ιγ. Κάποιος που κυνηγούσε στην έρημο άγρια ζώα, είδε τον Αββά Αντώνιο να αστειεύεται με τους αδελφούς και σκανδαλίσθηκε. Θέλοντας δε ο γέρων να τον διδάξη ότι είναι ανάγκη που και που να συγκαταβαίνη τίνας στους αδελφούς, του λέγει : « Βάλε μια σαΐτα στο τόξο σου και τέντωσε το». Το έκαμε εκείνος. Του λέγει : « Τέντωσε το πιο πολύ ». Και το τέντωσε. Και πάλι του λέγει : « Ακόμη πιο πολύ ». Του απαντά τότε ο κυνηγός : « Αν το τεντώσω υπερβολικά, θα σπάση το τόξο ». Και ο γέρων του λέγει : « Έτσι και στο έργο του Θεού. Αν τεντώσουμε υπερβολικά τη συμπεριφορά μας απέναντι στους αδελφούς, θα σπάσουν και αυτοί. Πρέπει λοιπόν που και που να συγκαταβαίνουμε στους αδελφούς ». Ακούοντας τα αυτά ο κυνηγός, ένοιωσε κατάνυξη. Και έφυγε πολύ ωφελημένος από τον γέροντα. Οι δε αδελφοί, στηριγμένοι, έφυγαν και πήγαν στον τόπο τους.
ιδ. Κάποιος μοναχός επαινέθηκε από τους αδελφούς στον Αββά Αντώνιο. Ο γέρων, όταν εκείνος ήλθε σ’ αυτόν, τον δοκίμασε αν υπομένη εξευτελισμό. Και διαπιστώνοντας ότι δεν αντέχει, του είπε : « Μοιάζεις με χωριό όπου μπροστά είναι περιποιημένο και στολισμένο, από πίσω δε το λεηλατούν ληστές ».
ιε . Ένας αδελφός είπε στον Αββά Αντώνιο: « Προσευχήσου για μένα ». Του λέγει ο γέρων : « Ούτε εγώ σε σπλαχνίζομαι ούτε ο Θεός, αν ο ίδιος δεν σπεύσης να παρακαλέσης τον Θεό ».
ιστ. Πήγαν κάποτε μερικοί γέροντες στον Αββά Αντώνιο και ήταν ο Αββάς Ιωσήφ μαζί του. Και θέλοντας ο γέρων να τους δοκιμάση, τους πρόβαλε ένα ρητό της Γραφής και άρχισε, από τους πιο νέους, να τους ρωτά για το νόημα του. Και καθένας απαντούσε, κατά τη δύναμη του. Ο δε γέρων έλεγε στον καθένα: « Δεν το βρήκες ». Ύστερα από όλους, λέγει στον Αββά Ιωσήφ: « Συ τί έχεις να πής πάνω σ’ αυτό το ρητό;». Αποκρίνεται εκείνος: « Δεν ξέρω ». Λέγει λοιπόν ο Αββάς Αντώνιος : « Πάντως ο Αββάς Ιωσήφ βρήκε τον δρόμο, γιατί είπε δεν ξέρω ».
ιζ. Κάποιοι αδελφοί ξεκίνησαν από μια Σκήτη να πάνε στον Αββά Αντώνιο. Μπήκαν λοιπόν σ’ ένα καΐκι για να έλθουν σ’ αυτόν. Βρίσκουν τότε κάποιον γέροντα, άγνωστο τους, όπου ήθελε και αυτός να πάη εκεί. Καθισμένοι λοιπόν στο πλοίο, έλεγαν μεταξύ τους λόγια πατέρων και από τη Γραφή και πάλι για τα εργόχειρα τους. Ο δε γέρων σιωπούσε. Όταν το πλοίο άραξε, διεπίστωσαν ότι και ο γέρων πήγαινε στον Αββά Αντώνιο. Και όταν ήλθαν σ’ αυτόν, τους λέγει : « Καλή συνοδία βρήκατε αυτόν εδώ τον γέροντα». Λέγει δε και στον γέροντα : « Καλούς αδελφούς είχες μαζί σου, Αββά ». Και ο γέρων αποκρίνεται : « Καλοί βέβαια είναι. Αλλά η αυλή τους δεν έχει πόρτα και όποιος θέλει μπαίνει στον στάβλο και λύνει τον όνο ». Και αυτό το είπε γιατί έλεγαν ό,τι τους ερχόταν στο στόμα.
