E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

- Γέροντα, με πειράζει η συνείδηση, όταν οικονομάω τον εαυτό μου. Σκέφτομαι: «Πώς οι Άγιοι βίαζαν τον εαυτό τους;».

- Όταν ο άνθρωπος ξεπερνά τα όρια της αντοχής του, αγωνιζόμενος ταπεινά, με φιλότιμο, τότε έρχεται σ’ αυτόν θεία δύναμη, υπερφυσική.

- Γέροντα, ο Αββάς Βαρσανούφιος λέει: «Μη ζητήσης σωματικήν ανάπαυσιν, εάν μη δώη σοι αυτήν ο Κύριος». Τι εννοεί;

- Θέλει να πη να μην κοιτάζη κανείς το χουζούρι του, το βόλεμά του. Αυταπάρνηση χρειάζεται πρώτα και ύστερα έρχονται πολλές θείες δυνάμεις, γιατί, όταν υπάρχη αυταπάρνηση, τότε ο Θεός δίνει στον άνθρωπο την Χάρη Του.
Αν ο άνθρωπος έχη το πνεύμα της θυσίας, τότε δέχεται την Θεία βοήθεια, τον οικονομάει ο Θεός. Ανάλογη με την θυσία και με την προσευχή που κάνει κανείς για τον συνάνθρωπό του, είναι και η βοήθεια που λαμβάνει από τον Θεό.

Μια φορά που πήγαινα αργά το απόγευμα από την Μονή Σταυρονικήτα στο Καλύβι του παπα-Τύχωνα - το ετοίμαζα τότε, για να μείνω εκεί - με σταμάτησε στον δρόμο κάποιος που είχε πολλά προβλήματα. Στάθηκα όρθιος, φορτωμένος με τον τουρβά γεμάτο πράγματα και τον άκουγα· ψιχάλιζε κιόλας. Νύχτωσε και εκείνος έλεγε-έλεγε συνέχεια. Ψιχάλα-ψιχάλα, είχαμε γίνει μούσκεμα. Κάποια στιγμή μου ήρθε ο λογισμός: «Πώς θα βρω το καλύβι; Νύχτα, λάσπη, το μονοπάτι δύσκολο, δεν έχω και φακό, αλλά πώς να τον διακόψω;». Τον ρώτησα που θα μείνη, μου είπε σε ένα κοντινό κελλί. Σταθήκαμε λοιπόν εκεί μέχρι τα μεσάνυχτα. Μόλις χωρίσαμε και πήρα το μονοπάτι, γλίστρησα κι έπεσα μέσα στα βάτα. Τα παπούτσια έφυγαν κάτω, ο τουρβάς πιάστηκε στα κλαδιά, το ζωστικό μαζεύτηκε στον λαιμό. Δεν έβλεπα τίποτε. Οπότε είπα: «Καλύτερα ας μείνω εδώ και ας αρχίσω το Απόδειπνο. Θα κάνω και το Μεσονυκτικό και τον Όρθρο, θα φωτίση και θα βρω το κελλί μου. Άραγε αυτός ο καημένος θα βρη τον δρόμο του;».

Μόλις έφθασα στο «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου», ξαφνικά, ένα φως, σαν προβολέας, φώτισε όλον τον λάκκο της Καλιάγρας! Βρήκα τα παπούτσια και ξεκίνησα. Όλο το μονοπάτι ήταν μεσ’ το φως. Έφθασα στο Καλύβι, βρήκα και το κλειδί από το λουκέτο, που ήταν τόσο μικρό και το είχα βάλει σε τέτοιο μέρος που, και μέρα να ήταν, δύσκολα θα το έβρισκα. Μπήκα μέσα, άναψα τα καντήλια στο εκκλησάκι, και τότε χάθηκε εκείνο το φως. Δεν χρειαζόταν άλλο!...

(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σ. 55-56)

ΑΝ ΚΑΤΟΡΘΩΣΕΙΣ να θεωρείς την περιφρόνηση σαν έπαινο, την φτώχεια καθώς τον πλούτο, την στέρηση σαν καλοπέραση, τότε μην φοβάσαι πια την αμαρτία. Όποιος φτάσει σ’ αυτά τα μέτρα, δεν έχει φόβο να πέσει σε πάθη ακάθαρτα και να πλανηθεί από τον διάβολο, έλεγε κάποιος σοφός Γέροντας.


-ΔΩΣΕ αίμα και λάβε Πνεύμα, έλεγε ο Αββάς Λογγίνος σ’ όσους αγωνίζονταν να φτάσουν σε απάθεια.


-ΑΔΥΝΑΤΟΝ είναι να γίνει ο άνθρωπος απαθής αν δεν κατοικήσει μέσα του ο Θεός, έλεγε άλλος Πατήρ.


-ΈΝΑΣ νέος μοναχός συνάντησε στον δρόμο του μια μέρα μερικές καλόγριες, που κατέβαιναν στην πόλη. Αμέσως άλλαξε δρόμο, για να μην τις χαιρετήσει. Η Προεστώσα τότε τον σταμάτησε και του είπε:
- Καλά έκανες, αδελφέ, για την ασθένεια σου. Αν ήσουν όμως τέλειος μοναχός, δεν θα έβαζες στον νου σου πως είμαστε γυναίκες.


-ΚΑΠΟΙΟΣ ασκητής είχε ζήσει πενήντα χρόνια στην έρημο, χωρίς να φάει ψωμί και να βάλει κρασί στο στόμα του, κι έλεγε πως είχε νεκρώσει εντελώς τα πάθη της σαρκός, καθώς και την φιλαργυρία και την κενοδοξία.

Όταν τ’ άκουσε ο Αββάς Αβραάμ, πήγε μια μέρα να βεβαιωθεί.

- Είπες τέτοιο λόγο, αδελφέ; τον ρώτησε.
- Ναι, αποκρίθηκε με πεποίθηση εκείνος.
- Ας υποθέσουμε, του είπε τότε ο Γέροντας, πως, μπαίνοντας ξαφνικά στο κελλί σου, βρίσκεις μια γυναίκα στο στρώμα σου. Έχεις την δύναμη να σκεφθείς πως δεν είναι γυναίκα;
- Όχι βέβαια, αναγκάστηκε να ομολογήσει ο Ερημίτης. Μα αγωνίζομαι να διώξω την κακή επιθυμία.
- Βλέπεις πως ζει ακόμη μέσα σου το πάθος; Δεν έχει νεκρωθεί, μόνο το έχεις περιορίσει. Ας πούμε τώρα πως στον δρόμο που πηγαίνεις, βλέπεις λιθάρια και όστρακα κι ανάμεσά τους χρυσάφι. Είσαι σε θέση να το περιφρονήσεις σαν εκείνα;
- Όχι, αποκρίθηκε πάλι ο Ερημίτης. Αντιστέκομαι μόνο στον λογισμό μου και δεν το αγγίζω.
- Να που κι η φιλαργυρία ζει ακόμη μέσα σου, αλλά κι αυτή είναι δεμένη. Υπόθεσε τώρα πως δύο άνθρωποι έρχονται να σε επισκεφθούν και ξέρεις πως ο ένας σ’ επαινεί διαρκώς, ενώ ο άλλος σε κακολογεί. Μπορείς να έχεις και τους δύο το ίδιο;
- Καθόλου, είπε πάλι με ειλικρίνεια ο Ασκητής. Θα προσπαθήσω όμως να φερθώ με καλοσύνη και σ’ εκείνον που με κακολογεί.
- Τότε, αδελφέ μου, τον συμβούλεψε ο Αββάς, πάψε να νομίζεις και να λες πως έφτασες σε απάθεια. Ζουν μέσα σου τα πάθη, γι’ αυτό χρειάζεσαι αγώνα ως το τέλος της ζωής σου.


