E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ο άρτος που έγινε πέτρα
Στην εποχή του ιερού Χρυσοστόμου (4ος αι.)ζούσε κάποιος πλούσιος, που ανήκε μαζί με τη γυναίκα του, στην αίρεση του Μακεδονίου. Κάποτε, ακούγοντας τη διδαχή του αγίου, μετανόησε και επέστρεψε στην αλήθεια της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Η γυναίκα του όμως, ενώ με το στόμα ομολογούσε την πίστη της στο ορθόδοξο δόγμα, με την καρδιά της ακολουθούσε την αίρεση.
Σε μια μεγάλη γιορτή λοιπόν της Εκκλησίας, που συνήθιζαν να κοινωνούν πολλοί χριστιανοί, συνέβη το εξής περιστατικό:
Η γυναίκα του πλουσίου πήγε κρυφά στους ιερείς των αιρετικών για να κοινωνήσει. Δεν κοινώνησε όμως, αλλ’ αφού πήρε στα χέρια της τον άρτο, τον έδωσε κρυφά στη δούλη της να τον φυλάξει, χωρίς κανείς άλλος ν’ αντιληφθεί αυτό που έκανε.
Όταν αργότερα γινόταν η θεία λειτουργία των ορθοδόξων, η γυναίκα πήγε φανερά με τον άνδρα της στην εκκλησία για να κοινωνήσει. Σαν ήρθε η σειρά της, πήρε τον άγιο Άρτο από το χέρι του ιερού Χρυσοστόμου, αλλά δεν τον έβαλε στο στόμα της˙ μετέλαβε κρυφά τον άρτο των αιρετικών.
Αμέσως όμως συγκλονίστηκε από ένα θαύμα: Ο άρτος των αιρετικών μετατράπηκε σε πέτρα μέσα στο στόμα της!
Η γυναίκα φοβήθηκε. Με δυνατή φωνή διηγήθηκε σ’ όλους το περιστατικό και πίστεψε ολόψυχα στην ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο άγιος Ιωάννης τοποθέτησε την πέτρα εκείνη στο σκευοφυλάκιο, για να θυμίζει το θαύμα.
[22]

(Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, σελ. 11-12.)

