691- ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΘΕΟ. Όταν κτιζόταν ο περίφημος καθεδρικός ναός τους Μιλάνου με τα δυο χιλιάδες διακόσια σαράντα πέντε αγάλματα και τις αναρρίθμητες αψίδες του, ένας επισκέπτης είπε σε ένα γλύπτη: «Προς τι τέτοια κολοσσιαία εργασία; Από κάτω κανείς δεν θα δη τέτοιες λεπτομέρειες και τόσα αγάλματα». «Βέβαια, από κάτω, απήντησε εκείνος, κανείς δεν θα μπορή να τα δη, αλλά ο Θεός τα βλέπει κι αυτό φθάνει» γιατί όλα αυτά θα ψάλλουν τη δόξα του Θεού.
692- ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ. Ένας καλόγερος βρισκόταν στο κρεβάτι του θανάτου. Ξαφνικά ζήτησε από τους αδελφούς να του φέρουν τη βελόνα του, γιατί ήταν ράφτης όλη του τη ζωή μέσα στο μοναστήρι. Αφού του την έφεραν την πήρε και την έδειξε σε όλους τους παρευρισκομένους λέγοντας: « Αυτό είναι για μένα το κλειδί του Παραδείσου».
(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 318)
Θέλεις να δεις το θυσιαστήριo (την αγία τράπεζα) του ανθρώπου που ελεεί; Δεν το έχτισε… κανένας άλλος, αλλά ο ίδιος ο Θεός, όχι με πέτρες, αλλά με ύλη λαμπρότερη από τον ουρανό, με ψυχές λογικές. Στα άγια των αγίων μπαίνει ο ιερέας. Μπορείς, κάνοντας τη θυσία αυτή (την κάθε πράξη αγάπης), να μπεις στον ιερότερο χώρο όπου δεν υπάρχει κανένας παρά μόνο ο Πατέρας σου, εκείνος που σε βλέπει κρυφά, εκεί που δε σε βλέπει κανένας άλλος. Μα πώς είναι δυνατό, λέει, να μη σε βλέπει κανένας, αφού το θυσιαστήριο (ο ενδεής) βρίσκεται σε δημόσιο χώρο; Το αξιοθαύμαστο είναι αυτό, ότι τότε έκρυβαν τη θέα θύρες και παραπέτασμα, τώρα είναι δυνατό να θυσιάζεις δημόσια, όπως στα άγια των αγίων, και να είναι η θυσία αυτή πιο μυστηριακή. Γιατί, όταν δεν κάνεις κάτι για επίδειξη, κι αν σε βλέπει όλη η οικουμένη, δε σε βλέπει κανένας, επειδή εσύ δεν το έκαμες για να σε δουν…
Αυτό το θυσιαστήριο αποτελείται από τα ίδια τα μέλη του Χριστού και το σώμα του Κυρίου γίνεται θυσιαστήριό σου. Σεβάσου το. Στο ανθρώπινο σώμα (του άλλου) θυσιάζεις το ιερό σώμα του Κυρίου. Αυτό το θυσιαστήριο είναι πιο φρικτό ακόμη και από αυτήν την τωρινή αγία τράπεζα, όχι μόνο από το προχριστιανικό θυσιαστήριο.
Αλλά μη ξαφνιαστείτε. Το τωρινό, της αγίας τράπεζας, είναι θαυμαστό εξαιτίας της θυσίας που γίνεται επάνω του. Το θυσιαστήριο του ελεήμονα δεν είναι θαυμαστό γι’ αυτό μόνο, αλλά και γιατί αποτελείται από την ίδια τη θυσία αυτή. Είναι επίσης θαυμαστό το πρώτο, γιατί είναι χτισμένο με πέτρες, αλλά γίνεται άγιο γιατί δέχεται το σώμα του Χριστού. Το δεύτερο όμως είναι το ίδιο το σώμα του Χριστού. Ώστε πιο μυστηριακό είναι αυτό, όπου είσαι παρών εσύ ο λαϊκός.
… Εσύ σέβεσαι το τωρινό θυσιαστήριο, γιατί δέχεται το σώμα του Χριστού, αλλά συμπεριφέρεσαι περιφρονητικά σ’ αυτόν που είναι ο ίδιος σώμα του Χριστού και τον βλέπεις με αδιαφορία να χάνεται. Αυτό το θυσιαστήριο μπορείς να το δεις στημένο παντού, και σε στενούς δρόμους και σε αγορές, και μπορείς να τελείς θυσίες πάνω σ’ αυτό κάθε ώρα. Γιατί και σ’ αυτό γίνεται θυσία. Κι όπως στέκεται ο ιερέας και επικαλείται το άγιο Πνεύμα, έτσι κι εσύ επικαλείσαι το άγιο Πνεύμα, όχι όμως με τη φωνή σου αλλά με τις πράξεις σου. Γιατί τίποτα δε διατηρεί και δεν ανάβει περισσότερο τη φωτιά του Πνεύματος, όσο αυτό το λάδι (της ελεημοσύνης) αν χύνεται άφθονο.
(Ομιλία 20 εις Β΄Κορινθ. ΕΠΕ τόμος 19,σελ. 527-531)
Έχω ανοίξει το στόμα μου και έχω λάβει Πνεύμα και δίνω ό,τι έχω,
και τον εαυτό μου ακόμα, στο Πνεύμα·
και την πράξη δηλαδή, και τον λόγο,
και την απραξία και την σιωπή.
Μόνο ας με έχει και ας κουνάει και το χέρι, και το νου και τη γλώσσα
όπου πρέπει και όπου θέλει.
Και ας με απομακρύνει πάλι από όπου πρέπει και είναι καλύτερο.
Είμαι όργανο του Θεού, όργανο λογικό, όργανο καλού τεχνίτη,
το οποίο προσαρμόζεται και χρησιμοποιείται από το Πνεύμα.
Χθες μου επέβαλε την σιωπή; Απείχα από την ομιλία.
Σήμερα μου παρακινεί το νου; Θα κάνω να ηχήσει ο λόγος και θα χρησιμοποιήσω την ομιλία.
Και δεν είμαι τόσο σιωπηλός και αμόρφωτος,
ώστε να κλείνω τα χείλη μου όταν πρέπει να μιλήσω.
Αλλά ανοίγω και κλείνω το στόμα μου με εντολή του Νου και του Λόγου και του Πνεύματος,
της μίας φυσικής ένωσης και θεότητας.
Θα μιλήσω λοιπόν επειδή αυτή είναι η εντολή την οποία έλαβα.
(Λόγος ΙΒ, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 1, σ. 309)
(Άθελά του ο Μέγας Βασίλειος "φωτογραφίζει" την δική του ψυχή!).
Η ψυχή κάνει δικό της το Πνεύμα όχι με το να προσεγγίσει αυτό τοπικά (διότι πώς μπορείς να πλησιάσεις με το σώμα σου το ασώματο;) αλλά με το να απομακρύνει τα πάθη, τα οποία αφού προσκολλήθηκαν στην ψυχή αργότερα, λόγω της αγάπης προς την σάρκα, την απομάκρυναν από την εγγύτητα προς το Θεό.
Όταν λοιπόν καθαριστεί κανείς από την αισχρότητα, την οποία ντύθηκε με την κακία και επιστρέψει στη φυσική ωραιότητα, και αποδώσει σαν σε εικόνα βασιλική την αρχαία μορφή με τον καθαρισμό της, μόνο έτσι μπορεί να πλησιάσει τον Παράκλητο.
Αυτός λοιπόν, σαν ήλιος, αφού παραλάβει καθαρισμένα μάτια, θα σου δείξει στον εαυτό του την εικόνα του αόρατου. Στο μακάριο λοιπόν θέαμα της εικόνας θα δεις το ανέκφραστο κάλλος του πρωτοτύπου.
Με το Πνεύμα ανυψώνονται οι καρδιές, χειραγωγούνται οι ασθενείς, τελειοποιούνται όσοι προκόβουν. Αυτό, αφού φωτίσει αυτούς που έχουν καθαριστεί από κάθε κηλίδα, τούς καθιστά πνευματικούς, λόγω της κοινωνίας τους με Αυτό.
Και όπως τα λαμπερά και διαφανή σώματα, όταν πέσει πάνω τους κάποια ακτίνα, και τα ίδια λάμπουν περισσότερο και αντανακλούν μόνα τους και άλλη λάμψη, έτσι και οι πνευματοφόρες ψυχές, όταν καταυγαστούν από το Πνεύμα, και οι ίδιες γίνονται πνευματικές και σε άλλους στέλνουν τη χάρη.
Εδώ οφείλεται η πρόγνωση των μελλόντων, η κατανόηση των μυστηρίων, η γνώση των απόκρυφων, η διανομή των χαρισμάτων, η ουράνια ζωή, η μαζί με τους αγγέλους συμβίωση, η ατέλειωτη ευφροσύνη, η διαμονή με το Θεό, ή ομοίωση με το Θεό, και το ανώτερο από όσα μπορεί κανείς να επιθυμήσει, το να γίνει θεός.
