να δη και να κατανοήση την μορφή και την κλήσι της Υπεραγίας Θεοτόκου. Στην Ορθοδοξία δεν υπάρχει ανεξάρτητη περί «Μαρίας» δογματική διδασκαλία (Μαριολογία). Ο περί της Θεοτόκου ορθόδοξος στοχασμός εντάσσεται μέσα στη Χριστολογία και τη Σωτηριολογία. Ο περί της Μαρίας ορθόδοξος λόγος είναι κατ' εξοχήν Χριστοκεντρικός.

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 41-42 )

Ο πλανεμένος αναχωρητής
Κάποιος αναχωρητής, από αμάθεια πιο πολύ, δεν ήθελε να παραδεχθεί πως ο άγιος Άρτος που μεταλαμβάνουμε είναι το Σώμα του Κυρίου.
Οι γέροντες της Σκήτης, όταν το έμαθαν, τον κάλεσαν και τον κατήχησαν με την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας για τα άχραντα Μυστήρια. Εκείνος όμως επέμενε στην πλάνη του.
Οι πατέρες τον άφησαν, αλλά προσευχήθηκαν να τον φωτίσει ο Θεός, ώστε να καταλάβει την αλήθεια.
Μια Κυριακή ο αναχωρητής συμμετείχε στη θεία λειτουργία από το άγιο βήμα του ναού της Σκήτης.
Τη στιγμή που ο ιερέας πήρε στα χέρια του το πρόσφορο για να προσκομίσει, ο πλανεμένος μοναχός είδε κατάπληκτος ένα βρέφος ξαπλωμένο πάνω στην αγία τράπεζα.
Κι όταν άρχισε να διαμελίζει τον Άρτο, φάνηκε άγιος άγγελος πάνω από το θυσιαστήριο, κρατώντας στο χέρι του ένα μαχαίρι.
Συγχρόνως με τον ιερέα διαμέλισε κι αυτός το θείο Βρέφος κι έχυσε το Αίμα Του στο άγιο ποτήριο.
Ο αναχωρητής ταράχθηκε.
Μα ύστερα από λίγο, όταν πήγε να κοινωνήσει, συνέβη κάτι πιο φοβερό.
Είδε μέσα στο άγιο ποτήριο ανθρώπινη σάρκα βαμμένη στο αίμα.
Κλαίγοντας τότε ομολόγησε την πλάνη του και παρακάλεσε τον Κύριο να σκεπάσει με τη χάρη Του τα θεία Μυστήρια, για να τολμήσει να κοινωνήσει.
Πραγματικά, μέσα στο άγιο ποτήριο είδε πάλι ψωμί και κρασί, από τα οποία μετάλαβε ευχαριστώντας το Θεό.
(Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, σελ. 41-42)