Ο Ευλόγιος και ο ανάπηρος
Ο μακάριος Ευλόγιος, κεντρισμένος από τον θείο έρωτα, εγκατέλειψε τους κοσμικούς θορύβους, τις δόξες, την μόρφωσι, τα πλούτη και ακολούθησε τον εξής δρόμο για την σωτηρία του:
Βρήκε στην αγορά της πόλεως έναν ανάπηρο χωρίς χέρια και πόδια. Αφού συλλογίσθηκε την δυστυχία του, προσευχήθηκε και έδωσε υπόσχεσι στον Θεό:
-Κύριε, στο όνομά Σου, παίρνω αυτόν τον σακάτη και τον περιποιούμαι μέχρι θανάτου, για να σωθώ μ’ αυτή την προσφορά. Χάρισέ μου υπομονή να τον υπηρετώ.
Τον πλησίασε έπειτα και του είπε:
-Θέλεις να σε πάρω στο κελλί μου και να σε υπηρετώ;
-Με πολλή χαρά, απήντησε εκείνος.
Τον πήρε λοιπόν ο Ευλόγιος στο κελλί του και τον φρόντιζε: Τον έτρεφε, τον έλουζε, τον έντυνε, τον παρηγορούσε, τον περιέθαλπε. Με τις περιποιήσεις αυτές ο ανάπηρος υπέμεινε καρτερικά την κατάστασί του και αντιμετώπιζε τον Ευλόγιο μ’ ευγνωμοσύνη. Έπειτα όμως από δεκαπέντε χρόνια, τον εκυρίευσε πνεύμα ακηδίας και εξεγέρθηκε εναντίον του.’Άρχισε να τον περιλούζη με βρισιές και κοροϊδίες:
-Παλιάνθρωπε, δραπέτη, έκλεψες ξένα χρήματα και θέλεις να σωθής προσφέροντάς μου υπηρεσία. Πήγαινέ με πάλι στην πόλι, στην αγορά που με βρήκες.
Άλλοτε απαιτούσε:
-Θέλω κρέας!
Του έφερνε ο Ευλόγιος κρέας, αλλά εκείνος δεν ησύχαζε. Φώναζε:
-Δεν αναπαύομαι. Θέλω να βλέπω κόσμο. Θέλω να ξαναπάω στην αγορά. Πήγαινέ με εκεί που με βρήκες.
Απελπισμένος ο Ευλόγιος κατέφυγε στους γειτονικούς μοναχούς και τους λέει:
-Τι να κάνω, που αυτός ο σακάτης με έχει φέρει σε απόγνωσι; Να τον εγκαταλείψω; Έχω δώσει υπόσχεσι στον Θεό και φοβάμαι. Να μην τον εγκαταλείψω; Μου κάνει μαύρη την ζωή. Δεν ξέρω λοιπόν, τι να κάνω.
Κι εκείνοι του λένε:
-Εφ΄ όσον ζη ο Μ. Αντώνιος, τι ρωτάς εμάς; Πάρε τον σακάτη, πήγαινε στην σπηλιά του και ρώτησε τον. Και ό,τι σου πη, κάνε υπακοή, γιατί μιλάει ο Θεός με το στόμα του.
Τους άκουσε, πήρε τον ανάπηρο και πήγε στον όσιο. Εκείνος τον χαιρέτησε με το όνομά του, ενώ δεν τον είχε ξαναδή. Και τον ρώτησε:
-Γιατί ήρθες εδώ;
-Αυτός που σου αποκάλυψε το όνομά μου, απήντησε ο Ευλόγιος, θα σου αποκάλυψε και το πρόβλημά μου.
-Γνωρίζω γιατί ήρθες! Αλλά πες το και συ, για να το ακούσουν και οι αδελφοί που είναι εδώ.
-Βρήκα στην αγορά αυτόν τον σακάτη και έδωσα υπόσχεσι στον Θεό να τον περιθάλψω, ώστε να σωθώ μ’ αυτόν και αυτός μ’ εμένα. Επειδή όμως έπειτα από δεκαπέντε χρόνια μ’ έφερε σε μεγάλη δοκιμασία, σκέφθηκα να τον εγκαταλείψω. Γι’ αυτό ήρθα στην οσιότητά σου. Να με συμβουλεύσης τι πρέπει να κάνω. Και να προσευχηθής για μένα, γιατί πολύ υποφέρω.
Του λέει με σοβαρό ύφος ο όσιος:
-Ώστε θέλεις να τον εγκαταλείψης... Αυτός όμως που τον έπλασε, δεν τον εγκαταλείπει. Αν εσύ τον εγκαταλείψης, θα βάλη έναν καλύτερό σου να τον περιμαζέψη.
Ο Ευλόγιος στα λόγια αυτά σιώπησε. Ο όσιος γύρισε τότε προς τον ανάπηρο και άρχισε να τον μαστιγώνη με την παιδαγωγική του γλώσσα:
- Άθλιε, ανάξιε του ουρανού και της γης, δεν παύεις να θεομαχής; Δεν ξέρεις ότι ο ίδιος ο Χριστός σε υπηρετεί; Πώς τολμάς να τα βάλης με τον Χριστό; Στο όνομα του Χριστού δεν σε περιποιείται ο Ευλόγιος;
Έπειτα τους πήρε και τους δύο και τους συμβούλευσε:
-Πηγαίνετε και μη χωρισθήτε μεταξύ σας. Ο Θεός θα σας οικονομήση. Σας ήρθε πειρασμός, γιατί και οι δύο βαδίζετε προς το τέλος των αγώνων σας και πρόκειται να βραβευθήτε με στεφάνια υπομονής. Μη λοιπόν χωρίσετε, και όταν θα έρθη ο άγγελος, να σας βρη στον τόπο της ασκήσεώς σας.
Συγκινημένοι εκείνοι με τα λόγια αυτά γύρισαν γρήγορα στο κελλί τους και συνέχισαν τον αγώνα τους. Και σε σαράντα ημέρες εκοιμήθη ο Ευλόγιος. Και σε άλλες τρείς εκοιμήθη και ο ανάπηρος.
(Λαυσαϊκή ιστορία)

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος πρώτος, σελ.17-19 )

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41. 

Ανάμεσα σ’ όλες τις εισαγωγικές αρετές αναγνωρίζεται ότι η υπακοή είναι το πρώτο καλό, γιατί εξαφανίζει την υπεροψία και γεννά μέσα μας την ταπεινοφροσύνη.
Γι’ αυτό γίνεται θύρα στην αγάπη του Θεού γι’ αυτούς που τη δέχονται ευχάριστα.
Αυτήν παραβίασε ο Αδάμ και γκρεμίστηκε στο βυθό του Ταρτάρου.
Aυτήν αγάπησε ο Κύριος, σύμφωνα με το σχέδιο της οικονομίας, μέχρι σταυρού και θανάτου, και υπάκουσε στον Πατέρα του, και μάλιστα ενώ δεν ήταν σε τίποτα κατώτερος του μεγαλείου του, για να επαναφέρει στη μακάρια και αιώνια ζωή εκείνους που έζησαν με υπακοή, αφού με την υπακοή του εξαφανίσει την κατηγορία για την ανθρώπινη παρακοή.
Πρώτα λοιπόν αυτήν την αρετή πρέπει να φροντίζουν εκείνοι που αναλαμβάνουν τον αγώνα εναντίον της υπερηφάνειας του διαβόλου, γιατί αυτή θα μας υποδείξει να βαδίζουμε απλάνευτα όλους τους δρόμους των αρετών.