(Περί Αγίου Πνεύματος,κεφ. Θ, εκδ ΕΠΕ, τόμος 10 σελ. 339-341)
Ο Χριστός μας γεννήθηκε! Έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη μας! Πόσο μεγάλη τιμή μας έκανε ο Κύριος! Πρέπει να Τον δοξολογούμε ακατάπαυστα γι’αυτό! Όλες αυτές τις μέρες που προηγήθηκαν, προετοιμάζαμε κι εμείς τη φάτνη της καρδιάς μας για να υποδεχτεί το Θεάνθρωπο! Αυτός που καταδέχτηκε να γεννηθεί σε ένα στάβλο, καταδέχεται τώρα να γεννηθεί και στις πήλινες καρδιές μας! Είναι πέρα από κάθε λογική η γενναιοδωρία του Χριστού μας! Νομίζω όμως ότι δε φτάνει μόνο αυτό… η γέννηση Του μέσα μας. Ο Θεάνθρωπος περιμένει από εμάς να Τον φροντίσουμε! Γεννήθηκε ευάλωτος στα χέρια της Θεοτόκου, γυμνός, πεινασμένος, διψασμένος, όπως κάθε παιδί που γεννιέται! Η Παναγία μας φυσικά έκανε όλα αυτά που έπρεπε να κάνει γιατί Τον αγάπησε όσο κανείς άνθρωπος!
Αφού όμως κι εμείς ποθήσαμε τη γέννηση Του στην καρδιά μας και ο Κύριος ήρθε, πρέπει νομίζω κι εμείς αυτό το Βρέφος, το Θείο Βρέφος να Το ταΐσουμε… τί άλλο από την προσκύνηση μας και τη δοξολογία μας, την υπακοή μας και την καλλιέργεια των αρετών; Αντί για μητρικό γάλα να Το ξεδιψάσουμε με τα δάκρυα της χαράς μας και της μετανοίας μας και με το αίμα της ψυχής μας, αγωνιζόμενοι κάθε φορά να σταθούμε στο ύψος αυτής της τιμής που μας έκανε ο Θεός! Ένα ύψος που φυσικά ποτέ δε θα το φτάσουμε! Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να αναρριχηθούμε μέχρι εκεί που μπορούμε! Με Αυτόν και γι’Αυτόν! Τα άλογα ζώα προθυμοποιήθηκαν να ζεστάνουν το Θείο Βρέφος! Εμείς θα Το αφήσουμε να κρυώσει στην παγωμένη καρδιά μας; Δεν πρέπει να Το θερμάνουμε με την αγάπη μας, τη χριστιανική αγάπη, όπως εξυμνείται από τον Απόστολο Παύλο [ Α΄ Προς Κορινθίους ιγ΄1-13] προς Αυτόν και μεταξύ μας; Δεν Του αξίζει να πιστεύουμε ένθερμα σε Αυτόν και να προσευχόμαστε με όλη μας την καρδιά;
Ο Ιωσήφ υπάκουσε τον Άγγελο και απομάκρυνε τον Ιησού από τον Ηρώδη που ήθελε να Τον θανατώσει! Έτσι κι εμείς υπακούοντες στην Εκκλησία και στον πνευματικό μας πρέπει να Τον προφυλάσσουμε από το θανατηφόρο ιό της αμαρτίας, επειδή στην καρδιά μας ή Αυτός θα είναι ή η αμαρτία! Οι γονείς όταν αποκτούν το πρώτο τους παιδί αλλάζουν όλη τους τη ζωή! Ζουν γι’αυτό γιατί είναι μεγάλη η ευθύνη τους! Αγάλλονται βλέποντας το, το νοιάζονται συνέχεια, χάνουν τον ύπνο τους, τις παλιές τους συνήθειες, κόβουν το θέλημα τους και όλα αυτά με χαρά μεγάλη γιατί το κάνουν για το παιδί τους… Αυτό το παιδί που γεννήθηκε τα Χριστούγεννα, το ιδιαίτερο παιδί, που ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα ούτε ποτέ δε θα γεννηθεί ξανά όμοιο με αυτό, αυτό το Παιδί που γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε για να σταυρωθεί για τη σωτηρία μας, πόσο πιο πολύ πρέπει να Το αγαπήσουμε, να Το φροντίσουμε και Το μεγαλώσουμε μέσα μας; Μήπως να Το αφήσουμε σε κάποιο κάδο απορριμμάτων όπως είναι της μόδας τώρα τελευταία; Όχι βέβαια! Ο Χριστός μας γεννήθηκε κι εμείς αναγεννιόμαστε μαζί Του! Για τον κόσμο που ζει μακριά Του, τα Χριστούγεννα τελείωσαν! Για τους χριστιανούς μόλις τώρα ξεκινάνε!
Σ’ευχαριστούμε Χριστέ μας!(Κ.Δ.Κ.)
Ο Όσιος Γρηγόριος (1296-1359) πολέμησε τον λατινόφρονα Βαρλαάμ. Γράφεται στο συναξάρι του κάτι πολύ χαρακτηριστικό:
«... Για να υποδείξουμε και μερικά από εκείνα που τον χαρακτήριζαν,
αυτά ήταν τα κατεξοχήν ιδιαίτερά του γνωρίσματα·
το υπερβολικά πράο και ταπεινό του χαρακτήρα του,
όπου δεν ήταν ο λόγος για το Θεό και τα θεία·
διότι σε αυτού του είδους τα θέματα,
ήταν πάρα πολύ μαχητής...»
(Συναξάριον Τριωδίου της Β΄Κυριακής Νηστειών)
Μόδεστος (στάλθηκε από τον αρειανόφρονα αυτοκράτορα Ουάλη να απειλήσει τον Μ. Βασίλειο): Κανεὶς μέχρι τώρα δὲ μίλησε μὲ τόσο θάρρος στὸ Μόδεστο, κανεὶς δὲν εἶχε μπροστά μου τόση παρρησία.
Ἦρθε καὶ ἡ ὥρα τοῦ κεραυνοῦ. Ὁ Βασίλειος δὲν κρατήθηκε. Οἱ ὧρες εἶναι μεγάλες, κρίσιμες, ἱστορικές. Γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κατηγορήσει κανεὶς ἐγωϊστή!
Βασίλειος: Γιατί δὲ συνάντησες ποτέ σου ἀληθινὸ ἐπίσκοπο. Ἀλλοιῶς θὰ σοῦ μιλοῦσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀφοῦ θ’ ἀγωνιζόταν γιὰ τόσο ὑψηλὰ πράγματα. (Ὁ Βασίλειος εἶδε τώρα τὸ συντριμμένο ἔπαρχο, μέτρησε καὶ τὸ βαρὺ λόγο ποὺ ξεστόμησε καὶ θέλησε νὰ μαλακώσει τὴν ἀτμόσφαιρα). Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, ἔπαρχε, εἴμαστε καλοὶ καὶ ταπεινοὶ ὅσο κανεὶς ἄλλος. Ὄχι μόνο στὸ βασιλιὰ δὲ φερόμαστε ὑπεροπτικά, μὰ οὔτε καὶ στὸν πιὸ μικρὸ ἄνθρωπο. Ἂν ὅμως τύχει νὰ κινδυνεύει ἡ πίστη στὸ Θεό, τότε περιφρονοῦμε τὰ πάντα καὶ ἀγκαλιάζουμε αὐτήν. Τότε ἡ φωτιά, τὸ ξίφος τοῦ δήμιου, τὰ θηρία καὶ τὸ ξέσκισμα τῆς σάρκας μας μὲ τὰ νύχια τῶν βασανιστῶν φέρνει σὲ μᾶς περισσότερο εὐχαρίστηση παρὰ φόβο. Γι’ αὐτὸ κάνε ὅ,τι θέλεις, ὅ,τι ἔχεις δικαιοδοσία. Βρίσε με, ἀπείλησέ με ὅσο θέλεις. Ἂς τὸ ἀκούσει ὅμως κι ὁ βασιλιάς, δὲν θὰ μὲ καταφέρεις νὰ δεχθῶ τὴν κακοδοξία, ἔστω κι ἂν ἀπειλήσεις χειρότερα.
(Ἀπό τό βιβλίο:Ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου: Βασίλειος Καισαρείας, Στυλιανού Παπαδοπούλου, Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας)
Η πνευματική πατρότητα και οι ιεροί Κανόνες
Η πορεία του ανθρώπου προς τον Θεό, που συνδέεται με την αναγέννηση του, προϋποθέτει την μετάνοια και την ελευθέρωση - μεταμόρφωση των παθών. Η αμαρτία οδήγησε τις δυνάμεις της ψυχής στην παρά φύση κατάσταση και με την μετάνοια πρέπει να οδηγηθούν στο κατά φύση και το υπέρ φύση.