(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 71-72)

76. Για να γίνουμε τέλεια ευάρεστοι στον Χριστό, πρέπει να μάθουμε να αδιαφορούμε για την σάρκα μας. Λόγου χάριν, αν νοιώθουμε υπνηλία κατά την διάρκεια της προσευχής και όμως βιάζουμε τον εαυτό μας να συνεχίση την προσευχή, τότε δείχνουμε αδιαφορία απέναντι της σαρκός μας. Οι μάρτυρες και οι Όσιοι είχαν αυτήν την τελεία αδιαφορία απέναντι της σαρκός.

77. Στο τέλος της πρωινής και της εσπερινής προσευχής, που κάνεις κατ’ ιδίαν, να επικαλήσαι τους Αγίους: Πατριάρχας, Προφήτας, Αποστόλους, Μάρτυρας, Ομολογητάς, Πατέρας της Εκκλησίας, Οσίους. Έτσι στην κάθε μία από αυτές τις χορείες τους, θα βλέπης την πραγματοποίησι των διαφόρων αρετών και θα εμπνέεσαι για να τους μιμήσαι στη δική σου ζωή. Μάθε από τους Πατριάρχας του περιουσίου λαού την παιδική πίστι και υπακοή στον Κύριο. Από τους Προφήτας και τους Αποστόλους, τον ζήλο για την δόξα του Θεού και για την σωτηρία των ανθρωπίνων ψυχών. Από τους Αγίους Πατέρας, την εντρύφησι στην Αγία Γραφή και τον πόθο να δοξάσης τον Θεό, κηρρύτοντας τον ανάμεσα στους ανθρώπους. Από τους Μάρτυρας και τους Ομολογητάς, τη στερεά πίστι και το αλύγιστο φρόνημα μπροστά στους απίστους και τους άθεους. Από τον ασκητικό βίο των Οσίων, το να σταυρώνης τη σάρκα σου με τα πάθη και τις επιθυμίες της, το να προσεύχεσαι θερμά και επίμονα, το να πλημμυρίζης τον εσωτερικό σου κόσμο με άγια αισθήματα και οσίους λογισμούς. Και από όλους, το να αγαπάς άδολα τον πλησίον σου και να προστρέχης δωρεάν σε όσους έχουν την ανάγκη σου.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 49-50)

74. Όταν προσεύχεσαι – και ιδίως διαβάζοντας από κάποιο κείμενο την προσευχή σου – μη παραλείπεις να περνάς από το νου σου τη σημασία κάθε λέξεως, να την τοποθετής στην καρδιά σου. Μη λες λοιπόν μηχανικά και ψυχρά την προσευχή σου. Υπόταξε την καρδιά σου στην προσευχή και πρόσφερε στον Θεό αυτή την υποταγμένη καρδιά σαν θυσία ευπρόσδεκτο. «Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ΄26). Τότε η προσευχή θα σε ενώση με τον Θεό και την βασιλεία του και θα απολαύσης τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, όλα τα άγια αισθήματα: δικαιοσύνη, ειρήνη, χαρά, αγάπη, πραότητα, καρτερία, κατάνυξι. Θέλεις ή προσευχή σου να έχη αναπαυτικά αποτελέσματα και στο ταλαιπωρημένο σώμα σου; Προσευχήσου θερμά και θα έχης κατόπιν ύπνο ειρηνικό, ασκανδάλιστο, που θα ανανεώση τις δυνάμεις του σώματος. Να αποφεύγης τον απεριόριστο ύπνο. Να προσεύχεσαι με ζέσι κάθε πρωί. Έτσι θα επιτύχης ηρεμία, ενεργητικότητα και καλή ανταπόκριση στις ανάγκες της εργασίας σου καθ’ όλη την ημέρα.
Είναι η καρδιά σου ατίθασος; Κινείται προς τα μάταια και τα κοσμικά ενδιαφέροντα; Βάλε την κάτω από τον έλεγχο σου. Κάμε ώστε ο θησαυρός της να μην είναι η γήινη ματαιότης, αλλά ο Θεός. Μονάχα με αυτούς τους όρους, θα έχης καρποφορία σε πίστι και ζωή.

75. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, κατά τον επίγειο βίο του, δεν είχε που να γείρη το κεφάλι. Και όμως είχε μέσα του όλο τον πλούτο της ζωής της αληθινής. Οι πλούσιοι του κόσμου τούτου κτίζουν μέγαρα και ζουν μέσα σε αυτά. Αλλά αλλοίμονο! Μέσα σε τόση χλιδή, που τους περιβάλλει, δεν έχουν αληθινή ζωή στην καρδιά τους. Δεν μπορούν να χαρούν ικανοποιητικά τα μάταια αγαθά τους. Νοιώθουν τον εαυτό τους κενό και δυστυχισμένο μέσα στα ωραία μέγαρά τους. Έτσι κατά βάθος, πολλοί ισχυροί του κόσμου αυτού θα ήθελαν να αλλάξουν τα πολυτελή καταλύματα τους με το καλύβι του φτωχού, αν επρόκειτο έτσι να αποκτήσουν τη δική του εσωτερική ειρήνη.


(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 48-49)

«Εγώ είμαι το φως του κόσμου» (Ιωάν. 8:12).

    Ο ΧΡΙΣΤΟΣ είναι το ΦΩΣ για το δρόμο της επιστροφής μας στο Θεό και το ΦΩΣ για την χριστιανική μας πορεία μετά την επιστροφή μας. Δεν υπάρχει άλλο φως εκτός από το Χριστό. Κι αν αυτό δεν το πάρουμε στα σοβαρά και το παρατρέξουμε, θα θερίσουμε συνέπειες ανυπολόγιστες και ανεπανόρθωτες. Κι αυτές τις συνέπειες δε θα τις υποστούν μόνο εκείνοι που αρνούνται τελείως το Χριστό, αλλά κι εκείνοι που πιστεύουν μόνο διανοητικά σ’ Αυτόν χωρίς όμως να τον αναγνωρίζουν ως τη μόνη οδό που οδηγεί στο Θεό και χωρίς να Τον κάνουν Σωτήρα τους, αλλά διαλέγουν δρόμους της δικής τους εκλογής, που νομίζουν πως θα τους σώσουν. «Κανένας δεν έρχεται προς τον Πατέρα, παρά μόνο περνώντας από μένα», φωνάζει ο Κύριος. Ο Κύριος, που είναι το ΦΩΣ του κόσμου, μιλάει απόλυτα λέγοντας: «ΚΑΝΕΝΑΣ, από πουθενά αλλού, παρά μονάχα περνώντας από μένα».
    «Υπάρχει πολύ φως για εκείνους που θέλουν να δουν φως, και πολύ σκοτάδι και κείνους που δε θέλουν» είπε κάποτε ο μεγάλος Πασκάλ. Εσύ το είδες το ΦΩΣ αυτό;

 

«…οι άνθρωποι αγάπησαν το σκοτάδι περισσότερο παρά το φως» (Ιωάν. 3:19).

    ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ: «Δε σε ωφελεί να είσαι κοντά στο φως, αν πεισματικά κρατάς τα μάτια σου κλειστά».
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που είναι αιχμάλωτοι προκαταλήψεων, ιδιαίτερα σε σχέση με την αλήθεια του Χριστού, και δεν μπορούν να δουν το φως Του και να σωθούν. Αρκούνται σ’ αυτό που έχουν μάθει και ικανοποιούνται με αυτό, κλείνοντας έτσι την καρδιά τους σε κάθε κλήση του Κυρίου, που ζητάει να μπει μέσα και να τους φωτίσει με όλη την αλήθεια. Ο λόγος του Θεού φωνάζει: «Όλα να τα εξετάζετε, το καλό να κρατάτε». Δεν εννοεί να τα εξετάσει κάποιος άλλος για σένα, ούτε να βασιστείς σε κείνον που τα εξέτασε. Αλλά εσύ ο ίδιος να δοκιμάσεις, να πειραματιστείς ποιος είναι ο Χριστός και τότε να κρίνεις. «Γευθείτε και δείτε ότι αγαθός είναι ο Κύριος» λέει ξανά ο Λόγος του Θεού. Και σε ένα άλλο σημείο μας προκαλεί ο Θεός λέγοντάς μας: «Δοκιμάστε με και θα δείτε αν δεν ανοίξω τους ουρανούς μου και σας στείλω ευλογίες που να μην έχετε τόπο να τις βάλετε».