ιη. Πήγαν κάποιοι αδελφοί στον Αββά Αντώνιο και του λέγουν : « Πες μας κάτι, πώς να σωθούμε ». Τους αποκρίνεται ο γέρων: « Ακούσατε τη Γραφή; Σας αρκεί αυτή ». Εκείνοι δε του λέγουν : « Και από σένα θέλουμε να ακούσουμε κάτι, πάτερ ». Τους λέγει τότε ο γέρων : « Το Ευαγγέλιο λέγει : « Εάν τις σε ραπίση εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην ». Του λέγουν : « Δεν μπορούμε να το κάμουμε αυτό ». Τους αποκρίνεται ο γέρων : « Αν δεν μπορήτε να στρέψετε και την άλλη, τουλάχιστο ας υπομείνετε το ράπισμα στη μια ». Του λέγουν : «Ούτε αυτό μπορούμε ». Λέγει ο γέρων : « Αν και αυτό δεν το μπορήτε, μη ανταποδώσετε το χτύπημα ». Και του είπαν : « Ούτε αυτό το μπορούμε ». Τότε λέγει ο γέρων στον μαθητή του : « Κάμε τους λίγη κουρκούτη, γιατί είναι ανήμποροι ». Και τους λέγει : « Αν αυτό δεν το μπορήτε και εκείνο δεν το θέλετε, τί να σας κάμω ; Προσευχή χρειάζεται ».
ιθ. Ένας αδελφός απαρνήθηκε τα του κόσμου. Μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς. Κράτησε δε μόνο κάτι λιγοστά για τον εαυτό του. Όταν έφθασε στον Αββά Αντώνιο και τα έμαθε αυτά ο γέρων, του λέγει : « Πήγαινε στο τάδε κεφαλοχώρι, αγόρασε κρέας, τύλιξε μ’ αυτό το κρέας το σώμα σου γυμνό και έτσι έλα εδώ ». Το έκαμε αυτό ο αδελφός, οπότε τα σκυλιά και τα πουλιά του καταξέσχιζαν το σώμα. Μόλις τον αντίκρισε ο γέρων, τον ρώτησε αν έκαμε ό,τι τον συμβούλευσε. Και όταν εκείνος του έδειξε το σώμα του καταξεσχισμένο, του λέ-γει ο άγιος Αντώνιος : « Όσοι απαρνήθηκαν τον κόσμο και θέλουν να έχουν υλικά αγαθά, έτσι καταξεσχίζονται από τους δαίμονες όπου τους πολεμούν ».
κ. Σ’ έναν αδελφό κάποτε συνέβη πειρασμός, στο Κοινόβιο του Αββά Ηλία. Και διωγμένος από εκεί, έφυγε για την ορεινή περιοχή, στον Αββά Αντώνιο. Αφού λοιπόν έμεινε ο αδελφός κοντά του ένα χρονικό διάστημα, ο γέρων τον έστειλε στο Κοινόβιο από όπου προερχόταν. Αλλά μόλις πήγε εκεί, τον ξαναδιώξαν. Γύρισε έτσι στον Αββά Αντώνιο, λέγοντας : «Δεν θέλησαν να με δεχθούν, πάτερ ». Τον ξανάστειλε λοιπόν ο γέρων, λέγοντας : «Ένα πλοίο ναυάγησε στο πέλαγος. Έχασε το φορτίο του. Και με πολύ κόπο σώθηκε στη στεριά. Και σεις, όποιον σώθηκε πάνω στη στεριά, θέλετε να τον καταποντίσετε; ». Και εκείνοι, μαθαίνοντας ότι τον είχε στείλει ο Αββάς Αντώνιος, ευθύς τον δέχθηκαν.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 11-14)