ιγ. Κάποιος που κυνηγούσε στην έρημο άγρια ζώα, είδε τον Αββά Αντώνιο να αστειεύεται με τους αδελφούς και σκανδαλίσθηκε. Θέλοντας δε ο γέρων να τον διδάξη ότι είναι ανάγκη που και που να συγκαταβαίνη τίνας στους αδελφούς, του λέγει : « Βάλε μια σαΐτα στο τόξο σου και τέντωσε το». Το έκαμε εκείνος. Του λέγει : « Τέντωσε το πιο πολύ ». Και το τέντωσε. Και πάλι του λέγει : « Ακόμη πιο πολύ ». Του απαντά τότε ο κυνηγός : « Αν το τεντώσω υπερβολικά, θα σπάση το τόξο ». Και ο γέρων του λέγει : « Έτσι και στο έργο του Θεού. Αν τεντώσουμε υπερβολικά τη συμπεριφορά μας απέναντι στους αδελφούς, θα σπάσουν και αυτοί. Πρέπει λοιπόν που και που να συγκαταβαίνουμε στους αδελφούς ». Ακούοντας τα αυτά ο κυνηγός, ένοιωσε κατάνυξη. Και έφυγε πολύ ωφελημένος από τον γέροντα. Οι δε αδελφοί, στηριγμένοι, έφυγαν και πήγαν στον τόπο τους.
ιδ. Κάποιος μοναχός επαινέθηκε από τους αδελφούς στον Αββά Αντώνιο. Ο γέρων, όταν εκείνος ήλθε σ’ αυτόν, τον δοκίμασε αν υπομένη εξευτελισμό. Και διαπιστώνοντας ότι δεν αντέχει, του είπε : « Μοιάζεις με χωριό όπου μπροστά είναι περιποιημένο και στολισμένο, από πίσω δε το λεηλατούν ληστές ».
ιε . Ένας αδελφός είπε στον Αββά Αντώνιο: « Προσευχήσου για μένα ». Του λέγει ο γέρων : « Ούτε εγώ σε σπλαχνίζομαι ούτε ο Θεός, αν ο ίδιος δεν σπεύσης να παρακαλέσης τον Θεό ».
ιστ. Πήγαν κάποτε μερικοί γέροντες στον Αββά Αντώνιο και ήταν ο Αββάς Ιωσήφ μαζί του. Και θέλοντας ο γέρων να τους δοκιμάση, τους πρόβαλε ένα ρητό της Γραφής και άρχισε, από τους πιο νέους, να τους ρωτά για το νόημα του. Και καθένας απαντούσε, κατά τη δύναμη του. Ο δε γέρων έλεγε στον καθένα: « Δεν το βρήκες ». Ύστερα από όλους, λέγει στον Αββά Ιωσήφ: « Συ τί έχεις να πής πάνω σ’ αυτό το ρητό;». Αποκρίνεται εκείνος: « Δεν ξέρω ». Λέγει λοιπόν ο Αββάς Αντώνιος : « Πάντως ο Αββάς Ιωσήφ βρήκε τον δρόμο, γιατί είπε δεν ξέρω ».
ιζ. Κάποιοι αδελφοί ξεκίνησαν από μια Σκήτη να πάνε στον Αββά Αντώνιο. Μπήκαν λοιπόν σ’ ένα καΐκι για να έλθουν σ’ αυτόν. Βρίσκουν τότε κάποιον γέροντα, άγνωστο τους, όπου ήθελε και αυτός να πάη εκεί. Καθισμένοι λοιπόν στο πλοίο, έλεγαν μεταξύ τους λόγια πατέρων και από τη Γραφή και πάλι για τα εργόχειρα τους. Ο δε γέρων σιωπούσε. Όταν το πλοίο άραξε, διεπίστωσαν ότι και ο γέρων πήγαινε στον Αββά Αντώνιο. Και όταν ήλθαν σ’ αυτόν, τους λέγει : « Καλή συνοδία βρήκατε αυτόν εδώ τον γέροντα». Λέγει δε και στον γέροντα : « Καλούς αδελφούς είχες μαζί σου, Αββά ». Και ο γέρων αποκρίνεται : « Καλοί βέβαια είναι. Αλλά η αυλή τους δεν έχει πόρτα και όποιος θέλει μπαίνει στον στάβλο και λύνει τον όνο ». Και αυτό το είπε γιατί έλεγαν ό,τι τους ερχόταν στο στόμα.
ιη. Πήγαν κάποιοι αδελφοί στον Αββά Αντώνιο και του λέγουν : « Πες μας κάτι, πώς να σωθούμε ». Τους αποκρίνεται ο γέρων: « Ακούσατε τη Γραφή; Σας αρκεί αυτή ». Εκείνοι δε του λέγουν : « Και από σένα θέλουμε να ακούσουμε κάτι, πάτερ ». Τους λέγει τότε ο γέρων : « Το Ευαγγέλιο λέγει : « Εάν τις σε ραπίση εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην ». Του λέγουν : « Δεν μπορούμε να το κάμουμε αυτό ». Τους αποκρίνεται ο γέρων : « Αν δεν μπορήτε να στρέψετε και την άλλη, τουλάχιστο ας υπομείνετε το ράπισμα στη μια ». Του λέγουν : «Ούτε αυτό μπορούμε ». Λέγει ο γέρων : « Αν και αυτό δεν το μπορήτε, μη ανταποδώσετε το χτύπημα ». Και του είπαν : « Ούτε αυτό το μπορούμε ». Τότε λέγει ο γέρων στον μαθητή του : « Κάμε τους λίγη κουρκούτη, γιατί είναι ανήμποροι ». Και τους λέγει : « Αν αυτό δεν το μπορήτε και εκείνο δεν το θέλετε, τί να σας κάμω ; Προσευχή χρειάζεται ».
ιθ. Ένας αδελφός απαρνήθηκε τα του κόσμου. Μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς. Κράτησε δε μόνο κάτι λιγοστά για τον εαυτό του. Όταν έφθασε στον Αββά Αντώνιο και τα έμαθε αυτά ο γέρων, του λέγει : « Πήγαινε στο τάδε κεφαλοχώρι, αγόρασε κρέας, τύλιξε μ’ αυτό το κρέας το σώμα σου γυμνό και έτσι έλα εδώ ». Το έκαμε αυτό ο αδελφός, οπότε τα σκυλιά και τα πουλιά του καταξέσχιζαν το σώμα. Μόλις τον αντίκρισε ο γέρων, τον ρώτησε αν έκαμε ό,τι τον συμβούλευσε. Και όταν εκείνος του έδειξε το σώμα του καταξεσχισμένο, του λέ-γει ο άγιος Αντώνιος : « Όσοι απαρνήθηκαν τον κόσμο και θέλουν να έχουν υλικά αγαθά, έτσι καταξεσχίζονται από τους δαίμονες όπου τους πολεμούν ».
κ. Σ’ έναν αδελφό κάποτε συνέβη πειρασμός, στο Κοινόβιο του Αββά Ηλία. Και διωγμένος από εκεί, έφυγε για την ορεινή περιοχή, στον Αββά Αντώνιο. Αφού λοιπόν έμεινε ο αδελφός κοντά του ένα χρονικό διάστημα, ο γέρων τον έστειλε στο Κοινόβιο από όπου προερχόταν. Αλλά μόλις πήγε εκεί, τον ξαναδιώξαν. Γύρισε έτσι στον Αββά Αντώνιο, λέγοντας : «Δεν θέλησαν να με δεχθούν, πάτερ ». Τον ξανάστειλε λοιπόν ο γέρων, λέγοντας : «Ένα πλοίο ναυάγησε στο πέλαγος. Έχασε το φορτίο του. Και με πολύ κόπο σώθηκε στη στεριά. Και σεις, όποιον σώθηκε πάνω στη στεριά, θέλετε να τον καταποντίσετε; ». Και εκείνοι, μαθαίνοντας ότι τον είχε στείλει ο Αββάς Αντώνιος, ευθύς τον δέχθηκαν.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 11-14)
Του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου
α. 0 άγιος Αββάς Αντώνιος, διαμένοντας κάποτε στην έρημο, βρέθηκε σε ακηδία και σε πολύ σκοτείνιασμα των λογισμών του. Έλεγε λοιπόν στον Θεό : « Κύριε, θέλω να σωθώ, αλλά δεν με αφήνουν οι λογισμοί μου. Τί να κάμω μέσα σ’ αυτή τη θλίψη μου; Πώς να σωθώ; » Βγαίνει λοιπόν για λίγο έξω από το κελλί του. Και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του. Εκείνος ο άνθρωπος καθόταν και εργαζόταν. Ύστερα άφηνε το εργόχειρο του, σηκωνόταν και προσευχόταν. Και πάλι καθόταν και έφτιαχνε πλεξούδες. Κατόπιν δε, ξανασηκωνόταν για να προσευχηθή. Και ήταν Άγγελος Κυρίου, σταλμένος για να διορθώση και να ασφαλίση τον Αντώνιο. Άκουσε λοιπόν τον Άγγελο να του λέγη: «Έτσι κάνε και θα σωθής». Ακούοντας δε αυτά τα λόγια, πολλή χαρά πήρε και θάρρος. Και έτσι κάνοντας, σωζόταν.
β. Ο ίδιος ο Αββάς Αντώνιος, ατενίζοντας στο βάθος των κρίσεων του Θεού, ρώτησε: «Κύριε, πώς συμβαίνει, μερικοί να ζουν λίγο στη γη και άλλοι να φθάνουν σε βαθειά γηρατειά; Και γιατί άλλοι να βρίσκωνται μέσα σε πενία και άλλοι να είναι πλούσιοι; Και πώς οι άδικοι μεν πλουταίνουν, ενώ οι δίκαιοι πένονται;». Και άκουσε φωνή να του λέγη : « Αντώνιε, κοίτα τον εαυτό σου. Αυτά τα κανονίζει ο Θεός κατά την κρίση του και δεν συμφέρει να τα μάθης ».
γ. Ρώτησε κάποιος τον Αββά Αντώνιο, λέγοντας : «Τί να τηρήσω, για να είμαι αρεστός στον Θεό; ». Και του αποκρίθηκε ο γέρων και του είπε : « Να τηρής όσα σου εντέλλομαι. Και όπου και αν πηγαίνης, τον Θεό να έχης πάντα μπροστά στα μάτια σου. Και ό,τι κάνεις ή λέγεις, ας είναι σύμφωνο με την Αγία Γραφή. Και σε όποιο τόπο μένεις, μη φεύγεις γρήγορα από εκεί. Αυτά τα τρία να φυλάς και σώζεσαι».
δ. Είπε ο Αββάς Αντώνιος στον Αββά Ποιμένα : «Να τι είναι το μεγάλο έργο του ανθρώπου : Να αναλαμβάνη, μπροστά στον Θεό, την ευθύνη των σφαλμάτων του και να περιμένη πειρασμούς έως τη στερνή του πνοή ».
ε . 0 ίδιος είπε : « Κανείς δεν μπορεί να εισέλθη στη βασιλεία των ουρανών, χωρίς να δοκιμάση πειρασμούς. Βγάλε από τη μέση τους πειρασμούς και τότε κανείς δεν θα υπάρχη όπου να σώζεται ».
στ. Ρώτησε ο Αββάς Παμβώ τον Αββά Αντώνιο: « Τί να κάμω; ». Και του λέγει ο γέρων: « Να μη έχης πεποίθηση στην αρετή σου. Μήτε να μεταμελήσαι για πράγμα όπου πέρασε πια. Και να κυριαρχής στη γλώσσα σου και στην κοιλιά σου ».
ζ . Είπε ο Αββάς Αντώνιος: « Είδα όλες τις παγίδες του εχθρού ( ήγουν του διαβόλου ) απλωμένες πάνω στη γη. Και στέναξα και είπα : Ποιός άρα θα τις προσπέραση χωρίς να τον πιάσουν; Και άκουσα φωνή να μου λέγη : Η ταπεινοφροσύνη».
η . Είπε πάλι : « Είναι μερικοί που έλυωσαν τα σώματα τους με την άσκηση, επειδή όμως τους έλειπε η διάκριση, μακριά από τον Θεό βρέθηκαν ».
θ. Είπε πάλι : « Από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Αν κερδίσουμε τον αδελφό μας, τον Θεό κερδίζουμε. Αν σκανδαλίσουμε τον αδελφό μας, στον Χριστό αμαρτάνουμε ».
ι . Είπε πάλι: « Καθώς τα ψάρια, αν χρονοτριβήσουν στη στεριά, πεθαίνουν, έτσι και οι μοναχοί, χρονοτριβώντας έξω από το κελλί τους ή με λαϊκούς περνώντας την ώρα τους, χάνουν τη δύναμη του ησυχασμού τους. Πρέπει λοιπόν, όπως έχει το ψάρι ανάγκη να ξαναβρεθή γρήγορα στη θάλασσα, έτσι και εμείς να σπεύδουμε να γυρίσουμε στο κελλί. Γιατί, καθυστερώντας έξω, μπορεί να λησμονήσουμε την εσωτερική ζωή ».
ια. Είπε πάλι : « Όποιος κάθεται στην έρημο και ησυχάζει, από τρεις πολέμους είναι απαλλαγμένος : της ακοής, της ομιλίας και της δράσεως. Και ένα μόνο πόλεμο έχει: τον πόλεμο της καρδιάς ».
ιβ. Μερικοί αδελφοί πήγαν στον Αββά Αντώνιο για να του αναγγείλουν φαντασίες όπου έβλεπαν και να μάθουν απ’ αυτόν αν ήταν αληθινές ή προέρχονταν από δαίμονες. Είχαν δε και έναν όνο, όπου τους ψόφησε στον δρόμο. Μόλις λοιπόν έφθασαν στον γέροντα, τούς πρόλαβε και τους είπε : «Πώς ψόφησε το γαϊδουράκι στον δρόμο;». Του λέγουν : «Πού το ξέρεις, Αββά;» Και εκείνος τους λέγει: « Οι δαίμονες μου το φανέρωσαν ». Και του απαντούν: « Εμείς γι’ αυτό ήλθαμε να σε ρωτήσουμε, γιατί βλέπουμε φαντασίες και πολλές φορές γίνονται αληθινές, μήπως πλανιόμαστε». Και τους πληροφόρησε ο γέρων, με την απόδειξη όπου πήρε από τον όνο, ότι από δαίμονες προέρχονταν οι φαντασίες τους.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 9-11)
- Γέροντα, όταν έφυγα για μοναχή, οι δικοί μου φέρθηκαν άδικα. Μπορώ να ζητήσω αυτό που μου δίνεται από τον νόμο;
- Όχι, δεν ταιριάζει.
- Φοβάμαι μήπως τους βρη κανένα κακό από την αδικία.
- Νά, αυτό είναι το καθαρό φιλότιμο! Αν ήμουν εγώ στην θέση σου, θα τους έλεγα: «Εγώ για τον εαυτό μου δεν θέλω τίποτε. Το μερίδιο όμως που μου ανήκει, θα ήθελα να το μοιράσετε με τα χέρια σας στους φτωχούς. Δώστε πρώτα στους φτωχούς συγγενείς. Σάς το λέω αυτό, για να μη φθάση στα παιδιά σας η οργή του Θεού». Γ ιατί μπορεί καμμιά φορά ο πατέρας να δώση κάτι για την ψυχή του, για να γίνη λ.χ. ένα Ίδρυμα, και να μην αφήση κάτι στο παιδί του.
Μπορεί σε μία οικογένεια ο παππούς ή η γιαγιά να έκαναν αδικίες και αυτοί να είναι καλά. Όμως τα παιδιά ή τα εγγόνια τους παιδεύονται. Αρρωσταίνουν και ανα-γκάζονται να δίνουν στους γιατρούς όσα μαζεύτηκαν με αδικίες, για να εξοφλήσουν οι παππούδες τους. Κάποτε σε μία γνωστή μου οικογένεια συνέβαιναν πολλές δοκιμασίες. Είχε αρχίσει από τον αρχηγό της οικογενείας αρρώστια βαρειά, ταλαιπωρία, έμεινε κατάκοιτος λίγα χρόνια και μετά πέθανε. Στην συνέχεια πέθανε η γυναίκα του και ύστερα τα παιδιά του, το ένα κοντά στο άλλο. Πρόσφατα πέθανε και το τελευταίο, το πέμπτο παιδί. Από πολύ πλούσια οικογένεια που ήταν, κατήντησε η πιο φτωχή, γιατί πουλούσαν τα κτήματα όσο-όσο, για να πληρώνουν γιατρούς και έξοδα διάφορα. Απορούσα γι' αυτήν την οικογένεια: «Πώς συμβαίνουν τόσες αρρώστιες και ατυχήματα σ' αυτούς!». Στα άτομα της οικογένειας που γνώρισα, δεν φαινόταν η καλή περίπτωση, δηλαδή να τους δοκιμάζη ο Θεός σαν εκλεκτούς, αλλά μάλλον να λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι του Θεού. Για να είμαι πιο σίγουρος, προσπάθησα να μάθω από αξιόλογα γεροντάκια, συμπατριώτες τους, και έμαθα τα εξής: Ο άνθρωπος αυτός είχε βρει μία σχετική περιουσία από τον πατέρα του, αλλά στην συνέχεια την αύξησε με αδικίες. Δηλαδή, εάν του ζητούσε μία χήρα δανεικά, για να παντρέψη την κόρη της, και θα του τα έδινε όταν θα αλώνιζε, αυτός της ζητούσε ένα οικόπεδο που είχε. Και εκείνη επάνω στην ανάγκη το έδινε όσο-όσο. Αλλος του ζητούσε δάνειο να πληρώση την Τράπεζα και θα του το επέστρεφε μόλις μάζευε τα βαμβάκια. Εκείνος του ζητούσε ένα χωράφι που είχε, και στην ανάγκη ο άλλος το έδινε όσο-όσο, για να μην τον κυνηγήση η Τράπεζα. Αλλος του ζητούσε λίγα δανεικά, για να πληρώση τους γιατρούς, και αυτός του ζητούσε την αγελάδα που είχε. Εκείνος ο καημένος την έδινε όσο-όσο. Με αυτόν τον τρόπο μάζεψε μία μεγάλη περιουσία.
Όλος όμως ο γογγυσμός των πονεμένων ανθρώπων χτύπησε όχι μόνο σ' αυτόν και στην γυναίκα του, αλλά και στα παιδιά του ακόμη. Έτσι λειτούργησαν οι πνευματικοί νόμοι και έκαναν και εκείνοι το ίδιο, για να πληρώσουν δηλαδή τους γιατρούς και τα έξοδα από τις αρρώστιες, τα ατυχήματα κ.λπ., πουλούσαν όσο-όσο τα κτήματα, και από πολύ πλούσιοι έγιναν φτωχοί, και ένας-ένας έφυγαν όλοι. Ο Θεός φυσικά θα τους κρίνη με την πολλή Του αγάπη και δικαιοσύνη ανάλογα. Οι άλλοι πάλι που αναγκάσθηκαν, επάνω στην ανάγκη που βρίσκονταν, να πουλήσουν ό,τι είχαν, για να ξεχρεώσουν χρέη σε γιατρούς κ.λπ. και φτώχεψαν, θα ανταμειφθούν για την αδικία που δοκίμασαν ανάλογα. Βέβαια και οι άδικοι εξοφλούν και αυτοί ανάλογα.
Αυτός που μας αδικεί, μας ευεργετεί
- Γέροντα, πώς να βλέπουμε αυτόν που μας αδικεί;
- Πώς να τον βλέπουμε; Σαν έναν μεγάλο ευεργέτη μας, που μας κάνει καταθέσεις στο Ταμιευτήριο του Θεού.Μας κάνει πλούσιους αιώνια. Μικρό πράγμα είναι αυτό; Τον ευεργέτη μας δεν τον αγαπούμε; Δεν του εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας; Έτσι και αυτόν που μας αδικεί να τον αγαπούμε και να τον ευγνωμονούμε, γιατί μας ευεργετεί αιώνια. Οι άδικοι αδικούνται αιώνια, ενώ όσοι δέχονται με χαρά την αδικία δικαιώνονται αιώνια.
Ένας ευλαβής οικογενειάρχης δοκίμασε πολλές αδικίες στην δουλειά του. είχε όμως πολλή καλωσύνη και όλα τα υπέμεινε χωρίς να γογγύση. Ήρθε κάποτε στο Καλύβι και μου τα είπε. Μετά με ρωτάει: «Τί με συμβουλεύεις να κάνω;». «Έτσι να κάνεις, του λέω, να αποβλέπης στην θεία δικαιοσύνη και στην θεία ανταπόδοση και να υπομένης. Τίποτε δεν πάει χαμένο. Με αυτόν τον τρόπο αποταμιεύεις στο Ταμιευτήριο του Θεού. Στην άλλη ζωή σίγουρα θα έχης να λάβης γι' αυτήν την δοκιμασία που περνάς. Αλλά να ξέρης, ο Καλός Θεός και σ' αυτήν την ζωή αμείβει τον αδικημένο. Αν όχι πάντοτε τον ίδιο, οπωσδήποτε τα παιδιά του. Ξέρει ο Θεός. Έχει πρόνοια για το πλάσμα Του». Αμα κάνη κανείς υπομονή, έρχονται τα πράγματα στην θέση τους. Τα οικονομάει ο Θεός. Χρειάζεται όμως υπομονή χωρίς λογική. Αφού ο Θεός βλέπει, παρακολουθεί, να παραδίνεται εν λευκώ στον Θεό. Βλέπεις, ο Ιωσήφ δεν μίλησε, όταν τον πούλησαν οι αδελφοί του για δούλο. Μπορούσε να πή: «Είμαι αδελφός τους». Δεν μίλησε όμως, και μετά μίλησε ο Θεός και τον έκανε βασιλιά. Αμα όμως κανείς δεν κάνη υπομονή, είναι βάσανο. Από 'κει και πέρα θέλει να του έρχωνται τα πράγματα όπως του ταιριάζει, όπως αναπαύεται. Και ανάπαυση φυσικά δεν βρίσκει και ούτε του έρχονται όλα έτσι όπως τα θέλει.
Εάν κανείς αδικηθή σ' αυτήν την ζωή από ανθρώπους ή από δαίμονες, δεν ανη-συχεί ο Θεός, γιατί κέρδος προξενείται στην ψυχή. Πολλές φορές όμως λέμε ότι μας αδι¬κούν, ενώ στην ουσία αδικούμε εμείς. Εδώ θέλει προσοχή να πιάνουμε τον εαυτό μας.
(Λόγοι τόμος Α σελ. 89-92)
(Αναστασίου Γιαννουλάτου, αρχιεπισκόπου Τιράνων, Ισλάμ, εκδ.Ακρίτας 2006, σελ.95-138)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
α) Αμφισβητήσεις σχετικά με τις πηγές
Για τον Μωάμεθ έχουν γραφεί πολυάριθμα έργα διά μέσου των αιώνων, τα οποία μπορούν γενικώς να ταξινομηθούν σε δύο βασικές κατηγορίες: πρώτον, στις βιογραφίες που έγραψαν αφοσιωμένοι οπαδοί του και, δεύτερον, σ’ αυτές που οφείλονται σε μη μουσουλμάνους επιστήμονες. Οι πρώτες διακρίνονται για τον ενθουσιασμό τους και την τάση εξιδανικεύσεως του χαρακτήρα του Μωάμεθ˙ οι δεύτερες εμφανίζονται περισσότερο κριτικές και -κατά τη γνώμη τουλάχιστον των συγγραφέων- αντικειμενικές.
(i) Για την κατανόηση των μεθοδολογικών δυσκολιών σχετικά με τη βιογραφία του Μωάμεθ, πρέπει εν πρώτοις να επισημανθεί ένα ουσιώδες πρόβλημα που αφορά στη χρήση του Κορανίου ως βιβλιογραφικής πηγής. Για τους μη μουσουλμάνους συγγραφείς, το ιερό βιβλίο του Ισλάμ αποτελεί την κατεξοχήν δεξαμενή ειδήσεων για τον Μωάμεθ, ως προϊόν του κηρύγματός του, στο οποίο αντανακλώνται η προφητική του δράση καθώς και οι αντιδράσεις του περιβάλλοντός του. Για τους οπαδούς όμως του Προφήτη μια τέτοια υπόθεση θεωρείται βλασφημία και επομένως κρίνεται ως εντελώς απαράδεκτη μεθοδολογική αρχή, διότι γι’ αυτούς δημιουργός του Κορανίου δεν είναι ο Μωάμεθ αλλά ο Αλλάχ.
Όπως θα δούμε εκτενέστερα στο επόμενο κεφάλαιο, το Κοράνιο για τους μουσουλμάνους είναι βιβλίο αιώνιο που προϋπάρχει της ιστορίας και δεν εξαρτάται από την προσωπικότητα του Προφήτη και τις ιστορικές συνθήκες της ζωής του. Συνεπώς, αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί ως κλειδί κατανοήσεως της μορφής και της εποχής του Μωάμεθ. Πρόκειται για μια απόλυτα θρησκευτική στάση που δεν ανέχεται ιστορική και φιλολογική κριτική. Η θεμελιώδης αυτή μεθοδολογική διάσταση μεταξύ των -μουσουλμάνων και μη- ιστορικών δεν είναι εύκολο να γεφυρωθεί, εφόσον συναρτάται με βασική θέση της «ορθόδοξης» μουσουλμανικής θεολογίας. Την επισημαίνουμε πάντως από την αρχή για να συνειδητοποιηθούν οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ο ενδιαφερόμενος για μία έκθεση «αντικειμενική», κοινής αποδοχής.
(ii) Η μορφή του Προφήτη μαγνήτισε, όπως ήταν φυσικό, την προσοχή των οπαδών του και πολλές διηγήσεις γύρω απ’ αυτόν άρχισαν να διαδίδονται από τους συντρόφους του. Η αφήγηση ηρωικών κατορθωμάτων αποτελούσε ανέκαθεν προσφιλή ενασχόληση των Αράβων˙ η μορφή λοιπόν του ήρωα που τους ένωσε και τους οδήγησε στην οδό της δόξας ήταν επόμενο να γίνει κέντρο των διηγήσεών τους. Τα πολεμικά κατορθώματα (maghazi) ήσαν στο προσκήνιο των ενδιαφερόντων ενός λαού που βρισκόταν διαρκώς στα πεδία των μαχών. Έτσι διαμορφώθηκαν, κατά τον πρώτο μουσουλμανικό αιώνα, σχετικές με τον Προφήτη συλλογές διηγήσεων, γνωστές ως maghazi φιλολογία, από την οποία όμως μόνο μικρό τμήμα διασώθηκε. Στις ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν μεταφρασθεί λίγα αποσπάσματα από το απολεσθέν έργο του Musa ibn Uqba , ο οποίος ανήκει στην τρίτη μετά τον Προφήτη γενεά. Αξιόλογα στοιχεία για τον Μωάμεθ, τους συνεργάτες και τους διαδόχους του περιέχει το έργο του Ibn Sa’d, που είναι προσιτό προς το παρόν μόνο στα αραβικά.
(iii) Πλούσιο υλικό για τη δόμηση της βιογραφίας του Προφήτη , αλλά συγχρόνως και για τον υπομνηματισμό του Κορανίου, προσφέρουν οι συλλογές Hadith (βλ. κεφ. Ι/Δ'). Η σημασία τους όμως ως αυθεντικής πηγής για τον βίο του Μωάμεθ είναι συζητήσιμη. Το γεγονός ότι οι πρώτοι συλλέκτες των Hadith (παραδόσεων) αναγκάσθηκαν να απορρίψουν το μεγαλύτερο μέρος των γνωστών στην εποχή τους αφηγήσεων, δείχνει αφενός μεν την ευσυνειδησία των συλλεκτών, αφετέρου όμως την κεκτημένη ταχύτητα παραγωγής χιλιάδων πλαστών «ανεκδότων» και γνωμικών. Η νεότερη κριτική επισήμανε πολλά ιστορικά προβλήματα και κενά στο σώμα των παραδόσεων .
(iv) Η παλαιότερη βιογραφία του Μωάμεθ υπήρξε το έργο του Urwa b. Al-Zubair (643-712), γιου του φημισμένου συντρόφου του . Ως η σπουδαιότερη όμως εξιστόρηση της ζωής του αναγνωρίζεται το έργο του Ibn Ishaq (θ. 767), ο οποίος, γέννημα και θρέμμα της Μεδίνας, συγκέντρωσε συστηματικά τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν στην «πόλη του Προφήτη» (5). Το έργο αυτό υπήρξε κεντρική πηγή της μουσουλμανικής ιστοριογραφίας· ο διακεκριμένος ιστορικός της πρώτης ισλαμικής περιόδου al-Tabari οφείλει πολλά στον Ibn Ishaq. Σημαντικότατος μετά από αυτόν βιογράφος του Μωάμεθ θεωρείται ο Umar al-Waqidi (797-874). Στη Δύση, για μεγάλο διάστημα ήταν γνωστή μόνο μία μεταγενέστερη βιογραφία γραμμένη από τον Abu l-Fida.
(ν) Παρά το αμείωτο ενδιαφέρον για το πρόσωπο του Μωάμεθ, επί πολλούς αιώνες δεν δημοσιεύθηκε άλλο σπουδαίο βιογραφικό κείμενο γι’ αυτόν. Η κίνηση των σούφι (βλ. κεφ. ΙΙΙ/Γ’) έδωσε νέα διάσταση και ώθηση στο παλαιό θέμα της ζωής του Προφήτη, γιατί οι μουσουλμάνοι μυστικοί -ενδιαφερόμενοι να στηρίξουν ορισμένες θέσεις τους-, ανέτρεξαν στο παράδειγμά του. Η ασκητική φιλολογία που αναπτύχθηκε γύρω απ’ αυτό το θέμα διακρίνεται για ιδιότυπη ευαισθησία και συγκινησιακή ένταση. Ιδιορρυθμίες παρουσιάζει επίσης η σηιτική παράδοση. Οι σηίτες (βλ. κεφ. ΙΙΙ/Β’) κατηγορούν τους σουννίτες ότι σκοπίμως παραλείπουν ή αλλοιώνουν ορισμένες πληροφορίες για τη ζωή του Προφήτη, οι οποίες φανερώνουν την προτίμησή του να τον διαδεχθεί στην ηγεσία της μουσουλμανικής κοινότητας ο εξάδελφός του Αli .
(vi) Διάφορα βιογραφικά στοιχεία για τον Μωάμεθ περιλαμβάνονται στις αντιρρητικές πραγματείες των Βυζαντινών (11). Αυτά βεβαίως θεωρούνται απαράδεκτα από τους μουσουλμάνους. Εντούτοις, παρά τον προφανή πολεμικό χαρακτήρα των έργων αυτών, είναι ενδιαφέρουσα η παράθεση κάποιων βυζαντινών απόψεων σχετικά με τον βίο του θεμελιωτή του Ισλάμ, δεδομένου ότι ορισμένες απ’ αυτές τις πραγματείες προέρχονται από τους πρώτους μουσουλμανικούς αιώνες (8ο και 9ο μ.Χ.) και αντανακλούν τις αντιλήψεις των αντιπάλων της εν λόγω θρησκείας. Στη Δύση, οι θρύλοι που κυκλοφορούσαν για τον ιδρυτή του Ισλάμ περιέγραφαν συνήθως τη μορφή του με σκοτεινά χρώματα.