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

 ΈΝΑΣ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ μια νύχτα δέχτηκε επίσκεψη ληστών. Φοβήθηκε και άρχισε να καλεί βοήθεια. Ξύπνησαν οι αδελφοί, κυνήγησαν τους ληστές και τους έβαλαν στην φυλακή. Ύστερα όμως μετανόησαν γι’ αυτό και το εξομολογήθηκαν στον Όσιο Ποιμένα.  Ο Όσιος λυπήθηκε που είδε τόση μικροψυχία στους μοναχούς κι έγραψε στον Ησυχαστή:  «Σκέψου καλά, αδελφέ, να βρεις από που πήγασε η πρώτη προδοσία και θα καταλάβεις ευθύς και της δευτέρας την αιτία. Αν εσύ ο ίδιος δεν είχες προδοθεί από την ολιγοπιστία και την δειλία σου, δεν θα παρέδιδες στα χέρια της εξουσίας ανθρώπους για να τιμωρηθούν, όσο κακή και αν ήταν η πράξη τους».  Όταν άκουσε αυτά ο Ησυχαστής, κατάλαβε το σφάλμα του και φρόντισε να βγάλει τους ανθρώπους από την φυλακή.

 ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΟΦΟΣ Πατήρ λέει:  «Εκείνος που αδικείται και συγχωρεί, ομοιάζει με τον Ιησού. Εκείνος που δεν αδικεί, αλλά ούτε να αδικείται του αρέσει, είναι στην θέση του Αδάμ. Ο άδικος όμως, ο κακεντρεχής κι ο συκοφάντης δεν διαφέρει από τον διάβολο».

 Ο ΑΒΒΑΣ ΓΕΛΑΣΙΟΣ είχε ένα πολύ ωραίο βιβλίο, που περιείχε καλλιγραφημένη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Άξιζε, του είχαν πει, πάνω από δεκαπέντε νομίσματα. Το άφηνε όμως στην εκκλησία να το χρησιμοποιούν όλοι οι αδελφοί στην σκήτη.  Κάποτε, ένας περαστικός καλόγερος έκλεψε το βιβλίο. Ο Αββάς Γελάσιος, αν και το κατάλαβε αμέσως, δεν θέλησε να κυνηγήσει τον κλέφτη.  Εκείνος μόλις κατέβηκε στην πόλη βρήκε αγοραστή και άρχισε να διαπραγματεύεται την πώληση του βιβλίου. Γύρευε δεκαέξι νομίσματα. Ο αγοραστής έλεγε πως δεν άξιζε τόσο. Τέλος, συμφώνησαν να του αφήσει ο καλόγερος το βιβλίο, να το δείξει σε κάποιο γνωστό του, ειδικό σ’ αυτά. Έτσι, το πήρε ο άνθρωπος και το πήγε στον Αββά Γελάσιο, που ήταν φίλος του.  - Να αγοράσω αυτό το βιβλίο για δεκαέξι νομίσματα, Αββά; αξίζει τόσο; τον ρώτησε.
 Ο Όσιος το γνώρισε αμέσως, αλλά δεν το φανέρωσε. Το πήρε στα χέρια του, το ψηλάφησε, σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά.
 - Αξίζει, αγόρασέ το, είπε στον φίλο του.
 Γυρίζοντας όμως εκείνος δεν είπε την αλήθεια.
 - Έδειξα το βιβλίο σου στον Αββά Γελάσιο και μου είπε πως γυρεύεις πολλά. Δεν αξίζει τόσο.
 - Δεν σου είπε άλλο τίποτε; ρώτησε εκείνος ταραγμένος, μόλις άκουσε για τον Αββά Γελάσιο.
 - Όχι.
 - Μετανόησα. Δεν θα το πουλήσω, είπε υστέρα από λίγο ο καλόγερος.
 Μέσα του γινόταν μια πάλη. Από την μια μεριά θαύμαζε την ανεξικακία του Όσιου και από την άλλη ελεγχόταν για την κακή πράξη του. Πήρε λοιπόν το βιβλίο κι ανέβηκε στην σκήτη. Όταν βρήκε τον Αββά Γελάσιο, έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρεση, δίνοντας πίσω το κλοπιμαίο. Εκείνος πάλι, όχι μόνο τον συγχώρεσε με όλη του την ψυχή, αλλά επέμενε να του χαρίσει το βιβλίο. Που να το δεχθεί τώρα ο καλόγερος!
 - Αν δεν το πάρεις πίσω, Αββά, δεν θα βρει αναπαύση η ψυχή μου.
 - Αν είναι έτσι, πήγαινε στην εκκλησία και άφησέ το εκεί απ΄ όπου το πήρες, του είπε με καλοσύνη ο Όσιος.
 Από τότε διορθώθηκε ο κακοσυνηθισμένος καλόγερος και ποτέ πια δεν έπεσε σε τόσο βαρύ σφάλμα.

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 60-61 )

ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ (+373)
     «Επειδή όμως το τέλος του Αρείου δεν ήρθε τόσο απλά, για αυτό είναι άξιο να το διηγηθούμε. Όταν η ομάδα του Ευσέβιου απειλούσε να τον δεχτεί στην Εκκλησία, ο μεν επίσκοπος της Κωνσταντινούπολης Αλέξανδρος δεν συμφωνούσε ο δε Άρειος στηριζόταν στη βία και τις απειλές του Ευσέβιου, διότι ήταν Σάββατο και περίμενε ότι την επομένη θα συμφιλιωθεί. Έγινε λοιπόν μεγάλη μάχη, όταν εκείνοι μεν απειλούσαν, ο δε Αλέξανδρος προσευχόταν. Αλλά ο Κύριος ο οποίος στάθηκε δίκαιος κριτής αποφάσισε εναντίον των αδίκων. Διότι πριν ακόμα δύσει ο ήλιος, όταν υποχρεώθηκε από σωματική ανάγκη να βρεθεί στο ουρητήριο, εκεί έπεσε κάτω, και έτσι έχασε αμέσως και τα δύο, και την κοινωνία και την ζωή. Και ο μεν μακαρίτης Κωνσταντίνος μόλις πληροφορήθηκε αυτό θαύμασε, διότι είδε πώς αυτός αποδείχθηκε επίορκος σε όλους δε έγινε πλέον φανερό ότι οι μεν απειλές των φίλων του Ευσέβιου εξασθένησαν, η δε ελπίδα του Αρείου υπήρξε μάταιη. Αποδείχτηκε λοιπόν για άλλη μία φορά ότι η αρειανική αίρεση κατέστη υπό του Σωτήρος ακοινώνητη και εδώ και στην εν ουρανοις πρωτότοκο εκκλησία». (Μ.Αθανασιου, προς επισκόπους Αιγύπτου, ΕΠΕ 10,71-73)
     «Να, εμείς μεν αποδεικνύουμε ότι η άποψη αυτή πέρασε από τη μία γενιά των Πατέρων στην άλλη. Eσείς όμως νέοι Ιουδαίοι και μαθητές του Καϊάφα, ποιους άραγε έχετε να δείξετε πατέρες των λόγων σας; Κανέναν από τους σοφούς και συνετούς δεν μπορείτε να αναφέρετε, διότι όλοι σας αποστρέφονται εκτός από μόνον τον διάβολο. Πράγματι, μόνος αυτός είναι ο πατέρας της αποστασίας σας, αυτός έσπειρε ευθύς εξ’ αρχής την ασέβεια αυτή μέσα σας και σας πείθει τώρα να βρίζετε την Οικουμενική Σύνοδο» (Μέγας Αθανάσιος, απευθύνεται στους Αρειανούς, ΕΠΕ 9, 107)
     «Όσαι εκ των αιρέσεων απεμακρύνθησαν από την αλήθειαν και επενόησαν δια αυτάς τας ιδίας την παραφροσύνην είναι φανεραί, και η ασέβειά των ολοφάνερη εις όλους από παλαιά. Διότι το ότι απεμακρύνθησαν από μας αυτοί που εφεύρον αυτάς τας πλάνας είναι δυνατόν να αποδειχθή, όπως έγραψεν ο μακάριος Ιωάννης ότι το φρόνημα αυτών ούτε ποτέ υπήρξεν ούτε τώρα είναι σύμφωνον με το ιδικόν μας. Δια τούτο και, όπως είπεν ο Σωτήρ, αφού δεν συναθροίζουν μαζί με μας, σκορπίζουν με τον διάβολον, με το να παρακολουθούν αυτούς που κοιμούνται, ώστε αφού ενσπείρουν το καταστρεπτικόν των δηλητήριον, να έχουν εξασφαλίσει δια λογαριασμόν των αυτούς που θα αποθάνουν μαζί των.
Επειδή δε μία από τας αιρέσεις, η τελευταία, η οποία ενεφανίσθη τώρα ως πρόδρομος του αντίχριστου, η ονομαζόμενη αρειανή, καθώς είναι ύπουλη και παμπόνηρη, παρετήρησεν ότι αι παλαιότεραι εκ των αδελφών της αιρέσεις κατεδικάσθησαν φανερά, υποκρίνεται, όπως ο πατήρ της ο διάβολος, και ενδύεται με αγιογραφικά ρητά και προσπαθεί πάλιν να εισέλθη εις τον παράδεισον της Εκκλησίας, δια να εμφανισθή ως δήθεν Χριστιανή και να εξαπατήση έτσι μερικούς, ώστε να σκέπτωνται εναντίον του Χριστού, βασιζομένη εις τους υποθετικούς παραλογισμούς της διότι τίποτε εύλογον δεν υπάρχει εις αυτήν. Και ήδη βεβαίως παρέσυρε μερικούς ανοήτους, οι όποιοι όχι μόνον ημάρτησαν με την ακοήν, αλλά και, όπως η Εύα, έλαβαν και εγεύθησαν, ώστε πλέον με την άγνοιάν των να θεωρούν το πικρόν γλυκύ, και την αποτροπαίαν αίρεσιν να ονομάζουν καλήν. Δια τούτο εθεώρησα αναγκαίον, επειδή και σείς με παρεκαλέσατε, να διαλύσω τον ισχυρόν θώρακα της βρωμεράς αυτής αιρέσεως και να φανερώσω την δυσωδίαν της μωρίας της. Έτσι, όσοι είναι ακόμη έξω απ’ αυτήν να την αποφύγουν ακόμη περισσότερον, όσοι δε εξηπατήθησαν υπ’ αυτής να μετανοήσουν, και με ανοικτά τα μάτια της καρδίας των να καταλάβουν ότι, όπως το σκοτάδι δεν είναι φως ή το ψεύδος αλήθεια, έτσι ούτε η αρειανική αίρεσις είναι καλή. Αλλά και όσοι τους ονομάζουν Χριστιανούς σφάλλουν πολύ, διότι αυτοί ούτε τας Γραφάς έχουν μελετήσει, ούτε τον Χριστιανισμόν και την πίστιν του γνωρίζουν καθόλου. Τι είδαν λοιπόν εις την αίρεσιν αυτήν, το οποίον ομοιάζει προς την αληθινήν πίστιν και επιμένουν ότι εκείνοι δεν διδάσκουν κανένα κακόν; Εις την πραγματικότητα τούτο είναι ωσάν να ονομάζουν Χριστιανόν και τον Καϊάφαν, και να συγκαταλέγουν ακόμη μεταξύ των αποστόλων τον προδότην Ιούδαν, και να λέγουν, ότι εκείνοι που εζήτησαν την απελευθέρωσιν του Βαραββά αντί του Σωτήρος δεν έκαναν κανένα κακόν
… Οι μακάριοι λοιπόν απόστολοι υπήρξαν διδάσκαλοι μας και εκήρυξαν το Ευαγγέλιον του Σωτήρος, δεν ελάβαμεν όμως το ονομά των, αλλ’ εκ του ονόματος του Χρίστου και είμεθα και ονομαζόμεθα Χριστιανοί. Όσοι δε ανάγουν εις άλλους την αρχήν της πίστεως, την όποιαν θεωρούν ορθήν, λαμβάνουν, ως είναι φυσικόν, εξ αυτών και την ονομασίαν, εφ΄ όσον έχουν γίνει πλέον ιδικοί των. Ούτως, επειδή όλοι ημείς εκ του Χριστού είμεθα και ονομαζόμεθα Χριστιανοί, εξεδιώχθη κάποτε ο Μαρκίων, διότι επενόησεν αίρεσιν. Και όσοι μεν παρέμειναν με αυτόν που τον απέβαλεν από την Εκκλησίαν έμειναν Χριστιανοί, όσοι όμως ηκολούθησαν τον Μαρκίωνα δεν ωνομάσθησαν πλέον Χριστιανοί, αλλά Μαρκιωνισταί» (Μ.Αθανασίου, Κατά Αρειανών Α,2, ΕΠΕ 2,29-33)
     «Αυτά είναι κομμάτια από τα παραμυθάκια που ευρίσκονται εις το γελοίον σύγγραμμα του Αρείου. Ποιος λοιπόν δεν θα εμισούσε δικαίως τον Άρειον ως παίζοντα θέατρον εις την σκηνήν, δι’αυτά τα θέματα, εάν ήκουεν αυτά τα λόγια και τας μελωδίας της Θαλίας. Ποιος δεν τον θεωρεί ωσάν τον όφιν που συνεβούλευε την γυναίκα, επειδή εμφανίζεται να ονομάζη Θεόν και να ομιλή περί Θεού; Ποιος δε, όταν διαβάζη τα παρακάτω, δεν βλέπει την ασέβειαν του, όπως και την μετά ταύτα πλάνην του όφεως, εις την οποίαν παρέσυρε με δόλον την γυναίκα; Ποιος δεν εξανίσταται δι’ αύτού του είδους τας βλασφημίας; Ο ουρανός λοιπόν εξεπλάγη, όπως λέγει ο προφήτης, και η γη έφριξεν, ένεκα της παραβάσεως του νόμου, ο δε ήλιος ηγανάκτησε περισσότερον, και, επειδή δεν υπέφερε τότε τους κατά του κοινού Δεσπότου όλων ημών προκληθέντας σωματικούς εξευτελισμούς, τους οποίους ο ίδιος υπέστη με την θέλησίν του, έστρεψεν εις άλλην κατεύθυνσιν το πρόσωπόν του και απετράβηξε τας ακτίνας του, έτσι ώστε άφησεν εκείνην την ημέραν χωρίς ήλιον. Πώς λοιπόν προκειμένου περί των βλασφημιών του Αρείου δεν θα καταληφθή σύμπασα η ανθρωπότης από αφασίαν και δεν θα κλείση τα αυτιά και τα μάτια, δια να μη ημπορέση ούτε να ακούση αυτού του είδους τας βλασφημίας, ούτε να ιδή αυτόν ο οποίος τας έγραψε;… Δια τον λόγον λοιπόν αυτόν και η οικουμενική σύνοδος εξεδίωξεν από την Εκκλησίαν τον Άρειον, ο οποίος εδίδασκεν αυτά, και τον ανεθεμάτισε, διότι δεν ημπορούσε να ανεχθή την ασέβειαν. Έτσι πλέον εχαρακτηρίσθη αίρεσις η κακοδοξία του Αρείου και επειδή έχει και κάτι περισσότερον από τας άλλας αιρέσεις, ωνομάσθη και χριστομάχος και εθεωρήθη πρόδρομος του Αντίχριστου…. ας μάθουν από τας Γραφάς, ότι και ο διάβολος, ο οποίος εσοφίσθη τας αιρέσεις, λόγω της δυσωδίας που έχει η κακία του, δανείζεται τας λέξεις των Γραφών, ώστε έχων αυτάς ως επικάλυμμα να σπείρη πάλιν υπούλως το δηλητήριον του και να εξαπατά έτσι τους απονηρεύτους. Έτσι εξηπάτησε την Εύαν. Έτσι εξύφανε και τας άλλας αιρέσεις. Έτσι και τώρα έπεισε τον Άρειον να ομιλήση και να αντιταχθή δήθεν κατά των αιρέσεων, δια να επιβάλη έτσι λαθραίως την ιδικήν του αίρεσιν.» (Μ.Αθανασίου, Κατά Αρειανών Α,2, ΕΠΕ 2,43-47)
     «δια να μη προσέχουν την βρωμιάν της αιρέσεως, όσοι προσηλυτίζονται απ’ αυτούς εξαπατώμενοι από την υποκρισίαν και τας υποσχέσεις. Πώς λοιπόν δεν είναι και κατά τούτο πάλιν άξια μίσους η αίρεσις, αφού και από τους ίδιους τους οπαδούς της κρύπτεται, καθώς δεν έχει θάρρος να εμφανισθή δημοσίως, και περιθάλπεται όπως ο όφις…. το μόνον που απομένει να λεχθή ακόμη είναι ότι τα παρέλαβαν από του διαβόλου και δια τούτο έχουν τόσην μανίαν (διότι μόνος αυτός είναι που σπέρνει αυτά), εμπρός να αντικρούσωμεν αυτόν. Διότι μέσω αυτών των αιρετικών αγωνιζόμεθα εναντίον εκείνου, ώστε με την βοήθειαν του Κυρίου και με την δια των ελέγχων,ως συνήθως, κατανικήσω αυτού, να εντραπούν καθώς θα βλέπουν πλέον χωρίς δύναμιν αυτόν που ενέσπειρεν εις αυτούς τήν αίρεσιν, και δια να πληροφορηθούν, έστω και αργά, ότι, εφ΄ όσον είναι Αρειανοί, δεν είναι Χριστιανοί. (Μ.Αθανασίου, Κατά Αρειανών Α, ΕΠΕ 2,55-57)
     «Τα ίδια λοιπόν έπαθαν οι χριστομάχοι και δια τούτο έχουν περιπέσει εις αποκρουστικήν αίρεσιν. Διότι εάν είχαν κατανοήσει ορθώς και το πρόσωπον και το πράγμα και τον χρόνον του αποστολικού ρητού, δεν θα ασεβούσαν τόσο πολύ αναφέροντες τα ανθρώπινα εις την θεότητα, οι ανόητοι» (Μ.Αθανασίου, Κατά Αρειανών Α, ΕΠΕ 2,185)
