E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Καταλαβαίνω ότι τώρα βασανίζεσαι συνέχεια για τη φράση εκείνη που ξεστόμισες στη διάρκεια της συνομιλίας μας: «Ο γάμος! Αυτός ήταν για μένα τιμωρία του Θεού!». Από τότε που γύρισες στο σπίτι σου, οι φίλοι και οι συγγενείς δεν σταμάτησαν να σου λένε πως αυτά τα λόγια πρέπει να έχουν εξοργίσει πολύ το Θεό, γιατί έδειξες έτσι πως ήθελες να φτιάξεις τη ζωή σου σύμφωνα με το δικό σου θέλημα και όχι με το δικό Του. Και συμπληρώνουν, ότι κάθε επιθυμία και κάθε πάθος είναι εφάμαρτα συναισθήματα. Και ότι θα πρέπει να εγκαταλείπεις κάθε φορά ολοκληρωτικά τον εαυτό σου στις συνθήκες, όπως αυτές αβίαστα διαμορφώνονται - δηλαδή στο θέλημα του Θεού!
Αυτά λένε εκείνοι, Κι εγώ σου λέω:
Μη ζητάς στη φανταχτερή επιχειρηματολογία των κοσμικών ανθρώπων την αλήθεια ή την ανακούφιση. Αναζήτησέ τις μόνο στο λόγο του Θεού. Είναι Εκείνος, και κανένας άλλος, που δίνει στον άνθρωπο την αληθινή σοφία και τη γνήσια ελευθερία. Αυτά τα δώρα Του όμως οφείλουμε να τα χρησιμοποιούμε σ’ ένα σταθερό και ηρωικό πόλεμο για την πνευματική μας προκοπή. Να, ο πόθος σου λ.χ. ν’ αφιερώσεις τον εαυτό σου στο Θεό, αναβλύζει απ’ αυτή τη βαθιά πηγή της ελεύθερης βουλήσεώς σου.
Όταν οι επιθυμίες μας, ξεκαθαρισμένες και φωτισμένες από τη λογική και τη νοημοσύνη, αποβλέπουν στην πραγματοποίηση του αγαθού - και αγαθό δεν είναι τίποτε άλλο παρά το θέλημα του Θεού, που πρέπει να γίνεται «ως εν ουρανώ και επί της γης» -, όταν ζούμε και ενεργούμε αποβλέποντας πάντα σ’ αυτό το σκοπό, ο Θεός ευαρεστείται και μας στηρίζει. Αλλά και όταν, σ’ ένα ξέσπασμα άλογου εγωισμού, αμφισβητούμε το άγιο θέλημά Του και δοκιμάζουμε να ενεργήσουμε αντίθετα σ’ αυτό, Εκείνος και πάλι δεν επεμβαίνει για να μας κόψει το θέλημα. Επιτρέπει να ενεργήσουμε λαθεμένα μεν, αλλά ελεύθερα. Αναπόφευκτα, βέβαια, στην πρώτη περίπτωση παίρνουμε το μισθό μας, ενώ στη δεύτερη την καταδίκη, όπως είναι πολλές φορές μαρτυρημένο στην αγία Γραφή.
Εμείς πάντως ενεργούμε σύμφωνα με τη γνήσια ανθρώπινη φύση μας, όταν φλογερά επιθυμούμε το καλό, και όταν αγωνιζόμαστε μ’ επιμονή και γενναιότητα για την εκτέλεσή του. Αυτό δεν είναι καθόλου κακό. Είναι ίσα-ίσα ανόητο να πιστεύουμε ότι όλες οι επιθυμίες μας είναι αμαρτωλές, ότι ποτέ δεν πρέπει να ζητούμε από το Θεό την εκπλήρωση των πόθων μας, ότι πρέπει να εγκαταλειφθούμε μοιρολατρικά και παθητικά σ’ ό,τι μας βρει. Χωρίς αμφιβολία, μια τέτοια στάση είναι αντίθετη στη λογική, την ανθρώπινη φύση και τα ιερά κείμενα. Η επιθυμία δεν είναι αμαρτία. Μόνο η επιθυμία του κακού είναι αμαρτία. Πώς θα μπορούσε ν’ ανήκει ο άνθρωπος στο βασίλειο του Θεού Λόγου, να είναι ένα λογικό και ελεύθερο πλάσμα, αν όλες οι επιθυμίες του ήταν κακές;
Και αν θα έπρεπε να πιέζεις τον εαυτό σου ώστε να μην επιθυμεί απολύτως τίποτα - ούτε έναν ευτυχισμένο γάμο, αλλά ούτε και την αγνότητα της παρθενικής ζωής - τι σόι ζωή θα ήταν αυτή; Δεν είσαι κούτσουρο ούτε πέτρα. Και φαντάζομαι πως ποτέ δεν θα ήθελες να είσαι. Πλάστηκες γυναίκα, ελεύθερη να επιθυμεί, να διαλέγει και να ενεργεί - πάντοτε όμως κατά Θεόν.
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ.42-45)

Έχω δει ψυχές που αδικήθηκαν, αλλά υπέμειναν την αδικία με καλούς λογι-σμούς και τους έλουσε η Χάρις σ' αυτήν την ζωή. Πριν από πολλά χρόνια με είχε επι- σκεφθή ένας ευλαβής Χριστιανός, απλός και καλοκάγαθος, και με παρακάλεσε να ευχηθώ να φωτίση ο Χριστός τα παιδιά του, όταν ενηλικιωθούν, να μην γογγύσουν κατά των συγγενών για την μεγάλη αδικία που τους είχαν κάνει, και μου διηγήθηκε την υπόθεση. Όπως είδα, ο άνθρωπος αυτός ήταν πραγματικά άνθρωπος του Θεού. Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός από πέντε παιδιά της οικογενείας του και μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα τους συμπαραστάθηκε σαν καλός πατέρας στα αδέρφια. Εργάσθηκε σκληρά, απέκτησε και άλλη περιουσία, κτήματα κ.λπ. και αποκατέστησε τις δυο αδερφές τους. Παντρεύτηκαν και τα μικρότερα αδέρφια του, πήραν όλα τα καλά κτήματα, ελαιώνες κ.λπ. Και σ' αυτόν άφησαν τα άχρηστα, τα άγονα, κάτι αμμουδιές. Στο τέλος παντρεύτηκε και αυτός και απέκτησε τρία παιδάκια. Ήταν ηλικιωμένος φυσικά και σκεφτόταν τα παιδιά του, όταν μεγαλώσουν, μήπως καταλάβουν την αδικία και γογγύσουν. Μου έλεγε:

«Εγώ δεν στενοχωριέμαι για την αδικία, γιατί διαβάζω το Ψαλτήρι. Ένα Κάθισμα το απόγευμα και δυο Καθίσματα πριν ξημερώση. Σχεδόν το έμαθα απ' έξω το Ψαλτήρι. Κανένας Ψαλμός δεν λέει ότι οι άδικοι έκαναν προκοπή. Ενώ τους δικαίους τους σκέφτεται ο Θεός. Εγώ, Πάτερ μου, δεν λυπάμαι τα κτήματα που έχασα, αλλά λυπάμαι τα αδέρφια μου που χάνουν την ψυχή τους.»

