E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η κατάρα των γονέων πιάνει πολύ. 
Να ξέρετε, η κατάρα των γονέων πιάνει πολύ, ακόμη και η αγανάκτησή τους. Και να μην το καταρασθή ο γονιός το παιδί, αλλά μόνο να αγανακτήση μαζί του, το παιδί δεν βλέπει άσπρη μέρα, η ζωή του είναι όλο βάσανα. Ταλαιπωρείται πολύ σ' αυτήν την ζωή. Φυσικά, στην άλλη ζωή ξελαφρώνει, γιατί ξοφλάει εδώ μερικά. Γίνεται αυτό που λέει ο Αββάς Ισαάκ: «Τρώει την κόλαση» , λιγοστεύει δηλαδή την κόλαση με τις ταλαιπωρίες εδώ, σ' αυτήν την ζωή. Γιατί ταλαιπωρία σ' αυτήν την ζωή τρώει την κόλαση. Δηλαδή, όταν λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι, αφαιρείται λίγο από την κόλαση, από τα βάσανα.
Αλλά και οι γονείς που στέλνουν τα παιδιά τους στον «έξω απ' εδώ», τα τάζουν στον διάβολο και έχει δικαιώματα μετά ο διάβολος. «Μου τόταξες», σού λέει. Ήταν ένα ανδρόγυνο στα Φάρασα . Αυτοί είχαν ένα παιδάκι που έκλαιγε, και ο πατέρας συνέχεια το έστελνε στον «έξω απ' εδώ». Και Νά, τί έγινε. Επέτρεψε ο Θεός καί, όταν το έστελνε στον «έξω απ' εδώ», εξαφανιζόταν το παιδί από την κούνια. Η φουκαριάρα η μάνα πήγαινε μετά στον Χατζεφεντή . «Χατζεφεντή, νάχω την ευχή σου, το παιδί το πήραν οι δαίμονες». Πήγαινε ο Χατζεφεντής, διάβαζε ευχές στην κούνια, επέστρεφε το παιδί. Αυτή η δουλειά γινόταν συνέχεια. Η καημένη έλεγε: «Χατζεφεντή, νάχω την ευχή σου, που θα πάη αυτό;». «Εγώ δεν κουράζομαι να έρχωμαι, της έλεγε, εσύ κουράζεσαι να έρχεσαι να με φωνάζης; Θα κουρασθή ο διάβολος και θα σού αφήση». Από τότε δεν εξαφανιζόταν το παιδί. Όταν μεγάλωσε μετά, το έλεγαν «υπόδειγμα του διαβόλου». Ανακάτευε όλο το χωριό, άνω-κάτω τους έκανε. Τί τραβούσε ο πατέρας μου ! Πήγαινε στον έναν και έλεγε: «Ο τάδε είπε αυτό για σένα». Πήγαινε στον άλλο, έλεγε τα ίδια. Μετά πιάνονταν ο ένας με τον άλλον, χτυπιόνταν. Όταν το καταλάβαιναν, πήγαιναν σ' αυτόν να τον πιάσουν, να τον λιντσάρουν. Αυτός τους κατάφερνε όμως να του ζητάνε και συγγνώμη! Τόσο διαβολεμένος ήταν! Υπόδειγμα του διαβόλου! Οικονόμησε ο Θεός να δούν και στην συνέχεια οι άλλοι το αποτέλεσμα, για να βάλουν μυαλό, να φρενάρουν τον εαυτό τους και να είναι πολύ προσεκτικοί, τώρα αυτόν πώς θα τον κρίνη ο Θεός, είναι άλλο θέμα. Φυσικά, έχει πολλά ελαφρυντικά.
Η μεγαλύτερη περιουσία για τον κόσμο είναι η ευχή των γονέων. Όπως και στην μοναχική ζωή η μεγαλύτερη ευλογία είναι να πάρης την ευχή του Γέροντά σου. Γι' αυτό λένε: «Να πάρης την ευχή των γονέων». Μία μάνα, θυμάμαι, είχε τέσσερα παιδιά και έκλαιγε η καημένη: «Θα πεθάνω με τον καημό, μου έλεγε, δεν παντρεύτηκε κανένα παιδί. Κάνε προσευχή». Χήρα γυναίκα εκείνη, ορφανά αυτά,
τους πόνεσα. Κάνω προσευχή, κάνω προσευχή, τίποτε. Λέω, «κάτι συμβαίνει εδώ». «Μας έχουν κάνει μάγια», έλεγαν τα παιδιά. «Δεν είναι μάγια, φαίνεται αυτό, όταν είναι από μάγια. Μήπως σάς καταριόταν η μάνα σας;», τα ρωτάω. «Ναί, Πάτερ, μου λένε, η μητέρα μας, όταν ήμασταν μικρά, επειδή ήμασταν πολύ ζωηρά, μας έλεγε συνέχεια από το πρωί μέχρι το βράδυ: «Κούτσουρα να μείνετε, κούτσουρα να μείνετε». «Πάτε να τραντάξετε την μάνα σας, τα λέω, και να της πήτε να μετανοήση, να εξομολογηθή και από 'δω και πέρα να σάς δίνει ευχές συνέχεια». Μέσα σε ενάμισι χονο παντρεύτηκαν και τα τέσσερα. Εκείνη η καημένη ήταν χήρα γυναίκα, ήταν, φαίνεται, και στενόκαρδη, και εκείνα ζωηρά, την έσκαγαν, και έτσι τα καταριόταν.
- Αν οι γονείς καταρασθούν τα παιδιά και μετά πεθάνουν, πώς θα απαλλαγούν τα παιδιά από την κατάρα;
- Αν ψάξουν τα παιδιά στον εαυτό τους, θα βρουν ότι, για να τα καταρασθούν οι γονείς τους, φαίνεται θα ήταν παλαβά και θα τους βασάνιζαν. Όποτε, αν συναισθανθούν το σφάλμα τους και μετανοήσουν ειλικρινά και εξομολογηθούν, τακτοποιούνται. Και αν τα παιδιά κάνουν πνευματική προκοπή, θα βοηθηθούν και οι γονείς.
- Γέροντα, και εμένα, όταν έφευγα για το Μοναστήρι, οι γονείς μου με καταριόνταν.
- Αυτές είναι οι μόνες κατάρες που γίνονται ευχή.
Η... «ευγενική» κατάρα
- Γέροντα, είναι σωστό να λέη κανείς γι' αυτόν που τον αδικεί: «Ας το βρη από τον Θεό»;
- Όποιος το λέει αυτό κοροϊδεύεται από τον πονηρό και δεν καταλαβαίνει ότι με αυτόν τον τρόπο καταριέται με ευγένεια. Είναι μερικοί που λένε ότι είναι ευαίσθητοι και έχουν αγάπη και λεπτότητα και ανέχονται μεν τις αδικίες που τους κάνουν οι άνθρωποι, αλλά λένε: «Ας το βρουν από τον Θεό». Σ' αυτήν την ζωή όλοι οι άνθρωποι δίνουμε εξετάσεις, για να περάσουμε στην άλλη την αιώνια, στον Παράδεισο. Μου λέει ο λογισμός ότι αυτή η ευγενική κατάρα είναι κάτω από την πνευματική βάση και δεν επιτρέπεται σε Χριστιανό, γιατί ο Χριστός δεν μας δίδαξε τέτοιου είδους αγάπη, αλλά το «Πάτερ, άφες αντοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσι»51. Όπως επίσης καλύτερη ευχή από όλες είναι, όταν μας καταριούνται άδικα και το δεχώμαστε σιωπηλά με καλωσύνη.
Όταν συκοφαντηθούμε ή αδικηθούμε είτε από επιπόλαιους είτε από πονηρούς ανθρώπους, που έχουν κακότητα και διαστρέφουν και την αλήθεια, εάν μπορούμε, καλά είναι να μη θέλουμε να δικαιωθούμε, όταν η αδικία αφορά μόνον το άτομό μας. Ούτε και να πούμε: «Να το βρουν από τον Θεό», γιατί και αυτό είναι κατάρα. Καλά είναι να τους συγχωρέσουμε με όλη την καρδιά μας και να παρακαλέσουμε τον Θεό να μας δυναμώση, να μπορέσουμε να σηκώσουμε το βάρος της συκοφαντίας και να συνεχίσουμε την πνευματική ζωή (στήν αφάνεια, όσο μπορούμε). Ας συνεχίζουν οι άνθρωποι που έχουν ως τυπικό να κρίνουν και να κατακρίνουν, να μας αδικούν, γιατί συνέχεια με τον τρόπο τους αυτόν μας ετοιμάζουν χρυσά στεφάνια για την αληθινή
ζωή. Φυσικά, όσοι είναι κοντά στον Θεό ποτέ δεν καταριούνται, γιατί δεν έχουν κακότητα αλλά όλο καλωσύνη και ό,τι κακό κι αν πετάξη κανείς σ' αυτούς τους αγιασμένους ανθρώπους αγιάζεται, και αισθάνονται μεγάλη, κρυφή χαρά.

(Λόγοι τόμος Α, σελ. 105-108)

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Ἡ Μαρία μυρώνει τὸν Ἰησοῦν εἰς Βηθανίαν

1 Ὁ οὖν(1) Ἰησοῦς πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα(2) ἦλθεν εἰς Βηθανίαν(3), ὅπου ἦν Λάζαρος(4) ὁ τεθνηκώς(5), ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν(5).
1 Έξι μέρες πριν από το Πάσχα, ήρθε ο Ιησούς στη Βηθανία, όπου έμενε ο Λάζαρος, που είχε πεθάνει και ο Ιησούς τον ανέστησε από τους νεκρούς (μετάφραση Βιβλικής Εταιρείας).
H χρίση με μύρο των ποδιών του Ιησού που εξιστορείται στο τμήμα αυτό, γεννήθηκε ζήτημα αν πρέπει να ταυτιστεί με αυτήν που αναφέρεται στα Ματθ. κστ 6-13 και Μάρκ. ιδ 3-9 από τη μία και με αυτήν στο Λουκ. ζ 36-50 από την άλλη. Από τους παλαιούς ερμηνευτές ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Παιδαγ. ΙΙ,61) και ο Τερτυλλιανός (de pudic. ΧΙ) θεώρησαν, ότι πρόκειται για μία και μόνη γυναίκα, ταυτίζοντας την πόρνη στο Λουκ. ζ 36 και εξής, με την Μαρία την αδελφή του Λαζάρου. Ο Ωριγένης υποστηρίζει αλλού μεν (Υπόμν. Εις τον Ματθ. 77) ότι πρόκειται για 3 ξεχωριστές γυναίκες, αλλού όμως (Hom. in Cant. α 12) ότι πρόκειται για δύο και αλλού (απόσπασμα στο Ιω. ια 2) ότι πρόκειται για μία.
Ο Εφραίμ ο Σύρος (Ομιλ. Ι εις τον Κύριον ημων) διακρίνει την αμαρτωλή από τη Μαρία στη Βηθανία, ομοίως επίσης και ο Τατιανός, ο οποίος ταυτίζει την αφήγηση στα Μάρκ. ιδ και Ιω. ιβ, ξεχωρίζοντας αυτήν από την αφήγηση στο Λουκ. ζ. Στη Ρωμαϊκή εκκλησία από τα χρόνια του Γρηγορίου του μεγάλου ταυτίζεται η Μαρία η αδελφή του Λαζάρου με τη Μαρία τη Μαγδαληνή και με την αμαρτωλή του Λουκά. Από τους νεώτερους ερμηνευτές κάποιοι λίγοι διστάζουν να ταυτίσουν το γεγονός στα Ματθ. κστ 6-13 και Μάρκ. ιδ 3-9 με αυτό στο Ιω. ιβ 1-8.
Αλλά οι διαφορές μεταξύ των δύο αυτών αφηγήσεων (στην αφήγηση των Μάρκου-Ματθαίου γίνεται λόγος για χρίση του κεφαλιού μόνο και όχι και των ποδιών, δεν αναφέρεται το όνομα της γυναίκας, το δείπνο γίνεται στην οικία του Σίμωνα του λεπρού, ενώ σύμφωνα με τον Ιωάννη γίνεται σε σπίτι όπου η Μάρθα διακονούσε) είναι τόσο ελαφρές και αναφέρονται σε λεπτομέρειες που τόσο εύκολα εξομαλύνονται, ενώ από την άλλη τα κοινά χαρακτηριστικά τους τόσο σοβαρά, (η χρίση και κατά τις 2 αφηγήσεις έλαβε χώρα στη Βηθανία, κατά την εβδομάδα πριν το Πάθος, ακούγονται και στις δύο οι ίδιες επικρίσεις και η ίδια δικαιολογία από τον Κύριο, χρησιμοποιείται επίσης νάρδος πιστική πολύτιμη ή πολυτελής), ώστε δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει το συμπέρασμα, στο οποίο οι περισσότεροι από τους νεώτερους κατέληξαν, ότι οι αφηγήσεις αυτές (Ματθ. κστ 6-13-Μάρκ. ιδ 3-9 και Ιω. ιβ 1-8) αναφέρονται στο ίδιο γεγονός.
Από την άλλη, η χρίση που εξιστορείται στο Λουκ. ζ 36-50 γίνεται στη Γαλιλαία και κατά τα πρώτα χρόνια της δημόσιας δράσης του Κυρίου. Η συζήτηση επίσης που διεξήχθη εκεί, αναφέρεται γύρω από την άφεση των αμαρτιών και όχι για τη σκοπιμότητα της δαπάνης που έγινε. Επιπλέον κάποιες λεπτομέρειες και στις δύο διηγήσεις συμπίπτουν τελείως τυχαία. Το δείπνο γίνεται κατά τον Λουκά στην οικία του Σίμωνα του Φαρισαίου, ενώ κατά τον Ιωάννη στην οικία του Σίμωνα του λεπρού. Αν λάβουμε όμως υπ’ όψη, ότι το όνομα Σίμων ήταν συνηθέστατο κατά την εποχή εκείνη (ανάμεσα στα λίγα πρόσωπα, τα οποία γνωρίζουμε στην ευαγγελική αφήγηση 12 ή 13 έχουν το όνομα Σίμων), κάθε πιθανότητα συμβάλλει στο να ξεχωρίσουμε τον Σίμωνα τον Φαρισαίο στη Γαλιλαία από τον Σίμωνα τον λεπρό στη Βηθανία.
Έτσι και το συμπέρασμα πάρα πολλών από τους νεώτερους, σύμφωνα με το οποίο, η αμαρτωλή του Λουκά είναι τελείως διαφορετική από τη γυναίκα στη Βηθανία, την οποία ο Ιωάννης καθορίζει ως την Μαρία, την αδελφή Λαζάρου, παρουσιάζεται σε όλα εύκολα αποδεκτό. Χαρακτηριστικό εδώ είναι, ότι ο Bernard, ο οποίος ταυτίζει και τις 3 γυναίκες δεχόμενος ότι η αμαρτωλή του Λουκά είναι το ίδιο πρόσωπο με τη γυναίκα της Βηθανίας που αναφέρεται από τον Ματθαίο και Μάρκο και με την κατονομαζόμενη από τον Ιωάννη Μαρία, υποστηρίζει από την άλλη ότι η Μαρία, όχι μία αλλά δύο φορές άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρο, την πρώτη φορά στη Γαλιλαία όταν μετανοούσε, τη δεύτερη φορά στη Βηθανία λίγο πριν το Πάθος!
(1)   Συνδέεται Ή με το ια 55 «Ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων» (g). Ή, πιο σωστά, συνδέει την άφιξη του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, την οποία πρόκειται να αφηγηθεί, με τον κίνδυνο που υποσημαίνεται στο ια 57 (ο).
«Περιφρονώντας ο Κύριος την επιβουλή των Ιουδαίων, εκούσια παραδίδει τον εαυτό του στο πάθος, διότι είχε φτάσει ο καιρός του πάθους» (Κ).
Ο Κύριός μας παραδίδεται εκούσια στα πάθος του. Η ζωή του δεν αποσπάστηκε βίαια από αυτόν, αλλά με αυταπάρνηση είπε προς τον πατέρα του. Να έχω έρθει. Όπως η δύναμη των εχθρών του δεν μπορούσε να τον κατακτήσει, έτσι και τα τεχνάσματα της πανουργίας τους δεν ήταν δυνατόν να τον κυριεύσουν απρόοπτα, αλλά πέθανε, διότι το θέλησε. Σημείωσε, ότι, όπως είναι καιρός, κατά τον οποίο επιτρέπεται σε εμάς να λαμβάνουμε μέτρα για την ασφάλεια της ζωής μας, έτσι υπάρχει και καιρός, κατά τον οποίο καλούμαστε να εκθέσουμε σε κίνδυνο και κακοπάθεια τη ζωή μας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και για δόξα του, όπως άλλοτε ο Παύλος δεμένος στο πνεύμα μετέβαινε στην Ιερουσαλήμ. Δες και τις ερμηνευτικές σημειώσεις στα Ματθ. κστ 6-16 και Μάρκ. ιδ 1-11.
(2)   Αντί να πει έξι ημέρες πριν το πάσχα. «Έτσι συντάσσουν οι Ο΄, «προ δύο ετών του σεισμού» «προ τριών μηνών του θερισμού» στα Αμώς α 1,δ 7, δες και Β΄ Μακ. ιε 36-37 (b). Αμφισβήτηση γεννήθηκε ως προς τον ακριβή καθορισμό της ημέρας. Οι γνώμες διχάστηκαν λόγω της αβεβαιότητας η οποία γεννιέται από τα παρακάτω σημεία: 1) Πρέπει να συνυπολογιστούν στις 6 ημέρες και η ημέρα της άφιξης στη Βηθανία, όπως και η πρώτη ημέρα του Πάσχα; 2) Πρώτη ημέρα του Πάσχα πρέπει να θεωρήσουμε την 15η του Νισάν, κατά την οποία τρωγόταν το πάσχα ή την 14η του Νισάν, κατά την οποία προετοιμάζονταν τα σχετικά με αυτό και θυσιαζόταν ο αμνός; και 3) Η Παρασκευή της σταύρωσης του Κυρίου ήταν η 15η του Νισάν (όπως πολλοί από τους ερμηνευτές νόμισαν, ότι καθορίζουν οι συνοπτικοί) ή η 14η του Νισάν (όπως φαίνεται από την αφήγηση του Ιωάννη); Οπότε ως ημέρα άφιξης στη Βηθανία καθόρισαν άλλοι την Παρασκευή, 8 ημέρες πριν την ημέρα της σταύρωσης, άλλοι το Σάββατο το πριν το Πάθος, άλλοι την Κυριακή και άλλοι την Δευτέρα.
Η πιθανότερη έκτη ημέρα είναι η Παρασκευή της σταύρωσης, η 14η του Νισάν σύμφωνα με την αφήγηση του Ιωάννη, κατά την οποία προετοιμαζόταν το Ιουδαϊκό πάσχα. Η άφιξη λοιπόν στη Βηθανία είναι η Κυριακή 9 του Νισάν γύρω στο απόγευμα, το οποίο συμφωνεί και με την αργία του Σαββάτου. Σε ημέρα Σαββάτου ο Κύριος και το καραβάνι των προσκυνητών ήταν αδύνατον να διανύσουν την πορεία από Ιεριχώ στη Βηθανία. Ο Ιησούς αφού πέρασε στον Ζακχαίο την ημέρα του Σαββάτου, ξεκίνησε την επομένη για τα Ιεροσόλυμα και παραμένοντας το απόγευμα στη Βηθανία μπήκε θριαμβευτικά την επομένη, δηλαδή την Δευτέρα, στην αγία πόλη (g).
(3)   Όπως φαίνεται από την αφήγηση των συνοπτικών ο Ιησούς πέρασε μέσα από την Ιεριχώ. Κατέβηκε δηλαδή από την Εφραίμ στην κοιλάδα του Ιορδάνη και πριν την Ιεριχώ συναντήθηκε με το μεγάλο καραβάνι των προσκυνητών, το οποίο προερχόταν από τη Γαλιλαία μέσω Περαίας. Στην Ιεριχώ σημειώθηκαν τα γεγονότα που αναφέρονται από τον Λουκά (ιη 35-ιθ 27), ανάμεσα στα οποία κι η επιστροφή του Ζακχαίου. Η απόσταση από Ιεριχώ στη Βηθανία μπορούσε να διανυθεί σε 5 ή 6 ώρες (g).
Η έλευση του Χριστού στη Βηθανία είναι δείγμα της εύνοιάς του προς τους εκεί φίλους, τους οποίους αγαπούσε και από τους οποίους μετά από λίγο θα αποχωριζόταν. Ήταν αυτή αποχαιρετιστήρια επίσκεψη. Ήλθε να τους αποχαιρετίσει και να απευθύνει σε αυτούς λόγους παρηγοριάς και ενίσχυσης για την ημέρα της δοκιμασίας που πλησίαζε. Ας μάθουμε λοιπόν ότι παρόλο που ο Χριστός αναχωρεί πρόσκαιρα από το λαό του, παρέχει σε αυτούς στοργικά δείγματα, από τα οποία πείθονται αυτοί, ότι ο Κύριός τους φεύγει με αγάπη και όχι με οργή.
(4)   Υποδηλώνει, ότι η Βηθανία ήταν τόπος ειδικού κινδύνου, εφόσον η ανάσταση του Λαζάρου είχε διεγείρει το μίσος των αρχιερέων και Φαρισαίων.
(5)   Επεξηγηματικοί προσδιορισμοί που βεβαιώνουν δύο γεγονότα, δηλαδή ότι ο Λάζαρος είχε πεθάνει και ότι ο Ιησούς ανέστησε αυτόν από τους νεκρούς (ο).

2 Ἐποίησαν(1) οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει(2)· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ(3).
2 Ετοίμασαν, λοιπόν, εκεί για χάρη του δείπνο, και η Μάρθα υπηρετούσε, ενώ ο Λάζαρος ήταν ένας απ’ αυτούς που παρακάθονταν μαζί με τον Ιησού στο δείπνο.
(1)  «Κάποιοι λένε ότι το δείπνο έγινε σε ξένο σπίτι» (Χ). Το ρήμα σε γ πληθ. αφήνει αόριστο το υποκείμενο. Για αυτό πολλοί από τους νεώτερους θεώρησαν ότι ο λαός της Βηθανίας (b) επειδή με το θαύμα ο Ιησούς τίμησε το χωριό τους, έκαναν το δείπνο. Ο Μάρκος καθορίζει στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από τη φράση «ο Λάζαρος ήταν ένας από αυτούς που κάθονταν μαζί με αυτόν», η οποία παρουσιάζει αυτόν ως προσκεκλημένο. Το ότι όμως η Μάρθα διακονούσε συμβιβάζεται φυσικότερα, εάν δεχτούμε, ότι αυτή ήταν στο σπίτι της (β).
(2)  «Φανέρωνε ότι το τραπέζι ήταν στο σπίτι της» (Θφ). «Εισάγει στη διήγηση την Μάρθα που από την αγάπη που είχε στο Χριστό διακονεί και υπηρετεί στους κόπους του τραπεζιού» (Κ). «Η Μαρία όμως δεν βοηθούσε· διότι ήταν μαθήτρια. Πάλι εδώ αυτή συμπεριφέρεται πιο πνευματικά» (Χ). Τα εδώ χαρακτηριστικά των δύο αδελφών είναι σύμφωνα με αυτά στο Λουκ. ι 40 και εξής. Ο Κύριος σε παλαιότερο χρόνο είχε κάνει παρατήρηση στη Μάρθα, διότι «ασχολούνταν με πολλή διακονία». Αλλά αυτή εξακολουθεί και τώρα να υπηρετεί τον Διδάσκαλο χωρίς να μοιάζει με μερικούς, οι οποίοι όταν μαλώνονται για κάποια υπερβολή τους, πέφτουν σε άλλη υπερβολή. Η Μάρθα θεωρούσε τιμή της να υπηρετεί τον Κύριο. Πράγματι· είναι ασύγκριτα προτιμότερο να είναι κάποιος υπηρέτης στο τραπέζι του Κυρίου παρά ναι είναι συνδαιτημόνας και φιλοξενούμενος στο τραπέζι ηγεμόνα και βασιλιά.
(3)  «Ανάμεσα στον αναστημένο Λάζαρο και τον θεραπευμένο από αυτόν Σίμωνα τον λεπρό, ο Κύριος κάθεται σαν ανάμεσα σε δύο τρόπαια της δόξας του» (Stier, Owen) δεδομένου ότι και τον Σίμωνα, όπως φαίνεται, ο Κύριος είχε θεραπεύσει από τη λέπρα του.
«Τρώει μαζί με το Λάζαρο, υπενθυμίζοντας με αυτό σε αυτούς που έβλεπαν, την θεοπρεπή του εξουσία» (Κ). «Προλαβαίνοντας κάθε υπόνοια, ότι ο Λάζαρος ως αναστημένος από τους νεκρούς ήταν φάντασμα, ήταν ένας από αυτούς που κάθονταν στο τραπέζι. Ήταν ζωντανός, μιλούσε και έτρωγε» (Αυ). Υπάρχει και η γραφή: εἷς ἦν εκ τῶν συνανακειμένων αὐτῷ.