     «Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να επινοή κανείς πράγματα απέχοντα από την αλήθειαν, ούτε ότι οφείλει, επειδή εις την αναζήτησιν προκύπτουν απορίαι, να μη πιστεύη εις όσα είναι γραμμένα. Διότι είναι καλύτερον να έχωμεν απορίας και παρά ταύτα να σιωπώμεν και να πιστεύωμεν, παρά να μη πιστεύωμεν, επειδή εχομεν απορίας. Διότι εκείνος που απορεί, ημπορεί κατά κάποιον τρόπον και να συγχωρηθή, καθόσον ηρεμεί τελείως αφού ερευνήση. Εκείνος όμως ο οποίος, επειδή απορεί, επινοεί δια τον εαυτόν του αυτά που δεν πρέπει, και ισχυρίζεται περί του Θεού όσα είναι ανάξια αυτού, θα έχη ασυγχώρητον την καταδίκην δια την τόλμην του. Ημπορεί δηλαδή και δι’ αυτάς τας απορίας να εύρη κάποιαν ανακούφισιν από τας θείας γραφάς, ώστε να εκλαμβάνη μεν ορθώς αυτά που είναι γραμμένα» (Μ.Αθανασίου, Κατά Αρειανών Β, ΕΠΕ 2,317)
     «Και άλλων λοιπόν αιρέσεων, αι οποίαι αναφέρουν μόνον τα ονόματα, αλλά δεν πιστεύουν ορθώς, όπως έχει λεχθή, και ούτε έχουν σταθεράν πίστιν, το βάπτισμα που χορηγούν είναι ανώφελον, καθ’ όσον υστερεί εις ευσέβειαν, εις τρόπον ώστε αυτός που ραντίζεται απ’ αυτούς ρυπαίνεται μάλλον με ασέβειαν παρά λυτρώνεται. Έτσι και οι ειδωλολάτραι, αν και ομολογούν με το στόμα τον Θεόν, όμως υπόκεινται εις την κατηγορίαν της αθεΐας, διότι δεν γνωρίζουν τον πραγματικώς υπάρχοντα και αληθινόν Θεόν, τον Πατέρα δηλαδή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Το ίδιο και οι Μανιχαίοι και οι Φρύγες, και οι μαθηταί του Σαμοσατέως, αν και χρησιμοποιούν τα ονόματα (της Τριάδος), δεν είναι ολιγώτερον αιρετικοί» (Μ.Αθανασίου, Κατά Αρειανών Β, ΕΠΕ 2,335)
     «Επειδή λοιπόν είναι τελείως μισητός ο εφευρέτης της κακίας, και επειδή ο διάβολος είναι μεγάλος δαίμονας, και ή μπορεί να κτυπιέται από όλους μόνον όταν φαίνεται, όπως ο όφις, όπως ο δράκος, όπως το λιοντάρι που ζητά να αρπάση και να καταπιή μερικούς, δια τούτο αυτός σκεπάζει και αποκρύπτει αυτό που είναι εις την πραγματικότητα, οικειοποιείται δε με υποκρισίαν και πονηρίαν το όνομα που ποθούν όλοι, δια να εξαπάτηση αυτούς με την φαντασίαν, και να εμπλέξη έτσι τους παραπλανηθέντας εις τα δεσμά του. Και όπως ακριβώς, αν θέλη κανείς να απαγάγη ξένα παιδιά, όταν απουσιάζουν οι γονείς των, υποκρίνεται τα πρόσωπά των, δια να εξαπάτηση τα παιδιά που τους νοσταλγούν, ώστε να τα παρασύρη μακρυά και να τα εξαφανίση, κατά τον ίδιον τρόπον και ο κακόβουλος και διεστραμμένος διάβολος, επειδή ο ίδιος δεν έχει θάρρος, και επειδή ξέρει τον έρωτα των ανθρώπων προς την αλήθειαν, υποκρίνεται μεν αυτήν εις την φαντασίαν, τοποθετεί δε το δηλητήριόν του εντός αυτών που τον ηκολούθησαν. Με τον τρόπον αυτόν εξηπάτησε και την Εύαν, με το να μη λέγη τα ιδικά του λόγια, αλλ’ υποκρινόμενος ότι έλεγε τα λόγια του Θεού, των οποίων παρεποίει την ορθήν έννοιαν. Έτσι υπεψιθύριζε και εις την γυναίκα του Ιώβ και την έπεισε να υποκρίνεται ότι αγαπά τον άνδρα της, ενώ εις την πραγματικότητα την εδίδασκε να βλάσφημη τον Θεόν. Έτσι πάλιν ο πανούργος περιπαίζει την φαντασίαν των ανθρώπων και εξαπατά και παρασύρει τον καθ’ ένα εις τον βόθρον της πονηρίας του…. Τέτοια είναι και τα επινοήματα των αιρέσεων. Επειδή δηλαδή η κάθε μία έχει ωσάν πατέρα της ιδικής της διδασκαλίας τον διάβολον, ο οποίος εξεστράτισεν εξ αρχής και κατήντησεν ανθρωποκτόνος και ψεύτης, και επειδή εντρέπεται να αναφέρη το μισητόν του όνομα, δια τούτο υποκρίνεται το όνομα του Σωτήρος, το καλόν και υπέρ παν όνομα, και τοποθετεί γύρω της τα λόγια των Γραφών. Και λέγει μεν τα λόγια, αποκρύπτει όμως την αληθινήν σημασίαν, ώστε πλέον και αυτή φονεύει τους ανθρώπους αυτούς που παραπλανά, διότι κρύβει την διδασκαλίαν που έπλασεν αυτή, ωσάν εις κάποιο δόλωμα…. προσποιούνται ότι μελετούν και χρησιμοποιούν τα λόγια των Γραφών, όπως κάνει ο πατέρας των ο διάβολος, δια να φανούν με τα λόγια αυτά ότι έχουν ορθόδοξον πίστιν, και έτσι να πείσουν τους ταλαίπωρους ανθρώπους να πιστεύουν πράγματα έξω από τας Γραφάς.
Λοιπόν εις κάθε αίρεσιν, αφού μετεμορφώθη ο διάβολος με τέτοιον τρόπον, υπεψιθύρισε λόγια γεμάτα πονηρίαν…. Λοιπόν ήλθεν ο διάβολος ο οποίος δια μέσου κάθε αιρέσεως λέγει ‘ Εγώ είμαι ο Χριστός, και η αλήθεια ευρίσκεται εις εμέ ’, και έκαμεν ο συκοφάντης την κάθε μίαν απ’ αυτάς, αλλά και όλας μαζί, να ψεύδωνται. Και το πιο παράδοξον, ένω μάχονται μεταξύ των δια τα κακά που εφεύρε κάθε μία, συνεφώνησαν μεταξύ των μόνον εις το να ψεύδωνται, διότι όλαι έχουν ένα πατέρα, αυτόν που έβαλε μέσα εις όλας το ψεύδος» (ΕΠΕ 10,23-33)
     «Αλλ’ ημάς τίποτε δεν θα μας πείσει απ’αυτά, τίποτε δεν θα μας χωρίσει από την αγάπην του Χριστού, και αν ακόμη οι αιρετικοί μας απειλούν με θάνατον. Διότι είμεθα Χριστιανοί και όχι Αρειανοί. Ναι, αδελφοί, τοιαύτη παρρησία χρειάζεται τώρα, διότι δεν ελάβομεν Πνεύμα δουλείας δια να φοβούμεθα πάλιν , αλλ’ ο Θεός μας έχει καλέσει να είμεθα ελεύθεροι και αληθώς είναι αισχρόν και πολύ αισχρόν εάν, την πίστιν την οποίαν ελάβομεν παρά του Σωτήρος και των αποστόλων, την χάσωμεν εξ αιτίας του Αρείου ή αυτών που φρονούν και πρεσβεύουν τα του Αρείου…. Δια τούτο, παρακαλώ, έχοντες εις τας χείρας σας την πίστιν των πατέρων την διατυπωθείσαν εις την σύνοδον της Νίκαιας υπ’ αυτών, και υπερασπίζοντες αυτήν με πολλήν προθυμίαν και πίστιν εις τον Κύριον, να γίνεσθε υπόδειγμα εις όλους, δεικνύοντες ότι τώρα υφίσταται αγών κατά της αιρέσεως και υπέρ της αληθείας και ότι είναι ποικίλα τα τεχνάσματα του εχθρού. Διότι όχι μόνον κάμνει μάρτυρας το να μη προσφέρη κανείς λίβανον εις τον βωμόν, αλλά και το να μη απαρνηθή την πίστιν κανείς κάμνει το μαρτύριον της συνειδήσεως λαμπρόν. Και δεν κατεκρίσθησαν μόνον ως ξένοι αυτοί που εθυσίασαν εις είδωλα, αλλά και αυτοί που επρόδωσαν την αλήθειαν…. Λοιπόν και ημείς, επειδή η μάχη που ευρίσκεται εμπρός μας είναι δια το παν, και επειδή το ζήτημα μας τώρα είναι ή να αρνηθώμεν ή να τηρήσωμεν την πίστιν, έχομεν αυτήν την φροντίδα και πρόθεσιν, εκείνα μεν που παρελάβαμεν να φυλάξωμεν, ενθυμούμενοι συνεχώς την πίστιν, η οποία διετυπώθη εις την Νίκαιαν, να αποστρεφώμεθα δε τας καινοτομίας, και να διδάξωμεν τους λαϊκούς να μη προσέχουν εις τα πνεύματα της πλάνης, αλλά να ξεφύγουν τελείως από την ασέβειαν των αρειομανιτών» (ΕΠΕ 10.77-79)
     «Ημείς δε ωπλισμένοι κατά το γεγραμμένον με τα λόγια των θείων Γραφών ας αντισταθώμεν προς αυτούς, ωσάν προς αποστάτας που θέλουν να καταφυτεύσουν μανίαν εις τον οίκον του Κυρίου, και ούτε να φοβηθώμεν τον σωματικόν θάνατον ούτε τους δρόμους των να ζηλέψωμεν, αλλά περισσότερον από όλα να προτιμάται ο λόγος της αληθείας. Διότι και ημείς, όπως ξέρετε όλοι, όταν μας εζητήθη από τους φίλους του Ευσεβίου ή να παραδεχθώμεν μαζί με αυτούς την ασέβειαν ή να περιμένωμεν την επιβουλήν των, δεν ηθελήσαμεν να συνθηκολογήσωμεν με αυτούς αλλ’ επροτιμήσαμεν καλύτερα να διωκώμεθα υπ’ αυτών, παρά να μιμηθώμεν τον τρόπον του Ιούδα…. να ζητούν να μας φονεύσουν. Διότι αυτό διψούν, και μέχρι σήμερον τουλάχιστον δεν εσταμάτησαν να θέλουν να χύσουν το αίμα μας.
Αλλά δι’ αυτά δεν με ενδιαφέρει καθόλου, διότι γνωρίζω και είμαι πεπεισμένος ότι δια τους υπομένοντας θα υπάρξη μισθός από τον Σωτήρα, και ότι σεις επειδή υπομείνατε, όπως οι Πατέρες, και εγίνατε έτσι παραδείγματα εις τους λαούς, και επειδή ανασκευάζετε την παράξενον αυτήν και ξένην επινόησιν των ασεβών, θα έχετε την καύχησιν σας και θα λέγετε «Την πίστιν ετηρήσαμεν » θα απολάβετε δε τον στέφανον της ζωής, τον όποιον υπεσχέθη ο Θεός δι’ εκείνους που τον αγαπούν. Ας αξιωθώ δε και εγώ να κληρονομήσω μαζί σας τας επαγγελίας» (ΕΠΕ 10, 83-85)
     «Σας παρέδωσα σύμφωνα με την αποστολική πίστη που μας παραδόθηκε από τους Πατέρες, χωρίς να επινοήσω τίποτα από έξω, αλλά αυτό ακριβώς που έμαθα το χάραξα μέσα σας σύμφωνα με τις Άγιες Γραφές» (Μ. Αθανάσιος,ΒΕΠΕΣ,33,120(28-30)
     «Αυτήν την εξ’ αρχής παράδοση και διδασκαλία και πίστη της καθολικής Εκκλησίας, την οποία, ο μεν Κύριος έδωσε, οι δε απόστολοι κήρυξαν και οι πατέρες φύλαξαν. Διότι σε αυτήν έχει θεμελιωθεί η Εκκλησία, και αυτός που εκπίπτει από αυτήν ούτε μπορεί να είναι, αλλά ούτε και να λέγεται Χριστιανός» (Μ. Αθανάσιος, ΕΠΕ,4,165)
     ««Προσκυνήστε τον Κύριο στην άγια αυλή του». Με αυτά με σαφήνεια μας προστάζει ότι δεν πρέπει να προσκυνούμε το Θεό έξω από την Εκκλησία. Λέει βεβαίως αυτό για τις συναθροίσεις των ετεροδόξων. Η λατρεία του Θεού δεν πρέπει να τελείται εκτός της Εκκλησίας, αλλά σε αυτήν την αυλή του Θεού. Μην επινοείτε, λέει, δικές σας αυλές και συναγωγές διότι μία είναι η άγια αυλή του Θεού»(Μ. Αθανασίου εις Ψαλμόν 28, ΕΠΕ 5,231)

ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΘΕΟΦΟΡΟΣ (+ 110 μ.Χ.)
    «Ο Ονήσιμος επαινεί με το παραπάνω την πειθαρχία σας στον Θεό, ότι όλοι ζείτε σύμφωνα με την αλήθεια και ότι μεταξύ σας δεν υπάρχει καμία αίρεση»(Ιγν. Προς Εφεσ. 6,ΕΠΕ 4,81)
«Αποφεύγετε λοιπόν τις άθεες αιρέσεις, διότι είναι εφευρέσεις του διαβόλου, του πρώτου κακού φιδιού» (Ιγνατ. Προς Τραλλιανούς 10,ΕΠΕ 4,211)
    «Αυτοί που φαίνονται ότι είναι αξιόπιστοι και διδάσκουν διαφορετικά πράγματα να μην σε εκπλήσσουν. Στάσου σταθερός σαν αμόνι που χτυπιέται. Είναι γνώρισμα μεγάλου αθλητή το να χτυπιέται και να νικά» (Προς Πολύκαρπον 3, ΕΠΕ σελ. 145)
    «Καθένας που λέει διαφορετικά πράγματα από αυτά που είναι καθορισμένα, έστω και αν είναι αξιόπιστος, και αν νηστεύει και αν μένει παρθένος και αν κάνει θαύματα και αν προφητεύει, να σου φαίνεται λύκος με προβιά προβάτου που δουλεύει για την καταστροφή των προβάτων. Εάν κάποιος αρνείται τον σταυρό και ντρέπεται το πάθος, να θεωρείται από σένα ως ο ίδιος ο σατανάς· «και εάν μοιράσει τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, και αν μετακινεί βουνά και αν παραδώσει το σώμα του να καεί», να είναι για σένα μισητός» (Ιγνατίου,Επιστολή προς Ήρωνα, ΕΠΕ,τομ. 4, σελ. 305)
    «Παιδιά λοιπόν του φωτός της αλήθειας, να αποφεύγετε τη διαίρεση και τις κακές διδασκαλίες… Διότι πολλοί λύκοι, που εμπνέουν εμπιστοσύνη με την κακή ηδονή, αιχμαλωτίζουν εκείνους που ακολουθούν το δρόμο του Θεού· όταν όμως είστε ενωμένοι, δεν έχουν θέση ανάμεσά σας. Αποφεύγετε τα κακά ζιζάνια… Μη πλανάσθε, αδελφοί μου· όποιος ακολουθεί αυτόν που προκαλεί σχίσμα, «δεν κληρονομεί τη βασιλεία του Θεού»»» (Ιγνατίου προς Φιλαδελφείς ΕΠΕ 4,125)
    «…όχι όπως λένε μερικοί άπιστοι, ότι φαινομενικά ο Χριστός έπαθε, ενώ αυτοί είναι φαινομενικοί, και όπως πιστεύουν, θα τους συμβεί, επειδή είναι ασώματοι και δαιμονικοί… Σας προφυλάσσω όμως από τα ανθρωπόμορφα θηρία, τους οποίους όχι μόνο δεν πρέπει εσείς να τους παραδέχεστε, αλλά αν είναι δυνατόν ούτε να τους συναντάτε, πράγμα δύσκολο… Αυτός που τον αρνούνται μερικοί αγνοώντας τον, ή καλύτερα αρνήθηκαν από αυτόν, επειδή είναι συνήγοροι του θανάτου μάλλον παρά της αλήθειας… Τι με ωφελεί κάποιος εάν επαινεί εμένα και βλασφημεί τον Κύριό μου, μη ομολογώντας ότι έφερε σάρκα; Εκείνος που δεν ομολογεί αυτό, τον έχει αρνηθεί τελείως, όντας νεκροφόρος… Αυτός που κάνει κάτι κρυφά από τον επίσκοπο, λατρεύει τον διάβολο» (Ιγνατίου προς Σμυρναίους, ΕΠΕ 4 135-139)
    «Μη πλανάσθε, αδελφοί μου. Αυτοί που καταστρέφουν σπίτια, «δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού»(Α Κορ.6,10). Εφόσον λοιπόν πεθαίνουν εκείνοι που τα κάνουν αυτά σαρκικά, πόσο μάλλον όταν κανείς καταστρέφει με την κακή διδασκαλία την πίστη του Θεού, για την οποία σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός; Αυτός, αφού έγινε βρωμερός, θα οδηγηθεί στη φωτιά που δεν σβήνει, όπως το ίδιο και εκείνος που τον ακούει» (Ιγνατίου προς Εφεσίους,ΕΠΕ 4,87)
    "Σας παρακαλώ λοιπόν… να χρησιμοποιείτε μόνο τη χριστιανική τροφή, και να αποφεύγετε τα ξένα βότανα, δηλαδή τους αιρετικούς, οι οποίοι εμπλέκουν στους εαυτούς τους τον Ιησού Χριστό, πιστεύοντας ότι είναι καταξιωμένοι, σαν να δίνουν θανάσιμο δηλητήριο μαζί με μίγμα κρασιού και μελιού, το οποίο παίρνει ευχαρίστως όποιος υο αγνοεί, παίρνοντας έτσι με την κακή ηδονή τον θάνατο. Να φυλάγεστε λοιπόν από αυτούς» (Ιγνατίου προς Τραλλιανούς ΕΠΕ 4,107)