Ο απεγνωσμένος αμαρτωλός
Ανάμεσα στα άνθη της οθωνικής ερήμου, εξαίσιος και ευωδιαστός κρίνος ανεδείχθη ο παπα-Σάββας ο Πνευματικός ( 1821-1908).
Πολλές δεκαετίες μετά την οσιακή του κοίμησι οι αγιορείτες έλεγαν :
« Εκεί απέναντι, στην Μικρά Αγία Άννα, στην καλύβη της Αναστάσεως,
έμενε ο περίφημος πνευματικός παπα- Σάββας»,
« Από το μονοπάτι αυτό ανέβαιναν τα πλήθη για να εξομολογηθούν στον παπα- Σάββα»,
« Αυτό το είπε ο παπα-Σάββας», « Τόσα ονόματα μνημόνευε, έτσι λειτουργούσε,
έτσι θεράπευε τους δαιμονισμένους ο παπα- Σάββας»κ.α.
Θα αναφέρουμε εδώ μια εκδήλωση της ποιμαντικής του δεινότητος.
Στο εξομολογητήριο κάποιου πνευματικού ήρθε ένας πολύ βαρειά αμαρτωλός.
Άλλος με τόσα μεγάλα κρίματα δεν του είχε ξανατύχει.
Καθώς λοιπόν τον άκουγε, κυριεύθηκε από φρίκη.
Αναταράχθηκαν τα σωθικά του.
« Θεέ μου! Πώ, πώ, φρικαλεότητες! Τί ακούω! Τί σατανάς είναι τούτος»!
Δεν πρόλαβε ο δυστυχής να αποτελείωση και ο πνευματικός γεμάτος ταραχή του είπε:
- Σταμάτησε! Έχω φρίξει. Θα χάσω το μυαλό μου.
Δεν είναι ανθρώπινες αμαρτίες αυτές. Σατανικές είναι. Φύγε!
Η συγχώρησις σού έλειψε. Φύγε! Δεν μπορώ άλλο να σε ακούω! Φύγε!
Βγήκε από το εξομολογητήριο απεγνωσμένος.
Τί να κάνη τώρα; Το μόνο που του είχε απομείνει στον κόσμο ήταν το έλεος του Θεού.
Αφού όμως και η πόρτα αυτή έκλεισε, δεν του απέμενε τίποτε.
Αντικρύζοντας κάτω την θάλασσα σκεπτόταν τη μόνη λύσι:
Να ορμήση να πνιγή! Να θέση τέρμα στις τραγωδίες του!
Ο Θεός όμως είναι μεγάλος!
Στην κατάστασι αυτή τον είδε κάποιος αγιαννανίτης μοναχός, που έτυχε να είναι και γνώριμος του.
-Ε! Τί συμβαίνει; Πώς είσαι έτσι; Τί έχεις;
Εκείνος δεν μιλούσε.
-Ε! Τί έπαθες; Γιατί δεν μιλάς;
Με τα πολλά κατόρθωσε να μάθη τα καθέκαστα.
Στενοχωρήθηκε, πικράθηκε η ψυχή του. Πώς να τον βοηθήση;
Σκέφτηκε πως μια μόνο λύσις απέμενε, να τον οδηγήση πάση θυσία στον παπα- Σάββα.
Κουράστηκε πολύ, αλλά στο τέλος νίκησε.
Σαν τον αντίκρυσε ο παπα- Σάββας κατάλαβε όλο του το δράμα.
Ο αδελφός μου, σκέφτηκε, βρίσκεται στην άβυσσο.
Για να τον ανεβάσω χρειάζεται να κατέβω κι εγώ ως εκεί.
-Πνευματικέ, υπάρχει για μένα σωτηρία;
-Για σένα, αδελφέ μου; Για όλους υπάρχει σωτηρία.
Η ευσπλαχνία του Θεού είναι πιο πλατειά από τον ουρανό και πιο βαθειά από την άβυσσο.
-Μπα! Για μένα τον αμαρτωλό δεν υπάρχει σωτηρία. Αδύνατο. Δεν υπάρχει για μένα.
- Για σένα; Αστείο πράγμα. Αφού, να σκεφθής, υπήρξε για μένα σωτηρία.
- Και τί αμαρτίες έκανες εσύ;
- Μεγάλες, πολύ μεγάλες αμαρτίες.
-Τί μεγάλες! Ποιος μπορεί να έχη φταίξει στον Θεό σαν εμένα τον ταλαίπωρο!
- Και όμως! Να, κάποτε δεν πρόσεξα, παρασύρθηκα κι έπεσα στην εξής αμαρτία.
Και ανέφερε εδώ ο παπα- Σάββας κάποια σοβαρή αμαρτία. Ο άλλος τότε σαν να ζωντάνεψε. Πήρε θάρρος.
- Α! Πνευματικέ μου, την αμαρτία αυτή, έτσι ακριβώς, την έχω κάνει κι εγώ.
- Κι εσύ; Μην ανησυχής. Ο Θεός θα σε συγχωρήση. Αρκεί που το ωμολόγησες.
Ο παπα- Σάββας προχώρησε με τον ίδιο τρόπο. Το τέχνασμα πέτυχε απόλυτα.
Ξεθάρρεψε ο δυστυχής και παρουσίασε με κάθε ειλικρίνεια όλο τον θλιβερό κατάλογο των εγκλημάτων του.
Του έδινε κουράγιο η ιδέα πως και ο πνευματικός ήταν όμοιος του.
- Εγώ, του λέει στο τέλος ο παπα-Σάββας, μετενόησα και έκλαψα πικρά.
Έχω δυο χρόνια τώρα που άλλαξα ζωή. Μου έβαλαν κανόνα μάλιστα να γίνω… πνευματικός. Το έκανα κι αυτό. Έκανα ελεημοσύνες. Έκανα νηστείες. Έγινα άλλος άνθρωπος.
- Κι εγώ, πνευματικέ μου, μετανοώ με όλη μου την ψυχή. Και νηστείες και ό,τι άλλο μου πης θα το εφαρμόσω.
- Αφού αποφασίζεις να αλλάξης ζωή, σκύψε να σου διαβάσω την συγχωρητική ευχή, να σου εξαλείψη ο Θεός όλες τις αμαρτίες.
Έπειτα από λίγο ένας άνθρωπος φτερούγιζε από χαρά, γιατί πέταξε από πάνω του δυσβάσταχτα φορτία. Συναντώντας στη σκήτη της Αγίας Άννης τον γνωστό του μοναχό τού είπε:
- Μ’έσωσες! Έγινα άλλος άνθρωπος.
- Να δοξάζης τον Θεό.
- Καλός πνευματικός! Καλός! Πονετικός! Μόνο που ο καυμένος έκανε στη ζωή του χειρότερα από μένα. Ο άλλος, που μπήκε αμέσως στο νόημα, του είπε:
- Χειρότερα από σένα; Να γελάσω λίγο! Αυτός, χριστιανέ μου, ζη από μικρός στο Άγιον Όρος και είναι σωστός άγγελος. Γι’αυτό αξιώθηκε να γίνη και ιερέας. Ο άλλος έμεινε άναυδος. Τί συνέβαινε; Με τις εξηγήσεις όμως που του έγιναν, κατάλαβε το τέχνασμα της αγάπης. Δοκίμασε μεγάλη έκπληξι. Πράγματι, έπειτα από το πλήγμα που του έφερε ο προηγούμενος πνευματικός δεν υπήρχε άλλος τρόπος να σωθή από το χείλος της αβύσσου. Και από την στιγμή αυτή κορυφώθηκε μέσα του ένας απέραντος θαυμασμός και μια απεριόριστη αγάπη για τον υπέροχο γιατρό και θεραπευτή των ψυχών.
( Σάββας ο Πνευματικός)
( Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ Παρακλήτου, τόμος α΄, σελ. 36-39)