Αυτό γίνεται με τα Μυστήρια της Εκκλησίας και την ασκητική ζωή. Η Εκκλησία καθόρισε και την μέθοδο με την οποία θεραπεύεται ο άνθρωπος. Βέβαια, τα Μυστήρια μεταγγίζουν την Χάρη του Θεού στον άνθρωπο, αλλά η μετοχή σε αυτά δεν γίνεται απροϋπόθετα.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι άγιοι Πατέρες των Οικουμενικών και των Τοπικών Συνόδων θέσπισαν ιερούς Κανόνες, τους οποίους πρέπει να αποδεχθούν εκείνοι που εξασκούν το υπεύθυνο αυτό έργο, να θεραπεύουν εν Χριστώ τους ανθρώπους.
Στα επόμενα θα εντοπισθούν δύο σημεία. Πρώτον, η θεολογία της πνευματικής πατρότητας και δεύτερον η αξία των ιερών Κανόνων για την θεραπεία του ανθρώπου.
1. Η θεολογία της πνευματικής πατρότητος
Ο Χριστός έδωσε την εξουσία του δεσμείν και λύειν στους Αποστόλους. Είπε: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον• αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε κεκράτηνται» (Ιω. κ, 22-23). Άλλοτε τους είπε: «ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λουκ. ι, 16). Ο Χριστός ομιλεί δια των Αποστόλων, σε αυτούς έδωσε την δυνατότητα της θεραπείας του λαού. Αυτοί είναι οι Ποιμένες του νέου λαού του Θεού.
Ο Απόστολος Παύλος διαθέτει την βεβαιότητα ότι ομιλεί εξ ονόματος του Χριστού. Υπάρχουν πολλά χωρία που μπορεί κανείς να παραθέση. Θα επιλεγούν μερικά από αυτά.
Στους Κορινθίους γράφει: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α΄ Κορ. ια΄, 1). Ζητά από τους Χριστιανούς να τον μιμηθούν, γιατί και εκείνος μιμήθηκε τον Χριστό και έχει την βεβαιότητα ότι ο λόγος του είναι λόγος Χριστού. Γράφει: «Ει τις δοκεί προφήτης είναι ή πνευματικός, επιγινωσκέτω α γράφω υμίν, ότι του Κυρίου εισίν εντολαί» (Α΄Κορ. ιδ΄, 37). Και σε άλλη επιστολή είναι απόλυτος: «τούτο γαρ υμίν λέγομεν εν λόγω Κυρίου» (Α΄Θεσ. δ', 15). Πιστεύει ότι μέσα απ’ αυτόν ομιλεί ο Ίδιος ο Χριστός (βλ. Β' Κορ. ιγ', 3). Ο Ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας τους λόγους του Αποστόλου Παύλου, λέγει: «ου γαρ Παύλος εστιν ο λαλών, αλλ’ ο Χριστός ο την εκείνου ψυχήν κινών• δι’ εκείνου γαρ φθέγγεται πάντα, άπερ εκείνος είπε». Πλέον χαρακτηριστικός είναι ο Απόστολος Παύλος, όταν γράφη: «εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας• εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α' Κορ. δ', 15). Έχει την βεβαιότητα ότι εγέννησε κατά Θεό τους Χριστιανούς της Κορίνθου, γι’ αυτό είναι Πατέρας Πνευματικός και έχει υποχρεώσεις και καθήκοντα απέναντί τους. Δεν αισθάνεται μόνον Πνευματικός Πατέρας, αλλά και πνευματική μητέρα που κυοφορεί και πονάει προκειμένου να γεννήση: «τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν!» (Γαλ. δ', 19). Φαίνεται εδώ η μεγάλη σημασία των Πνευματικών μας Πατέρων για την κατά Θεό γέννηση.
Αλλά η διδασκαλία της μεγάλης αξίας και σπουδαιότητος των αγίων Πατέρων για την πνευματική μας ενηλικίωση φαίνεται και στην διδασκαλία των αγίων. Θα αναφερθούν μερικά τέτοια κείμενα.
Ο Μ. Αντώνιος, ο οποίος θεωρείται ο πρώτος αναχωρητής, ομιλώντας για την υπακοή του μοναχού προς τον Πνευματικό του Πατέρα, συνιστά: «Ει δυνατόν, όσα βήματα βάλλει ο μοναχός, ή όσας σταγόνας πίνει εις το κελλίον αυτού, οφείλει θαρρείν τοις γέρουσιν• εί άρα ου πταίει εν αυτοίς». Ο λόγος αυτός φαίνεται υπερβολικός για τους σημερινούς ανθρώπους. Γνωρίζω ότι γίνονται υπερβολές στο σημείο αυτό από εμπαθείς Γέροντες, αλλά πρέπει να ερμηνευθή ως προσπάθεια του ανθρώπου να απαλλαγή από την τυραννία του δικού του θελήματος και προσπάθεια να αποκτήση την προσωπική του ελευθερία. Επειδή δε ο πόλεμος του μοναχού είναι λεπτότατος, γι’ αυτό και η υπακοή που ζητείται από αυτόν πολλές φορές φαίνεται αυστηρή και σκληρή. Είναι, όμως, αυτή που σώζει. Ο λόγος αυτός του Μ. Αντωνίου δεν απολυτοποιείται, αλλά και δεν παραθεωρείται. Είναι λόγος θεραπευτικός σε μερικές περιπτώσεις.
Ο Μ. Βασίλειος, ο ιδρυτής του κοινοβιακού θεσμού, ομιλεί για την υπακοή και την αξία του Πνευματικού Πατρός για την πνευματική μας ζωή. Και εδώ θα φανούν υπερβολικοί οι λόγοι, αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι προέρχονται από τον Μ. Βασίλειο και ότι η παρουσία του Πνευματικού Πατρός για τον μοναχό και για τον κοσμικό είναι απαραίτητη. Εάν βρης, λέγει ο Μ. Βασίλειος, με την Χάρη του Θεού, διδάσκαλο αγαθών έργων, τότε «τήρησον παρ' εαυτώ, μηδέν παρά γνώμην αυτού διαπράττεσθαι». Δεν πρέπει να κάνη τίποτε ο άνθρωπος χωρίς την γνώμη του Πνευματικού του Πατρός. Γιατί ό,τι γίνεται έξω από την γνώμη του «κλοπή τις εστί και ιεροσυλία προς θάνατον άγουσα, ου προς ωφέλειαν, καν δοκή σοι αγαθόν είναι». Έστω κι αν θεωρήται ότι κάτι είναι αγαθό, εν τούτοις, χωρίς την γνώμη και την ευλογία του Πνευματικού Πατρός, είναι κλοπή και ιεροσυλία, που οδηγεί στον πνευματικό θάνατο.
Μια τέτοια απλή υπακοή στον Πνευματικό Πατέρα είναι πνευματικό γεγονός και όχι ψυχολογική κατάσταση. Κατά τον Μ. Βασίλειο, η τελεία υπακοή στον Πνευματικό Πατέρα έγκειται όχι μόνον στο να αποφεύγει κανείς τα άτοπα, «αλλά μηδέ αυτά τα επαινετά χωρίς της εκείνου γνώμης ποιείν». Φθάνει δε στο σημείο ο Μ. Βασίλειος να δώση συμβουλή: «Γενού πιστός θησαυρός των αρετών και έχε κλείδα την του πνευματικού πατρός γλώσσαν». Κλειδί των θησαυρών των αρετών πρέπει να είναι η γλώσσα του Πνευματικού Πατέρα. «Αυτή σου ανοιγέτω το στόμα προς μετάληψιν άρτου και αυτή αποκλειέτω». Γνωρίζει ο Μ. Βασίλειος ότι, τουλάχιστον στην αρχή της πνευματικής ζωής, είναι απαραίτητη η υπακοή σε Πνευματικό Πατέρα για να απαλλαγούμε από το πάθος της φιλαυτίας. Χρησιμοποιεί δε μερικά παραδείγματα. Όπως ο ποιμήν οδηγεί τα πρόβατα τα οποία δεν αντιλέγουν, αλλά πάντοτε τον ακολουθούν, έτσι και οι ασκητές πρέπει να ακολουθούν τον πνευματικό τους ποιμένα. Και όπως το εργαλείο και ένα υλικό αντικείμενο δεν αντιδρά στον εργάτη και τον οικοδόμο, «ούτω προσήκει τον ασκητήν, ως όργανον τεχνίτη προς συμπλήρωσιν του πνευματικού οικοδομήματος συντελούν, εν πάσι πείθεσθαι». Θεωρεί απαραίτητη την παρουσία του Πνευματικού Πατρός, αλλά και την υπακοή του πνευματικού τέκνου προς αυτόν. Και, μάλιστα, γράφει ότι, όπως ο Θεός, ο Οποίος είναι και καλείται από όλους Πατέρας, «ακριβεστάτην παρά των αυτού θεραπόντων απαιτεί την ευπείθειαν», έτσι και ο Πνευματικός Πατέρας των ανθρώπων, συντονίζοντας τις εντολές του προς τον νόμο του Θεού, «αναμφίλεκτον την υπακοήν απαιτεί». Η δε καταλαλιά εναντίον του Πνευματικού Πατέρα τιμωρείται σκληρά. Φέρνει ως παράδειγμα την περίπτωση της τιμωρίας της Μαριάμ, αδελφής του Μωυσέως, που κατηγόρησε τον Μωυσή. Έστω κι αν προσευχήθηκε ο ίδιος ο Μωυσής, εν τούτοις ο Θεός δεν το άφησε ανεκδίκητο: «Ης το αμάρτημα ουδέ αυτού Μωυσέως δεομένου ανεκδίκητον αφήκεν ο Θεός».