β) Κριτικές μελέτες κατά τον 19ο και 20ό αιώνα
Το ενδιαφέρον για την προσωπικότητα του Μωάμεθ αναζωπυρώθηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα.
(i) Οι παλαιότεροι ιστορικοί, παρά τις κάποιες επιφυλάξεις τους, δέχονται τις προαναφερθείσες μουσουλμανικές πηγές. Η κριτική περίοδος άρχισε με τα έργα των Sir William Muir και A. Sprenger , κυρίως όμως με τις έρευνες του Ούγγρου Goldziher , ο οποίος απέδειξε ότι πολλά από τα αποδιδόμενα στον Μωάμεθ αποφθέγματα ήσαν μεταγενέστερα κατασκευάσματα ανταγωνιζομένων ομάδων, που επιδίωκαν να στηρίξουν τις θέσεις τους. Η επαναστατική αυτή διαπίστωση του Goldziher ώθησε πολλούς ανατολιστές - αντιπροσωπευτικότερος των οποίων υπήρξε ο Η. Lammens - στην υιοθέτηση της απόψεως ότι η Παράδοση προσφέρει αμφίβολο υλικό και ότι μόνο το Κοράνιο αποτελεί έγκυρη πηγή για τη βιογραφία του Μωάμεθ.
Σταθμό στη διερεύνηση της προσωπικότητας του ιδρυτή του Ισλάμ αποτέλεσαν τα έργα του Σουηδού Tor Andrae , τα οποία διακρίνονται για συμπάθεια και σεβασμό προς αυτόν. Ο Andrae τόνισε την εσχατολογική διάσταση του κηρύγματος του Μωάμεθ, τις υπάρχουσες ομοιότητες της διδασκαλίας του προς τον συριακό Μονοφυσιτισμό και τις αποχρώσεις που πήρε η μορφή του με τις εναλλαγές φωτισμού της μουσουλμανικής ευσέβειας. Σε παράλληλη κατεύθυνση κινήθηκε και ο R. Bell . Άλλη ομάδα ερευνητών, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής που γοητευόταν από την αναζήτηση ιστορικών επιδράσεων στην ανέλιξη θρησκευτικών ιδεών και κινημάτων, υπογράμμισε ιδιαιτέρως την εξάρτηση του Μωάμεθ από τον Ιουδαϊσμό . Νέες προοπτικές στο θέμα της βιογραφίας του Μωάμεθ άνοιξαν οι εργασίες του Άγγλου W. Montgomery Watt, του Δανού Fr. Buhl και του Γάλλου R. Blachere. Στα ελληνικά εκδόθηκε, μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, από ανώνυμο (με το ψευδώνυμο Ερημίτης) βιογραφία του Μωάμεθ με χαρακτήρα αντιρρητικό.
(ii) Η έντονη αυτή ζύμωση στη Δύση προκάλεσε την αντίδραση των μουσουλμάνων διανοουμένων, οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι Ευρωπαίοι με τις επιστημονικές τους μεθόδους αλλοίωσαν την εικόνα του Προφήτη. Έτσι, κατά τα τελευταία εκατό χρόνια γράφηκαν από μουσουλμάνους συγγραφείς περισσότερες βιογραφίες του Μωάμεθ από όσες είχαν δημοσιευθεί τους προηγούμενους δώδεκα αιώνες. Η γνωστότερη από αυτές, η οποία και βρήκε μεγάλη απήχηση στον ισλαμικό κόσμο, ήταν το έργο του Sayed Ameer Ali, The spirit of Islam. Από το πλήθος των εν λόγω βιογραφιών επισημαίνουμε τα βιβλία των al-Hajj Qassim Ali Jairazbhoy, Hafiz Ghulam Sarwar, Athar Husain. Το ύφος τους έχει χαρακτήρα απολογητικό και ρητορικό.
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή ανασκόπηση των βιογραφιών του Μωάμεθ και των σχετικών με την αξιοπιστία των πηγών προβλημάτων, υπογραμμίζουμε ότι οι γνώσεις μας για τον ιδρυτή του Ισλαμισμού δεν είναι τόσο σταθερές και ασφαλείς, όσο συνήθως νομίζεται, εφόσον αμφισβητούνται κρίσιμα σημεία των πηγών και άλλα καλύπτονται από πέπλο αγνοίας.
Για να δώσουμε ενιαία, αδρή εικόνα της ζωής του Μωάμεθ, παραθέτουμε στη συνέχεια τις κύριες φάσεις της, όπως τις συνέθεσαν οι επικρατέστερες εκδοχές, και θίγουμε ενδεικτικά κάποιες πλευρές της επιστημονικής προβληματικής.
2. ΥΠΟΤΎΠΩΣΗ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΜΩΑΜΕΘ
α) Η περίοδος της ιδιωτικής ζωής (570;-610)
(i) Μεταξύ των αριστοκρατικών αραβικών φυλών, που είχαν το προνόμιο να υπηρετούν ως φύλακες του κεντρικού ιερού, της Κάαμπα (Ka’bah), διακρινόταν η φυλή των Κουραϊσιτών (Quraish). Στους κόλπους της, και συγκεκριμένα από το γένος των Hashim, γεννήθηκε κατά την αραβική παράδοση το έτος 570 μ.Χ.(28) (στις 12 του μηνός Rabi al-Awwal) ο Μωάμεθ (Muhammad). Πατέρα δεν γνώρισε, γιατί αυτός φτωχός αλλά ευυπόληπτος Abd Allah, πέθανε προτού γεννηθεί ο μοναχογιός του. Ο Μωάμεθ ήταν έξι ετών όταν ορφάνεψε για δεύτερη φορά(29) , χάνοντας και τη μητέρα του Aminah. Τον ανέλαβε τότε ο παππούς του Abd al-Muttalib, ο οποίος υπεραγαπούσε το ορφανό και το είχε συνεχώς κοντά του˙ όμως μετά από δύο χρόνια πέθανε κι αυτός. Οκταετής ο Μωάμεθ ετέθη υπό την κηδεμονία του εμπόρου θείου του Αμπού Τάλιμπ (Abu Talib) και πέρασε την παιδική του ηλικία ζώντας ως επί το πλείστον κοντά στους βεδουΐνους ως βοσκός, διατρέχοντας την αμμώδη έρημο κάτω από τον αίθριο ουρανό. Στην πρώτη φάση της ζωής του ο Μωάμεθ συμμεριζόταν τις αντιλήψεις των συμπατριωτών του(30), τις οποίες είδαμε συνοπτικά στο προηγούμενο κεφάλαιο. Κατά τη μαρτυρία μάλιστα του Ibn al-Kalbi, κάποτε θυσίασε πρόβατο στη θεά al-Uzza.
Σύμφωνα με τη μουσουλμανική παράδοση, ο Μωάμεθ σε ηλικία δώδεκα ετών συνόδευσε τον θείο του Αμπού Τάλιμπ στη Συρία. Λέγεται ότι στο ταξίδι αυτό φιλοξενήθηκαν στο κελλί ενός χριστιανού μοναχού, του Bahira, ο οποίος μόλις είδε τον νεαρό Μωάμεθ αναφώνησε, «αυτός είναι ο μέγας προφήτης». Ο Αμπού Τάλιμπ εξέφρασε την απορία του γι’ αυτήν τη φράση, αλλά ο μοναχός απάντησε ότι είδε μία νεφέλη να τους ακολουθεί˙ και για να βεβαιωθεί ότι η προαίσθησή του ήταν αληθινή εξέτασε το παιδί και ανακάλυψε στην ωμοπλάτη του «τη σφραγίδα της προφητείας». Η λεπτομέρεια αυτή της αραβικής παραδόσεως υπενθυμίζει την αναγνώριση και τη χρίση του Δαβίδ από τον Σαμουήλ, αλλά ανεξάρτητα από τον ιστορικό της πυρήνα αποκαλύπτει το κύρος που είχαν μεταξύ των Αράβων οι χριστιανοί μοναχοί. Αργότερα ανέλαβε υπηρεσία στα καραβάνια των εμπόρων ως καμηλοδηγός. Με τα ταξίδια αυτά απέκτησε νέες γνώσεις και εμπειρίες. Έμαθε να υπομένει την πορεία στην άμμο κάτω από τον καυτό ήλιο της έρημου, καθώς και στην παγερή σιωπή της νύχτας.
Από την πλευρά της ιστορικής κριτικής είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς για τον βαθμό αυθεντικότητας των ισλαμικών αφηγήσεων σχετικά με την παιδική ηλικία του Μωάμεθ και τα ταξίδια του σε γειτονικές χώρες. Γεγονός είναι ότι αναφέρονται από πολύ νωρίς, με διάφορες παραλλαγές, τόσο από τους μουσουλμάνους βιογράφους του Προφήτη, όσο και από τους Βυζαντινούς συγγραφείς(33) . Νεότεροι εντούτοις ερευνητές τις θεωρούν θρύλους (34) που ανταποκρίνονταν σε διάφορους σκοπούς. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η αφήγηση π.χ. περί του μοναχού Bahira αποσκοπεί στο να τονίσει ότι οι «κάτοχοι των Γραφών» είχαν πληροφορίες από δικές τους πηγές για την προφητική αποστολή του Μωάμεθ. Αντιθέτως οι Βυζαντινοί, με τις δικές τους παραλλαγές, επιχειρούν να δείξουν ότι ο Μωάμεθ είχε στενή σχέση με χριστιανούς αιρετικούς μοναχούς και άμεση εξάρτηση από τη διδασκαλία τους(36) . Αναμφισβήτητο πάντως παραμένει ότι και οι δύο πλευρές δέχονται την επικοινωνία του Μωάμεθ με χριστιανούς μοναχούς.
(ii) Αποφασιστική σημασία για τη ζωή του Μωάμεθ είχε η γνωριμία του με την, κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερή του, πλουσιότατη χήρα Χαντίτζα (Khadljah). Ο Μωάμεθ ξεκίνησε ως οικονόμος της, εξελίχθηκε σε διεκπεραιωτή των επιχειρήσεών της και τελικά σε σύζυγό της. Την παντρεύτηκε σε ηλικία είκοσι πέντε ετών (το 595), ενώ η Χαντίτζα ήταν σαράντα και είχε παιδιά από δύο προηγούμενους γάμους της. Με τη Χαντίτζα έζησε αρμονικά επί μία εικοσαετία αποκτώντας τέσσερις θυγατέρες και μερικούς γιούς, οι οποίοι όμως πέθαναν σε νηπιακή ηλικία.
Ο πλούτος, η επιρροή και η βοήθεια της γυναίκας αυτής -που διακρινόταν για τον ισχυρό χαρακτήρα, τη φιλολογική καλλιέργεια και τη θρησκευτική της ευαισθησία-, υπήρξαν αποφασιστικά για την εξέλιξή του. Ο γάμος του τον έφερε σε επαφή με τους υψηλούς κοινωνικούς κύκλους της Μέκκας. Ο εξάδελφος της Χαντίτζα Waraqa ibn Nauval άσκησε μεγάλη επίδραση στη θρησκευτική εξέλιξη του Μωάμεθ. Γι’ αυτόν διατυπώθηκαν ποικίλες υποθέσεις: κατά μία εκδοχή ήταν Ιουδαίος, κατ’ άλλη hanif, κατά μία τρίτη ήταν απλώς ένας διανοούμενος ανικανοποίητος από την παλαιά θρησκεία και, κατά την πιθανότερη, τέταρτη άποψη, χριστιανός. Είχε ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση˙ γνώριζε εβραϊκά και ελληνικά και μετέφρασε τμήματα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, τα οποία συχνά διάβαζε ενώπιων του νεαρού εμπόρου.
Ως ιδιάζουσα θρησκευτική φύση, ο Μωάμεθ αφομοίωνε με τον δικό του τρόπο τις ιερές ιστορίες που άκουγε στα ταξίδια του και στο οικογενειακό του περιβάλλον. Έτρεφε βαθύ σεβασμό για τη «Βίβλο» (39), δεν ήταν όμως σε θέση να διαβάζει το πρωτότυπο και δεν υπήρχαν στην εποχή του μεταφράσεις της Αγίας Γραφής στα αραβικά (40). Αργότερα οι εχθροί του, αντιδρώντας στο κήρυγμά του, τον κατηγορούσαν ότι είχε ξένους διδασκάλους, πράγμα το οποίο δεν απέρριπτε εντελώς. Οι πληροφορητές του από το ιουδαϊκό και χριστιανικό περιβάλλον, ανήκοντας καθώς φαίνεται σε διάφορες αιρετικές παραφυάδες, δεν στηρίζονταν στα κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής, αλλά αντλούσαν ποικίλο αφηγηματικό υλικό από λαϊκές παραδόσεις -όπως αυτή για τους επτά κοιμωμένους παίδες-, από Μιδρασικά και απόκρυφα κείμενα, ακόμη και από πηγές που υιοθετούσαν μανιχαϊκές και γνωστικές ιδέες.
Από την περίοδο αυτή του βίου του Μωάμεθ η αραβική παράδοση αναφέρει ότι σε ηλικία τριάντα πέντε ετών διευθέτησε με σοφία κάποια διαφορά, η οποία προέκυψε κατά την επισκευή της Ka’bah μεταξύ των φρατριών της φυλής των Κουραϊσιτών, για το ποιος θα μετέφερε τον μέλανα λίθο. Ο Μωάμεθ άπλωσε ένα μανδύα, ζήτησε να τοποθετηθεί επάνω του ο ιερός λίθος και παρήγγειλε στους αρχηγούς των φρατριών να κρατήσουν τον μανδύα από τις άκρες του. Μ’ αυτό τον τρόπο ικανοποιήθηκαν οι πάντες και αποφεύχθηκε η σύγκρουση. Σημειωτέον ότι από τη νεότερη κριτική αμφισβητείται ο ιστορικός χαρακτήρας αυτής της παραδόσεως. Όσοι τον γνώριζαν εκτιμούσαν την τιμιότητά του, πολλοί μάλιστα τον ονόμαζαν al-Amin, δηλαδή ο αξιόπιστος.
β) Η περίοδος της προφητικής δράσεώς του στη Μέκκα (610-622)
(i) Ο Μωάμεθ αποσυρόταν συχνά στη γεμάτη παιδικές αναμνήσεις προσφιλή του έρημο και βυθιζόταν σε στοχασμούς πάνω στα προβλήματα της ζωής, του Θεού, της τελικής παγκόσμιας κρίσεως. Συνήθης τόπος της περισυλλογής του ήταν ένα σπήλαιο στο όρος Hira(44), κοντά στη Μέκκα. Εκεί ο Μωάμεθ, σε ηλικία σαράντα ετών (το 610), βίωσε μια συγκλονιστική πνευματική εμπειρία(45), την oποία αισθάνθηκε ως κλήση στο προφητικό έργο.
Οραματίσθηκε ένα άγγελο, ο οποίος τον πλησίασε και τον διέταξε:
«Διάβασε».
«Δεν μπορώ, δεν γνωρίζω ανάγνωση», απάντησε. Ο άγγελος τότε τον κράτησε ζωηρά και επανέλαβε:
«Διάβασε! διάβασε! διάβασε!».
Κατόπιν άρχισε να διαβάζει και ο Μωάμεθ επαναλάμβανε. Η πρώτη αποκάλυψη, η οποία αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του Κορανίου, έχει ως εξής:
«Ανάγνωθι [iqra] εν ονόματι του Κυρίου σου, όστις έκτισε τα πάντα [ή: όλους τους κόσμους]. / Όστις έπλασε τον άνθρωπον εκ θρόμβου αίματος. / Ανάγνωθι, διότι ο Κύριός σου είναι ο γενναιότερος [ή: ο πλέον γενναιόδωρος]. / Ούτος συνέστησε τω ανθρώπω την χρήσιν της γραφίδος,/ διδάξας αυτόν ο,τι πρότερον ηγνόει» (Θρόμβος Αίματος, 96:1-5).
Κατεχόμενος από δέος και αμφιβάλλοντας για το νόημα της οπτασίας ο Μωάμεθ επέστρεψε στο σπίτι του και διηγήθηκε στη σύζυγό του την εμπειρία που είχε μέσα στο σπήλαιο. Η Χαντίτζα εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι ο άγγελος που είχε δει ο Μωάμεθ ήταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ και τον βοήθησε να υπερνικήσει την ταραχή του. Για να αποσαφηνισθεί μάλιστα περισσότερο το νόημα του γεγονότος τον παρακίνησε να συναντήσει τον συγγενή της Ουάρακα. Αυτός, όταν άκουσε το περιστατικό, αποφάνθηκε ότι πρόκειται για κλήση στο προφητικό αξίωμα. Από αυτές τις αφηγήσεις, τις οποίες με ευλάβεια διηγούνται οι μουσουλμάνοι, καθίσταται σαφές ότι τη βεβαιότητα για την προφητική του αποστολή (Ressaliyah) σταθεροποίησαν η Χαντίτζα και ο Ουάρακα.
Ως προς τη φύση των οραμάτων του Μωάμεθ διατυπώθηκαν διάφορες υποθέσεις. Για τους μουσουλμάνους αυτά έχουν αναμφισβήτητα θεϊκή προέλευση. Μερικοί από τους μη μουσουλμάνους μιλούν για παραισθήσεις, άλλοι για κρίσεις επιληψίας. Οι Βυζαντινοί είχαν αναπτύξει ιδιαιτέρως την τελευταία θεωρία (47) και ορισμένοι από τους νεότερους δέχθηκαν αυτό το ενδεχόμενο. Τα ιστορικά πάντως τεκμήρια είναι ανεπαρκή για να τη θεμελιώσουν ή να την ανατρέψουν πλήρως. Πιθανότερη παρουσιάζεται η ύπαρξη έντονων θρησκευτικών βιωμάτων που κατείχαν το υποσυνείδητο και εκφράζονταν στο συνειδητό και τον λόγο με σύμβολα.
(ii) Για τρία χρόνια ο Μωάμεθ περιορίσθηκε να μιλάει για το προφητικό μήνυμά του μόνο σε λίγους φίλους. Η επίσημη έναρξη της δράσεώς του έγινε το 613 στον λόφο Safa, στο κέντρο της Μέκκας. Το κήρυγμά του, με το οποίο καλούσε τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν στον δρόμο του «ισλάμ», της υποταγής δηλαδή στον Αλλάχ, προκάλεσε τα ειρωνικά σχόλια της ανώτερης τάξεως της Μέκκας που γνώριζε το παρελθόν του. Η επιμονή του στην ιδέα της μεταθανάτιας ζωής και κρίσεως τάραζε επικίνδυνα τα λιμνάζοντα θρησκευτικά ύδατα του κατεστημένου, ενώ το κήρυγμα περί ενός Θεού υπονόμευε τα εμπορικά συμφέροντα πολλών ατόμων. Γενικά οι κάτοικοι της Μέκκας αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη από τους πολλούς προσκυνητές, που επισκέπτονταν την περιοχή της για να τιμήσουν τον πολιούχο θεό Hubal και, στα περίχωρα, τις δημοφιλείς θεές, al-Lata, al-Uzza, Manat.
Το θεολογικό περιεχόμενο του κηρύγματος του Μωάμεθ εξετάζεται εκτενέστερα στο κεφάλαιο για τη θεολογία του Κορανίου (ΙΙ/Α’).
Η στάση των δυσαρεστημένων απέναντι στον Προφήτη (Rassul) και τους φίλους του άρχισε να γίνεται απειλητική. Κατά το 615 μερικοί από τους οπαδούς του αναζήτησαν καταφύγιο στην έναντι της Αραβίας περιοχή της χριστιανικής Αιθιοπίας. Ο Μωάμεθ και οι στενοί σύντροφοί του παρέμειναν στη Μέκκα, αλλά τον επόμενο χρόνο (616) άρχισε εντονότερη η εναντίον του πολεμική από την ίδια του την πατριά (Bani Hashim). Η θέση του κατέστη δυσχερέστατη, ιδίως όταν το έτος 619 ο θάνατος έπληξε τα δύο βασικά στηρίγματά του, τη γυναίκα του Χαντίτζα και τον θειο του Αμπού Τάλιμπ. Οι αλλεπάλληλες αυτές αντιξοότητες συγκλόνισαν τον Προφήτη, δίχως όμως να τον κάμψουν.
Ιδιαιτέρως τον στήριξε στη δοκιμασία αυτή μια οπτασία: Λέγεται ότι μεταφέρθηκε με θαυμαστό τρόπο από τη Μέκκα στην Ιερουσαλήμ και από εκεί στον ουρανό ενώπιον του θρόνου του Θεού. Καθ’ οδόν οι προφήτες των προηγουμένων γενεών τον χαιρετούσαν. Τότε, αναφέρει η ισλαμική παράδοση, διδάχθηκε το τελετουργικό της προσευχής που παρέδωσε στους οπαδούς του. Το εδάφιο του Κορανίου, το οποίο υπήρξε η αφετηρία των σχετικών διηγήσεων, λέγει:
«Δόξα τω μετενεγκόντι νύκτωρ τον δούλον αυτού εκ του ιερού ναού της Μέκκας εις τον μεμακρυσμένον ναόν των Ιεροσολύμων, ούτινος ηυλογήσαμεν τον περίβολον όπως αποδείξωμεν αυτώ τα θαύματα ημών» (Η νυκτερινή Οδοιπορία, 17:1). Κατά τη μουσουλμανική παράδοση η μετακίνηση του Μωάμεθ από τη Μέκκα στην Ιερουσαλήμ και ακολούθως στον έβδομο ουρανό έγινε με τη συνοδεία του αρχαγγέλου Γαβριήλ επάνω σ’ ένα μυστηριώδες ζώο που είχε σώμα ίππου, μορφή γυναίκας και ουρά παγωνιού. Άστραφτε από τη λάμψη πολυτίμων λίθων και διέσχιζε το στερέωμα σαν αστραπή.
Από τις ποικίλες ερμηνείες που δόθηκαν στο ανωτέρω κορανικό εδάφιο, επικρατέστερες μεταξύ των μουσουλμάνων σχολιαστών είναι: Πρώτον, η κατά κυριολεξία˙ δηλαδή ότι το ταξίδι έγινε πράγματι σωματικά, με αστραπιαία ταχύτητα. Δεύτερον, η μεταφορική˙ επρόκειτο δηλαδή για οπτασία, η οποία αποδεικνύεται από το ότι η σύζυγός του Aishah, που εκείνη τη νύχτα κοιμόταν με τον Προφήτη, βεβαίωσε ότι το σώμα του δεν μετακινήθηκε. Τρίτον, η συνδυαστική˙ δηλαδή από τη Μέκκα μέχρι τα Ιεροσόλυμα πραγματοποιήθηκε όντως από τον Μωάμεθ νυκτερινή οδοιπορία, ενώ το αναφερόμενο στον ουρανό δεύτερο τμήμα της διηγήσεως ήταν απλή οπτασία.
Το πεδίο δράσεως του Μωάμεθ στη Μέκκα φαινόταν πλέον κλειστό. Τα κηρύγματά του εντούτοις είχαν επηρεάσει ορισμένους προσκυνητές από την πόλη Γιαθρίμπ (Yathrib) που βρισκόταν σε απόσταση 320 περίπου χιλιομέτρων βορείως της Μέκκας, η οποία αργότερα έγινε γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο ως Μεδίνα. Το έτος 620 έξι κάτοικοι της τελευταίας είχαν ασπασθεί το Ισλάμ, ενώ τον επόμενο χρόνο προστέθηκαν άλλοι δώδεκα και το 622 οι πιστοί έφθασαν τους εβδομήντα πέντε. Οι πρώτοι αυτοί οπαδοί, γνωστοί ως «βοηθοί» (ansar ή ansar al-Nabi), κάλεσαν τον Προφήτη να μεταναστεύσει με τους συντρόφους του στην πόλη τους, η οποία την εποχή εκείνη μαστιζόταν από ταραχές εξαιτίας βιαίων αντιθέσεων μεταξύ των τοπικών αραβικών φρατριών. Ο Μωάμεθ δίστασε προς στιγμήν να αποφασίσει. Μόλις όμως αποκαλύφθηκε ότι στη Μέκκα σχεδιαζόταν η δολοφονία του, αναχώρησε για τη Γιαθρίμπ, αφού προηγουμένως έστειλε εκεί τους αφοσιωμένους συντρόφους του κατά μικρά κύματα (ανά δύο ή τρεις).
Η αποφασιστικότητα των πρώτων αυτών οπαδών του Προφήτη φαίνεται σε ένα περιστατικό, με το οποίο η μουσουλμανική παράδοση έχει συνδέσει το όνομα ενός Έλληνα. Πρόκειται για τον Suhayb, τον οποίο ο Μωάμεθ ονόμαζε «πρώτο καρπό της Ελλάδος». Είχε φθάσει στη Μέκκα ως δούλος, αλλά κατόπιν, αφού απελευθερώθηκε από τον κύριό του, ασχολήθηκε με το εμπόριο και έγινε πάμπλουτος. Ενώ ετοιμαζόταν να φύγει μαζί με τον Προφήτη, οι κάτοικοι της Μέκκας του υπενθύμισαν με αυστηρότητα ότι είχε έρθει στην πόλη τους πάμπτωχος και τώρα όχι μόνον έφευγε αλλά έπαιρνε μαζί του και τα πολλά αγαθά του. «Εάν παραιτηθώ από την περιουσία μου, θα με αφήσετε ελεύθερο να αναχωρήσω;»,τους ρώτησε. Αυτοί συμφώνησαν και ο πλούσιος Έλληνας άφησε στη Μέκκα τα υπάρχοντά του. Όταν έμαθε το περιστατικό ο Μωάμεθ, παρατήρησε: «Πράγματι ο Suhayb έκανε μία επικερδή συμφωνία!».
γ) Οριστική διαμόρφωση του Ισλαμισμού - Περίοδος Μεδίνας (622-632)
Οι πηγές δεν συμφωνούν απολύτως ως προς τον καθορισμό της ημερομηνίας της μεταναστεύσεως του Μωάμεθ από τη Μέκκα στη Μεδίνα, της περίφημης Hijrah. Συνήθως την τοποθετούν στην 8η ή τη 12η του μηνός Rabi al-Awwal (20ή ή 24η Σεπτεμβρίου 622). Πιθανότερο φαίνεται ότι οι ανωτέρω προσδιορισμοί σχετίζονται με την άφιξη του Μωάμεθ στη Μεδίνα. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, επί χαλίφη Όμαρ (Umar),το έτος της Hijrah θεσπίσθηκε ως αφετηρία της ισλαμικής χρονολογίας. Ως πρώτη όμως ημέρα του έτους ορίσθηκε όχι η πραγματική ημέρα της «μεταναστεύσεως», αλλά η 1η του μηνός Muharram (Παρασκευή) που συμπίπτει με τη 16η Ιουλίου του 622. Στα ελληνικά η αραβική λέξη Hijrah υιοθετήθηκε ως Εγίρα, Έγιρα ή Εγείρα, από τη λατινική Hegira.
(i) Την άφιξη στη Μεδίνα ακολούθησε αλλαγή στη συμπεριφορά του Μωάμεθ. Ο πύρινος προφήτης της Μέκκας, αυτός που αδιάκοπα κήρυττε την επικείμενη τελική κρίση, αυτός που υπέμενε με θρησκευτική εγκαρτέρηση τις επιθέσεις των αντιπάλων του και ανέθετε στον Θεό την υπεράσπισή του, εγκαινιάζει στη Μεδίνα ρεαλιστική τακτική, αναπτύσσοντας εκπληκτική πολιτική και στρατιωτική ευστροφία. Η ένταση που προκαλούσαν οι ετερογενείς ομάδες της πόλεως ευνοούσε την ανάδειξη του διπλωματικού του δαιμονίου. Πολύ σύντομα πέτυχε να συνενώσει τόσο τις διάφορες αραβικές φυλές και φρατρίες, όσο και τους Εβραίους αποίκους σε μία ομοσπονδία, σε μία κοινότητα.
Για να προσεταιρισθεί τον δυναμικό εβραϊκό πληθυσμό της πόλεως, υιοθέτησε αρχικώς διάφορα στοιχεία της λατρείας του: Θέσπισε ως ημέρα νηστείας τη 10η του μηνός Muharram, κατά μίμηση της εβραϊκής νηστείας της «Ημέρας του Εξιλασμού», εισήγαγε τις προ της προσευχής νίψεις και τη μεσημβρινή τελετουργική προσευχή (salah). Επίσης ο προσανατολισμός κατά την ώρα της προσευχής προς την κατεύθυνση της Ιερουσαλήμ, η καθιέρωση της μεσημβρίας της Παρασκευής ως χρόνου κοινής λατρείας, καθώς και η ανέγερση ευκτήριου οίκου, κατά μίμηση της συναγωγής, σχετίζονται μάλλον με διάθεση προσεγγίσεως των Ιουδαίων, μολονότι για τα τελευταία υπάρχουν και άλλες εκδοχές (56).
Σύντομα όμως ο Μωάμεθ κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να υπολογίζει στη φιλία των Ιουδαίων. Οι εκ μέρους του παρανοήσεις διαφόρων ιστοριών της Π.Δ. προκαλούσαν τα ειρωνικά σχόλιά τους, γεγονός που πλήγωνε ιδιαιτέρως τον Άραβα προφήτη. Στο παρελθόν είχε επανειλημμένα επικαλεσθεί το επιχείρημα ότι η διδασκαλία του βρισκόταν σε συμφωνία με τις θρησκείες που είχαν γραπτή αποκάλυψη˙ η αμφισβήτηση λοιπόν των προφητειών του από τους επαΐοντες Ιουδαίους ήταν σοβαρό πρόσκομμα. Το υπερπήδησε όμως τεχνηέντως με το να διακηρύξει: Πρώτον, ότι οι Εβραίοι μέρος μόνον της αποκαλύψεως είχαν λάβει και μάλιστα σε σχέση με συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες˙ δεύτερον, ότι απέκρυπταν πολλά από όσα τους είχαν αποκαλυφθεί˙ τρίτον, ότι είχαν αλλοιώσει το περιεχόμενο της Γραφής(57), με αποτέλεσμα να ωφελούνται από τα ιερά τους κείμενα όσο «όνος φορτωμένος βίβλους» (58) . Ανάλογη κριτική -αν και ηπιότερη σε ύφος- εξαπέλυσε αργότερα εναντίον των χριστιανών, ισχυριζόμενος ότι παρανόησαν και παραποίησαν τη διδασκαλία του Ιησού. Το γεγονός ότι οι οπαδοί του δεν ήσαν σε θέση να διαβάσουν το πρωτότυπο ή μεταφράσεις της Αγίας Γραφής για να κρίνουν, εξασφάλιζε τη θέση του.