3 Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν(1) μύρου νάρδου(2) πιστικῆς(3) πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας(4) τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς(5) τοὺς πόδας αὐτοῦ(6)· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου(7).
3 Τότε η Μαρία πήρε μια φιάλη από το πιο ακριβό άρωμα της νάρδου κι άλειψε τα πόδια του Ιησού. Έπειτα σκούπισε με τα μαλλιά της τα πόδια του, κι όλο το σπίτι γέμισε με την ευωδιά του μύρου.
(1)  Η ρωμαϊκή λίτρα υποδιαιρούνταν σε 12 ουγγιές και ισοδυναμούσε περίπου με 325 γραμμάρια (F) δηλαδή πάνω από 100 δράμια!
(2)  Ο όρος μύρο είναι γενικός και περιλαμβάνει όλα τα υγρά αρώματα, ο όρος νάρδος είναι ειδικός και καθορίζει το είδος του μύρου (g). Νάρδος είναι φυτό Ινδικό, γλυκύτατης οσμής, από το γένος το γνωστό με το γενικό όνομα Βαλεριάνα, από το οποίο παράγεται υγρό εύφλεκτο, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για παρασκευή πολυτιμότατου ελαίου. Για αυτό και νάρδος είναι και το νάρδειο έλαιο όπως εδώ (G).
(3)  «Δηλαδή ανόθευτο και με αξιόπιστη καθαρότητα» (Ζ). Πιστικός, πιστός, τον οποίο μπορεί κάποιος να εμπιστευτεί· («γυναίκα πιστική και νοικοκυρά και υπάκουη στον άνδρα» Αρτεμ. Ονειροκρ. 2,32)· συχνότερα συναντιέται έτσι στον Κεδρηνό· για εμπορεύματα σημαίνει δοκιμασμένος, γνήσιος, μη νοθευμένος. Η νάρδος λοιπόν νοθευόταν (G). Είναι απίθανη η παραγωγή της λέξης από το πίνω· όπως και από την περσική πόλη Πιστείρα ή Πίστα (g). Ο Dods βρήκε τη λέξη πιστακής που αναφέρεται στο φυτό Pistacia terebinthus, που φυτρώνει στην Παλαιστίνη και έτσι είναι σπάνιο, ώστε το από αυτό μύρο να είναι πολύτιμο (β).
(4)  Συνδυάζοντας την αφήγηση με αυτήν του Μάρκου και Ματθαίου πρέπει να συμπεράνουμε ότι ένα μέρος του μύρου πρώτα χύθηκε στο κεφάλι του Κυρίου. Αλλά η Μαρία «δεν τον πλησιάζει ως άνθρωπο, αλλά ως Θεό· διότι το μύρο για αυτό το έχυσε» (Χ) και «άλειψε τα πόδια του Ιησού ως δεσπότη της» (Ζ) «και σκούπισε με τις τρίχες του κεφαλιού της, πράγματα τα οποία έδειχναν ότι δεν είχε για αυτόν τέτοια γνώμη, όπως είχαν οι πολλοί» (Χ). Σαν το πολύτιμο μύρο να ήταν απλό και χωρίς αξία νερό χύνει αυτό στα πόδια και με τέτοια αφθονία ώστε τα πόδια ήταν σαν να μπήκαν σε λουτρό (g).
(5)  «Φανερώνοντας το μέγεθος της τιμής σε αυτόν» (Ζ). Στους Ιουδαίους θεωρούνταν εξευτελισμός για τη γυναίκα να παρουσιαστεί με μαλλιά λυτά και με τις τρίχες του κεφαλιού διασκορπισμένες. Η Μαρία λοιπόν με αυτό μαρτυρεί, ότι προκειμένου για τον Ιησού καμία θυσία δεν είναι πολύτιμη για το βαλάντιό της, καμία υπηρεσία οσοδήποτε εξευτελιστική δεν είναι προσβλητική όταν προσφέρεται στο πρόσωπό του (g).
Με την πράξη αυτή η Μαρία δείχνει προς τον Ιησού την ευγνωμοσύνη της. Είναι σπουδαιότερο το να ευχαριστούμε το Θεό για τις ευλογίες και χάριτες, τις οποίες πήραμε από αυτόν παρά να παρακαλάμε αυτόν από πριν να μας δώσει αυτές. Διότι αυτή η στο μέλλον αναφερόμενη προσευχή μας, αν και σωστή ως έκφραση εξάρτησής μας από το Θεό, εξακολουθεί να είναι εγωκεντρική σε κάποιο βαθμό. Διότι με την προσευχή αυτή ελπίζουμε κάτι να λάβουμε. Ενώ η ευχαριστία αναφέρεται σε δωρεές περασμένες και είναι περισσότερο ανιδιοτελής (τ). Δες ποια είναι η αγάπη προς τον Ιησού, την οποία εκδηλώνει η Μαρία. Είναι αγάπη γενναία. Εάν η Μαρία είχε και κάτι άλλο πολυτιμότερο να προσφέρει στον Ιησού, θα το πρόσφερε πρόθυμα, αφού αψηφά τη δαπάνη του μύρου, προκειμένου να αλείψει με αυτό τα πόδια του Ιησού. Είναι αγάπη ταπεινή. Ταπεινώνεται η Μαρία χύνοντας το μύρο στα πόδια του Ιησού και σκουπίζοντας με τις τρίχες του κεφαλιού της τα πόδια αυτά. Η αληθινή αγάπη, όπως δεν τσιγκουνεύεται δαπάνες, έτσι δεν λογαριάζει κόπους, θυσίες και ταπεινώσεις. Αποβλέποντας σε ό,τι ο Χριστός έκανε για εμάς, θα ήμασταν αμέτρητα και αχαρακτήριστα αχάριστοι, εάν θεωρούσαμε οποιαδήποτε κοπιαστική ή ταπεινωτική υπηρεσία βαριά για τον Ιησού.
(6)  Η επανάληψη δεν είναι τυχαία. Στο μέρος αυτό, το λιγότερο ευγενές του σώματός του, αποδίδει η Μαρία τον έκτακτο αυτόν σεβασμό. Κάθε λεπτομέρεια της αφήγησης αυτής αποπνέει την λατρεία, η οποία αποτελεί την ψυχή αυτής της πράξης. Ίσως η φήμη του σεβασμού, τον οποίο η αμαρτωλή γυναίκα στη Γαλιλαία είχε επιδείξει στον Ιησού, να έφθασε στα αυτιά της Μαρίας και δεν ήθελε αυτή, ώστε οι φίλοι του Διδασκάλου να πράξουν για τιμή του λιγότερα από εκείνο, το οποίο είχε πράξει μία ξένη (g).
(7)  Η λεπτομέρεια αυτή, που είναι αποκλειστική της αφήγησης του Ιωάννη, υποδηλώνει τον αυτόπτη, που ήταν παρών κατά την περίσταση αυτή και αισθάνθηκε την ευωδία (β). Όπου αναπαύεται ο Ιησούς σκορπίζεται άφθονη και ανείπωτη ευωδία. Όσοι λοιπόν υποδέχονται τον Ιησού στις καρδιές τους, βάζουν γλυκιά οσμή μέσα τους. Η παρουσία του Χριστού συνοδεύεται από μύρο αγαλλιάσεως, από ευωδία που προξενεί χαρά και αγαλλίαση στις καρδιές.

4 Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(1), Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης(2), ὁ μέλλων(3) αὐτὸν παραδιδόναι(4)·
4 Λέει τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους μαθητές του, αυτός που σκόπευε να τον προδώσει:
(1)  Σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. κστ 8,Μάρκ. ιδ 4) «οι μαθητές» ή «κάποιοι αγανακτούσαν μέσα τους» για την σπατάλη από το μύρο. Φαίνεται ότι ο Ιούδας επέδρασε ως κακή ζύμη και στους υπόλοιπους μαθητές και συμπαρέσυρε αυτούς σε δυσαρέσκεια. Για αυτό ο Ιωάννης αναφέρει ειδικά αυτόν ως τον κύριο υποκινητή και πρωταίτιο. «Και όλοι μεν είπαν, αλλά οι άλλοι όχι με τέτοια διάθεση, όπως αυτός» (Θφ). Ήταν ένας από τους μαθητές του Χριστού. Όχι ένας ο οποίος τους έμοιαζε στις διαθέσεις και την ειλικρινή αφοσίωση στο διδάσκαλο, αλλά ένας από τον αριθμό τους. Είναι δυνατόν οι χειρότεροι των ανθρώπων να συγκαλύπτονται κάτω από το προσωπείο του αρίστου επαγγέλματος. Και υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι φαίνονται εξωτερικά ότι βρίσκονται σε στενές σχέσεις με το Χριστό, ενώ πραγματικά δεν έχουν καμία συμπάθεια προς αυτόν.
(2)  Δες στ 71 και την εκεί σημείωση. Υπάρχει και η γραφή: Ιούδας από Καρυώτου. Άλλη γραφή: Ιούδας ο Ισκαριώτης.
(3)  Είναι δυνατόν να υπαινίσσεται, ότι ο Ιούδας ήταν προορισμένος να παραδώσει τον Ιησού.
(4)  Με την επεξήγηση αυτή ο Ιωάννης αποκαλύπτει το χαρακτήρα του Ιούδα, που σημειώνεται τόσο δυνατά με την αντίθεση ανάμεσα στο υποκριτικά εκδηλούμενο άγιο ενδιαφέρον για τις ανάγκες των φτωχών και το σκοτεινό και προδοτικό σχέδιό του να παραδώσει αυτόν (ο).

5 διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη(1) τριακοσίων δηναρίων(2) καὶ ἐδόθη πτωχοῖς(30;
5 «Γιατί να μην πουληθεί αυτό το μύρο για τριακόσια αργυρά νομίσματα, και τα χρήματα να διανεμηθούν στους φτωχούς;»
(1)  «Επειδή ήταν φιλοχρήματος ο Ιούδας κατηγορεί τον τρόπο της τιμής. Γιατί δηλαδή, λέει, δεν έφερες λεφτά, για να μπορώ, εννοείται, να κλέψω, αλλά μύρο;» (Θφ).
(2)  Κάθε δηνάριο ισοδυναμούσε με 0,78 του φράγκου δηλαδή 300=234 χρυσά φράγκα (F)· ή σχεδόν με 260 φράγκα (g). Νόμισμα αργυρό που περιλάμβανε αρχικά 10 και έπειτα 16 ασσάρια, το καθένα από τα οποία ισοδυναμούσε με το 1/10 της δραχμής (G).
(3)  Απεχθής αδικία καλυπτόμενη κάτω από κάτι που φαίνεται αξιέπαινο, διότι ο σατανάς μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός. Αντί να ξοδευτεί άσκοπα το μύρο, γιατί να μην δοθεί η αξία του στους φτωχούς; Έχουμε εδώ τη σύνεση και πανουργία του κόσμου που επικρίνει τον ευσεβή ζήλο ότι προβαίνει σε σπατάλες ασύνετες. Εκείνοι, οι οποίοι υπερεκτιμούν τους εαυτούς τους καυχώμενοι για την κοσμική πολιτικότητα και ικανότητά τους, συγχρόνως όμως υποτιμούν τους άλλους για την πραγματική ευσέβειά τους, η οποία τους εμποδίζει να χρησιμοποιούν τα διπλωματικά τεχνάσματα της κοσμικής πονηρίας, έχουν μέσα τους περισσότερο το πνεύμα του Ιούδα από ό,τι οι ίδιοι φαντάζονται. Γιατί δεν δόθηκε στους φτωχούς; ρωτά ο Ιούδας. Ερώτημα στο οποίο θα ήταν εύκολο να απαντήσει κάποιος: Διότι ήταν καλύτερο να δοθεί στον Κύριο Ιησού. Δεν πρέπει να νομίζουμε, ότι δεν είναι θεάρεστες οι εκδηλώσεις και πράξεις εκείνες, μόνο και μόνο διότι δεν έγιναν όπως θα τις θέλαμε εμείς και με τον τρόπο με τον οποίο εμείς κρίνουμε ότι έπρεπε να γίνουν. Υπερήφανοι και εγωιστές άνθρωποι θεωρούν ως κακώς πληροφορημένο καθέναν, ο οποίος δεν συμβουλεύτηκε τη σοφία τους!

6 Εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ(1), ἀλλ' ὅτι κλέπτης ἦν(2), καὶ τὸ γλωσσόκομον(3) εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα(4) ἐβάσταζεν(5).
6 Αυτό το είπε όχι γιατί νοιαζόταν για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και, καθώς διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, συχνά κρατούσε για τον εαυτό του από τα χρήματα που έβαζαν σ’ αυτό.
(1)  «Τη μάλωσε ο Ιούδας με το πρόσχημα δήθεν της ευλάβειας» (Χ).
(2)  Πιο πιθανό φαίνεται ότι κατά τον χρόνο αυτόν κανείς από τους μαθητές δεν υποπτευόταν την τιμιότητα του Ιούδα, διότι αλλιώς κανείς δεν θα συμπαρασυρόταν από αυτόν στο να συμμεριστεί τις επικρίσεις του εναντίον της σπατάλης του μύρου (ο). Κάποιοι από τους νεώτερους κριτικούς απέδωσαν παράλογα την κρίση του Ιωάννη για τον Ιούδα στο στίχο αυτό, σε αίσθημα προσωπικού μίσους (g). Αυτού του είδους η κρίση ήταν φυσικό να εκφραστεί για συμμαθητή, που ανήκε στο στενό κύκλο των 12, από άλλον συμμαθητή που δεν υποπτευόταν μέχρι τέλους την τιμιότητά του και ξαφνικά αντιλαμβάνεται την πλάνη του και για αυτό αγανακτεί (β).
Στο ερώτημα: «Για ποιο λόγο τέλος πάντων, ενώ ήταν κλέφτης, τού ανέθεσε το ταμείο των φτωχών και τον έκανε διαχειριστή ενώ ήταν φιλάργυρος;» (Χ) δόθηκαν διάφορες απαντήσεις. Οι κυριότερες:
Ή, ο Ιούδας δεν ήταν εξ’ αρχής κλέφτης, αλλά είχε ικανότητα να εισπράττει και να διαχειρίζεται χρήματα. Ο πειρασμός όμως συνήθως έρχεται μέσα από εκείνο, για το οποίο είμαστε εκ φύσεως κατάλληλοι (Westcott,β).
Ή, ο Ιησούς έκρινε καλό να προκαλέσει την εκδήλωση του πάθους του Ιούδα, για να χρησιμοποιηθεί αυτή ως μέσο θεραπείας και να δώσει σε αυτόν την ευκαιρία να εργαστεί για διόρθωσή του (Hengstenberg).
Ή, ο Ιησούς ανέθεσε το ταμείο στον Ιούδα «για να αφαιρέσει κάθε δικαιολογία· διότι δεν μπορούσε να πει ότι το έκανε αυτό (την προδοσία), από έρωτα για τα χρήματα, αφού μπορούσε να παρηγορήσει αρκετά την επιθυμία του από το ταμείο» (Χ).
Ή, η ανάθεση του ταμείου στον Ιούδα έγινε από τους μαθητές και ο Κύριος δεν θέλησε να αναμιχθεί σε αυτήν (g).
Ή, ο Ιησούς ανέθεσε αυτό στον Ιούδα αρχικά λόγω του χαρίσματός του γύρω από τα οικονομικά, και ακολούθως, όταν εκείνος άρχισε να κλέβει, δεν θέλησε να επέμβει σε σχέση, στην οποία αναγνώρισε θείο σχέδιο (Weiss).
Ή, πιο σωστά, σε όλες τις παραπάνω εκδοχές υπάρχουν στοιχεία αλήθειας «αλλά τον απόρρητο λόγο τον ξέρει ο Θεός» (Χ).
(3)  Αντί για την παλαιότερη λέξη γλωσσοκομείον ή γλωσσοκόμιον η λέξη προέρχεται από το γλώσσα και κομέω=μικρή θήκη, στην οποία οι αυλητές φύλαγαν τις γλωσσίδες των αυλών. Έπειτα σημαίνει και το κιβώτιο το προορισμένο για άλλες χρήσεις. Ειδικά το κιβώτιο, το μαρσίπιο, στο οποίο έμπαινε το αργύριο (G). Με την τελευταία αυτή έννοια βρίσκεται και στο Β΄ Παραλ. κδ 8,10 («έβαλαν στο γλωσσόκομο»). Στη ραββινική γραμματεία βρίσκεται η λέξη μεταγραμματισμένη στο εβραϊκό για να δηλώσει θήκη που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση κάποιου πολύτιμου πράγματος όπως χειρόγραφο του νόμου, όταν ο κάτοχός του ταξίδευε ή και φέρετρου που περιείχε πτώμα (χ).
(4)  Δηλαδή τα χρήματα που ρίχνονταν στο κιβώτιο από τους φίλους και από αυτούς που πρόθυμα πρόσφεραν (β). Το ταμείο του Ιησού και των μαθητών του ήταν αναμιγμένο με αυτό των φτωχών (Ιω. ιγ 29), τροφοδοτούμενο από εκούσιες εισφορές· δες Λουκ. η 1-3 (g). Δες την οικονομική κατάσταση του Ιησού και της συνοδείας του. Δεν είχαν ούτε αγροκτήματα, ούτε αποθήκες, αλλά μόνο ένα μικρό κιβώτιο, στο οποίο ρίχνονταν εισφορές, ώστε από αυτές να ζουν ο Κύριος και οι μαθητές του, και κάθε περίσσευμα δινόταν στους φτωχούς. Όλα τα δικά μου τα κουβαλάω μαζί μου. Όλη η περιουσία μου συνίσταται σε ό,τι κουβαλάω πάνω μου. Μη γογγύζεις λοιπόν για το ότι δεν έχεις πλούτη. Συμμορφώσου αγόγγυστα σε απλό και απέριττο τρόπο ζωής ενθυμούμενος, ότι έτσι έζησε και ο Κύριός μας.
(5)  Μάλλον με κακή έννοια=συνήθιζε να βάζει για τον εαυτό του κρυφά και με κλεψιά (G)· άρπαζε και υπεξαιρούσε· «έκλεβε αυτά που έμπαιναν» (Θφ). Έτσι λέγεται και στον Διογένη τον Λαέρτιο (IV,59 «όσα ήθελε τα βάσταζε») και στους παπύρους σύμφωνα με παραθέσεις του Deissmann (β). Μπορούμε όμως να το πάρουμε και με τη συνηθισμένη έννοια, οπότε δεν υπάρχει περίπτωση ταυτολογίας στα 2 ρήματα είχε… και εβάσταζε. Διότι το μεν ε ί χ ε αναφέρεται στη γενική φροντίδα και επιτήρηση των εισφορών που κατατίθενταν στην φύλαξη από αυτόν· ενώ το ε β ά σ τ α ζ ε στην μεταφορά του κιβωτίου από τόπο σε τόπο (ο).

7 Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς(1)· ἄφες(2) αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό(3).
7 Είπε τότε ο Ιησούς: «Άφησέ την ήσυχη· αυτό που κάνει είναι για την ημέρα του ενταφιασμού μου.
(1)  «Ο Κύριος διακηρύττει την γυναίκα ελεύθερη από κάθε κατηγορία, με τα λόγια με τα οποία συγκαλυμμένα ελέγχει τον προδότη» (Κ). «Δεν έκανε ο Χριστός παρατήρηση στον Ιούδα για την πρόθεσή του από πολλή μακροθυμία θέλοντας να επιστρέψει αυτός» (Ζ).
(2)  Σε ενικό που απευθύνεται στον Ιούδα.
(3)  Αυτή η γραφή είναι λιγότερο μαρτυρημένη αλλά πιο σωστή. Η έννοια: Έχει φυλάξει το μύρο αυτό για να συμβολίσει την ταφή μου και για να προλάβει και να πραγματοποιήσει από πριν την ετοιμασία της (F). «Σαν να προφητεύει το θάνατό μου που πλησιάζει» (Ζ). Η Μαρία δεν είχε βεβαίως την πρόθεση, ώστε το μύρο αυτό να το χρησιμοποιήσει για την ταφή του Κυρίου, σαν να την προαισθανόταν. Αλλά όταν μετέπειτα θα σκεφτόταν αυτήν την έννοια, την οποία τώρα ο Κύριος αποδίδει στην πράξη της, πρέπει να αισθανόταν ότι άλλα λόγια δεν θα εξέφραζαν καλύτερα εκείνο, που θα έκανε αυτή, εάν τη στιγμή εκείνη του δείπνου γνώριζε, ότι μετά από μία βδομάδα ο διδάσκαλος θα ενταφιαζόταν (ο).
Περισσότερο μαρτυρημένη γραφή «ίνα εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τηρήση αυτό» την οποία υιοθετεί και η Βουλγάτα (η λατινική μετάφραση). Ίσως προήλθε από κακή διόρθωση αντιγραφέων, που είχαν κατά νου, ότι δεν χρησιμοποιούνται μύρα για άνθρωπο ζωντανό, πριν την ταφή του. Η πιο σωστή ερμηνεία της γραφής: Άφησέ την, για να φυλάξει το υπόλοιπο του μύρου (του οποίου μόνο μέρος είχε μέχρι τη στιγμή εκείνη χρησιμοποιηθεί) για την ημέρα της ταφής μου (β). Ενταφιασμός=η με μύρα ετοιμασία του νεκρού και γενικώς οι προπαρασκευές για την ταφή (g). Ο Κύριος συχνά θυμάται τον θάνατο και την ταφή του. Θα ήταν καλό και ωφέλιμο να θυμόμαστε, ότι θα έλθει και για μας η ημέρα του θανάτου και της ταφής μας. «Με τα λόγια που είπε σχετικά με τον ενταφιασμό, ντροπιάζει τον Ιούδα, επειδή λόγω αισχροκέρδειας επρόκειτο να προδώσει τον διδάσκαλο» (αμ). «Και αναφέρει τον ενταφιασμό, χτυπώντας την ασύνετη καρδιά του, μήπως και διορθωθεί» (Θφ).

8 Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ' ἑαυτῶν(1), ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε(2).
8 Οι φτωχοί πάντοτε θα υπάρχουν κοντά σας, εμένα όμως δε θα με έχετε πάντοτε».
(1)  «Παρατίθενται και εδώ τα λόγια όπως και στο Ματθαίο (κστ 11) και αποσιωπούνται, όπως και εκεί, τα λόγια που προσθέτονται από τον Μάρκο (ιδ 7) «και όταν θέλετε, μπορείτε να τους ευεργετήσετε». Η έννοια του στίχου:
«Ο χρόνος που έχει καθοριστεί για την τιμή σε εμένα, δηλαδή ο χρόνος που ζω πάνω στη γη, δεν απαιτεί να προτιμάτε από εμένα τους φτωχούς» (Κ). Εάν πράγματι οι φτωχοί αποτελούν το αντικείμενο της φροντίδας σας, θα είναι πάντοτε καιρός να ασκείτε προς αυτούς την γενναιοδωρία σας· το πρόσωπό μου όμως μετά από λίγο θα αρπαχτεί από τις θερμές φροντίδες της αγάπης σας (g). Αναγωγική ερμηνεία: «Είναι αξιολογότατη μεν η φιλοπτωχία, αλλά να μπαίνει πίσω από το σεβασμό στο Θεό. Όταν λοιπόν υπάρχει ανάγκη λατρείας ή υμνωδίας, πρέπει να προτιμούμε αυτές από την αγάπη στους φτωχούς· διότι μπορούμε να ευεργετούμε μετά τις πνευματικές λειτουργίες» (Κ). «Το να φέρουμε δώρα στο Θεό, πρέπει να είναι προτιμότερο από τους φτωχούς» (αμ). Απαιτείται σύνεση και διάκριση κατά τις περιστάσεις, στις οποίες παρουσιάζεται σύγκρουση καθηκόντων, ώστε προκειμένου να κρίνουμε ποιο από αυτά να προτιμήσουμε, να αποφασίζουμε αυτό σύμφωνα με τις παρουσιαζόμενες περιστάσεις. Οι ευκαιρίες πρέπει πάντοτε να μην αφήνονται ανεκμετάλλευτες. Εκείνες μάλιστα πρωτίστως πρέπει να προτιμούνται, οι οποίες φεύγουν επειγόντως και έχουν τη διάρκειά τους μικρή. Καθήκον, το οποίο μπορεί να επιτελεστεί σε οποιοδήποτε χρόνο, ενδείκνυται να παραχωρεί τη θέση του στο καθήκον, του οποίου η επιτέλεση επιβάλλεται να γίνει ακριβώς τώρα.
(2)  «Έβαλε μέσα τους υπενθύμιση για την μετά από λίγο σφαγή του» (Ζ). «Σαν να έλεγε· είμαι δυσάρεστος και φορτικός, αλλά περίμενε λίγο και θα φύγω» (Χ), «αφού εσύ θα κατασκευάσεις το θάνατό μου» (Θφ).