... Απόκρ. Με την υπακοή θεράπευσα την τόλμη, είπε.
Tίποτε δεν είναι ταπεινότερο από την υπακοή.

(ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής, σελ. 167-169, 317)

Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, μέρος 2ο. 

Η προσευχή είναι μια περιπέτεια η οποία δεν προκαλεί μόνο συγκινήσεις στην ψυχή, αλλά την επιφορτίζει με νέες ευθύνες. Όσο ζούμε σε πνευματική άγνοια, δεν ζητάει κανείς τίποτα από μας. Όταν όμως αρχίζουμε προοδευτικά να κατανοούμε τα πνευματικά πράγματα, είμαστε πλέον υπόλογοι για το πώς αξιοποιούμε αυτή τη γνώση. Παρόλο ότι η πνευματική γνώση είναι θείο δώρο, όμως εμείς είμαστε υπεύθυνοι ακόμα και για την παραμικρή αλήθεια που έχουμε κατανοήσει. Eφόσον αυτή έγινε κτήμα μας, δεν μπορούμε να την αφήσουμε αργή, αλλά πρέπει να την εντάξουμε στην καθημερινή ζωή μας. Αυτό το νόημα έχει και εκείνο που λέει η Αγία Γραφή, ότι θα δώσουμε λόγο για κάθε ευαγγελική αλήθεια που έχουμε γνωρίσει.
Πρέπει να ζήσουμε την περιπέτεια αυτή της προσευχής με αισθήματα λατρευτικού δέους, με απόλυτο σεβασμό. Και πρέπει να εκφράσουμε και εξωτερικά τα βιώματα αυτά, όσο μπορούμε πιο τέλεια και πιο ολοκληρωμένα. Δεν φτάνει να ξαπλώσουμε νωχελικά σε μια πολυθρόνα και να πούμε: Τώρα βρίσκομαι ενώπιον του Θεού, αισθάνομαι την παρουσία του και τον λατρεύω. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι, αν ο Χριστός στεκόταν αυτή τη στιγμή μπροστά μας, θα συμπεριφερόμασταν διαφορετικά. Και πρέπει να μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ενώπιον του αοράτου Κυρίου σαν να ήταν ορατός και να τον βλέπαμε.
Αυτή η προσπάθεια αρχικά συνεπάγεται μια ορισμένη στάση του νου ενώπιον του Θεού, η οποία βέβαια στη συνέχεια αντανακλάται και στο σώμα. Αν ο Χριστός βρισκόταν μπροστά μας και το βλέμμα του μας διαπερνούσε ψυχικά και σωματικά, θα νιώθαμε σεβασμό, θείο δέος, λατρεία ή πιθανόν και κάποιο φόβο. Οπωσδήποτε όμως η συμπεριφορά μας δεν θα ήταν τόσο ανέμελη, όπως είναι τώρα.
Ο σύγχρονος κόσμος έχει χάσει τη σωστή έννοια της προσευχής και η συμμετοχή του σώματος σε κάτι που βιώνει εσωτερικά η ψυχή έχει σήμερα γι’ αυτόν πολύ δευτερεύουσα σημασία, παρόλο ότι δεν είναι καθόλου δευτερεύουσα. Ξεχνάμε ότι δεν είμαστε μόνο ψυχή η οποία κατοικεί σε υλικό σώμα, αλλά ανθρώπινη ύπαρξη, δημιουργημένη από σώμα και ψυχή και ότι καλούμαστε, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, να δοξάσουμε το Θεό και με το σώμα και με το πνεύμα μας. Και ακόμη ότι και τα δυό, και τα σώματα και οι ψυχές μας, θα δοξαστούν στη Βασιλεία των ουρανών (Α' Κορινθ. 6, 20).
Πολύ συχνά στη ζωή μας, η προσευχή δεν παίρνει την πρώτη θέση, ώστε καθετί άλλο να χάνει μπροστά της τη σημασία του και να υποχωρεί δίνοντας τόπο μόνο σ’ αυτή. Η προσευχή είναι για μας μια ακόμα δουλειά δίπλα σε τόσες άλλες υποχρεώσεις. Θέλουμε να αισθανόμαστε την παρουσία του Θεού, όχι τόσο γιατί χωρίς Αυτόν δεν υπάρχει ζωή ή γιατί είναι η ύψιστη αξία, αλλά γιατί θα ήταν πολύ άμορφο, μαζί με όλες τις άλλες ευεργεσίες, που μας χαρίζει ο Θεός, να μας χαρίζει και την παρουσία Του. Ο Θεός είναι μια προσθήκη μέσα στις τόσες άλλες ανάγκες μας. Και φυσικά όταν Τον αναζητάμε μ’ αυτό το πνεύμα, δεν αξιωνόμαστε να Τον συναντήσουμε. Η προσευχή, παρόλα όσα έχουν μέχρι τώρα αναφερθεί, μολονότι παρουσιάζεται ως επικίνδυνη περιπέτεια, παραμένει πάντα ο πιο ωραίος δρόμος στην πορεία της εκπληρώσεως της κλήσεώς μας. Και αυτή είναι το να γίνουμε άνθρωποι, με όλη τη σημασία της λέξεως. Πράγμα που σημαίνει, να θεωθούμε. Και τελικά, όπως λέει και ο Απόστολος Πέτρος, να γίνουμε «κοινωνοί θείας φύσεως» (Β' Πέτρ. 1,4).
Όπως στις ανθρώπινες σχέσεις η αγάπη και η φιλία δεν αναπτύσσονται, αν δεν είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε πολλά για χάρη τους, έτσι και στη σχέση μας με το Θεό. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να βάλουμε στην άκρη πολλά πράγματα, μόνο και μόνο για να δώσουμε στο Θεό την πρώτη θέση στη ζωή μας.