Μετά τη διακήρυξη για τον εκφυλισμό των προηγουμένων εξ αποκαλύψεως θρησκειών και τη δημόσια καταγγελία των φορέων τους, ο Μωάμεθ έθεσε ως έργο της ζωής του την κάθαρση και αποκατάσταση της θρησκείας, την οποία από την αρχή ο Θεός είχε δώσει στην ανθρωπότητα διά των προφητών Του. Παρακάμπτοντας αφενός τον Μωυσή και τον Ιησού, τους οποίους ιδιαιτέρως επικαλούνταν οι Ιουδαίοι και οι χριστιανοί, αναζητώντας αφετέρου σημείο κοινής αποδοχής και αναμφισβήτητου κύρους, πρόβαλε ως τύπο της ανακαινιστικής -όπως πρέσβευε- προσπάθειάς του τη θρησκεία του Αβραάμ (millat Ibrahim). Αυτόν ύψωσε ως το κατεξοχήν πρότυπο, διότι «δεν ήτο ούτε εβραίος ούτε χριστιανός, αλλ’ ήτο μουσουλμάνος και ουχί πολυθεϊστής» (Ο Οίκος Εμράν, 3:60) (59) . Με τον Αβραάμ λοιπόν και τον γιό του Ισμαήλ συνδέθηκε τώρα η Μέκκα και τα ισχύοντα σε αυτήν τελετουργικά έθιμα(60) . Δεν είναι ιστορικώς βέβαιο εάν η θεωρία περί Αβραάμ ήταν έμπνευση του Μωάμεθ ή προϋπήρχε ήδη μεταξύ των ιουδαϊζόντων Αράβων ή των εξαραβισθέντων Ιουδαίων (61). Είναι πάντως αναμφισβήτητο ότι με τη θεολογική αυτή τοποθέτηση ο Μωάμεθ κατόρθωσε να υπερκεράσει το κενό που είχε δημιουργήσει η σύγκρουσή του με τους οπαδούς των θρησκειών της Βίβλου και συγχρόνως να γεφυρώσει τις παλαιές αντιθέσεις του με τους πιστούς στο πατροπαράδοτο αραβικό ιερό της Μέκκας.
Παράλληλα με την κριτική του εναντίον Εβραίων και χριστιανών ολοκλήρωσε τον καθορισμό των αρχών της μουσουλμανικής κοινότητας, στρεφόμενος περισσότερο προς τα πατροπαράδοτα αραβικά πρότυπα, δίνοντας σε αυτά νέα θεολογική ερμηνεία. Τη μεταβολή αυτή εκφράζει χαρακτηριστικά η αλλαγή της Qiblah, του προσανατολισμού δηλαδή των πιστών κατά την ώρα της προσευχής. Μέχρι το δεύτερο έτος της Εγίρας (Ιουλ. 623 - Ιουν. 624) οι προσευχόμενοι στρέφονταν προς την Ιερουσαλήμ, από τότε όμως και μετά προς τη Μέκκα (Ο Οίκος Εμράν, 3:139-145). Σύντομα ακολούθησε σειρά θεσπισμάτων, τα οποία σταθεροποίησαν τον εθνικό, αραβικό προσανατολισμό της θρησκευτικής κινήσεως του Μωάμεθ. Αρχικά, λόγω της δυσκολίας μεταβάσεως στην Ka’bah, αποφασίσθηκε τη 10η του μηνός Dhul-Hijjah να γίνει -ως υποκατάστατό της- ζωοθυσία στον ιερό χώρο musalla της Μεδίνας. Τον επόμενο χρόνο θέσπισε το προσκύνημα στη Μέκκα (Hajj) ως υποχρέωση των μουσουλμάνων(63) . Αντί της νηστείας που είχε ορισθεί παλαιότερα (στις 10 του Muharram), επέβαλε τη νηστεία του μηνός Ramadan, εποχή κατά την οποία, όπως έλεγε, δέχθηκε τη βασική αποκάλυψη από τον Αλλάχ (64). Στην Παρασκευή έδωσε τον χαρακτήρα «καταπαύσεως της εργασίας», όπως συμβαίνει με το εβραϊκό Σάββατο (65). Στη φάση αυτή, με διάφορες προφητείες, καθορίσθηκε ένα είδος ειδικού «πρωτοκόλλου» σεβασμού προς τον Μωάμεθ(66). Αν και οι σχετικές διατάξεις δεν είναι αντικειμενικά υπερβολικές, εκφράζουν εντούτοις την απαίτηση ιδιαίτερου σεβασμού. Ο τονισμός της υπακοής στον Αλλάχ, ως πρωταρχικού χρέους των μουσουλμάνων, ήταν αναπόφευκτο να συνδεθεί πρακτικά στην καθημερινή ζωή της Μεδίνας με την απόλυτη υπακοή στον εκφραστή των βουλών Του, τον Προφήτη(67). Έτσι, μαζί με την πίστη στον Αλλάχ συμβάδισε και η πίστη στον Μωάμεθ(68).
Το συμπέρασμα από τη σύντομη αυτή αναδρομή στα πρώτα χρόνια μετά την Εγίρα (Hijrah) είναι ότι ουσιαστικά κατά την περίοδο αυτή διαμορφώθηκε ο Ισλαμισμός ως ιδιαίτερη θρησκεία. Συνεπώς, η εκλογή του έτους της μεταναστεύσεως στη Μεδίνα ως αρχής της μουσουλμανικής χρονολογήσεως, αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται κάπως αυθαίρετη, είναι βασικά πολύ επιτυχής.
(ii) Ο προσανατολισμός προς τη Μέκκα την ώρα της προσευχής έστρεφε με μεγαλύτερη ένταση τη σκέψη και τον πόθο προς τη γενέτειρα, η οποία, ενώ είχε δεχθεί τις πρώτες αποκαλύψεις, είχε απορρίψει το κήρυγμα του Μωάμεθ. Εφόσον η ιερή πόλη βρισκόταν ακόμη στα χέρια των εχθρών του, δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί το πρόγραμμα που είχε θεσπισθεί˙ όσον καιρό οι αντίπαλοί του παρέμεναν ατιμώρητοι, η αξιοπιστία του βρισκόταν υπό αμφισβήτηση, και αυτό βεβαίως δεν ήταν δυνατόν να αφεθεί μόνο στον Θεό και να παραταθεί μέχρι την τελική κρίση. Ο Μωάμεθ, καθορίζοντας με αποφασιστικότητα και ρεαλισμό όχι μόνο τους στόχους του, αλλά και τους τρόπους πραγματοποιήσεώς τους, καθιέρωσε τη δυναμική στρατιωτική τακτική.
Η πρώτη ουσιαστική επιδρομή των μουσουλμάνων πραγματοποιήθηκε τον ιερό μήνα Rajab, κατά τον οποίο απαγορεύονταν οι εχθροπραξίες. Ο Μωάμεθ απέστειλε ομάδα κρούσεως στη Nakhlah, από όπου επρόκειτο να περάσει εμπορικό καραβάνι της Μέκκας, ενώ έδωσε στον αρχηγό της αποστολής σφραγισμένη εντολή να ενεργήσει κατά την κρίση του. Εκείνος, γνωρίζοντας να διαβάζει κάτω από τις διφορούμενες φράσεις τις σκέψεις του εντολοδότη, επιτέθηκε και συγκέντρωσε πλούσια λάφυρα. Η προκλητική αυτή καταπάτηση της ιερότητας του μηνός Rajab, και γενικότερα των αραβικών εθίμων, προκάλεσε αρχικά την κατακραυγή και αυτών ακόμη των κατοίκων της Μεδίνας. Τελικά όμως τα πνεύματα ηρέμισαν με την εξής προφητεία:
«Θα σ’ ερωτήσωσιν, αν κατά την διάρκειαν του ιερού μηνός επιτρέπηται το πολεμείν˙ αποκρίθητι˙ το πολεμείν διαρκούντος του μηνός τούτου είναι μέγιστον κακόν, αλλά το εγκατελείπειν την οδόν του Θεού, το απαρνείσθαι αυτόν και το ιερόν προσευκτήριον, το διώκειν εκ του περιβόλου αυτού τους κατοικούντας εν αυτώ, εισίν αμαρτήματα πολλώ βαρύτερα ή το φονεύειν κατά τον ιερόν μήνα. Οι άπιστοι δεν θα παύσωσι πολεμούντες, εν όσω δεν αναγκάσωσιν υμάς να αρνηθήτε την θρησκείαν υμών, εάν δυνηθώσιν. Αλλ’ όσοι εξ υμών αρνηθώσι την θρησκείαν και αποθάνωσιν άπιστοι, αι πράξεις αυτών ούτε εις την παρούσαν, ούτε εις την μέλλουσαν ζωήν θα ωφελήσωσιν αυτούς. Είναι προορισμένοι εις το αιώνιον πυρ της κολάσεως» (Η Βούς, 2:214).
Αποφασιστική αφετηρία των στρατιωτικών επιτυχιών των μουσουλμάνων θεωρείται γενικώς η σύγκρουση που πραγματοποιήθηκε κοντά στο Badr κατά το δεύτερο μετά την Εγίρα έτος (624 μ.Χ.). Στρατός της Μέκκας, αποτελούμενος από 950 άνδρες, κατευθύνθηκε προς τη Μεδίνα για να εκδικηθεί τους προκλητικούς βόρειους γείτονες. Οι μουσουλμάνοι δεν κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν παρά μόνο 324 άνδρες (86 «μετανάστες» από τη Μέκκα και 238 «βοηθούς» από τη Μεδίνα)˙ τελικά όμως στη μάχη που ακολούθησε πέτυχαν να κατατροπώσουν τις δυνάμεις της Μέκκας. Ο Μωάμεθ δεν έλαβε προσωπικά μέρος στη σύγκρουση, αλλά ενίσχυε τους πολεμιστές του βεβαιώνοντάς τους για τη συνδρομή στη μάχη χιλίων αγγέλων, απειλώντας τους δειλούς με τις φλόγες του Άδη και υποσχόμενος στους ανδρείους τις απολαύσεις του Παραδείσου. «Τέλος πήρε μια χούφτα άμμο και εκστομίζοντας κατάρα την έριξε εναντίον των εχθρών˙ με τον τρόπο αυτό λέγεται ότι κρίθηκε η μοίρα τους» (69). Η νίκη αυτή θεωρήθηκε ιδιαίτερη εύνοια του Θεού και αποτέλεσε αποφασιστική καμπή στην ιστορία του Ισλάμ. Τότε για πρώτη φορά οι πεσόντες στο πεδίο της μάχης μουσουλμάνοι ανακηρύχθηκαν μάρτυρες και καθορίσθηκε η μέθοδος κατανομής των λαφύρων, δηλαδή το ένα πέμπτο «τω Θεώ και τω Αποστόλω, τοις συγγενέσι, τοις ορφανοίς, τοις πένησι, τοις οδοιπόροις» (Τα Λάφυρα, 8:42), και τα υπόλοιπα σε ίσα μερίδια μεταξύ των πολεμιστών. Μετά τη νίκη στο Badr αναπτύσσεται πλέον σταθερά η ιδέα ότι, όταν το κήρυγμα δεν αποδειχθεί αποτελεσματικό, οι αντίπαλοι πρέπει να εξαναγκάζονται διά του πολέμου να υποταχθούν στον λόγο του Αλλάχ. «Πολεμείτε αυτούς μέχρις ου δεν θα υπάρχη πλέον πειρασμός, μέχρις ου δεν θα υπάρχη άλλη θρησκεία ή του μόνου Θεού» (Τα Λάφυρα,8:40). Το ήθος «του ιερού πολέμου» λαμβάνει πλέον θεολογική κατοχύρωση (70).
Οι συγκρούσεις με τον στρατό της Μέκκας συνεχίσθηκαν και το γόητρο της Μεδίνας ανυψώθηκε. Ο Μωάμεθ πέτυχε να συγκεντρώσει νέες δυνάμεις δημιουργώντας φιλικές σχέσεις με φυλές που ζούσαν γύρω από την πόλη. Τις σχέσεις αυτές τις έκανε στενότερες λαμβάνοντας ως συζύγους γυναίκες από διάφορες φυλές. Επιπλέον νυμφευόταν χήρες γενναίων πολεμιστών που φονεύθηκαν στους αγώνες υπέρ του Ισλάμ. Κατά την τελευταία περίοδο είχε, εκτός από τις δούλες, εννέα νόμιμες συζύγους. Για τη συντήρηση τους έπαιρνε ειδικό επίδομα. Διάφορες εκδοχές διατυπώνονται σχετικά με το πλήθος των συζύγων του Προφήτη. Πάντως, για την αντιμετώπιση επικίνδυνων ψιθύρων ο Προφήτης φρόντιζε να επικαλείται θείες αποκαλύψεις:
«Ω Προφήτα! επιτρέπεταί σοι να συζευχθής μετά των γυναικών ας επροικοδότησας, των αιχμαλώτων ας διά της δεξιάς σου απέκτησας, των θυγατέρων των θείων σου και των ακολουθησασών σε, ως και μετά πάσης γυναικός ευσεβούς, αφιερωσάσης την εαυτής ψυχήν σοι τω Προφήτη, εάν θέλησης να συζευχθής μετ’ αυτής. Τουτό έστι προνόμιον όπερ εις σε ιδίως δίδομεν επί των άλλων πιστών» (Οι Ομόσπονδοι, 33:49) (71). Όταν ο Μωάμεθ, γοητευμένος από το κάλλος της Ζέναμπ (Zainab bint Jahsh), συζύγου του θετού του γιου Ζάιδ (Zaid b. Hariiha), τελικά τη νυμφεύθηκε (αφού προηγουμένως εκείνος, για να ευχαριστήσει τον Προφήτη, τη διεζεύχθη πρόθυμα), δέχθηκε και εξήγγειλε ειδική για την περίπτωση προφητεία. Με αυτήν ο Θεός όχι μόνον τονίζει ότι «δεν ημάρτησεν ο προφήτης», αλλά ακόμη έκανε παρατήρηση στον Μωάμεθ διότι υπολόγισε τις δυσμενείς κρίσεις του κοινωνικού του περιβάλλοντος και «εφοβήθη τους ανθρώπους». Ο γάμος με τη Zainab -τονίζει η προφητεία- έγινε κατ’ εντολήν του Θεού, «ίνα μάθωσιν οι πιστοί ότι δεν αμαρτάνουσι νυμφευόμενοι τας γυναίκας των θετών υιών των, αφού ούτοι διαζευχθώσι απ’ αυτών». Και για να μη μείνει περιθώριο για καμία αμφισβήτηση της αθωότητας του Προφήτη, προστίθεται ότι, σε τελευταία ανάλυση «ο Μωάμεθ ουδενός υμών είναι πατήρ» (και άρα ο Zaid δεν λογίζεται γιός του), «αλλ’ είναι απόστολος του Θεού και η σφραγίς πάντων των προφητών» (Οι Ομόσπονδοι, 33:37-40) (72). Δεν είναι σπάνιο στην ιστορία οι ισχυροί να παρακάμπτουν την παρανομία με τη θέσπιση νόμων.
Όπως είδαμε, στην πρώτη μουσουλμανική κοινότητα της Μεδίνας μετείχαν και Εβραίοι, οι οποίοι όμως δεν άργησαν να δημιουργήσουν στον Μωάμεθ σοβαρά προβλήματα. Γι’ αυτό οι Άραβες μουσουλμάνοι επιτέθηκαν εναντίον τους με σφοδρότητα και εξεδίωξαν από την περιοχή τους πολλές εβραϊκές οικογένειες. Το έτος 625 εξόρισαν τους Bani Qaynuqa’ με την κατηγορία ότι προκάλεσαν ταραχές και ότι πρόσβαλαν μουσουλμανίδα γυναίκα˙ το 626 τους Bani Nadir με την κατηγορία συνωμοσίας˙ τέλος, το έτος 627 την τρίτη εβραϊκή φυλή, τους Bani Qurayza, διότι κατά την πολιορκία της Μεδίνας από τον στρατό της Μέκκας οι Εβραίοι, βοηθούμενοι από βεδουΐνους, είχαν έρθει σε συνεννοήσεις με τους επιτιθέμενους. Και οι μεν άνδρες της φυλής Qurayza, που αριθμούσαν πολλές εκατοντάδες, εκτελέστηκαν, τα δε γυναικόπαιδα εξανδραποδίσθηκαν (73) . Με το ανωτέρω γεγονός παύει οριστικά πλέον η αμφιταλάντευση του Μωάμεθ ως προς τις σχέσεις του με τον Ιουδαϊσμό, στον οποίο αρχικά είχε προσβλέψει ως σύμμαχο.
(iii) Μετά την επιτυχία του να επιβληθεί ως αρχηγός θεοκρατικού κράτους και τη συντριβή των αντιπάλων του στη Μεδίνα, ο Μωάμεθ άρχισε να προσβλέπει σε ευρύτερους ορίζοντες. Η συζήτηση σχετικά με την αυτοσυνειδησία του Μωάμεθ ως προς την καθολικότητα της θρησκείας, την οποία κήρυττε, δεν έχει ουσιαστικώς λήξει. Τόσο η άποψη ότι τα θρησκευτικά του σχέδια περιορίζονταν στον αραβικό κόσμο, όσο και η αντίθετη, ότι η προοπτική του ήταν παγκόσμια, έχουν συνηγόρους διάσημους ερευνητές. Άλλωστε δεν είναι το μόνο ισλαμικό θέμα για το οποίο υπάρχουν αντιθέσεις και διχογνωμίες. Για τους μουσουλμάνους βεβαίως δεν υφίσταται δίλημμα.
Με το σημείο αυτό συνδέεται εμμέσως η παράδοση ότι ο Μωάμεθ έστειλε επιστολές στους ηγέτες των κρατών που γειτόνευαν με την Αραβία, ζητώντας από αυτούς να αναγνωρίσουν και να ασπασθούν το Ισλάμ(75). Ανεξάρτητα από τα πολλά φιλολογικά και ιστορικά τεκμήρια που ορθώνονται κατά της απόψεως αυτής (76), είναι νομίζουμε αβάσιμη η σκέψη ότι ένας πολιτικός με την οξυδέρκεια και τον ρεαλισμό του ώριμου πλέον Μωάμεθ, πριν ολοκληρώσει την κατάληψη της Μέκκας και σταθεροποιήσει την ηγεμονία του στην Αραβία, θα ανέπτυσσε ένα τόσο μεγαλεπίβολο θρησκευτικό σχέδιο. Η ανωτέρω παράδοση υποθέτουμε ότι δημιουργήθηκε εκ των υστέρων, για να εκφράσει την ποιότητα των υφισταμένων σχέσεων της μουσουλμανικής κοινότητας με τους γείτονές της.
Πάντως είναι βέβαιο ότι το 629 οργάνωσε επιδρομή εναντίον των πλησίον της Αραβίας ευρισκομένων βυζαντινών επαρχιών. Αλλά κατά τη μάχη που έγινε στην πεδιάδα Mu’ta της Ιορδανίας, τους «Μοθούς» των Βυζαντινών χρονογράφων, οι μουσουλμάνοι κατατροπώθηκαν από τον βυζαντινό στρατό, τον οποίο διοικούσε ο αδελφός του Ηρακλείου Θεόδωρος ο Βικάριος (77). Στη σύγκρουση εκείνη, η οπαία για τους Βυζαντινούς υπήρξε ένα απλό συνοριακό επεισόδιο, φονεύθηκε μαζί με άλλους ηγέτες των Αράβων και ο εξάδελφος του Μωάμεθ Γκιάφαρ. Αργότερα στο μέρος εκείνο στήθηκε μνημείο, το οποίο εξελίχθηκε σε προσκύνημα.
(iv) Έχοντας επιτύχει απόλυτη κυριαρχία στη Μεδίνα, ο Μωάμεθ επιζήτησε να θέσει το συντομότερο υπό την εξουσία του και τη Μέκκα, προς την οποία δεν έπαψε να έχει στραμμένη την προσοχή του. Το σχέδιο αυτό το πραγματοποίησε αναίμακτα με εξαιρετική διπλωματική ευστροφία. Το έτος 628 συνήψε τη συνθήκη του Hudaibiyah, σύμφωνα με την οποία τον επόμενο χρόνο μετέβη στη Μέκκα μαζί με τους οπαδούς του ως προσκυνητής. Τελικά στις 11 Ιανουαρίου του 630 ο Προφήτης ακολουθούμενος από 10.000 άνδρες μπήκε αμαχητί στην «αγία» πόλη. Μία από τις πρώτες ενέργειές του υπήρξε η καταστροφή των ειδώλων που βρίσκονταν γύρω από την Κάαμπα. «Ειπέ˙ Η αλήθεια επεφάνη και το ψεύδος εξηφανίσθη. Το ψεύδος ωρίσθη εις εξαφάνισιν», γράφει το Κοράνιο, αναφερόμενο σ’ αυτό το γεγονός (Η Νυκτερινή Οδοιπορία, 17:83). Ενώ όμως ο Προφήτης ήταν αμείλικτος έναντι των παλαιών θεών και των ειδώλων τους, προς τους ανθρώπους υπήρξε επιεικής και παραχώρησε γενική αμνηστία.
Ορισμένες φυλές που ζούσαν σε γειτονικές περιοχές, νόμισαν ότι η αναίμακτη κατάληψη της Μέκκας οφειλόταν σε αδυναμία αντιστάσεως και άρχισαν να περιπολούν στα περίχωρα με την ελπίδα ότι θα επιτύχουν εύκολη λεία. Λέγεται ότι συναθροίστηκαν έτσι 20.000 περίπου άνδρες. Ο ετοιμοπόλεμος Μωάμεθ στράφηκε με ταχύτητα εναντίον τους και στη μάχη του Ηunain (το 630) τους κατατρόπωσε. Η νέα επιτυχία και η γενναιοδωρία που επέδειξε προς τους ηττημένους -αποφεύγοντας το φυλετικό έθιμο της αντεκδικήσεως- σταθεροποίησαν το γόητρο του Προφήτη στις άλλες αραβικές φυλές και προσέλκυσαν νέες αραβικές ομάδες στον «οίκο της πίστεως». Η πολιτική, στρατιωτική και πολεμική δύναμη του Μωάμεθ βρισκόταν τώρα σε ανιούσα γραμμή. Το 630 μX. (9ο έ. Εγ.) έφθασαν στη Μεδίνα αντιπροσωπείες διαφόρων αραβικών φυλών για να εκφράσουν τον σεβασμό τους στον Προφήτη και να δηλώσουν ότι δέχονται το Ισλάμ. Άλλες εντούτοις φυλές πρόβαλαν κάποια αντίσταση, η οποία όμως εξουδετερώθηκε εύκολα με τη δράση μικρού στρατιωτικού αποσπάσματος, όπως π.χ. στην περίπτωση της φυλής Tay, όπου επενέβη ο Αli.
Στο τέλος του θέρους του 630 μ.Χ. (9ο έ. Εγ.) ο Μωάμεθ, που δεν είχε λησμονήσει την ήττα των στρατευμάτων του από τους Βυζαντινούς και τους συμμάχους τους χριστιανούς Άραβες, οργάνωσε εκστρατεία εναντίον τους. Στο κάλεσμα του Προφήτη ανταποκρίθηκαν 30.000 εθελοντές και συγκεντρώθηκαν 10.000 ίπποι. Πολλοί επίσης πρόσφεραν με γενναιοδωρία υλικά αγαθά, π.χ. ο Όμαρ τη μισή του περιουσία, ενώ ο Abu Bakr
ολόκληρη (79). Συγχρόνως παρουσιάσθηκε και σημαντική απροθυμία. Στους διατακτικούς και σ’ αυτούς που προφασίζονταν «τον θερινό καύσωνα», ο Μωάμεθ -κατ’ εντολήν εννοείται του Θεού- διακήρυξε ότι «το πυρ της Γεέννης είναι καυστικώτερον» (Η Μετάνοια, 9:82) και τους κατακεραύνωσε με λόγους αυστηρούς (80). Επικεφαλής των μουσουλμανικών στρατευμάτων τέθηκε ο ίδιος ο Προφήτης. Τον Οκτώβριο έφθασαν στην όαση Tabuk, που βρισκόταν στο μέσον της αποστάσεως μεταξύ Μεδίνας και Δαμασκού, στη συνοριακή ζώνη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εκεί παρέμειναν περίπου δέκα ημέρες (κατ’ άλλους είκοσι τέσσερις) και κατόπιν πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Για τα αίτια της αιφνίδιας αυτής διακοπής της εκστρατείας δεν υπάρχουν νύξεις στο Κοράνιο ούτε στο βιογραφικό έργο του Ibn Ishaq. Το πιθανότερο είναι ότι οι πληροφορίες που πήραν τους έπεισαν πως μια σύγκρουση με τους Βυζαντινούς την εποχή εκείνη θα ήταν ατελέσφορη και ότι πρυτάνευσε και πάλι ο ρεαλισμός του Μωάμεθ. Η «εκστρατεία» πάντως αυτή -ευτυχώς χωρίς θύματα- είχε και κάποια συγκεκριμένα αποτελέσματα. Οι κάτοικοι των χριστιανικών πόλεων της περιοχής (Aila, Adhruh Garba), για να αποφύγουν τις περιπέτειες της συγκρούσεως με τον μουσουλμανικό στρατό, έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή και εξασφάλισαν τη θρησκευτική τους ελευθερία έναντι ετήσιου κεφαλικού φόρου, ενώ οι Ιουδαίοι κάτοικοι του λιμένα της Maqna υποτάχθηκαν με σκληρότερους όρους -καταβολή φόρων σε είδος, παράδοση όπλων, ίππων και δούλων.
Αν και ήταν κυρίαρχος των δύο μεγάλων αραβικών κέντρων, ο Μωάμεθ δεν έλαβε μέρος κατά τα 8ο και 9ο έ. Εγ. στο ιερό προσκύνημα της Μέκκας. Έδωσε όμως εντολή στον Abu Bakr κατά τη Hajj του 9ου έ. Εγ. (αρχές 631 μ.Χ.) να διακηρύξει ότι στο εξής απαγορεύονταν αυστηρώς οι ειδωλολατρικές τελετουργίες στο ιερό της Κάαμπα, καθώς και η είσοδος σ’ αυτό παντός μη μουσουλμάνου. Στους Άραβες ειδωλολάτρες δόθηκε προθεσμία τεσσάρων μηνών για να διαλέξουν μεταξύ αποδοχής του Ισλάμ ή πολέμου (Η Μετάνοια, 9:1-5).
Στο τέλος του 10ου έ. Εγ. (Μάρτιος 632 μ.Χ.),μετά την πλήρη εκκαθάριση της ιερής πόλεως από τα ειδωλολατρικά μιάσματα, είχε φθάσει πλέον η ώρα για το πρώτο -και τελευταίο- επίσημο προσκύνημα του Μωάμεθ, με βάση τις αρχές που ο ίδιος είχε θεσπίσει αναβιώνοντας -όπως κήρυττε- τις τελετές οι οποίες είχαν εγκαινιασθεί από τον Αβραάμ. Είναι αυτό που έμεινε γνωστό στην ιστορία ως «Προσκύνημα του Ισλάμ» ή «Αποχαιρετιστήριο προσκύνημα» και αποτελεί το «αλληλούια» της προφητικής δράσεως του Μωάμεθ. «Σήμερον [λέγει στο Κοράνιο ο Θεός, αναφερόμενος στην εν λόγω Hajj] ετελειοποίησα την θρησκείαν υμών, εξεπλήρωσα προς υμάς τα ευεργετήματά μου, δους υμίν ως θρησκείαν τον Ισλαμισμόν» (Η Τράπεζα, 5:5).
Μετά την πάροδο λίγων μηνών, ενώ σχεδίαζε μια εκστρατεία στην Ιορδανία, ο Μωάμεθ αρρώστησε αιφνιδίως σοβαρά.
Στο πλαίσιο των προαισθήσεων ενός θανάτου που έφθανε καλπάζοντας και της θρησκευτικής ευαισθησίας που μέχρι τέλους διατηρούσε, ανήκει και το εξής περιστατικό, το οποίο αναφέρεται σε μια ευσεβή παράδοση: Μια νύχτα, νιώθοντας αιφνίδια παρόρμηση, σηκώθηκε, πήρε μαζί του τον Abu Muwaihaba -ένα αφοσιωμένο πρώην δούλο του- και κατευθύνθηκε στο νεκροταφείο. «Ειρήνη σε σάς, άνθρωποι των τάφων!» ψιθύρισε ο Προφήτης βαδίζοντας ανάμεσα στα μνήματα. «Ασφαλώς είστε ευτυχέστεροι από τους ζωντανούς. Γιατί θα έλθουν στους ανθρώπους πειρασμοί σαν κλέφτες σε σκοτεινή νύχτα, οι τελευταίοι θα είναι χειρότεροι από τους πρώτους». Κατόπιν, στρεφόμενος στον συνοδοιπόρο του, πρόσθεσε: «Ω Abu Muwaihaba! Ο Αλλάχ μου προσέφερε το κλειδί αυτού του κόσμου, προφήτευσε για μένα μακροζωία και μετά από αυτήν τον Παράδεισο˙ μου επέτρεψε να διαλέξω εάν επιθυμούσα αυτό ή να συναντήσω αμέσως τον Κύριό μου. Προτίμησα το δεύτερο» .
Ο Μωάμεθ διατηρούσε μέχρι την τελευταία στιγμή ευλάβεια, αλλά και ιδιότυπο «χιούμορ», στο οποίο ανταποκρινόταν με ευστροφία η Άισα. Επιστρέφοντας από τη νυκτερινή του επίσκεψη στα μνήματα βρήκε την προσφιλή του σύζυγο να παραπονείται για ισχυρό πονοκέφαλο. Ο Προφήτης παρατήρησε ότι εκείνος υπέφερε περισσότερο και κατέληξε χαμογελώντας: «Και αν τελείωνες πριν από μένα, τι θα πείραζε; Θα σε τύλιγα σ’ ένα σάβανο, θα προσευχόμουν πάνω σου και θα σε έθαβα!» «Νομίζω ότι μπορώ να φαντασθώ τι θ’ ακολουθούσε», παρατήρησε η Άισα. «Θα επέστρεφες στο σπίτι και θα τελούσες αμέσως γάμο με μια καινούργια σύζυγο». Ο Προφήτης χαμογέλασε.
Όταν αργότερα, για να τον ανακουφίσουν από τον υψηλό πυρετό, του έδωσαν ένα φάρμακο το οποίο τον ενόχλησε, διέταξε να λάβουν όλες του οι σύζυγοι την ίδια δόση. Παρά την πρόσκαιρη βελτίωση της υγείας του, που του επέτρεψε να πάει και στο τέμενος, η κατάσταση του επιδεινώθηκε και, στις 8 Ιουνίου 632 (13η του μηνός Rabi al-Awwal του 11ου έ. Εγ.), ο δυναμικός Άραβας προφήτης εξέπνευσε στην αγκαλιά της Άισα σε ηλικία 62 ετών (84).