9 Ἔγνω οὖν(1) ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων(2) ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον(3) οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ' ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
9 Πλήθος πολύ από τους Ιουδαίους της πόλεως έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται εκεί και ήρθαν για να δουν όχι μόνο αυτόν αλλά και το Λάζαρο, που τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς.
(1)  Η φήμη του δείπνου στη Βηθανία διαδόθηκε γρήγορα και οι προσκυνητές που ήλθαν από την Ιεριχώ στα Ιεροσόλυμα ανήγγειλαν ότι ο Ιησούς παρέμεινε στη Βηθανία.
(2)  Δηλαδή από το λαό της Ιουδαίας (β), από τους Ιουδαίους, οι οποίοι ήταν οι αντιπρόσωποι της παλαιάς τάξης των πραγμάτων. Ακριβώς για αυτό ερεθίστηκαν οι άρχοντες των Ιουδαίων· διότι ο πληθυσμός της Ιουδαίας, πάνω στον οποίο αυτοί υπολόγιζαν πάντοτε σαν σε αντίρροπο του πληθυσμού της Γαλιλαίας, αρχίζει τώρα να τους εγκαταλείπει (g).
«Όπως ακριβώς ο πλούτος, αυτούς που δεν προσέχουν συνηθίζει να τους παρασέρνει, έτσι και η εξουσία. Διότι ο μεν πλούτος οδηγεί σε πλεονεξία, ενώ η εξουσία σε αλαζονεία. Πρόσεχε λοιπόν ότι το μεν πλήθος των Ιουδαίων που ήταν κάτω από εξουσία, είναι υγιές, ενώ οι άρχοντες διεφθαρμένοι» (Χ).
Πόσο μάταιες και ανεπιτυχείς υπήρξαν μέχρι τη στιγμή αυτή οι εναντίον του Χριστού απόπειρές τους. Έπραξαν το παν για να αποξενώσουν το λαό από τον Ιησού, και όμως πολλοί από τους Ιουδαίους, τους γείτονές τους, τους θαυμαστές τους, τα δημιουργήματά τους, συναρπάστηκαν τόσο πολύ από την πειστική απόδειξη των θαυμάτων του Ιησού, ώστε αποσχίστηκαν από το κόμμα των Φαρισαίων και αρχιερέων και ήλθαν προς τον Ιησού.
(3)  «Επειδή ήταν παράδοξο το θαύμα ένιωσε κατάπληξη ο όχλος και αυτό το γεγονός που άκουσαν, ήθελαν να το δουν και με τα μάτια τους για πιο βέβαιη πίστη» (Κ), «ίσως επειδή προσδοκούσαν να ακούσουν και από το Λάζαρο κάτι σχετικά με τον Άδη» (Θφ). Ότι η πρόθεση των επισκεπτών αυτών τουλάχιστον σε μεγάλο μέρος δεν υπήρξε αρχικά πονηρή ούτε το ελατήριο που τους ώθησε σε επίσκεψη μία απλή περιέργεια, φαίνεται από το σ. 11, όπου ο αριθμός αυτών που από αυτούς πίστεψαν στον Ιησού εξαιτίας του Λαζάρου δίνεται ως αιτία του νέου φονικού συμβουλίου των αρχιερέων (ο).

10 Ἐβουλεύσαντο(1) δὲ οἱ ἀρχιερεῖς(2) ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν(3),
10 Γι’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και το Λάζαρο,
(1)  Δεν δηλώνει απλή ανταλλαγή γνωμών, αλλά συσκέψεις (όχι σε επίσημη φαίνεται συνεδρία του συνεδρίου) με ορισμένη κατεύθυνση που κατέληξε σε απόφαση (κ).
(2)  Οι οποίοι πιθανότατα επειδή ανήκαν στη μερίδα των Σαδδουκαίων, οι οποίοι δεν δέχονταν την ανάσταση των νεκρών, είχαν λόγω αυτού και προσωπικό λόγο, που τους ωθούσε στην εξόντωση του Λαζάρου που αναστήθηκε από τους νεκρούς (ο).
(3)  «Όντας σε πλήρη σύγχυση από το φθόνο, σχεδιάζουν φόνο πάνω σε φόνο, θεωρώντας ότι μαζί με τον φονευμένο (Λάζαρο) θα φονευτεί και η δύναμη του παράδοξου συμβάντος, ώστε να ανακόψουν τους λαούς που έτρεχαν στην πίστη στο Χριστό» (Κ).
«Τον μεν Χριστό ζητούσαν να τον φονεύσουν προφασιζόμενοι ότι παραβιάζει το Σάββατο και ότι κάνει τον εαυτό του ίσο με το Θεό… Τον Λάζαρο όμως γιατί; Διότι ξανάζησε; Και ποιο έγκλημα είναι το να ξαναζήσει κανείς; Το παν λοιπόν ήταν φθόνος!» (Ζ).
Ο Λάζαρος προσελκύοντας διαρκώς πολλούς προς τον εαυτό του, και προκαλώντας έτσι την εξάπλωση της πίστης στο Χριστό, γίνεται, όπως ήταν επόμενο, αντικείμενο άσπονδου μίσους των αρχόντων των Ιουδαίων (κ). Πόσο παράλογη και ανόητη υπήρξε η απόφασή τους να φονεύσουν το Λάζαρο. Δείγμα της πιο θηριώδους λύσσας. Έμοιαζαν με άγριο ταύρο που μπλέχτηκε σε δίχτυ, γεμάτο μανία. Σημάδι ότι ούτε το Θεό φοβούνταν, ούτε τους ανθρώπους ντρέπονταν. Εάν φοβούνταν το Θεό, δεν θα προέβαιναν σε τέτοια προκλητική και ασεβή ενέργεια εναντίον του. Ο Θεός θέλησε να ζήσει ο Λάζαρος με θαύμα. Και αυτοί θέλουν να τον φονεύσουν λόγω της μοχθηρίας και κακεντρέχειάς τους. Φωνάζουν: Πάρτον αυτόν, δεν πρέπει να ζει, την ώρα που ο Θεός τον επανέφερε τετραήμερο από τον τάφο, διακηρύττοντας έτσι ότι ο Λάζαρος έπρεπε να ζει. Τι άλλο υπήρξε η απόφασή τους αυτή παρά πρόκληση και επανάσταση εναντίον του Θεού; Δεν σκέφτονται ποιος έχει τα κλειδιά του θανάτου και του τάφου. Τα έχουν αυτοί ή ο Θεός;
«Ω τυφλή κακία! Ο Χριστός ο οποίος μπόρεσε να αναστήσει νεκρό, δεν θα μπορούσε να αναστήσει και φονευμένο. Ανόητη κακία, η οποία υποθέτει ότι ο Χριστός ο οποίος μπόρεσε να αναστήσει έναν ο οποίος πέθανε θάνατο φυσικό, δεν θα μπορούσε να αναστήσει και έναν ο οποίος σφάχτηκε» (Αυ).
Αλλά ούτε τους ανθρώπους ντρέπονταν. Διότι πως ήταν δυνατόν να αποφασίσουν την εσχάτη των ποινών για ένα άνθρωπο τελείως αθώο, τον οποίο για κανένα έγκλημα ή παρεκτροπή δεν μπορούσαν να κατηγορήσουν;

11 ὅτι πολλοὶ δι' αὐτὸν(1) ὑπῆγον(2) τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον(3) εἰς τὸν Ἰησοῦν.
11 επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι εγκατέλειπαν αυτούς και πίστευαν στον Ιησού.
(1)  Δηλαδή τον Λάζαρο, ο οποίος ήταν ζωντανός μάρτυρας της υπερφυσικής δύναμης του Ιησού. «Αυτό που κατεξοχήν τους δάγκωνε, ήταν ότι ενώ είχε αρχίσει η γιορτή όλοι έτρεχαν στη Βηθανία και γίνονταν ακροατές του θαύματος και αυτόπτες του αναστημένου» (Θφ).
(2)  Ή, στη Βηθανία, οπότε η πρόθεση (υπό) σημαίνει εδώ το αθόρυβο, το μυστικό, διότι δεν τολμούσαν λόγω της εχθρότητας των αρχιερέων προς τον Ιησού, να μεταβούν με διαδήλωση (ο,g), ή λιγότερο πιθανή εκδοχή, το ὑπῆγον έχει την έννοια του αποχωρούσαν και αποσπώνταν από την μερίδα των αρχιερέων και πίστευαν στον Ιησού (β).
(3)  Παρατατικός=άρχιζαν να πιστεύουν (β).

Ἡ θριαμβευτικὴ εἴδοσος εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα

12 Τῇ ἐπαύριον(1) ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν(2), ἀκούσαντες(3) ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα(4),
12 Την άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του Πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα,
(1)  Δες και Ματθ. κα 1-11, Μάρκ. ια 1-10 και Λουκ. ιθ 29-38 και τις εκεί ερμηνευτικές σημειώσεις. Την επομένη της ημέρας κατά την οποία παρατέθηκε το δείπνο στη Βηθανία: δηλαδή στη δική μας Κυριακή, εάν δεν συμπεριλάβουμε την 14η Νισάν στις 6 ημέρες πριν το Πάσχα (σ. 1) ή τη Δευτέρα, εάν συμπεριλάβουμε αυτήν.
(2)  Πρέπει λοιπόν να υπήρξαν Γαλιλαίοι μάλλον παρά κάτοικοι της Ιερουσαλήμ (b). Δεν πρέπει ο όχλος αυτός να συγχέεται με αυτόν στο σ. 9, ο οποίος, όπως σημειώθηκε, ήταν από τους Ιουδαίους. Ίσως αυτοί που λόγω της γιορτής ήλθαν στα Ιεροσόλυμα ήταν περισσότερο θρησκευόμενοι από αυτούς που κατοικούσαν στην πόλη. Όσο περισσότερο σεβασμό έχει κάποιος στο Θεό και γενικά στη θρησκεία, τόσο είναι περισσότερο διατεθειμένος να υποδεχτεί το Χριστό και τη θρησκεία του. Είναι αξιοσημείωτο και το ότι όχι οι άρχοντες και οι της ανώτερης τάξης βγαίνουν για να υποδεχτούν τον Ιησού, αλλά ο όχλος. Πράγματι ο Χριστός «τα αδύναμα και τα ανόητα του κόσμου διάλεξε» (Α΄Κορ. α 27) και τιμάται περισσότερο από το πλήθος παρά από το μεγαλείο των ακολούθων του. Από αυτό συμπεραίνουμε, ότι ο Κύριος πέρασε και τη νύχτα ολόκληρη στη Βηθανία. Όπως επίσης μπορούμε να συμπεράνουμε από την αφήγηση του Μάρκου (ια 11 «ήταν ήδη απόγευμα στην ώρα») η είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα σημειώθηκε κατά το απόγευμα.
(3)  Άκουσαν από αυτούς που επισκέφτηκαν την προηγούμενη ημέρα τη Βηθανία, ότι ο Ιησούς ήταν εκεί και ότι ετοιμαζόταν να μπει στα Ιεροσόλυμα.
(4)  «Αφού αναχώρησε για λίγο στην έρημο ο Κύριος, ώστε να σβήσει το θυμό των φονιάδων, πάλι με θάρρος μπαίνει και εμφανίζεται σε όλους. Διότι είχε φτάσει ο καιρός του πάθους και δεν έπρεπε πλέον να κρύβεται, αλλά να δώσει τον εαυτό του για τη σωτηρία του κόσμου» (Θφ).

13 ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων(1) καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον(2)· ὡσαννά(3), εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ(4).
13 πήραν κλαδιά φοινικιάς, και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ!
(1)  Με άρθρο μάλλον για να σημάνει τα κλαδιά των φοινίκων, τα οποία ορθώνονταν στο δρόμο (g). «Βάϊς είναι ραβδί φοίνικα και το βάγι» (Ησύχιος). Η προσθήκη «των φοινίκων» είναι πλεονασμός, που έγινε από τον Ιωάννη για τους αναγνώστες που αγνοούσαν τον τεχνικό αυτό όρο. Σύμφωνα με το Αποκ. ζ 9 οι μάρτυρες παρουσιάζονται να έχουν στα χέρια βάγια ως σύμβολο της νίκης τους εναντίον του κόσμου. Σύμφωνα με το Α΄ Μακ. ιγ 51 ο Σίμων μπαίνει θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα με δοξολογία και βάγια και με κύμβαλα και κιθάρες και με ύμνους και με ωδές, διότι συντρίφτηκε εχθρός μεγάλος από τον Ισραήλ (β). Σύμφωνα με το Λευϊτ. κγ 40 επικράτησε στη γιορτή της σκηνοπηγίας να γίνονται γύρω από το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων λιτανείες με βάγια (g).
«Τα κλαδιά των φοινίκων είναι δοξολογικά σύμβολα της νίκης» (Αυ). «Επειδή οι όχλοι ήταν πιο υπάκουοι και επειδή ελκύστηκαν από το θαύμα που έκανε, υποδέχτηκαν το Χριστό με βάγια, υμνώντας αυτόν επειδή είχε νικήσει το θάνατο» (Κ). Υποδέχονται αυτόν θριαμβευτικά αναγνωρίζοντας αυτόν ως τον αναμενόμενο Μεσσία.
«Πήραν λοιπόν τα βάγια των φοινίκων… δείχνοντας, ότι τον θεωρούσαν ανώτερο από προφήτη» (Χ).
Ο τρόπος με τον οποίο εκδήλωναν τον σεβασμό τους και την αναγνώρισή τους ήταν πρόχειρος και απλός, αλλά ταυτόχρονα θερμός και ενθουσιώδης. Δεν είχαν τα κλειδιά της πόλης, για να παραδώσουν αυτά σε αυτόν, ούτε σπαθί ή σκήπτρο για να προβάλλουν αυτό μπροστά του, ούτε μουσική και συμφωνία οργάνων, ώστε και με τον ήχο σαλπίγγων και κυμβάλων να διεγείρουν τον λαϊκό ενθουσιασμό. Παρά ταύτα τα πλήθη αυτά ήταν κατά τη στιγμή αυτή μία αμυδρή απεικόνιση της ένδοξης εκείνης συνοδείας, την οποία είδε ο Ιωάννης «μπροστά στο θρόνο και μπροστά στο αρνί» (Αποκ. ζ 9,10). Δεν ήταν μεν τα πλήθη αυτά μπροστά στο θρόνο, ήταν όμως μπροστά στο αρνί, το πασχάλιο αρνί, το οποίο λίγες μέρες πριν το Πάσχα έμπαινε στην άκρη προκειμένου να θυσιαστεί. Επιπλέον κρατούν και τα πλήθη αυτά όπως η ουράνια συνοδεία βάγια φοινίκων, σύμβολο της νίκης και του θριάμβου. Πράγματι ο Χριστός με το θάνατό του ερχόταν να νικήσει τις αρχές και τις εξουσίες και συνεπώς ήταν πρέπον να σείουν κατά την έλευσή του τα βάγια των φοινίκων.
(2)  Υπάρχει και η γραφή: Εκραύγαζον λέγοντες: Οι επευφημίες με τις οποίες ο λαός χαιρετίζει τον Ιησού έχουν ληφθεί από τον ριζ (ριη) ψαλμό, ιδίως μάλιστα οι σ. 25,26. Ο ψαλμός αυτός φτιάχτηκε πιθανώς για τα εγκαίνια του δεύτερου ναού και τα λόγια που παρατίθενται αναφέρονταν στην πομπή η οποία έγινε δεκτή από τους ιερείς κατά την άφιξή της στο ναό. Πολλές παραπομπές σε αυτόν τον ψαλμό, που γίνονταν από τους ραββίνους, δείχνουν, ότι ο ψαλμός θεωρούνταν μεσσιανικός. Κάθε Ισραηλίτης γνώριζε από έξω τα λόγια αυτά, διότι ψάλλονταν κατά τις λιτανείες της γιορτής της σκηνοπηγίας και το Πάσχα κατά το πασχάλιο δείπνο (g).
(3)  Οι Ο΄μεταφράζουν «σώσε λοιπόν», οπότε αποτελεί ικετευτική επίκληση προς το Θεό από το θεοκρατικό λαό υπέρ του βασιλιά Μεσσία. Δες Ματθ. κα 9 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(4)  Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ή ευλογημένος εν ονόματι Κυρίου σύμφωνα με τα Δευτ. κα 5,Β΄ Βασ. στ 18,Δ΄ Βασ. β 24 (β). Ή, πιο φυσικά, πρέπει να συνδέσουμε το εν ονόματι Κυρίου (= «στο όνομα του Θεού Πατέρα» (Αυ) με το ερχόμενος, οπότε «άριστος οδηγός για να καταλάβουμε την έννοια, είναι τα ίδια του τα λόγια: Εγώ έχω έλθει στο όνομα του πατέρα μου… Από τη μία είναι ίσος με τον Πατέρα, και από την άλλη εξομοιώθηκε με εμάς. Ως ίσος με τον Πατέρα έφερε εμάς στην ύπαρξη· ως όμοιος με εμάς, μάς λύτρωσε» (Αυ). «Έχει έλθει στο όνομα του Κυρίου» (Κ).
Η φράση δείχνει κατά τρόπο γενικό τον κατεξοχήν θείο απεσταλμένο. Ειδικεύεται όμως η έννοιά της με την ακόλουθη φράση «ο βασιλιάς του Ισραήλ». «Αυτός που έρχεται, λέει, όχι αυτός που οδηγείται. Διότι το ένα είναι κάπως δουλικό, ενώ το άλλο εξουσιαστικό, το ότι έρχεται. Και με το να πουν όμως «στο όνομα του Κυρίου» αυτό το ίδιο φανερώνουν, το ότι είναι αυτός αληθινός Θεός. Διότι όχι στο όνομα δούλου, αλλά του Κυρίου λένε ότι έρχεται. Και ακόμα φανερώνουν ότι δεν είναι αντίθεος, αλλά ήλθε στο όνομα του Πατέρα. Και βασιλιά του Ισραήλ επίσης αποκαλούσαν αυτόν, φανταζόμενοι ίσως αισθητή βασιλεία. Διότι προσδοκούσαν ότι θα εμφανιστεί κάποιος βασιλιάς ανώτερος από την ανθρώπινη φύση, ο οποίος πρόκειται να τους σώσει από την εξουσία των Ρωμαίων» (Θφ).
Ο λαός στο πρόσωπο του Ιησού χαιρετούσε και επευφημούσε τον Μεσσία που στάλθηκε από το Θεό. «Τον έλεγαν βασιλιά δικό τους, παραδεχόμενοι την κυριότητα του Χριστού» (Κ). Δεν είναι πλέον ανάγκη να ξεφύγει από το ζήλο εκείνων, οι οποίοι θα ήθελαν να ανακηρύξουν αυτόν βασιλιά, όπως έκανε άλλοτε μετά την διατροφή των 5000. Θα διακηρύξει όμως αυτός τον τρόπο και τη φύση της βασιλείας του (τ).

14 Εὑρὼν(1) δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον(2) ἐκάθισεν ἐπ' αὐτό(3), καθώς ἐστι γεγραμμένον(4)·
14 Ο Ιησούς είχε βρει ένα γαϊδουράκι και κάθισε πάνω του, όπως λέει η Γραφή:
(1)  «Ο μεν Ματθαίος λοιπόν είπε αναλυτικότερα τα σχετικά με το πουλάρι, ενώ ο Ιωάννης ήλθε σε αυτό το πιο καίριο σημείο της υπόθεσης, το οποίο συνηθίζει να κάνει» (Κ). Οι άλλοι ευαγγελιστές «λένε ότι έστειλε μαθητές και είπε: Λύστε την όνο και το πουλάρι. Αυτός όμως δεν λέει τίποτα τέτοιο, αλλά ότι αφού βρήκε πουλαράκι, κάθισε πάνω του… Και τα δύο ήταν λογικό να γίνουν, και να έλυσαν οι μαθητές το πουλάρι και να το οδηγούσαν, και να βρήκε το πουλάρι και να κάθισε σε αυτό» (Χ). «Αφού λύθηκε δηλαδή από τους μαθητές και οδηγήθηκε, το βρήκε» (Θφ). Το «εὑρὼν» δεν σημαίνει βρήκε χωρίς αναζήτηση· ας θυμηθεί ο καθένας το Εύρηκα του Αρχιμήδη (g).
(2)  Δεν αντιτίθεται τόσο στο όνος όσο στο υπερήφανο άλογο, το οποίο ουδέποτε ο Κύριος χρησιμοποίησε (b).
(3)  Ο Ιησούς δεχόμενος την από το λαό υποδοχή ως αναγνώριση της μεσσιακής του ιδιότητας κατά τις παραμονές του θανάτου του, μετά τον οποίο θα θριάμβευε το βασιλικό του αξίωμα, κάθεται πάνω στο πουλάρι, για να ξεχωρίσει έτσι ανάμεσα στο λαό που τον κύκλωνε. «Επειδή τον περιτριγύριζε με τιμή πολύ πλήθος και τον επευφημούσε, από άκρα μετριοφροσύνη κάθισε σε γάιδαρο… χωρίς να απομακρύνεται σε τίποτα από τα όντως αναγκαία» (Κ).
(4)  Στο Ζαχαρίου θ 9. Η παράθεση γίνεται όμως εδώ συντομευμένα, διότι ο ευαγγελιστής ενδιαφέρεται μόνο να διαπιστώσει τη γενική συμφωνία μεταξύ της προφητείας και της εκπλήρωσής της (g).

15 μὴ φοβοῦ(1), θύγατερ Σιών(2)· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου(3).
15 Μη φοβάσαι θυγατέρα μου, πόλη της Σιών· να που έρχεται σ’ εσένα ο βασιλιάς σου, σε γαϊδουράκι πάνω καθισμένος.
(1)  Αντί για το «χαίρε σφόδρα» που είναι στο πρωτότυπο σύμφωνα με τους Ο΄. Και με το «μη φοβάσαι» το ίδιο συναίσθημα εκφράζεται, αλλά λιγότερο έντονα και σε μικρότερο βαθμό (g). Η μεγαλειότητα τέτοιου βασιλιά μπορεί να διεγείρει φόβο, αλλά η πραότητά του, στην οποία ανταποκρίνεται ο τρόπος της εισόδου του, απομακρύνει το φόβο (b). «Μη φοβάσαι· διότι είναι πράος και όχι όπως οι πολλοί από αυτούς που βασίλεψαν σε σένα, άγριος και άδικος και τύραννος» (Ζ). «Δεν μπήκε σέρνοντας από πίσω του στρατό, αλλά έχοντας ως άρμα ένα γαϊδουράκι» (Θφ). «Να χαίρεσαι πολύ». «Μη φοβάσαι». Οι φόβοι από την απιστία είναι εχθροί της πνευματικής χαράς. Όταν αυτοί θεραπευτούν και κατανικηθούν, η χαρά θα κυριαρχήσει εκεί όπου προκαλούνταν ταραχή από τους φόβους. Ο Χριστός λοιπόν ήλθε, για να κατασιγάσει τους φόβους του λαού του και να σκορπίσει σε αυτόν την χαρά.
(2)  Η έκφραση αυτή σημαίνει τον πληθυσμό της πόλης Σιών, η οποία προσωποποιείται (g). Αυθεντική γραφή: θυγάτηρ Σιών.
(3)  Και αν ο Ιησούς δεν έμπαινε ποτέ με αυτόν τον τρόπο στην Ιερουσαλήμ, η προφητεία αυτή θα πραγματοποιούνταν. Διότι ολόκληρη η δράση του στο Ισραήλ υπήρξε εκπλήρωσή της. Επαληθεύοντας όμως και κατά λέξη τον συμβολισμό που χρησιμοποίησε ο προφήτης, θέλησε να κάνει αισθητότερη την πνευματική και αληθινή εκπλήρωση της προφητείας (g). Το ἐπὶ πῶλον ὄνου ερμηνεύτηκε και αλληγορικά:
«Με το πουλάρι, πάνω στο οποίο κανείς δεν είχε μέχρι τότε καθίσει, (διότι έτσι αναφέρεται από τους άλλους ευαγγελιστές), πρέπει να εννοήσουμε τα έθνη, τα οποία δεν είχαν δεχτεί το νόμο του Κυρίου» (Αυ). «Διότι το γαϊδούρι δεν είναι καθαρό ζώο σύμφωνα με το νόμο» (Απ.).
Δείχνει με αυτό ο Χριστός «ότι νέο λαό, που προέρχεται από τα έθνη και είναι ακάθαρτος, πρόκειται να υποτάξει στον εαυτό του και να τον ανεβάσει στο αξίωμα της δικαιοσύνης και στην ουράνια Ιερουσαλήμ, της οποίας τύπος είναι η επίγεια… Ονομάζει επίσης πουλάρι το γαϊδούρι, επειδή ο λαός από τα έθνη ήταν αγύμναστος στην πίστη που οδηγεί στην ευσέβεια» (Κ).
Ο Χριστός είναι βασιλιάς της Σιών. Το όρος Σιών ήταν από παλιά καθορισμένο ως μητρόπολη και πρωτεύουσα του Μεσσία. Ο βασιλιάς της Σιών λοιπόν, θα αποχωρούσε μεν πρόσκαιρα από την πόλη αυτή, αλλά τελικά, όταν θα επρόκειτο να επανέλθει στον Πατέρα του, σε αυτήν θα κατέληγε και θα υπήρχε βασιλιάς αιώνιος της πνευματικής Σιών. Παρόλο που έρχεται αργά για να μπει στην επίγεια Σιών με το αργό βήμα του πουλαριού, έρχεται όμως με ασφάλεια και με τέτοιες εκδηλώσεις ταπείνωσης και συγκατάβασης, ώστε πολύ να ενθαρρύνονται σε επευφημίες και ελπίδες οι βασιλικοί του υπήκοοι. Ταπεινοί ικέτες εύκολα μπορούν να τον πλησιάσουν και να μιλήσουν μαζί του. Εάν στους άρχοντες και πρόκριτους της Ιερουσαλήμ, οι οποίοι περίμεναν τον Μεσσία ως επίγειο άρχοντα που θα θεμελίωνε το θρόνο του πάνω στη δύναμη της βίας, η ταπεινή αυτή εμφάνιση του βασιλιά της Σιών είναι αποθαρρυντική, ας μάθουν ότι παρόλο που έρχεται στη Σιών καθισμένος σε πουλάρι, όμως έρχεται να πολεμήσει κατά των εχθρών της «αυτός που επιβαίνει στα νέφη του ουρανού και είναι μεγαλοπρεπής στο στερέωμα της γης, αυτός έρχεται σε βοήθειά της» (Δευτ. λγ 26).