(Ζωντανή Προσευχή, Αρχιεπ. Antony Bloom, σελ. 21-23)

Οράματα παγίδες…

Εξαιρετικά εντυπωσιακό είναι το χάρισμα των οραμάτων. Είναι όμως και φοβερά επικίνδυνο, γιατί αρκετοί υψηλοφρόνησαν με αληθινά και πολλοί πλανήθηκαν με απατηλά οράματα. Γι' αυτό σπανίζει συγκριτικά με αλλά χαρίσματα του Αγ. Πνεύματος. Αφθονεί κυρίως στους βίους των προφητών με τη μορφή των «οράσεων», και στα συναξάρια των δια Χριστόν σαλών αγίων, που τους εξασφάλιζε «άπτωτη» ταπείνωσις και εξουδένωσις, την οποία συστηματικά καλλιεργούσαν.
Τα οράματα δεν αποτελούν πάντοτε σημείο ή συστατικό της αγιότητος του «ορώντος». Έτσι έχουμε, σαν έκτακτες βέβαια περιπτώσεις, τα θεία ενύπνια του Φαραώ, του Ναβουχοδονόσορος, του Αβιμέλεχ… Συναντούμε ακόμη εκφοβιστικές εμφανίσεις αγίων, π.χ. σε βαρβάρους που πολιορκούσαν χριστιανικές πόλεις. Το Πνεύμα του Θεού «όπου θέλει πνει» και χρησιμοποιεί ποικίλους τρόπους για τη σωτηρία του λαού του και την οικοδομή της Εκκλησίας.
Τα οράματα ανάλογα με τον τρόπο που εκδηλώνονται, μπορούμε να τα κατατάξουμε: α) σε ενύπνια, β) σε «εν εκστάσει» και γ) σε οφθαλμοφανή. Η εξοχώτερη όμως μορφή οράματος είναι αυτή που στην Αγ. Γραφή και που ο Θεός ομιλεί στον προφήτη Μωυσή «στόμα κατά στόμα, εν είδει και ου δι’ αινιγμάτων... ως ει τις λαλήσει προς τον εαυτού φίλον».
Τα οράματα που προέρχονται από τον Θεό έχουν κατά τους μυστικούς πατέρες τα εξής χαρακτηριστικά σαν αποδεικτικά της γνησιότητάς τους:
1. Δεν επιζητούνται από τον άνθρωπο, αλλά συμβαίνουν απρόοπτα, όταν ο Θεός θελήση. Ο άγιος από βαθιά ταπείνωσι δεν τα επιδιώκει ποτέ.
2. Συμβαίνουν αθόρυβα και ήσυχα. Συγκλονίζουν βέβαια την ψυχή, αλλά σύντομα την ειρηνεύουν και τη γεμίζουν ανείπωτη χαρά, θάρρος και αγάπη.
3. Αφήνουν έντονη γλυκύτητα και ζωηρή επιθυμία για την κατάκτησι της πνευματικής τελειότητας.
Οι ίδιοι πατέρες επισημαίνουν επίσης τα χαρακτηριστικά των οραμάτων που προέρχονται από τον διάβολο: |
1. Δημιουργούν ταραχή και θόρυβο.
2. Γεννούν στην ψυχή οίησι, μίσος, ακηδία και φόβο.
3. Ψυχραίνουν τον ζήλο για την αρετή και προκαλούν πνευματική ακαταστασία.
Ο νους τον ανθρώπου έχει την ικανότητα εύκολα να σχηματίζη εικόνες. Κατά τον όσιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη «ραδίως μορφάζειν δύναται». Η λειτουργία του δηλαδή εν προκειμένω είναι παραστατική. Στη σχέση του όμως με τον Θεό η νοητική αυτή λειτουργία είναι ανάγκη ν’ ανασταλή, σύμφωνα με την εντολή της Αγ. Γραφής «ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον» και των αγίων πατέρων «μη σχηματίσεις το θείον εν σεαυτώ».
Όταν ο άνθρωπος παραβή την εντολή αυτή και δώση μορφή και σχήμα στον άμορφο και άυλο Θεό μέσα του, δίνει μια λαβή στον διάβολο να τον ρίξη στην πλάνη. Έτσι έχουμε μια περίπτωσι δημιουργίας οραμάτων δαιμονικής προελεύσεως.