Έφυγε μετά ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος και με ξαναεπισκέφθηκε μετά από δέκα χρόνια περίπου, πολύ χαρούμενος, και με ρωτάει: «Με θυμάσαι, Πάτερ, με θυμάσαι;». «Ναι», του είπα και τον ρώτησα πώς περνάει. «Έγινα πλούσιος τώρα», μου απάντησε. «Και πώς έγινες πλούσιος αδερφέ;». «Νά, εκείνα τα άχρηστα χωράφια, οι αμμουδιές, πήραν μεγάλη αξία, γιατί ήταν παραθαλάσσια. Αυτήν την φορά ήρθα να μου πής τί να τα κάνω τα πολλά χρήματα που έχω». «Να εξασφαλίσης τα παιδιά σου με ένα σπιτάκι και να κρατήσης μερικά χρήματα και για τις σπουδές τους, μέχρι να τακτοποιηθούν». «Έχω και για τα παιδιά μου, μου λέει, αλλά πάλι είναι πολλά». «Δώσε στους φτωχούς συγγενείς σου πρώτα και μετά σε άλλους φτωχούς».
«Έδωσα, Πάτερ, αλλά πάλι είναι πολλά». «Δώσε, για να φτιάξουν τον Ναό του χωριού σου και τα εξωκκλήσια». «Έδωσα, αλλά πάλι είναι πολλά». Τότε του λέω: «Θα εύχωμαι να σε φωτίζη ο Χριστός, για να κάνης καλωσύνες εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη αναγκη».

Μετά τον ρώτησα: «Τί κάνουν τα αδέρφια σου; που βρίσκονται;». Ξέσπασε σε κλάμα και με λυγμούς μου απάντησε: «Δεν ξέρω, Πάτερ μου, χάθηκαν και τα ίχνη τους. Είχαν πουλήσει τα κτήματα από το χωριό, ελαιώνες και χωράφια, και τώρα δεν ξέρω που βρίσκονται. Είχαν πάει πρώτα στην Γερμανία, μετά στην Αυστραλία και τώρα δεν ακούγονται». Μετανόησα που τον ρώτησα για τα αδέρφια του, γιατί δεν ήξερα πώς θα λυπηθή τόσο πολύ. Τον παρηγόρησα μετά και έφυγε ειρηνικός. Του είπα να ευχηθούμε και οι δυο να μάθουμε και γι' αυτούς χαρούμενες ειδήσεις. Θυμήθηκα μετά τον Ψαλμό που λέει:

«Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου. Και παρήλθον και ιδού ουκ ήν και εζήτησα αυτόν και ούχ ευρέθη ο τόπος αυτού»44. Αυτό ακριβώς συνέβη με τα ταλαίπωρα αδέρφια του.

Χειρότερο πράγμα από την αδικία δεν υπάρχει. Οτιδήποτε κάνετε, κοιτάξτε νάχετε την ευλογία του Θεού.

(Λόγοι τόμος Α σελ.99-100)