16 Ταῦτα(1) δὲ οὐκ ἔγνωσαν(2) οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον(3), ἀλλ' ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς(4), τότε ἐμνήσθησαν(5) ὅτι ταῦτα(6) ἦν ἐπ' αὐτῷ(7) γεγραμμένα(8), καὶ ταῦτα(6) ἐποίησαν(9) αὐτῷ.
16 Αυτά στην αρχή δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του· όταν όμως ο Ιησούς ανυψώθηκε στη θεία δόξα, τότε τα θυμήθηκαν. Ό,τι είχε γράψει για κείνον η Γραφή, αυτά και του έκαναν.
(1)  Η ίδια φράση και στο β 22. «Διότι πράγματι, όταν είπε· Γκρεμίστε αυτόν το ναό και σε τρεις ημέρες θα τον χτίσω, ούτε τότε κατάλαβαν οι μαθητές» (Χ). Τόσο τα λόγια αυτά όσο και την έννοια της εισόδου του Ιησού πάνω σε πουλάρι και την σχέση της με την προφητεία του Ζαχαρία, τα κατάλαβαν οι μαθητές όταν ο Ιησούς δοξάστηκε. «Ότι μεν λοιπόν ήταν γραμμένο (στο Ζαχαρία) το ήξεραν, ότι όμως είχε γραφτεί για αυτόν, δεν το ήξεραν» (Χ).
(2)  «Πρόσεξε τη φιλοσοφικότητα του ευαγγελιστή, πώς δεν ντρέπεται να παρουσιάσει δημόσια την προηγούμενη άγνοιά τους» (Χ).Ο λόγος των θείων ενεργειών και λόγων είναι γενικά κρυμμένος από εμάς αρχικά. Το έργο της πίστης είναι να εγκολπωθούμε τα πράγματα εκείνα, τα οποία δεν κατανοούμε, αλλά τα οποία αργότερα θα αντιληφθούμε (b).
(3)  «Στην αρχή» (Κ), κατά τον χρόνο, κατά τον οποίο συντελούνταν το γεγονός της εισόδου.
(4)  «Μέσω του σταυρού και της ανάστασης» (Ζ), «και φωτίστηκαν περισσότερο την ημέρα της πεντηκοστής όταν μεταμορφώνονταν στη δύναμη του αγίου Πνεύματος που επιφοίτησε σε αυτούς» (Κ). «Δόξα εννοεί την ανάληψη μετά το σταυρό και το πάθος» (Θφ).
(5)  Αφού θα τα υπενθύμιζε αυτά σε αυτούς ο Παράκλητος. Δες Ιω. ιδ 26.
(6)  Γλυκιά επανάληψη που εκφράζει τη συμφωνία μεταξύ της προφητείας και την έκβασης (b).
(7)  «Δηλαδή σχετικά με αυτόν» (Ζ). Κατά γράμμα σημαίνει: βασίζονταν σε αυτόν (β).
(8)  «Όλα αυτά τα προφητικά, ήταν γραμμένα για αυτόν» (Ζ).
(9)  Υποκείμενο του ρήματος είναι ή «οι Ιουδαίοι» (Ζ), ο λαός. Ή, και οι δύο· και οι μαθητές και ο λαός (b). Ή, πιο σωστά, οι μαθητές. Ο Ιωάννης θέλει να σημάνει, ότι οι μαθητές κατανόησαν αργότερα, ότι είχαν εργαστεί αυτοί οι ίδιοι στην εκπλήρωση προφητείας, την οποία κανείς από αυτούς τότε δεν σκέφτηκε (g). Οι Γραφές εκπληρώνονται πολλές φορές με συνεργασία ανθρώπων που δεν έχουν κατά νουν τις γραφές και δεν καταλαβαίνουν ότι συνεργούν για εκπλήρωσή τους. Οι μαθητές μέχρι την ανάληψη και την Πεντηκοστή δεν είχαν αντιληφθεί την φύση της βασιλείας του Κυρίου και για αυτό ανέμεναν αυτόν να εμφανιστεί με εξωτερική πομπή και δύναμη. Και συνεπώς δεν μπορούσαν να καταλάβουν, πώς εφαρμοζόταν η προφητεία του Ζαχαρία, για επαλήθευση της οποίας χωρίς να το καταλαβαίνουν συνεργάζονταν.

17 Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος(1) ὁ ὢν μετ' αὐτοῦ(2) ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν(3).
17 Όλοι, λοιπόν, εκείνοι που ήταν μαζί με τον Ιησού, όταν φώναξε το Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς, διηγούνταν αυτά που είχαν δει.
(1)  Ο Ιωάννης δεν αποσκοπεί να παρουσιάσει πλήρη την εικόνα της εισόδου του Ιησού, αλλά μάλλον να αποσαφηνίσει την διπλή σχέση του γεγονότος αυτού με το γεγονός της ανάστασης του Λαζάρου (ως αιτίας του) από τη μία, και με την καταδίκη του Ιησού (ως αποτελέσματός του) από την άλλη (g).
(2)  Η έννοια εξαρτάται από το μόριο «ὅτε» που ακολουθεί, ή σύμφωνα με άλλη γραφή «ότι». Σύμφωνα με αυτήν τη δεύτερη γραφή όχλος πρέπει να εννοηθεί ο λαός που υποδέχεται τώρα τον Ιησού, ο οποίος μεταξύ των άλλων επευφημιών φώναζε ακόμη ότι ο Ιησούς ανέστησε το Λάζαρο. Αυθεντική γραφή ὅτε. Σύμφωνα με αυτήν όχλος ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες του θαύματος, οι οποίοι ήταν τότε μπροστά στον τάφο του Λαζάρου μαζί με τον Ιησού κυκλώνοντάς τον. Αυτοί μαρτυρούσαν τώρα για το γεγονός περιγράφοντας αυτό στους προσκυνητές στα Ιεροσόλυμα, και με τη μαρτυρία τους αυτή διέγειραν τον ενθουσιασμό του πλήθους για τον Ιησού. Αυτή η γραφή και η ερμηνεία σύμφωνα με αυτήν, συμφωνεί πληρέστερα με το ακόλουθο «Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος» (g) = «Το πλήθος του όχλου αφού άκουσε το συμβάν με καλή διάθεση, πείστηκε σε αυτούς που έδιναν μαρτυρία ότι ο Χριστός ανέστησε το Λάζαρο… και για αυτόν το λόγο τον υποδέχτηκαν» (Κ).
(3)  Το μεγαλείο του θαύματος και η ευκολία, με την οποία συντελέστηκε, εκφράζονται με πολλή δεξιότητα (b). Οι αυτόπτες δεν μαρτυρούσαν απλώς για το θαύμα, αλλά και αφηγούνταν τον τρόπο με τον οποίο αυτό συντελέστηκε.

18 Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος(1), ὅτι ἤκουσαν(2) τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον(3).
18 Γι’ αυτό ήρθε το πλήθος να τον προϋπαντήσει, επειδή έμαθαν ότι αυτός είχε κάνει το θαυμαστό αυτό σημείο.
(1)  Δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον όχλο του προηγούμενου σ. Ο όχλος που άκουσε, αφού πληροφορήθηκε από τον όχλο που είδε το θαύμα (b). «Ο όχλος μεν των αυτοπτών «μαρτυρούσε», ενώ ο όχλος αυτών που άκουσαν, υποδέχτηκαν αυτόν μαζί τους» (Ζ).
(2)  Ο όχλος άκουσαν. Συντακτικό σχήμα κατά το νοούμενον (κ).
(3)  Η αιτία της προϋπάντησης και της θριαμβευτικής υποδοχής. Το θαύμα δεν ήταν μόνο κύριο θέμα συζήτησης μεταξύ των προσκυνητών, αλλά και διήγειρε τον ενθουσιασμό τους τόσο, ώστε οδηγήθηκαν στο να τον υποδεχτούν (g). «Διότι δεν θα μετέβαλλαν ξαφνικά γνώμη τόσοι πολλοί, εάν δεν πίστευαν στο θαύμα» (Χ).

19 Οἱ οὖν(1) Φαρισαῖοι(2) εἶπον πρὸς ἑαυτούς(3)· θεωρεῖτε(4) ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν(5); Ἴδε(6) ὁ κόσμος(7) ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν(8).
19 Οι Φαρισαίοι τότε είπαν μεταξύ τους: «Βλέπετε πως η αναβολή δεν ωφελεί· να που όλος ο κόσμος έχει τρέξει πίσω του».
(1)  Ο σ. εισάγεται ως συνέπεια του ενθουσιασμού του λαού που ήδη σημειώθηκε.
(2)  Οι οποίοι αποτελούσαν την μερίδα που έντονα αντιτίθονταν στη διδασκαλία του Ιησού.
(3)  Αντί να πει μεταξύ τους. Επειδή ανήκαν στο ίδιο σώμα, για αυτό ήταν σαν να μιλούσαν στους εαυτούς τους (g).
(4)  Μπορούμε να την πάρουμε και ως προστακτική. Μάλλον όμως είναι οριστική. «Το λένε αυτό κατηγορώντας κατά κάποιο τρόπο τους εαυτούς τους, επειδή ακριβώς από παλαιότερα δεν φόνευσαν μαζί με τον Λάζαρο τον Ιησού, οπότε το λένε προτρέποντας τους εαυτούς τους στο να φονεύσουν» (Κ).
(5)  Δεν πετυχαίνετε κανένα ωφέλιμο αποτέλεσμα για τον σκοπό μας. Δεν ωφελεί τίποτα το να περιμένουμε και να αναβάλλουμε. Δες και στ 63 για τη χρήση του ωφελώ. Όσοι αντιτίθενται στο Χριστό και πολεμούν το βασίλειό του, θα αναγκαστούν να αντιληφθούν κάποτε, ότι δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. Ο Θεός θα πραγματοποιήσει τις βουλές του παρά τις αντιδράσεις τους και τις μάταιες προσπάθειες της κακίας τους. Δεν κερδίζει κανείς τίποτα πολεμώντας τον Ιησού. Αντιθέτως αντί να βλάψει την κυριαρχία του αιώνιου βασιλιά, συντελεί στο δικό του όλεθρο.
(6)  Εισάγει το γεγονός σαν να συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους (ο).
(7)  =Όλοι, όλος ο κόσμος. «Κόσμο λένε τα πλήθη» (Ζ). «Αγανακτώντας για τον πιστό όχλο, σαν να στερούνται δικά τους κτήματα, αυτούς που είναι του Θεού» (Κ). Ο κόσμος. Υπερβολή από αγανάκτηση. Υπάρχει κάτι που υποκρύπτεται στα λόγια τους όμοιο με προφητεία (b). Όπως ο Καϊάφας πριν, έτσι και αυτοί τώρα, (προφητεύουν) ότι ολόκληρος ο κόσμος θα κατακτιόταν από τον Ιησού.
(8)  «Με την έννοια του: ακολουθεί αυτόν» (Ζ). Ο αόριστος φανερώνει γεγονός που ήδη συντελέστηκε· να, μείναμε μόνοι (g). Αφού αποσπάστηκε από εμάς προσκολλήθηκε και έγινε οπαδός εκείνου (κ).

Ἡ αἴτησις τῶν Ἑλλήνων

20 Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες(1) ἐκ τῶν ἀναβαινόντων(2) ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ.
20 Ανάμεσα σ’ αυτούς που ανέβηκαν να προσκυνήσουν στη γιορτή ήταν και μερικοί Έλληνες.
Από όλα τα γεγονότα, τα οποία σημειώθηκαν από την ημέρα της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ μέχρι την παραμονή του Πάθους, ο Ιωάννης αναφέρει μόνη την απόπειρα κάποιων προσήλυτων Ελλήνων να μιλήσουν με τον Ιησού και τον λόγο τον οποίο με την ευκαιρία αυτή εκφώνησε, για τα οποία δεν μιλούν οι υπόλοιποι ευαγγελιστές. Ο Ιωάννης σημειώνει ιδιαίτερα το γεγονός αυτό όχι απλώς διότι αποσιωπήθηκε από τους συνοπτικούς, αλλά διότι έχει για αυτόν ξεχωριστή σοβαρότητα. Το γεγονός φαίνεται ότι έλαβε χώρα μετά τα εξιστορούμενα στα Ματθ. κα 12-κγ, Μάρκ. ια 12-ιβ 44, Λουκ. ιθ 45-κα 4, όπως φαίνεται και από το τέλος του σ. 36 («αυτά είπε ο Ιησούς και αφού έφυγε κρύφτηκε από αυτούς») δηλαδή κατά το απόγευμα της Τετάρτης. Κατά τη στιγμή αυτή επέρχεται η οριστική πλέον ρήξη του Ιησού με το λαό και το θεοκρατικό κέντρο, και στο επεισόδιο και στα λόγια αυτά διαβλέπει ο Ιωάννης το τέλος της δημόσιας δράσης του Κυρίου και το προανάκρουσμα του Πάθους του. Αποτελεί λοιπόν σταθμό στην αφήγησή του (g)
(1)  Προανάκρουσμα για το ότι η βασιλεία του Θεού επρόκειτο από τους Ιουδαίους να μεταβιβαστεί στα έθνη. Δεν είναι σαφές, εάν αυτοί είχαν κάνει περιτομή· πάντως όμως λάτρευαν τον ένα Θεό του Ισραήλ (b). Δεν πρόκειται για Ιουδαίους που μιλούσαν την ελληνική, αλλά για εθνικούς προσήλυτους, όπως ο ευνούχος της Κανδάκης (Πράξ. η 27), και για τους οποίους στο ιερό είχε καθοριστεί ιδιαίτερος τόπος, η αυλή των εθνών (Δες και Γ΄Βασ. η 41-43). Από την αυλή αυτή διώχτηκαν από τον Ιησού αυτοί που βεβήλωναν το ιερό. Εάν λοιπόν οι ξένοι αυτοί ήταν μάρτυρες του επεισοδίου αυτού, κατά το οποίο ελευθερώθηκε ο για χρήση τους καθορισμένος ιερός χώρος στο ναό, εξηγείται πλήρως η επιθυμία τους να έλθουν σε σχέση με τον Ιησού (β).
(2)  Με άρθρο για να δηλώσει τάξη προσώπων γνωστών και που συνήθως επισκέπτονταν τα Ιεροσόλυμα=Είναι η τάξη των προσηλύτων όχι μόνο από τους Έλληνες αλλά και από κάθε έθνος, οι οποίοι συνήθιζαν να έρχονται κατά την εορτή (g).

21 Οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας(1), καὶ ἠρώτων(2) αὐτὸν λέγοντες· κύριε(3), θέλομεν τὸν Ἰησοῦν(4) ἰδεῖν(5).
21 Αυτοί, λοιπόν, πήγαν στο Φίλιππο, που καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και τον παρακαλούσαν μ’ αυτά τα λόγια: «Κύριε, θέλουμε να δούμε τον Ιησού».
(1)  Ο απόστολος αυτός είχε ελληνικό όνομα και ίσως από αυτό ενθαρρύνθηκαν να πλησιάσουν αυτόν οι Έλληνες. Ίσως όμως οι Έλληνες αυτοί ήταν από αυτούς που κατοικούσαν στην γειτονική της Γαλιλαίας Δεκάπολη και «ως Γαλιλαίοι οι Έλληνες πλησίασαν το Φίλιππο επειδή και αυτός ήταν Γαλιλαίος» (Κ). Για αυτό και η προσθήκη του προσδιορισμού: «που ήταν από τη Βηθσαϊδά…».
(2)  Ο παρατατικός μπαίνει για να δηλώσει πράξη που άρχισε, η οποία θα συμπληρωνόταν με την αναμενόμενη απάντηση του Φιλίππου (g).
(3)  Υποδηλώνει το σεβασμό, τον οποίο αυτοί αισθάνονται για τον μαθητή τέτοιου δασκάλου (g).
(4)  Το άρθρο έχει μέσα του την έννοια της ανάδειξης (b). Λένε τον Ιησού και όχι το Χριστό. Δεν υποδηλώνεται κάπως, ότι φαντάζονταν ότι ο Ιησούς ήταν ο Χριστός (β).
(5)  Έχει μέσα της η λέξη και την έννοια της κατ’ ιδίαν γνωριμίας. Να τον δουν απλώς ήταν εύκολο, εφόσον ο Ιησούς δίδασκε και κινούνταν στον περίβολο του ναού. Ούτε εξηγείται ο δισταγμός του Φιλίππου, που συνεννοείται με τον Ανδρέα για το αίτημα αυτό των Ελλήνων, εάν δεν επρόκειτο και για συνέντευξή τους με τον Ιησού (ο,β).

22 Ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει(1) τῷ Ἀνδρέᾳ(2), καὶ πάλιν Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι τῷ Ἰησοῦ(3)·
22 Πηγαίνει ο Φίλιππος και το λέει στον Ανδρέα. Έπειτα έρχονται ο Ανδρέας κι ο Φίλιππος και το λένε στον Ιησού.
(1)  «Επειδή θυμήθηκε ο Φίλιππος ότι είπε σε αυτούς ο Κύριος: σε δρόμο εθνών μην πάτε και σε πόλη Σαμαρειτών μην μπείτε, για αυτό δειλιάζει» (Κ) και «έρχεται προς τον Ανδρέα, επειδή προηγούνταν από αυτόν, και το ανακοινώνει σε αυτόν» (Χ).
(2)  Συμπολίτης του Φιλίππου, συμπεριλαμβανόταν μεταξύ των 4 μαθητών, οι οποίοι μπαίνουν πρώτοι στους καταλόγους των αποστόλων που παρατίθενται από τους ευαγγελιστές. Αλλά και «ο Φίλιππος μιλά στον Ανδρέα επειδή αυτός ήταν και θερμότερος και καταλληλότερος σε αυτά» (Κ). Για αυτό μπαίνει πρώτος έπειτα ο Ανδρέας («πάλιν Ανδρέας και Φίλιππος») σαν αυτός που ανέλαβε την πρωτοβουλία.
«Ο Φίλιππος λέει στον Ανδρέα, επειδή προηγούνταν. Και εκείνος δεν αρπάζει την ερώτηση, ούτε δείχνει αυθεντία, αλλά παίρνοντας μαζί και τον Φίλιππο, έτσι παίρνει το θάρρος να κάνει την ερώτηση. Τέτοια ευταξία και αγάπη μεταξύ τους υπήρχε στον τρόπο της ζωής τους» (Θφ).
Οι διάκονοι του Χριστού οφείλουν να βοηθούν και να συντρέχουν ο ένας τον άλλον στο έργο της προσαγωγής ψυχών στο Χριστό και της σωτήριας οικοδομής τους. Είναι καλύτεροι οι δύο από τον ένα. Κληρικοί που τσακώνονται μεταξύ τους και ανταγωνίζονται μεταξύ τους και δημιουργούν διαιρέσεις στην ποίμνη του Χριστού, δεν μπορούν να αριθμηθούν στους ειλικρινείς και πραγματικούς διακόνους του.
(3)  Είναι αβέβαιο εάν ο Ιησούς έδωσε στους Έλληνες την συνέντευξη που ζήτησαν. Αλλά όταν σκεφτούμε πόσο προσιτός ήταν ο Κύριός μας σε όλους όσους τον πλησίαζαν με ειλικρίνεια, δεν μπορούμε να αμφιβάλουμε για το ότι πέτυχαν οι Έλληνες αυτήν την συνέντευξη (ο). Για αυτό στα λόγια του Κυρίου που στη συνέχεια παρατίθενται αναζητήθηκε από τους ερμηνευτές, μήπως κρύβεται κάποια προτροπή που απευθύνεται στους Έλληνες.
Εισηγήθηκε λοιπόν ο Lange, ότι τα λόγια στο σ. 25 («αυτός που αγαπά τη ζωή του…») αποτελούν κρίση του Χριστού για τα ελληνικά ιδανικά περί ζωής. Για τους Έλληνες το ιδεώδες της ανθρώπινης φύσης ήταν να πετύχει την πληρότητα της προσωπικής ζωής. Κάθε άνθρωπος θα όφειλε να αναπτύξει την προσωπικότητά του. Αυτό ζητά και ο Χριστιανισμός αλλά με τη θυσία, η οποία ήταν ξένη στην ελληνική φιλοσοφία. Με τα λόγια του λοιπόν αυτά πιθανώς κατέκρινε τα ελληνικά ιδανικά περί ζωής. Και τα λόγια στο σ. 32 («όλους θα τους ελκύσω στον εαυτό μου») αποτελούν καθολική υπόσχεση που περιλαμβάνει όχι μόνο τους Ιουδαίους αλλά και τους εθνικούς. Εναντίον όμως της παραπάνω εκδοχής αντιτίθεται η σκέψη, ότι εάν όντως τα λόγια στους σ. 23-28 απευθύνονταν ιδιαίτερα προς τους Έλληνες, τους οποίους τώρα για πρώτη φορά έβλεπε ο Ιησούς, θα παρουσιαζόταν σε αυτούς ακατανόητη η χρήση του ιουδαϊκού τίτλου «ο Υιός του ανθρώπου» (σ. 23). Ακόμη δυσκολότερο θα παρουσιαζόταν το να υποθέσουμε, ότι ο Ιησούς αποκάλυψε στους ξένους αυτούς την στο σ. 27 αγωνία της ψυχής του για τον επικείμενο θάνατο (β). Υπάρχει και η γραφή: και πάλιν έρχεται Ανδρέας και Φίλιππος και λέγουσι τω Ιησού.

