5- ΑΠΟ ΨΗΛΑ. Όταν το αεροπλάνο υψώνεται στο άπειρο του ουρανού, ο ταξιδιώτης βλέπει σιγά σιγά τους ανθρώπους, τα ζώα, τα δένδρα, τα σπίτια να μικραίνουν, να γίνωνται μικροσκοπικά και σε λίγο ούτε καν να ξεχωρίζωνται. Έτσι και η ψυχή θα βλέπη τα πρόσκαιρα αγαθά, όταν ξέρη να αποσπασθή απ’ αυτά.
8- ΠΟΣΗ ΓΗ ΜΑΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ. Διηγείται ο Τολστόι ότι ένας πλούσιος μεγαλοκτηματίας κάλεσε μια μέρα τον πιο φτωχό υποτακτικό του και του είπε:
-Θέλω να σε ανταμείψω γιατί επί τόσα χρόνια με υπηρέτησες πιστά. Όση γη κατορθώσης να διανύσης αύριο από την ανατολή του ηλίου μέχρι τη δύσι, θα είναι δική σου.
Αιώνας φάνηκε η νύχτα για τον τυχερό γεωργό. Νόμιζε πως ωνειρευόταν. Πρωί πρωί, στα πρώτα φώτα της αυγής, ξεκίνησε ο φτωχός, για να μη χάση ούτε λεπτό από τις πολύτιμες ώρες της ευλογημένης μέρας.
Η γη ήταν σκληρή, μα η χαρά του έδινε φτερά στα πόδια και, όταν πιά ο ήλιος μεσουράνησε, σκέφτηκε να σταματήση. Μα υπελόγισε πως το φαγητό θα του στοίχισε μισό μίλλι γης, και δεν ήθελε να χάση ούτε σπιθαμή. Επρόκειτο για το μέλλον της οικογενείας του, των παιδιών του, των εγγονών του και, ακόμη, των μακρυνών απογόνων του.
Περνούσαν οι ώρες και η κούραση άρχισε να γίνεται αισθητή. Τα πόδια του καταματωμένα πονούσαν, το κεφάλι του ζαλισμένο βούιζε, η γη γινόταν όλο και πιο σκληρή, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι απ’ όλο του το κορμί και πότιζε τη γη, που σε λίγο θα γινόταν δική του.
Με τη ιδέα αυτή έκανε κουράγιο και έσερνε τα ξεσκισμένα πόδια του στις ματωμένες πέτρες.
Οι τελευταίες ηλιαχτίδες φώτιζαν λυπητερά τη γη κι ο ουρανός σκοτείνιαζε με το γοργό ρυθμό της βόρειας Ρωσίας.
Με το χέρι στην καρδιά που χτυπούσε απεγνωσμένα, διάνυσε ο γεωργός τα τελευταία μέτρα….Κι όταν είδε την τελευταία αναλαμπή του ήλιου να χάνεται στον μακρυνόν ορίζοντα, τα χείλη του ψιθύρισαν: φτάνει, αρκετά!
Μα τα πόδια δε βαστούσαν πια, τα μάτια έχασαν το φως τους, η καρδιά απ’ την πολλή προσπάθεια δεν άντεξε και ο άμοιρος χωριάτης σωριάστηκε νεκρός.
Δεν πρόλαβε να χαρή τη γη που απόχτησε. Την άλλη μέρα πρωί πρωί τον είχαν κιόλας θάψει σ’ ένα λάκκο τρία μέτρα επί ένα, επί δυο βάθος.
Η γη που αρκεί για έναν άνθρωπο! Μήκος, πλάτος, βάθος. Τα τρία χαρίσματα που χορεύουν το χορό των πεθαμένων.
Ένας στενόμακρος και βαθύς λάκκος φθάνει για ν’ αναπαυθή ο καθένας μας.
(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 18-20)