κδ’ . Άλλοτε είπε ο Αββάς Αρσένιος στον Αββά Αλέξανδρο : « Μόλις αποσχίσης τους βλαστούς της φοινικιάς, έλα να φάμε μαζί. Και αν έλθουν ξένοι, φάγε μαζί τους ». Ο Αββάς Αλέξανδρος λοιπόν εργαζόταν κανονικά και με την ησυχία του. Και όταν ήλθε η ώρα, είχε ακόμη δουλειά. Θέλοντας δε να φυλάξη την εντολή του γέροντος, περίμενε να τελειώση την υπόλοιπη δουλειά. Ο Αββάς Αρσένιος τότε, σαν είδε ότι εκείνος καθυστέρησε, κάθισε και έφαγε, με τη σκέψη ότι θα είχε ξένους. Ο δε Αββάς Αλέξανδρος, τελειώνοντας αργά, πήγε στον γέροντα. Του λέγει λοιπόν ο Αββάς Αρσένιος : « Ξένους είχες ; ». Του απαντά : « Όχι ». Του λέγει : « Γιατί λοιπόν δεν ήλθες ; ». Και εκείνος του απαντά : «Γιατί μου είπες να έλθω όταν αποσχίσω τους βλαστούς. Και φυλάγοντας την εντολή σου, δεν ήλθα, γιατί μόλις τώρα τελείωσα τη δουλειά μου ». Και θαύμασε ο γέρων την ακρίβειά του. Και του λέγει : « Πιο γρήγορα να τρως, ώστε και τη σύναξή σου να κάνης ατάραχα και νερό να πιής. Γιατί, αν δεν κάνης έτσι, γρήγορα το σώμα σου θα ασθενήση ».
κε . Πήγε κάποτε ο Αββάς Αρσένιος σ’ ένα τόπο και υπήρχαν εκεί καλαμιές και κινήθηκαν από τον άνεμο. Και λέγει ο γέρων στους αδελφούς : « Τί είναι αυτό το θρόϊσμα ; ». Και του απαντούν: « Από τις καλαμιές είναι ». Τους λέγει λοιπόν ο γέρων : « Αληθινά, αν ένας ησυχαστής ακούση φωνή από στρουθί, δεν έχει πλέον η καρδιά του την ίδια ησυχία. Πόσο πιο πολύ θα συμβή αυτό μ’ εσάς, οπού έχετε το θρόϊσμα αυτών των καλαμιών ; ».
κστ’. Έλεγε ο Αββάς Δανιήλ : «Κάποιοι αδελφοί, οπού επρόκειτο να πάνε στη Θηβαΐδα, για να προμηθευτούν λινάρι, είπαν : Με την ευκαιρία αυτή, ας δούμε και τον Αββά Αρσένιο. Και μπαίνει ο Αββάς Αλέξανδρος και λέγει στον γέροντα : Μερικοί αδελφοί, οπού ήλθαν από την Αλεξάνδρεια, θέλουν να σε δουν. Του λέγει ο γέρων : Ρώτησέ τους για ποιά αιτία βρίσκονται εδώ. Και μαθαίνοντας ότι πηγαίνουν στη Θηβαΐδα για λινάρι, το είπε στον γέροντα. Τότε και αυτός του λέγει : Λοιπόν δεν πρέπει να δουν το πρόσωπο του Αρσενίου, γιατί δεν ήλθαν για μένα, αλλά για τη δουλειά τους. Καλοκάρδισέ τους και στείλε τους στο καλό, λέγοντάς τους ότι ο γέρων δεν μπορεί να τους συναντήση ».
κζ’ . Ένας αδελφός πήγε στο κελλί του Αββά Αρσενίου, σε Σκήτη. Σκύβει λοιπόν και κοιτάζει από τη θυρίδα και βλέπει τον γέροντα να είναι όλος σαν φωτιά. Και ήταν άξιος ο αδελφός εκείνος να το δη. Ύστερα έκρουσε και βγαίνει ο γέρων. Βλέποντας δε τον αδελφό σαν θαμπωμένο, του λέγει : « Χτυπούσες πολλή ώρα την πόρτα ; Μήπως είδες τίποτε εδώ ; ». Και απάντησε εκείνος: « Όχι ». Και μετά απ’ αυτή τη στιχομυθία, τον έστειλε στο καλό.
κη'. Ενώ ζούσε κάποτε ο Αββάς Αρσένιος στην Κάνωπο, ήλθε μια συγκλητική παρθένος, πολύ πλούσια και ευσεβής, από τη Ρώμη, για να τον δη. Την υποδέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος και εκείνη τον παρακάλεσε να πείση τον γέροντα να τη δεχθή. Πηγαίνει λοιπόν ο Θεόφιλος σ’ αυτόν και τον παρακαλεί, λέγοντας : « Η δείνα συγκλητική ήλθε από τη Ρώμη και θέλει να σε δη». Αλλά ο γέρων δεν δέχθηκε να τη συναντήση. Μόλις λοιπόν την πληροφόρησαν γι’ αυτό, προστάζει να της ετοιμάσουν υποζύγια και έλεγε : « Έχω εμπιστοσύνη στον Θεό ότι θα με αξιώση να τον δω. Γιατί δεν ήλθα να δω κοινό άνθρωπο. Πολλοί άνθρωποι υπάρχουν και στην πόλη μας. Προφήτη ήλθα να δω ». Και σαν έφθασε κοντά στο κελλί του γέροντος, κατά οικονομία Θεού, έτυχε να βρίσκεται ο γέρων έξω από το κελλί. Βλέποντάς τον λοιπόν, έπεσε στα πόδια του. Αλλά εκείνος τη σήκωσε με οργή. Και της λέγει έντονα : « Ήθελες να δης την όψη μου ; Λοιπόν, κοίτα τη ». Αυτή όμως, από συστολή, δεν σήκωσε τα μάτια της στο πρόσωπό του. Και της λέγει ο γέρων : « Δεν άκουσες τα έργα μου ; Αυτά είναι ανάγκη να βλέπη τινάς. Και πώς τόλμησες τόσο θαλασσινό ταξίδι να κάνης ; Δεν σκέφτεσαι ότι είσαι γυναίκα ; Δεν σου πρέπει να βγαίνης ποτέ για πουθενά. Ή το έκαμες για να γυρίσης στη Ρώμη και να πης στις άλλες γυναίκες ότι είδες με τα μάτια σου τον Αρσένιο και να γέμιση η θάλασσα από γυναίκες οπού θα πλέουν προς εμένα ; ». Και εκείνη του αποκρίνεται : « Αν θέλη ο Κύριος, κανέναν δεν θ’ αφήσω να έλθη εδώ. Αλλά, σε παρακαλώ, να προσεύχεσαι για μένα και να με μνημονεύης παντοτινά ». Και αυτός αποκρίθηκε και της είπε : « Παρακαλώ τον Θεό να σβήση τη θύμησή σου από την καρδιά μου ». Και ακούοντας εκείνη αυτά, έφυγε ταραγμένη. Και σαν έφτασε στην πόλη, της ήλθε πυρετός από τη στενοχώρια της. Πληροφορήθηκε ο μακάριος Θεόφιλος ότι έπεσε άρρωστη. Πηγαίνει λοιπόν κοντά της και της ζητούσε να του πη τί της συνέβαινε. Και εκείνη του λέγει : « Κάλλιο να μη ερχόμουν εδώ. Γιατί είπα στον γέροντα να με μνημονεύη και μου αποκρίθηκε : Εύχομαι στον Θεό να σβήση τη θύμησή σου από την καρδιά μου. Και να, τώρα, πεθαίνω από τη λύπη μου ». Και της λέγει ο Αρχιεπίσκοπος : « Δεν έλαβες υπ’ όψη σου ότι γυναίκα είσαι και με μέσο τις γυναίκες ο εχθρός βάζει σε πειρασμό τους αγίους ; Γι’ αυτό σου μίλησε έτσι ο γέρων. Ενώ για την ψυχή σου εύχεται παντοτινά ». Και έτσι θεραπεύτηκε ο λογισμός της και έφυγε με χαρά και γύρισε σπίτι της.
κθ’. Διηγήθηκε ο Αββάς Δανιήλ για τον Αββά Αρσένιο, ότι ένας δημόσιος λειτουργός ήλθε κάποτε, φέρνοντάς του τη διαθήκη ενός συγγενούς του συγκλητικού, οπού του άφηνε μια πολύ μεγάλη κληρονομιά. Και παίρνοντας την, ήθελε να τη σχίση. Και έπεσε ο επισκέπτης στα ποδιά του, λέγοντάς του : « Σε παρακαλώ, μη τη σχίσης. Γιατί θα χάσω το κεφάλι μου». Και του λέγει ο Αββάς Αρσένιος : « Εγώ πριν από εκείνον πέθανα. Αυτός δε τώρα μόλις πέθανε ». Και του την ξαναέβαλε στα χέρια να την πάρη και να φύγη, χωρίς να δεχθή τίποτε από την κληρονομιά.
λ'. Έλεγαν πάλι γι’ αυτόν : « Το βράδι του Σαββάτου, παραμονή της Κυριακής, άφηνε τον ήλιο πίσω του και άπλωνε τα χέρια του κατά τον ουρανό, προσευχόμενος, ωσότου πάλι έλαμπε ο ήλιος στο πρόσωπό του. Και έτσι, καθόταν ».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 22-25)

Διηγείται ο π. Παΐσιος: Ένας μπακάλης μου τύλιξε μια φορά μια ρέγκα σε ένα φύλλο απο το περιοδικό «Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη». Όταν την ξετύλιγα, έπεσε το μάτι μου στο κείμενο που ήταν γραμμένο στο χαρτί. Ήταν απο τον Αββά Ισαάκ. Το πήρα, το στέγνωσα στον ήλιο, το διάβασα και με διέλυσε. Με την ανάγνωση αυτήν πέρασα έναν χρόνο· το διάβαζα-το ξαναδιάβαζα, κι έτσι αγάπησα τον Αββά Ισαάκ. Αναρωτήθηκα αν υπάρχει βιβλίο. Έψαξα και τρόμαξα να βρω και να πάρω το βιβλίο στα χέρια μου. Κι εσείς τόσα και τόσα διαβάζετε· δεν σας κάνει εντύπωση; Αυτό που σας κάνει εντύπωση να το αντιγράφετε. Αν το αντιγράψετε και το φέρνετε συχνά στον νου σας, δεν θα το ξεχάσετε εύκολα και θα το εφαρμόσετε.