Ο στενός συνεργάτης του Abu Bakr, ο μετέπειτα διάδοχός του στην ηγεσία της μουσουλμανικής θρησκευτικοπολιτικής κοινότητας , ανήγγειλε, όπως λέει η παράδοση, τον θάνατό του με αυτά τα λόγια: «Ας μάθει όποιος λατρεύει τον Μωάμεθ, ότι ο Μωάμεθ πέθανε. Αλλά όποιος λατρεύει τον Θεό, ας μάθει ότι ο Θεός ζει και ουδέποτε αποθνήσκει».
Συνοπτικά, ο Μωάμεθ άρχισε τη ζωή του ως βοσκός, εξελίχθηκε κατόπιν σε έμπορο, ο έμπορος σε προφήτη και τέλος ο προφήτης σε αρχηγό θεοκρατικού κράτους. Τα χαρακτηριστικά του είναι πολύπλευρα: τον αντικρίζουμε ως ένθερμο οραματιστή, επιτυχημένο επιχειρηματία, δικαστή, ευαίσθητο ποιητή, δυναμικό θρησκευτικό αναμορφωτή, πανούργο στρατηγό, ικανό πολιτικό ηγέτη. Οι εχθροί του -και μεταξύ τους πρωτεύουσα θέση κατείχαν οι Βυζαντινοί- δεν δίστασαν να τον χαρακτηρίσουν ηδονιστή, νευρωτικό, επιληπτικό, αδίστακτο, φιλόδοξο και τα παρόμοια. Για πολλούς μουσουλμάνους πάντως εξακολουθεί να είναι ο τέλειος άνθρωπος, το «προαιώνιο φως», η «κόρη του οφθαλμού» και η ζωή του αποτελεί γι’ αυτούς πρότυπο προς μίμηση.
Σημειώσεις (κατ' επιλογήν)
(5) Είναι πιο γνωστή με τη συντετμημένη μορφή, που εξέδωσε ο Ibn Ηisham, ο οποίος ανήκει στην επόμενη του Ibn Ishaq γενεά. Μετάφραση του έργου του Hisham στα αγγλικά υπάρχει στο βιβλίο του A. Guillaume που αναφέρθηκε στη σημ. 1. Για την έκδοση του πρωτοτύπου και μετάφραση στα γερμανικά βλ. σημ. 53 κεφ. Ι/Α'.
(11) Βλ. έργα που μνημονεύονται στην Εισαγωγή σημ. 7-15. Οι Βυζαντινοί γνωρίζουν ασφαλώς πολλές σελίδες του βίου του Μωάμεθ. Επειδή όμως ασκούν πολεμική και όχι έρευνα, έχουν την τάση να επενδύουν τα γεγονότα με υποτιμητικές φράσεις, όπως εξάλλου οι μουσουλμανικές παραδόσεις στολίζουν πολλά περιστατικά με άνθη. Παραμερίζοντας τα μεν και τα δε, ανακαλύπτουμε συχνά κοινό ιστορικό πυρήνα. Πρβλ. πιο κάτω περίπτωση σχέσεων Μωάμεθ με χριστιανούς μοναχούς.
(28) Η αραβική παράδοση δέχεται ότι ο Μωάμεθ γεννήθηκε το «έτος του ελέφαντα», το οποίο ταυτίζει με το έτος της εισβολής του Αβράμου στη Μέκκα (βλ. κεφ. 1/Α'). Πρόκειται όμως, όπως υποστηρίζει η σύγχρονη κριτική έρευνα, για ιστορική σύγχυση, διότι η επίθεση του Αβησσυνού στρατηγού πρέπει να πραγματοποιήθηκε πολύ νωρίτερα από το 570. Γενικότερα, για το έτος γεννήσεως του Μωάμεθ υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις, ενώ από μερικούς θεωρείται εξίσου πιθανό ότι γεννήθηκε περί το 580˙ Buhl, Muhammad (1961), 391.
(29) Τα περισσότερα από όσα λέγονται για τους προγόνους του Μωάμεθ είναι αβέβαια. Αναμφισβήτητο πάντως θεωρείται ότι από μικρή ηλικία ήταν ορφανός. «Ήσο ορφανός και σε περιέθαλψεν», λέει το Κοράνιο αναφερόμενο στον Μωάμεθ˙ «ήσο πένης και σε επλούτισε» (Ο Εωθινός, 93:6,8).
(30) Όπως φαίνεται και από τη διδασκαλία του Κορανίου, το οποίο θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο (Ι/Γ’), ο Μωάμεθ συμμεριζόταν τη διδασκαλία για τα jinn και τους κακούς οιωνούς (Τα Συμβάντα, 28:57, Η Αράχνη, 29:67 κ.ά.), πίστευε στην ιερότητα της Μέκκας και θεωρούσε ότι οι θυσίες που εγίνοντο εκεί ήταν ευάρεστες στον Θεό (Το Κάουθερ, 108:2). Πρβλ. κορανικό στίχο: «Ήσο απολωλώς και σε καθωδήγησεν» (Ο Εωθινός, 93:7, και: «τη εντολή ημών, απεκαλύφθη το Πνεύμα εις σε, όστις ηγνόεις την Βίβλον ή την θρησκείαν» (Η Συνδιάσκεψις, 43:52).
(33) «Ερχόμενος δε εν Παλαιστίνη συνανεστρέφετο Ιουδαίοις τε και Χριστιανοίς, εθηράτο δε παρ’ αυτών τινά γραφικά»˙ Θεοφάνους, Χρονογραφία, τόμ. I, 334. Την άποψη αυτή επαναλαμβάνουν αργότερα και άλλοι Βυζαντινοί συγγραφείς: «Παραγενόμενος εις Παλαιστίνην συνέτυχεν Εβραίοις, είτα Αρειανοίς, έπειτα και Νεστοριανοίς. Και δόξας φιλομαθής είναι, αρύσατο ταχέως εξ Εβραίων μεν την μοναρχίαν, εξ Αρειανών δε Λόγον και πνεύμα κτιστά, από δε Νεστοριανών ανθρωπολατρίαν. Κάι σύνθετον εξ αυτών θρησκείαν εαυτώ συνεστήσατο»˙ «Κατά Μωάμεθ»: PG, 104,1449Α (στην PG με το όνομα του Βαρθολομαίου του Εδεσσηνού˙ νεότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι ανήκει σε άλλο συγγραφέα). Πρβλ. Γεωργίου Αμαρτωλού, «Χρονικόν σύντομον», Βίβλος Δ', «Περί του αρχηγού των Σαρακηνών Μωάμεθ του και Μουχούμετ»: PG, 110,865Β: «συνανεστρέφετο Ιουδαίοις και Χριστιανοίς και εθηράτο λόγους και γραφικάς τινας ρήσεις». Πρβλ. Ευθυμίου Ζιγαβηνού, «Πανοπλία δογματική», 28: PG, 130, 1333Β.
(34) Κατά τον Buhl [Muhammad (1961), 391] «θα ήταν πιο φρόνιμο να παραθεωρηθούν τα δήθεν εμπορικά ταξίδια του, τα οποία λέγεται ότι είχε επιχειρήσει στις γύρω χώρες, ήδη ως παιδί με τον Abu Talib και αργότερα στην υπηρεσία της Khadijah»
(36) Οι Βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρονται πολλές φορές στις σχέσεις του Μωάμεθ με αιρετικό χριστιανό μοναχό, (α) Μερικοί τον θεωρούν αρειανό [Θεοδώρου Αβουκαρά, «Κατά αιρέσεων Ιουδαίων και Σαρακηνών»:PG,97,1560Α: «Ο γαρ τε ψευδοπροφήτης αυτών Αρειανού ακροατής άτε γεγονώς, τούτο αυτοίς το άθεον και δυσσεβές παρέδωκε δόγμα...»˙ πρβλ. Γεωργίου Αμαρτωλού, «Χρονικόν», Βιβλ. Δ' 235:PG, 110.865D]˙ άλλοι (β) μονοφυσίτη ιακωβίτη [«Κατά Μωάμεθ» (Ανωνύμου;):PG, 104,1457C: «Προσεκολλήθη δε τω Μαχούμετ τις Ιακωβίτης ονόματι Βαειρά, επεί αυτός ιδιώτης ην, και αγράμματος»]˙ ενώ οι περισσότεροι (γ) νεστοριανό [Βαρθολομαίου του Εδεσσηνού, «Έλεγχος Αγαρηνού »:PG, 104,1428Α: «Εν δε τω βόσκειν τας καμήλους εν τω δρει υπήρχεν έκεϊσέ τις μοναχός ησυχαστής Νεστοριανώ έχων δόγματι, τούνομα Παχυράς». Πρβλ. Ιωάννου του Καντακουζηνού, «Κατά Μωαμεθανών»; PG, 154,417C]. Ο Βαρθολομαίος ο Εδεσσηνός αναφέρεται λεπτομερώς στις σχέσεις αυτές: «Ην δε τω κελλίω αυτού φρέαρ, και εν τω εισέρχεσθαι, και εξέρχεσθαι τον Μουχάμετ ανέβαινεν προς το ύδωρ, και ιδών τον ησυχαστήν συνετύγχανεν αυτώ και ηρώτα περί της πίστεως των χριστιανών. Ο δε ησυχαστής εξείπεν αυτώ περί πάντων, και συνετυγχανεν αυτώ, και αυτός εκτίθου εμάνθανεν. Και εν τω εισέρχεσθαι εις τα ίδια διελέγετο μετά των Αρράβων, ότι Τάδε λέγει Κύριος». Και πιο κάτω: «Ούτοι δε ουκ εννόησαν, ότι εκ του καλογήρου διδάσκεται και τρέφεται, αλλ’ ουδέ ο μοναχός ετόλμησε προς τινα των Αρράβων εξειπείν, ότι σχολάζει παρ’ αυτού ο Μουχάμετ, ίνα και βαπτίση αυτόν, και διδάξη, και διαφύγη, από των Αρράβων τον κίνδυνον»˙ «Έλεγχος Αγαρηνού»; PG, 104,1428Α, 1429Β.
(39) «Εάν αμφιβάλης, δι’ ο,τι σοι επέμφθη άνωθεν, ερώτησον τους αναγινώσκοντας τας προ σου αποσταλείσας Γραφάς» (Ιωνάς, 10:94).
(40) Κατά την επίσημη ορθόδοξη μουσουλμανική άποψη, ο Προφήτης δεν γνώριζε γραφή και ανάγνωση. Κατά τον R. Blachere υπάρχουν ενδείξεις ότι γνώριζε, αλλά αναμφιβόλως δεν κατέγραψε αυτός προσωπικά κορανικές προφητείες˙ Introduction au Coran (Paris 1947), 7,11.
(44) Κατά τους βιογράφους του Μωάμεθ, για πολλά χρόνια πριν από την έναρξη του προφητικού του έργου βυθιζόταν σε αναχωρητική σιωπή. Πρβλ. Νούρ. Κοράνιον (1970), 75-76.
(45) Για τη βίωση της κλήσεως βλ. R. Bell, «Mohammed’s Call», MW 24 (1934), 13-19. Montgomery Watt, Mecca (1953),39-52. Andrae, Mohammed (1960), 43-52. Paret, Mohammed (1957), 42-46.
(47) Ο Θεοφάνης (+817) στη Χρονογραφία του -στηριζόμενος συνήθως σε παλαιότερες πηγές, που έχουν χαθεί- δίνει μια ερμηνεία της «κλήσεως του Μωάμεθ», η οποία κινείται σε γραμμές προσφιλείς στη σύγχρονη ψυχανάλυση˙ μιλάει για συζυγικές δυσκολίες με τη Χαντίτζα, λόγω επιληψίας του Μωάμεθ, και για μεσολάβηση χριστιανού αιρετικού ασκητή: «και νοήσασα η τούτου γυνή [Χαδίγα] σφόδρα ελυπείτο, ως ευγενής ούσα και τω τοιούτω συναφθείσα, ου μόνω απόρω, όντι, αλλά και επιληπτικώ˙ τροπούται δε αυτός θεραπεύσαι αυτήν ούτω λέγων, ότι “οπτασίαν τινά αγγέλου λεγομένου Γαβριήλ θεωρώ, και μη υποφέρων την τούτου θέαν ολιγωρώ και πίπτω”, αύτη δε έχουσα μοναχόν τινα διά κακοπιστίαν εξόριστον εκείσε οικούντα, φίλον αυτής, ανήγγειλεν αυτώ πάντα και το όνομα του αγγέλου, κακείνος θέλων πληροφορήσαι αυτήν είπεν αυτή ότι “αλήθειαν είρηκεν˙ και γαρ ούτος ο άγγελος εκπέμπεται προς πάντας προφήτας”. αύτη δε πρώτη δεξαμένη τον λόγον του ψευδαββά επίστευσεν αυτω, και εκήρυξεν άλλαις γυναιξίν ομοφύλοις αυτής προφήτην αυτόν είναι. Και ούτως εκ γυναικών (η φήμη) ήλθεν εις άνδρας...»˙ Χρονογραφία, εκδ. C. de Boor (1883), Ι,334. Την άποψη αυτή υιοθέτησε η μεταγενέστερη βυζαντινή πολεμική προσθέτοντας διάφορα συμπληρωματικά στοιχεία: «Ην δε αυτοίς φίλος μοναχός τις εξόριστος εις εκείνα τα μέρη διά το εαυτού δόγμα. Ούτος εξ υποθήκης του Μωάμεθ επληροφόρησεν την τούτου σύζυγον, ως ουκέτι κοινή νόσος εστίν η κατέχουσα τον Μωάμεθ, λέγει προς αυτήν ο μοναχός, αλλ’ οσάκις ίδοι τον αρχάγγελον Γαβριήλ, μη φέρων αυτού την φοβεράν επιφάνειαν εις τούτο καταπίπτει... Αποστέλλεται δε, φησί, και προς τον Μωαμέδ άνδρα τον σον, ως μέγαν προφήτην». (Ανωνύμου) «Κατά Μωάμεθ»: PG, 1049Β. Πρβλ. Γεωργίου Αμαρτωλού, «Χρονικόν», βιβλ. Δ', 235: PG, 110,865BC. Πρβλ. Βαρθολομαίου του Εδεσσηνού, «Έλεγχος Αγαρηνού»: PG, 104,1428BC. Ευθυμίου του Ζιγαβηνού, «Πανοπλία δογματική»: PG, 130,1333Β.
(56) Και άλλες θρησκευτικές ομάδες, όπως οι Εβιωνίτες και οι Ελκεσαΐτες, στρέφονταν προς την κατεύθυνση της Ιερουσαλήμ. Η καθιέρωση της μεσημβρίας της Παρασκευής ως ώρας κοινής λατρείας σύμφωνα με άλλη άποψη είχε ήδη γίνει πριν από την Εγίρα˙ Buhl, Muhammad (1961), 398. Τέλος, το οίκημα, το οποίο ο Μωάμεθ ανήγειρε (το δήθεν «τέμενος»), δεν ήταν κατά τον Caetani αποκλειστικά τόπος προσευχής, αλλά αυλή (dar) του Μωάμεθ και της οίκογένειάς του, την οποία χρησιμοποιούσαν για ποικίλους σκοπούς, ενώ οι σημαντικότερες λατρευτικές συνάξεις εγίνοντο στο musalla. Περισσότερα βλ. A.J. Wensink, «Musalla», SEI (1961),416-417 και Buhl, Leben (1961), 216-218.
(57) Η Βους,2:38-39: «Πιστεύσατε εις την Βίβλον... γινώσκετε αυτήν»˙ πρβλ. στίχ. 170-171. «Ω οπαδοί της Βίβλου! διατί περιβάλλετε την αλήθειαν με τον χιτώνα του ψεύδους; διατί καλύπτετε αυτήν καίτοι γινώσκοντες ταύτην;» (Ο Οίκος Εμράν,3:64. Πρβλ. Η Τράπεζα.5:13, 47). «Παρήλλαξαν τους λόγους ους εδιδάχθησαν» (Αλ-Ααράφ, 7: 162). Και αλλού.
(58) «Οι αναλαβόντες την Πεντάτευχον και μη τηρούντες αυτήν ομοιάζουσι προς όνον φορτωμένον βίβλους» (Η Παρασκευή, 62:5).
(59) «Λέγουσι˙ έστε εβραίοι ή χριστιανοί ίνα ήσθε εν τη ευθεία οδώ. Αποκρίθητε αυτοίς˙ εσμέν οπαδοί του ορθοδόξου Αβραάμ όστις δεν ήτο πολυθεϊστής» (Η Βους, 2:129. Βλ. και στίχ. 130-131). Επίσης: «ακολουθήσατε όθεν την θρησκείαν του θεοσεβούς Αβραάμ, όστις δεν ήτο πολυθεϊστής» (Ο Οίκος Εμράν,3:89. Πρβλ. Η Βους,2,123- 147). Πρβλ. Buhl, Leben (1961), 229-230.
(60) «Ο πρώτος οικοδομηθείς ναός παρά τοις ανθρώποις είναι ο ναός της Μπέκκας (Μέκκας), ναός ευλογημένος προς οδηγίαν εκάστου» (Ο Οίκος Εμράν, 3:90). «Ότε ο Αβραάμ μετά του Ισμαήλ ήγειρον τα θεμέλια του οίκου, ανεβόησαν˙ Δέχθητι, Κύριε, αυτόν˙ συ ακούεις, συ γινώσκεις τα πάντα, / Ποίησον ημάς, Κύριε, και τους απογόνους ημών μουσουλμάνους» (Η Βους, 2:121-122).
(61) Κατά την επικρατούσα άποψη, η περί Αβραάμ «θεωρία» δεν εμφανίζεται στην περίοδο των προφητειών της Μέκκας˙ J. Eisenberg - A.J. Wensinck, «Ibrahim»,SEI (1961), 155,όπου και βιβλιογραφία. Πρβλ. C. Snouck Hurgronje, Het Mekkaansche Feest (Leiden 1880), 20 εξ. Εντούτοις, νεότεροι μελετητές επισήμαναν το γεγονός ότι ο Αβραάμ παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος της αληθινής θρησκείας σε πολλά κορανικά εδάφια που χρονολογούνται πριν από την Εγίρα και ακόμη ότι η σύνδεσή του με το ιερό στη Μέκκα ανάγεται μάλλον στην πρώτη περίοδο της δράσεως του Μωάμεθ˙ Ε. Beck, «Die Gestalt des Abraham am Wendepunkt der Entwicklung Mohammeds», Le Museon 65 (1952), 73-94. Paret, Mohammed (1957), 109-110.
(63) «Η δε προσκύνησις των ιερών τούτων τόπων είναι χρέος απαραίτητον προς τον Θεόν, παρά τοις ανθρώποις τοις δυναμένοις ποιήσαι αυτήν» (Ο Οίκος Εμράν, 3:91). Πρβλ. Ιερά Αποδημία, 22:28-31 κ.α.
(64) «Ο μην Ραμαζάν (Ramadan), κατά τον οποίον κατέβη άνωθεν το Κοράνιον... είναι ο ωρισμένος χρόνος της αποχής από των τροφών» (Η Βους, 2:181). Κατά τον Montgomery Watt, μετά τη μάχη του Badr καθιερώθηκε και σε ανάμνηση της ιστορικής εκείνης νίκης: « it was then intended to be a celebration of the victory, as the Jewish fast was of the deliverance of the Israelites from Pharaoh and his host at the Red Sea»˙ Muhammad (1964), 114.
(65) Κατά τη διακήρυξη του Κορανίου, ο Θεός λέει: «Επλάσαμεν τους ουρανούς, την γην και τα αναμέσον αυτών εις εξ ημέρας. Ο κόπος δεν κατέβαλεν ημάς» (Κάφ, 50:37). Πρβλ. Buhl, Leben (1961), 228. Για την καθιέρωση της Παρασκευής ως ημέρας λατρείας βλ. κεφ. ΙΙ/Γ’ .
(66) Π.χ. «Ω πιστοί! μη εισέρχησθε εις τον οίκον του προφήτου άνευ αδείας, εκτός αν ούτος προσκαλέση υμάς, ίνα συμφάγητε μετ’ αυτού. Πορεύθητε παρ’ αυτώ προσκαλούμενοι. Εξέλθετε δε αποχωριζόμενοι αμέσως μετά το φαγητόν, και μη βαττολογήτε εις τας μετ’ αυτού συνδιαλέξεις σας˙ τούτο δύναται να θεωρηθή ως προσβολή προς αυτόν. Ούτος αισχύνεται να το είπη υμίν, αλλ' ο Θεός δεν αισχύνεται λέγων την αλήθειαν. Εάν επιθυμήτε να αιτήσητέ τι παρά των γυναικών αυτού, αιτήσατε τούτο κεκρυμμένοι όπισθεν παραπετάσματος. Ούτως αι καρδίαι υμών θέλουσι διατηρηθή άσπιλοι. Προσπαθήσατε ίνα μη δυσαρεστηθή ο απόστολος του Θεού»˙ και πιο κάτω, «Ω πιστοί! ικετεύσατε τον Θεόν υπέρ αυτού προφέροντες το όνομα αυτού μετά σεβασμού» (Οι Ομόσπονδοι,33:53,56). Οι μουσουλμάνοι, εφαρμόζοντας την προτροπή του τελευταίου στίχου, όταν αναφέρουν το όνομα του Μωάμεθ προφορικώς ή γραπτώς προσθέτουν: «Ειη αυτώ ο Θεός ίλεως και φυλάττοι αυτόν εν ειρήνη» (Sallallahu ‘alayhi wa salam, qala). Πρβλ. Τα Δώματα, 49:2-3˙ Η Προσφωνήσασα, 58:13.
(67) «Υπακούετε εις τον Θεόν και εις τον Απόστολον αυτού, ίνα ελεηθήτε» (Ο Οίκος Εμράν, 3:126. Πρβλ. στίχ. 166 και στίχ. επόμενης σημειώσεως).
(68) «Αληθώς πιστοί είσιν οι πιστεύοντες τω Θεώ και τω αποστόλω αυτού» (Το Φώς,24:62. Πρβλ. Η Νίκη,48:9˙ Αμοιβαία Απάτη, 64:8˙ κ.α).
(69) Buhl, Leben (1961), 242. Κατά μία άποψη ο Μωάμεθ μετά τη νίκη του Badr «κατέσφαξε με ωμότητα άπαντας τους αιχμαλώτους. Όταν δε εις εκ των αιχμαλώτων εφώναξε: “Ποιος θα φροντίση δια τα παιδιά μου;” ο Μωάμεθ εις έξαλλον κατάστασιν είπε προς αυτόν: “Το πυρ της κολάσεως”»˙ Κ. Γεωργούλη, «Μουσουλμανισμός», ΘΗΕ, τόμ. 9 (1966), 117-118 χωρίς αναφορά της πηγής. Κατά τον Τ. Andrae [Mohammed (1960), 146], «ο σκληρόκαρδος Όμαρ ήθελε να σκοτώσει όλους τους αιχμαλώτους, αλλά ο Μωάμεθ πρόσταξε να πληρώσουν λύτρα οι Κουραϊσίτες για την απελευθέρωσή τους. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και ο γαμπρός του Προφήτη Abu’l-Ass, ο οποίος είχε νυμφευθεί τη θυγατέρα του Zainab». Τελικώς, ως λύτρο για την απελευθέρωσή του, ο Μωάμεθ πήρε από την κόρη του το περιδέραιο της συζύγου του Khadijah -το οποίο εκείνη της είχε δώσει ως γαμήλιο δώρο-και χάρισε τη ζωή στον γαμπρό του. Ο Montgomery Watt [Muhammad (1964), 122-123], μιλάει επίσης για λύτρα, -και όχι για γενική σφαγή-, τα οποία μάλιστα πρέπει να έφθασαν σε σοβαρά ύψη, διότι πολλοί αιχμάλωτοι ανήκαν σε πλούσιες οικογένειες της Μέκκας. Προσθέτει όμως τη λεπτομέρεια ότι και ο ίδιος ο Μωάμεθ «εκτέλεσε δύο αιχμαλώτους» (από τους 68 ή 69). Απ’ αυτούς «ο ένας είχε γράψει στίχους κατά του προφήτη και ο άλλος είχε πει ειρωνικά ότι οι δικές του ιστορίες για τα περσικά πράγματα ήσαν τόσο καλές, όσο και τα παραμύθια του Κορανίου». Για τις σύγχρονες μουσουλμανικές απόψεις βλ. S.M. Iqbal, «The Battle of al-Badr», JRA1 2, No 6 (1975), 30-39.
(70) Πρβλ.: «Ω Προφήτα! παρόρμα τους πιστούς εις την μάχην. Είκοσιν άνδρες ισχυροί εκ των πιστών θα καταβάλωσι διακοσίους απίστους. Εκατόν δε θα νικήσωσι χιλίους απίστους, καθότι οι τελευταίοι είσι λαός απερίσκεπτος... / Ουδείς εκ των Προφητών ηδυνήθη ποτέ να ζωγρήση εν τη γη άνευ σφαγών» (Τα Λάφυρα,8:66,68). Πρβλ. σχετική παράγραφο στο κεφ. ΙΙ/Δ'. Ο Θεοφάνης [Χρονογραφία, έκδ. de Boor, 1, 334] συνοψίζοντας εύστοχα τη σχετική διδασκαλία του Μωάμεθ παρατηρεί: «εδίδαξε δε τους εαυτού υπηκόους, ότι ο αποκτέννων εχθρόν, ή υπό εχθρού αποκτεννόμενος εις παράδεισον εισέρχεται».
(71) Και η προφητεία συνεχίζει: «Γινώσκομεν τους νόμους της συζεύξεως ους ωρίσαμεν δια τους πιστούς. Μη φοβού μήπως ενοχοποιηθής, μεταχειριζόμενος τα δικαιώματά σου. Ο Κύριός έστιν επιεικής και μακρόθυμος. / Δύνασαι υποσχόμενος ο,τι θέλεις να δεχθής εν τη κοίτη σου οιανδήποτε θέλησης ως και εκείνην, ην ήθελες και αύθις επιθυμήσει, αφού παρημέλησας ήδη αυτήν. Δεν αμαρτάνεις εάν πράξης ούτω. Τοιουτοτρόπως ράον δροσίζονται οι οφθαλμοί αυτών. Μη καταθλίβητε αυτάς, άπασαι οφείλουσι να ευχαριστηθώσιν εκ του υπό σου παραχωρουμένου αυταίς. Ο Κύριος έγνω τα εν τη καρδία υμών και είναι πολυμαθής και φιλάνθρωπος. / Δεν σοι επιτρέπεται να λάβης άλλας γυναίκας, εκτός εκείνων ας ήδη έχεις, ούτε ν’ ανταλλάξεις αυτάς με ετέρας, καίπερ ερασθείς της καλλονής των, εκτός εκείνων ας ήθελες κυριεύσει δια της δεξιάς σου [δηλ. τις αιχμάλωτες και αργυρώνητες]. Ο Κύριος τα πάντα εφορά» (Οι Ομόσπονδοι, 33:50-52).
(72) Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Βυζαντινοί γνωρίζουν επακριβώς και αναφέρουν συχνά το περιστατικό αυτό ως τεκμήριο ότι ο Μωάμεθ, για να δικαιολογήσει τις πράξεις του, συνήθιζε να επικαλείται θείες αποκαλύψεις˙ Ιωάννου του Δαμασκηνού,«Κατά αιρέσεων»: PG, 94,769C. Ανωνύμου, «Κατά Μωάμεθ »:PG, 104,1452ΑΒ˙ Νικήτα του Χωνιάτου, «Θησαυρός Ορθοδοξίας», 20, Περί της θρησκείας των Αγαρηνών: PG, 140.109D-112A.
(73) «Η παράδοση προσπάθησε εντούτοις να μεταθέσει την ευθύνη για τη σφαγή των Quraiza στον Sa’d b. Mu’adh… Αλλ’ υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ίδιος ο Προφήτης πήρε την απόφαση και ίσως παρότρυνε τους Ιουδαίους να παραδοθούν»˙ Buhl, Muhammad (1961), 401.
(75) Σύμφωνα με αυτή την παράδοση έγραψε στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, στους βασιλείς της Περσίας και της Αβησσυνίας, στους ηγεμόνες των Γασανιδών και της Υεμένης και στον κόπτη διοικητή της Αιγύπτου, προτείνοντας σ’ αυτούς να δεχθούν τη νέα θρησκεία˙ Arnold, Preaching (1965), 28. Buhl, Muhammad (1961), 401. Ο Ηράκλειος, κατά την παράδοση αυτή, απέφυγε να απαντήσει, δέχθηκε όμως την επιστολή ευγενώς˙ ο Χοσρόης συμπεριφέρθηκε προς τους απεσταλμένους με σκαιότητα και την έσκισε˙ ο βασιλέας της Αβησσυνίας δεν απάντησε με σαφήνεια˙ ο κόπτης διοικητής έστειλε δώρα, βεβαίωσε για τα φιλικά του αισθήματα, αλλ’ απέφυγε ν’ απαντήσει στο θέμα της αποδοχής του Ισλάμ. Οι Άραβες ηγεμόνες των κρατών του βορρά και του νότου δεν έλαβαν υπ’ όψη τις παροτρύνσεις του Μωάμεθ. (Πρβλ. Ν. Μοσχοπούλου, «Αραβία», ΜΕΕ, 5,301).
(76) Την παράδοση αυτή παραθέτουν ως γεγονός οι δικοί μας: Στ. Ζαμπέλιος [Βυζαντιναί Μελέται, εκδ. Χ.Ν. Φιλαδελφέως (Αθήναι 1857), 174-176], Ν. Μοσχόπουλος [«Αραβία», ΜΕΕ, 5,301]. Με σειρά όμως ιστορικοφιλολογικών επιχειρημάτων έχει αμφισβητηθεί η γνησιότητά της˙ Caetani, Annali (1905),1,731-734. Buhl, Muhammad (1961), 401-402. Vasiliev, Ιστορία (1954), 262.
(77) Θεοφάνους, Χρονογραφία, εκδ. C. de Boor, 1,335: «και ήλθον κατέναντι Μουχέων κώμης λεγομένης, όν η υπήρχε Θεόδωρος ο βικάριος, θέλοντες επιρρίψαι κατά των Αράβων τη ημέρα της ειδωλοθυσίας αυτών, μαθών δε τούτο ο βικάριος παρά τίνος κορασηνού, Κουταβά λεγομένου και μισθίου αυτού γενομένου, συνάγει πάντας τους στρατιώτας των παραφυλάκων της ερήμου, και ακριβωσάμενος παρά του Σαρακηνού την ημέραν και την ώραν, εν η ήμελλον επιρρίπτειν αυτοίς, αυτός επιρρίψας αυτοίς εν χωρίω επιλεγομένω Μόθους αποκτέννει τρεις αμηραίους και το πλήθος του λαού. Εξήλθε δε εις αμηράς ο Χάλεδος, ον λέγουσι την μάχαιραν του Θεού». Πρβλ. Χρ. Παπαδοπούλου, Εκκλ. Αντιοχείας (1951), 727-728. Χ.Α. Νομικού, «Η μάχη των Μοθών και ο τάφος του Γκιάφαρ αλ Ταγιάρ», ΕΕΒΣ 3 (1926),94 εξ. Buhl, Leben (1961),302.