Όταν με έκαμαν μοναχό, ο πειρασμός έφυγε
Ο Γέροντας Πορφύριος φανέρωσε την ταπείνωσή του,
με την υπακοή του στο θέλημα του Θεού από μικρό παιδάκι.
Βόσκοντας τα ζώα έξω από το χωριό του
και διαβάζοντας συλλαβιστά το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου,
αγάπησε τους αγίους και πάνω απ' όλους το Χριστό.
Και έδειξε την αγάπη του, όπως ορίζει ο Χριστός :
" Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε ".
Για την αγάπη του Χριστού, αν και παιδάκι αδύναμο,
δε δίστασε να θυσιάσει κάθε αγάπη φυσική.
Μου έλεγε, στην αρχή της γνωριμίας μας :
" Ξέρεις, όταν πήγα στο Άγιον Όρος, ήμουν παιδί 13 χρόνων.
Εγώ δεν είχα πειρασμούς, όπως οι μεγαλύτεροι στην ηλικία, που στενοχωρούνταν,
επειδή θυμούνταν αγαπητικές και τέτοια. Εγώ είχα άλλο πειρασμό.
Επειδή αγαπούσα πολύ τους γονείς μου, ο διάβολός μου τους έφερνε ολοζώντανους μπροστά μου,
με την φαντασία μου, κι εγώ έκλαιγα, έκλαιγα απαρηγόρητος.
Αλλά, όταν με έκαμαν μοναχό, ο πειρασμός έφυγε ".
Ο Χριστός λέει : " Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπερ εμέ ουκ έστι μου άξιος ".
Ο π. Πορφύριος αποδείχθηκε, εξ απαλών ονύχων, άξιος του Χριστού,
με την ολόψυχη ταπείνωση κι αγάπη του προς Εκείνον.
[ Γ 320π. ]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.266)

ΈΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ Γέροντες είδε μια μέρα δύο αδελφούς να μεταφέρουν ένα λείψανο.
- Τους νεκρούς βαστάζετε; τους φώναξε. Δεν πηγαίνετε καλύτερα να βαστάσετε τους ζωντανούς;


ΜΕΡΙΚΟΙ ευλαβείς νέοι ανέβηκαν στην σκήτη να επισκεφθούν έναν πνευματικό Γέροντα. Έξω από την καλύβη του βρήκαν κάτι τσομπανόπουλα, που έβοσκαν τα κοπάδια τους. Έκαναν όμως τόση φασαρία με τα παιχνίδια και τις φωνές τους, που απόρησαν οι επισκέπτες.
- Πώς ανέχεσαι αυτά τα παλιόπαιδα, Πάτερ, και δεν τα διώχνεις; ρώτησαν τον Γέροντα.
- Είναι καιρός τώρα, παιδιά μου, αποκρίθηκε ο αγαθός Γέροντας, που έχω αποφασίσει να τα μαλώσω και να τα διώξω. Κάθε φορά όμως αναβάλλω, λέγοντας στον εαυτό μου: αν τόσο μικρή ενόχληση δεν ανέχεσαι, πώς θα σηκώσεις έναν πιο μεγάλο πειρασμό; Έτσι συνηθίζω να δέχομαι ευχαρίστως τις μικροδοκιμασίες που μου στέλνει ο Κύριός μου.

ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ είχε έναν νεαρό μαθητή δύστροπο κι ανυπότακτο. Με κανένα τρόπο δεν εννοούσε να ακούσει τις συμβουλές του Γέροντά του και να διορθωθεί. Ο Όσιος μακροθυμούσε, ελπίζοντας πως με τον καιρό θα φρονίμευε.
Μια μέρα ο υποτακτικός κλείδωσε το κελλαρικό που φύλαγαν τα λίγα τρόφιμά τους και κατέβηκε στην πόλη, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτε κι έμεινε δύο εβδομάδες. Στο διάστημα αυτό ο Γέροντάς του έμεινε νηστικός, αφού δεν έβρισκε τι να φάει. Κάποτε, τέλος πάντων, τον πήρε είδηση ένας γείτονάς του και του πήγε λίγες μαγειρεμένες φακές.
- Σαν να άργησε πολύ ο υποτακτικός σου, είπε ο γείτονας.
Και ο αγαθώτατος Γέροντας, με όλη του την ανεξικακία:
- Ε, όταν ευκαιρήσει ο αδελφός, θα έρθει πάλι, αποκρίθηκε.


ΦΛΕΓΟΜΑΙ από τον πόθο να μαρτυρήσω για την αγάπη του Χριστού, είπε μια μέρα ένας αρχάριος μοναχός σ’ έναν έμπειρο Γέροντα.
- Αν την ώρα του πειρασμού σηκώσεις ευχαρίστως το βάρος του αδελφού σου, του αποκρίθηκε εκείνος, είναι σαν να ρίχτηκες στην κάμινο των τριών Παίδων.

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ" )