Η αντίρρηση ότι αυτά γράφονται προς μοναχούς δεν ευσταθεί, γιατί οι μοναχοί είναι «οι ευαγγελικώς ζώντες» και, όπως γνωρίζουμε, το ευαγγέλιο δεν εντέλλονται να το τηρούν μόνον οι μοναχοί, αλλά και οι κοσμικοί. Δεν έδωσε ο Θεός άλλο ευαγγέλιο και άλλες εντολές στους μοναχούς και άλλες στους κοσμικούς. Αλλά με ορισμένες προσαρμογές και τηρουμένων των αναλογιών, οι ευαγγελικές εντολές και οι αποστολικές παραγγελίες - «πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε• αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών ημών ως λόγον αποδώσοντες» (Έβρ. ιγ', 17)- ισχύουν για όλους τους Χριστιανούς.
Ο άγιος Μάξιμος ο Oμολογητής γράφει ότι τέτοια πρέπει να είναι η αγάπη του τέκνου προς τον Πνευματικό του Πατέρα, ώστε να μην καταδέχεται λοιδορίες εναντίον του και να μην ενθαρρύνει αυτόν που τον ατιμάζει: «Μη καταδέχου κατά πατρός σου λοιδορίας, μηδέ προθυμοποιήσης τον ατιμάζοντα αυτόν, ίνα μη οργισθή Κύριος επί τοις έργοις σου και εξολοθρεύση σε εκ γης ζώντων».
Ο όσιος Θαλάσσιος βλέπει το πρόβλημα της ανυπακοής ή της μη αποκτήσεως Γέροντος και της μη συμμορφώσεως προς τις εντολές του βαθύτερα. Ο άνθρωπος, λέγει, που είναι νεκρωμένος από τα πάθη «συμβουλής ουκ αισθάνεται• και παιδεύσεως πνευματικής, το σύνολον ουκ ανέχεται». Οι εμπαθείς άνθρωποι, όσο είναι νεκροί πνευματικά, δεν έχουν πνευματικές αισθήσεις για να αισθανθούν την αξία των συμβουλών και της πνευματικής παιδεύσεως, γι’ αυτό και αντιδρούν. Συνετός άνθρωπος, κατά τον όσιο Θαλάσσιο, δεν είναι εκείνος που διαθέτει ισχυρή κρίση και δυνατή λογική, αλλά «ο συμβουλής ανεχόμενος και μάλιστα πνευματικού πατρός κατά Θεόν συμβουλεύοντος».
Βαθύς ανατόμος της ανθρωπίνης ψυχής είναι και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφεύς της Κλίμακος που άσκησε μεγάλη επίδραση στην μοναχική ζωή και πολιτεία. Οι λόγοι του απορρέουν από την πείρα και την γνώση της πνευματικής ζωής που απέκτησε ο ίδιος. Το ότι η Εκκλησία τοποθέτησε την μνήμη του την Δ' Κυριακή των Νηστειών και τον έχει καθιερώσει με τον τίτλο του συγγραφέως της Κλίμακος, και πολλές φορές τιτλοφορείται ως ο της Κλίμακος άγιος, δείχνει την μεγάλη αξία του, αλλά και την μεγάλη σπουδαιότητα του βιβλίου, που προήλθε από την αγιασμένη του ύπαρξη.
Σε πολλά σημεία του βιβλίου του γίνεται λόγος για την αξία του Πνευματικού Πατρός και την μεγάλη σπουδαιότητα της υπακοής. Μάλιστα, στην υπακοή έχει αφιερώσει και ειδικό κεφάλαιο, που το τοποθετεί στην αρχή του έργου του για να δείξη ότι η υπακοή στον πνευματικό οδηγό είναι απαραίτητη για την σωτηρία. Ομιλεί για το απαραίτητο του Πνευματικού Πατρός. Παραλληλίζει την πορεία του ανθρώπου προς την Βασιλεία του Θεού με την πορεία του Ισραηλιτικού λαού προς την γη της επαγγελίας. Έτσι, όσοι θέλουμε να φύγουμε από την γη της Αίγυπτου και θέλουμε να πορευθούμε προς την γη της επαγγελίας, «πάντως Μωυσέως τινός και ημείς μεσίτου προς Θεόν και μετά Θεόν δεόμεθα». Αυτός, ιστάμενος στο μέσον πράξεως και θεωρίας, θα προσεύχεται για μας στον Θεό. Με τον τρόπο αυτό θα περάσουμε την θάλασσα των αμαρτημάτων και θα κατατροπώσουμε τον Αμαλήκ των παθών. Γι’ αυτό συνιστά: «ηπατήθησαν τοίνυν τινές οι εαυτοίς θαρρήσαντες, και μηδενός του προηγουμένου χρήζειν υπονοήσαντες». Όσοι έφυγαν από την Αίγυπτο χρειάσθηκαν τον Μωυσή, όσοι έφυγαν από τα Σόδομα είχαν άγγελο που τους καθοδηγούσε. Το ίδιο και όσοι θέλουν να θεραπευθούν από τα σωματικά και ψυχικά πάθη, «αγγέλου, ήγουν ισαγγέλου, ιν’ ούτως είπω, του βοηθούντος επιδέονται».
Στο χωρίο αυτό ο Πνευματικός Πατέρας χαρακτηρίζεται άγγελος και ισάγγελος. Είναι ο νέος Μωυσής που μας οδηγεί από την δουλεία των παθών στην ελευθερία των τέκνων του Θεού. Η αγάπη προς έναν τέτοιο άγγελο δεν είναι προσωπολατρεία, αλλά είναι πραγματική αγάπη ενός θεραπευθέντος άρρωστου προς τον θεράποντα ιατρό. Όπως το πλοίο, λέγει σε κάποιο άλλο σημείο, όταν έχη καλό κυβερνήτη, συνεργούντος του Θεού, έρχεται στο λιμάνι, «ούτω και ψυχή αγαθόν έχουσα ποιμένα, ευχερώς εις ουρανόν ανέρχεται, καν πάμπολλα κακά διαπραξαμένη καθέστηκεν».
Σχεδόν όλοι οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι χωρίς ποιμένα και Πνευματικό Πατέρα είναι αδύνατη η σωτηρία μας. Μάλιστα, ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει έναν φοβερό λόγο, τον οποίο δεν διστάζει να αναφέρη, γιατί έχει συνήγορο τον Μωυσή. Ο Μωυσής ομιλούσε προς τον Θεό και ο Θεός, δια του Μωυσέως, ομιλούσε στον λαό. Και λέγει ο άγιος Ιωάννης ότι είναι συμφέρον να αμαρτήσουμε στον Θεό, παρά στον Πνευματικό Πατέρα. Γιατί, όταν εξοργίσουμε τον Θεό, υπάρχει ο Πνευματικός Πατέρας που θα μας καταλλάξη με Αυτόν. Εάν, όμως, στενοχωρήσουμε τον Πνευματικό Πατέρα, ποιος θα μας συμφιλιώση με τον Θεό; Γράφει: «Συμφέρον εις Θεόν, και μη εις πατέρα ημών αμαρτήσαι• Θεού γαρ παροργισθέντος ο ημών διδάσκαλος καταλλάξαι αυτόν προς ημάς δύναται• τούτου δε υφ’ ημών ταραχθέντος, τινά τον εξιλεούμενον λοιπόν υπέρ ημών ουκ έχομεν».
Στα θέματα αυτά αναφέρεται και ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος. Βέβαια, στα όσα γράφει προϋποθέτει άγιο και απαθή Πνευματικό Πατέρα, όπως ο ίδιος είχε Γέροντα τον άγιο Συμεών τον ευλαβή. Ο Πνευματικός Πατέρας είναι εις τύπο και τόπο της παρουσίας του Χριστού. Όποιος έχει πίστη εναργή προς τον Πνευματικό του Πατέρα, «βλέπων αυτόν, αυτόν βλέπειν λογίζεται τον Χριστόν•και συνών ή ακολουθών αυτώ, Χριστώ συνείναι και ακολουθείν βεβαίως πιστεύει». Ο άνθρωπος αυτός «ουκ επιθυμήσει ετέρω τινί ομιλήσαι ποτέ, ου προτιμήσει τι των του κόσμου πραγμάτων υπέρ την εκείνου μνήμην ομού και αγάπην». Δεν προτιμά τίποτε περισσότερο από την μνήμη του Πνευματικού Πατρός και την αγάπη του προς αυτόν. Φαίνεται εδώ ότι η αγάπη προς τον Πνευματικό Πατέρα αναβαίνει σε Αυτόν τον Ίδιο τον Χριστό, διότι στον Πνευματικό Πατέρα ενεργεί ο Χριστός. Αλλά, σημειώνει ο άγιος Συμεών ότι, όπως η τιμή και η αγάπη προς τον γνήσιο θεραπευτή των ψυχών μας αναβαίνει προς τον Χριστό, έτσι και η τιμή και η αγάπη σε ψευτοδιδασκάλους αναβαίνει στον αντίχριστο. Επομένως, περισσότερο πρέπει να μας ενοχλή και να μας προβληματίζη η προσωπολατρεία σε ψευτοδιδασκάλους, σε Πνευματικούς που δεν δέχονται την Παράδοση της Εκκλησίας, που δεν είναι ναοί του Αγίου Πνεύματος.