Εξ άλλου ο διάβολος, με την ικανότητα που έχει να μετασχηματίζεται σε «άγγελο φωτός», παραπλανά συχνά τις κενόδοξες και απρόσεκτες ψυχές. Παρατηρείται τότε το θλιβερό και παθολογικό φαινόμενο μιας νοσηρής θρησκευτικότητος με υπερπαραγωγή πλανεμένων και ασεβών οραμάτων, οπτασιών και εμφανίσεων, δήθεν του Χριστού, της Παναγίας, αγγέλων και αγίων. Τέτοια φαινόμενα συναντούμε στις οραματίστριες, μέντιουμ, τους μάγους τους πνευματιστές, αλλά και σε πολλούς «ευσεβείς» χριστιανούς που εμπιστεύονται στον λογισμό τους και δεν συμβουλεύονται πνευματικούς.
Γι’ αυτό οι πατέρες μας εφιστούν την προσοχή στην αποδοχή των οραμάτων. Οι ίδιοι, όταν βρίσκονταν ενώπιον θαυμαστών αποκαλύψεων, στέκονταν πάντα διστακτικοί και έκαναν έντονη προσευχή προκειμένου να βεβαιωθούν για την πραγματική τους προέλευση. Πρόστρεχαν προ παντός με βαθειά ταπείνωσι στη συμβουλή άλλων έμπειρων πνευματικών.
Είναι δείγμα απερισκεψίας και πνευματικής ανωριμότητος ο ζήλος και η επιθυμία ωρισμένων, ακόμη και σοβαρών και ευλαβών κατά τα άλλα, πιστών για οράματα και αποκαλύψεις. Βρίσκονται εκ προϋποθέσεις σε λανθασμένο και επικίνδυνο θεολογικά χώρο.
«Είναι θλιβερό για μένα, λέει ο Μ. Παχώμιος, ν' αφήσω το πένθος για τις αμαρτίες μου και να επιζητώ οράματα... Θέλεις να δης σπουδαίο όραμα; Κοίταξε έναν άνθρωπο αγνό και ταπεινό! Τι μεγαλύτερο όραμα υπάρχει από το να δης τον αόρατο Θεό να κατοικεί μέσα σε ορατό άνθρωπο;»
Ο άγιος Ιππόλυτος μας διασώζει το πάθημα ενός επισκόπου του Πόντου, που ήταν βέβαια ευλαβής, έδινε όμως αδιάκριτη προσοχή στα όνειρα που έβλεπε. Έτσι θεωρώντας θείο όραμα ένα πλανεμένο όνειρο, διακήρυξε στους πιστούς ότι μετά ένα χρόνο θα γινόταν η μέλλουσα Κρίσις! Ο λαός άρχισε να κλαίη και να οδύρεται. Από τον φόβο του εγκατέλειψε ακαλλιέργητα χωράφια! Μόλις όμως συμπληρώθηκε ο χρόνος και δεν έγινε τίποτε, φανερώθηκε η πλάνη του επισκόπου και οι πιστοί σκανδαλίσθηκαν και αναγκάσθηκαν να ζητιανεύουν!
Παρόμοια στην εποχή μας διάφορες οραματίστριες ισχυρίζονται ότι δέχονται — παιδαριώδεις αυνήθως - αποκαλύψεις, θριαμβολογούν γι’ αυτές και δημιουργούν υστερικές εκδηλώσεις σε πλήθη αφελών.
Σε διαμετρική αντίθεσι, κάποιος που αντίκρυσε τη μορφή του Κυρίου, έκλεισε τα μάτια και είπε:
— Εγώ δεν θέλω να δω τον Χριστό σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο.
Και κάποιος άλλος είπε στον διάβολο, που του εμφανίσθηκε σαν αρχάγγελος Γαβριήλ:
— Πρόσεχε, μήπως κατά λάθος ήρθες σε μένα. Εγώ που ζω στην αμαρτία, είμαι ανάξιος να δω άγγελο του Θεού.
Ο άγιος Διάδοχος, επίσκοπος Φωτικής, διδάσκει:
«Είναι μεγάλη σύνεσις να μην αποδεχώμαστε καμμιά απολύτως οπτασία... Κι αν κάποτε μας σταλή από τον Θεό ένα όραμα, και δεν το αποδεχθούμε, δεν θα οργισθή ο Κύριός μας γι’ αυτό, επειδή ξέρει ότι φυλαγόμαστε έτσι από τις παγίδες των δαιμόνων».
Όσοι, αντίθετα, εύκολα αποδέχονται τα οράματα και, πολύ περισσότερο, χωρίς σοβαρό πνευματικό λόγο τα διηγούνται στους άλλους, ας μη πλανώνται: Είναι πλανεμένοι.