23 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων(1)· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα(2) ἵνα(3) δοξασθῇ(4) ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(5).
23 Ο Ιησούς τότε τους απάντησε: «Ήρθε πια η ώρα να δοξαστεί ο Υιός του Ανθρώπου.
(1)  Η αίτηση των Ελλήνων προκάλεσε βαθύτατη εντύπωση στον Ιησού διότι αφ’ ενός μεν διήγειρε σε αυτόν το συναίσθημα της σχέσης του με τον εθνικό κόσμο ο οποίος μέχρι τώρα είχε τεθεί σε δεύτερη μοίρα στη δράση του, αφ’ ετέρου υπενθύμισε σε αυτόν, ότι η ανάμεσα στα έθνη πνευματική του βασιλεία θα εγκαθιδρυόταν όταν ο Ιησούς έμπαινε σε νέα ένδοξη μορφή ύπαρξης, που προϋπέθετε το θάνατό του. Έτσι η οδός του Γολγοθά ανοίγει μπροστά στα μάτια του ως η μόνη που οδηγεί προς την εγκαθίδρυση της νέας τάξης πραγμάτων (g). «Επειδή οι προερχόμενοι από τα έθνη βιάζονται να τον δουν… για αυτό λέει «έχει έλθει η ώρα». Διότι ο καιρός του πάθους ήταν κοντά, αμέσως μετά τον οποίο ήταν η κλήση των εθνών» (Κ).
(2)  Τόσο στον Ιωάννη (ιγ 1,ιζ 1) όσο και στους συνοπτικούς (Μάρκ. ιδ 41,Ματθ. κστ 45) αναφέρεται στην ώρα αμέσως πριν την προδοσία (β). Η φράσει περικλείει σπερματικά ολόκληρο τον ακόλουθο λόγο, με τον οποίο αποκαλύπτεται η σπουδαιότητα της παρούσας ώρας και η κρισιμότητά της, τόσο για τον Ιησού (σ. 29-30), όσο και για τον κόσμο ολόκληρο (σ. 31-33), ειδικότερα όμως και για τον Ισραήλ (σ. 34-36)(g). Τρεις φορές η φράση «ἐλήλυθεν… ἵνα δοξασθῇ » χρησιμοποιείται στον Ιωάννη· εδώ, στο μυστικό δείπνο, όταν ο Ιούδας βγήκε (ιγ 31) και στην αρχιερατική προσευχή (ιζ 1). Και στις 3 αυτές περιπτώσεις χρησιμοποιείται σε στενό συνδυασμό με το θάνατό του (τ).
(3)  Το λεγόμενο εκβατικό ἵνα, το οποίο έχει πάντοτε τελική έννοια (σκοπού), διότι αναφέρεται στην βουλή του Θεού που προόρισε και προδιέταξε. Η ώρα ήλθε στον καιρό ακριβώς εκείνο, τον οποίο ο Θεός προόρισε, και ήλθε για τον σκοπό στον οποίο απέβλεπε ο Θεός και ο οποίος έπρεπε να εκπληρωθεί (β). Ήταν προκαθορισμένος ο χρόνος και η ώρα, κατά την οποία ο υιός του ανθρώπου θα δοξαζόταν, και η οποία τότε και μόνο ήλθε, όταν οι ημέρες της ταπείνωσής του συμπληρώθηκαν όλες, μέχρι και την τελευταία.
(4)  «Ήλθε ο καιρός να πεθάνω· διότι μετά το θάνατο και την ανάσταση επρόκειτο να δοξαστεί σε όλα τα έθνη» (Ζ). Το «να δοξαστεί» όπως και στο σ. 16 και στο ζ 39 αναφέρεται στην ουράνια ανύψωση του Ιησού με την ανάληψη (g).
«Βεβαιώνει την προσέγγιση της ώρας, κατά την οποία θα δοξαζόταν, και κατά την οποία μετά την τελείωση της δόξας αυτής στους ουρανούς, τα έθνη θα οδηγούνταν στην πίστη» (Αυ).
Η ένδοξη ανύψωση του Ιησού και η επιστροφή των εθνών είναι σύγχρονα (b). Η κλήση των εθνών στην εκκλησία του Χριστού μεγάλωσε πάρα πολύ τη δόξα του υιού του ανθρώπου. Διότι ο πολλαπλασιασμός των λυτρωμένων είναι δόξα και μεγαλείο του Λυτρωτή. Ο θάνατος, ως η επικείμενη και απαραίτητη προϋπόθεση της ανάληψης και θέωσης του Κυρίου κατά την ανθρώπινη φύση, παρουσιάζεται τώρα να προέχει και προβάλλεται με τη φράση «για να δοξαστεί»= «Είναι ο καιρός να έλθω στο σταυρό» (Χ).
Ο σταυρός είναι η δόξα του Χριστού α) σε σχέση με τον μεγάλο εχθρό. Ο σατανάς μετά τον πειρασμό στην έρημο απομακρύνθηκε από τον Κύριο «μέχρι τον κατάλληλο καιρό». Νικήθηκε τελείως στην έρημο από τον υιό του ανθρώπου, αλλά η τελειωτική ήττα του συντελέστηκε στο σταυρό. Εκεί ο Χριστός με ομοίωμα σάρκας αμαρτωλής και για την αμαρτία, υπέστη ως αντιπρόσωπος και εγγυητής του γένους μας την ποινή της αμαρτίας. Ο σατανάς ο οποίος ήλπισε ότι θα κατασυνέτριβε τον Αδάμ, κατασύντριψε τον εαυτό του προσκρούοντας στο Χριστό. Είχε προς στιγμήν πετύχει κάποια νίκη με το μίσος, αλλά ο Χριστός νίκησε τελείως το σατανά και κέρδισε τη νίκη του αυτή με την αγάπη.
β) σε σχέση με τον άνθρωπο. Από τη στιγμή που ο Χριστός σταυρώθηκε, ο σταυρός έγινε το κέντρο του κόσμου. Ούτε στις σχολές των Αθηνών, ούτε στην αγορά της Ρώμης, ούτε με την πρόοδο των τεχνών, ούτε με τις λαμπρές πτήσεις της ποίησης και τις αναζητήσεις της φιλοσοφίας δοξάστηκε τόσο ο άνθρωπος, όσο με το σταυρό. Εκεί ο άνθρωπος ενώνεται με την ίδια τη θεότητα και με το θάνατο οδηγείται στην αιώνια και αμάραντη δόξα. Εάν ο σατανάς με το μίσος του ζήτησε να καταστρέψει το ανθρώπινο γένος, ο Κύριος με την αγάπη του στο σταυρό το ανύψωσε μέχρι τον ίδιο το θρόνο της θεότητας.
γ) Σε σχέση με τον ίδιο το Χριστό. Διότι για αυτό ο Χριστός «πέθανε και αναστήθηκε, για να κυριεύσει τους νεκρούς και τους ζωντανούς». Ήλθε στον κόσμο, για να αναδειχτεί βασιλιάς αιώνιος. Στο σταυρό η κυριότητά του θεμελιώθηκε και η βασιλεία του εγκαινιάστηκε. Ο σταυρός υπήρξε το ύψιστο επιστέγασμα και η αιώνια τελείωση του έργου του.
δ) σε σχέση με τον Πατέρα του. Διότι από την βουλή του Πατέρα κατευθυνόταν το σχέδιο της απολύτρωσης του ανθρώπου. Η αυταπάρνηση και η αγάπη του Χριστού, η τέλεια υπακοή του, η αλήθειά του και η αγιότητά του, όλα αυτά κατέληξαν στη δόξα του Πατέρα του που τον έστειλε. Στο σταυρό, όπου όλα αυτά έλαμψαν όσο ουδέποτε άλλοτε, ο Χριστός δόξασε το όνομα του Πατέρα του, φανέρωσε τη σοφία του, έδειξε τη δικαιοσύνη του και κατέστησε αισθητή την αγάπη του (Alford).
(5)  «Δεν λέει θα δοξαστεί ο Λόγος απλώς» (Κ). Όταν πρόκειται για το Πάθος ο Ιησούς μιλά για τον εαυτό του όχι σαν Υιό του Θεού, αλλά σαν υιό του ανθρώπου. Δες και γ 14,στ 53,η 28 (β).

24 Ἀμὴν ἀμὴν(1) λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου(2) πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ(3), αὐτὸς μόνος μένει(4)· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει(5).
24 Αλήθεια σας λέω: Αν του σιταριού ο σπόρος πέσει στη γη αλλά δεν πεθάνει, μένει ένας μονάχος σπόρος· αν όμως πεθάνει, κάνει άφθονον καρπό.
(1)  Δες α 51. Εισάγεται με τη φράση αυτή λόγος ειδικής σοβαρότητας (β). Συνδέει τον παρόντα στίχο με τον προηγούμενο έτσι ώστε να δείχνεται σαφώς ότι με το παράδειγμα αυτό ο Ιησούς υπονοεί τον εαυτό του (ο). «Παρηγορώντας τους μαθητές με παράδειγμα, αποδεικνύει, ότι είναι συμφέρον και αναγκαίο να πεθάνει αυτός· διότι όπως το σιτάρι, ο θάνατός του θα φέρει πολλούς καρπούς και θα είναι γονιμότατος» (Ζ). «Μη θορυβείστε αν πεθάνω· διότι τότε θα αυξηθεί περισσότερο το κήρυγμα και θα πιστέψουν οι εθνικοί. Και μην απιστείτε. Διότι και στο σιτάρι αυτό γίνεται» (αμ).
(2)  Προτιμά ως παράδειγμα οποιουδήποτε άλλου φυτικού σπέρματος αυτό του σταριού, ίσως όχι άσχετα με τα προηγούμενα, όπου ο Χριστός παρουσίασε τον εαυτό του ως τον άρτο της ζωής (β).
(3)  «Θάνατο του σιταριού να εννοήσεις, κατά την άποψή μου, τη φθορά του» (Ζ). «Διότι πρώτα πρέπει να σαπίσει ο σπόρος και τότε να γίνει η γέννησή του» (Χ). Τον νόμο αυτόν της αναγέννησης μέσω της φθοράς, επικαλείται και ο Παύλος για απόδειξη της ανάστασης των νεκρών (Α΄Κορ. ιε 36).
(4)  Ο Χριστός και αν δεν πέθαινε για χάρη μας, θα έμενε και πάλι όσον αφορά τον εαυτό του ο ίδιος, όπως είναι ήδη (b). Θα δοξαζόταν και κατά την ανθρώπινη φύση, δεν θα πληθυνόταν όμως. Δεν θα ήταν ποτέ η ζωντανή και ζωοποιός Κεφαλή και Ρίζα της εκκλησίας εάν δεν κατέβαινε από τον ουρανό στην καταραμένη αυτή γη και δεν ανέβαινε από τη γη στο καταραμένο ξύλο, ώστε έτσι να κάνει τέλεια την απολύτρωση. Έπρεπε «να παραδοθεί σε θάνατο η ζωή του» για να «πάρει ως δική του πνευματική κληρονομιά πολλούς• και από τους ισχυρούς να πάρει και να διαμοιράσει λάφυρα»(Ησ. νγ 12). Θα δοθεί σε αυτόν σπέρμα και κληρονομιά αναρίθμητη, αλλά πρέπει να χύσει το αίμα του για να εξαγοράσει αυτό και να το καθαρίσει από τον ρύπο που τον κατακλύζει.
(5)  «Περισσότερο καρπό φέρνει, όταν πεθάνει. Αν όμως αυτό γίνεται στα σπέρματα, πολύ περισσότερο σε εμένα» (Χ).
«Όπως ακριβώς το σπαρμένο σπυρί του σιταριού βλαστάνει πολλά στάχυα, χωρίς να ζημιώνεται το ίδιο από εκείνα, αλλά υπάρχει κατά τρόπο δυναμικό μέσα σε όλα τα σπυριά που έχει το στάχυ, διότι από αυτό βλάστησαν όλα· έτσι και ο Κύριος πέθανε, και αφού άνοιξε τα βάθη της γης ανέβασε μαζί με τον εαυτό του τις ψυχές των ανθρώπων, αφού σύμφωνα με τον λόγο της πίστης αυτός είναι μέσα σε όλους μαζί επιπλέον και με την ύπαρξη που έχει από τον ίδιο τον εαυτό του» (Κ).
«Πεθαίνοντας ο κόκκος του σταριού, ο Ιησούς, έφερε πολύ καρπό και ο πατέρας προνοεί πάντα για τους καρπούς που έγιναν και γίνονται ακόμη και θα γίνουν από το θάνατο του κόκκου του σιταριού» (Ω).
Ο υιός του Θεού με την ενανθρώπησή του έπεσε στη γη και με την κένωσή του παρουσιάστηκε στον ουράνιο κόσμο θαμμένος ζώντας στον κόσμο. Δεν ήταν όμως αρκετό αυτό. Πέθανε ο αθάνατος Κύριος και μπήκε στον τάφο, όπως το σπέρμα του σταριού όταν σπέρνεται καλύπτεται από το χώμα. Αλλά όπως το σπέρμα του σιταριού φυτρώνει πράσινο, δροσερό και ανθισμένο και με μεγάλη αύξηση, έτσι και ο ένας πεθαμένος Χριστός συγκέντρωσε στον εαυτό του μυριάδες ζωντανών χριστιανών και έγινε η ζωοποιός ρίζα τους. Και όταν κατά τη συντέλεια του παρόντος αιώνος θα έχει πλέον οδηγήσει με το πάθημά του «πολλούς γιους σε δόξα» (Εβρ. β 10) θα δοξάζεται στους ατελεύτητους αιώνες με τους ασίγητους ύμνους των αγίων και των αγγέλων. Ο Χριστός μπορούσε, εάν ήθελε, να μην υποβληθεί στην κένωση της ενανθρώπησης και να μείνει μαζί με τον Πατέρα του απολαμβάνοντας τη δόξα, την οποία είχε δίπλα του «πριν υπάρξει ο κόσμος». Θα ήταν μακάριος, ως μόνος αυτάρκης λατρευόμενος από τους αγγέλους του και ικανοποιούμενος από τις άπειρες τελειότητές του.
Αλλά ο Θεός είναι αγάπη. Και η αγάπη του Λόγου έφερε αυτόν μέχρις εμάς με μορφή δούλου. Έτσι δημιούργησε το πλήθος αυτό των αδελφών του, οι οποίοι αναπλάστηκαν κατ’ εικόνα του και αποτέλεσαν τη νέα κτίση του. Έτσι δεν έμεινε μόνος, αλλά έγινε πρωτότοκος ανάμεσα σε πολλά αδέλφια και συγκέντρωσε την πανήγυρη αυτή των πρωτοτόκων που έχουν γραφτεί στους ουρανούς. Αλλά και αυτών η νέα ζωή ξεπήδησε όχι μόνο από το θάνατο του Χριστού, αλλά και από το δικό τους θάνατο, Εάν και αυτοί δεν πέθαιναν σαν το στάρι, δεν θα καρποφορούσαν τους ανεξάντλητους καρπούς της χάρης και της νέας ζωής. Ο φυσικός χαρακτήρας μας και οι ιδιότητές μας από την κακή κληρονομικότητα, αποτελούν σπέρμα παλαιό, το οποίο πρέπει να ταφεί, έτσι ώστε με την επίδραση της χάρης να αναπτυχθεί το νέο εγώ μας. Η παλαιά μας φύση εκμηδενίζεται σιγά-σιγά και ο παλαιός άνθρωπος πεθαίνει, όταν η χάρη αναδημιουργεί τον νέο άνθρωπο και την καινούργια κτίση.

25 Ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν(1) αὐτοῦ ἀπολέσει(2) αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ(3) ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ(4), εἰς ζωὴν αἰώνιον(5) φυλάξει αὐτήν.
25 Αυτός που αγαπάει τη ζωή του, θα τη χάσει· αυτός όμως που τη ζωή του δεν τη λογαριάζει όσο κρατάει αυτός ο κόσμος, θα τη φυλάξει για την αιώνια ζωή.
(1)  Ή «ονόμασε αγάπη της ζωής το να θεωρείς τη ζωή σου κτήμα σου και να πιστεύεις πως η σωτηρία της είναι το να μην εκθέτεις το σώμα στους κινδύνους που συμβαίνουν» (Θφ). Ονομάζει ψυχή τη ζωή που ζούμε στη γη, η οποία αντιτίθεται στη ζωή την οποία θα ζήσουμε στην αιώνια βασιλεία (G). Την πνοή της φυσικής ζωής μαζί με όλες τις ιδιότητες, με τις οποίες η ζωή αυτή είναι προικισμένη στον άνθρωπο. Η ζωή αυτή η φυσική και ψυχική είναι καλή ως αφετηρία της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά ο προορισμός της δεν είναι να διατηρηθεί και να συνεχιστεί όπως τώρα είναι, αλλά πρέπει να μεταμορφωθεί σε πνευματική και αιώνια με την αυτοθυσία. Διαφορετικά θα μαραθεί και θα χαθεί (g). Η ψυχή είναι το ενσυνείδητο όργανο του αισθήματος και της επιθυμίας, το οποίο δεν είναι κοντά στο θείο όπως είναι το πνεύμα (β).
Ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ = «αυτός που εκτελεί τις κακές της επιθυμίες, αυτός που χαρίζεται σε αυτήν περισσότερο από όσο πρέπει» (Χ), «αυτός που την αγαπάει ενώ αυτή επιθυμεί κακά» (Ζ), «και δεν περιφρονεί το θάνατο» (Θφ). Τα λόγια αυτά δεν αναφέρονται στο Χριστό, αλλά εκφράζουν γενική αλήθεια και αναφέρονται μάλλον στους αποστόλους. «Επειδή πρόκειται να τους μιλήσει για το θάνατο, το δικό του θάνατο, και προείδε ότι θα στενοχωρηθούν και θα λιποψυχήσουν… λέει· Τι λέω, εάν δεν υπομείνετε γενναία το δικό μου θάνατο; Διότι εάν εσείς οι ίδιοι δεν πεθάνετε, δεν θα έχετε κανένα κέρδος» (Χ).
(2)  Υπάρχει και η γραφή: απολλύει. Ο μέγας αυτός λόγος του Κυρίου επαναλήφθηκε από αυτόν περισσότερες από μία φορές αναπαριστώντας το κεντρικό μάθημα της διδασκαλίας του και της ζωής του. Δες Ματθ. ι 39,ιστ 25,Μάρκ. η 35,Λουκ. θ 24,ιζ 33 (β). Η φιλαυτία είναι αυτοκαταστροφική. Το να στρέφεται κάποιος στον εαυτό του είναι αμαρτία και η εγωιστική αγάπη του εαυτού μας είναι άδης (τ).
(3)  «Αυτός που περιφρόνησε τη ζωή σε αυτόν τον κόσμο» (Κ). Το «μισώ» εκφράζει το αίσθημα γενναίας περιφρόνησης που προέρχεται από την ιδέα του τι θα έχανε κάποιος προσκολλώμενος στη διατήρηση της φυσικής αυτής ζωής. «Θέλοντας λοιπόν να δείξει την έντονη αποστροφή, την οποία πρέπει να δείχνουμε στις επιθυμίες της ψυχής, είπε το «αυτός που μισεί». Διότι όντως σε αυτούς που μισούμε, δεν αντέχουμε ούτε το πρόσωπο να δούμε, ούτε τη φωνή να ακούσουμε» (Θφ).
Ή «εκείνος που δεν υποχωρεί σε αυτήν όταν του προστάζει τα βλαβερά. Και δεν είπε· αυτός που δεν υποχωρεί σε αυτήν, αλλά είπε «αυτός που μισεί αυτήν». Όπως ακριβώς δηλαδή δεν ανεχόμαστε ούτε τη φωνή να ακούσουμε εκείνων που μισούμε ούτε το πρόσωπό τους να δούμε ευχάριστα, έτσι και την ψυχή πρέπει να την αποστρεφόμαστε με όλη τη δύναμή μας, όταν προστάζει αντίθετα από εκείνα που αρέσουν στο Θεό» (Χ).
(4)  Ο οποίος είναι μάταιος, φθαρτός και κακός. «Με το να πει… στον κόσμο αυτόν, φανερώνει το πρόσκαιρο του πράγματος» (Θ). … «Δεν διατάζω, λέει, να μισείτε την ψυχή για απέραντο χρόνο· να την αποστραφείς στον παροδικό αυτόν κόσμο» (Θφ). Η ζωή μας στον κόσμο αυτόν εμπερικλείει όλες τις απολαύσεις της παρούσας μας κατάστασης, δηλαδή πλούτη, τιμές, απολαύσεις και μακροβιότητα, έτσι ώστε για όσο το δυνατόν μακρότερο χρόνο να κατέχουμε αυτά. Πρέπει όμως να μισούμε αυτά δηλαδή να περιφρονούμε αυτά ως μάταια και ανεπαρκή στο να μας δώσουν την ευτυχία, να φοβόμαστε τους πειρασμούς, οι οποίοι κρύβονται μέσα σε αυτά και να αποχωριζόμαστε πρόθυμα από αυτά, όταν κινδυνεύουμε λόγω αυτών να συγκρουστούμε με το Χριστό.
(5)  Αντιτίθεται στην προηγούμενη φράση «στον κόσμο αυτόν» και αναφέρεται στο μελλοντικό αιώνα, όπου η ζωή αυτή θα λάμψει τέλεια (g). «Μισείς μεν πρόσκαιρα, διαφυλάσσεις όμως αιώνια τη θεία ζωή» (Θφ). Αυτός που μισεί την ψυχή του εμπιστεύεται αυτήν στα χέρια Εκείνου, ο οποίος θα φυλάξει αυτήν σε αιώνια ζωή και θα αποκαταστήσει αυτήν αφάνταστα βελτιωμένη και καλύτερη.

26 Ἐὰν ἐμοὶ(1) διακονῇ(2) τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω(3), καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ(4), ἐκεῖκαὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· καὶ ἐάν τις(5) ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει(6) αὐτὸν ὁ πατήρ(7).
26 Όποιος θέλει να με υπηρετεί ας ακολουθεί το δικό μου δρόμο, κι όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι κι ο δικός μου υπηρέτης. Κι ο Πατέρας μου θα τιμήσει όποιον με υπηρετεί».
(1)  Μπαίνει η λέξη στην αρχή εδώ και η έμφαση δίνεται στο πρόσωπο του Ιησού ως αυτού που υπηρετείται.
(2)  Η διδασκαλία περί διακονίας κατέχει ευρεία θέση σε όλα τα ευαγγέλια. Ο Ιησούς δίδαξε, ότι στη διάκριση στη βασιλεία του οδηγεί η οδός της διακονίας και θα είναι πρώτος για αυτόν ο δούλος όλων (Μάρκ. θ 35,ι 43). Σε αυτό λοιπόν ουσιαστικά συνίσταται το να είναι κάποιος μαθητής του Κυρίου, διότι η διακονία υπήρξε το ουσιώδες χαρακτηριστικό της ζωής του, αφού δεν ήλθε «να διακονηθεί αλλά να διακονήσει» δες Μάρκ. ι 45 (β). Για αυτό είναι σοβαρή και η ερμηνεία: «Εάν κάποιος μαθητεύει σε εμένα» (Ζ). «Όταν ακούτε τον λόγο αυτόν του Κυρίου, μη σκέφτεστε απλώς τους καλούς επισκόπους και κληρικούς. Αλλά και εσείς οι ίδιοι διακονείτε το Χριστό ο καθένας με το δικό του τρόπο, με ενάρετη ζωή, με ελεημοσύνη, με κήρυξη του ονόματός του και της διδασκαλίας του, όπως μπορείτε» (Αυ).
(3)  «Και δεν εννοεί με αυτό την μίμηση των τρόπων της σάρκας του (διότι η σάρκα του ήταν σε όλους απρόσιτη, αφού ο Κύριος είναι γνωστό ότι σωματικά βρίσκεται τώρα στους ουρανούς), αλλά την ακριβή κατά το δυνατόν μίμηση της ζωής του» (Β).
«Δεν διατάζει να τον ακολουθούν απλώς που περπατούσε· διότι υπήρχαν πολλοί από τους ασεβείς που περπατούσαν μαζί του και τον ακολουθούσαν, με σκοπό ή να τον παγιδεύσουν με λόγια ή να μπορέσουν να βρουν εναντίον του αφορμή από κάποιο λόγο του» (Θμ). «Να μιμείται εμένα» (Ζ), «μιλώντας για το θάνατο και απαιτώντας την ακολούθηση με τις πράξεις» (Χ). «Εάν εγώ, λέει, για τη δική σας ωφέλεια παραδίδω τον εαυτό μου σε θάνατο, πώς δεν είναι άνανδρο το να μην περιφρονείτε εσείς την πρόσκαιρη ζωή για αυτά που για εσάς τους ίδιους είναι χρήσιμα… Διότι πρέπει αυτοί που θέλουν να με ακολουθούν, να φανερώσουν την ίδια με μένα ανδρεία και καλή τόλμη» (Κ).
«Διότι και ο Χριστός έπαθε για χάρη μας, αφήνοντας σε εμάς παράδειγμα για να ακολουθήσουμε τα χνάρια του, λέει ο απόστολος Πέτρος. Και στα λόγια αυτά έχουμε την έννοια των λόγων, Εάν κάποιος με διακονεί, ας με ακολουθεί» (Αυ).
(4)  Ή, «Πού λοιπόν είναι ο Χριστός; Στους ουρανούς» (Χ). «Αφού είπε για την παρούσα κακοπάθεια, πρόσθεσε και για την μελλοντική απόλαυση, ότι δηλαδή αυτός που ακολουθεί εμένα θα ανέβει στον ουρανό» (Ζ).
«Επομένως αυτός που με τον θάνατο τον ακολουθεί και δεν προσηλώθηκε σε αυτόν τον κόσμο, θα είναι εκεί, στους ουρανούς. Διότι αντιτίθενται μεταξύ τους, το άνω και το κάτω. Αυτός που αγαπά να είναι κάτω, δεν θα είναι πάνω. Αυτός όμως που αποφεύγει τα κάτω και τον κόσμο, θα είναι πάνω και στους ουρανούς» (Θφ). «Ποια μεγαλύτερη τιμή μπορεί να αναμένει ένα θετό γιο παρά το να είναι μαζί με τον Μονογενή; Όχι βέβαια επειδή ανυψώθηκε στη βαθμίδα της θεότητάς του, αλλά με το να γίνει μέτοχος της αιωνιότητάς του» (Αυ).
Ή, όπου είμαι εγώ, θα είναι και ο διάκονός μου με πνευματική σχέση, τόσο εδώ όσο και στο μέλλον (β). «Επειδή ο αρχηγός της σωτηρίας μας δεν πορεύτηκε με δόξα και απόλαυση, αλλά με ατιμία και κόπους, έτσι πρέπει και εμείς χωρίς λύπη να κάνουμε, για να καταλήξουμε στον ίδιο τόπο και να μετάσχουμε στη θεία δόξα. Λέγοντας όμως «όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι και ο διάκονός μου», δεν εννοεί τόπο, αλλά τρόπο αρετής» (Κ).
Όπου είμαι εγώ στον ουρανό, όπου τώρα πηγαίνω, εκεί ας είναι και οι σκέψεις και τα συναισθήματα και οι πόθοι των διακόνων μου. Εκεί ας είναι το πολίτευμά τους και σύμφωνη με τα εκεί ας είναι η συμπεριφορά τους και η αναστροφή τους «εκεί όπου ο Χριστός είναι καθισμένος στα δεξιά του Θεού» (Κολ. γ 1)
(5)  Μπαίνει τώρα μπροστά το (τις) με έμφαση, διότι η ακόλουθη υπόσχεση αφορά οποιονδήποτε αληθινό μαθητή (β).
(6)  Η έκφραση είναι περιεκτική και ανταποκρίνεται στο «να δοξαστεί» του σ. 23 (b). «Σε αυτό λέει ότι συνίσταται η ανταπόδοση, στην τιμή δηλαδή από τον Πατέρα· διότι θα γίνουν μέτοχοι της βασιλείας και δόξας του Χριστού οι μαθητές του Χριστού, σύμφωνα με το μέτρο που πρέπει σε ανθρώπους» (Κ).
(7)  «Εδώ παρουσιάζει και τη γνησιότητα. Διότι έτσι θα τους αποδεχτεί ο Πατέρας, ως διακόνους γνησίου παιδιού» (Χ). «Διότι δεν είπε ότι θα τιμήσω αυτόν εγώ, αλλά ο Πατέρας» (Θφ).