Το «φταίξιμο» και το «δίκαιο» των συζύγων

Έχω παρατηρήσει ότι μερικοί Πνευματικοί λένε στους άνδρες που έχουν προβλήματα με τις γυναίκες τους: «Κάνε υπομονή, αυτός είναι ο σταυρός σου.
Τί να κάνουμε; Θα έχης μισθό από τον Θεό».
Πάνε μετά οι γυναίκες και λένε και σ’ αυτές: «Κάνε υπομονή, για να έχης μισθό από τον Θεό».
Δηλαδή μπορεί να φταίνε και οι δύο και να λέη και στους δύο ο Πνευματικός: «Κάνε υπομονή».
Ή μπορεί να φταίη ο ένας και να του λέη ο Πνευματικός: «Κάνε υπομονή».
Οπότε αυτός που φταίει αναπαύει τον λογισμό του ότι ανέχεται τον άλλον, ενώ κάθε μέρα τον σκάζει.
Μια φορά ήρθε στο Καλύβι κάποιος και μου είπε ότι είχε προβλήματα με την γυναίκα του.
Πήγαιναν για χωρισμό. Δεν ήθελε να δη ο ένας τον άλλον. Ήταν και οι δύο δάσκαλοι, είχαν και δύο παιδάκια.
Δεν έτρωγαν ποτέ στο σπίτι. Σε άλλο εστιατόριο έτρωγε ο ένας μετά το σχολείο, σε άλλο ο άλλος, και αγόραζαν και κάτι σάντουιτς,
για να φάνε τα παιδιά. Τα καημένα, όταν οι γονείς γύριζαν στο σπίτι, πήγαιναν και έψαχναν στις τσέπες και στις τσάντες τους,
για να δούν τί τους έφεραν απ’ έξω να φάνε. Περνούσαν μεγάλο δράμα! Αυτός έκανε και τον ψάλτη.
Σε άλλη εκκλησία πήγαινε η γυναίκα του, σε άλλη έψαλλε αυτός. Τόσο πολύ! «Τί να κάνω, Πάτερ, μου λέει, σηκώνω μεγάλο σταυρό, πολύ μεγάλο.
Κάθε μέρα έχουμε φασαρίες στο σπίτι». «Πήγες στον Πνευματικό;», τον ρωτάω. «Ναί, πήγα, μου λέει, και μου είπε: "Υπομονή να κάνης, σηκώνεις μεγάλο σταυρό"».
«Για να δώ, του λέω, ποιός σηκώνει μεγάλο σταυρό. Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Όταν παντρευτήκατε, μαλώνατε έτσι;». «Όχι, μου λέει. Οκτώ χρόνια ήμασταν πολύ αγαπημένοι.
Λάτρευα την γυναίκα μου περισσότερο από τον Θεό! Μετά εκείνη άλλαξε. Έγινε γκρινιάρα, ιδιότροπη...».
Ακούς; Την Λάτρευε περισσότερο από τον Θεό! «Έλα εδώ, του Λέω. Λάτρευες την γυναίκα σου περισσότερο από τον Θεό! Η γυναίκα σου φταίει τώρα ή εσύ,
που φθάσατε σ’ αυτήν την κατάσταση; Εξ αιτίας σου πήρε την Χάρη Του ο Θεός από την γυναίκα σου. Και τί σκέφτεσαι να κάνης τώρα;», τον ρωτάω.
«Μάλλον να χωρίσουμε», μου Λέει. «Μήπως έμπλεξες και με καμμιά άλλη;». «Ναί, έχω υπ’ όψιν μου κάποια», μου λέει.
«Βρέ, δεν καταλαβαίνεις ότι εσύ είσαι ο φταίχτης; Να ζητήσης πρώτα συγχώρεση από τον Θεό, γιατί λάτρευες την γυναίκα σου περισσότερο από Εκείνον.
Μετά να πας να ζητήσης συγχώρεση από την γυναίκα σου.
"Να με συγχωρέσης, να της πής, εγώ έγινα αιτία να δημιουργηθή αυτή η κατάσταση στο σπίτι και να ταλαιπωρούνται και τα παιδιά".
Έπειτα να πας να εξομολογηθής και να λατρεύης τον Θεό σαν Θεό και να αγαπάς την γυναίκα σου σαν γυναίκα σου, και θα δής, τα πράγματα θα πάνε καλά».
Τον τράνταξα. Αρχισε να κλαίη. Μου υποσχέθηκε πώς θα με ακούση. Ήρθε μετά από λίγο καιρό χαρούμενος.
«Σ’ ευχαριστώ, Πάτερ, μας έσωσες, μου λέει. Είμαστε μια χαρά, κι εμείς και τα παιδιά μας». Βλέπεις;
Να είναι αυτός ο φταίχτης και να νομίζη κιόλας ότι σηκώνει πολύ μεγάλο σταυρό!