1)  Υπονοεί η ερώτηση ότι ο Θεός έκανε κάτι «κακό»! Για το αν κάτι είναι καλό ή κακό, όχι φαινομενικά, αλλά απόλυτα & αντικειμενικά, μόνο ο Θεός μπορεί να το αποφασίσει. Αν δεν υπάρχει Θεός, η ηθική είναι σχετική & υποκειμενική. Αν Υπάρχει Θεός, Εκείνος γνωρίζει το απόλυτο & αληθινό καλό & κακό οποιουδήποτε δημιουργήματός Του. Οπότε ένας άθεος δεν έχει απόλυτο σημείο αναφοράς ηθικού κώδικα, άρα δεν μπορεί να μας πει σύμφωνα με τη γνώμη ΠΟΙΟΥ κάτι είναι κακό ή καλό. Το πρόβλημα είναι για τον πιστό που έχει σημείο ηθικής αναφοράς τον Θεό και εδώ «σκανδαλίζεται» ίσως.
2)  Αν δεν υπάρχει Θεός & η Βίβλος είναι παραμύθια, τότε δεν μας νοιάζει μία τέτοια σφαγή όπως δεν μας νοιάζει μια σφαγή στα παραμύθια! Αν ο Θεός υπάρχει όμως & η Βίβλος είναι ιστορικό βιβλίο, τότε πρέπει να εξηγήσουμε γιατί άραγε ο Θεός έκανε κάτι τόσο ακραίο; Είχε λόγο & μάλιστα πολύ καλό λόγο για κάτι τόσο σοβαρό; Ο Θεός είχε ηθικό λόγο που εξόντωσε τους Χαναναίους. Ήταν διεφθαρμένοι ηθικά σε πολλά επίπεδα. Μολυσματικοί για τους γύρω τους λαούς! Η πιο φρικτή διαφθορά τους ήταν ότι θυσίαζαν τα βρέφη τους στο Θεό Μολώχ, στο πυρακτωμένο άγαλμα του οποίου τα έψηναν στην κυριολεξία! Αυτούς εξόντωσε ο Θεός!
3)  Το μεγαλύτερο επιχείρημα της αθεΐας είναι ότι αν υπάρχει Θεός γιατί δεν σταματά το κακό. Γιατί δεν επεμβαίνει; Δε σταμάτησε τη γενοκτονία των Εβραίων π.χ. και άλλα. Τώρα που επεμβαίνει ολοφάνερα & σταματά άμεσα και παραδειγματικά το κακό, την φρικτή βρεφοκτονία κ.α., διαμαρτύρονται! Τι θέλουμε τελικά; Να επεμβαίνει ή να μην επεμβαίνει; Να σταματά το κακό ή να μην το σταματά; Είναι κακός που δεν επεμβαίνει. Και είναι πάλι κακός που επεμβαίνει; Βασικά ό,τι μας βολεύει…
4)  Στο κείμενο χρησιμοποιείται ορολογία υπερβολική & της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Λέξεις & φράσεις γενικές, πολεμικής ρητορικής, που υπήρχε στην τότε γραμματεία όπως & σήμερα σε δικές μας υπερβολικές εκφράσεις πχ σε αθλητικές εφημερίδες κλπ. που εκθειάζουν μία νίκη με όρους μαζικής καταστροφής κλπ. Προφανέστατα δεν υπήρξε γενική σφαγή & γυναικόπαιδων! Άλλωστε το ίδιο το κείμενο αμέσως μετά μιλά ξεκάθαρα για επιζώντες με τους οποίους απαγορεύει γάμους κλπ.
5)  Οι Χαναναίοι προειδοποιήθηκαν να φύγουν από τη γη τους αλλά δεν συμμορφώθηκαν στην εντολή του Θεού. Αρχικό σχέδιο του Θεού δεν ήταν η εξόντωση αλλά να βγουν έξω από τη συγκεκριμένη γη. Είχαν ακούσει ξεκάθαρα για τα θαύματα του Θεού και όμως δεν υπάκουσαν.
6)  Οι λαοί αυτοί πολεμούσαν τον Ισραήλ για 400 χρόνια ποικιλοτρόπως. Η τιμωρία τους για την διαφθορά τους αναβαλλόταν για 400 χρόνια από το Θεό! Τόσο δεν ήθελε να τους τιμωρήσει. Ανέμενε τη μετάνοιά τους.
7)  Η εντολή αυτή της εκκαθάρισης ήταν μοναδική στην ιστορία! Δεν επαναλήφθηκε ποτέ. Συνέβη σε συγκεκριμένο χώρο, χρόνο, για πολύ συγκεκριμένο λόγο. Δεν έχει καθολική ούτε διαχρονική ισχύ. Αποτελεί εξαίρεση! Για την προφύλαξη και κάθαρση του λαού του Θεού, από την ειδωλολατρία & τη διαφθορά, με τον οποίο λαό (Ισραήλ) θα συνάψει τη νέα Διαθήκη με τον ερχομό του Μεσσία για τη σωτηρία του κόσμου.
8)  Ο Θεός δίνει τη ζωή & έχει δικαίωμα να την παίρνει πίσω αν & όποτε θέλει. Εμείς όχι, αυτός ναι. Και ένα δευτερόλεπτο ζωής είναι δικό του δώρο. Εμείς διαπράττουμε έγκλημα φονεύοντας. Όχι Αυτός παίρνοντας πίσω αυτό που έδωσε. Για Αυτόν είναι ΔΙΚΑΙΩΜΑ.
9)  Όταν εμείς το «παίζουμε θεοί» κατά την πολύ πετυχημένη φράση, & επιλέγουμε ποιος θα ζήσει & ποιος θα πεθάνει (π.χ. στις εκτρώσεις ή και σε άλλα επιστημονικά ηθικά διλήμματα κλπ.) εκεί δεν μας πειράζει! Όταν ο Θεός, που δεν το «παίζει» αλλά «είναι» ο Θεός, επιλέγει ποιος θα ζήσει ή όχι γιατί μας πειράζει; Είναι δικαίωμά μας αλλά όχι δικό Του;
10)  Και όταν θανατώνει κάποιον στην ουσία ο άνθρωπος δεν πεθαίνει αλλά αλλάζει τόπο & κατάσταση αφού στην ουσία δεν υπάρχει θάνατος αλλά αλλαγή τρόπου ύπαρξης!
11)  Ο φόνος σε μερικές εξαιρετικές περιπτώσεις όχι μόνο επιτρέπεται αλλά ακόμα & επιβάλλεται, δεν είναι κακό, αλλά καλό(!)· πχ σε έναν τρομοκράτη που πάει να τινάξει στον αέρα παιδικό σταθμό με αθώα βρέφη! Αρκεί ο φόνος να γίνεται από τα αρμόδια όργανα & με συγκεκριμένη αρμόδια εντολή! Είναι λυπηρό μεν αλλά αναγκαίο κακό ή καλό (!), ακόμη & αξιέπαινο! Τιμωρείται ο ένας για να σωθούν οι πολλοί! Και ο Θεός το ίδιο κάνει.
12)  Ακόμη & αν θανατώθηκαν παιδιά, τελικά μπορούμε να θεωρήσουμε & ως ευεργεσία το θάνατό τους αφού πρώτον ίσως να θυσιάζονταν με φρικτό θάνατο στο Μολώχ ή να μεγάλωναν μέσα στη διαφθορά & να χάνανε τη σωτηρία τους. Πόσες άραγε χιλιάδες ακόμα αθώα πλάσματα να φονεύονταν στο μέλλον αν ο Θεός δεν διέτασσε αυτήν την εξόντωση; Ενώ τώρα έχασαν την επίγεια ζωή & κέρδισαν τη σωτηρία τους, εφόσον βεβαίως πιστεύουμε στη μετά θάνατον ζωή. Εκτός & αν κατηγορήσουμε & τις ηρωικές Σουλιώτισες στο Ζάλογγο που φόνευσαν τα παιδιά τους προτιμώντας έναν σύντομο επώδυνο θάνατο από μια ατιμασμένη ζωή ή έναν χειρότερο θάνατο. Ο Θεός δεν μπορεί να κάνει το ίδιο;
13)  Ο άνθρωπος με το περιορισμένο μυαλό του & την αρρωστημένη του ηθική δεν μπορεί να κρίνει την ηθική του Θεού! Είναι αστείο αυτό! Οπότε εμπιστεύεται τις ανεξιχνίαστες βουλές του Θεού έστω & αν αρχικά μοιάζουν παράξενες. Είναι θέμα τελικά πόσο κάποιος πιστεύει ή όχι στο Θεό & πώς ερμηνεύει το κείμενο της αγίας Γραφής. Με προκατάληψη ή με σωστά ερμηνευτικά κριτήρια. (πατήρ Νικόλαος)