27 Νῦν(1) ἡ ψυχή μου(2) τετάρακται(3), καὶ τί εἴπω(4); πάτερ, σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης(5). Ἀλλὰ(6) διά τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην(7).
27 «Νιώθω τώρα ταραχή μέσα μου. Αλλά τι να πω; Να πω “Πατέρα, γλίτωσέ με απ’ ό,τι θα συμβεί αυτή την ώρα”; Μα εγώ γι’ αυτό ακριβώς ήρθα, για να περάσω αυτή την ώρα της οδύνης.
(1)  Τώρα που σύμφωνα με το σ. 23 «έφτασε η ώρα». «Για να μη λένε ότι αυτός, επειδή είναι έξω από τους ανθρώπινους πόνους, εύκολα φιλοσοφεί για το θάνατο, και εκ του ασφαλούς συμβουλεύει εμάς» (Χ), «δείχνει ότι και αυτός ως άνθρωπος έχει περιβληθεί την ασθένεια της φύσης» (Ζ). Αξιόλογη και η ερμηνεία: «Δεν κυριεύτηκε πλήρως, όπως θα νόμιζε κάποιος, από την ταραχή, αλλά ακαριαία· διότι αυτό σημαίνει το «τώρα». Με το που άρχισε δηλαδή η ταραχή, σταμάτησε, και για να μιλήσω με συντομία, ήταν μία στιγμή του χρόνου» (Ω).
(2)  Η ψυχή είναι η έδρα των φυσικών συγκινήσεων (g).
«Από αυτό είναι φανερό ότι είχε και ψυχή λογική. Διότι όπως ακριβώς η πείνα… είναι χαρακτηριστικό πάθος της σάρκας, έτσι και η ταραχή από τη μνήμη των δεινών, είναι πάθος της λογικής ψυχής, στην οποία μόνη υπεισέρχεται η μνήμη με τις ενθυμήσεις. Πριν ακόμα δηλαδή έλθει ο Χριστός στο σταυρό, πρόωρα υπομένει την ταραχή, προβλέποντας, εννοείται, το μέλλον, και ωθούμενος από τον λογισμό στη μνήμη αυτών που θα γίνουν. Το πάθος της δειλίας δηλαδή, δεν θα λέγαμε ότι ανήκει ούτε στην απαθή θεότητα, ούτε όμως στη σάρκα· διότι το πάθος είναι των λογισμών της ψυχής και όχι του σώματος… Αλλά ούτε είπε ο Χριστός: Η σάρκα μου έχει ταραχτεί, αλλά η ψυχή μου, απορρίπτοντας την γνώμη των αιρετικών… Ο Λόγος του Θεού λοιπόν ένωσε με τον εαυτό του όλη τη φύση του ανθρώπου, για να σώσει όλο τον άνθρωπο» (Κ).
(3)  «Έχει θορυβηθεί με ανθρώπινο τρόπο, αγωνιώντας για το θάνατο που πλησιάζει» (Ζ).
«Θα θεωρήσουμε δηλαδή ότι και σε αυτόν τον Σωτήρα Χριστό ενεργούσαν τα ανθρώπινα… Διότι έπρεπε, έπρεπε και με αυτά να φαίνεται ότι έγινε άνθρωπος από γυναίκα όχι φαινομενικά και θεωρητικά, αλλά μάλλον φυσικά και αληθινά, κουβαλώντας όλα τα ανθρώπινα, εκτός από την αμαρτία μόνο. Ο φόβος λοιπόν και η δειλία είναι σε εμάς πάθη μεν φυσικά, που διαφεύγουν όμως την κατάσταση της αμαρτίας… Όπως ακριβώς λοιπόν ως άνθρωπος πείνασε και κοπίασε, έτσι δέχεται και την ταραχή από το πάθος ως ανθρώπινη» (Κ).
«Αυτό συνέβη επειδή η μεν θεότητα υποχώρησε, η δε σάρκα άρχισε να ενεργεί· μπορούσε η θεότητα να εμποδίσει την ταραχή, αλλά δεν θέλησε, για να μην διαλύσει την ομοίωση με εμάς» (Α).
Το τετάρακται «παρουσιάζει πάρα πολύ το ανθρώπινο γνώρισμα και την φύση την ανθρώπινη να μην θέλει να πεθάνει, αλλά να είναι προσηλωμένη στην παρούσα ζωή, φανερώνοντας με αυτό, ότι δεν βρισκόταν έξω από τα ανθρώπινα πάθη· διότι, όπως ακριβώς δεν είναι άξιο για κατηγορία το να πεινά, ούτε και το να κοιμάται, έτσι δεν είναι και άξιο κατηγορίας το να επιθυμεί την παρούσα ζωή. Ο Χριστός λοιπόν είχε σώμα καθαρό από αμαρτήματα, όχι όμως απαλλαγμένο από τις φυσικές ανάγκες· διότι έτσι ούτε καν σώμα θα ήταν» (Χ).
Ο Ιωάννης δεν αναφέρει την αγωνία στη Γεθσημανή, παρόλο που υπαινίσσεται αυτήν (Ιω. ιη 1,11). Εδώ έχουμε το ουσιαστικό περιεχόμενο της προσευχής, την οποία και στον κήπο εκείνο απηύθυνε ο Κύριος. Ό,τι συνέβη στον κήπο της Γεθσημανή δεν ήταν μία μεμονωμένη κρίση. Ήταν η εστία πειρασμού που διήρκεσε σε όλη τη ζωή του Κυρίου και η εστία νίκης κατά του πειρασμού που επιτεύχθηκε σε όλη τη ζωή (τ). Αληθινά· ευθύς εξ’ αρχής ο Κύριος προγνώριζε με λεπτομέρεια, τι έμελλε να επακολουθήσει κατά τις τελευταίες ημέρες της επίγειας ζωής του. Τι δοκίμαζε από την πρόγνωσή του αυτή, είναι δύσκολο, αν όχι και αδύνατον, να αντιληφθούμε εμείς επαρκώς. Διότι τίποτα ανάλογο δεν υπάρχει στην ιστορία των ανθρώπων. Αντιμετωπίζουμε περίπτωση στην οποία ο Κύριος στέκεται μόνος, διότι αυτό που γενικά και χωρίς κάποια εξαίρεση συμβαίνει είναι, ότι στους υιούς των ανθρώπων παραμένει καλυμμένο με πυκνότατο πέπλο το προσωπικό τους μέλλον. Κανείς από τους ανθρώπους δεν γνωρίζει τι η επόμενη ημέρα ή η προσεχής βδομάδα, πολύ περισσότερο το έτος που πλησιάζει επιφυλάσσει σε αυτόν. Και σε αυτήν τη σειρά των προφητών από τον Ησαΐα μέχρι τον Μαλαχία κανείς δεν αναφέρεται ότι επιχείρησε να καθορίσει τον τρόπο του θανάτου του. Μόνος ο Κύριος είχε μπροστά στα μάτια του ζωηρή και λεπτομερή την εικόνα του παθήματός του. Να γιατί ό,τι δοκίμασε ο Κύριος στη Γεθσημανή, δεν υπήρξε μία μεμονωμένη κρίση, αλλά ποτήρι, το οποίο πάρα πολλές φορές πλησίασε στα χείλη του Κυρίου.
Πάρα πολύ αξιόλογη ερμηνεία και η: «Όλες οι δυνάμεις του Σατανά… κατά τον καιρό του πάθους επιστρατεύτηκαν εναντίον του σωτήρα· βλέποντας αυτές η ψυχή του σωτήρα, ανθρώπινα ένιωθε ταραχή, όχι δειλιάζοντας για το θάνατο, παρόλο που και αυτό είναι ανθρώπινο, αλλά για να μην ηττηθεί» (Ω).
Έχει ταραχτεί. Η λέξη θα θεωρούνταν από πολλούς απροσδόκητη ξεστομιζόμενη ανάμεσα σε τόσο ευάρεστες προβλέψεις («έφτασε η ώρα να δοξαστεί…»), κάτω από το κράτος των οποίων θα περίμενε κάποιος να ακούσει τον Κύριο να λέει: Τώρα η ψυχή μου αγαλλίασε. Ταραχή της ψυχής ακολουθεί μερικές φορές σε μεγάλες πλατύνσεις του πνεύματος. Στον ευμετάβολο αυτόν κόσμο των αναμίξεων και των μεταβολών πρέπει να περιμένουμε αποθαρρύνσεις και πικρίες μέσα στη χαρά μας, αλλά και ενισχύσεις και παρηγοριές, όταν οι ταραχές μας φθάνουν στο μη περαιτέρω.
(4)  «Φτάνοντας σε αδιέξοδο από την αγωνία» (Ζ). Εκφράζει πραγματική, αν και στιγμιαία, αμφιταλάντευση του αναποφάσιστου (β). Το ερώτημα δεν απευθύνει ο Κύριος ούτε προς το Θεό, ούτε προς τους ανθρώπους, αλλά προς τον εαυτό του. Η θυσία της ζωής του εξαρτάται από την ελεύθερή του προτίμηση. Μπορούσε να ζητήσει από τον Πατέρα του την απαλλαγή από το θάνατο. Και ο Πατέρας θα εισάκουε αυτόν στέλνοντας 12 λεγεώνες αγγέλων. Αλλά η προσευχή αυτή θα ελευθέρωνε μεν αυτόν, αλλά δεν θα λύτρωνε και τους ανθρώπους (g). Λέγοντας αυτό ο Κύριος δεν συμβουλεύεται κάποιον άλλον, σαν να είχε ανάγκη συμβουλής, αλλά σκέφτεται μέσα του τι ήταν το πιο πρέπον να λεχθεί από αυτόν τη στιγμή αυτή. Όταν οι ψυχές μας είναι ταραγμένες, για κανένα λόγο δεν πρέπει να αφήνουμε τη γλώσσα μας να μιλά απερίσκεπτα, αλλά να σκεφτόμαστε μέσα μας τι πρέπει να πούμε.
(5)  Κάποιοι βάζουν στίξη με ερωτηματικό=Να πω το σώσε με; Τίποτα όμως δεν εμποδίζει να δεχτούμε, ότι ο Ιησούς προς στιγμήν απευθύνει αυτήν την αίτηση. «Τόσο πολύ έχει ταραχτεί, ώστε να ζητάει και απαλλαγή, εάν ήταν δυνατόν βέβαια και να αποφύγει το θάνατο» (Χ) λέγοντας: «Σώσε με από τον καιρό αυτόν τον φοβερό, τον θανατηφόρο. Αυτά τα είπε ως άνθρωπος και ως περιβεβλημένος την ανθρώπινη δειλία» (Ζ). Να προσφεύγεις και εσύ προς τον Κύριο σε ώρες ταραχής και ανησυχίας, και να μιλάς σε αυτόν με την εμπιστοσύνη παιδιού σε πανάγαθο πατέρα.
(6)  Αντιτίθεται το «αλλά», στη διάθεση που εκδηλώθηκε με το προηγούμενο αίτημα προς τον Πατέρα κάτω από το κράτος της φυσικής και αδιάβλητης (ακατηγόρητης) δειλίας για αποφυγή του πάθους.
«Διότι η μεν μνήμη του θανάτου που εισχώρησε, επιχειρεί να ταράξει τον Ιησού, η δύναμη της θεότητας όμως, με το που ενήργησε το πάθος αμέσως τό νικά, και μεταμορφώνει αμέσως σε ασύγκριτη τόλμη αυτό που νικήθηκε από τη δειλία… Ταράζεται όμως όχι όπως ακριβώς εμείς, αλλά τόσο μόνο ώστε να οδηγηθεί να αισθανθεί το πράγμα, έπειτα πάλι αμέσως μεταπηδά στην καλή τόλμη που του πρέπει» (Κ). Συνέπιπτε την ίδια ώρα ο φόβος του θανάτου και ο πόθος της υπακοής (b).
«Παρόλο που λυπάται και ταράζεται ως άνθρωπος λόγω της φυσικής αγάπης στη ζωή, όμως δεν αρνείται το θάνατο, επειδή ήταν για τη σωτηρία του κόσμου» (Θφ).
(7)  Ή «για αυτό φυλάχτηκα έως τον τωρινό καιρό, για να πεθάνω σε αυτόν και επομένως πρέπει να τον υπομείνω γενναία» (Ζ). Για αυτό παρέμεινα σε αυτήν την οδό μέχρι την ώρα αυτή, για να υποστώ αυτόν τον θάνατο, «για να αναλάβω τον θάνατο για χάρη όλων» (Θφ). Για αυτό ήλθα δηλαδή ώστε η διακονία μου να ολοκληρωθεί με το Πάθος (β). Το να αποφύγει το θάνατο θα ερχότανε αντίθεση με τον όλο σκοπό της ζωής του και θα ματαίωνε τη μεγάλη ελπίδα αυτής της ώρας (τ). «Μας διδάσκει με αυτό, ώστε ούτε και εμείς να αποφεύγουμε τον θάνατο χάριν της αλήθειας, ακόμα και αν ταραζόμαστε, ακόμα και αν αγωνιούμε» (Θφ). «Διότι και εγώ τώρα που ταράζομαι, δεν λέω να τον αποφύγω, διότι πρέπει να υπομείνω εκείνο που έρχεται. Δεν λέω απάλλαξέ με από την ώρα αυτή» (Χ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία: για αυτό ήλθα στον κόσμο αυτόν, για αυτήν την ώρα. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή πρέπει να βάλουμε κόμμα μετά το ἦλθον, ώστε το «εἰς τὴν ὥραν ταύτην» να είναι παραθετικός προσδιορισμός του «διά τοῦτο».

28 Πάτερ(1), δόξασόν σου τὸ ὄνομα(2). Ἦλθεν οὖν φωνὴ(3) ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(4)· καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω(5).
28 Θα πω, “Πατέρα, κάνε αυτό που θα δοξάσει το όνομά σου”». Τότε ήρθε μια φωνή από τον ουρανό: «Το όνομά μου το δόξασα και θα το δοξάσω και πάλι».
(1)  «Παρακαλά τον Πατέρα και παριστάνει την εξωτερική μορφή της προσευχής… αποδίδοντας ως άνθρωπος στη θεία φύση αυτά που ξεπερνούν την ανθρώπινη φύση, όχι επειδή είναι έξω από τη θεία φύση, όταν αποκαλεί τον Πατέρα δικό του, αλλά επειδή γνωρίζει ότι μέσω του Πατέρα και του Υιού θα έλθει η δύναμη και η δόξα σε κάθε πράγμα» (Κ). Η επίκληση «Πατέρα», που επαναλήφθηκε στοργικά, συμφωνεί με την αλλαγή του αιτήματος, που απευθύνεται σε αυτόν (b).
(2)  «Δηλαδή δείξε την ευαρέσκειά σου στο να δεχτώ τον σταυρό και τον κίνδυνο χάριν της σωτηρίας όλων» (Θφ). Δόξασε το όνομά σου. Οτιδήποτε και αν πρόκειται να κοστίσει αυτό σε εμένα (b).
«Δείχνει ότι πεθαίνει χάριν της αλήθειας, αποκαλώντας το πράγμα δόξα στο Θεό. Και αυτό θα συνέβαινε μετά το σταυρό. Διότι επρόκειτο να επιστρέψει στην πίστη η οικουμένη και να γνωρίσει το όνομα του Θεού και να λατρεύει αυτόν» (Χ). Σε σχέση και με το Ιω. ιγ 31 θα ερμηνεύσουμε εδώ: Δόξασε το όνομά σου «με τη δόξα του δικού μου ονόματος» (Ζ), η δόξα όμως του Υιού συντελέστηκε με τα παθήματα και το θάνατο (ο). Δόξασε το όνομά Σου με την ολοκλήρωση της αποστολής της απολύτρωσης, η οποία συντελέστηκε με το πάθος του Χριστού (β).
Με αυτό ο Κύριος δεν εκδήλωσε μόνο την τέλεια υπακοή του στο θέλημα του Θεού, αλλά και αφιέρωσε τον εαυτό του ακόμη μία φορά στην δόξα του Θεού μέσω του παθήματός του. Εμείς με την αμαρτία μας προσβάλαμε αυτήν την δόξα. Και επειδή δεν μπορούσαμε να ικανοποιήσουμε τη θεία δικαιοσύνη για αυτήν την προσβολή, δεν απέμεινε τίποτα άλλο παρά να εκδικηθεί ο Θεός το μεγαλείο του που προσβλήθηκε, χτυπώντας μας σε όλεθρο αιώνιο. Αλλά ο Κύριος που ενανθρώπησε παρεμβαίνει και αναλαμβάνει να δώσει αυτός την αναγκαία ικανοποίηση, ταπεινούμενος και παραδιδόμενος σε πάθημα φρικτό. Άδειασε τον εαυτό του και άφησε κατά μέρος τις τιμές του Υιού του Θεού, για να πάρει πάνω του ως υιός ανθρώπου τον μεγαλύτερο ονειδισμό από όσους ποτέ υπήρξαν. Όταν λοιπόν εύχεται Δόξασε το όνομά σου, είναι σαν να λέει: Πατέρα, ας δοξαστεί η δικαιοσύνη σου με το πάθημά μου.
(3)  Ως απάντηση στην προσευχή. Η φράση αυτή υπάρχει και στο Δαν. δ 28. Δες και Α Βασ. γ 4,Γ΄Βασ. ιθ 13,Ιώβ δ 16 όπου υποδηλώνεται ότι ο Θεός μιλά προς τους ανθρώπους με φωνή έναρθρη και που ακούγεται. Στην Κ.Δ. φωνές από τον ουρανό μαρτυρούνται στα Πράξ. ια 7,Αποκ. ι 4 και σε 3 χωρία των ευαγγελίων, δηλαδή κατά το βάπτισμα του Ιησού, κατά τη μεταμόρφωσή του και κατά την παρούσα περίπτωση (β).
Όσες φορές ο Υιός συντελεί μεγάλη πράξη ταπείνωσης και προσωπικής αφιέρωσης, ο Πατέρας απαντά με αισθητή εκδήλωση επιδοκιμασίας. Ό,τι συνέβη κατά το βάπτισμα και τη Μεταμόρφωση, επαναλαμβάνεται και τώρα. Κατά την ώρα αυτή, κατά την οποία ολοκληρώνεται και κατακλείεται η δημόσια δράση του Κυρίου και κατά την οποία αφιερώνεται στο θάνατο, ο Πατέρας επιθέτει δημόσια στο πρόσωπό του και το έργο του την σφραγίδα της ικανοποίησής του (g).
Φωνή έναρθρη και όχι βροντή, όπως υπέθεσαν και κάποιοι από τους νεώτερους ερμηνευτές. Εάν κάποιοι από τους παρισταμένους τότε υπέθεσαν κάτι τέτοιο, δεν είναι παράδοξο, όταν θυμηθούμε, πόσο αργά οι αντιτιθέμενοι στο Χριστό αναγνώριζαν και τα γνήσια και ολοφάνερα θαύματά του. Εξάλλου μαρτυρείται ξεκάθαρα, ότι σε άλλους φάνηκε ως φωνή αγγέλου αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς αναφέρεται σε αυτήν ως φωνή που στάλθηκε από τον Πατέρα για να στηρίξει τους μαθητές στην πίστη σε αυτόν. Από το ότι επίσης δεν αναφέρεται κάτι εδώ για τη γνώμη των μαθητών ως προς τη φύση αυτής της φωνής, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι αυτοί μπόρεσαν να διακρίνουν τα λόγια που εκφωνήθηκαν (ο).
(4)  «Δεν είπε όμως ο ευαγγελιστής, ότι ο Πατέρας από ψηλά φώναξε, αλλά ότι από τον ουρανό έγινε η φωνή, έτσι ώστε κάποιοι αιρετικοί, ακούγοντας ότι μιλά ο Πατέρας, να μην επιχειρήσουν να πουν ότι και η θεία φύση, ο Πατέρας, έχει σώμα παχύ (υλικό)… Πώς όμως η φωνή κατασκευάστηκε δεν ανήκει σε εμάς να το πούμε» (Κ). Η φωνή από τον ουρανό ήταν δημόσια μαρτυρία του Πατέρα προς τα πλήθη, που βεβαίωνε ότι ο Πατέρας δεχόταν ευάρεστα την υπακοή του Υιού του (χ).
(5)  Το εδόξασα αναφέρεται στο παρελθόν, στη δράση του Κυρίου στο Ισραήλ, ενώ το δοξάσω στο μέλλον, στην προσεχή ενέργεια του Υιού σε ολόκληρο τον κόσμο.
«Δόξασα με τα θαύματα που προηγήθηκαν, και πάλι θα δοξάσω με αυτά που θα γίνουν στο θάνατό σου» (Ζ) τόσο με την ανάσταση και ανάληψη που θα ακολουθήσει, όσο και με τον θρίαμβο ανάμεσα στα έθνη και όλη την ανθρωπότητα.
«Δόξασα, όταν (ο Υιός) γεννήθηκε από την Παρθένο, όταν ενεργούσε θαυμαστές δυνάμεις… όταν αναγνωριζόταν από αγίους γεμάτους με άγιο Πνεύμα, όταν διακηρυττόταν με σαφήνεια με την κάθοδο του αγίου Πνεύματος με μορφή περιστεριού… όταν μεταμορφωνόταν στο βουνό, όταν έκανε πολλά θαύματα» (Αυ) για τα οποία «θαμαζόταν από όλους ο Υιός, αφού ο Πατέρας εργαζόταν μαζί του τα παράδοξα, και επειδή ακριβώς ήταν συνεργάτης του σε όλα όσα έκανε, λέει τώρα ότι τον δόξασε» (Κ).
«Και πάλι θα δοξάσω, όταν θα αναστηθεί από τους νεκρούς· όταν ο θάνατος δεν θα κυριεύσει πλέον αυτόν και όταν θα υπερυψωθεί πάνω από τους ουρανούς ως Θεός και η δόξα του πάνω από όλη τη γη» (Αυ). «Ανασταίνοντάς σε μετά την ταφή και στέλνοντας το Πνεύμα, θα καταστήσω ακόμα πιο ένδοξο και το δικό μου όνομα και εσένα» (Θφ).

29 Ὁ οὖν ὄχλος(1) ὁ ἑστὼς καὶ ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν γεγονέναι(2)· ἄλλοι(3) ἔλεγον· ἄγγελος αὐτῷ λελάληκεν(4).
29 Το πλήθος των ανθρώπων που βρίσκονταν εκεί και άκουσαν τη φωνή, έλεγαν πως έγινε βροντή. Άλλοι έλεγαν: «Άγγελος του μίλησε».
(1)  Οι περισσότεροι (ο όχλος) νόμισαν ότι πρόκειται για βροντή. Οι λιγότεροι (άλλοι) σχημάτισαν την εντύπωση, ότι άγγελος μίλησε στον Ιησού.
(2)  «Δεν κατανόησε (ο όχλος) τη φωνή, αλλά έπιασε μόνο τον ήχο της» (Ζ). «Η φωνή ήταν σαφής μεν και ευκρινής. Αλλά όμως αμέσως απομακρύνθηκε από αυτούς, επειδή δεν είχαν πνευματικότητα και ήταν σαρκικοί και ράθυμοι» (Χ).
Όλο το πλήθος ακούει κρότο· αλλά η έννοια της φωνής κατανοείται από τον καθένα ανάλογα με την πνευματικότητα της διάνοιάς του. Έτσι στον ανθρώπινο λόγο το άγριο θηρίο δεν αντιλαμβάνεται παρά κάποιο ήχο, το εξημερωμένο ζώο καταλαβαίνει κάποια έννοια όπως διαταγή, ή πρόσκληση, στην οποία αμέσως υπακούει· μόνος ο άνθρωπος διακρίνει τη σκέψη που εκφράζεται (g).
(3)  «Οι οποίοι την κατάλαβαν» (Ζ), «ότι μεν ήταν έναρθρη η φωνή το κατάλαβαν, τι σήμαινε όμως όχι ακόμη» (Χ). Στις μέγιστες αποκαλύψεις παραμένει κάτι, με το οποίο η πίστη μπορεί να εξασκηθεί (b). Ανάλογο φαινόμενο και στο Πράξ. θ 7 (δες και Πράξ. κβ 9,κστ 13-14) κατά την εμφάνιση του Ιησού στον Παύλο (g), κατά την οποία αυτοί που τον συνόδευαν άκουσαν τον ήχο («ακούγοντας τη φωνή» Πράξ. θ 7), αλλά δεν διέκριναν τα λόγια («δεν άκουσαν τη φωνή αυτού που μου μιλούσε» Πράξ. κβ 9)(β).
(4)  «Επειδή δεν κατάλαβαν… ποια είναι η σημασία αυτών των λόγων, νόμισαν ότι άγγελος του μίλησε, για αυτό και τους είναι δυσνόητα, σαν να ειπώθηκαν από άγγελο» (Θφ).