Πάντως, όταν ο άνθρωπος πεισθή με γεγονότα, διαβεβαιώσεις και σημεία ότι ο Πνευματικός Πατέρας είναι «χαριτωμένος», δηλαδή έχει εμπειρίες της πνευματικής ζωής, έχει αδιάλειπτη εσωτερική προσευχή, που είναι σαφής ένδειξη ότι έγινε ναός του Παναγίου Πνεύματος, τότε οφείλει τελεία υπακοή. Μάλιστα, σε Κατήχησή του ο άγιος Συμεών παραλληλίζει την στάση των Μαθητών προς τον Χριστό με την στάση που πρέπει να τηρούν οι υποτακτικοί στον Πνευματικό τους Πατέρα. Αν δης, λέγει, τον Πνευματικό σου να ατιμάζεται, να φθονήται, να ραπίζεται και να σύρεται, τότε δεν πρέπει να σκανδαλισθής, «αλλ’ ως θερμός Πέτρος λάβε την μάχαιραν και την χείρα εκτείνας, μη το ωτίον μόνον αλλά και την χείρα και την γλώσσαν απόκοψον του επιχειρούντος λέγειν κατά του σου πατρός ή αυτού άπτεσθαι». Έστω κι αν τότε επιτιμηθής, όπως επιτιμήθηκε ο Πέτρος, «πάντως και μειζόνως επαινεθήσει της πολλής αγάπης και πίστεως ένεκα».
Η αγάπη προς τον Πνευματικό Πατέρα φαίνεται και σε πράγματα τα οποία, ενδεχομένως, είναι παρεξηγήσιμα από τους ανθρώπους, που διαθέτουν τους δερμάτινους χιτώνες της πεπτωκυίας λογικής. Και, όμως, ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος λέγει ότι εκείνος που έχει εναργή πίστη στον Πνευματικό του Πατέρα δεν σέβεται μόνον αυτόν, αλλά και τον τόπο στον οποίο στέκεται. Γιατί, αν και η σκιά ακόμη του Πέτρου ή τα μαντήλια των Αποστόλων έκαναν θαύματα, το ίδιο μπορεί να συμβή και με τα πράγματα που συνδέονται με τον άγιο πατέρα. Ο υποτακτικός πιστεύει, κατά τον άγιο Συμεών, ότι ακόμη και η σκόνη των ποδών του Πνευματικού μπορεί να τον θεραπεύση. Αυτός ο λόγος δεν είναι υπερβολικός, γιατί η Χάρη του Θεού από τον άνθρωπο διαβαίνει και στην άλογη δημιουργία. Και ξέρουμε από την ζωή της Εκκλησίας ότι και αυτές οι αλυσίδες με τις οποίες δέθηκε ο Απόστολος Πέτρος στην φυλακή, έκαναν θαύματα, αφού δι’ αυτών ενεργούσε η Χάρη του Θεού, και έτσι στην Εκκλησία έχει θεσπισθή και εορτή της τιμίας αλύσεως του Αποστόλου Πέτρου. Έχουμε πολλά τέτοια παλαιά και πρόσφατα παραδείγματα. Η φανέλλα που φορούσε ο άγιος Νεκτάριος, την οποία τοποθέτησαν μετά την κοίμησή του σε έναν ασθενή, που βρισκόταν στο διπλανό κρεβάτι, τον θεράπευσε.
Ο άγιος Συμεών, ο νέος Θεολόγος, λέγει ότι ο υποτακτικός ευλαβείται και τα προσωπικά αντικείμενα του Πνευματικού του Πατρός και δεν τολμά να τα εγγίξη, χωρίς την δική του εντολή. Κάθε φορά που μεταχειρίζεται τέτοια αντικείμενα το κάνει με φόβο και σεβασμό, θεωρώντας τον εαυτό του ανάξιο «μη μόνον της τούτων θέας και λειτουργίας, αλλά και της εν τη κέλλη αυτού διαγωγής». Μάλιστα, αναφέρει δική του περίπτωση, σύμφωνα με την οποία, σε μια περίοδο της ζωής του, ύστερα από την μεγάλη κλήση από τον Χριστό, κατήντησε «εις παντελή σκότωσιν» και ζούσε σαν να μην είχε ακούσει ποτέ τα ρήματα του Χριστού. Και σε αυτήν την κατάσταση τον έσωσε μόνον η αγάπη του προς τον Πνευματικό του Πατέρα. «Και τα γινόμενα εξηγόρευον και εις το κελλίον αυτού, ότε εν τη πόλει ετύγχανον, απηρχόμην συχνότερον, ει και τας εντολάς αυτού ο ασυνείδητος ουκ εφύλαττον». Δηλαδή, και μόνον η αγάπη προς τον Πνευματικό Πατέρα γίνεται ικανή να μας επαναφέρη από την πνευματική σκότωση, από την απώλεια, και να μας οδηγήση στον θαυμαστό δρόμο της σωτηρίας μας. Και μόνον η υπακοή στον Πνευματικό Πατέρα μεταδίδει Χάρη και αποκαλύπτει τα μυστήρια του Πνεύματος.
Αναφέρει περίπτωση δική του, κατά την οποία, όταν άκουσε την συμβουλή του Πνευματικού του Πατέρα, έφθασε στην θεωρία του ακτίστου Φωτός. Ο Πνευματικός του, επειδή είδε τον εγωιστικό τρόπο της ασκήσεώς του, του έδωσε εντολή να πη μόνον το Τρισάγιο και να κοιμηθή. Γράφει στην συνέχεια: «και το «άγιος ο Θεός» εναρξάμενος, μνησθείς των τε λόγων του αγίου, ευθέως εις δάκρυα και εις πόθον θείον επί τοσούτον εκινήθην, ώστε μη δύνασθαί με δια λόγου παραστήσαι την γενομένην μοι τηνικαύτα χαράν τε και ηδονήν. Αλλά γαρ ευθύς πρηνής πεσών επί γης είδον, και ιδού φως πολύ νοερώς επιλάμψαν μοι και προσλαβόμενόν μου τον νουν όλον άμα προς εαυτό και την ψυχήν ώστε τω αθρόω του θαύματος εκπλαγηναί με και ως εν εκστάσει γενέσθαι». Και, επομένως, αυτό που δεν μπορούσε να επιτύχη με την υπερβολική άσκηση, το πέτυχε με τις πρεσβείες και ευλογίες του Πνευματικού του Πατρός. Γιατί, όπως ο Προφήτης Ηλίας ευλόγησε τον Ελισαιέ και του έδωσε διπλότερη Χάρη, έτσι και η ευλογία του Πνευματικού Πατρός μεταδίδει ζωή, ενέργεια. Με την ευλογία του ο Πνευματικός Πατέρας μεταδίδει την ζωή του, που ουσιαστικά είναι η ενέργεια του Τριαδικού Θεού που υπάρχει μέσα του.
Ο Πνευματικός Πατέρας όχι μόνον βοηθά το πνευματικό παιδί του όσο ζη, αλλά το βοηθά και μετά την κοίμησή του. Γι αυτό γράφει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος: «Πίστευε δε ότι μετά παρρησίας παρίσταται τω Θεώ καν τω τάφω το σώμα τούτου κατέθηκας και αδιστάκτως επικαλού την πρεσβείαν αυτού• και βοηθήσει σοι ενταύθα και εκ πάντων φυλάξει σε των εναντίων, και υποδέχεται σε εν τω εκδημείν σε από του σώματος και μονήν αιωνίαν ετοιμάσει σοι». Ο Πνευματικός Πατέρας, μετά την κοίμησή του, ενδιαφέρεται για το πνευματικό του παιδί, το βοηθά στις δυσκολίες, του ετοιμάζει τόπο και θα το υποδεχθή, όταν αναχωρήση από την ζωή αυτή.
Αγαπούμε τον Πνευματικό Πατέρα γιατί μας αναγεννά και μας οδηγεί στην σωτηρία. Μέσα σε αυτόν ενεργεί η αγιαστική Χάρη του Τριαδικού Θεού. Γι’ αυτό, κατά τον άγιο Συμεών, «τω εαυτού πατρί αντιλέγοντι συγχαίρουσι δαίμονες, τω δε μέχρι ταπεινουμένω θανάτου θαυμάζουσιν άγγελοι».