582-     ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.

Ο Γάλλος ακαδημαϊκός Μπρουνετιέρ, έγραφε σχετικά με τους κατηγόρους της Εκκλησίας:
«Ποιοι κατηγορούν την Εκκλησία, ότι απαιτεί τυφλή υπακοή στα δόγματά της;
Εκείνοι που πιστεύουν στις χειρότερες εφημερίδες και συχνά στις πιο γελοίες δεισιδαιμονίες.
Ποιοι κατηγορούν την Εκκλησία πως υποβιβάζει τον άνθρωπο;
Εκείνοι που διεκδικούν τον πίθηκο για πατέρα, την τύχη για δάσκαλο, την ηδονή για κανόνα της ζωής, το μηδέν για τέλος.
Ποιοι κατηγορούν την Εκκλησία πως δεν είναι επιεικής;
Όσοι δεν επιτρέπουν σε κανένα να έχη άλλη γνώμη από τη δική των.
Ποιοι κατηγορούν την Εκκλησία πως είναι ο εχθρός της προόδου;
Όσοι, παρά την ελευθερία που διακηρύττουν, έκλεισαν τα σχολεία από φόβο συναγωνισμού.
Ποιοι κατηγορούν την Εκκλησία πως είναι ο εχθρός του λαού;
Οι ανιστόρητοι και κείνοι που καταδιώκουν τα φιλανθρωπικά της έργα.
Ποιοι διέσυραν την Εκκλησία και τη διδασκαλία της με μεγαλύτερη θρασύτητα;
Όσοι δε γνωρίζουν μια λέξη από τη θρησκεία ή εκείνοι που τους ενοχλεί η διδασκαλία της».

(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως)

katafigioti

lifecoaching