***
Σε μια κωμόπολη ζούσε μια κοπέλλα. Ήταν πολύ φτωχή. Και, το χειρότερο, ήταν τυφλή. Και τα δύο αυτά την έκαναν να αισθάνεται δυστυχισμένη. Άκουε τι ωραία περνούσαν οι άλλοι κυττάζοντας την φύση ή διαβάζοντας, και καιγόταν η καρδιά της. Και έκλαιε πικρά. Ήταν απαρηγόρητη.
Ένας καλός άνθρωπος, για να την βοηθήσει, της πρόσφερε μια Αγία Γραφή στην γλώσσα των τυφλών. Η κοπέλλα άρχισε να την διαβάζει ψηλαφώντας με τα δάχτυλα. Και όσο την μελετούσε και εμάθαινε, τι είναι ο Χριστός για εμάς, τόσο εγαλήνευε. Και τελικά εγέμισε χαρά και ειρήνη.
- Ευρήκα την χαρά! έλεγε. Τώρα άνοιξαν τα μάτια της ψυχής μου. Και αν μου λείπουν τα μάτια τα σωματικά, λίγο με πειράζει πια!
Μα κάποτε η κοπέλλα αυτή έπαθε μια νόσο δερματική. Χάλασε στα δάχτυλά της η αφή. Και δεν μπορούσε πια να ψηλαφάει και να καταλαβαίνει την γραφή των τυφλών. Έκλαιε. Γιατί είχε χάσει την δυνατότητα να παίρνει δύναμη και χαρά από το άγιο αυτό βιβλίο. Και ήταν απελπισμένη.
Μα μια ημέρα επήρε με λαχτάρα το ιερό βιβλίο και το έφερε στο στόμα να ασπασθή τα γράμματά του, που μας μεταφέρουν την σοφία και τον λόγο του Θεού. Και τότε έκαμε μια παράξενη ανακάλυψη. Κατάλαβε οτι μπορούσε να διαβάζει την γραφή των τυφλών με τα χείλη της! Και ξαναγέμισε η ζωή της χαρά. Της την έδινε η μελέτη του λόγου του Θεού.

***

Μια γυναίκα που δεν ήταν χριστιανή, (στο όνομα Ευδοκία και στο επάγγελμα πόρνη), τυχαία άκουσε κάποιον να διαβάζει φωναχτά ένα βιβλίο στο διπλανό της σπίτι. Επρόκειτο για ένα μοναχό, που εφιλοξενείτο εκεί και εδιάβαζε στους ευσεβείς οικοδεσπότες μία διδασκαλία περί της Μελλούσης Κρίσεως και της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού.
Η Ευδοκία -και λόγω επαγγέλματος- είχε πολύ καλή σχέση με τους καθρέφτες. Ακούγοντας όμως την αφυπνιστική αυτή ανάγνωση, αισθάνθηκε οτι για πρώτη φορά κοιταζόταν σε καθρέφτη, που της έλεγε την αλήθεια. Δηλαδή της φανέρωνε την αποκρουστική ασχήμια της ψυχής της. Και αντί να σπάσει τον ενοχλητικό καθρέφτη -όπως συνήθως γίνεται σε παρόμοιες περιπτώσεις- ζήτησε απο τον μοναχό Γερμανό να την βοηθήσει να κοιταχτή καλύτερα στον καθρέφτη των εντολών του Θεού.
Το αποτέλεσμα ήταν οτι σε λίγο βαπτίσθηκε. Και έζησε στο εξής με μετάνοια και φόβο Θεού, αφιερώνοντας όλο τον χρόνο της στον στολισμό της με το χρυσάφι των αρετών. Και ο Χριστός, βλέποντας την λαχτάρα της για την αληθινή Ομορφιά, της χάρισε την ευκαιρία να αποκτήσει το κορυφαίο στολίδι: τον μαρτυρικό στέφανο. Οι διώκτες των χριστιανών την αποκεφάλισαν επί βασιλείας του αυτοκράτορος Τραϊανού. Εορτάζει την 1ην Μαρτίου.

 

Κεφάλαιο 34: Τι δίδασκε ο Αββάς Θεόδωρος σχετικά με την προσπάθεια του μοναχού να κατανοήσει την Αγία Γραφή.
Αυτός ο Γέροντας λοιπόν, σε μερικούς αδελφούς, οι οποίοι ήταν γεμάτοι θαυμασμό για την απαστράπτουσα γνώση και σοφία του και γι’ αυτό του ζήτησαν να τους εξηγήσει το νόημα κάποιων χωρίων της Αγίας Γραφής, απάντησε: «Ο μοναχός που επιθυμεί να αποκτήσει τη γνώση της Αγίας Γραφής, δεν χρειάζεται να κάνει τον κόπο να μελετάει τα βιβλία των ερμηνευτών της, αλλά μάλλον θα πρέπει να αφιερώνει όλη τη δραστηριότητα του νου του και όλη την προσοχή της καρδιάς του στην κάθαρση από τα σαρκικά πάθη.

Όταν αυτά εκδιωχθούν από την καρδιά, τότε τα μάτια της ψυχής αμέσως ανοίγουν. Γιατί αποτραβιέται το πυκνό πέπλο των παθών και έτσι αποκαλύπτονται με φυσικό τρόπο όλα τα μυστήρια της Αγίας Γραφής. Η Χάρη του Αγίου Πνεύματος δεν έχει βέβαια σκόπιμα αποκρύψει αυτά τα μυστήρια από μερικούς ανθρώπους, ώστε να παραμένουν αυτά για τους πολλούς άγνωστα και κρυφά. Εννοώ ασφαλώς, ότι από δικό μας λάθος δεν μας έχουν αποκαλυφθεί τα βαθύτερα αυτά νοήματα της Αγίας Γραφής.