Η μη αποδοχή Πνευματικού Πατρός συνδέεται με την μη αναγέννηση του ανθρώπου. Ο άγιος Νικήτας ο Στηθάτος, μαθητής του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου, λέγει: «το μη υποταγήναι πατρί πνευματικώ κατά μίμησιν του μέχρι θανάτου και σταυρού υποταγέντος Υιού τω Πατρί, το μη γεννηθήναι άνωθεν εστίν». Αυτός που δεν είναι «υιός αγαπητός πατρός αγαθού, πώς πατήρ άρα.:,». Πώς μπορεί να γίνη κάποιος Πνευματικός Πατέρας, αν προηγουμένως δεν έχη αποδειχθή αγαπητός υιός καλού Πνευματικού Πατρός; Η επιστήμη της πνευματικής ζωής δεν μπορεί να μεταδοθή από εξωτερικές διδασκαλίες, αλλά από υπακοή σε Πνευματικούς Πατέρες και από την αποβολή του θελήματος του υποτακτικού. Μια γνώση της πνευματικής ζωής μόνον από μελέτες, ίσως και από προσωπική πείρα, δυνατόν να έχη μέσα της οίηση που δεν συνιστά πνευματική υγεία, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναίτη.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας την εντολή της Παλαιός Διαθήκης «τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου», λέγει: εάν οφείλης τιμή και αγάπη προς τους σαρκικούς γονείς σου, «πόσω πλέον τιμήσεις και αγαπήσεις τους κατά πνεύμα σοι γεγονότος πατέρας;». Αυτοί σε οδήγησαν από το είναι στο εύ είναι «και μετέδωκάν σοι του φωτισμού της γνώσεως και εδίδαξαν την φανέρωσιν της αλήθειας και ανεγέννησάν σε δια του λουτρού της παλιγγενεσίας και ενέθηκάν σοι την ελπίδα της αναστάσεως και της αθανασίας και της αδιαδόχου βασιλείας και κληρονομιάς και εποίησάν σε εξ αναξίου άξιον των αιωνίων αγαθών και ουράνιον αντ’ επιγείου και αιώνιον αντί πρόσκαιρου και υιόν και διδακτόν, ουκέτι ανθρώπου, αλλά του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού...». Γι’ αυτόν τον λόγο συνιστά: «Πάσαν ουν τιμήν και αγάπην οφείλεις τοις πνευματικοίς πατράσιν, ως της εις αυτούς τιμής αναφερομένης επί τον Χριστόν και το Πανάγιον Πνεύμα... και τον επουράνιον Πατέρα...».
Οι Πνευματικοί Πατέρες είναι η πραγματική παρουσία του Τριαδικού Θεού. Γι’ αυτό, καταλήγοντας ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, συνιστά να σπεύσουμε να αποκτήσουμε Πνευματικό Πατέρα «δια του βίου παντός» και να εξαγγέλουμε τα αμαρτήματα «και πάντα λογισμόν και λαμβάνειν παρ’ αυτού την ιατρείαν και την άφεσιν». Επί πλέον, χρειάζεται υπακοή σε αυτούς και όχι αντιλογία, γιατί διαφορετικά προξενούμε απώλεια στις ψυχές μας. Εάν εκείνος που αντιλέγει ατούς κατά σάρκα γονείς τιμωρήται κατά τον νόμο, «πώς ο αντιλέγων τοις κατά πνεύμα πατράσιν, ου το πνεύμα του Θεού διώκει απ΄ αυτού και την οικείαν απόλλυσι ψυχήν;». Γι αυτό ο άγιος επιγραμματικά τονίζει: «Δια τούτο και συμβούλευσαι και επάκουσον δια τέλους τοις σοις εν πνεύματι πατράσιν, ίνα σωθή σου η ψυχή και κληρονόμος γένη των αιωνίων και ακηράτων αγαθών».
Βέβαια, η υπακοή στους Πνευματικούς Πατέρες δεν είναι μια τυφλή πειθαρχία, δεν είναι μια κλίση απλώς της θελήσεώς μας. Μπορεί αυτό να συμβαίνη στην αρχή της πνευματικής ζωής, όταν, σκοτισμένοι από τα πάθη και την υπερτροφική ενέργεια της λογικής, αδυνατούμε να δούμε το θέλημα του Θεού. Τότε ο νους μας είναι τυφλός και εντελώς ανίκανος να δεχθή τις ελλάμψεις του θείου Φωτός. Και μπορεί, στην αρχή τουλάχιστον της πνευματικής μας πορείας, να χρειάζεται μια αδιάκριτη υπακοή στους θεουμένους Πνευματικούς μας Πατέρες, αλλά, τελικά, η υπακοή δεν είναι απλώς κλίση της θελήσεώς και απλή πειθαρχία, αλλ’ είναι, κυρίως, έκφραση πραγματικής αγάπης.
Η υπακοή είναι μυστήριο. Ο άνθρωπος με την υπακοή και δια της υπακοής εισέρχεται στην οδό της υποστατικής ενότητος, βιώνει την ενότητα και την ελευθερία των αγαπωμένων προσώπων. Εξασκώντας την υπακοή απεκδυόμαστε του δικού μας θελήματος, και όπως γράφει ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, εξερχόμαστε από την φυλακή του εαυτού μας και προσπαθούμε να εισέλθουμε στην υπόσταση του Πνευματικού μας Πατρός για να εξακριβώσουμε το θέλημά του. Στην συνέχεια, εφαρμόζοντας την συμβουλή του, ανοίγουμε τους διαδρόμους της υπάρξεώς μας και αφήνουμε την υπόστασή του να εισέλθη μέσα μας. Και έτσι, εισερχόμενοι εμείς στην υπόσταση εκείνου και αφήνοντας την υπόστασή του να εισέλθη στην δική μας υπόσταση, αποκτούμε μια μικρή γεύση της υποστατικής ενότητος μεταξύ ημών και του Πνευματικού Πατρός. Με την πάροδο του χρόνου αυτό το κάνουμε και σε κάθε άνθρωπο και, έτσι, βιώνουμε την κοινωνία της αγάπης. Επομένως, η πνευματική πατρότητα είναι μυστήριο. Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήση αυτό το μυστήριο με λογικές και ορθολογιστικές προϋποθέσεις. Εννοείται, φυσικά, υπακοή η οποία δεν αντιβαίνει στον Νόμο του Θεού και στην Παράδοση της Εκκλησίας.
Η αγάπη προς τον Πνευματικό Πατέρα και η υπακοή σε αυτόν δημιουργεί μια ιδιαίτερη κατάσταση. Ο υποτακτικός αισθάνεται χαρούμενος να υπηρέτη έναν τέτοιο άγιο Πατέρα και σέβεται όχι μόνον αυτόν, αλλά και τα αντικείμενα που συνδέονται με αυτόν. Μνημονεύσαμε προ ολίγου την διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου σχετικά με το σημείο αυτό. Εδώ θα παρατεθή η διδασκαλία του Αββά Δωροθέου για το ίδιο θέμα. Ένα διάστημα ο Αββάς Δωρόθεος υπηρετούσε τον Αββά Ιωάννη. Και γράφει ο άγιος Δωρόθεος: «Ούτω δε ησπαζόμην την θύραν του κελλίου αυτού έξωθεν, ώσπερ προσκυνεί τις τον τίμιον σταυρόν. Πόσω μάλλον το υπηρετήσαι αυτώ. Τις γαρ ουκ ήθελεν αξιωθήναι τοιούτου αγίου;». Ίσως, πολλοί δεν μπορούν να κατανοήσουν τέτοιες διδασκαλίες. Γι’ αυτό πολλές φορές παρατηρώ ότι στην εποχή μας γίνεται μια υπερπαραγωγή θεολογικών και πατερικών μελετών, αλλά αγνοείται η ασκητική ζωή της Εκκλησίας. Συλλαμβάνουμε το ιμάτιο του Χριστού, αλλά μας διαφεύγει ο Ίδιος ο Χριστός. Όπως η γυναίκα του Πετεφρή έπιασε με τα χέρια της το ιμάτιο του Ιωσήφ, αλλά ο Ιωσήφ έφυγε γυμνός, το ίδιο γίνεται και με μας. Παραμένουμε στους τύπους και χάνουμε την ουσία.
Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε από προσωπική πείρα την μεγάλη αξία της υποταγής. Όμως δι’ αυτής αναγεννιόμαστε. Ουσιαστικά μας θεραπεύει η Χάρη του Θεού, δια της αποβολής του δικού μας θελήματος, δια της ταπεινώσεως. Γι’ αυτό στο Άγιον Όρος λένε ότι, αν δεν θάψης τον Γέροντά σου, δεν μπορείς να γίνης Γέροντας. Αν είχαμε προσωπική εμπειρία της αξίας της υπακοής, θα αντιλαμβανόμασταν ότι μέσα στην γνήσια ατμόσφαιρα της θεραπευόμαστε πνευματικά.
Η υπακοή είναι μαρτύριο, είναι σταυρός, και δια του σταυρού νεκρώνεται ο παλαιός άνθρωπος και ανίσταται ο νέος άνθρωπος. Έτσι, μεταμορφώνονται τα συναισθήματα και γίνονται πνευματικά βιώματα. Γι’ αυτό τονίζει ο όσιος Βαρσανούφιος: «το μέτρον της αγάπης πνευματικών πατέρων, ουκ έχει τι βλαβερόν, ουδέ σαρκικόν• ησφαλισμένοι γαρ εισί τω πνευματικώ φρονήματι».