(79) Σύμφωνα με άποψη που υιοθετείται από τον Husain (αυτόθι), η εκστρατεία έγινε διότι είχαν φθάσει στη Μεδίνα ειδήσεις για επικείμενη επίθεση των Γασανιδών.
(80) «Ω πιστοί! τί συνέβη υμίν όταν σας είπον˙ “μάχεσθε υπέρ πίστεως;” Εφάνητε βαρείς και ως προσηλωμένοι επί της γης. Επροτιμήσατε την ζωήν του κόσμου τούτου αντί της μελλούσης˙ αι απολαύσεις του βίου τούτου είναι μηδαμιναί παραβαλλόμεναι προς τας του μέλλοντος. / Εάν δεν σπεύσητε εις την μάχην, ο Θεός θα τιμωρήση υμάς δια σκληρών βασάνων, θα αντικαταστήση υμάς δι’ ετέρου λαού τον οποίον δεν θα δυνηθήτε να βλάψητε, διότι ο Κύριος είναι παντοκράτωρ. / ... / Ελαφροί ή φέροντες βάρη, πορευόμενοι, μάχεσθε υπέρ πίστεως θυσιάζοντες πλούτον και υμάς αυτούς. Τούτο έσται μάλλον ωφέλιμον, εάν εννοήτε. / Εάν επρόκειτο περί τίνος λίαν προσεχούς επιτυχίας, ή περί εκστρατείας ωρισμένον εχούσης σκοπόν, θα σε ηκολούθουν άνευ δυσκολίας˙ αλλ’ η οδός εφάνη αυτοίς μακρά, και εν τούτοις ωρκίζοντο εις τον Θεόν, λέγοντες˙ “Εάν ηδυνάμεθα ηθέλαμεν εκστρατεύσει μετά σου”. Μόνοι των απόλλυνται. Ο Θεός γινώσκει τα ψεύδη αυτών. / Ο Θεός συγχωρήσαι σοι! διότι επέτρεψας αυτοίς να μείνωσι πριν ή εξακριβώσης την αλήθειαν και γνωρίσης τους ψευδομένους. / Όσοι πιστεύουσιν εις τον Θεόν και εις την ημέραν της κρίσεως δεν θα ζητήσωσι παρά σου την άδειαν όπως μη πολεμήσωσι, μη θυσιάζοντες ουδ’ εαυτούς, ουδέ την περιουσίαν αυτών εις τον υπέρ πίστεως πόλεμον. Ο Κύριος έγνω τους φοβουμένους αυτόν» (Η Μετάνοια, 9:38-39,41-44).
(84) Andrae, Mohammed (1960), 171-172. Κατά μία εκδοχή η επιδείνωση της ασθένειάς του οφειλόταν σε δηλητήριο, το οποίο οργισμένη Εβραία έριξε στην τροφή του˙ J.B. Taylor, Thinking about Islam (London 1971), 31.
Υποταγή στο θέλημα του Θεού.
Βαθιά συγκινημένος από τις θλίψεις σου, δεν βρίσκω κατάλληλα λόγια να σου απευθύνω. Τούτο μόνο σε συμβουλεύω: Άνοιξε την καρδιά σου και άφησέ τη ν’ αντιληφθεί και να διακρίνει το θέλημα του Θεού.Ζήτησε από Κείνον βοήθεια. Ζήτησε από Κείνον παρηγοριά.
Να πιστεύεις ακράδαντα ότι το δράμα που ζεις δεν είναι η συνέπεια μιας τυχαίας αλληλουχίας γεγονότων. Ο ίδιος ο Θεός -ο Θεός που οι βουλές Του είναι ανεξιχνίαστες- έχει επικυρώσει αυτά τα δραματικά γεγονότα με τη σφραγίδα της θεϊκής Του σκοπιμότητος. Ποιας σκοπιμότητος; Είτε τα στέλνει σαν τιμωρία -αλλά όχι οπωσδήποτε δικών σου αμαρτιών- είτε δοκιμάζει τη δύναμη της πίστεως σου και τη χαλυβδώνει. Τι γράφει ο Απόστολος Ιάκωβος; "Πάσαν χαρά ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις ,γινώσκοντες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν ' η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι και ολόκληροι, εν μηδενί λειπόμενοι"(Ιακ.1:2-4).
Oποιαδήποτε πάντως κι αν είναι η αιτία των θλίψεων σου, η όλη κατάσταση είναι μία ακόμη απόδειξη της αγάπης Του για σένα, αφού "ον αγαπά Κύριος παιδεύει ,μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται...Ει δε χωρίς έστε παιδείας, ης μέτοχοι γεγόνασι πάντες, άρα νόθοι έστε και ούχ υιοί"(Εβρ.12:6,8) Δεν είναι δικά μου τα λόγια τούτα .Είναι ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος που πιστοποιεί με αυτά πως είσαι ένα αγαπημένο παιδί του Θεού.
Αγωνίσου σκληρά να αντιμετωπίσεις τα πράγματα με υπομονή και καρτερία. Μη λιποψυχείς. Κάθε στιγμή να δοξάζεις και να ευχαριστείς το Θεό "πάντων ένεκεν". Κι Εκείνος θα φροντίσει για όλα. Έτσι το καλό θα προέλθει από τη δική σου σωστή στάση.
Δέξου το κάθε τί, ακόμα και το πρόσφατο τραγικό γεγονός, σαν επέμβαση του Θεού. Εσύ θαυμάσια έκανες και συγχώρεσες εκείνο τον άνθρωπο. Δεν επιδιώξες να του επιβληθεί οποιαδήποτε τιμωρία για το κακό που σου έκανε. Όμως η δικαιόκρισία του Θεού τον επισήμανε, τον ακολούθησε και του πήρε τη ζωή. Ποιος ξέρει πόσους τρόπους θα είχε επινοήσει, για να συνδράμει το σατανά στα σκοτεινά του έργα πάνω στη γη, αν έμενε κι άλλο ζωντανός ανάμεσά μας; Ενώ τώρα, η αναχώρηση του είναι για τους ανθρώπους ένα τρομακτικό παράδειγμα θείας δίκης. Αν είχες επιδιώξει την τιμωρία του ,τότε θα είχες λόγους να τα βάζεις με τον εαυτό σου. Έτσι όπως έγιναν όμως τα πράγματα, δεν έχεις κανένα λόγο .
Σ’ εμπιστεύομαι στην προστασία του κυρίου μας. Και εύχομαι Εκείνος -ο μόνος που μπορεί -να στερέψει την πηγή των θλίψεων και των βασάνων σου.
* * *
Ο πόθος της αναζητήσεως και της προσεγγίσεως του Θεού είναι πράγματι ένα χάρισμα.Ένα χάρισμα που, για να το αποκτήσουμε ,πρέπει πρώτα-πρώτα να έχουμε τεντωμένα τα πνευματικά μας αυτιά, για να ακούσουμε το κάλεσμα Εκείνου. Και όταν τ’ ακούσουμε, είναι επιτακτική ανάγκη ν’ ανταποκριθούμε ενεργητικά.
Με τι τρόπο; Μόνο ένας τρόπος υπάρχει: η ακριβής τήρηση των εντολών Tου.Δεν έχει σημασία που ζούμε και κάτω από ποιες συνθήκες. Είτε μόνοι είτε μαζί με άλλους, είτε σε μοναστήρι είτε μέσα στον κόσμο, παντού και πάντοτε οφείλουμε να τηρούμε τις εντολές Του. Κι αυτό πουθενά δεν είναι εύκολο. Γιατί σε κάθε τόπο και τρόπο ζωής ο εχθρός προσπαθεί να εμποδίσει την ανταπόκρισή μας στο κάλεσμα του Κυρίου.
Προσευχήσου στο Θεό για ενίσχυση. Ποτέ δεν θα σου την αρνηθεί. Αλλά πρόσεξε μην τυχόν, αφού λάβεις τη θεία βοήθεια ,εμφανιστεί μέσα σου υπερηφάνεια η απόκτησεις τη συνήθεια της κατακρίσεως των άλλων, έστω και στα μυστικά βάθη της καρδιάς σου.
Προσοχή! Γιατί αυτό θα κάνει όλους τους καρπούς των καλών έργων σου να σαπίσουν.
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ.35-37)
Θυμάμαι ένας δικηγόρος, που έκανε πολλές αδικίες, πόσο βασανίσθηκε στο τέ-λος της ζωής του. εξασκούσε το επάγγελμά του σε μία επαρχία που είχε πολλούς κτηνοτρόφους. Εκεί, φυσικά, γίνονταν και αγροζημίες και πολλοί βοσκοί έτρεχαν σ' αυτόν τον δικηγόρο, γιατί με πονηρά επιχειρήματα έπειθε και τον αγρονόμο και τον ειρηνοδίκη. Έτσι οι καημένοι γεωργοί πολλές φορές όχι μόνο δεν έβρισκαν το δίκαιο για τα σπαρτά που τους κατέστρεφαν τα κοπάδια, αλλά έβρισκαν και τον μελά τους. Όλοι τον ήξεραν τον δικηγόρο αυτόν και κανείς τίμιος άνθρωπος δεν τον πλησίαζε. Ακόμη και ο Πνευματικός να δήτε τί συμβούλεψε έναν ευαίσθητο βοσκό. Ο βοσκός αυτός είχε ένα μικρό κοπάδι και μία σκύλα. Μία φορά που η σκύλα είχε γεννήσει, έδωσε τα κουταβάκια σε άλλους και κράτησε μόνον την μάνα. Εκείνο το διάστημα είχε χαθή μία προβατίνα και είχε αφήσει το αρνάκι της που θήλαζε. Αυτό, επειδή δεν είχε μάνα, έτρεχε πίσω από την σκύλα και θήλαζε από αυτήν, η οποία ενίωθε και η ίδια ανακούφιση. Έτσι τα δύο ζώα είχαν συνηθίσει και το ένα έβρισκε το άλλο. Ο καημένος ο βοσκός, όσο και να προσπαθούσε να τα ξεχωρίση, εκείνα έσμιγαν. Επειδή ήταν ευαίσθητος ο βοσκός, σκέφθηκε να ρωτήση τον Πνευματικό εάν τελικά τρώγεται το κρέας του αρνιού ή όχι. Ο Πνευματικός, έχοντας υπ' όψιν του και την φτώχεια του βοσκού, σκέφτηκε λίγο και του είπε: «Το αρνί αυτό, παιδί μου, δεν τρώγεται, γιατί θήλασε από την σκύλα, αλλά ξέρεις τί να κάνεις; Επειδή όλοι οι άλλοι βοσκοί πηγαίνουν δώρα στον δικηγόρο τον δείνα αρνιά και τυριά, να του πάς και συ αυτό το αρνί να το φάη. Μόνον αυτός έχει ευλογία να το φάη, γιατί όλος ο κόσμος ξέρει που είναι άδικος». Όταν είχε γεράσει πια ο άδικος αυτός δικηγόρος και έπεσε στο κρεββάτι, υπέφερε χρόνια από εφιάλτες και δεν μπορούσε να κοιμηθή. Τον χτύπησε και ημιπληγία και δεν μπορούσε ούτε να μιλήση. Προσπάθησε ο Πνευματικός να τον κάνη τουλάχιστον να γράψη τις αμαρτίες του, αλλά είχε χάσει και τον έλεγχο, και αναγκαζόταν να του διαβάζη την ευχή των Επτά Παίδων, για να κλείση λίγο τα μάτια του να κοιμηθή. Του διάβαζε και εξορκισμούς, για να γαληνέψη λίγο, μέχρι που αναπαύθηκε, και ας ευχηθούμε ο Θεός να τον αναπαύση πραγματικά.
- Γέροντα, πολλοί πιστεύουν ότι τους έχουν κάνει μάγια. Πιάνουν τα μάγια;
- Εάν ο άνθρωπος έχη μετάνοια και εξομολογήται, δεν πιάνουν. Για να πιάσουν τα μάγια, θα έχη δώσει κάποιο δικαίωμα ο άνθρωπος. Θα αδίκησε κάποιον, θα κοροϊδεύη καμμιά κοπέλα κ.λπ. Τότε θα πρέπη να μετανοήση, να ζητήση συγχώρηση, να εξομολογηθή, να τακτοποιηθή και να επανορθώση αυτό που έκανε. Γιατί αλλιώς, και όλοι οι παπάδες να του διαβάσουν εξορκισμούς, δεν λύνονται τα μάγια. Αλλά και μάγια να μην του έκαναν, και μόνον το άχτι της αδικημένης ψυχής αρκεί για να τον βασανίζη.
Υπάρχουν δύο μορφές αδικίας, η υλική και η ηθική. Υλική αδικία είναι, όταν αδική κανείς τον άλλον σε υλικά πράγματα. Ηθική είναι, όταν λ.χ. κάποιος γελάση μία κοπέλα, και αν μάλιστα είναι ορφανή, με πενταπλάσιο βάρος βαραίνει την ψυχή του. στον πόλεμο η σφαίρα ξέρεις πώς κυνηγάει τους ανήθικους; εκεί βλέπεις έντονα την θεία δικαιοσύνη, την προστασία του Θεού. Ατιμία στον πόλεμο δεν σηκώνει. Ανήθικο άνθρωπο θα τον βρη σφαίρα. Μία φορά πηγαίναμε με την διλοχία μας να αντικαταστήσουμε ένα τάγμα. Εν τω μεταξύ όμως μας χτύπησαν και ριχτήκαμε στην μάχη. Ένας, θυμάμαι, από εκείνο το τάγμα είχε κάνει την προηγούμενη μέρα μία ατιμία, είχε βιάσει μία έγκυο, την καημένη. Έ, σ' εκείνη την επιχείρηση μόνον αυτός σκοτώθηκε!! Φοβερό! Όλοι έλεγαν μετά: «Το κτήνος, καλά έπαθε και σκοτώθηκε!». Ιδίως αυτοί που κάνουν πονηριές, που κοιτάζουν να ξεφύγουν από 'δω, να ξεφύγουν από 'κει, τελικά δεν γλυτώνουν. Είναι παρατηρημένο ότι όσοι πιστεύουν πολύ, φυσικά ζούνε και τίμια, χριστιανικά, και το σώμα τους το τίμιο προστατεύεται από τα πυρά περισσότερο απ' ό,τι αν φορούσαν Τιμιόξυλο.
(Λόγοι τόμος Α σελ. 87-89)
Όταν σε προσβάλλουν και σε βρίζουν, να σκέφτεσαι πως και αυτό ακόμα εξυπηρετεί κάποιο σχέδιο της πρόνοιας του Θεού. Δες το σαν ραβδί που χτυπάει την αδυναμία σου, και σαν μία υπόμνηση, ότι πρέπει να θεραπεύσεις αυτή την αδυναμία. Δες το, πραγματικά, σαν τη θεραπεία αυτή καθεαυτή. Σου δίνεται μία θαυμάσια ευκαιρία ν’ αναμετρήσεις τις δυνάμεις αντιστάσεως που διαθέτεις, το πνευματικό σθένος σου στον πόλεμο εναντίον του κακού, τη θέλησή σου ν’ αποκτήσεις ταπεινό φρόνημα.
Καταλαβαίνω καλά ότι δεν σου είναι εύκολο να ζεις πια μέσα στον κόσμο. Αλλά μέχρι να σε καλέσει ο κύριος, και μέχρι να κάνει πρακτικά δυνατή τη μετάβαση σου σ’ ένα μοναστήρι, αγωνίσου να ζεις και να εργάζεσαι χαρούμενα και αγόγγυστα, τηρώντας τους νόμους και τις εντολές Του. Και φύλαξε τον εαυτό σου από την κατάκριση των άλλων για δήθεν έλλειψη ζήλου. Ο Θεός είναι παντοδύναμος. Μπορεί να οικονομήσει τη σωτηρία όλων και να τους γεμίσει με το φλογερό πόθο της αιωνιότητος, όταν, κατά την αλάθητη κρίση Του, έρθει ο κατάλληλος καιρός για τον καθένα.
***
Με χαρά άκουσα ότι τώρα είσαι πολύ χαρούμενος και πολύ ειρηνικός με τον εαυτό σου και με τους άλλους. Κι αυτό γιατί έγινες μέλος της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, που έχει διαφυλάξει ακέραια και ανόθευτη την αποστολική παράδοση.
Όσο για κείνους τους ανθρώπους που, ενώ είναι καλόκαρδοι και φιλάνθρωποι, δεν πιστεύουν στο Θεό, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να τους κρίνουμε, ούτε ωφελεί να ψάχνουμε για τα αίτια της απιστίας τους. Οι δρόμοι που χαράζει ο Θεός για τον καθένα είναι άγνωστοι και ανεξιχνίαστοι. Ας αφήσουμε λοιπόν αυτούς τους καλούς ανθρώπους αποκλειστικά στην πάνσοφη κρίση του Θεού και στο έλεος της πανάγαθης πρόνοιας Του. Εκείνος μόνο γνωρίζει πως και γιατί δημιούργησε το ανθρώπινο γένος, αλλά και τον καθένα μας ξεχωριστά, έτσι όπως είναι.
Ο κ. Μ. πολύ σωστά λέει ότι οι Λουθηρανοί κατέχουν πράγματι χρυσάφι —το λόγο του Θεού —και ασήμι— ανθρώπους με καλή διάθεση—, αλλά σ’ αυτό το χρυσάφι και το ασήμι έχει προστεθεί τόσο μεγάλη ποσότητα ευτελών μετάλλων —υπερήφανοι συλλογισμοί, πολλοί αμετάπειστοι και κακοπροαίρετοι άνθρωποι—, ώστε οι προσμίξεις έχουν μειώσει την αξία όχι μόνο του ασημιού, αλλά και αυτού του χρυσού. Γι’ αυτό έχουν ευθύνη και θα δώσουν λόγο.
Σου συνιστώ πάντως να αποφεύγεις τις θυελλώδεις συζητήσεις πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα. Τίποτα καλό δεν μπορεί να βγει από τέτοιου είδους συζητήσεις. Άλλωστε, συνήθως δεν οδηγούν πουθενά— «εισίν ανωφελείς και μάταιοι» (Τίτ. 3:9)—, ιδιαίτερα όταν οι συνομιλητές σου είναι, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, «οι εν τη ασεβεία ανιάτως ζώντες και ουδεμίαν ελπίδα μεταβολής έχοντες».
Να είσαι «ουκ ακροατής επιλησμονής… άλλα ποιητής έργου», για να είσαι κατά συνέπεια και «μακάριος εν τη ποιήσει αυτού» (Ιάκ. 1:25). Αλλά να θυμάσαι ότι το πιο σπουδαίο και επείγον έργο για κάθε άνθρωπο, που θέλει ειλικρινά και σοβαρά ν’ αγωνιστεί πνευματικά, είναι η καλλιέργεια της πραότητας και της αοργησίας. Πώς όμως θα εργαστούμε για να την αποκτήσουμε; Μας το λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: Στην αρχή, στο πρώτο στάδιο, ας φροντίσουμε να σιωπούν τα χείλη μας, έστω και αν η καρδιά μας βρίσκεται σε ταραχή. Έπειτα, στο δεύτερο στάδιο, ας επιβάλουμε σιωπή και στους λογισμούς, ενώ η καρδιά μας ακόμα δοκιμάζει λίγη ταραχή. Και τέλος, μετά από πολύν αγώνα, όσο κι αν φυσούν οι άνεμοι των ύβρεων και των ατιμιών, στη θάλασσα της ψυχής μας θα επικρατεί μόνιμη και σταθερή γαλήνη.
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 74-77)
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ( + 390)(Πατρολογία τόμος Β, εκδ. Γρηγόρη,Αθήνα 2012,σελ.495-518).
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ.
Ο Γρηγόριος Θεολόγος, ο Ναζιανζηνός, είναι ο επιφανέστερος, ο «άριστος» θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το θεολογικό του βάθος και η έντονη ποιητικότητα στο έργο του τον ύψωσαν σε πρότυπο μοναδικού κάλλους και λάμψεως. Ο Γρηγόριος υπήρξε ο ποιητής που έγινε μεγάλος θεολόγος. H ευαισθησία χαρακτήριζε το είναι του με τρόπο καθολικό και τον οδηγούσε σε αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, σ’ ένα είδος συνεχούς φυγής από καταστάσεις, στις οποίες εμπλεκόταν με πιέσεις τρίτων αλλά πάντως θεληματικά. Η «φυγή» του ήταν συνάρτηση της αναπτυγμένης ευαισθησίας του και της κλίσεως για τον μονήρη νηπτικό βίο. Πίστευε ότι «μεγίστη πράξις εστίν η απραξία» (Επιστ. 49), ο θεωρητικός ή θεοπτικός βίος.
Απέφευγε συστηματικά την δραστηριοποίησή του στο έργο της Εκκλησίας, αλλά τελικά και ποιμαντική φροντίδα ανέλαβε και τα μεγάλα θεολογικά προβλήματα αντιμετώπισε. Η συνύπαρξη των αντιθέσεων στο είναι του επιτεύχτηκε, διότι ο Γρηγόριος δεν ήταν μόνο ποιητής και νηπτικός, αλλά και μέγας θεολόγος, που φρονούσε ότι όφειλε να «καρποφορεί», να «ωφελεί» την Εκκλησία και μάλιστα να «δημοσιεύη την έλλαμψιν» του (Λόγος ΙΒ' 4. PG 35, 848ΑΒ). Στην περίπτωση του Γρηγορίου συνέβη το εξής θαυμαστό: ενώθηκαν ασύγχυτα ο ποιητής, ο νηπτικός και ο θεολόγος. Η τριπολικότητα του προσώπου του αποτελεί το μεγαλείο του, αλλά και την πρώτη δυσχέρεια ερμηνείας του.
Προϋποθέσεις της θεολογίας του
Οι σπουδές του Γρηγορίου, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και την Αθήνα, επωμίστηκαν δυναμικά την έκφραση της θεολογίας του. Η φιλία του με τον Βασίλειο, σταθερή στην διάρκεια του βίου τους και παροιμιώδης έκτοτε, δρα και ανασταλτικά και δημιουργικά. Ανασταλτικά, διότι μέχρι το 378 ο Γρηγόριος ανέμενε συνήθως την αντιμετώπιση των σύγχρονων θεολογικών προβλημάτων από τον μεγάλο του φίλο. Και μολονότι γράφει και θεολογεί δεν κορυφώνεται. Δημιουργικά, διότι το έργο του Βασιλείου χρησίμευε στον Γρηγόριο ως θεμέλιο και έναυσμα συγχρόνως. Το κύρος και η θεληματικότητα του Βασιλείου ανέκοπταν ως ένα βαθμό την ισχυρή ροπή του Γρηγορίου για θεολογία. Τελικά όμως ο Γρηγόριος διηύρυνε τον ορίζοντα του Βασιλείου.
Η παράδοση του Γρηγορίου ήταν δύσκολη συνάρτηση της αλεξανδρινής ή ωριγενιστικής σχολής και της θεολογίας των Ιγνατίου, Ειρηναίου και Μ. Αθανασίου. Η εμπειρία του πατέρα του, που θήτευσε πολλά χρόνια στην αίρεση των Υψισταρίων και υπέγραψε το 360 ημιαρειανικό Σύμβολο (ομοιουσιανών), τον βοήθησε και αρνητικά να σχηματίσει κριτήριο παραδόσεως και ορθοδοξίας. Το κριτήριο του αυτό, αποτέλεσμα πρώτιστα φωτισμού του αγ. Πνεύματος, αναδείχτηκε το τελειότερο στην αρχαία Εκκλησία. «Επί των ημετέρων όρων ιστάμενοι» (Λόγος ΚΘ' 23'• ΚΖ' 5). Με τους λόγους αυτούς, που επαναλαμβάνει συχνά, εκφράζει την πεποίθηση ότι η θεολογία της Εκκλησίας ασκείται με προϋποθέσεις και προοπτικές, που δημιουργεί η ίδια η Εκκλησία. Γι’ αυτό και, μολονότι μεταξύ των μεγάλων Πατέρων είναι ο βαθύτερος γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, διακρίνει σαφέστατα το έργο του θεολογείν από το έργο του φιλοσοφείν.
Η σχέση του με το θύραθεν πνευματικό κλίμα της εποχής υπήρξε φυσική και διακριτική. Φυσική, διότι και ο ίδιος αποτελούσε πνευματικό κλίμα της εποχής, στο μέτρο που σκεπτόταν μέσω των δομών της εποχής και έγραφε στα μέτρα της. Διακριτική, διότι συνειδητοποίησε το όλως άλλο της θείας αληθείας, την οποία όμως κατανοούσε κι εξέφραζε με τις δομές της εποχής. Όπως στην περίπτωση του Βασιλείου, έτσι και στον Γρηγόριο παρεξηγείται το εγχείρημα του να μιλήσει ως πλατωνικός, στωικός ή νεοπλατωνικός, για την αλήθεια της Εκκλησίας. Στην εποχή του ο Γρηγόριος όφειλε να είναι όλα αυτά με τρόπο εκλεκτικό. Αλλού βρίσκεται το πρόβλημα: Στο εάν η αλήθεια του μένει αλήθεια του Θεού ή εάν μέσω των φιλοσοφικών δομών μεταστοιχειώνεται λίγο ή πολύ σε πλατωνική, στωική κ.λπ. φιλοσοφία. Ο Γρηγόριος διέκρινε τον κίνδυνο αυτό και - σε κρίσιμες στιγμές εκφράσεως της αλήθειας κατ’ ανάγκην με δομές της εποχής - υπογραμμίζει ότι άλλο το φιλοσοφικό περιεχόμενο του όρου-δομής και άλλο η αλήθεια που με αυτά δηλώνεται (βλ. Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Γρηγόριος ο Θεολόγος..., Αθήνα 1980, σσ. 89-98). Και μολονότι έναντι της θύραθεν φιλοσοφίας είναι κριτικότερος και από τον Βασίλειο, δίνει σαφώς την εντύπωση ότι χωρίς αυτήν η θεολογία είναι αδύνατη (βλ. Λόγο 43• PG 36, 508Β/509Α).
Η θεολογική θεοπτία τον «αρίστου θεολόγου»
Πρώτος μεταξύ των μεγάλων Πατέρων ο Γρηγόριος κάνει λόγο ειδικό περί θεολογίας με αφορμή την πληθώρα των αυτοσχέδιων θεολόγων, τους οποίους γενικά ενθάρρυνε ο αρειανισμός. Είναι κι εδώ χαρακτηριστικό ότι ο λόγος του αποβαίνει αυτοβιογραφικός. Μιλώντας για την θεολογία, περιγράφει τελικά την διαδικασία που συνέβη εντός του, όταν ο ίδιος προσπαθούσε να λύσει προβλήματα θεολογικά:
«Τι τούτο έπαθον, ω φίλοι και μύσται και της αληθείας συνερασταί; Έ τ ρ ε χ ο ν μεν ως Θεόν καταληψόμενος και ούτως α ν ή λ θ ο ν επί το όρος ( = θεολογία) και την νεφέλην διέσχ ον, είσω γενόμενος... επεί δε προσέβλεψα, μόλις ε ί δ ο ν Θεού τα οπίσθια... και μικρόν δ ι α κ ύ ψ α ς...» (Λόγος ΚΗ' 3).
«Ανιόντι δε μοι προθύμως επί το όρος, η, το γε αληθέστερον ειπείν, προθυμουμένω τε άμα και αγωνιώντι, το μεν δια την ελπίδα, το δε δια την ασθένειαν, ίνα της νεφέλης είσω γένωμαι και Θεώ συγγένωμαι• τούτο γαρ Θεός κελεύει» (Λόχος ΚΗ' 2).
«...έ δ ο ξ έ μοι κράτιστον είναι τας μεν εικόνας χαίρειν εάσαι..., οδηγώ τω Πνεύματι χρώμενον, ην εντεύθεν έλλαμψιν εδεξάμην, ταύτην εις τέλος διαφυλάσσονται...» (Λόγος ΛΑ' 3).
Σκοπός του Γρηγορίου είναι να διασχίσει το παραπέτασμα του κόσμου και να «συγγίνει» με τον Θεό, δηλαδή με την αλήθεια, κάτι που μόνο θα εξασφαλίζει άμεση και ασφαλή γνώση. Πρόκειται για την θεοπτία, για την οποία ο Γρηγόριος μιλάει κυρίως σε συνδυασμό προς την θεολογική αναζήτηση. Δεν είναι κυρίως θεολόγος της θεοπτίας, αλλά θεολόγος της θεολογίας, η οποία όμως είναι αδιανόητη χωρίς θεοπτία. Η θεοπτία, η προσωπική δηλαδή εμπειρία της αλήθειας, αποτελεί συνάρτηση της καθάρσεως:
«Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ και της θεότητος άξιος; τας εντολάς φύλασσε, δια των προσταγμάτων όδευσον• π ρ ά ξ ι ς γαρ επίβασις θεωρίας» (Λόγος Κ' 12. Βλ. και ΚΖ' 3).
Την πραγματικότητα και τον τρόπο της ασκήσεως-καθάρσεως εκφράζει κατά προτίμηση με στωική ορολογία, που ήταν τότε διάχυτη και κατανοητή στον μέσο μορφωμένο πιστό.
Η σύγχυση, την οποία ιδιαίτερα είχε δημιουργήσει ο Ευνόμιος με την διδασκαλία του περί δήθεν ασφαλούς γνώσεως της θείας ουσίας, αναγκάζει τον Γρηγόριο σε πολυσήμαντη διευκρίνιση, που αργότερα θα ευρυνθεί ακόμη περισσότερο, αλλά που τώρα γίνεται ακριβέστερη από την ανάλογη του Μ. Βασιλείου. Οι χρονικές κατηγορίες, που χρησιμοποιούμε για τον Θεό («ην, αεί, εστί και έσται»), στην πραγματικότητα ισχύουν μόνο για την κτιστή φύση και όχι για την άκτιστη θεία φύση, η οποία μένει άπειρη και άγνωστη. Η ελπίδα όμως για τον Θεό δεν συνδέεται με την ίδια την θεία του φύση, («τα κατ’ αυτόν»), αλλά με «τα περί αυτόν». Και η γνώση μας δεν αφορά «την πρώτην τε και ακήρατον φύσιν» του Θεού, την οποία γνωρίζει μόνο η αγία Τριάδα, αλλά αφορά στην «τελευταίαν», την «εις ημάς φθάνουσαν». Με τον τρόπο αυτό διακρίνει στον Θεό την φύση του, που μένει άγνωστη, και την φυσική του ακτινοβολία, την οποία μόνο γνωρίζουμε:
«Θεόν, ότι ποτέ μεν εστί την φύσιν και την ουσίαν, ούτε τις εύρεν ανθρώπων πώποτε ούτε μην εύρη» (Λόγος ΚΗ' 17).
«Επεί δε προσέβλεψα μόλις είδον Θεού τα οπίσθια (Εξ. 33, 43) και τούτο τη πέτρα σκεπασθείς, τω σαρκωθέντι δι’ ημάς Θεώ Λόγω. Και μικρόν διακύψας, ου την πρώτην τε και ακήρατον φύσιν και εαυτή, λέγω δη τη Τριάδι, γινωσκομένην και όση του πρώτου καταπετάσματος είσω μένει..., αλλ’ όση τελευταία και εις ημάς φθάνουσα. Η δε εστίν... η εν τοις κτίσμασι και τοις υπ’ αυτού προβεβλημένοις και διοικουμένοις μεγαλειότης η... μεγαλοπρέπεια» (Λόγος ΚΗ' 3).