Κι αυτό, γιατί το πέπλο των αμαρτιών μας σκοτεινιάζει τα μάτια της ψυχής μας. Όταν όμως αποκτήσουμε την πνευματική υγεία και τη φώτιση, τότε και μόνη η ανάγνωση της Αγίας Γραφής αρκεί να μας φέρει την αληθινή γνώση. Δεν υπάρχει τότε ανάγκη να ανατρέχουμε στη διδασκαλία των ερμηνευτών, όπως ακριβώς και τα σωματικά μάτια δεν χρειάζονται τη διδασκαλία κανενός για να δούνε, εκτός αν η αρρώστια τα έχει τυφλώσει.
Αντιληφθήκατε, νομίζω, από που προέρχονται όλα αυτά τα ερμηνευτικά λάθη και οι πλάνες. Οι παρερμηνείες και οι πλάνες προέρχονται από το ότι οι περισσότεροι βιάζονται να εισχωρήσουν στα νοήματα της Αγίας Γραφής, χωρίς καθόλου να φροντίσουν πιο πριν να έχουν καθαρίσει την καρδιά τους. Έτσι, λόγω της διαφορετικής παχύτητας ή ακαθαρσίας της καρδιάς τους, αυτοί κατανοούν διαφορετικά πράγματα, από εκείνα που θέλει να εκφράσει το συγκεκριμένο κείμενο. Και μάλιστα, αυτά πολλές φορές είναι αντίθετα προς την Πίστη και συχνά έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους. Έτσι, αυτοί οι άνθρωποι αδυνατούν να αναγνωρίσουν, και πολύ περισσότερο, να δεχθούν το φως της αλήθειας».

(αββά Κασσιανού, τόμος Β, εκδ. Ετοιμασία, σελ. 419-420)

Η προφητεία της δαιμονισμένης. 
Ο παπα-Χρυσόστομος μας διηγήθηκε πως πριν από πολλά χρόνια είχε μεταβεί ως Πνευματικός στην Κεφαλληνία και επισκέφθηκε το γυναικείο Μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου του Νέου. Όταν έφθασε εκεί, ήταν μεσημέρι και στην είσοδο του μοναστηριού βρέθηκε μία γυναίκα. Ο Πνευματικός ρώτησε τη γυναίκα που βρισκόταν στην είσοδο: «Δεν είναι ’δω κανείς άλλος;». Εκείνη απάντησε: «Όχι, εδώ είμαι μόνον εγώ! Οι άλλοι πάνε όλοι στο Άγιον Όρος».
Ο Πνευματικός, όταν άκουσε αυτά, ξαφνιάστηκε και ρώτησε πάλι τη γυναίκα: «Και τι πάνε να κάνουν εκεί;». Η γυναίκα, με πολλή παρρησία και αναίδεια, του είπε: «Εκεί, σε λίγο, θα κάνουν κάθε Μοναστήρι Μητρόπολη, κάθε Κελλί Σύνοδο και κάθε Καλύβη Πατριαρχείο!».
Όταν η γυναίκα εκείνη έλεγε αυτά στον παπα-Χρυσόστομο, φάνηκε από το βάθος της αυλής της μονής να έρχεται προς την είσοδο βιαστικά μία μοναχή. Η μοναχή αυτή διέκοψε τη συζήτηση και είπε στον Πνευματικό ότι η γυναίκα αυτή έχει φοβερό δαιμόνιο και να μη δίνει σημασία σ’ αυτά που του λέει.
Στην πραγματικότητα όμως, όλα όσα είπε η δαιμονισμένη εκείνη, κατά παραχώρηση Θεού, στον παπα-Χρυσόστομο βγήκαν σωστά, γιατί ύστερα από λίγο, το 1924-25, «φύτρωσε» το ημερολογιακό ζήτημα, που κατατάραξε κυριολεκτικά το Άγιον Όρος με τους λεγομένους «ζηλωτές».

(Το Γεροντικόν από το περιβόλι της Παναγιάς, εκδ. Άθως, σελ. 274-275)

Βλέπεις, αδελφέ, ότι τίποτε εντελώς δεν έχει ένας τέτοιος άνθρωπος; Εσύ λοιπόν να έχεις στη μνήμη σου τα λόγια που ακούς, και να βαδίσεις ορθά το δρόμο σου. Πρόσεχε μήπως αφήσεις τα πετεινά του ουρανού να κατέβουν και να φάνε το σπόρο του Υιού του Θεού. Διότι ο ίδιος είπε ότι «ο σπόρος είναι ο λόγος που ακούσατε». Κρύψε το σπόρο στα σπλάχνα της γης· δηλαδή, κρύψε το λόγο μέσα στην καρδιά σου, για να καρποφορήσεις για τον Κύριο με το φόβο σου. Όταν μάλιστα διαβάζεις, να διαβάζεις με επιμέλεια και κόπο, προχωρώντας το στίχο με πολλή προσοχή· και μη δείξεις προθυμία να περνάς μόνο τα φύλλα, αλλά αν είναι ανάγκη, μην οκνήσεις να περάσεις το στίχο και δυο και τρεις και πολλές φορές, για να καταλάβεις το νόημά του. Όταν επίσης πρόκειται να σταθείς να διαβάσεις ή να ακούσεις εκείνον που διαβάζει, παρακάλεσε πρώτα τον Θεό, λέγοντας:

«Κύριε Ιησού Χριστέ, άνοιξε τα αυτιά και τα μάτια της καρδιάς μου για να ακούσω τα λόγια σου, και να τα συναισθανθώ, και να κάνω το θέλημά σου, διότι εγώ είμαι προσωρινός στη γη. Κύριε, μην κρύψεις από μένα τις εντολές σου, αλλά πάρε το κάλυμμα από τα μάτια μου, και θα αντιληφθώ τα θαυμαστά νοήματα που πηγάζουν από το νόμο σου. Διότι σ’ εσένα ελπίζω, Θεέ μου, για να φωτίζεις εσύ την καρδιά μου».

Ναι, αδελφέ μου, παρακαλώ, έτσι πάντοτε να προσεύχεσαι στον Θεό, για να φωτίσει το νου σου και να φανερώσει σ’ εσένα το νόημα των λόγων του· διότι πολλοί οδηγήθηκαν σε πλάνη, επειδή εμπιστεύθηκαν στη σύνεσή τους, και ενώ ισχυρίζονταν ότι είναι σοφοί, κατάντησαν ανόητοι, επειδή δεν καταλάβαιναν αυτά που είναι γραμμένα, και έπεσαν σε βλασφημίες, και οδηγήθηκαν στην απώλεια.

Αν λοιπόν καθώς διαβάζεις συναντήσεις κάποια φράση δυσκολονόητη, πρόσεχε μήπως σε διδάξει ο Πονηρός να λες μέσα σου ότι «άλλο σημαίνει αυτή η φράση· διότι πώς μπορεί να σημαίνει αυτό;»· και τα παρόμοια. Όμως, αν πιστεύεις στον Θεό, να πιστεύεις και στα λόγια Του. Και να λες στον Πονηρό:

«Φύγε από μπροστά μου, Σατανά. Διότι εγώ γνωρίζω ότι τα λόγια του Θεού είναι λόγια καθαρά, όμοια με ασήμι που πυρακτώθηκε και δοκιμάσθηκε στη γη, και που έχει καθαρισθεί εντελώς, και μέσα του δεν υπάρχει τίποτε άδικο ή διεστραμμένο, αλλά όλα είναι αγαθά μπροστά σ’ εκείνους που τα κατανοούν, και όλα είναι ορθά για κείνους που αποκτούν γνώση. Εγώ όμως είμαι ανόητος και δεν τα καταλαβαίνω. Γνωρίζω λοιπόν ότι είναι γραμμένα με πνευματικό νόημα διότι ο Απόστολος λέει ότι ο νόμος είναι πνευματικός».