Όλα αυτά που αναφέραμε δείχνουν την μεγάλη αξία του Πνευματικού Πατρός για την σωτηρία μας. Δι’ αυτού οδηγούμαστε στην νέα γη της επαγγελίας. Γι’ αυτό και η αγάπη και η τιμή προς αυτόν πρέπει να είναι μεγάλη. Ουσιαστικά, η τιμή και η αγάπη προς τον Πνευματικό Πατέρα αναφέρεται στον Χριστό, γιατί το έργο του αυτό το κάνει με την δύναμη του Τριαδικού Θεού. Δεν πρόκειται για λατρεία ενός προσώπου, αλλά για κοινωνία, για ενότητα με τον Θεό. Δεν πρόκειται για συναισθηματική αγάπη, αλλά για εν Χριστώ ενότητα που παραμένει ατούς αιώνες. Κι αν στην αρχή υπάρχη κάτι το άρρωστο, κάτι το συναισθηματικό, όμως μέσα στην λάβα του θείου πυρός κατακαίεται, μεταμορφώνεται, γίνεται πνευματική αγάπη, που είναι θεία ενέργεια. Βεβαίως, υπάρχουν και αρρωστημένες προσκολλήσεις, αλλά μέσα στο «πνεύμα» της μετάνοιας τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος μας προτρέπει να μιμηθούμε την διαγωγή της Πρωτομάρτυρος Θέκλης απέναντι στον Απόστολο Παύλο, η οποία προσκολλήθηκε στην θυρίδα της οικίας του, σαν την αράχνη, για να ακούση την διδασκαλία του. Και όταν εκείνος έφυγε, «αυτόν κατεδίωκεν, μόνη φυγή χρησαμένη και γονείς και μνηστήρα και άπαντα λιπούσα, εκείνον μόνον εζήτει και ποθούσα κατέτρεχε, μη ανεχομένη ετέρου τινός επιμνησθήναι καθόλου πλην Παύλου». Τόσο πολύ φλεγόταν από τον πόθο του Αποστόλου Παύλου, «ώστε, κυλινδουμένη επί του τόπου ου ο Παύλος διδάσκων εκάθητο, κατεφίλει το έδαφος εν ω ίσταντο οι πόδες αυτού». Και συνιστά ο άγιος: «ει μη εύρες, ζήτησον και ευρήσεις».
Η καταδίωξη αυτή του Αποστόλου Παύλου από την άγια Θέκλα είναι αγάπη ψυχής που τρώθηκε από θείο έρωτα, προερχόμενο από άγια και θεοφιλή ψυχή. Είναι μια θεία τρέλλα σαν εκείνη που είχαν οι Απόστολοι, οι Μυροφόρες γυναίκες και τόσοι άγιοι. Μακάρι να είχαμε εμποτισθή από τέτοια αγάπη κατά Θεό, ανιδιοτελή. Θα μπορούσαμε να σπάσουμε τα δεσμά της φιλαυτίας, που μας τυραννούν και μας κρατούν δέσμιους στην γη.
Οι Πνευματικοί Πατέρες στην Oρθόδοξη Παράδοση, όπως φάνηκε στα όσα αναφέραμε, είναι κυρίως δούλοι του Χριστού, που έχουν αποσταλή για να θεραπεύσουν τον άρρωστο από την αμαρτία άνθρωπο. Είναι οι θεραπευτές των Χριστιανών. Σε αυτούς έχει δώσει ο Θεός την εξουσία να συγχωρούν αμαρτίες, δηλαδή να θεραπεύουν τις πνευματικές ασθένειες των ανθρώπων. Γι’ αυτό έχουν μεγάλη αξία και θέση μέσα στην Eκκλησία. Η πνευματική πατρότητα είναι χαρισματική κατάσταση. Ο Πνευματικός Πατέρας είναι ο Μωυσής, ο οποίος προσεύχεται προς τον Θεό και μεταφέρει τα αιτήματα του λαού προς τον Θεό και τις βουλές του Θεού προς τον λαό. Αυτός μας γεννά κατά Χριστό. Και όπως απαιτείται σεβασμός και αγάπη προς την μητέρα που μας γέννησε, το ίδιο απαιτείται σεβασμός και αγάπη προς τον Πνευματικό Πατέρα που μας αναγέννησε κατά Χριστό.
Βεβαίως, οι Πνευματικοί Πατέρες πρέπει να έχουν πολλά χαρίσματα, να είναι δοχεία του Παναγίου Πνεύματος, να έχουν απάθεια, διάκριση, αγάπη προς τον Θεό, θεωρία του Θεού. Αλλά, και εάν ακόμη δεν έχουν όλα αυτά τα μεγάλα πνευματικά χαρίσματα, πάντως βλέπουν το πρόβλημα καθαρότερα από μας. Και, έτσι, μπορούν να μας βοηθήσουν. Αρκεί να έχουν τα βασικά στοιχεία της πνευματικής ζωής.
Πάντως, όσοι από μας συνάντησαν Πνευματικό Πατέρα και δέχθηκαν την ευεργετική του κλήση, όπως συνέβη στον άγιο Συμεών:
«Κατήλθε γαρ και εύρε με δούλον και παροικούντα
και είπε• Δεύρο τέκνον μου προς Θεόν σε απάξω»•
όσοι ακολούθησαν πιστά αυτόν τον Πατέρα και πάλι, κατά τον άγιο Συμεών:
«Επίστευοα, ηγάπησα ακολουθήσαι τούτω και δούλος επεπόθησα τούτον μόνον γενέσθαι»• όσοι δέχθηκαν πνευματική χειραγωγία από αυτόν: «εκράτησέ μου της χειρός προπορευόμενός μου και όντως απηρξάμεθα την οδόν διανύειν»•
όσοι ελευθερώθηκαν από τα δεσμό των παθών και γνώρισαν την αγάπη του Θεού «πρεσβείαις του πατρός» τους, αυτοί, παρά τις πολυφωνικές γλωσσαλγίες, παρά την κοσμική αντίδραση «ευσεβών» και «ασεβών», παρά τις ποικίλες αντιρρήσεις, με ευγνωμοσύνη πολλή, δοξολογία προς τον Θεό, Ας στραφούν στον Πνευματικό τους και ας του πουν νοερά, αποφασιστικά και ορθόδοξα:
«Άγωμεν, Κύριε, ον χωρισθήσομαί σου,
ου παραβώ σου εντολήν, αλλά πάσας φυλάξω• αμήν».
(Η ιατρική εν πνεύματι επιστήμη,Ι.Μ.Γενεθλίου Θεοτόκου Πελαγίας, σελ. 356-371)
"Να αγαπάς πρώτος"
Όταν του έλεγα, διότι του το έλεγα πολλές φορές, "Παππούλη μου, ευλόγησε με να σου μοιάσω όσο γίνεται περισσότερο", δεν το παρεξηγούσε,
αλλά με σταύρωνε και μου έλεγε: "Να προσεύχεσαι και να αγαπάς. Να αγαπάς το Θεό και τους ανθρώπους.
Δεν βλέπεις εδώ τί κάνει η αγάπη του Χριστού ; Να μη λες μέσα σου "Με αγαπούν οι άλλοι;"
Αν τους αγαπάς εσύ πρώτα, να ξέρεις ότι και αυτοί σε αγαπούν το ίδιο".
Μία γυναίκα παραπονιόταν κάποτε στον Παπούλη ότι κανείς ότι δεν την αγαπά.
Δεν την αγαπούσε ο άντρας της, δεν την συμπαθούσαν στη δουλειά, την απέφευγαν οι φίλοι, τα παιδιά της δεν της έδιναν σημασία.
Παραπονιόταν συνέχεια. Ο Παππούλης τη συμβούλεψε να τα βγάλει αυτά από το μυαλό της, γιατί δεν είναι δικά της.
Έκανε ο Παππούλης μία βόλτα την άλλη μέρα μέσα στα δέντρα, κοντά στο Ησυχαστήριο, και βρήκε μία συντροφιά από φοιτητές, που είχαν πάει εκεί εκδρομή.
Είχαν ένα μαγνητόφωνο και άκουγαν τραγούδια.
Το τραγούδι που ακουγόταν εκείνη τη στιγμή έλεγε: "Μη μου ζητάς να σ' αγαπώ,η αγάπη δεν ζητιέται, μέσα στα φύλλα της καρδιάς,ριζώνει και γεννιέται".
"Δεν πρέπει να ζητάμε την αγάπη των άλλων. Πρέπει εμείς να τους αγαπάμε πρώτα και να μηναγωνιούμε για την αγάπη τους.
Τότε, κάποτε, θα μας την ανταποδώσουν".
"Για να σε αγαπούν οι άλλοι πρέπει πρώτα εσύ να τους αγαπάς".