Κι εσείς ποτέ να μη δικαιολογήτε τις γυναίκες που έρχονται και σάς κάνουν παράπονα για τους άνδρες.
Εγώ ούτε τους άνδρες δικαιολογώ ούτε τις γυναίκες, αλλά τους προβληματίζω.
Μου λέει, ας υποθέσουμε, η γυναίκα: «Ο άνδρας μου πίνει, γυρίζει στο σπίτι αργά το βράδυ, βρίζει...».
«Κοίταξε, της λέω, όταν γυρίζη στο σπίτι την νύχτα μεθυσμένος, να του φέρεσαι με καλωσύνη.
Αν αρχίζης εσύ και γκρινιάζης "γιατί άργησες; τί ώρα είναι αυτή που ήρθες; δεν θα αλλάξης επιτέλους;
τί κατάσταση είναι αυτή; δεν είναι μια μέρα, δεν είναι δύο, πόσο θα κάνω υπομονή;" και κατεβάζης τα μούτρα,
ο διάβολος θα του πή: "Βρέ, χαμένος είσαι που κάθεσαι μ’ αυτήν την χαζή! Δεν πας να γλεντάς με καμμιά άλλη;".
Μπορεί να έχης δίκαιο, αλλά ο διάβολος θα τον μπλέξη αλλού. Ενώ, όταν εσύ του φερθής με καλωσύνη και κάνης λίγη υπομονή και προσευχή,
χωρίς να παραπονήσαι για το τί κάνει εκείνος, θα δη λίγο λιακάδα, θα προβληματισθή και θα διορθωθή».
Έρχεται μετά ο άνδρας και μου λέει: «Η γυναίκα μου γκρινιάζει, φωνάζει». «Βρέ, σε περιμένουν τα παιδιά και η φουκαριάρα η γυναίκα σου με λαχτάρα μέχρι τα μεσάνυχτα,
του λέω, κι εσύ γυρνάς στο σπίτι μεθυσμένος και αρχίζεις να βρίζης! Είναι ντροπή!
Για να βασανίζης την οικογένεια παντρεύτηκες;».
Υπάρχουν και περιπτώσεις που μπορεί να έχη και ο ένας και ο άλλος δίκαιο.
Κάποτε έλεγα σε μια συντροφιά πόσο αγνός ήταν ο Μακρυγιάννης. Είχε και σωματική και ψυχική αγνότητα.
Οπότε πετάγεται κάποιος και μου λέει: «Όχι, να θέλουν να παρουσιάσουν τον Μακρυγιάννη και για άγιο!».
«Γιατί όχι;», τον ρωτάω. «Γιατί έδερνε την γυναίκα του», μου απαντάει. «Κοίταξε να σου πω τί συνέβαινε:
Ο Μακρυγιάννης, όταν τύχαινε να έχη κανένα τάλληρο και ερχόταν καμμιά χήρα που είχε παιδιά, της το έδινε.
Η γυναίκα του, η καημένη, γκρίνιαζε. "Μα κι εσύ παιδιά έχεις, του έλεγε, γιατί το έδωσες;".
Κι εκείνος της έδινε κανένα μπάτσο και της έλεγε. "Εσύ έχεις τον άνδρα σου που θα σε οικονομήση.
Αυτή η καημένη δεν έχει άνδρα, ποιός θα την οικονομήση;". Δηλαδή και οι δύο είχαν δίκαιο».
Ύστερα, αν ο ένας από τους δύο συζύγους ζη πνευματικά, τότε και δίκαιο να έχη, δεν έχει κατά κάποιον τρόπο δίκαιο.
Γιατί, σαν πνευματικός άνθρωπος που είναι, πρέπει να αντιμετωπίση μια αδικία πνευματικά.
Να τα αντιμετωπίζη δηλαδή όλα με την θεία δικαιοσύνη, να βλέπη τί αναπαύει τον άλλον.
Γιατί, αν μια ψυχή είναι αδύνατη και σφάλλη, έχει κατά κάποιον τρόπο ελαφρυντικά.
Ο άλλος όμως, που είναι σε καλύτερη πνευματική κατάσταση και δεν δείχνει κατανόηση, σφάλλει πολύ περισσότερο.
Όταν και οι πνευματικοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν τα πράγματα κοσμικά, με την κοσμική, την ανθρώπινη, δικαιοσύνη, τί γίνεται μετά;
Πρέπει να πηγαίνουν συνέχεια στα κοσμικά δικαστήρια. Γι’ αυτό και βασανίζονται οι άνθρωποι.

(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 55-58)

katafigioti

lifecoaching