Του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου
α. 0 άγιος Αββάς Αντώνιος, διαμένοντας κάποτε στην έρημο, βρέθηκε σε ακηδία και σε πολύ σκοτείνιασμα των λογισμών του. Έλεγε λοιπόν στον Θεό : « Κύριε, θέλω να σωθώ, αλλά δεν με αφήνουν οι λογισμοί μου. Τί να κάμω μέσα σ’ αυτή τη θλίψη μου; Πώς να σωθώ; » Βγαίνει λοιπόν για λίγο έξω από το κελλί του. Και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του. Εκείνος ο άνθρωπος καθόταν και εργαζόταν. Ύστερα άφηνε το εργόχειρο του, σηκωνόταν και προσευχόταν. Και πάλι καθόταν και έφτιαχνε πλεξούδες. Κατόπιν δε, ξανασηκωνόταν για να προσευχηθή. Και ήταν Άγγελος Κυρίου, σταλμένος για να διορθώση και να ασφαλίση τον Αντώνιο. Άκουσε λοιπόν τον Άγγελο να του λέγη: «Έτσι κάνε και θα σωθής». Ακούοντας δε αυτά τα λόγια, πολλή χαρά πήρε και θάρρος. Και έτσι κάνοντας, σωζόταν.
β. Ο ίδιος ο Αββάς Αντώνιος, ατενίζοντας στο βάθος των κρίσεων του Θεού, ρώτησε: «Κύριε, πώς συμβαίνει, μερικοί να ζουν λίγο στη γη και άλλοι να φθάνουν σε βαθειά γηρατειά; Και γιατί άλλοι να βρίσκωνται μέσα σε πενία και άλλοι να είναι πλούσιοι; Και πώς οι άδικοι μεν πλουταίνουν, ενώ οι δίκαιοι πένονται;». Και άκουσε φωνή να του λέγη : « Αντώνιε, κοίτα τον εαυτό σου. Αυτά τα κανονίζει ο Θεός κατά την κρίση του και δεν συμφέρει να τα μάθης ».
γ. Ρώτησε κάποιος τον Αββά Αντώνιο, λέγοντας : «Τί να τηρήσω, για να είμαι αρεστός στον Θεό; ». Και του αποκρίθηκε ο γέρων και του είπε : « Να τηρής όσα σου εντέλλομαι. Και όπου και αν πηγαίνης, τον Θεό να έχης πάντα μπροστά στα μάτια σου. Και ό,τι κάνεις ή λέγεις, ας είναι σύμφωνο με την Αγία Γραφή. Και σε όποιο τόπο μένεις, μη φεύγεις γρήγορα από εκεί. Αυτά τα τρία να φυλάς και σώζεσαι».
δ. Είπε ο Αββάς Αντώνιος στον Αββά Ποιμένα : «Να τι είναι το μεγάλο έργο του ανθρώπου : Να αναλαμβάνη, μπροστά στον Θεό, την ευθύνη των σφαλμάτων του και να περιμένη πειρασμούς έως τη στερνή του πνοή ».
ε . 0 ίδιος είπε : « Κανείς δεν μπορεί να εισέλθη στη βασιλεία των ουρανών, χωρίς να δοκιμάση πειρασμούς. Βγάλε από τη μέση τους πειρασμούς και τότε κανείς δεν θα υπάρχη όπου να σώζεται ».
στ. Ρώτησε ο Αββάς Παμβώ τον Αββά Αντώνιο: « Τί να κάμω; ». Και του λέγει ο γέρων: « Να μη έχης πεποίθηση στην αρετή σου. Μήτε να μεταμελήσαι για πράγμα όπου πέρασε πια. Και να κυριαρχής στη γλώσσα σου και στην κοιλιά σου ».
ζ . Είπε ο Αββάς Αντώνιος: « Είδα όλες τις παγίδες του εχθρού ( ήγουν του διαβόλου ) απλωμένες πάνω στη γη. Και στέναξα και είπα : Ποιός άρα θα τις προσπέραση χωρίς να τον πιάσουν; Και άκουσα φωνή να μου λέγη : Η ταπεινοφροσύνη».
η . Είπε πάλι : « Είναι μερικοί που έλυωσαν τα σώματα τους με την άσκηση, επειδή όμως τους έλειπε η διάκριση, μακριά από τον Θεό βρέθηκαν ».
θ. Είπε πάλι : « Από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Αν κερδίσουμε τον αδελφό μας, τον Θεό κερδίζουμε. Αν σκανδαλίσουμε τον αδελφό μας, στον Χριστό αμαρτάνουμε ».
ι . Είπε πάλι: « Καθώς τα ψάρια, αν χρονοτριβήσουν στη στεριά, πεθαίνουν, έτσι και οι μοναχοί, χρονοτριβώντας έξω από το κελλί τους ή με λαϊκούς περνώντας την ώρα τους, χάνουν τη δύναμη του ησυχασμού τους. Πρέπει λοιπόν, όπως έχει το ψάρι ανάγκη να ξαναβρεθή γρήγορα στη θάλασσα, έτσι και εμείς να σπεύδουμε να γυρίσουμε στο κελλί. Γιατί, καθυστερώντας έξω, μπορεί να λησμονήσουμε την εσωτερική ζωή ».
ια. Είπε πάλι : « Όποιος κάθεται στην έρημο και ησυχάζει, από τρεις πολέμους είναι απαλλαγμένος : της ακοής, της ομιλίας και της δράσεως. Και ένα μόνο πόλεμο έχει: τον πόλεμο της καρδιάς ».
ιβ. Μερικοί αδελφοί πήγαν στον Αββά Αντώνιο για να του αναγγείλουν φαντασίες όπου έβλεπαν και να μάθουν απ’ αυτόν αν ήταν αληθινές ή προέρχονταν από δαίμονες. Είχαν δε και έναν όνο, όπου τους ψόφησε στον δρόμο. Μόλις λοιπόν έφθασαν στον γέροντα, τούς πρόλαβε και τους είπε : «Πώς ψόφησε το γαϊδουράκι στον δρόμο;». Του λέγουν : «Πού το ξέρεις, Αββά;» Και εκείνος τους λέγει: « Οι δαίμονες μου το φανέρωσαν ». Και του απαντούν: « Εμείς γι’ αυτό ήλθαμε να σε ρωτήσουμε, γιατί βλέπουμε φαντασίες και πολλές φορές γίνονται αληθινές, μήπως πλανιόμαστε». Και τους πληροφόρησε ο γέρων, με την απόδειξη όπου πήρε από τον όνο, ότι από δαίμονες προέρχονταν οι φαντασίες τους.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 9-11)