Σε μία εκδήλωση αγάπης του κόσμου προς τον Παππούλη, είπε μία μέρα: "Κοίτα να δεις τι κάνει η αγάπη του Χριστού!
Η τόση αγάπη που μου δείχνετε με συγκινεί και με ταπεινώνει μπροστά στο Θεό, που είμαι τόσοανάξιος".
[Τζ 121-4]
"Μικρό δώρο-μεγάλη αγάπη"
Είχαμε πάει με τον Παπουλή σε ένα γυναικείο Μοναστήρι και, αφού μας περιποιηθήκανε εκεί οι γερόντισσες,
φεύγοντας και μη έχοντας τί να δίναμε και εμείς για να τις ευχαριστήσουμε για τη φιλοξενία τους,
βγάζω κρυφά μία καραμέλα που είχα στο σακάκι μου και τη δίνω στην Ηγουμένη καθώς με χαιρετούσε.
Μετά από λίγο μου λέει ο Παππούλης. "Ξέρεις πόσο μεγάλη πράξη ήταν αυτή που έκανες μ' αυτό που της έδωσες;
Δεν μπορείς να το φανταστείς". "Έμεινα" με την αποκάλυψη και είπα μέσα μου: "Αν ο Παππούλης τα βλέπει όλα, τότε τί γίνεται με το Θεό;" και έκανα το σταυρό μου.
[Τζ 124]
"Επενδύσεις στον ουρανό και στη γη"
Σε φίλο που έκανε μία σημαντική χρηματική δωρεά για φιλανθρωπικό σκοπό εν ονόματι του Χριστού, είπε με χαρά:
"Τώρα τα χρήματά σου έπιασαν τόπο".
Ήταν η καλύτερη επένδυση, διότι τα χρήματα τοποθετήθηκαν εκεί
"όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν".
Για κάποια χήρα με παιδιά, που είχε μερικά χρήματα στην άκρη, ενδιαφέρθηκε ο ίδιος, για να επενδυθούν σε αγορά ενός καλού οικοπέδου,
προς υλική εξασφάλιση των ορφανών. Όσο για την πνευματική τους εξασφάλιση, την ανέλαβε από την πρώτη στιγμή της ορφάνιας τους,
με τις θερμές προσευχές του. Έτσι πραγματοποιήθηκε για πολλοστή φορά το βιβλικό: "Ορφανόν και χήραν αναλήψεται Κύριος".
[Γ 345π.]
(Ανθολόγιο συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ. 62-64)
Η πιστή σύζυγος
-Γέροντα, μια γυναίκα την εγκατέλειψε ο άνδρας της, πήρε και το παιδί, και έχει σχέσεις με δύο άλλες γυναίκες. Με ρώτησε τί να κάνη.
-Να της πής, όσο μπορεί, να κάνη υπομονή, προσευχή, και να φέρεται με καλωσύνη. Να περιμένη, να μη διαλύση τον γάμο η ίδια.
Κάποιος περιφρονούσε την γυναίκα του, την κακομεταχειριζόταν, και αυτή τα αντιμετώπιζε όλα με υπομονή και καλωσύνη,
μέχρι που πέθανε σχετικά νέα. Όταν έκαναν την εκταφή της, βγήκε από τον τάφο μία ευωδία. Απόρησαν όσοι βρίσκονταν εκεί.
Βλέπετε, αυτή αντιμετώπιζε τα πάντα με υπομονή σ’ αυτήν την ζωή, γι’ αυτό δικαιώθηκε στην άλλη ζωή.
Έχω υπ’ όψιν μου και μια άλλη περίπτωση. Ένα κοσμικό παιδί είχε συμπαθήσει μια κοπέλα που ζούσε πνευματικά.
Για να τον συμπαθήση και η κοπέλα, προσπαθούσε να ζη κι αυτός πνευματικά, εκκλησιαζόταν κ.λπ. Τελικά παντρεύτηκαν.
Μετά όμως από χρόνια εκείνος άρχισε πάλι την κοσμική ζωή. Ενώ είχαν και μεγάλα παιδιά - ένα αγόρι στο πανεπιστήμιο και δύο κοπέλες,
μία στο λύκειο και μία στο γυμνάσιο - αυτός συνέχιζε να ζη άσωτα.
Είχε μια μεγάλη επιχείρηση και έβγαζε πολλά χρήματα, αλλά τα περισσότερα τα ξόδευε με την άσωτη ζωή του.
Η καημένη η σύζυγός του κρατούσε το σπίτι με την οικονομία που έκανε και τα παιδιά της με τις συμβουλές της.
Δεν κατηγορούσε τον πατέρα τους, για να μην τον σιχαθούν και τραυματισθούν, αλλά και για να μην παρασυρθούν.
Τα βράδια που γύριζε αργά, εύκολα τον δικαιολογούσε, λέγοντας στα παιδιά ότι έχει δουλειές,
αλλά το μεσημέρι που πήγαινε στο σπίτι με κάποια φιλενάδα του, τί να έλεγε; Γιατί, τί έκανε ο αθεόφοβος αυτός άνθρωπος;
- αν και δεν αξίζει να τον λέη κανείς άνθρωπο, επειδή δεν είχε καθόλου ανθρωπιά.
Τηλεφωνούσε στην γυναίκα του να του ετοιμάση τα φαγητά που επιθυμούσε και ερχόταν το μεσημέρι με κάποια από τις φιλενάδες του για φαγητό.
Η καημένη η μάνα, για να μην μπούν σε άσχημους λογισμούς τα παιδιά της, τους καλοδεχόταν.
Έδινε την εντύπωση ότι είναι δική της φίλη και πέρασε ο σύζυγός της από το σπίτι της και την έφερε στο σπίτι τους με το αυτοκίνητό του.
Έστελνε με τρόπο τα παιδιά στα δωμάτιά τους, για να διαβάσουν, γιατί φοβόταν μήπως δουν καμμιά άσχημη σκηνή, επειδή δυστυχώς αυτός δεν πρόσεχε,
αλλά ασχημονούσε και μέσα στο σπίτι. Αυτό γινόταν κάθε μεσημέρι και κάθε τόσο της κουβαλούσε και άλλο πρόσωπο.
Αφού τα παιδιά έφθασαν να λένε στην μητέρα τους: «Πόσες φίλες έχεις, μαμά;». «Γνωριζόμασταν από παλιά», τους έλεγε εκείνη.
Εν τω μεταξύ αυτός την είχε την καημένη χειρότερα και από υπηρέτρια, διότι της φερόταν με πολλή βαρβαρότητα.
Σκεφθήτε τώρα, αυτή η μάνα κάθε μέρα να υπηρετή δύο κτήνη, που ατίμαζαν το σπίτι, και να βάζη συνέχεια καλούς λογισμούς στα παιδιά της.
Και δεν είναι ότι ήξερε πώς το θέμα αυτό θα λήξη έπειτα από ένα διάστημα, ώστε να πή: «θά κάνω υπομονή» και να έχη και λίγη παρηγοριά.
Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε αρκετά χρόνια. Επειδή όμως είχε δώσει ο ταλαίπωρος πολλά δικαιώματα στον διάβολο, επόμενο ήταν να δέχεται φοβερές δαιμονικές επιδράσεις.
Ήταν σαν τρελλός, δεν ήλεγχε τον εαυτό του, όλα του έφταιγαν. Μια μέρα λοιπόν, όπως έτρεχε με το αυτοκίνητό του, καθώς ήταν μεθυσμένος από την σαρκική μέθη,
ξέφυγε από τον δρόμο και έπεσε σε έναν γκρεμό. Το αυτοκίνητο διαλύθηκε και αυτός τραυματίστηκε σοβαρά.
Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο και ύστερα από μια σχετική νοσηλεία τον πήγαν στο σπίτι σακατεμένο.
Καμμιά φιλενάδα του δεν τον πλησίασε, γιατί δεν είχε πια ούτε πολλά χρήματα, αλλά και το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο.
Η καλή σύζυγος όμως και καλή μάνα τον περιποιόταν με πολλή καλωσύνη, χωρίς να του θυμίζη τίποτε από την άσωτη ζωή του.
Αυτό πολύ τον συγκλόνισε και τον αλλοίωσε πνευματικά. Μετανόησε ειλικρινά, ζήτησε και εξομολογήθηκε, έζησε λίγα χρόνια χριστιανικά, με εσωτερική ειρήνη, και αναπαύθηκε εν Κυρίω.
Μετά τον θάνατό του το αγόρι ανέλαβε την δουλειά του και συντηρούσε την οικογένεια.
Ζούσαν αγαπημένα τα παιδιά, γιατί είχαν πάρει καλές αρχές από την καλή μάνα. Αυτή η μάνα ήταν ηρωίδα.
Ήπιε όλα τα φαρμάκια, για να μη διαλυθή η οικογένειά της και πικραθούν τα παιδιά της, κράτησε την οικογένεια σωστά,
έσωσε και τον άνδρα της, αποταμίευσε και αυτή ουράνιο μισθό.
Ο Θεός αυτήν την γυναίκα θα την βάλη στην καλύτερη θέση στον Παράδεισο.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 51-54)