ΕΛΕΓΑΝ με θαυμασμό οι Γέροντες για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, πως από την πολλή του καλοσύνη έφτασε σε τελεία ακακία. Μια φορά δανείστηκε από κάποιον αδελφό ένα χρυσό νόμισμα, για ν’ αγοράσει λινάρι να κάνει εργόχειρο. Μόλις το προμηθεύτηκε, του ζήτησε λίγο ο γείτονάς του να φτιάξει μια ποδιά και ο Αββάς Ιωάννης του έδωσε με πολλή προθυμία. Την άλλη μέρα πέρασε από το κελλί του άλλος αδελφός, είδε το λινάρι και γύρεψε κι αυτός για ένα πουκάμισο. Έδωσε και σ’ αυτόν ο άκακος Ιωάννης και σε δυο-τρεις άλλους, που έτυχε να του ζητήσουν, ώσπου το μοίρασε όλο, χωρίς να κρατήσει τίποτε για τον εαυτό του.
Ύστερα από μερικές ημέρες πήγε ο δανειστής και του γύρεψε το νόμισμα.
- Πήγαινε, αδελφέ μου, του είπε ο Αββάς, και θα σου το φέρω στο κελλί σου.
Μα επειδή δεν είχε να το επιστρέψει, σηκώθηκε να πάει στον Αββά Ιάκωβο, τον Οικονόμο της σκήτης, να του ζητήσει ένα νόμισμα. Στον δρόμο, καθώς πήγαινε, βρήκε ένα φλουρί, μα δεν το πήρε. Έκανε προσευχή και γύρισε στο κελλί του. Ούτε στον Οικονόμο θέλησε να πάει.
Την άλλη μέρα πήγε πάλι ο αδελφός και γύρευε τα δανεικά. Βγήκε πάλι ο Αββάς Ιωάννης να πάει στον Αββά Ιάκωβο. Είδε το φλουρί στην ίδια θέση και δεν το σήκωσε, αλλά γύρισε αμέσως στο κελλί του.
Την τρίτη μέρα πήγε θυμωμένος ο δανειστής κι απαιτούσε το νόμισμά του.
- Ησύχασε, αδελφέ μου, του είπε με πραότητα ο άκακος Αββάς, σήμερα θα σου το φέρω.
Ξεκίνησε αμέσως για τον Οικονόμο και βρήκε πάλι στην ίδια θέση το φλουρί. Έκανε πρώτα προσευχή κι υστέρα το σήκωσε και το πήγε στον Αββά Ιακωβο.
- Το βρήκα στον δρόμο, του είπε. Κάνε αγάπη να ρωτήσεις μήπως το έχασε κανένας αδελφός.
Ο Οικονόμος γύρισε όλη την σκήτη και ρωτούσε τους αδελφούς, μα δεν βρέθηκε κανείς να πει πως ήταν δικό του. Αφού δεν το έχασε κανείς, είπε τότε ο Αββάς Ιωάννης, δώσε το σε μένα να το επιστρέψω στον αδελφό που το χρωστώ, γιατί τρεις μέρες τώρα ξεκινώ από το κελλί μου να έρθω να σου ζητήσω κι επειδή έβλεπα τούτο το φλουρί, γύριζα πίσω άπρακτος.
Θαύμασε ο Οικονόμος την αφιλοχρηματία του Αββά, που, ενώ βρισκόταν σε τόση ανάγκη, δεν πήρε το νόμισμα που βρήκε.
Είχε κι άλλο προτέρημα αυτός ο Όσιος: Όταν ερχόταν κάποιος να του ζητήσει κάτι, του έλεγε με καλοσύνη:
- Πάρε, αδελφέ μου, ό,τι σου χρειάζεται. Κι εκείνος έπαιρνε ό,τι και όσο ήθελε. Όταν το έφερνε πίσω, του έλεγε πάλι ο Αββάς:
- Βάλ’ το τώρα στην θέση του, χωρίς να γυρίσει να προσέξει.
Αν δεν του έφερναν πίσω τα δανεικά, ποτέ δεν τα ζητούσε.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 51-52)