Στη συνέχεια λοιπόν σήκωσε το βλέμμα σου στον ουρανό και πες:

«Κύριε, πιστεύω στα λόγια σου και δεν αντιλέγω, αλλά έχω εμπιστοσύνη στα λόγια του Αγίου Πνεύματος. Εσύ λοιπόν, Κύριε, σώσε με, για να βρω χάρη μπροστά σου· διότι εγώ δε ζητώ άλλο τίποτε παρά μόνο τη σωτηρία, για να βρω το έλεος σου, εύσπλαχνε».

(Οσίου Εφραίμ του Σύρου έργα, τόμος Δ΄, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, σελ. 173-175)


Επί τέλους ενηλικιώθηκαν τα δίδυμα αδελφάκια Κοσμάς και Δαμιανός. Απόφοιτοι ήδη ανωτέρων σπουδών. Ο Κοσμάς διορίζεται δημοδιδάσκαλος και ο Δαμιανός δημόσιος υπάλληλος. Αποδεσμευμένος τώρα ο Χαράλαμπος, ετοιμάζεται πλέον για το μεγάλο όνειρο της ζωής του. Όμως και πάλιν αλλά προσκόμματα. Τώρα από μέσα στον θρησκευτικόν κύκλο. Συναντά την αντίδρασιν των ομοφρόνων του παλαιοημερολογιτών.
- Βρε καταλαβαίνετε; έδωσα υπόσχεσι στον Θεόν.
- Όχι, έχεις καθήκον χάριν του αγώνος να παραμείνης στον κόσμο. Κι εδώ αφιερωμένος είσαι.
Έτσι λοιπόν και πάλιν κωλυσιεργείται η αναχώρησις. Αυτό εβάσταξε μέχρι το έτος 1950. Μέχρι τότε εφέρετο ως ένα από τα ηγετικά στελέχη του παλαιοημερολογιτικού αγώνα. Ο Χαράλαμπος διακατεχόταν από υπερβολικόν ζήλον, ωστόσον όμως, είχε και την διάκρισιν να ξεχωρίζη όρια. Εξιστορεί λοιπόν ο αείμνηστος Γέροντας τα εξής σχετικά:
«Όταν διαχωρίσαμε την θέσιν μας από την επίσημην Εκκλησίαν, επειδή ακλουθούσε το νέον ημερολόγιον, αντιμετωπίσαμε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Ήμασταν ακέφαλοι. Προσχώρησαν στους παλαιοημερολογίτες αρκετοί κληρικοί. Κατέβηκαν και μερικοί παπάδες από το Άγιον Όρος. Όμως κεφαλή δεν είχαμε. Το 1935, ο Φλωρίνης Χρυσόστομος αποχώρησε από την επίσημην Εκκλησίαν και προσχώρησε σ’ εμάς τους παλαιοημερολογίτες. Το γεγονός αυτό, το χαιρετήσαμε με μεγάλη χαρά. Μέσα στους κόλπους όμως των παλαιοημερολογιτών υπήρχε μία διχογνωμία. Οι μεν πίστευαν ότι με την αλλαγήν του ημερολογίου εχάθηκε και η χάρις, οι άλλοι έλεγαν, ότι η χάρις υπάρχει και ότι η θέση μας είναι θέσις διαμαρτυρίας. Με τους δεύτερους ήμουν κι εγώ σύμφωνος.
Όταν προσχώρησεν ο Φλωρίνης, και αυτός το ίδιο υποστήριζε. Μάλιστα με εγκύκλιον, απ’ ότι θυμάμαι, διακήρυξε: “Μητέρα μας είναι η Εκκλησία της Ελλάδος και απ’ εκεί αντλούμε χάριν. Όμως διαμαρτυρόμαστε και διαχωρίζουμε τις ευθύνες μας για την αλλαγήν του ημερολογίου”. "Όμως κατά το 1950 υπερίσχυσαν οι φανατικοί. Μαζευτήκαμε με πρόεδρον τον δεσπότη σε συνέδριον. Τους εξηγούσεν ο ίδιος και τους παρακαλούσε:
Σας παρακαλώ μη πιάνετε τα άκρα. Ακούστε με και σας υπόσχομαι, ότι θα κερδίσουμε τον αγώνα. Εγώ δέκα ολόκληρα χρόνια ήμουν νεοημερολογίτης επίσκοπος. Αν υποστηρίξω ότι με το νέον εχάθηκε η χάρις, τότε και εγώ δεν έχω χάριν είμαι ψευδεπίσκοπος.
Οι φανατικοί τίποτε. Του απαντούσαν:
- Εσύ είσαι δεσπότης• έχεις χάριν γιατί είσαι παλιοημερολογίτης(9) . Όμως οι νεοημερολογίτες δεν έχουν μυστήρια.
Προσπάθησα κι εγώ να συζητήσω• είδα όμως, ότι δεν έβγαινε τίποτε. Ασυνεννοησία και σύγχυσις. Στο τέλος υποχρεώνουν και τον Χρυσόστομον να υπογράψη ως πρόεδρος μιαν εγκύκλιον, ότι η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος με την προσχώρησι στο νέον ημερολόγιον αυτομάτως έγινεν αιρετική και έχασε την χάριν. Ακούστηκε μάλιστα να λέη ο επίσκοπος: “Υπογράφω αυτό που δεν φρονώ”. Κι όμως υπόγραψε . Μόλις έπεσεν στα χέρια μου αυτό το χαρτί (η εγκύκλιος) τόσο πολύ στενοχωρέθηκα, τόσον έκλαυσα, τόσον απογοητεύτηκα ώστε έλεγα μόνος μου: “Αχ ταλαίπωρε, ο Θεός σε κάλεσε για την αγγελική ζωή και συ έκατσες να σώσης τον κόσμον. Να και τ’ αποτελέσματα. Όσο, λοιπόν, πιο γρήγορα μπορείς, τρέξε στον προορισμό σου, μη τυχόν σε βρη απότομα κανένας θάνατος και φανής ασυνεπής στην υπόσχεσιν που έδωκες στον Θεόν”».
(9). Ο συνετός και έξυπνος αυτός αρχιερέας, εννόησεν ότι την εποχής εκείνην, εκτός των δεδηλωμένων Παλ/γιτών, και η συντριπτική πλειοψηφία του λαού τασσόταν υπέρ του παλαιού ημερολογίου. Θα ήταν αναπόφευκτο να μην επανερχόταν η επίσημη Εκκλησία με το παλαιόν ημοερολόγιον, αν με μια συντηρητική και συνετή στάσιν, η ηγεσία των παλ/γιτων αποσπούσεν την πλειοψηφίαν του ορθοδόξου ποιμνίου. Τουναντίον ο φανατισμός, ο εγωισμός, οι φιλοδοξίες και ο διχασμός των ηγετών, επέφεραν τ’ αντίθετα αποτελέσματα....