«Θεός ην μεν αεί και εστί και έσται• μάλλον δε εστίν αεί. Το γαρ ην και έσται, του καθ’ ημάς χρόνου τμήματα και της ρευστής φύσεως... Όλον γαρ εν εαυτώ συλλαβών έχει το είναι, μήτε αρξάμενον μήτε παυσάμενον, οιόν τι πέλαγος ουσίας άπειρον και αόριστον, πάσαν υπερεκπίπτον έννοιαν, και χρόνου και φύσεως• νω μόνω σκιαγραφούμενος και τούτο λίαν αμυδρώς και μετρίως, ουκ εκ των κατ’ αυτόν, αλλ’ εκ των περί αυτόν... Εμοί δοκείν, ίνα τω ληπτώ μεν έλκη προς εαυτό (το γαρ τελέως άληπτον, ανέλπιστον και ανεπιχείρητον), τω δε αλήπτω θαυμάζηται, θαυμαζόμενον δε ποθείται πλέον, ποθούμενον δε καθαίρη, καθαίρον δε θεοειδές απεργάζηται, τοιούτοις δε γενομένοις, ως οικείοις, ήδη προσομιλή, τολμά τι νεανικόν ο λόγος• Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνωριζόμενος και τοσούτον ίσως, όσον ήδη γινώσκει τους γινωσκομένους. Άπειρον ουν το θείον και δυσθεώρητον και τούτο πάντη καταληπτόν αυτού μόνον, η απειρία» (Λόγος ΛΗ' 7).
Η θεοπτία γίνεται στον Γρηγόριο απολύτως θεολογική• αποτελεί δηλαδή την διαδικασία της θέας-εμπειρίας της αλήθειας και μάλιστα την διαδικασία για μεγαλύτερο βαθμό εμπειρίας της θείας αλήθειας, που όμως περιλαμβάνει και βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια προς την ήδη εκφρασμένη στην Εκκλησία διδασκαλία - αλήθεια και ιδιαίτερα προς την αγία Γραφή. Ότι δηλαδή παρέχεται μέσω της εμπειρίας δεν είναι για την Εκκλησία ούτε «ξένον» ούτε «παρείσακτον», αλλά το «πλέον» ως προς την ήδη διατυπωμένη διδασκαλία. Το «πλέον» χαρίζεται από τον Θεό μόνο στον «άριστον θεολόγον», όπως χαρακτηρίζει ο Γρηγόριος το εξαιρετικά προικισμένο και διακρινόμενο πρόσωπο της Εκκλησίας, τον ήρωα της, τον θεόπτη που δεν φτάνει στην θέα του Θεού μόνο χάριν της πνευματικής του απολαύσεως, αλλά κυρίως χάριν της βαθύτερης γνώσεως της αλήθειας εκείνης, την οποία έχουν οι πιστοί ανάγκη για να σωθούν. Το έργο του «άριστου» θεολόγου διακρίνει αποκαλυπτικά:
«και ούτος ά ρ ι σ τ ο ς ημίν θεολόγος, ουχ ος εύρε το παν (= της αληθείας), ουδέ γαρ δέχεται το παν ο δεσμός, αλλ’ ος ε ά ν άλλου φαντασθή πλέον και πλείον εν εαυτώ συναγάγη το της αληθείας ίνδαλμα ή αποσκίασμα, ή ότι και ονομάσομεν» (Λόγος Λ' 17).
Μεγάλος λοιπόν θεολόγος είναι μόνο αυτός που θ’ αποκτήσει εμπειρία της αλήθειας βαθύτερη κι ευρύτερη από εκείνην που είχαν οι άλλοι θεολόγοι μέχρι την εποχή του. Εκείνος που θα πετύχει το «πλέον» και «πλείον» της αλήθειας σε σχέση όχι προς την ίδια την αλήθεια (που δεν αυξομειώνεται), αλλά σε σχέση με τους λοιπούς θεολόγους που έζησαν στην Εκκλησία, αυτός θα είναι και θα θεωρείται «άριστος θεολόγος». Αυτός «διασκέπτεται» με το ίδιο το άγιο Πνεύμα περί της αληθείας και κατέρχεται στο βάθος της για να προσθέσει στο μέχρι τότε «ελλιπώς ειρημένον» (Επιστ. 102, 2) εκείνο που κέρδισε ή μάλλον εκείνο που του χαρίστηκε από το ίδιο το άγιο Πνεύμα (Λόγος ΚΑ' 33-34• ΛΑ' 26-27• ΜΓ' 65 κ.ά.). Η συγκλονιστική αυτή θεολογία της βαθύτερης εμπειρίας στην αλήθεια προϋποθέτει «ελλάμπουσαν» αγ. Τριάδα, που «μίγνυται» «όλως όλω νοι» (του ανθρώπου). Οι νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου όχι μόνο είναι κατά την διαδικασία αυτή σε εγρήγορση, αλλά και μέσω αυτών εκφράζεται η αυξημένη εμπειρία της αλήθειας, ώστε να έχουμε λόγο περί Θεού, δηλαδή θεολογία. Η έκφραση της εμπειρίας είναι δυσχερής, αλλά κατορθώνεται. Βέβαια το εκφραζόμενο συνιστά μόνο αμυδρή εικόνιση εκείνου, που είναι η εμπειρία (Λόγος ΚΗ' 4), αλλά παραταύτα είναι γνήσιο και επαρκές για την σωτηρία.
Τα στάδια φανερώσεως της Θείας αλήθειας
Ο Γρηγόριος, έχοντας βαθιά παραδοσιακότητα, αίσθηση της ριζοσπαστικότητας της σκέψεώς του και προπαντός υποχρέωση να δικαιολογήσει την θεολογική του προσφορά σ’ εχθρούς και φίλους, αναγκάστηκε να μιλήσει για την θεολογία του σε σχέση προς την θεία οικονομία γενικά και προς την αγία Γραφή ειδικά. Έτσι θεολόγησε για τα στάδια της φανερώσεως της θείας αλήθειας , τα οποία χαρακτήρισε «σεισμούς» και τα οποία συνιστούν οι εποχές της ΠΔ, της ΚΔ και της Εκκλησίας (από την Πεντηκοστή δηλαδή και μετά).
Οι δύο πρώτοι «σεισμοί» ή «μεταθέσεις βίων», που είναι οι δύο Διαθήκες, έχουν ως συνέχεια «τρίτον σεισμόν», την εποχή δηλ. της Εκκλησίας, που σημαίνει «την εντεύθεν επί τα εκείσε μετάστασιν» (Λόγος ΛΑ' 25) και που επαναλαμβάνοντας άλλους ονομάζει ο Γρηγόριος καταχρηστικά «τρίτην διαθήκην». Μεταξύ των δύο πρώτων σεισμών - σταδίων της θείας οικονομίας και του τρίτου υπάρχει ουσιώδης διαφορά. Οι δύο πρώτοι χαρακτηρίζονται από «αφαιρέσεις», διότι κατά τις δύο Διαθήκες ο Θεός αφαιρούσε κάτι από τα ήθη και τις αντιλήψεις των ανθρώπων, οδηγώντας τους προς την τελειότητα βαθμιαία. Έτσι η ΠΔ «περιέκοψε» τα είδωλα και «συνεχώρησεν» (επέτρεψε) τις θυσίες. Η ΚΔ περιέκοψε τις θυσίες, αλλά δεν εμπόδισε την περιτομή κι έγιναν οι εθνικοί ιουδαίοι και οι ιουδαίοι χριστιανοί. Η τρίτη εποχή, από την Πεντηκοστή και μετά, εφόσον όλα στην ΚΔ είναι αυθεντικά ως λόγοι και έργα του Υιού του Θεού, πραγματοποιείται «δια των προσθηκών» (Λόγος ΛΑ’ 26). Εννοεί με τον όρο «προσθήκαι» την διεύρυνση της γνώσεως της αλήθειας με τον φωτισμό του αγ. Πνεύματος, που οδηγεί όχι σε νέες αλήθειες, αλλά στην πληρέστερη γνώση των ήδη στην Γραφή δηλωμένων, ώστε να πρόκειται όχι για βελτίωση της γνώσεως της αλήθειας , αλλά για αύξηση της. Την διαδικασία αυτή είχαν στον Β' αιώνα υπογραμμίσει ο Θεοφόρος Ιγνάτιος και ο Ειρηναίος της Λυών (Έλεγχος Δ' 11, 2• Ε' 2, 2 κ.ά.).
Η ενέργεια του αγ. Πνεύματος πριν από την Πεντηκοστή
Το τρίτο στάδιο της θείας οικονομίας, η δράση του αγ. Πνεύματος από την Πεντηκοστή και μετά, διακρίνεται, χωρίς να χωρίζεται, από τα δύο πρώτα, δηλ. την Π και την ΚΔ, των οποίων αποτελεί συνέχεια και συνέπεια. Για να εξηγήσει την συνέπεια αυτή ο Γρηγόριος, αλλά και το είδος δράσεως του αγ. Πνεύματος στα δύο πρώτα στάδια, τονίζει ότι, όταν έλαβε «πέρας» η «σωματική» παρουσία του Χριστού στην γη, άρχισε το έργο του Πνεύματος, που συνιστά «ελπίδος συμπλήρωσιν», κάτι που έγινε πλέον με την κάθοδο κι «επιδημία» του Πνεύματος στην γη (Λόγος ΜΑ' 5). Για να δείξει το κατεξοχήν έργο του Πνεύματος μετά την ανάσταση του Κυρίου, αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει εκφράσεις, που δυνατόν να παρεξηγηθούν. Τώρα, λοιπόν, το Πνεύμα είναι «ουσιωδώς» παρόν και όχι «ενεργεία». Όπως ο Υιός επικοινώνησε με τους ανθρώπους «σωματικώς», «έπρεπε» να φανεί και το Πνεύμα «σωματικώς». Όταν ο Υιός επανήλθε στον Πατέρα, ήλθε το Πνεύμα «ως Κύριον», αλλά φυσικά, το Πνεύμα δρούσε από την αρχή της θείας οικονομίας με τα δύο άλλα θεία πρόσωπα.
Έτσι ενεργούσε στις αγγελικές και θείες δυνάμεις, στους πατέρες και τους προφήτες της ΠΔ και στους μαθητές του Κυρίου. Προς τους τελευταίους ενήργησε «τρισσώς», κατά τρία στάδια, διότι δεν ήσαν οι Απόστολοι από την αρχή σε θέση να κατανοήσουν τα πάντα: πριν δοξαστεί με το πάθος ο Χριστός, μετά την Ανάσταση και μετά την Ανάληψη. Στο πρώτο στάδιο δρούσε «αμυδρώς» και στο δεύτερο «εκτυπώτερον» (σαφέστερα), ενώ στο τρίτο «τελεότερον», διότι τώρα δρα ως παρόν «ουσιωδώς», δηλαδή τώρα είναι ο κατεξοχήν καιρός της δράσεώς του, ο «καιρός του Πνεύματος» (Λόγος ΜΑ' 11), όπως χαρακτηριστικά λέγει:
Το άγιο Πνεύμα «ενήργει, πρότερον μεν εν ταις αγγελικαίς και ουρανίοις δυνάμεσιν... Έπειτα εν τοις πατράσι και τοις προφήταις... Έπειτα εν τοις Χριστού μαθηταίς... και τούτοις τρισσώς, καθ’ όσον οιοί τε ήσαν χωρείν και κατά καιρούς τρεις• το πριν δοξασθήναι Χριστόν τω πάθει• μετά το δοξασθήναι τη αναστάσει• μετά την εις ουρανούς ανάβασιν ή αποκατάστασιν. Δηλοί δε η πρώτη των νόσων και η των πνευμάτων κάθαρσις, ουκ άνευ Πνεύματος δηλαδή γενομένη και το μετά την οικονομίαν εμφύσημα, σαφώς ον έμπνευσις θειοτέρα• και ο νυν μερισμός των πύρινων γλωσσών, ο και πανηγυρίζομεν. Αλλά το μεν πρώτον, αμυδρώς• το δε δεύτερον, εκτυπώτερον• το δε νυν, τελεότερον, ουκ έτι ενεργεία παρόν, ως πρότερον, ουσιωδώς δε, ως αν είποι τις, συγγινόμενόν τε και συμπολιτευόμενον. Έπρεπε γαρ Υιού σωματικώς ημίν ομιλήσαντος και αυτό φανήναι σωματικώς. Και Χριστού προς εαυτόν επανελθόντος, εκείνο προς ημάς κατελθείν• ερχόμενον μεν ως Κύριον, πεμπόμενον δε ως ουκ αντίθεον» (Λόγος ΜΑ' 11).
Στο παραπάνω κείμενο του λόγου Εις την Πεντηκοστήν, που εκφωνήθηκε το 379 στην Κωνσταντινούπολη, έχουμε και την φράση: το άγιο Πνεύμα «ερχόμενον ως Κύριον», από την οποία προφανώς προέρχεται ο όρος «Κύριον» του άρθρου περί αγ. Πνεύματος στο Σύμβολο της Β' Οίκουμ. Συνόδου (381).
Η αναζήτηση «αποθέτον κάλλους» ως τελική ερμηνευτική
«Τάξις θεολογίας», όπως είδαμε, είναι η σταδιακή αύξηση της διδασκαλίας, όσο αυτό είναι αναγκαίο και όσο φωτίζει το Πνεύμα, χωρίς να πρόκειται για εξέλιξη του δόγματος, που προϋποθέτει βελτίωσή του και ανεπάρκεια προς σωτηρία στην προ της εκάστοτε αυξήσεως του εποχή. Βάσει της «τάξεως» αυτής ο Γρηγόριος θεολόγησε περί των τριών υποστάσεων και της μιας φύσεως στον Θεό, περί της θεότητας του αγίου Πνεύματος και των δύο φύσεων του Χριστού.
Η αυξημένη εμπειρία της αλήθειας , την οποία μπορεί με τις παραπάνω προϋποθέσεις να πετύχει ο «άριστος» θεολόγος είναι πέρα του γράμματος της Γραφής, συνιστά απόθετον κάλλος της αλήθειας . Οι φράσεις αυτές αποβαίνουν στον Γρηγόριο πολυσήμαντοι όροι, με τους οποίους προσπαθεί να εκφράσει το γεγονός ότι ο θεολόγος χωρεί πέρα από το γράμμα της Γραφής, σκύβει κάτω και μέσα από αυτό («είσω παρακύψαντες»), το ξεπερνά, δεν περιορίζεται από αυτό, προχωρεί από βάθος σε βάθος, με το φως του Πνεύματος βρίσκει περισσότερο φως. Οι όψεις της αλήθειας , τις οποίες έτσι βρίσκει, μολονότι δεν είναι σαφώς δηλωμένες από το γράμμα της Γραφής, ανήκουν στο απόθετον κάλλος, είναι όψεις της άπειρης θείας αληθείας. Ο όρος κάλλος, σχετιζόμενος με το θείο και την αλήθεια, απαντά στο Συμπόσιον του Πλάτωνα. Ο Γρηγόριος εδώ ότι αναζητά και βρίσκει κάτω από το γράμμα της Γραφής δεν είναι «ξένον» προς αυτήν. Αντίθετα, πρέπει να είναι σύμφωνο και ομόλογο με ότι αυτή περιέχει:
«Πάλιν και πολλάκις ανακύκλεις ημίν το άγραφον. Ότι μεν ουν ου ξένον τούτο... δέδεικται μεν ήδη πολλοίς των περί τούτου διειληφότων, όσοι μη ραθύμως μηδέ παρέργως ταις θείαις Γραφαίς εντυχόντες, αλλά, διασχόντες το γράμμα και είσω παρακύψαντες, το απόθετον κάλλος ιδείν ηξιώθησαν και τω φωτισμώ της γνώσεως κατηυγάσθησαν» (Λόγος ΛΑ' 21. Βλ. και ΜΓ' 63 κ.ά.).
Τα παραπάνω δεδομένα τονίζουν εμφαντικά ότι ο Γρηγόριος ασκεί θεολογία εμπειρική, αναλύει την διαδικασία της θεοπτίας, ξεπερνώντας και περιφρονώντας μάλιστα (Λόγος ΚΗ' 9) την νεοπλατωνική μέθοδο του αποφατισμού, όπως με την ίδια θεολογία ξεπερνά το δίλημμα: αλληγορική ή ιστορικογραμματική ερμηνεία; Και αυτό, γιατί με την θεολογία του δεν επιδιώκει φιλοσοφικά την αρχική γνώση του Θεού, ώστε, αποφάσκοντας ότι δεν μπορεί να είναι θεός, να φθάνει δήθεν στον Θεό. Ως πιστός και δη ως θεολόγος ο Γρηγόριος ήδη ζει την θεία αλήθεια και προσπαθεί να προχωρήσει περισσότερο, ν’ αποκτήσει εμπειρία και άλλης όψεως της αλήθειας . Στο περισσότερο (στο «πλέον») τούτο, στον μεγάλο του στόχο, ανάγεται με τον φωτισμό του αγ. Πνεύματος και όχι με τον αποφατισμό, με άρνηση ιδιοτήτων που δεν ανήκουν στον Θεό. Πέρα του γράμματος της Γραφής, στο «απόθετον κάλλος» της αλήθειας, φτάνει πάλι με φωτισμό. Αντίθετα, η αυστηρή αλληγορική ερμηνεία θα τον ανάγκαζε να επινοεί στις βιβλικές λέξεις έννοιες δικές του και η ιστορικογραμματική ερμηνεία θα τον περιόριζε μόνο σε ότι ρητά (expresses verbis) δηλώνουν οι βιβλικές λέξεις.
Τέλος, η εμφανής αγωνία του Γρηγορίου κάθε φορά που μιλάει περί θεολογίας και η εφαρμογή των σχετικών αναλύσεων στο δικό του έργο, υπογραμμίζουν την επιθυμία του να γίνει και να είναι ο ίδιος «άριστος θεολόγος», όπως πράγματι έγινε. Και η Εκκλησία του το αναγνώρισε, αποκαλώντας τον «Θεολόγον». Αυτή είναι η μόνη εξήγηση της πολυσήμαντης επωνυμίας του.
Η σχέση των θείων προσώπων και η Θεότητα τον αγίου Πνεύματος
Η Εκκλησία μετά το 350 συγκλονιζόταν από το πρόβλημα του πώς της σχέσεως των προσώπων της αγίας Τριάδας. Ήδη το 364 ο Μ. Βασίλειος θεμελίωσε και εισήγαγε θεολογικά πλέον την διάκριση των τριών θείων υποστάσεων και την ενότητα της φύσεώς τους. Επειδή όμως ο τελευταίος θεολόγησε με αφορμή τις απόψεις του Ευνομίου κατά της θεότητας του Υιού, η τριαδολογία του κέντρο είχε τον Υιό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Βασίλειος δεν ονομάζει ρητά το άγιο Πνεύμα ομοούσιο ούτε στο πλέον τέλειο έργο του «Περί του αγ. Πνεύματος», γραμμένο το 375.
Ο Γρηγόριος υιοθέτησε απόλυτα την τριαδολογική βάση του Βασιλείου και συνέχισε το οικοδόμημα, εξηγώντας και διασαφηνίζοντας οριστικά σχεδόν την διάκριση ιδιότητας και φύσεως των θείων προσώπων, για να φτάσει στην ομοουσιότητα Πατέρα, Υιού και Πνεύματος. Θεολόγησε όμως με αφορμή και τις κακοδοξίες περί αγίου Πνεύματος. Έτσι, κάνοντας τολμηρά βήματα, έφτασε κι εξέφρασε πρώτος (μεταξύ των θεολόγων της Εκκλησίας ήδη πριν το 372: Λόγος ΙΓ' 4. PG 35, 856Β) την αλήθεια ότι το Πνεύμα είναι Θεός, όπως ακριβώς ο Πατέρας και ο Υιός. Το 372 (Επιστ. 58) διαμαρτύρεται, γιατί ο Βασίλειος δεν ήταν σαφής στο θέμα της θεότητας και ομοουσιότητας του Πνεύματος• και το 379/80 με τον πέμπτο θεολογικό Λόγο (ΛΑ') αποβαίνει ο κορυφαίος Πνευματολόγος της Εκκλησίας:
«Τι ουν, Θεός το Πνεύμα; πάνυ γε• τι ουν, ομοούσιον; είπερ Θεός» (Λόγος ΛΑ' 10).
«...σέβειν Θεόν τον Πατέρα, Θεόν τον Υιόν, Θεόν το Πνεύμα το άγιον, τρεις ιδιότητας, θεότητα μίαν, δόξη και τιμή και ουσία και βασιλεία μη χωριζομένη» (Λόγος ΛΑ' 28).
«Hv το φως το αληθινόν... ο Πατήρ. Ην το φως το αληθινόν... ο Υιός. Ην το φως το αληθινόν... ο άλλος Παράκλητος. Ην και ην και ην, αλλ’ εν ην. Φως και φως και φως, αλλ’ εν φως, εις Θεός» ( Λόγος ΛΑ' 3).
«Θεού δε όταν είπω, ενί φωτί περιαστράφθητε και τρισί• τρισί μεν κατά τας ιδιότητας, είτουν υποστάσεις, ει τινι φίλον καλείν, είτε πρόσωπα - ουδέν γαρ περί ονομάτων ζυγομαχήσομεν, έως αν προς την αυτήν έννοιαν αι συλλαβαί φέρωσιν• ενί δε κατά τον της ουσίας λόγον, είτουν θεότητος. Διαιρείται γαρ αδιαιρέτως, ιν’ ούτως είπω, και συνάπτεται διηρημένως» (Λόγος ΛΘ' 11).
«Όνομα δε, τω μεν ανάρχω, Πατήρ• τη δε αρχή, Υιός• τω δε μετά της αρχής, Πνεύμα άγιον. Φύσις δε τοις τρισί μία, Θεός» (Λόχος MB' 15).
Ο Θεός αποτελεί «μοναρχία», αλλ’ «ουχ ην εν περιγράφει πρόσωπον• εστί γαρ και το εν στασιάζον προς εαυτό πολλά καθίστασθαι, αλλ’ ην φύσεως ομοτιμία συνίστησι και γνώμης σύμπνοια και ταυτότης κινήσεως και προς το εν των εξ αυτού σύννευσις, όπερ αμήχανον επί της γεννητής φύσεως, ώστε καν αριθμώ διαφέρη, τη γε ουσία μη τέμνεσθαι. Δια τούτο μονάς απ’ αρχής εις δυάδα κινηθείσα, μέχρι Τριάδος έστη. Και τούτο εστίν ημίν ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα» (Λόχος ΚΘ' 2).
Ο τρόπος υπάρξεως των θείων προσώπων
Ο Βασίλειος εξήγησε κυρίως την αγεννησία του Πατέρα και την γέννηση του Υιού, αφήνοντας την κατανόηση του τρόπου υπάρξεως του αγ. Πνεύματος για τον μέλλοντα αιώνα (Κατά Ευνομίου Γ' 7). Ο Γρηγόριος εξήγησε τον όρο εκπόρευσις (ή έκπεμψις) για το άγιο Πνεύμα, έχοντας συνείδηση ότι αυτός πρώτος εισάγει θεολογικά τον όρο, αυτός άρα θεολογεί πρώτος για τον τρόπο υπάρξεως του Πνεύματος:
«Πνεύμα άγιον... προϊόν εκ του Πατρός, ουχ υιικώς δε, ουδέ γαρ γεννητώς, αλλ’ εκπορευτώς, ει δει τι και καινοτομήσαι περί τα ονόματα σαφήνειας ένεκεν. Ούτε του Πατρός εκστάντος της αγεννησίας, διότι γεγέννηκεν• ούτε του Υιού της γεννήσεως, ότι εκ του αγεννήτου. Πώς γαρ; Ούτε του Πνεύματος, ή εις Πατέρα μεταπίπτοντος ή εις Υιόν, ότι εκπορεύεται και ότι Θεός, καν μη δοκή τοις αθέοις• η γαρ ιδιότης ακίνητος» (Λόγος ΛΘ' 12).
«Ο μεν γεννήτωρ και προβολεύς (= ο Πατήρ), λέγων δε απαθώς και αχρόνως και ασωμάτως• των δε, το μεν γέννημα (= ο Υιός), το δε πρόβλημα» (= το Πνεύμα) (Λόχος ΚΘ' 2).
«Κοινόν γαρ, Πατρί μεν και Υιό και αγίω Πνεύματι το μη γεγονέναι και η θεότης• Υιώ δε και αγίω Πνεύματι το εκ του Πατρός. Ίδιον δε, Πατρός μεν η αγεννησία, Υιού δε η γέννησις, Πνεύματος δε η έκπεμψις» (Λόγος ΚΕ' 16).
Επέμενε λοιπόν ο Γρηγόριος στην επισήμανση του τρόπου υπάρξεως του αγίου Πνεύματος και στην υπογράμμιση ότι ο τρόπος υπάρξεως του κάθε προσώπου της άγιας Τριάδας είναι αποκλειστικός για κάθε πρόσωπο. Κάθε προσβολή της αποκλειστικότητας του τρόπου υπάρξεως των θείων προσώπων οδηγεί στην σύγχυση και την αναίρεση της Τριάδας. Ο Πατέρας υπάρχει ως αγέννητος και είναι γεννήτορας του Υιού και προβολέας - εκπορευτής του αγ. Πνεύματος. Ο Υιός υπάρχει ως γέννημα του Πατέρα και το Πνεύμα ως εκπορευόμενο, «προϊόν», από τον Πατέρα. Η εκπόρευση - έκπεμψη του Πνεύματος ανήκει πάντα στον Πατέρα και ουδέποτε συνδέεται με τον Υιό. Παρά την θεολογική τομή, που κάνει ο Γρηγόριος εδώ, εκφράζει την παραδοσιακή διάθεση αποφυγής ασκήσεως θεολογίας πέραν του απολύτως αναγκαίου. Δηλώνει ότι περαιτέρω ανάλυση- εξήγηση της εκπορεύσεως καθ’ αυτήν του Πνεύματος, ως τρόπου υπάρξεως, δεν είναι δυνατή, όπως δεν είναι δυνατή και περαιτέρω ανάλυση της αγεννησίας του Πατέρα:
«Τις ουν η εκπόρευσις; Ειπέ συ την αγεννησίαν του Πατρός, καγώ την γέννησιν του Υιού φυσιολογήσω και την εκπόρευσιν του Πνεύματος» (Λόγος ΛΑ' 8. Βλ. και ΚΕ' 16). «Ακούεις γέννησιν ( = την εκ του Πατρός); Το πώς μη περιεργάζου. Ακούεις ότι το Πνεύμα προϊόν εκ του Πατρός; Το όπως μη πολυπραγμόνει» (Λόγος Κ' 11).
Πραγματοποίησε όμως ακόμα ένα σημαντικό βήμα στην τριαδολογία με την εξήγηση του τρόπου υπάρξεως των θείων προσώπων ως σ χ έ σ ε ω ς. Ο Βασίλειος μίλησε για τις ιδιότητες, για το ίδιον των υποστάσεων (Επιστ. 214, 4). Ο Γρηγόριος εμβαθύνει στο αυτό θέμα και ορίζει το ίδιον ως σχέση μεταξύ των προσώπων. Το ίδιον, ο τρόπος υπάρξεως των θείων προσώπων, αποτελεί σχέση και όχι ουσία στην θεότητα. Έτσι, τα ιδιαίτερα ονόματα των προσώπων, δηλαδή Πατέρας-Υιός-αγ. Πνεύμα, δηλώνουν την μεταξύ τους σχέση και όχι την ουσία. Εάν, βέβαια, δήλωναν την ουσία κάθε προσώπου, τότε κάθε πρόσωπο θα είχε και διαφορετική ουσία. Και προχωρεί ακόμη. Τα ονόματα (Πατέρας, Υιός, Πνεύμα) δεν δηλώνουν ούτε ενέργεια, εφόσον οι ενέργειες είναι κοινές των προσώπων κι εφόσον για τον Γρηγόριο αυτό θα σήμαινε ότι ο Υιός είναι ενέργημα, επομένως κτίσμα, του Πατέρα:
«Ο Πατήρ, φησίν, ουσίας ή ενεργείας όνομα;... ει μεν ουσίας φήσομεν, συνθησομένους ετερούσιον είναι τον Υιόν, επειδή μία μεν ουσία Θεού, ταύτην δε, ως ούτοι, προκατείληφεν ο Πατήρ• ει δε ενεργείας, ποίημα σαφώς ομολογήσοντας, αλλ’ ου γέννημα. Ου γαρ ο ενεργών, εκεί πάντως και το ενεργούμενον... Ούτε ουσίας όνομα ο Πατήρ, ω σοφώτατοι, ούτε ενεργείας• σχέσεως δε και του πώς έχει προς τον Υιόν ο Πατήρ ή ο Υιός προς τον Πατέρα» (Λόγος ΚΘ' 16).
«Τι ουν εστί, φησίν, ο λείπει τω Πνεύματι, προς το είναι Υιόν; ει γαρ μη λειπόν τι ην, Υιός αν ην. Ου λείπειν φαμέν, ουδέ γαρ ελλιπής Θεός• το δε της εκφάνσεως... η της προς άλληλα σχέσεως διάφορον, διάφορον αυτών και την κλήσιν πεποίηκε» (Λόγος ΛΑ' 9).
Κεφαλή της Εκκλησίας
Η κοίμηση του Μ. Βασιλείου και η κήδευσή του την 1.1.379 απέβη ορόσημο στην πορεία του Γρηγορίου. Το πρωτείο του κύρους, που στην οικουμενική γενικά Εκκλησία κατείχε ο Βασίλειος, μετατέθηκε στον Γρηγόριο. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος της «φυγής» και της «απραξίας» δέχτηκε το 379 να δράσει στην Κωνσταντινούπολη, σημαίνει ότι αισθανόταν αυξημένη ευθύνη. Μετά τον θάνατο του Βασιλείου εκτίμησε ορθά ότι μόνο σ’ αύτόν εμπιστεύτηκαν και δη συνολικά οι ορθόδοξοι να δώσει την μεγάλη μάχη στην κακόδοξη πρωτεύουσα του ανατολικού κράτους. Οι ορθόδοξοι τον τοποθετούσαν στην κεφαλή, τρόπον τινά, της Εκκλησίας και της θεολογίας της και ο Γρηγόριος ανταποκρίθηκε• τόσο που την πιο προχωρημένη θεολογία του, ως περιεχόμενο και μορφή, την διατύπωσε από το 379 έως το 381. Τώρα η Καθολική Εκκλησία είχε το βλέμμα στραμμένο στην Κωνσταντινούπολη, και ένεκα του Γρηγορίου, όπως πριν στην Καισάρεια, ένεκα του Βασιλείου, και παλαιότερα στην Αλεξάνδρεια, ένεκα του Αθανασίου. Αλλά και στην Β' Οικουμενική Σύνοδο (Μάιος - Ιούλιος 381) το Πνεύμα και η θεολογία του Γρηγορίου κυκλοφορούσαν, μολονότι ο ίδιος εγκατέλειψε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο και την προεδρία της Συνόδου, κάτι όμως που έγινε όταν είχε πλέον εξασφαλιστεί η ορθοδοξία. Και αν στην σύνταξη του Συμβόλου της συνόδου υιοθετήθηκε κυρίως η μετριοπαθής ορολογία του Βασιλείου, στην Επιστολή, που οι ίδιοι συνοδικοί επίσκοποι έγραψαν το επόμενο έτος, η ορολογία του Γρηγορίου περί «ομοουσιότητος» του αγ. Πνεύματος και «τελειότητος» των δύο φύσεων του Κυρίου επικράτησε απόλυτα.