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Δεύτερος, σελ.9-13)

Ανατροφή «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου»

Ο μικρός και ευλογημένος Αρσένιος, μαζί με το γάλα που θήλαζε, μάθαινε από τους γονείς του και την ευλάβεια προς τον Θεό. Αντί για παραμύθια και ιστορίες του μιλούσαν για τον βίο και τα θαύματα του οσίου Αρσενίου. Μέσα του γεννήθηκε θαυμασμός και αγάπη για τον Χατζεφεντή, όπως αποκαλούσαν τον όσιο Αρσένιο. Από μικρός ήθελε να γίνη και αυτός μοναχός για να μοιάση τον Άγιό του.
Το πρόσωπο που μετά τον όσιο Αρσένιο επηρέασε ευεργετικά όλη του την ζωή ήταν η μητέρα του, προς την οποία αισθανόταν ιδιαίτερη αγάπη και την βοηθούσε όσο μπορούσε. Από αυτήν διδάχθηκε την ταπεινοφροσύνη. Τον συμβούλευε να μη θέλη να νικά τους συμμαθητές του στα παιχνίδια και ύστερα να υπερηφανεύεται, ούτε να επιδιώκη να μπαίνη πρώτος στην γραμμή, γιατί ήταν το ίδιο, είτε πρώτος είτε τελευταίος έμπαινε.
Επί πλέον του έμαθε την εγκράτεια· να μην τρώγη πριν από την ώρα του φαγητού. Την παράβαση την θεωρούσε πορνεία.
Επίσης τον βοήθησε να αποκτήση απλότητα, εργατικότητα, νοικοκυροσύνη και προσοχή στην συμπεριφορά του προς τους άλλους, και τον προέτρεπε να μην αναφέρη καθόλου το όνομα του πειρασμού (διαβόλου).
Δυό φορές την ημέρα όλη η οικογένεια προσευχόταν μπροστά στο εικονοστάσι. Η μητέρα του όμως συνέχιζε να προσεύχεται και όταν έκανε τις εργασίες του σπιτιού λέγοντας την ευχή.
Τέτοια ήταν η ευλάβεια των γονέων του, ώστε και στα αλώνια έπαιρναν μαζί τους αντίδωρο.
Ο μικρός Αρσένιος, με το ενδιαφέρον και την εξυπνάδα που είχε, εύκολα αφομοίωνε ό,τι καλό άκουγε από τους γονείς του.
Ακολουθώντας το παράδειγμά τους έμαθε να νηστεύη, να προσεύχεται και να εκκλησιάζεται. Ήταν το πιο αγαπητό από όλα τα παιδιά της οικογενείας. «Ο μεν πατέρας μου», έλεγε αργότερα ο Γέροντας, «με αγαπούσε, γιατί είχα κλίση στα τεχνικά και έπιαναν τα χέρια μου, η δε μητέρα μου για την ψεύτικη (λίγη, μικρή) ευλάβεια που είχα».