....Σε άλλον αδελφόν, που απορούσε για την τόσο μεγάλη μεταδοτικότητα του Γέροντα, του απάντησεν ως εξής:
«Το χάρισμα αυτό εγώ το κληρονόμησα από τους γονείς μου. Ότι βλέπεις από μικρός, το μαθαίνεις. Ο πατέρας μου ήταν πολύ ελεήμων. Ακόμα παραδειγματίστηκα πολύ στην Δράμα, πριν γίνω μοναχός, από μια γυναίκα. Η γυναίκα αυτή, δεν σταματούσε να μοιράζει στους φτωχούς. Που τα εύρισκε, ήταν κι αυτό άλλο ένα θαύμα. Όλοι οι φτωχοί της λέγανε κάθε μέρα: “Ν’ αγιάση το χέρι σου, ν’ άγιάση το χέρι σου”. Ήλθεν επιτέλους ο καιρός της να πεθάνει. Εγώ τόσο πολύ την εκτιμούσα, ώστε ήθελα να πάω στην κηδεία της. Τι να πης, όμως; Οι παλαιοημερολογίτες μου λένε: “Όχι, απαγορεύεται. Αυτή είναι με το νέον”. Έδωσα τόπο στην οργή, δεν πήγα. Όμως τί έγινε; Μετά από καιρόν, έκαμαν το λείψανό της εκταφήν. Έ, λοιπόν, εκείνο το χέρι το δεξί, που ελεούσε, ήταν ολοκίτρινο, όπως τ’ άγια λείψανα, και μοσχοβολούσε. Αυτό, όταν το έμαθα, δεν άκουσα κανέναν. Επήγα ο ίδιος και το είδα με τα μάτια μου. Μάλιστα αυτό μου στερέωσε πολύ τον λογισμόν, ότι η χάρις υπάρχει και με το νέον ημερολόγιον και το ’λεγα πάντα σε μερικούς φανατικούς παλαιοημερολογίτες».

(Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης, Ιωσήφ Μ.Δ. σελ. 53-55 και 301-302)

Το ωμοφόριο του πατριάρχη. 
Ο πατριάρχης Αντιοχείας Εφραίμιος (527-546) είχε θερμό ζήλο για την ορθόδοξη πίστη. Όταν λοιπόν άκουσε ότι στην περιοχή της Ιεραπόλεως ασκήτευε κάποιος αιρετικός στυλίτης, πήγε κοντά του για να τον επαναφέρη στην Ορθοδοξία.
Αφού συζήτησαν αρκετά, ο στυλίτης επέμενε και ζήτησε έμπρακτες αποδείξεις.
- Δηλαδή τι θέλεις; Με τι τρόπο να σου αποδείξω την ορθότητα των δογμάτων μας;
- Να, κύριε πατριάρχη, αποκρίθηκε ο στυλίτης. Ν’ ανάψουμε μια φωτιά και να μπούμε και οι δύο μέσα! Όποιος δεν καή, αυτός θα είναι πραγματικά ορθόδοξος.
Τότε ο θειος Εφραίμιος του λέει:
- Έπρεπε, παιδί μου, να μ’ ακούσης σαν πατέρα και τίποτε περισσότερο να μη ζητήσης. Επειδή όμως ζήτησες απόδειξη που ξεπερνά τις δικές μου δυνάμεις, θα εμπιστευθώ στον Κύριό μου και θα το κάνω αυτό για τη σωτηρία της ψυχής σου!
Γυρίζει μετά στους ακολούθους του και τους παραγγέλλει:
- Ευλογητός ο Θεός. Φέρτε εδώ μερικά ξύλα.
Και αφού τα έφεραν, ανάβει φωτιά ο πατριάρχης μπροστά στον στύλο και απευθύνεται στον στυλίτη.
- Κατέβα λοιπόν να μπούμε και οι δύο στη φωτιά αυτή, όπως ζήτησες.
Κατάπληκτος εκείνος για την πίστη του πατριάρχη, αρνείται να κατεβή.
- Εσύ δεν το πρότεινες αυτό; Του λέει ο πατριάρχης. Πώς τώρα αρνείσαι να κατέβης;
Τότε ο θείος Εφραίμιος έβγαλε το ωμοφόριο του, πλησίασε τη φωτιά και προσευχήθηκε:
- Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μας, ο οποίος σαρκώθηκες για τη σωτηρία μας από τη Δέσποινά μας, Αειπάρθενη Θεοτόκο, φανέρωσέ μας την αληθινή πίστη.
Μόλις τελείωσε την προσευχή αυτή, πέταξε το ωμοφόριο στη μέση της φωτιάς. Η φωτιά άναβε πολλή ώρα και αποτέφρωσε όλα τα ξύλα. Μόλις έσβησε, πλησίασαν και πήραν το ωμοφόριο σώο και άβλαβές, χωρίς ίχνος καψίματος.
Ο στυλίτης, συγκλονισμένος, αναθεμάτισε την αίρεση στην οποία πίστευε, προσήλθε στην Ορθοδοξία και σύντομα κοινώνησε από τα χέρια του πατριάρχη.
(Λειμωνάριον, στο Χαρίσματα και χαρισματούχοι,τόμος  Γ , εκδ. Ι Μ Παρακλήτου, σελ191-192)

(ο διάβολος εμφανίζεται στον ηγούμενο της μονής Νιαμέτς γέροντα Σωφρόνιο και του λέει πως οι δαίμονες δεν φοβούνται πλέον τους μοναχούς. Εξηγεί όμως το λόγο...). 