Οι δύο φύσεις του Κυρίου. «Το απρόσληπτον αθεράπευτον»
Στην επίγνωση της αυξημένης θεολογικής του ευθύνης και στο ότι έστω και σιωπηρά οι ορθόδοξοι τον εκτιμούσαν ως την θεολογική κεφαλή της όλης Εκκλησίας, αποδίδουμε και την απόφασή του ν’ αντιμετωπίσει το θεολογικό πρόβλημα που προκάλεσαν οι χριστολογικές κακοδοξίες του Απολιναρίου. Βέβαια, αντίθεση στις κακοδοξίες αυτές διατύπωσε και ο Μ. Αθανάσιος (π.χ. το 362: Τόμος προς Αντιοχείς), τον οποίο επανέλαβε ο Επιφάνιος το 374/7. Επρόκειτο όμως για μία πρώτη αντίδραση• ορθή, αλλά όχι αρκετή για να λύσει ικανοποιητικά το πρόβλημα, επειδή έλλειπε η αναγκαία θεολογική εμβάθυνση και επιχειρηματολογία. Την προσπάθειά του ο Γρηγόριος ανέλαβε το 381, όταν ο απολιναρισμός έδειχνε να μην κάμπτεται και να οργανώνεται σε ομάδα με οργάνωση εκκλησιαστική στην Λαοδίκεια, την Αντιόχεια και την ίδια την Ναζιανζό. Είναι αλήθεια ότι όσο ζούσε ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος περίμενε εκείνον να αντιμετωπίσει το δύσκολο πρόβλημα. Τώρα όμως θεολογική κεφαλή ήταν ο ίδιος και όφειλε να αναλάβει τον αγώνα. Το πρόβλημα δεν του ήταν άγνωστο και ήδη, σποραδικά μέχρι το 380, είχε διατυπώσει ορθά και αριστοτεχνικά την αλήθεια της ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό.
Δεν γνωρίζουμε πόσο παρακολουθούσε τις χριστολογικές δυσκολίες της Εκκλησίας από το 360/2, όταν και ο Μ. Αθανάσιος αντιμετώπισε θέματα σχετικά. Βέβαιο είναι ότι ο Γρηγόριος από το 362, όταν έγραψε τον Β' Λόγον του, μιλούσε για ανάκραση θεότητας και ανθρωπότητας σε ένα, τον Χριστό, και για ψυχή ανθρώπινη, που προσλαμβάνεται και αυτή με την σάρκα:
«Τούτο (= είναι το μυστήριο της ενανθρωπήσεως και θεοποιήσεως) η κενωθείσα θεότης, τούτο η προσληφθείσα σαρξ, τούτο η καινή μίξις, Θεός και άνθρωπος, εν εξ αμφοίν και δι’ ενός αμφότερα. Δια τούτο Θεός σαρκί δια μέσης ψυχής ανεκράθη και συνεδέθη τα διεστώτα, τη προς άμφω του μεσιτεύοντος οικειότητι...» (Λόγος Β' 23).
«Επί την ιδίαν εικόνα χωρεί (= ο θείος Λόγος) και σάρκα φορεί δια την σάρκα και ψυχή νοερά δια την εμήν ψυχήν μείγνυται, τω ομοίω το όμοιον ανακαθαίρων. Και πάντα γίνεται, πλήν της αμαρτίας, άνθρωπος• κυηθείς μεν εκ της Παρθένου, και ψυχήν και σάρκα προκαθαρθείσης τω Πνεύματι (έδει γαρ και γέννησιν τιμηθήναι και παρθενίαν προτιμηθήναι)• προελθών δε Θεός μετά της προσλήψεως, εν εκ δύο των εναντίων, σαρκός και Πνεύματος• ων το μεν εθέωσε το δε εθεώθη... ο ων γίνεται και ο άκτιστος κτίζεται και ο αχώρητος χωρείται, δια μέσης ψυχής νοεράς μεσιτευούσης θεότητι και σαρκός παχύτητι» (Λόγος ΛΗ' 13).
«δύο φύσεις (= στον Χριστό) εις εν συνδραμούσαι, ουχ υιοί δύο• μη καταψευδέσθω η σύγκρασις» (Λόχος ΛΖ' 2).
«Τούτον (= τον Υιόν του Θεού) επ’ εσχάτων των ημερών γεγενήσθαι δια σε και Υιόν ανθρώπου, εκ της Παρθένου προελθόντα Μαρίας αρρήτως και αρυπάρως (ουδέν γαρ ρυπαρόν ου Θεός και δι’ ου σωτηρία), όλον άνθρωπον, τον αυτόν και Θεόν, υπέρ όλου του πεπονθότος, ίνα όλω σοι την σωτηρίαν χαρίσηται, όλον το κατάκριμα λύσας της αμαρτίας• απαθή θεότητι, παθητόν τω προσλήμματι• τοσούτον άνθρωπον δια σε, όσον συ γίνη δι’ εκείνον Θεός» (Λόγος Μ' 45).
Η θεολογική εμφάνιση του Απολιναρίου Λαοδικείας πριν από την δεκαετία του 360 σήμαινε την σπορά των χριστολογικών αιρέσεων. Ο Γρηγόριος διαπίστωσε στην διδασκαλία του Απολιναρίου μεγάλη διαστροφή της πίστεως της Νίκαιας με συνέπειες χριστολογικές, ανθρωπολογικές και σωτηριολογικές. Πράγματι ο Απολινάριος στην «Έκθεση πίστεως» προς τον Ιοβιανό (363), παραθέτοντας μ’ επεξηγήσεις το Σύμβολο Νικαίας, παραλείπει τον όρο «ενανθρωπήσαντα» (που προϋποθέτει πρόσληψη ολόκληρου του ανθρώπου) και χρησιμοποιεί την περιβόητη φράση «μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη», για να τονίσει ότι ο Λόγος προσέλαβε μόνο σάρκα (και άλογη ψυχή).
Η θέση αυτή, όπως ορθά διέκρινε ο Γρηγόριος, αμφισβητούσε την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσεως στον Χριστό, κατέστρεφε την ενότητα του ανθρώπου (νους ή ψυχή και σάρκα) και έκανε προβληματική την σωτηρία του, εφόσον ο Λόγος δεν προσλάμβανε και τον ανθρώπινο νου. Παρατηρούμε ότι, ενώ ο Απολινάριος εκκινούσε από την αριστοτελική αρχή ότι δεν είναι δυνατόν να συνυπάρχουν «δύο τέλεια» (θείος Λόγος και άνθρωπος), ο Γρηγόριος εκκινούσε από την εμπειρική θεολογική αλήθεια, ότι «το απρόσληπτον αθεράπευτον• ο δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται» (Επιστ. 101, 32, όπου και αναπτύσσει την πρώτη εκτεταμένη αντιαπολιναριστική του θεολογία). Για το ότι ο άνθρωπος σώζεται από κανέναν δεν στασιάζεται. Για να σωθεί όμως ολόκληρος, πρέπει και να προσληφθεί ολόκληρος (και ο νους) από τον θείο Λόγο. Έτσι έφθανε στην συνάφεια των δύο τελείων φύσεων (Επιστ. 101, 37 και 41). Γι αυτό έχουμε δύο τέλειες και ολόκληρες φύσεις στον Χριστό, κάτι που κατορθώνεται με την θέωση της ανθρώπινης φύσεως μέσω της θείας φύσεως:
«Τήρει ουν τον άνθρωπον όλον και μίξον την θεότητα, ίνα τελέως ευεργετής» (Επιστ. 101, 36).
Εντούτοις οι δύο φύσεις του Χριστού, μολονότι «άλλο» καθεαυτήν η θεία και «άλλο» η ανθρώπινη, δεν προϋποθέτουν και «δύο Υιούς» (101, 19), όπως δίδασκε ο Διόδωρος Ταρσού, δεν οδηγούν σε είδος δυοφυσιτισμού (νεστοριανισμού), επειδή οι δύο φύσεις «συνάπτονται κατ’ ουσίαν». Μάταια τον κατηγορούσαν ότι διαχωρίζει τις δύο φύσεις, τις οποίες δήθεν αντιπαραθέτει (Επιστ. 102).
«Εν τη συγκράσει, Θεού μεν ενανθρωπήσαντος, ανθρώπου δε θεωθέντος... Λέγω δε άλλο και άλλο, έμπαλιν η επί της Τριάδος έχει. Εκεί μεν γαρ άλλος και άλλος, ίνα μη τας υποστάσεις συγχέωμεν• ουκ άλλο δε και άλλο, εν γαρ τα τρία και ταυτόν τη θεότητι» (Επιστ. 101, 21).
Αν ο θείος Λόγος δεν προσελάμβανε και τον νουν, τότε δεν θα προσλαμβανόταν ολόκληρος ο άνθρωπος. Ο Γρηγόριος εστίαζε την προσπάθεια του στο να δείξει ότι ο Λόγος προσέλαβε ολόκληρο τον άνθρωπο και γι’ αυτό στον Χριστό έχουμε δύο πραγματικές φύσεις, την θεία, που είναι αληθινή, και την ανθρώπινη, που είναι ακέραιη. Η ένωση στον Χριστό είναι τόσο αληθινή και σαφής, όσο είναι η ενότητα ψυχής και σώματος στον άνθρωπο. Όπως έχουμε έναν άνθρωπο, που όμως αποτελείται από δύο, ψυχή και σάρκα, έτσι έχουμε και έναν Χριστό. Η ένωση των δύο φύσεων έγινε με την επέμβαση του αγίου Πνεύματος («θεϊκώς μεν ότι χωρίς ανδρός»), αλλά η Παρθένος Μαρία εκύησε σύμφωνα με τους ανθρώπινους νόμους, φυσιολογικά και πραγματικά, δηλαδή αναπτύχτηκε στους κόλπους της ο Θεάνθρωπος, ώστε ορθά να θεωρείται και να ονομάζεται Θεοτόκος η Παρθένος Μαρία. Παρά ταύτα ο Γρηγόριος δεν ταυτίζει την αόρατη θεία φύση με την ορατή κτιστή:
«ει τις ου Θεοτόκον την αγίαν Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς εστί της θεότητος. Ει τις ως δια σωλήνος της Παρθένου διαδραμείν, αλλά μη εν αυτή διαπεπλάσθαι λέγει θεικώς άμα και ανθρωπικώς (θεικώς μεν χωρίς ανδρός, ανθρωπικώς δε ότι νόμω κυήσεως), ομοίως άθεος. Ει τις διαπεπλάσθαι τον άνθρωπον, είθ’ υποδεδυκέναι λέγοι Θεόν, κατάκριτος. Ου γέννησις γαρ Θεού τούτο εστίν, αλλά φυγή γεννήσεως. Ει τις εισάγει δύο υιούς, ένα μεν τον εκ του Θεού και Πατρός, δεύτερον δε τον εκ της μητρός, αλλ’ ουχί ένα και τον αυτόν, και της υιοθεσίας εκπέσοι της επηγγελμένης τοις ορθώς πιστεύουσι. Φύσεις μεν γαρ δύο, Θεός και άνθρωπος, επεί και ψυχή και σώμα• υιοί δε ου δύο, ουδέ θεοί. Ουδέ γαρ ενταύθα δύο άνθρωποι, ει και ούτως ο Παύλος το εντός του ανθρώπου και το έκτος προσηγόρευσε. Και ει δει συντόμως ειπείν, άλλο μεν και άλλο τα εξ ων ο Σωτήρ (είπερ μη ταυτόν το αόρατον τω ορατώ και το άχρονον τω υπό χρόνον), ουκ άλλος δε και άλλος• μη γένοιτο. Τα αμφότερα εν τη συγκράσει, Θεού μεν ενανθρωπήσαντος, ανθρώπου δε θεωθέντος, ή όπως αν τις ονομάσειε. Λέγω δε άλλο και άλλο, έμπαλιν η επί της Τριάδος έχει. Εκεί μεν γαρ άλλος και άλλος (= Πατήρ, Υιός, Πνεύμα), ίνα μη τας υποστάσεις συγχέωμεν... Ει τις ως εν προφήτη λέγοι κατά χάριν ενηργηκέναι (= ο θείος Λόγος), αλλά μη κατ’ ουσίαν συνηφθαί τε και συνάπτεσθαι, είη κενός της κρείττονος ενεργείας» (= θείας χάριτος) (Επιστ. 101, 16-22).
Την θεολογία ο Γρηγόριος, ότι ο θείος Λόγος προσέλαβε σάρκα και νουν συγχρόνως, ενισχύει και με την εξής παρατήρηση: στο νου εστιάζεται το κατ’ εικόνα του ανθρώπου και το κατ’ εικόνα τούτο αμαυρώθηκε με το προπατορικό αμάρτημα. Η αναστήλωση του κατ’ εικόνα, την οποία ήρθε στην γη να πραγματώσει ο Θεός Λόγος, θα ήταν αδύνατο να επιτευχτεί χωρίς την πρόσληψη του νου, στον οποίο βρίσκεται το κατ’ εικόνα. Ακόμη, εάν προσελάμβανε μόνο σάρκα, τα «πάθη» του Χριστού θα οφείλονταν στην ίδια την θεότητά του, εφόσον αυτά συνδέονται με τον νουν και την ψυχή του ανθρώπου.
Για το πώς έγινε δυνατόν να ενωθεί η ανθρώπινη φύση με την θεία, χωρίς ν’ αφομοιωθεί ως κατώτερη, δίνει, πλην άλλων, μία χαρακτηριστική εικόνα. Η ανθρώπινη, γράφει, φύση ενώνεται στην θεία, όπως το φως των αστέρων στο φως του ήλιου και η λαμπάδα σε μια πυρκαϊά. Στην διάρκεια της ημέρας τ’ αστέρια δεν φαίνονται, αλλά υπάρχουν ολόκληρα. Και η λαμπάδα δεν φαίνεται στις δυνατές φλόγες της πυρκαϊάς, αλλά υπάρχει (Επιστ. 101, 44-45).
«Ει τις εις άνουν άνθρωπον ήλπικεν, ανόητος όντως εστί και ουκ άξιος όλως σώζεσθαι. Το γαρ απρόσληπτον αθεράπευτον• δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται. Ει ήμισυς έπταισεν ο Αδάμ, ήμισυ και το προσειλημμένον και το σωζόμενον... Ει μεν γαρ άψυχος ο άνθρωπος, τούτο και αρειανοί λέγουσιν, ιν’ επί την θεότητα το πάθος ενέγκωσιν, ως του κινούντος το σώμα, τούτου και πάσχοντος. Ει δε άψυχος, ει μεν ου νοερός, πώς και άνθρωπος; ου γαρ άνουν ζώον ο άνθρωπος... Αλλ’ ήρκει, φησίν, η θεότης αντί του νου. Τι ουν προς εμέ τούτο; Θεότης γαρ μετά σαρκός μόνης ουκ άνθρωπος, αλλ’ ουδέ ψυχής μόνης, ουδέ αμφοτέρων χωρίς του νου, η και μάλλον άνθρωπος. Τήρει ουν τον άνθρωπον όλον και μίξον την θεότητα, ίνα με τελέως ευεργετής... ει το χείρον (= το σώμα) προσείληπται, ιν’ αγιασθή δια της σαρκώσεως, το κρείττον (ο νους) ου προσληφθήσεται, ιν’ αγιασθή δια της ενανθρωπήσεως; Ει ο πηλός (= το σώμα) εζυμώθη και νέον φύραμα γέγονεν, ω σοφοί, η εικών (= ο νους) ου ζυμωθήσεται και προς Θεόν ανακραθήσεται, θεωθείσα δια της θεότητος;... Ο γαρ την εντολήν εδέξατο (= δηλ. ο νους), τούτο και την εντολήν ουκ εφύλαξεν• ο δε ουκ εφύλαξε, τούτο και την παράβασιν ετόλμησεν• ο δε της σωτηρίας εδείτο, τούτο και προσελήφθη• ο νους άρα προσείληπται» (Επιστ. 101, 32-52).
Διακεκριμένες υποστάσεις-ενωμένες φύσεις
Την ενότητα των υποστάσεων της Αγίας Τριάδας χρησιμοποιεί ο Γρηγόριος για πρώτη φορά ως πρότυπο της ενότητας των δύο φύσεων στον Χριστό, γιατί έβλεπε καθαρά και τον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι απορροφάται η ανθρώπινη φύση από την θεία (μονοφυσιτισμός, στον οποίο σαφώς οδηγούσε ο Απολινάριος) και τον κίνδυνο να θεωρηθεί η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως από την θεία ως επιφανειακή, επίπλαστη, εξωτερική, άρα μη πραγματική. Τούτο θ’ αφαιρούσε την δυνατότητα της σωτηρίας, αφού η επίπλαστη πρόσληψη δεν εξασφαλίζει την θέωση ή μεταστοιχείωση του ανθρώπου, και θα κατέλυε την ενότητα του προσώπου του Χριστού. Στην παρομοίωση όμως Τριάδας και φύσεων στον Χριστό επισημαίνει ότι οι φύσεις υπάρχουν κεκραμένες, ενώ οι υποστάσεις διακεκριμένες. Με την παραπάνω θεολογία του ο Γρηγόριος έθεσε τις βάσεις της χριστολογίας, μολονότι χρειαζόταν ακόμα επίπονη θεολογική προσπάθεια, για να δειχτεί ο τρόπος της ενότητας των τελείων φύσεων του Χριστού, κάτι που έγινε κυρίως από τον Γρηγόριο Νύσσης, τον Κύριλλο Αλεξανδρείας και τον Θεοδώρητο Κύρου.
Η θεήλατη και γενναία θεολογία του περί των δύο τελείων φύσεων του Χριστού, καθώς και η επιμονή του στην πρόσληψη ολόκληρου του ανθρώπου, εξηγούν και φωτίζουν την ανθρωπολογία του. Τονίζει με τρόπο μοναδικό το μεγαλείο και τις προοπτικές του ανθρώπου, ο οποίος είναι κράμα δύο κόσμων, του υλικού και του πνευματικού (χους, νους, πνεύμα), συνιστά «κόσμον δεύτερον ( = μετά τον υλικόν), εν μικρώ μέγαν…. τον αυτόν πνεύμα και σάρκα» (Λόγος ΛΗ' 11). Ο «μικρός» άνθρωπος είναι «μέγας» κατά το πνεύμα, αφού γίνεται «επόπτης της ορατής φύσεως», «μύστης των νοουμένων» και προορίζεται να θεωθεί, να ενωθεί πραγματικά με τον Θεό (βλ. Λόγος ΜΕ' 7). Η πτώση του ανθρώπου είχε ως αποτέλεσμα την εξορία του από τον παράδεισο και την πικρή περιπλάνηση, την οποία ταυτίζει με τους «δερμάτινους χιτώνας», την σάρκα και τα πάθη. Η πραγματικότητα αυτή έχει κάτι το θετικό: του προκάλεσε την αισχύνη ενώπιον του Θεού και του δημιούργησε τον θάνατο, τουλάχιστον «ίνα μη αθάνατον η το κακόν» (Λόγος ΜΕ' 8), και την αμαρτία. Στον Χριστό όμως επανακοινωνεί με τον Θεό και μάλιστα με τρόπο ανώτερο από τον πρώτο και θεοειδέστερο:
«ζώον εν εξ αμφοτέρων, αοράτου τε λέγω και ορατής φύσεως, δημιουργεί τον άνθρωπον. Και παρά μεν της ύλης λαβών το σώμα ήδη προϋποστάσης, παρ’ εαυτού δε πνοήν ενθείς (ο δη νοεράν ψυχήν και εικόνα Θεού οίδεν ο λόγος), οιόν τινά κόσμον έτερον ( = μετά τον υλικόν), εν μικρώ μέγαν, επί της γης έστησεν, άγγελον άλλον, προσκυνητήν μικτόν, επόπτην της ορατής κτίσεως, μύστην της νοούμενης, βασιλέα των επί γης, βασιλευόμενον άνωθεν, επίγειον και ουράνιον, πρόσκαιρον και αθάνατον, ορατόν και νοούμενον, μέσον μεγέθους και ταπεινότητος, τον αυτόν πνεύμα και σάρκα... ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον και — πέρας του μυστηρίου — τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον» (Λόγος ΜΕ' 7). «Μετέλαβον (= ως άνθρωπος) της εικόνος και ουκ εφύλαξα• μεταλαμβάνει της εμής σαρκός, ίνα και την εικόνα σώση και την σάρκα αθανατίση. Δευτέραν κοινωνεί κοινωνίαν, πολύ της προτέρας παραδοξοτέραν. Όσω τότε μεν κρείττονος μετέδωκε, νυν δε μεταλαμβάνει του χείρονος. Τούτο του προτέρου θεοειδέστερον• τούτο τοις νουν έχουσιν υψηλότερον» (Λόγος ΜΕ' 9).
Ο ποιητής
Ο Γρηγόριος υπήρξε σπουδαίος ποιητής με εξαιρετική αίσθηση του λόγου. Το περίεργο είναι όμως ότι, μολονότι γνώριζε και σποραδικά, μη οργανωμένα, χρησιμοποίησε την τονική ρυθμοποιία (δύο πάντως οργανωμένα ποιήματα σε τονικό μέτρο αποδόθηκαν εσφαλμένα στον Γρηγόριο), έγραψε 19.000 περίπου προσωδιακούς στίχους, από το 371 και μετά. Φυσικά είχε μικρές πιθανότητες να διαβαστεί ευρέως η ποίησή του και καμιά ελπίδα να γίνει υμνωδία της Εκκλησίας. Η εξήγηση του φαινομένου σχετίζεται όχι τόσο με την ανάγκη ν’ απαντήσει στον νόμο του Ιουλιανού (362), που απαγόρευε στους χριστιανούς καθηγητές να διδάσκουν στις εθνικές σχολές, αλλά με προσωπικές παρορμήσεις, ενώ παράλληλα έδρασε ως αφορμή και η πλούσια προσωδιακή ποίηση του μη ορθόδοξου Απολιναρίου. Ο ίδιος ο Γρηγόριος, στο ποίημά του Έμμετρα (έπη ΛΘ') δίνει μία εξήγηση στα ερωτηματικά, που φίλοι κι εχθροί διατύπωναν, βλέποντας τον να γράφει ποιήματα και δη προσωδιακά. Εξηγεί λοιπόν ότι αποφάσισε να γράφει σε στίχους τις σκέψεις του, για να περιορίσει την αμετρία ή την πολυλογία του, για να ωφελεί τους νέους, που ευχαριστούνται περισσότερο διαβάζοντας ποιήματα, για να μην εμφανίζονται οι χριστιανοί ως απαίδευτοι ενώπιον των εθνικών και για να παρηγορείται στην διάρκεια της μακρόχρονης αρρώστιας του. Αυτά όμως δικαιολογούν μόνο περιστασιακή ενασχόληση με την ποίηση, όχι την πληθωρική και ρωμαλέα και καλοοργανωμένη ποίηση του Γρηγορίου. Ο Γρηγόριος, άρα, ήταν ταλαντούχος ποιητής που με ποικίλες αφορμές έγραψε ποιήματα.
Τα ποιήματα (έπη) του Γρηγορίου είναι δογματικά, στα οποία εκτίθεται η τριαδολογία και η χριστολογία του, επιτάφια επιγράμματα, ηθικά και διδακτικά και ιστορικά, δηλαδή αυτοβιογραφικά. Σε πάρα πολλά από αυτά συναντά ο αναγνώστης αληθινή έμπνευση, ρωμαλέα σκέψη, νευρώδη λόγο, έντονο λυρισμό διάθεση εξομολογητική, βαθιά μελαγχολία, απογοήτευση και μεγαληγορία. Αλλά και η πεζότητα, που κακώς γενικεύτηκε από μερικούς ερευνητές, χαρακτηρίζει πολλούς από τις τόσες χιλιάδες των στίχων του. Πάντως, παρά την μεγάλη ποιητική άξια των Επών, ο Γρηγόριος είναι μεγάλος ποιητής πρώτα για την ποιητικότητα των «πεζών» κειμένων του κι έπειτα για τις πολλές χιλιάδες των στίχων του. Αυτοί δεν είχαν ανταπόκριση στο αισθητήριο της εποχής και οι μιμητές τους υπήρξαν ελάχιστοι και περιθωριακοί. Αντίθετα, ποιητικά τμήματα Λόγων του, αυτούσια ή με επεμβάσεις, έγιναν ύμνοι της Εκκλησίας από μεταγενέστερους ποιητές-υμνωδούς Κανόνων ήδη από τον ΣΤ' αιώνα, εάν μη κι ενωρίτερα.
Ενδεικτικά παραθέτουμε εδώ μικρά τμήματα Λόγων του Γρηγορίου και ανάλογα τμήματα των Κανόνων, που ψάλλονται και σήμερα στους Όρθρους των σχετικών εορτών του εκκλησιαστικού έτους. Έτσι διαπιστώνεται και η αξιόλογη ποιητικότητα του Γρηγορίου και η επίδρασή του στους μεταγενέστερους υμνογράφους της Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων οι κορυφαίοι ποιητές Ιωάννης Δαμασκηνός και Κοσμάς ο Μελωδός. Το γεγονός μάλιστα, ότι εκκλησιαστικοί ύμνοι ποιήθηκαν βάσει ομιλητικών κειμένων του Γρηγορίου, γνώριζε και ο αββάς Δωρόθεος τον ΣΤ' αιώνα, που παραθέτει τον σχετικό ύμνο, αναφερόμενος και στον αντίστοιχο Λόγο του Γρηγορίου. Χαρακτηριστικό του αναπτυγμένου ποιητικού αισθητηρίου του Γρηγορίου είναι και ότι ο ιερός άνδρας, γράφοντας και εκφωνώντας τον Λόγο του ΜΕ' στο Άγιο Πάσχα, χρησιμοποίησε κάποια στοιχεία από παλαιότερο ύμνο (νομίζουμε του Γ' αι.: Βλ. Πατρολογία μας, τόμος Α', σ. 473) στο Πάσχα, κείμενο σαφώς ποιητικό.
Γρηγορίου, Λόγος ΛΓ΄14:
«...ιερεία έμψυχα,
ολοκαυτώματα λογικά,
θύματα τέλεια,
θεοί δια Τριάδος προσκυνουμένης»
(PG 36,232).
Δωροθέου, Διδασκαλία 23:
«Ιερεία έμψυχα,
ολοκαυτώματα λογικά,
μάρτυρες Κυρίου,
θύματα τέλεια Θεού»
(PG 88, 1829-1836).
Λόγος (ΛΗ΄) εις τα Χριστούγεννα:
«Χριστός γεννάται, δοξάσατε•
Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε•
Χριστός επί γης, υψώθητε.
Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη•
και, ιν’ αμφότερα συνελών είπω,
ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί
και αγαλλιάσθω η γη•
δια τον επουράνιον, είτα επίγειον.
Χριστός εν σαρκί,
τρόμω και χαρά αγαλλιάσθε•
τρόμω, δια την αμαρτίαν•
χαρά, δια την ελπίδα.
Ο άσαρκος σαρκούται,
ο Λόγος παχύνεται,
ο αόρατος οράται,
ο αναφής ψηλαφάται,
ο άχρονος άρχεται,
ο Υιός του Θεού, υιός ανθρώπου γίνεται.
Έλληνες διαγελάτωσαν,
αιρετικοί γλωσσαλγείτωσαν.
Τότε πιστεύσουσιν,
όταν ίδωσιν εις ουρανόν ανερχόμενον»
(ΒΕΠ 60,64• PG 36, 312Α-313Β).
Κοσμά Μελωδού, Κανών εις τα Χριστούγεννα:
«Χριστός γεννάται, δοξάσατε•
Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε•
Χριστός επί γης, υψώθητε.
Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη
Και εν ευφροσύνη
Ανυμνήσατε λαοί ότι δεδόξασται»
(Ωδή α΄. Ειρμός).
Λόγος (ΚΑ΄) εις Μ. Αθανάσιον:
«Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι.
Ταυτόν γαρ εκείνον τε ειπείν
και αρετήν επαινέσαι.
………………………………………………………………….
Αρετήν δε επαινών, Θεόν επαινέσομαι»
(ΒΕΠ 59, 148• PG 35, 1081-1084).
Θεοφάνους Γραπτού, Κανών εις Αθανάσιον:
«Αθανασίω προσκομίζω τον έπαινον
ως αρετήν ευφημών
προς τον Θεόν φέρω μάλλον το εγκώμιον»
(Π. Τρεμπέλα, Εκλογή ελλην. ορθοδόξου υμνογραφίας, σ. 324)
Λόγος (Α΄) εις το Πάσχα:
«Αναστάσεως ημέρα και αρχή δεξιά
και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει
και αλλήλους περιπτυξόμεθα
………………………………………………………………..
Χθες συνεσταυρούμην Χριστώ,
σήμερον συνδοξάζομαι•
χθες συνενεκρούμην,
συζωποιούμαι σήμερον•
χθες συνεθαπτόμην,
σήμερον συνεγείρομαι»
(ΒΕΠ 58, 243 και 244• PG 35, 396-397).
Λόγος (ΜΕ΄) εις το αγ. Πάσχα:
«Πάσχα Κυρίου, Πάσχα,
και πάλιν ερώ Πάσχα, τιμή της Τριάδος.
Αύτη εορτών ημίν εορτή
και πανήγυρις πανηγύρεων.
…………………………………………………………………
Αλλ’ ω Πάσχα, το μέγα και ιερόν
και παντός του κόσμου καθάρσιον!
ως γαρ εμψύχω σοι διαλέξομαι.
Ω Λόγε Θεού
και φως και ζωή και σοφία και δύναμις»
(ΒΕΠ 60, 187 και 202• PG 36, 664).
Ιωάννου Δαμασκηνού, Κανών εις την Ανάστασιν:
«Αναστάσεως ημέρα
Λαμπρυνθώμεν λαοί,
Πάσχα Κυρίου Πάσχα.
Εκ γαρ θανάτου προς ζωή…»
(Ωδή α΄, Ειρμός: Π. Τρεμπέλα, σ. 302).
«Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ,
συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι•
συνεσταυρούμην σοι χθες,
αυτός με συνδόξασον Σωτήρ
εν τη βασιλεία σου» (Ωδή γ΄).
«Αύτη η κλητή και αγία ημέρα
η μία των Σαββάτων,
η βασιλίς και κυρία,
εορτή εορτών
και πανήγυρις εστί πανηγύρεων
εις τους αιώνας» (Ωδή η΄, Ειρμός).