(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 43-44)

1. ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ. 
ΔΕΝ ΦΟΒΟΥΜΑΙ τον Θεόν, έλεγε στους μαθητάς του ο "Καθηγητής της ερήμου" Μέγας Αντώνιος, διότι Tον αγαπώ. Η τελεία αγάπη «έξω βάλλει τον φόβον» .
      ***
Ο ΑΒΒΑΣ Αμμούν ο Νιτριώτης επεσκέφθη κάποτε τον Μέγαν Αντώνιον και επειδή είχε μαζί του φιλική οικειότητα τον ερώτησε:
- Πώς συμβαίνει εγώ μεν να κοπιάζω περισσότερο από σένα, συ δε να δοξάζεσαι περισσότερο από τους ανθρώπους;
- Φαίνεται ότι θα αγαπώ τον Θεόν περισσότερο από σένα, του αποκρίθηκε με καλοκάγαθο μειδίαμα ο φίλος του Θεού.
     ***
ΈΝΑΣ ΓΕΡΩΝ Ερημίτης παρεκάλεσε κάποτε στην προσευχή του τον Θεόν να του δείξη τους παλαιούς Πατέρας της ερήμου. Τους είδε λοιπόν όλους εκτός από τον Μέγαν Αντώνιον.
- Που να ευρίσκεται άραγε ο Αββάς Αντώνιος; Εσκέπτετο με απορία.
- Όπου είναι ο Θεός, άκουσε φωνή να τον βεβαιώνη.
    ***
Η ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ αγάπη, γράφει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, είναι αγαθή διάθεσις της ψυχής και όποιος την κατέχει δεν προτιμά κανένα από τα δημιουργήματα περισσότερο από τον Θεόν. Είναι δε αδύνατον να την αποκτήση μονίμως ο άνθρωπος, όταν αισθάνεται την παραμικρή προσκόλλησι στα γήινα πράγματα. Εκείνος που αγαπά τον Θεόν, ζη βίον αγγελικόν επάνω στη γη. Νηστεύει, αγρυπνεί, ψάλλει, προσεύχεται και έχει πάντοτε καλές σκέψεις για τους συνανθρώπους του.
 
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 7 ) 

21-       ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ. Ο Πολωνός συγγραφεύς ενός μυθιστορήματος, Ερρίκος Σιένκεβιτς (+1916), θέτει στα χείλη του ειδωλολάτρη Βινικίου την ερώτησι αυτή προς τον απόστολο Πέτρο, μόλις έφθασε στη Ρώμη για να κηρύξη το Ευαγγέλιο: -Τι μας φέρνεις εσύ από την Ανατολή; Κι ο άγιος Πέτρος απαντά: -Σας φέρνω την αγάπη!

24-       Η ΑΓΑΠΗ ΜΕΤΑΣΤΡΕΦΕΙ. Στο τέλος των πνευματικών ασκήσεων, παρουσιάζεται στον ιεροκήρυκα κάποιος που δεν πλησίαζε τα Μυστήρια από δεκάδες χρόνια. Με χαρά ο ιεροκήρυκας ακούει την εξομολόγησί του και, στο τέλος, αφού του έδωσε με μεγάλη ικανοποίησι την άφεσι, τον ρωτά:

-Ποιο κήρυγμα σας έσπρωξε να μετανοήσετε;

-Αντιστάθηκα σε όλα τα κηρύγματά σας, πάτερ, απαντά αδίστακτα ο μετανοημένος, αν και ήλθα για να ευχαριστήσω τους δικούς μου που επέμεναν. Όταν μιλήσατε για τις τιμωρίες του Θεού, τις περιφρόνησα. Όταν περιγράψατε με ζωηρά χρώματα την Κόλαση, γελούσα σκεπτόμενος ότι θα έχω καλή παρέα εκεί μέσα, με τόσους κατεργαρέους και έξυπνους… Όταν όμως μιλήσατε για την αγάπη που ο Θεός τρέφει για τα πλάσματά του και, ιδιαίτερα για τον άνθρωπο, μου εστάθη αδύνατο ν’ αντισταθώ. Με ενίκησε, έκλαψα τόσο και αποφάσισα να μη πταίσω πλέον το Θεό, που μας αγαπά τόσο.

(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 27-28)

13-        ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΛΟ. Η μητέρα Παυλίνα Γαμβίνι, μοναχή της Ιεράς Καρδιάς Ιησού (+1907), άφησε στις ατομικές της σημειώσεις τα εξής:

-Όποιος στέλνει βοήθεια στους φτωχούς μέσω τρίτου, κάνει ένα καλό. Όποιος την πηγαίνει μόνος του κάνει εκατό, όποιος την πηγαίνει με πίστι και αγάπη κάνει χίλια καλά.