30 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· οὐ δι' ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν(1), ἀλλὰ δι' ὑμᾶς(2).
30 Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Αυτή η φωνή δεν ακούστηκε για μένα αλλά για σας.
(1)  «Όχι για να μάθω κάτι από αυτήν που το αγνοώ. Διότι γνωρίζω όλα τα του Πατέρα» (Χ). «Διότι γνώριζε την θέληση αυτού που τον γέννησε, έστω και αν δεν λεγόταν τίποτα, επειδή ήταν και είναι η σοφία και ο Λόγος του Πατέρα» (Κ). Ο Κύριος δεν αρνείται εδώ ότι είχε ανάγκη ως άνθρωπος να ενισχυθεί από τον ουρανό, αλλά μόνο βεβαιώνει, ότι δεν είχε ανάγκη να ενισχυθεί με τέτοια αισθητή εκδήλωση (g). Δεν έγινε αυτό για να ενισχυθώ εγώ, διότι θα ήταν δυνατόν στην τελευταία αυτή περίπτωση να ψιθυριστούν τα λόγια αυτά στο αυτί μου.
(2)  «Το είπε αυτό με σκοπό να αντικρούσει εκείνο που έλεγαν πάντοτε, ότι δεν είναι από το Θεό» (Χ). «Διότι πώς θα ερχόταν φωνή από τον ουρανό σε αυτόν, εάν δεν ήταν από το Θεό;» (Ζ).
«Απαντούσε ο Πατέρας, με τον τρόπο που αυτός γνωρίζει, φανερώνοντας στον Υιό του τη βούλησή του, ώστε να φιλοτιμηθούν οι ακροατές να πιστέψουν χωρίς αμφιβολίες, ότι είναι από τη φύση του Υιός του Θεού και Πατέρα» (Κ).
Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι και τα λόγια της φωνής κατανοήθηκαν από κάποιους τουλάχιστον από τους παρισταμένους (ο). Αλλά και αυτοί που δεν κατανόησαν τα λόγια της φωνής «έλεγαν ότι άγγελος μίλησε σε αυτόν ή έγινε βροντή. Λέει (λοιπόν) ότι για σας έγινε, ώστε έστω και έτσι να παρακινηθείτε να ρωτήσετε τι είναι αυτό που ειπώθηκε» (Χ), «και αφού ρωτήσετε, να μάθετε αυτό που αγνοείτε» (Θφ). Ότι κάτι έκτακτο συνέβη, το αντιλήφθηκαν οι πάντες. Από αυτό λοιπόν μπορούσαν οι πάντες να παρακινηθούν στο να ζητήσουν την εξήγηση και έννοια του υπερφυσικού συμβάντος.

31 Νῦν(1) κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου(2), νῦν(3) ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου(4) τούτου ἐκβληθήσεται(5) ἔξω(6)·
31 Έφτασε η ώρα που ο κόσμος αυτός θα κριθεί· έφτασε η ώρα που ο άρχοντας αυτού του κόσμου θα διωχτεί έξω από τον κόσμο.
(1)  Η επανάληψη αυτού στην αρχή και των δύο προτάσεων τονίζει την κρισιμότητα της παρούσας στιγμής για την ανθρωπότητα (g). Το πάθος με το «τώρα» θεωρείται ότι ήδη άρχισε (β).
«Η φράση «τώρα είναι κρίση…», φαίνεται μεν ότι δεν έχει καμία σχέση με τα προηγούμενα, σχετίζεται όμως πλήρως. Επειδή δηλαδή είπε από ψηλά ο Πατέρας ότι «θα δοξάσω», δείχνει σε εμάς ο Κύριος τον τρόπο της δόξας. Ποιος λοιπόν είναι αυτός; Το ότι θα πεταχτεί μεν έξω ο κοσμοκράτορας… θα κριθεί δε ο κόσμος» (Θφ). Μιλά ο Κύριος θριαμβευτικά και με θεία έξαρση. Τώρα, το έτος, κατά το οποίο θα συντελεστεί το έργο της απολύτρωσης, ήλθε, και ο προκαθορισμένος χρόνος, κατά τον οποίο θα συντριβεί το κεφάλι του φιδιού, έφτασε· τώρα το μεγάλο έργο πρόκειται νε έλθει σε πέρας· το έργο, το οποίο για τόσους αιώνες, πριν φτιαχτεί ο κόσμος, υπήρξε το αντικείμενο της θείας βουλής και για αυτό έγινε λόγος προφητικός για αυτό στις άγιες Γραφές και υπήρξε η χαρμόσυνη ελπίδα των προφητών και των αγίων και ο τρόμος των πονηρών πνευμάτων.
(2)  Ή, αναφέρεται σε καταδικαστική απόφαση η οποία βγαίνει για αυτόν τον κόσμο (G)· και το «κρίση» σημαίνει: η καταδίκη του διεφθαρμένου αυτού κόσμου. Ή, «θα γίνει δικαστήριο και εκδίκηση» (Χ). «Διότι δεν νομίζω ότι πρέπει να θεωρήσουμε ότι τώρα καταδικάζεται ο κόσμος, τώρα που έφτασε ο καιρός της δικαίωσης, αλλά για τον μεν κόσμο θα γίνει κρίση, δηλαδή εκδίκηση· ο άρχοντας όμως αυτού του κόσμου θα διωχτεί έξω· Η καταδίκη δηλαδή θα γίνει εναντίον αυτού που αδίκησε τον κόσμο και όχι εναντίον του κόσμου που υπέμεινε την αδικία» (Κ). « Επειδή δηλαδή ο διάβολος υπέταξε τον κόσμο στο θάνατο, καθιστώντας όλους τους ανθρώπους ένοχους στην αμαρτία, σε εμένα, λέει, ερχόμενος και μη βρίσκοντας μεν αμαρτία σε εμένα, αλλά οδηγώντας και εμένα στο θάνατο εξίσου με τους άλλους, θα καταδικαστεί από εμένα και έτσι εγώ θα πάρω εκδίκηση για τον κόσμο» (Θφ).
Ή, «δεν πρόκειται για κρίση καταδίκης αλλά για κρίση διαχωρισμού και διάκρισης» (Αυ). Κρίνω σημαίνει και διαπιστώνω τη ηθική κατάσταση, όχι μόνο στο κακό αλλά και στο καλό. Μπροστά στο σταυρό του Κυρίου ένα μέρος των ανθρώπων βρίσκουν τη σωτηρία τους με την πίστη, ενώ άλλο μέρος με την απιστία συντελεί την καταδίκη του (g). Οι δύο τελευταίες εκδοχές είναι το ίδιο σοβαρές.
Ο ασθενής και μολυσμένος κόσμος βρίσκεται τώρα στο σημείο της κρίσιμης καμπής. Αυτή είναι η κρίσιμη ημέρα, κατά την οποία η τρεμάμενη σκάλα θα στραφεί ή για ζωή ή για θάνατο, για όλους τους ανθρώπους. Όλοι εκείνοι, οι οποίοι δεν θα αρπάξουν το προς αυτούς προσφερόμενο μέσο σωτηρίας κατά την ημέρα αυτή, θα εγκαταλειφθούν αβοήθητοι και σε κατάσταση απόγνωσης. Αναλόγως του χαρακτήρας του καθένας από τους ανθρώπους, θα πάρει θέση απέναντι στο σταυρικό πάθημα του Κυρίου. Για μερικούς ο σταυρός του Κυρίου θα είναι ανοησία και σκάνδαλο, για άλλους όμως ο ίδιος σταυρός θα είναι Θεού σοφία και δύναμη. Και παράδειγμα αυτού υπήρξαν οι δύο ληστές, που συσταυρώθηκαν με το Χριστό.
(3)  «Επειδή ο διάβολος φέρνει και σε εμένα το θάνατο, παρόλο που έμεινα αναμάρτητος, τώρα στον παρόντα καιρό, θα τιμωρηθεί για την αδικία σε μένα με το γκρέμισμα της τυραννίας του» (Ζ). Και «σαν να συνέρχεται δικαστήριο θα ειπωθεί προς αυτόν· έστω· όλους τους θανάτωσες επειδή τους βρήκες υπεύθυνους της αμαρτίας. Τον Χριστό γιατί τον θανάτωσες;» (Χ).
(4)  Η φράση αυτή υπάρχει και στο ιδ 30 και ιστ 11, και πουθενά αλλού στην Κ.Δ.. Δες όμως τις φράσεις «ο Θεός αυτού του αιώνα» Β΄Κορ. δ 4, «άρχοντας της εξουσίας του αέρα Εφεσ. Β 2, «κοσμοκράτορες του σκότους του αιώνος τούτου» Εφεσ. στ 12 (β).
«Ο σατανάς είχε κατοχή πάνω στο ανθρώπινο γένος και κρατούσε αυτούς με τον δεσμό των αμαρτιών τους σαν ενόχους που κρατούνται σε τιμωρία· κυριαρχούσε στις καρδιές των απίστων και εξαπατώντας και υποδουλώνοντας αυτούς, αποπλανούσε αυτούς στο να λησμονήσουν τον δημιουργό και να λατρεύουν τα κτίσματα» (Αυ). «Για αυτό και λέγεται άρχοντας του κόσμου, επειδή η εξουσία του είναι γύρω από τη γη» (Β).
(5)  Το αποτέλεσμα αυτό, το οποίο άρχισε στο Γολγοθά, εξακολουθεί να συντελείται κάθε μέρα και θα εξακολουθεί σταθερά μέχρι την ολοκληρωτική εκβολή του Σατανά κατά την εσχάτη κρίση (F). Αφαιρείται από αυτόν η μία ψυχή μετά την άλλη και η πρόοδος αυξάνει μέχρι την τελευταία ημέρα. Έτσι ο λόγος δεν αντιφάσκει με άλλους που αποδίδουν ακόμη στο Σατανά εξουσία στον κόσμο (g). «Θα πεταχτεί έξω ο τύραννος αφού θα καταδικαστεί με το θάνατό μου» (Θφ).
(6)  «Έξω από την εξουσία που με τη βία έχει αποκτήσει και έξω από τη βασιλεία που δεν του αρμόζει από πουθενά. Σημαίνει λοιπόν το «έξω» την κόλαση και την πορεία στον άδη» (Κ).
«Έξω από αυτού του είδους την εξουσία την οποία απέκτησε με απάτη» (Ζ). «Θα εκδιωχτεί από την τυραννία εναντίον των ανθρώπων και δεν θα βασιλεύσει όπως πριν σε αυτούς και στις ψυχές τους και στο θνητό σώμα» (Θφ). Ο Χριστός συμφιλιώνοντας με το θάνατό του τον κόσμο με το Θεό συνέτριψε τη δύναμη του θανάτου και έβγαλε έξω από τον κόσμο τον σατανά ως καταστροφέα των ανθρώπων. Οδηγώντας λοιπόν τον κόσμο στο Θεό με τη διδασκαλία και το σταυρό του συνέτριψε τη δύναμη της αμαρτίας και έβγαλε έξω το σατανά ως ψεύτη που απατά και αποπλανά τους ανθρώπους.

32 κἀγὼ(1) ἐὰν ὑψωθῶ(2) ἐκ τῆς γῆς(3), πάντας(4) ἑλκύσω(5) πρὸς ἐμαυτόν(6).
32 Εγώ, όταν θα υψωθώ από τη γη, όλους τους ανθρώπους θα τους τραβήξω κοντά μου».
(1)  Μπαίνει μπροστά με έμφαση. «Αντιτίθεται στο «ο άρχοντας του κόσμου» (b). «Όταν το θηρίο βγήκε από τη μέση και γκρεμίστηκε ο τύραννος, τότε οδηγεί προς τον εαυτό του ο Χριστός το γένος που αποπλανήθηκε» (Κ). Στο γκρέμισμα του αρχαίου τυράννου ανταποκρίνεται η έλευση του νέου κυρίαρχου (g).
(2)  «Εάν ανέβω στο σταυρό» (Ζ). «Με πολύ εύσχημο τρόπο λέει αντί για το σταυρωθώ, το υψωθώ… Εξάλλου, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, και πολύ καλά νομίζω, ότι είναι ύψος ο θάνατος πάνω στο σταυρό, αν το εννοήσουμε με την έννοια της τιμής και δόξας. Διότι δοξάζεται και με αυτό ο Χριστός» (Κ). Το «υψωθώ» πρέπει να το πάρουμε εδώ με την ίδια διπλή έννοια, με την οποία και στα γ 14 και η 28: Η ύψωση στο σταυρό ταυτίζεται με την ύψωση στο θρόνο (g). Μαζί με την ύψωση του Σωτήρα στο σταυρό, άρχισε και η ύψωσή του στους ουρανούς (F).
(3)  Οι Ιουδαίοι ανέμεναν το Μεσσία να βασιλεύσει στη γη σαν άλλος άρχοντας του κόσμου. Αλλά όχι·(g) θα σηκωθεί από τη γη η ζωή του (b). Όταν θα σταυρωνόταν, πρώτα θα καρφωνόταν στο σταυρό και στη συνέχεια θα υψωνόταν μεταξύ ουρανού και γης, ως ανάξιος και των δύο. Ούτε στον ουρανό έπρεπε να βρίσκεται, ούτε πάνω στη γη να πατά. Παρ’ όλα αυτά το «εάν υψωθώ» υποδηλώνει και τιμητική αναβίβαση. Το πάθημά του θα κατέληγε σε πραγματική ανύψωση του Κυρίου κατά την ανθρώπινη φύση του. Με οποιοδήποτε λοιπόν θάνατο και αν πεθάνουμε, εάν πεθάνουμε εν Χριστώ, θα υψωθούμε υπεράνω της φυλακής του παρόντος βίου, πάνω από το σπήλαιο αυτό των λεόντων στις χώρες του φωτός και της αγάπης.
(4)  «Όχι μόνο τους Ιουδαίους αλλά και όλους τους ανθρώπους τους καλεί σε σωτηρία μέσω της πίστης σε αυτόν» (Κ). «Όλους από παντού, όσους είναι δεκτικοί πίστης» (Ζ). Δίνεται εδώ απάντηση στο αίτημα που αναφέρθηκε στο σ. 21, Θέλουμε να δούμε τον Ιησού (b).
Ο Χριστός μετά την ανύψωσή του στο σταυρό τραβάει όλους τους ανθρώπους στον εαυτό του. Πράγματι· η μεγάλη αύξηση της εκκλησίας του έλαβε χώρα μετά το θάνατό του. Όταν ζούσε, έθρεψε χιλιάδες με τον λόγο της ευλογίας των πέντε άρτων στην έρημο. Αλλά όταν πέθανε, με το λόγο του Πέτρου χιλιάδες ανθρώπων ελκύστηκαν σε μία ημέρα στην εκκλησία του. Ο θάνατος του Κυρίου κρύβει δύναμη και ισχυρή αποτελεσματικότητα στο να ελκύει τις ψυχές προς αυτόν. Ο σταυρός του Χριστού, παρόλο που σε μερικούς είναι πέτρα προσκόμματος και σκανδάλου, σε άλλους είναι μαγνήτης. Μαγνήτης που ελκύει. Ίσως το ρήμα (ελκύω) μπήκε εδώ και σε κάποια σχέση με τη στάση, την οποία πήρε ο Χριστός όταν σταυρώθηκε. Είχε τα χέρια απλωμένα προσκαλώντας όλους στον εαυτό του και έτοιμος να αγκαλιάσει όλους τους ερχόμενους σε αυτόν.
(5)  «Θα προσελκύσω, λέει, επειδή κρατούνται από τύραννο και μόνο με τη δική τους προσπάθεια δεν μπορούν να πλησιάσουν και να ξεφύγουν από τα χέρια εκείνου, επειδή αντιστέκεται» (Χ). «Θα ελκύσω και χωρίς να το θέλει εκείνος. Το οποίο αλλού το ονόμασε και αρπαγή. Διότι κανείς, λέει, δεν μπορεί να αρπάξει τα σκεύη του ισχυρού, εάν δεν δέσει τον ισχυρό» (Θφ). Στο σ. 44 «είπε ότι κανείς δεν μπορεί να έλθει σε εμένα εάν ο πατέρας, που με έστειλε, δεν ελκύσει αυτόν… όχι λέγοντας αντίθετα, αλλά κάνοντας δικά του τα του Πατέρα και δείχνοντας ότι όλα τα έχουν κοινά» (Ζ). «Διότι όταν ο Υιός ελκύει, ο Πατέρας ελκύει» (Χ).
(6)  Αναφέρεται στο Χριστό, όχι κατά την ώρα που κρεμιόταν στο σταυρό, αλλά στην κατάσταση της κυριαρχίας και της δόξας, στην οποία μετά το πάθημα μπήκε (ο). «Θα ελκύσω στον εαυτό μου, για να είμαι κεφαλή τους και εκείνοι μέλη μου» (Αυ). Δες εδώ πώς ο Χριστός είναι τα πάντα στους πάντες στην επιστροφή κάθε ψυχής. Ο Χριστός μας ελκύει. Δεν μας σέρνει βίαια, αλλά «με τα δεσμά της αγάπης του» (Ωσηέ ια 4). Ψιθυρίζει μυστικά σε κάθε ψυχή: «με αγάπη αιώνια σε αγάπησα, για αυτό σε έλκυσα προς εμένα με το έλεος και την ευσπλαχνία μου» (Ιερεμ. λη 3).
Και ελκύει αυτήν όπως ο μαγνήτης τον σίδηρο. Η ψυχή δηλαδή μεταβάλλεται σε σημείο ώστε θέλοντας και θελγομένη να ελκύεται. Και ελκύεται προς τον Χριστό. Θα ελκύσω προς τον εαυτό μου σαν σε κέντρο, μέσω του οποίου και στο οποίο θα ενωθούν οι πάντες. Η ψυχή η απομακρυσμένη από το Χριστό έρχεται αρχικά σε γνωριμία μαζί του. Ενώ λοιπόν προηγουμένως αγνοούσε το Χριστό και δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της σε αυτόν, σιγά-σιγά αγαπά αυτόν, δίνει όλη την εμπιστοσύνη της σε αυτόν και παραδίνεται στην αγκαλιά του. Έλξη θαυμασμού είναι η πρώτη επίδραση του σταυρού πάνω στην ψυχή που αγνοεί τον καρφωμένο πάνω σε αυτόν. Αλλά εάν σταθεί μέχρι τον θαυμασμό αυτόν, η σχέση της με το Χριστό θα είναι επιπόλαιη. Πίστη θερμή και ακλόνητη σε αυτόν ως Σωτήρα και Λυτρωτή, αυτή μας έλκει οριστικά προς αυτόν και μας ενώνει μαζί του πάνω στο Σταυρό του. Ο εσταυρωμένος Ιησούς μας έλκει, διότι είναι η αγάπη και η σοφία του Θεού, διότι είναι όχι απλώς ο μέγιστος των διδασκάλων της ηθικής και σωστικής αλήθειας, αλλά και το σε όλα υπερεπαρκές θύμα για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Όταν τον εγκολπωθούμε ως Λυτρωτή από το βάρος και την ενοχή της αμαρτίας και ως πηγή νέας ζωής που μας αποσπά από αυτήν και μας προσκολλά σε Αυτόν, τότε πράγματι και αληθινά ελκυστήκαμε από αυτόν.

33 Τοῦτο δὲ ἔλεγε(1) σημαίνων(2) ποίῳ θανάτῳ(3) ἤμελλεν(4) ἀποθνήσκειν(5).
33 Λέγοντας αυτό, υποδήλωνε με τι είδος θάνατο θα πέθαινε.
(1)  Ο Ιωάννης εξηγεί εδώ αυτό που είπε ο Κύριος, όπως και στο β 21. Αυτό. «Ποιο; Το όταν υψωθώ» (Ζ)
(2)  «Υποδήλωνε» (Ζ). Δεν λέει φανερώνοντας αλλά σημαίνοντας (g), του οποίου η έννοια είναι: όχι με σαφήνεια εκφράζοντας, αλλά σκοτεινά υποδεικνύοντας, όπως στους χρησμούς, τις παροιμίες κλπ (ο).
(3)  «Με ποιο τρόπο· το σταυρό λοιπόν τον ονόμασε θάνατο» (Κ).
(4)  Με την έννοια του αναπόφευκτου του θανάτου του Ιησού επειδή προδιατάχτηκε από το Θεό (β).
(5)  «Έδειξε ότι εκούσια έπαθε και ήξερε ότι όχι μόνο πεθαίνει, αλλά και με ποιο τρόπο» (αμ).

34 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ὄχλος· ἡμεῖς(1) ἠκούσαμεν(2) ἐκ τοῦ νόμου(3) ὅτι ὁΧριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα(4), καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖ ὑψωθῆναι(5) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(6); Τίς ἐστιν οὗτος ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(7);
34 Τότε το πλήθος τού αποκρίθηκε: «Εμείς μάθαμε από το νόμο πως ο Μεσσίας θα ζήσει αιώνια· πώς εσύ λες ότι πρέπει να υψωθεί από τη γη ο Υιός του Ανθρώπου; Ποιος είναι αυτός ο Υιός του Ανθρώπου;»
(1)  Μπαίνει μπροστά με έμφαση αντιτιθέμενο στο ακόλουθο «συ».
(2)  Αντίγραφα του νόμου συνήθως δεν υπήρχαν σε χρήση ιδιωτών. Οπότε η μόνη γνώση της Γραφής την οποία ο λαός είχε, προερχόταν από την ακρόασή της όταν διαβαζόταν κατά την ώρα της λατρείας στις συναγωγές (ο).
(3)  «Και εδώ νόμο λένε γενικώς την θεία Γραφή» (Ζ). Από το νόμο, με τον οποίο εννοούνται οι προφήτες και οι ψαλμοί (b).
(4)  «Άρα γνώριζαν ότι ο Χριστός θα είναι κάποιος αθάνατος και ότι έχει ζωή που δεν τελειώνει» (Χ). Τα χωρία τα οποία υπονοούν οι Ιουδαίοι είναι εκείνα, στα οποία ο Μεσσίας παρουσιάζεται να θεμελιώνει πάνω στα ερείπια των ειδωλολατρικών βασιλειών, βασιλεία αιώνια. Δες Ησ. ιθ 6,Ψαλμ. ρθ 2-4,Δαν. ζ 14 κλπ (g).
«Τον ελέγχουν για άγνοια σχετικά με τους προφήτες και υποδεικνύουν ότι δεν γνωρίζει ακριβώς τα γραμμένα. Διότι το ότι μένει στον αιώνα ο Χριστός από τη μία, το πήραν από αυτά τα χωρία· το μυστήριο του θανάτου από την άλλη, που έγινε στο μεταξύ, και τον για σύντομο χρόνο διαχωρισμό της ψυχής από το σώμα, δεν τα κατάλαβαν ούτε τα εξακρίβωναν. Έπρεπε λοιπόν να γνωρίζουν την αιτία, ότι δηλαδή αφού προφητεύονταν δύο ερχομοί του Χριστού, τον μεν πιο ένδοξο και που θα γινόταν στη συντέλεια του αιώνα ο όχλος των Ιουδαίων τον ήλπιζε, τον πριν από αυτόν όμως δεν τον καταλάβαινε καθόλου» (Ω).
«Και πράγματι ο Ησαΐας αναφέρει και τα δύο· το μεν πάθος και το θάνατο, λέγοντας τα εξής· Ως πρόβατο οδηγήθηκε στη σφαγή· την δε ανάσταση με το να πει: ο Κύριος θέλει να τον καθαρίσει από την πληγή. Και ο Δαβίδ αναφέρει μαζί και το θάνατο και την ανάσταση. Διότι λέει, δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη» (Θφ).
Έτσι γνώση του γράμματος της Γραφής, όταν η καρδιά είναι ξένη με τον αγιασμό, μπορεί να προκαλέσει βλάβη και να γίνει αφορμή απιστίας δημιουργώντας εχθρούς του χριστιανισμού που πολεμούν αυτόν με τα δικά του όπλα. Η διαστροφή όμως του πλήθους εδώ γίνεται ολοφάνερη, όταν λάβουμε υπ’ όψη, ότι ενώ πρόβαλλαν τα χωρία της Γραφής, τα οποία μιλούν για το ότι ο Μεσσίας μένει στον αιώνα, παραβλέπουν τελείως τα άλλα χωρία, τα οποία κάνουν λόγο για το πάθημα και το θάνατο του Μεσσία. Συχνά παρασύρονται οι άνθρωποι σε μεγάλες πλάνες και χρησιμοποιούν υπέρ των πλανών αυτών και επιχειρήματα από τη Βίβλο, αποσπώντας τα χωρία της Γραφής από τα συμφραζόμενά τους και διαχωρίζοντας αυτά μεταξύ τους. Η διαστροφή του πλήθους εδώ φαίνεται και από το ότι ενώ προβάλλουν τη μαρτυρία της Γραφής, για το ότι ο Μεσσίας μένει στον αιώνα, παραβλέπουν ολοτελώς και τι είπε ο Κύριος για την αιώνια δόξα και ανύψωση του Μεσσία. Πριν λίγο είχε πει σε αυτούς, ότι θα έλκυε όλους τους ανθρώπους στον εαυτό του, ότι κάθε διάκονό του θα τον τιμούσε ο πατέρας, ότι θα έφερνε καρπό πολύ. Όλα αυτά δεν έτυχαν καμίας προσοχής εκ μέρους του όχλου. Κακόπιστοι συζητητές αντιτάσσουν κάποια αποσπάσματα από τη γνώμη των αντιπάλων τους για να παρουσιάσουν αυτήν ως αβάσιμη. Εάν όμως παρέθεταν ολόκληρη τη γνώμη αυτή, δύσκολα θα μπορούσαν να την αρνηθούν. Και στη διδασκαλία του Χριστού υπάρχουν εκ πρώτης όψεως παράδοξα, τα οποία για μεν τους διεστραμμένους είναι πέτρες που σκοντάφτουν και σκανδαλίζονται, για δε τους καλοδιάθετους είναι πέτρες μαγνητικές που τους ελκύουν στη σωτηρία.
(5)  «Κατάλαβαν ότι ύψωση εννοεί το θάνατο, έστω και αν δεν κατάλαβαν ότι πρόκειται για θάνατο στο σταυρό» (Ζ). «Βλέπεις ότι και από αυτά που ο Κύριος έλεγε αινιγματικά πολλά τα καταλάβαιναν… αλλά πρόβαλλαν άγνοια από θεληματική κακία» (Θφ).
(6)  «Διατηρούσαν στη μνήμη τους, ότι ο Κύριος ονόμαζε σταθερά τον εαυτό του υιό του ανθρώπου. Διότι στο παρόν χωρίο δεν λέει· Εάν ο υιός του ανθρώπου υψωθεί» (Αυ).
(7)  «Διότι εάν μεν είναι ο Χριστός, τότε δεν πεθαίνει· εάν όμως πεθαίνει, δεν είναι ο Χριστός» (Ζ), αλλά άλλο πρόσωπο. Ο λόγος αυτός του λαού αποδεικνύει, ότι η ονομασία «υιός του ανθρώπου» δεν χρησιμοποιούνταν γενικά για δήλωση του Μεσσία (g).