«Ω Πάσχα το μέγα
και ιερώτατον, Χριστέ•
ω σοφία και Λόγε
του Θεού και δύναμις,
δίδου ημίν εκτυπώτερον
σου μετασχείν
εν τη ανεσπέρω
ημέρα της βασιλείας σου» (Ωδή θ΄).
Πολλά διευθετημένα σε στίχους πεζά κείμενα του Γρηγορίου αποδεικνύονται ρυθμικός λόγος, χαρακτηριστικά του οποίου είναι η τάση για προπαροξυτονισμό, ομοτονία, ισοσυλλαβία και ομοιοκαταληξία. Συνήθη είναι τα δίστιχα παραλληλισμού ή αντιθέσεως και η τομή. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται για τα ομοιοκατάληκτα και συχνά ισοσύλλαβα βραχέα κώλα, που ως στιχουργική ήταν συστηματοποιημένη από τον σύρο Εφραίμ. Το φαινόμενο όμως απαντά πολύ πριν από τον Εφραίμ στην ασιανική ρητορεία και μάλιστα σε πολλές προγρηγοριανές πατερικές ομιλίες, όπως φάνηκε από την παράθεση τμήματος του Λόγου ΛΗ' του Γρηγορίου.
Ιδιαίτερος λόγος γίνεται συνήθως για δύο κείμενα, διευθετημένα σε στίχους με ορισμένα σταθερά ποιητικά μέτρα, δηλ. την ισοσυλλαβία και τον δυναμικό τονισμό. Πρόκειται για τον «Ύμνον εσπερινόν» από 25 στίχους (PG 37, 511-514)
«Σε και νυν ευλογούμεν / Χριστέ μου, Λόγε Θεού, φως εκ φωτός ανάρχου / και πνεύματος ταμίαν, τριττού φωτός εις μίαν / δόξαν αθροιζόμενου• ος έλυσας το σκότος, / ος υπέστησας το φως»
και τον «Προς παρθένους παραινετικόν» από 100 στίχους (PG 37, 632-640)
Παρθένε νύμφη του Χριστού / δόξαζε σου τον νυμφίον
……………………………………………………………………………………
Μόνον όλως σεαυτήν / αγνήν τήρει, Παρθένε.
Μήπως σπιλώσης Χριστού / τον άσπιλον χιτώνα.
Όμμα σοι σωφρονείτω / γλώσσα παρθενεύτω».
Για τα ποιήματα αυτά, που δεν είναι και σπουδαίας εμπνεύσεως, διατυπώθηκαν αμφιβολίες μέχρι βεβαιότητα περί του ότι δεν προέρχονται από την γραφίδα του Γρηγορίου. Από γνήσια όμως ποιήματα του ίδιου (π.χ. «Υποθήκαι παρθένοις»: έπη Ηθικά 2) λαμβάνουν ιδέες και εικόνες. Άρα τα δύο ποιήματα οφείλονται σε κάποιον συμπιλητή του τέλους του Δ' ή των αρχών του Ε΄αι. Αυτά, είναι σαφές, αποτελούν δείγμα της υποχωρήσεως της προσωδίας, που στηρίζεται στην διάκριση μακρών και βραχειών συλλαβών, και εισβολής της τονικής ρυθμοποιίας, που όμως δεν ρυθμίζει ακόμη απόλυτα το μέτρο και που στηρίζεται στον δυναμικό τονισμό. Πάντως και τα δύο παραπάνω ποιήματα είναι δεκατετρασύλλαβοι, που χωρίζονται σε δύο ημιστίχια των επτά συλλαβών. Στο δεύτερο ημιστίχιο του «Προς παρθένους παραινετικού» έχουμε πάντοτε παροξυτονισμό -τόνο στην παραλήγουσα - δηλαδή πόδα τονικό τροχαίο (- υ), ά- διάφορο αν η τονιζόμενη παραλήγουσα είναι μακρά ή βραχεία. Ακόμη έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι στο τελευταίο ποίημα, του οποίου τουλάχιστον μερικοί στίχοι είναι παραλλαγμένοι προσωδιακοί στίχοι του Γρηγορίου, παρατηρείται ισχυρή παύση, στο τέλος κάθε δύο στίχων, κάτι που προϋποθέτει συνείδηση στροφής ποιητικής, έχουμε δηλ. στροφική στιχουργική, που θα οδηγήσει στις στροφικές συνθέσεις των Κοντακίων μετά από έναν αιώνα και περισσότερο.
Τους περίπου 19.000 αρχαιοπρεπείς στίχους του ο Γρηγόριος έγραψε βάσει των μέτρων του Ομήρου, του Ησιόδου, των τραγικών, των λυρικών και άλλων ποιητών. Έτσι π.χ. γράφει σε ιαμβικό τρίμετρο, σε ηρωικό εξάμετρο και σε ανακρεόντεια μέτρα, τα οποία μάλιστα ενίοτε παραλλάσσει.
Ενδεικτικά παραθέτουμε οκτασύλλαβους ανακρεόντειους στίχους με παροξυτονισμό από τον «Ύμνον προς Θεόν»:
«Σε τον άφθιτον μονάρχην,
δος ανυμνείν, δος αείδειν•
Τον άνακτα τον δεσπότην,
δι’ ον ύμνος, δι’ ον αίνος
δι’ ον αγγέλων χορεία,
δι’ ον αιώνες άπαυστοι,
δι’ ον ήλιος προλάμπει,
δι’ ον ο δρόμος σελήνης,
δι’ ον άστρων μέγα κάλλος,
δι’ ον άνθρωπος ο σεμνός
έλαχε νοείν το θείον,
λογικόν ζώον υπάρχων»
(PG 37, 508-509)
Και ο επίλογος του αυτοβιογραφικού ποιήματος «Προς τον εαυτού βίον», που έγραψε σε ιαμβικό τρίμετρο για να εκφράσει πλην άλλων την απογοήτευσή του για ότι συνέβη κατά την Β' Οίκουμ. Σύνοδο (381) και την από εκεί φυγή του:
«Πέρας λόγου• πάρειμι νεκρός έμπνοος.
Ηττημένος (του θαύματος) στεφηφόρος,
έχων Θεόν τε και φίλους τους ενθέους
αντί θρόνου τε και κενού φρυάγματος.
Υβρίζετ’, ευθυμείτε, πάλλεσθ’, ω σοφοί•
ωδήν τίθεσθε τας εμάς δυσπραξίας
εν συλλόγοις τε και πότοις και βήμασι.
………………………………………………………………
Χθες ενθρονισταί και διώκται σήμερον.
………………………………………………………………..
Ζητώ τιν’ οικείν εκ κακών ερημίαν,
ου μοι το θείον νω μόνω ζητούμενον,
ελπίς τε κούφη των άνω, γηροτρόφος.
Εκκλησίαις δε τι δώσομεν; το δάκρυον.
Εις τούτο γαρ με και συνήγαγε Θεός,
πολλαίς ελίσσων την εμήν ζωήν στροφαίς.
"Η ποί προβήσετ’; Ειπέ μοι, Θεού Λόγε•
Εις την άσειστον εύχομαι κατοικίαν,
ένθα Τριάς μου και το σύγκρατον σέλας,
ης νυν αμυδραίς ταις σκιαίς υψούμεθα» (PG 37, 1163-1166).
ΒΙΟΣ
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε περί το 329/30 στην Ναζιανζό. Ο πατέρας του, Γρηγόριος επίσης, ήταν επίσκοπος της πόλεως, πλούσιος γαιοκτήμονας και ίσως εβραϊκής καταγωγής, δεδομένου ότι ανήκε για πολύ στην ιουδαιο- ειδωλολατρική αίρεση των Υψισταρίων, την οποία εγκατέλειψε με την επιμονή και τις προσευχές της ευσεβέστατης συζύγου του Νόννας. Ο υιός Γρηγόριος σπούδασε στην Ναζιανζό, στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με τον Βασίλειο (341/343), στην Καισαρεία της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα (350/357), όπου δίδασκαν σπουδαίοι ρητοροδιδάσκαλοι, όπως ο Ιμέριος και ο Προαιρέσιος και όπου στερέωσε την φιλία του με τον Βασίλειο. Το τελευταίο έτος της παραμονής του στην Αθήνα (356/7) δίδαξε και ο ίδιος ρητορική (εγκυκλοπαιδική φιλοσοφία), όπως έκανε και μόλις επέστρεψε στην Ναζιανζό, με την παράκληση φίλων του. Ήδη από το 358/9, εποχή που δέχτηκε το βάπτισμα, βρίσκεται σε συχνή επικοινωνία με τον φίλο του Βασίλειο, τον οποίο ακολούθησε στο ασκητήριο του στον Πόντο (κοντά στον Ίρι ποταμό), τέλος του 360. Εκεί συνασκήτεψαν και συνεργάστηκαν για την τελική σύνταξη έργων, για τα οποία ο καθένας είχε ήδη εργαστεί (ο Γρηγόριος για την «Φιλοκαλία»), Στο τέλος του 361 ή λίγο πριν από το Πάσχα του 362, υποκύπτοντας στις πιέσεις του πατέρα του, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Μετά από σύντομη φυγή στο ασκητήριο του Βασιλείου επανήλθε και βοηθούσε τον γέροντα πατέρα του στο ποιμαντικό έργο, εγκαινιάζοντας και την θεολογική του προσφορά.
Περί το τέλος του 363 και τις αρχές του 364 ο Ευσέβιος Καισαρείας προσκάλεσε στην Καισάρεια ως βοηθό του τον Γρηγόριο, ο οποίος αντιπρότεινε για την θέση τον Βασίλειο, που τελικά δέχτηκε. Το 368/9 δοκιμάστηκε πολύ από τον θάνατο των αδελφών του, Καισαρίου, ανώτερου αυλικού υπαλλήλου, και Γοργονίας. Το 370 βοήθησε αθέλητα και έμμεσα τον Βασίλειο να εκλεγεί μητροπολίτης Καισαρείας. Στις επανειλημμένες προσκλήσεις του τελευταίου, που μάλιστα του ανέθετε την ευθύνη της κατηχήσεως και της καταπολεμήσεως των αρειανών, απαντούσε αρνητικά, διότι προτιμούσε την ησυχία και διότι είχε την ευθύνη της επισκοπής Ναζιανζού (ο επίσκοπος πατέρας του ήταν πλέον υπέργηρος και κοιμήθηκε το 374, λίγο πριν από την σύζυγό του Νόννα).
Το 372 ο Βασίλειος, προκειμένου να ενισχύσει την επιρροή του στην Καππαδοκία, χειροτόνησε άκοντα τον Γρηγόριο επίσκοπο για την άσημη κωμόπολη Σάσιμα. Αντί όμως να μεταβεί εκεί, κατέφυγε σε ορεινό μέρος και γύρισε μόνο όταν ο πατέρας του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον πιέσει να πάει στα Σάσιμα, τα οποία και απλώς επισκέφτηκε. Για την πρωτοβουλία αυτή του Βασιλείου ο Γρηγόριος θα παραπονείται σε όλη του την ζωή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δύο άνδρες δεν συνεργάζονταν ή ότι έπαυσαν να συνδέονται με φιλία. Αντίθετα, ο Γρηγόριος επισκεπτόταν τον Βασίλειο, συζητούσε μαζί του κρίσιμα εκκλησιαστικοθεολογικά θέματα, όπως το περί της θεότητας του αγ. Πνεύματος, και κήρυττε στην Καισάρεια.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του (374) επωμίστηκε προσωρινά όλη την ευθύνη της επισκοπής. Όταν όμως διαπίστωσε ότι επίτηδες οι συμπολίτες του δεν φρόντιζαν να εκλεγεί νέος επίσκοπος (για να κρατήσουν εκεί τον ίδιο τον Γρηγόριο), έφυγε για την Σελεύκεια (Ισαυρία) κι εγκαταστάθηκε για τέσσερα περίπου χρόνια στον εκεί ναό της άγιας Θέκλας, πραγματοποιώντας το παλαιό του όνειρο για μοναστική ζωή, νηπτικό βίο, ησυχία και θεωρία. Στο τέλος του 378 αρρώστησε τόσο, που δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στην Καισάρεια, όπου ο Βασίλειος κοιμήθηκε και κηδεύτηκε την 1.1.379. Το γεγονός συγκλόνισε την ευαίσθητη ψυχή του. Τέλος του 378 υπέκυψε στις παρακλήσεις ορθοδόξων της Κωνσταντινουπόλεως και μετέβη εκεί, όπου οι ναοί όλοι ανήκαν στους αρειανούς, που κυριαρχούσαν απόλυτα. Με κέντρο τον ναΐσκο της Αναστάσεως (ή Αναστασίας) κατήχησε, δίδαξε, εξεφώνησε τους περίφημους Θεολογικούς Λόγους, στήριξε τους ορθοδόξους και με τον θεόπνευστο λόγο του ανέστησε την ορθοδοξία στην Κωνσταντινούπολη. Η θεολογική του διδασκαλία είχε τόση απήχηση, ώστε να έρχονται να τον ακούσουν πεπαιδευμένοι θεολόγοι ακόμα και από μακρινές περιοχές της αυτοκρατορίας (Ιερώνυμος, Ευάγριος Ποντικός κ.α.). Οι αρειανοί αντέδρασαν βίαια. Του επιτέθηκαν βάναυσα και δεν δίστασαν να επιχειρήσουν την δολοφονία του. Ευτυχώς ο δολοφόνος, μόλις βρέθηκε μπροστά στον ασκητή και θεολόγο επίσκοπο, μετανόησε. Μεγαλύτερη οδύνη του προξένησε ο κυνικός φιλόσοφος Μάξιμος, τον οποίο προστάτεψε και ο οποίος με την βοήθεια του Πέτρου Αλεξανδρείας πέτυχε να γίνει επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, παραγκωνίζοντας τον Γρηγόριο. Απογοητευμένος ο Γρηγόριος αποφάσισε να φύγει, αλλά οι παρακλήσεις των ορθοδόξων τον έπεισαν να μείνει για να στερεώσει το μέγα έργο του. Στις 27 Νοεμβρίου του 380 ο φιλορθόδοξος νέος αυτοκράτορας Θεοδόσιος του παρέδωσε τον ναό των άγιων Αποστόλων, αφού διέταξε τον αρειανόφιλο επίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως Δημόφιλο να εγκαταλείψει την πόλη.
Η Β' Οικουμενική Σύνοδος, που συνήλθε τον Μάιο του 381, του επιφύλαξε τιμές αλλά και πικρίες. Οι συνοδικοί με επικεφαλής τον ομολογητή Μελέτιο Αντιοχείας αναγνώρισαν τον Γρηγόριο ως αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Με τον επισυμβάντα θάνατο του Μελετίου ανατέθηκε η προεδρία της Συνόδου στον Γρηγόριο που αφελώς πρότεινε τον Παυλίνο ως κανονικό διάδοχο του Μελετίου. Η πρόταση δυσαρέστησε πολύ τους ανατολικούς επισκόπους. Αλλά και οι επίσκοποι Μακεδονίας και Αιγύπτου, που κλήθηκαν κι έφτασαν καθυστερημένα, αμφισβήτησαν την κανονικότητα του Γρηγορίου ως επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, με την πρόφαση ότι είχε μετατεθεί από τα Σάσιμα. Βέβαια, ο 15ος κανόνας της Νίκαιας απαγόρευε την μετάθεση, αλλά ο Γρηγόριος δεν ανέλαβε ποτέ την διαποίμανση της επισκοπής Σασίμων. Η δυσκολία μπορούσε να ξεπεραστεί, αλλά η ευαισθησία του Γρηγορίου είχε τρωθεί. Γι αυτό στα μέσα Ιουνίου παραιτήθηκε, αφού εκφώνησε τον συγκλονιστικό Συντακτήριο Λόγο του ενώπιον των επισκόπων. Έφυγε αμέσως για την πατρίδα κι εγκαταστάθηκε στην Αριανζό. Φρόντισε την υγεία του, ήρθε στην Ναζιανζό, βοήθησε για λίγο την Εκκλησία της, καταπολέμησε (382) τους απολιναριστές της περιοχής, έσωσε την πόλη από την καταστροφική οργή του επάρχου Ολυμπίου, συνέβαλε στην τοποθέτηση (383) ως επισκόπου Ναζιανζού του ανεψιού του Ευλαλίου και αποσύρθηκε οριστικά στην Αριανζό. Εκεί έζησε με άσκηση και συγγραφή (ποιημάτων) τα τελευταία χρόνια του. Κοιμήθηκε το 390 (όχι το 389). Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 25 Ιανουάριου (και στις 30, με τον Μ. Βασίλειο και τον ιερό Χρυσόστομο).
ΕΡΓΑ
Ο Γρηγόριος ήταν συγγραφέας μεγάλης δυνάμεως και απαράμιλλου κάλλους. Είχε βαθιά αίσθηση του αττικού λόγου και χρησιμοποίησε αριστοτεχνικά την ασιανική ρητορεία. Τα ποικίλα και κάποτε πληθωρικά σχήματα (υπερβατά, ελλειπτικά, μεταφορές, αποστροφές) με τις εικόνες και τις λεπτές γλωσσικές αποχρώσεις ανέδειξαν τα κείμενά του σαγηνευτικό ανάγνωσμα των μεταγενεστέρων. Και αυτό παρά την νοηματική τους βαθύτητα και την όχι σπάνια σκοτεινότητά τους, που οφείλεται κυρίως στον μεγάλο φορτισμό με προσωπικές εμπειρίες, τις οποίες επιχειρούσε να ενδύσει με λόγο. Η ρητορικότητα του λόγου αποβαίνει ποιητικότητα τόσο συχνά, ώστε μεταγενέστεροι ποιητές Κανόνων να παρουσιάσουν αυτούσια ή με προσαρμογές ολόκληρα κείμενά του ως ύμνους εκκλησιαστικούς (βλ. αββά Δωρόθεο, Ιωάννη Δαμασκηνό, Κοσμά Μαϊουμά, Νικηφόρο Βλεμμύδη κ.ά.).
Τα κείμενά του διακρίνονται σε Επιστολές, Λόγους και Έπη (δηλαδή προσωδιακά ποιήματα). Οι Επιστολές του είναι περιστασιακές και πολύ προσωπικές. Λίγες μόνο από αυτές έχουν θεολογικό ενδιαφέρον, ενώ σχεδόν όλες αποδεικνύουν την ρητορική του δεινότητα. Οι Λόγοι είναι το ύψιστο δημιούργημά του, γλωσσικά και θεολογικά. Γράφηκαν με σκοπό πολεμικοαπολογητικό, προς εγκωμιασμό προσώπων, με την ευκαιρία εκκλησιαστικών εορτών και προς επίλυση θεολογικών προβλημάτων. Έχουμε λοιπόν Λόγους απολογητικούς, εγκωμιαστικούς, εόρτιους και δογματικούς. Φυσικά η διάκριση είναι συμβατική, όπως είναι συμβατικός και ο χαρακτηρισμός ως Λόγων των Λόγων Β' (Απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής), Γ'-Δ' (Κατά Ιουλιανού στηλιτεντικοί) και ΛΓ' (Προς αρειανούς), οι οποίοι αποτελούν διατριβές ή πραγματείες, γραμμένες μετά από σύντομη προφορική ομιλία. Ως πραγματεία επίσης θέλησε ο Γρηγόριος να παρουσιάσει, εκδίδοντας τους, τους πέντε θεολογικούς Λόγους (ΚΖ'-ΛΑ'), τους οποίους βελτίωσε λίγο ή πολύ μετά την εκφώνηση τους.
Η άποψη των πολλών πατρολόγων ότι ο Γρηγόριος άρχισε να γράφει ποίηση από το 381 και μετά είναι εσφαλμένη, διότι όχι μόνο έγραψε στίχους στην δεκαετία του 370, αλλά και στον πρώτο Λόγο του, χρονολογημένον στο έτος 362 και αφιερωμένον στο άγιο Πάσχα, αρχίζει με τρόπο σαφώς ποιητικό. Η αρχή μάλιστα του Λόγου αυτού και η αρχή του Λόγου ΛΗ' «Εις τα Θεοφάνεια» χρησιμοποιήθηκαν, όπως είδαμε, σχεδόν κατά λέξη από τον Ιωάννη Δαμασκηνό και τον Κοσμά Μαϊουμά στους περίφημους Κανόνες τους της Αναστάσεως και των Χριστουγέννων.
Μεγάλη υπόθεση να έχη ο άνθρωπος την ευλογία του Θεού! Πλούτος είναι! Ό,τι έχει ευλογία, στέκει, δεν γκρεμίζεται. Ό,τι δεν έχει ευλογία, δεν στέκει. Η αδικία είναι μεγάλη αμαρτία. Όλες οι αμαρτίες έχουν ελαφρυντικά, η αδικία δεν έχει, μαζεύει οργή Θεού. Φοβερό! Αυτοί που αδικούν, βάζουν φωτιά στο κεφάλι τους. Από την μία μεριά βλέπεις να κάνουν μία αδικία και από την άλλη να πεθαίνουν δικοί τους άνθρωποι και να μη δίνουν σημασία. Πώς να κάνουν προκοπή οι άνθρωποι με τόσες αδικίες; Κάνουν αυτά που κάνουν, δίνουν δικαιώματα και στον διάβολο, γι αυτό μετά περνούν δοκιμασίες, τους βρίσκουν αρρώστιες κ.λπ. και σού λένε: «Κάνε προσευχή να γίνω καλά».
Τα περισσότερα κακά που συμβαίνουν είναι από αδικίες. Όταν λ.χ. μαζεύεται με αδικία η περιουσία, ζουν οι άνθρωποι λίγα χρόνια σαν αρχοντόπουλα και μετά τα δίνουν, όσα μάζεψαν, στους γιατρούς. Τί λέει ο Ψαλμός; «Κρείσσον ολίγον τω δικαίω υπέρ πλούτον αμαρτωλών πολύν»39. «Ανεμομαζώματα, ανεμοσκορπίσματα». Όσα μαζεύουν, φεύγουν, όλα εξανεμίζονται. Σπάνια, σε πολύ λίγους συμβαίνει να είναι οι αρρώστιες, οι χρεωκοπίες κ.λπ. μία δοκιμασία του Θεού. Αυτοί θα έχουν καθαρό μισθό. Σ' αυτήν την περίπτωση συνήθως γίνονται ύστερα πιο πλούσιοι, σαν τον Ιωβ. Αλλά, και πολλοί άνθρωποι που βγαίνουν άλειωτοι, είναι και από αυτό, κάποια αδικία έχουν κάνει.
Ο άδικος βασανίζεται
Ο άδικος, και γενικά κάθε ένοχος, όταν δεν ζητήση συγχώρηση, ταλαιπωρείται από την συνείδησή του και επιπλέον από την αγανάκτηση του αδικημένου. Γιατί, όταν ο αδικημένος δεν τον συγχωρήση και γογγύζη, τότε ο άδικος ταλαιπωρείται πολύ, βασανίζεται. Δεν μπορεί να κοιμηθή. Σαν να τον χτυπούν κύματα και τον φέρνουν σβούρα. Είναι μυστήριο πράγμα το πώς το πληροφορείται! Όπως, όταν ένας αγαπά κάποιον και τον σκέφτεται με την καλή έννοια, εκείνος το πληροφορείται, έτσι και σ' αυτήν την περίπτωση. Ώ, ο γογγυσμός του άλλου τον κάνει άνω-κάτω! Και μακριά να είναι, τί στην Αυστραλία, τί στο Γιοχάννεμπουργκ, δεν μπορεί να ησυχάση, όταν είναι αγανακτισμένος ο άλλος εξ αιτίας του.
- Αν είναι αναίσθητος;
- Οι αναίσθητοι λές ότι δεν υποφέρουν; Το πολύ-πολύ να καταφύγουν σε καμμιά ψυχαγωγία, για να ξεχασθούν. Μπορεί πάλι ο αδικημένος να τον συγχώρησε τον ένοχο, αλλά να έχη μείνει λίγη αγανάκτηση μέσα του. τότε και ο ίδιος ταλαιπωρείται σε έναν βαθμό, αλλά ο ένοχος ταλαιπωρείται πολύ από την αγανάκτηση του άλλου. Αν όμως ο ένοχος ζητήση συγνώμη και δεν του την δώση ο αδικημένος, τότε ταλαιπωρείται εκείνος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη φωτιά από το εσωτερικό κάψιμο της ψυχής από την συνείδηση. Την βασανίζει και την τρώει συνέχεια με το σαράκι σ' ετούτη την ζωή και πιο πολύ φυσικά θα την τρώη στην άλλη
ζωή, την αιώνια, «ο ακοίμητος σκώληξ», αν δεν μετανοήση ο άνθρωπος σ' αυτήν την ζωή και δεν επιστρέψη τις αδικίες του στους συνανθρώπους του, έστω και με την αγαθή του προαίρεση, σε περίπτωση που δεν μπορεί με άλλον τρόπο.
(Λόγοι τόμος Α, σελ. 85-87)
Το «τόλμημα» — όπως το αποκαλείς— που έκανες, να αυτοτραυματιστείς δηλαδή και να γράψεις με το αίμα σου(!) μια διακήρυξη αιώνιας πίστεως στο Θεό και την πατρίδα, σου το λέω απερίφραστα πως ήταν άτοπο και γελοίο. Και μην ψάχνεις μάταια να βρεις οποιεσδήποτε δικαιολογίες.
Οι πλανεμένες απόψεις σου γύρω από την υπερηφάνεια και την ταπείνωση, καθώς και οι φλυαρίες που στοχεύουν στην αυτοδικαίωσή σου, σκοτίζουν την υπόθεση και δεν πιάνουν την ουσία της. Το πράγμα είναι απλό. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει: Όπου δεις πτώση, να είσαι σίγουρος ότι η περηφάνια προηγήθηκε.
Ούτε ένας απ’ όλους εμάς δεν μπορεί να «καυχηθεί» πως έχει αποκτήσει ταπείνωση. Κάθε πράξη μας, ολόκληρη η ζωή μας, αποδεικνύουν το αντίθετο. Και όπου λείπει η ταπείνωση, εκεί βρίσκεται πάντα παρούσα η έπαρση. Όπου δεν υπάρχει φως, εκεί βασιλεύει το σκοτάδι…
***
Πιστεύεις πράγματι ότι η εσωτερική ειρήνη που αναζητάς, εξαρτάται από την τοποθεσία που θα επιλέξεις τελικά για να ζήσεις; Να είσαι βέβαιος ότι η ειρήνη της ψυχής δεν εξαρτάται από τους τόπους διαβιώσεως. Δεν έχει τόση σημασία αν θα είσαι στο βουνό ή στη θάλασσα, στην πόλη ή στην έρημο, μέσα στους θορύβους των αμαξιών ή μέσα στο θρόισμα των φύλλων του δάσους. Τη γαλήνη της καρδιάς θα την κερδίσεις, όπου κι αν είσαι, μόνο με δύο προϋποθέσεις: Αν αγωνιστείς ν’ αποκτήσεις ταπείνωση, και αν αυτή την ταπείνωση τη συνδυάσεις με την ακριβή τήρηση των εντολών του Χριστού. Σου το λέει ο ίδιος: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11:29).
Αυτό είναι. Τώρα, το που θα το πραγματοποιήσεις, δεν έχει καμιά σημασία.
Η συνοίκηση και επικοινωνία με άλλους ανθρώπους μας επιτρέπει να αποκτήσουμε πολύ πιο σύντομα την ικανότητα διαγνώσεως των ελαττωμάτων μας, ενώ η καταμόνας διαβίωση μας αφαιρεί αυτό το πλεονέκτημα. Όταν, ταπεινωμένοι από τη διαπίστωση της ψυχικής μας ρυπαρότητος, προσευχόμαστε στο Θεό να μας ελεήσει, Εκείνος ποτέ δεν μας αφήνει να περιμένουμε για πολύ. «Αυτός γαρ εστιν η ειρήνη ημών» (Εφεσ. 2:14). Μην ξεγελιέσαι, λοιπόν. Κανένας τόπος, κανένας άνθρωπος και καμιά μέθοδος δεν μπορούν να σου εξασφαλίσουν με σιγουριά την αληθινή ειρήνη. Τίποτα άλλο, εκτός από τη χάρη του Θεού, δεν μπορεί να καταστήσει την ανθρώπινη καρδιά μόνιμο και ασφαλές καταφύγιο αυτής της ουράνιας ειρήνης, που προεκτείνεται μέχρι την αιωνιότητα.
***
Δείχνεις υπερβολικά και αδικαιολόγητα πικραμένος, επειδή οι δικοί σου αποδοκιμάζουν τις ενέργειές σου. Γιατί τόση ταραχή; Αφού, σύμφωνα με τη μαρτυρία της συνειδήσεως σου, δεν ευθύνεσαι για την εχθρική τους στάση, αφού δεν έχεις κάνει τίποτα που να δικαιολογεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, πρέπει να είσαι ειρηνικός. Να είσαι ειρηνικός και να προσεύχεσαι γι’ αυτούς. Εκ των πραγμάτων, δεν μπορούμε πάντοτε να πείθουμε τους άλλους για την ορθότητα των πράξεών μας ή για την αγνότητα των ελατηρίων μας. Κάθε άνθρωπος έχει το δικό του τρόπο σκέψεως, τις δικές του αντιλήψεις για τη ζωή, τις δικές του απόψεις για τα μικρά ή τα μεγάλα ζητήματα της καθημερινότητος.
Εσύ πάντως, ό,τι κάνεις, να το προσφέρεις ως «θυσίαν δεκτήν, ευάρεστον τω Θεώ» (Φιλιππ. 4:18). Και όταν παίρνεις μέρος σε συζητήσεις που αφορούν την πίστη μας, να μιλάς με ταπείνωση, με πραότητα, με σεβασμό στο πρόσωπο των συνομιλητών σου, όποιοι και αν είναι αυτοί. Μην τους αντιμετωπίζεις όπως ο δάσκαλος τα παιδιά του δημοτικού σχολείου. Μην ξεχνάς πως κι ο πιο σκληρός άθεος είναι εικόνα του Θεού!
Αν όμως διακρίνεις στον άπιστο ή τον πλανεμένο συζητητή σου κακοπιστία και παράλογη ισχυρογνωμοσύνη, μη χάνεις τον καιρό σου. Ένα τέτοιον άνθρωπο «μετά μίαν και δευτέραν νουθεσία παραιτού, είδως ότι εξεστράπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος (Τίτ. 3:10-11).
***
Μην επιχειρήσεις ποτέ να εκτιμήσεις την ποιότητα και την αξία της προσευχής σου. Μόνο ο Θεός μπορεί να το κάνει. Εμείς πρέπει πάντα να θεωρούμε την προσευχή μας τόσο ανεπαρκή σαν προσπάθεια και τόσο φτωχή σε αποτελεσματικότητα, ώστε αυθόρμητα ν’ ανεβαίνει στα χείλη μας η θρηνητική ικεσία του τελώνη: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18:13). Τίποτα άλλο…
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 70-74)