15-       Ο ΜΑΝΔΥΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΝΟΥ. Μια χειμωνιάτικη μέρα ο άγιος Μαρτίνος, επίσκοπος Τουλώνης, όταν ήταν ακόμη νεαρός στρατιώτης, συνάντησε ένα μισόγυμνο φτωχό, που τουρτούριζε από το κρύο. Ο Μαρτίνος την ημέρα εκείνη δεν είχε χρήματα μαζί του. Τι να κάνη; Πώς να βοηθήσει το δυστυχισμένο φτωχό; Δε χάνει καιρό βγάζει τον μανδύα του και του τον προσφέρει.

Τη νύχτα ο Μαρτίνος είδε στον ύπνο του τον Ιησού να έχη στους ώμους του τον μανδύα που είχε δώσει στο φτωχό και άκουσε μια φωνή : «Μαρτίνε, σε ευχαριστώ, γιατί σήμερα με έντυσες».

(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 22-23)

5-         ΑΠΟ ΨΗΛΑ. Όταν το αεροπλάνο υψώνεται στο άπειρο του ουρανού, ο ταξιδιώτης βλέπει σιγά σιγά τους ανθρώπους, τα ζώα, τα δένδρα, τα σπίτια να μικραίνουν, να γίνωνται μικροσκοπικά και σε λίγο ούτε καν να ξεχωρίζωνται. Έτσι και η ψυχή θα βλέπη τα πρόσκαιρα αγαθά, όταν ξέρη να αποσπασθή απ’ αυτά.

8-         ΠΟΣΗ ΓΗ ΜΑΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ. Διηγείται ο Τολστόι ότι ένας πλούσιος μεγαλοκτηματίας κάλεσε μια μέρα τον πιο φτωχό υποτακτικό του και του είπε:

-Θέλω να σε ανταμείψω γιατί επί τόσα χρόνια με υπηρέτησες πιστά. Όση γη κατορθώσης να διανύσης αύριο από την ανατολή του ηλίου μέχρι τη δύσι, θα είναι δική σου.

Αιώνας φάνηκε η νύχτα για τον τυχερό γεωργό. Νόμιζε πως ωνειρευόταν. Πρωί πρωί, στα πρώτα φώτα της αυγής, ξεκίνησε ο φτωχός, για να μη χάση ούτε λεπτό από τις πολύτιμες ώρες της ευλογημένης μέρας.

Η γη ήταν σκληρή, μα η χαρά του έδινε φτερά στα πόδια και, όταν πιά ο ήλιος μεσουράνησε, σκέφτηκε να σταματήση. Μα υπελόγισε πως το φαγητό θα του στοίχισε μισό μίλλι γης, και δεν ήθελε να χάση ούτε σπιθαμή. Επρόκειτο για το μέλλον της οικογενείας του, των παιδιών του, των εγγονών του και, ακόμη, των μακρυνών απογόνων του.

Περνούσαν οι ώρες και η κούραση άρχισε να γίνεται αισθητή. Τα πόδια του καταματωμένα πονούσαν, το κεφάλι του ζαλισμένο βούιζε, η γη γινόταν όλο και πιο σκληρή, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι απ’ όλο του το κορμί και πότιζε τη γη, που σε λίγο θα γινόταν δική του.

Με τη ιδέα αυτή έκανε κουράγιο και έσερνε τα ξεσκισμένα πόδια του στις ματωμένες πέτρες.

Οι τελευταίες ηλιαχτίδες φώτιζαν λυπητερά τη γη κι ο ουρανός σκοτείνιαζε με το γοργό ρυθμό της βόρειας Ρωσίας.

Με το χέρι στην καρδιά που χτυπούσε απεγνωσμένα, διάνυσε ο γεωργός τα τελευταία μέτρα….Κι όταν είδε την τελευταία αναλαμπή του ήλιου να χάνεται στον μακρυνόν ορίζοντα, τα χείλη του ψιθύρισαν: φτάνει, αρκετά!

Μα τα πόδια δε βαστούσαν πια, τα μάτια έχασαν το φως τους, η καρδιά απ’ την πολλή προσπάθεια δεν άντεξε και ο άμοιρος χωριάτης σωριάστηκε νεκρός.

Δεν πρόλαβε να χαρή τη γη που απόχτησε. Την άλλη μέρα πρωί πρωί τον είχαν κιόλας θάψει σ’ ένα λάκκο τρία μέτρα επί ένα, επί δυο βάθος.

Η γη που αρκεί για έναν άνθρωπο! Μήκος, πλάτος, βάθος. Τα τρία χαρίσματα που χορεύουν το χορό των πεθαμένων.

Ένας στενόμακρος και βαθύς λάκκος φθάνει για ν’ αναπαυθή ο καθένας μας.

 

(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 18-20)

katafigioti

lifecoaching