... Μετά το θάνατό του όμως τα πράγματα άλλαξαν κάπως και μπορέσαμε ν’ αποδεσμεύσουμε απ' αυτό το φρούριο δέκα χιλιάδες δικούς μας. Έτσι μείναμε εδώ πενήντα χιλιάδες. Όταν οι μοναχοί άρχισαν ν' αμελούν τον κανόνα τους ενδιαφέρονται περισσότερο για τους αγρούς,τα κτίρια τ' αμπέλια, απαλλάξαμε άλλους δέκα χιλιάδες από τα καθήκοντά τους εδώ και οι υπόλοιποι σαράντα χιλιάδες μείναμε για να συνεχίσουμε τις προσβολές μας. Λίγα χρόνια αργότερα, από τους μοναχούς αποφάσισαν ν’ αλλάξουντο τυπικό πού Παϊσίου, διαφώνησαν μεταξύ τους και μερικοί έφυγαν. Στο μεταξύ δόθηκε άδεια σε λαϊκούς να νοικιάζουν δωμάτια στο μοναστήρι και όταν μάλιστα έφεραν και τις γυναίκες τους μέσα, κάναμε γιορτή για τη νίκη μας και μειώσαμε το στρατό μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμα. Αργότερα πού άνοιξαν και τα σχολεία για νεαρά αγόρια ο πόλεμος πλησίαζε προς το πέλος του πια και μπορέσαμε να μειώσουμε τις δυνάμεις μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμα, αφήνοντας εδώ μόνο είκοσι χιλιάδες δικούς μας να επιβλέπουν τους μοναχούς».
Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος άκουσε όλ’ αυτά αναστέναξε μέσα του και ρώτησε το μαύρο δαίμονα:
- Τι ανάγκη έχετε να μένετε ακόμα στο μοναστήρι αφού βλέπετε, όπως ο ίδιος ομολογείς, πως οι μοναχοί έχουν παραιτηθεί από τον πόλεμο; Τι άλλη δουλειά έμεινε εδώ για σάς;
Και κείνος ο παγκάκιστος, εξαναγκασμένος από τη δύναμη τού Θεού, αποκάλυψε το μυστικό του.
- Είναι αλήθεια πώς δεν υπάρχει κανένας πια να μάς πολεμήσει όπως παλιά, αφού η αγάπη σας έχει ψυχραθεί κι’ έχετε προσκολληθεί σ' επίγειες και κοσμικές υποθέσεις. Υπάρχει όμως κάτι ακόμα στο μοναστήρι πού μας ενοχλεί και μάς ανησυχεί. Είναι αυτά τα κουρελόχαρτα, τα βιβλία -στον όλεθρο να πάνε!-πού έχετε στη βιβλιοθήκη σας. Ζούμε με το φόβο και τον τρόμο μήπως κάποιος από τους νεότερους μοναχούς τα πιάσει στα χέρια κι αρχίσει να τα διαβάζει. Μόλις αρχίσουν να διαβάζουν τα καταραμένα αυτά κουρελόχαρτα, μαθαίνουν την αρχαία ευλάβεια εχθρότητά σας εναντίον μας κι οι νεαροί αρχαρίου ξεσηκώνονται. Μαθαίνουν άπ’ αύτα πως οι παλιοί χριστιανοί, μοναχοί και λαϊκοι, συνήθιζαν να προσεύχονται αδιάλειπτα, να νηστεύουν, να εξετάζουν και να έξαγορεύονται τους λογισμούς, ν’ αγρυπνούν και να ζουν σαν ξένοι και παρεπίδημοι σ' αυτόν τον κόσμο. Μετά, απλοϊκοί όπως είναι, αρχίζουν να θέτουν τις ανοησίες αυτές σ' εφαρμογή. Ακόμα παίρνουν στα σοβαρά όλη την Αγία Γραφή. Μας βρίζουν και ωρύονται εναντίον μας σαν άγρια θηρία. Αρκεί να σου πω, πως ένας άπ’ αυτούς τους ανόητους θερμοκέφαλους είναι αρκετός για να μας διώξει όλους από δω. Είναι τόσο ανηλεείς κι ασυμβίβαστοι εναντίον μας όσο ο θανατωμένος αρχηγός σας (ο Σωτήρας). Επί τέλους έχουμε τόση ειρήνη και ηρεμία μαζί σας. Αυτά τα αποκαλούμενα πνευματικά βιβλία σας όμως είναι μια διαρκής πηγή εχθρότητας και ταραχής. Γιατί δεν μπορούμε να έχουμε ειρήνη; Γιατί εσείς δε διαβάζετε τα βιβλία μου; Δεν είναι κι αυτά πνευματικά; Κι εγώ πνεύμα δεν είμαι; Κι εγώ εμπνέω ανθρώπους να γράφουν βιβλία. Δε φτάνει παρά να πέσει ένα άπ’ αυτά τα παλιόχαρτα, που τα λέτε περγαμηνές, στα χέρια ενός απλού κι ανόητου κι αρχίζει εκ νέου καινούργιος πόλεμος από την αρχή. Έτσι αναγκαζόμαστε να φεύγουμε και v’ αρπάζουμε πάλι τα όπλα εναντίον σας.
Ανήμπορος πια να κρατήσει σιωπή, ο φτωχός ηγούμενος τον ρώτησε:
- Ποιο είναι το μεγαλύτερο όπλο σας εναντίον των μοναχών στους καιρούς μας;
Και κείνος απάντησε:
- Όλο το ενδιαφέρον μας σήμερα στρέφεται στο να κρατήσουμε τους μοναχούς και τις μοναχές μακριά από πνευματικές ενασχολήσεις, ιδιαίτερα δε από την προσευχή και τη μελέτη αυτών των καπνισμένων βιβλίων. Γιαπί δε δαπανάτε περισσότερο χρόνο στη φροντίδα των κήπων και των αμπελιών, στο ψάρεμα, στασχολεία για τους νέους, στη φιλοξενία όλων αυτών των καλών ανθρώπων πού έρχονται εδώ το καλοκαίρι για καθαρό αέρα και υγιεινό νερό; Οι μ,μοναστές πού ασχολούνται με τέτοια πράγματα πιάνονται στα δίχτυα μας όπως οι μύγες στον ιστό τής αράχνης. Ως ότου όλα αυτά βιβλία καταστραφούν ή φθαρούν από το χρόνο, δε θα ειρηνέψουμε. Είναι σαν σαΐτες και βέλη για μας.
Δεν είχε καλά καλά τελειώσει τα λόγια αυτά και σήμανε το σήμαντρο την ακολουθία τού όρθρου. 'Ο αρχηγός των δαιμόνων εξαφανίστηκε αμέσως σαν καπνός. Ο γέροντας ξεκίνησε με μεγάλο πόνο ψυχής, εξαιτίας των αποκαλύψεων αυτών, και μπήκε στην εκκλησία. Όταν μαζεύτηκαν οι μοναχοί τους διηγήθηκε με δάκρυα στα όλα όσα είδε κι άκουσε κατά τη διάρκεια τής φοβερής αυτής οπτασίας. Και μετά έδωσε εντολή να καταγραφούν όλα αυτά να ωφεληθούν οι επιγενόμενοι.

(Γεροντικό του Βορρά τόμος Β, Πέτρου Μπότση, Αθήνα 2005, σελ. 160-162)

katafigioti

lifecoaching