35 Εἶπεν(1) οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἔτι μικρὸν χρόνον(2) τὸ φῶς(3) μεθ' ὑμῶν(4) ἐστι· περιπατεῖτε(5) ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία(6) ὑμᾶς καταλάβῃ(7)· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε(8) ποῦ ὑπάγει(9).
35 Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Λίγον καιρό ακόμα το φως θα είναι ανάμεσά σας. Περπατάτε όσο έχετε το φως, για να μη σας πιάσει το σκοτάδι· κι αυτός που περπατάει στο σκοτάδι δεν ξέρει πού πάει.
(1)  Ο Ιησούς δεν απαντά στην ένστασή τους αλλά προσθέτει αλήθειες αναγκαιότατες για αυτούς (b). «Επειδή ήταν ασύνετοι και άπιστοι οι Ιουδαίοι, ο Χριστός δεν εξηγεί με σαφήνεια το βαθύ μυστήριο του λόγου, αλλά πηδά σε άλλο, και εξηγώντας ταυτόχρονα το ωφέλιμο για αυτούς και δείχνοντας την αιτία για την οποία δεν καταλαβαίνουν αυτά που είναι στις γραφές» (Κ). Για αυτό δεν χρησιμοποιεί το ρήμα αποκρίθηκε αλλά το «είπε».
(2)  «Λίγο χρόνο λέει τον μέχρι το θάνατό του» (Ζ). Αντιτίθεται στο «εις τον αιώνα» του σ. 34. Οι Ιουδαίοι υπέθεταν ότι ο Χριστός ερχόμενος μία φορά, θα έμενε πάντοτε μαζί τους (b).
(3)  «Λέγοντας μαζί με το άρθρο «το φως», φανέρωσε τον εαυτό του· ότι δηλαδή αυτός μόνος είναι πραγματικά το φως» (Κ). Ο Κύριος συχνά διακήρυξε ότι είναι το φως του κόσμου. Δες Ιω. α 4,γ 19,η 12,θ 5 (ο). Έξυπνη και η σύνδεση με τα παραπάνω: «Όπως ακριβώς λοιπόν το φως το ηλιακό δεν χάνεται καθόλου, αλλά αφού δύει, πάλι ανατέλλει, έτσι και ο δικός μου θάνατος δεν είναι διαφθορά, αλλά δύση και μετάσταση και πάλι θα ανατείλω με την ανάσταση» (Θφ), «δείχνοντας έτσι ότι το πάθος δεν είναι καθόλου εμπόδιο στο να μένει αυτός αιωνίως, διότι και το φως το ηλιακό δεν χάνεται, αλλά αφού για λίγο υποχωρήσει, πάλι φαίνεται» (Χ). Πιο σωστό όμως είναι να πάρουμε τα λόγια αυτά ότι εκφράζουν νέα έννοια, που δεν σχετίζεται στενά με τα παραπάνω.
(4)  Αυθεντική γραφή: εν υμιν=ανάμεσά σας.
«Όπως ακριβώς η βασιλεία του Θεού ήταν στους Ιουδαίους, έτσι και το φως βρισκόταν σε αυτούς· και όπως ακριβώς, επειδή δεν απέδωσαν τους καρπούς που απαιτούσε η βασιλεία του Θεού, άκουσαν το «Θα φύγει από εσάς η βασιλεία του Θεού και θα δοθεί σε έθνος που θα φέρει τους καρπούς της», έτσι, επειδή ακριβώς, ενώ βρισκόταν το φως σε αυτούς, δεν περπάτησαν ώστε να μην τους πιάσει σκοτάδι, για αυτό μετά από τον λίγο χρόνο, το φως που ήταν σε αυτούς αφαιρέθηκε από αυτούς και δόθηκε στο έθνος που έφερε τους καρπούς του φωτός» (Ω).
Το φως και σε εμάς είναι για λίγο χρόνο. Ο χρόνος του βίου είναι σύντομος και οι ευκαιρίες για μετάνοια και επιστροφή δεν είναι πάντοτε διαρκείς και μακρές. Για λίγο ακόμη το φως της παρούσας ζωής είναι μαζί μας. Για λίγο ακόμη το φως του ευαγγελίου είναι μαζί μας, η ημέρα της χάριτος, τα μέσα της χάριτος, το Πνεύμα της χάριτος για λίγο θα βρίσκονται μπροστά μας. Πόσο ωφέλιμο είναι να σκεφτόμαστε αυτό, ώστε να μην αφήνουμε τις ευκαιρίες της θείας κλήσης ανεκμετάλλευτες και αχρησιμοποίητες.
(5)  «Τους λέει ότι είναι κατεπείγον να περπατούν στο φως, δηλαδή να τον ακολουθούν που φωταγωγεί και οδηγεί, και να πιστεύουν τα λόγια του» (Ζ). «Λέει αυτά για να τους οδηγήσει επειγόντως στην πίστη» (Χ).
(6)  «Μη σας κυριεύσει το σκοτάδι της αμαρτίας. Σωστά είπε μετά το φως το σκοτάδι. Διότι στα ίχνη της αναχώρησης του φωτός, βαδίζει το σκοτάδι» (Κ).
(7)  «Με την έννοια ότι θα κυριεύσει τελείως μέχρι τέλους» (Ζ). Κρύβει και την έννοια του «απροσδόκητα» (b).
(8)  Σχεδόν κατά λέξη ταυτίζεται με το Α΄Ιω. β 11. Από τη στιγμή που ο ουράνιος αποκαλυπτής δεν θα είναι πλέον παρών, ο άπιστος λαός θα είναι όμοιος με οδοιπόρο που αποπλανήθηκε τη νύχτα, και πορεύεται στην τύχη χωρίς να βλέπει ούτε δρόμο, ούτε σκοπό (g).
(9)  «Πλανιέται, σκοντάφτει, γκρεμίζεται» (Ζ). «Πόσα λοιπόν οι Ιουδαίοι πράττουν τώρα, και δεν ξέρουν τι πράττουν! Αλλά σαν σε σκοτάδι, έτσι βαδίζοντας, νομίζουν μεν ότι βαδίζουν το σωστό δρόμο, αλλά βαδίζουν τον αντίθετο, τηρώντας Σάββατα και φυλάσσοντας νόμο και τις διακρίσεις των τροφών και δεν ξέρουν που περπατάνε» (Χ).
Ποια ήταν η άθλια κατάσταση και εκείνων από εμάς, οι οποίοι όντας άλλοτε μακριά από το ευαγγέλιο αμάρταναν και ήλθαν τώρα στην περίοδο της χάρης! Βάδιζαν στο σκοτάδι και δεν ήξεραν που πήγαιναν και ποια κατεύθυνση ακολουθούσαν. Ούτε τον δρόμο τον οποίο βάδιζαν γνώριζαν, ούτε το τέρμα προς το οποίο προχωρούσαν. Πράγματι· αυτός που στερείται το φως του ευαγγελίου πλανάται ασταμάτητα, κυριευόμενος από το σκοτάδι του ψεύδους και της πλάνης και δεν αντιλαμβάνεται αυτό. Βαδίζει προς την καταστροφή του, και δεν γνωρίζει τον κίνδυνό του, διότι ή κοιμάται ή χορεύει στο χείλος του γκρεμού.

36 (1)Ἕως τὸ φῶς(2) ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς(3), ἵνα υἱοὶ φωτὸς(4) γένησθε(5). Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀπελθὼν(6) ἐκρύβη ἀπ' αὐτῶν(7).
36 Όσο έχετε το φως πιστεύετε στο φως, για να γίνετε παιδιά του φωτός». Αυτά είπε ο Ιησούς, κι έφυγε και κρύφτηκε μακριά τους.
(1)  Με τον σ. αυτόν «έκανε σαφή τον λόγο» (Ζ). Δεν αποτελεί αυτός επανάληψη του προηγούμενου.
(2)  Υποδηλώνει εδώ το πρόσωπο, το οποίο είναι το φως.= Εμένα, ο οποίος είμαι η ζωντανή αποκάλυψη του Θεού. «Έως ότου μπορείτε να πιστεύετε σε εμένα» (Θφ).
(3)  Αντί να πει «περπατάτε όσο έχετε το φως» λέει τώρα σαφέστερα, πιστεύετε στο φως=Αναγνωρίστε με, ότι είμαι το φως και πιστέψτε σε μένα· αναγνωρίστε με ως τον Μεσσία σας και υπακούστε στα λόγια μου. Είναι καθήκον και υποχρέωση του καθενός από εμάς να πιστεύει στο φως που υπάρχει στο ευαγγέλιο, να παραδέχεται αυτό ως θείο φως και να εγκολπώνεται τις αλήθειες, τις οποίες φωτιζόμενος από αυτό ανακαλύπτει, διότι είναι αυτό φως για τα μάτια μας, αλλά συγχρόνως και να συμμορφώνει την διαγωγή του με αυτό, διότι είναι φως για τα πόδια μας.
(4)  Εβραϊκός τρόπος έκφρασης. Υιός φωτός είναι αυτός που παραμένει πάντοτε προσκολλημένος στο φως (b). Σημαίνει σχέση στενότατη (Ματθ. η 12,θ 15,Μάρκ. γ 17 κλπ.). Υιοί φωτός είναι εκείνοι, οι οποίοι βρίσκουν την πηγή της ζωής τους στο φως και ζουν σύμφωνα με τα ιδανικά, τα οποία το φως αποκαλύπτει (μ). Με την πίστη στο Χριστό ο άνθρωπος διεισδύεται από φως ώστε γίνεται φωτεινός και αυτός (g). Σοβαρή και η: «Δηλαδή δικοί μου γιοι» (Χ). «Και στην αρχή του ευαγγελίου είπε… «να γίνουν τέκνα Θεού»» (Ζ), «εδώ όμως ο ίδιος λέγεται ότι τους γεννά, για να μάθεις, ότι μία είναι η ενέργεια του Πατέρα και του Υιού» (Χ).
(5)  Εφόσον δεν είστε τέτοιοι από μόνοι σας (b).
(6)  Από το ναό και την πόλη. Αντί να περάσει τη νύχτα στην πόλη βγήκε στη Βηθανία. Και την επομένη ανέμενε αυτόν ο λαός όπως συνήθως (Λουκ. Κ
α 38), αλλά ο Ιησούς δεν επέστρεψε.
(7)  «Επειδή έμπαινε στις καρδιές τους, γνώριζε ότι ο θυμός τους εξαγριωνόταν, αν και δεν έλεγαν τίποτα» (Χ). «Κρύβεται λοιπόν, παρηγορώντας το φθόνο τους» (Θφ) και το θυμό τους «για να μην εξαφθεί περισσότερο» (Ζ). «Αλλά δίνει καιρό να ξανασκεφτούν, έτσι ώστε να πράξουν τα καλύτερα» (Κ). «Διότι αν και προγνώριζε την απιστία τους, αλλά όμως έκανε όλα όσα εξαρτιόνταν από αυτόν» (Θφ).Ο Κύριος τελικά απομακρύνει τα μέσα της χάριτος από εκείνους, οι οποίοι δεν τα δέχονται όταν προσφέρονται σε αυτούς και κρύβει το πρόσωπό του από γενιά δύστροπη, λέγοντας: «θα αποστρέψω το πρόσωπό μου από αυτούς… διότι είναι γενιά διεστραμμένη, γιοι στους οποίους δεν υπάρχει πίστη» (Δευτ. λβ 19).

Ἀπιστία εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἀλλὰ καὶ μερικοὶ κρυφοὶ μαθηταί

37 Τοσαῦτα(1) δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν(2) οὐκ ἐπίστευον(3) εἰς αὐτόν,
37 Και μολονότι είχε κάνει τόσα θαύματα μπροστά στα μάτια τους, εκείνοι δεν πίστευαν σ’ αυτόν,
(*) Το τεμάχιο αυτό αποτελεί το επιστέγασμα του δευτέρου μέρους του ευαγγελίου (ε 1-ιβ 36). Ο ευαγγελιστής διακόπτει την αφήγησή του για να παραδοθεί στη μελέτη του γεγονότος, το οποίο εξέθεσε, δηλαδή την απιστία του ιουδαϊκού έθνους. Το ερώτημα, στο οποίο ο Ιωάννης απαντά, είναι αυτό: Πώς εξηγείται η αποτυχία του έργου του Μεσσία στον Ισραήλ; Και στους μεν πρώτους στίχους (37-43) εξηγεί τις αιτίες του μυστηριώδους γεγονότος· στους δε ακόλουθους (44-50) εκθέτει περιληπτικά τις τραγικές συνέπειές του.
(1)  =Τόσα πολλά. «Ποια τόσα; Όσα παρέλειψε ο ευαγγελιστής» (Χ), τα γνώριζε όμως όπως φαίνεται από το κ 30. Παρόλο που ο ευαγγελιστής κάποια λίγα θαύματα διάλεξε για αφήγηση, εδώ αναφέρεται όχι στη σπουδαιότητα και σημασία των θαυμάτων αυτών, τα οποία αφηγήθηκε, αλλά στον αριθμό και το πλήθος των θαυμάτων, που ενήργησε ο Κύριος (χ).
(2)  Ώστε με τα ίδια τους τα μάτια να αντιληφθούν αυτά (b). Τονίζεται κυρίως η δημοσιότητα των θαυμάτων. Αλλά και «θέλοντας ο ευαγγελιστής να ελέγξει την χωρίς μέτρο δυστροπία τους, πρόσθεσε και το «μπροστά τους», δείχνοντας ότι ούτε σε αυτά που έβλεπαν δεν πίστευαν» (Κ). «Διότι οπωσδήποτε δεν είναι έργο μικρής κακίας, το να μην πιστέψουν σε τόσα πολλά θαύματα» (Θφ).
(3)  Ο παρατατικός υποδηλώνει την διάρκεια, την πεισματική εμμονή στην απιστία παρά τα θαύματα, τα οποία ανανεώνονταν κάθε μέρα στα μάτια τους (g). Και είναι μεν αλήθεια, ότι πολλοί είχαν πιστέψει στον Ιησού λόγω των θαυμάτων αυτών (δες β 23,ζ 31,ια 47,48), το έθνος όμως ως σύνολο δεν δεχόταν αυτόν (δες α 11,γ 11,32,ε 43,ιε 24)(β). Σημείωσε ότι οσαδήποτε ισχυρά μέσα πειθούς και αν προβληθούν, δεν είναι ικανά από μόνα τους να γεννήσουν την πληροφορία της πίστης, όταν οι καρδιές των ανθρώπων είναι προκατειλημμένες και διεφθαρμένες.

38 ἵνα(1) ὁ λόγος Ἡσαΐου τοῦ προφήτου(2) πληρωθῇ ὃν εἶπε· Κύριε, τίς ἐπίστευσε(3) τῇ ἀκοῇ(4) ἡμῶν; Καὶ ὁ βραχίων Κυρίου(5) τίνι ἀπεκαλύφθη(6);
38 έτσι ώστε να επαληθευτούν τα λόγια που είχε πει ο προφήτης Ησαΐας: Κύριε, ποιος πίστεψε στο μήνυμά μας; Σε ποιον φανέρωσε ο Κύριος τη δύναμή του;
(1)  «Το ρητό αυτό δεν φανερώνει την αιτία, αλλά το αποτέλεσμα, δηλαδή την εκπλήρωση του μέλλοντος… Όχι δηλαδή επειδή είπαν οι προφήτες, για αυτό έγιναν, αυτά που είπαν· αλλά επειδή επρόκειτο να γίνουν, για αυτό τα είπαν οι προφήτες» (Ζ). Παρ’ όλα αυτά το ἵνα δεν αποβάλλει την τελική (=σκοπού) του έννοια. Με πνεύμα βαθειάς ευσέβειας ο ευαγγελιστής παρουσιάζει τα γεγονότα ότι συντελέστηκαν για εκπλήρωση της προφητείας φανερώνοντας «το αψευδές της προφητείας και το ότι οπωσδήποτε εκπληρώνεται» (Ζ), χωρίς βεβαίως να αποκλείει, ότι «από τη δική τους κακότητα οι Ιουδαίοι φόνευσαν τον Κύριο και προείπα αυτά που οπωσδήποτε θα γίνουν εξαιτίας της θεληματικής τους κακοκεφαλιάς» (Κ).
«Ο Κύριος με την πρόγνωση που είχε του μέλλοντος, προείπε μέσω των προφητών την απιστία των Ιουδαίων· προείπε αυτήν, αλλά δεν υπήρξε αίτιος αυτής. Διότι ο Θεός δεν αναγκάζει κάποιον να αμαρτήσει, απλώς διότι γνωρίζει ήδη τις μελλοντικές αμαρτίες των ανθρώπων… Και οι Ιουδαίοι, εάν επιθυμούσαν να πράξουν το αγαθό αντί του κακού, δεν θα εμποδίζονταν, αλλά θα προέβλεπε ο Θεός για αυτούς και ότι θα έπρατταν το αγαθό» (Αυ).
(2)  Η παράθεση από το Ησ. νγ 1,2 σύμφωνα με τη μετάφραση των Ο΄
(3)  Ο προφήτης περιγράφοντας στο νγ κεφάλαιο την ταπείνωση, το θάνατο και την ανύψωση του Μεσσία διερωτάται αν θα βρεθεί κάποιος στον Ισραήλ, ο οποίος θα πιστέψει σε κήρυγμα τόσο αντιτιθέμενο στα παχυλά ιδανικά του λαού. Ο Μεσσίας λοιπόν, στον οποίο αναφερόταν η προφητεία, δεν υπήρχε ελπίδα να τύχει υποδοχής καλύτερης από εκείνη, της οποίας έτυχε και το μήνυμα του προφήτη Ησαΐα σχετικά με αυτόν (g). «Διότι το «τις (=ποιος)» σε πολλά σημεία της Γραφής βρίσκεται αντί για το «κανείς»» (Θφ).
(4)  Ακοή, η ικανότητα να ακούω· οπότε αυτό που ακούγεται, δηλαδή κάποιο μήνυμα, κάποια μαρτυρία (b).
Ή «ακοή ονομάζει την προφητεία για το Χριστό, την οποία προφήτευσαν, ακούγοντάς την οι προφήτες με τα αυτιά των ψυχών τους, που ήχησε μέσα τους από το θείο Πνεύμα» (Ζ)· δηλαδή με έννοια παθητική (=εκείνο το οποίο οι προφήτες άκουσαν).
Ή, το κήρυγμα του Ιησού που έλεγε όσα άκουσε από τον Πατέρα και μετά από αυτό, όπως είναι λογικό, και το κήρυγμα των Αποστόλων (κ). «Το είπε αυτό ο προφήτης αντιπροσωπεύοντας το Χριστό, σαν να έλεγε δηλαδή ο Χριστός προς τον Πατέρα· Κύριε, ποιος πίστεψε…» (Θφ).
Ή, πιο σωστά, με έννοια ενεργητική (=εκείνο, το οποίο οι προφήτες έκαναν να ακουστεί). «Τον λόγο μας και το κήρυγμα… το οποίο κήρυγμα το ονόμασε ακοή» (Θφ), το άκουσμα, το κήρυγμά μας των κηρύκων του λόγου του Θεού, από τους οποίους μέγιστος είναι ο Σωτήρας μας (δ).
(5)  Η φράση «τῇ ἀκοῇ ἡμῶν» αναφέρεται στην περιγραφή του Πάθους του Μεσσία· η φράση ο βραχίων Κυρίου στις πράξεις της θείας δύναμης, που ενεργούσε μέσω αυτού (g). Ή «Βραχίωνας του Πατέρα είναι ο υιός, επειδή είναι η δύναμή του» (Ζ). «Όχι διότι το πρόσωπο του Θεού Πατέρα καθορίζεται από σχήμα ανθρώπινης σάρκας, και ο Υιός είναι προσκολλημένος σε Αυτόν σαν μέλος πάνω στο σώμα Του, αλλά διότι τα πάντα έγιναν από αυτόν και μέσω του Λόγου δημιούργησε τον κόσμο» (Αυ). Ή, πιο σωστά, βραχίων είναι η δύναμη του Θεού που ενεργεί στο Χριστό και εργάζεται μέσω αυτού τα θαύματα. «Η δυνατή ενέργεια των θαυμάτων» (Θφ). Στην Π.Δ. η φράση ο βραχίων Κυρίου πολλές φορές λέγεται μεταφορικά για τη δύναμή του. Δες Δευτ. ε 15,Ησ. μ 10,να 9,νβ 10, ξγ 5 (β).
(6)  Αναφέρεται στο γεγονός ότι οι Ιουδαίοι δεν αναγνώριζαν τη δύναμη του Θεού στα θαύματα του Ιησού (β) αλλά ή αρνούνταν τελείως αυτά ή απέδιδαν αυτά στον άρχοντα των δαιμονίων. «Αυτός μεν σαν ήλιος έδειχνε το φως της θεότητάς του και με λόγια και με έργα· αυτοί όμως δεν έβλεπαν καθαρά διότι είχαν κατεστραμμένη την όραση λόγω της πονηρίας» (Ζ).

39 Διὰ τοῦτο(1) οὐκ ἠδύναντο(2) πιστεύειν, ὅτι πάλιν εἶπεν ῾Ησαΐας·
39 Ο Ησαΐας είχε πει επίσης για ποιο λόγο αυτοί δεν μπορούσαν να πιστέψουν:
(1)  Αναφέρεται στα επόμενα και εξηγείται με το ακόλουθο «ὅτι πάλιν…».
(2)  «Δεν εξαναγκάστηκαν από την προφητεία του Ησαΐα στο να μην πειστούν, αλλά επειδή ήταν δύστροποι, έδειξαν ανυπακοή» (αμ). Πάντως με τη φράση «θέλει να παρουσιάσει το αψευδές της Γραφής και ότι αυτά ακριβώς που προφήτευσε, δεν πραγματοποιήθηκαν διαφορετικά, αλλά όπως τα είπε… διότι αυτά που προείπε ο προφήτης, τα προείπε επειδή οπωσδήποτε θα γίνονταν· διότι εάν δεν επρόκειτο οπωσδήποτε να συμβούν, δεν θα τα προέλεγε· οπωσδήποτε όμως επρόκειτο να συμβούν, επειδή εκείνοι ήταν αθεράπευτοι» (Χ).
Ως προς το «οὐκ ἠδύναντο», αυτό ερμηνεύεται:
Ή «λέγεται αντί για το «δεν ήθελαν»… Αυτό θα μπορούσε κάποιος να το δει ότι συμβαίνει και στις συνήθεις εκφράσεις· όπως όταν λέει κάποιος· Δεν μπορώ να αγαπήσω τον τάδε, ονομάζοντας δύναμη την υπερβολική θέληση» (Χ). «Δεν μπορούσαν διότι εμποδίζονταν από την κακία και την πώρωσή τους» (Ζ).
Ή, χωρίς να αποκλείει ο ιερός συγγραφέας, ότι από δική τους κακοβουλία δεν πίστευαν, τονίζει «ότι ήταν αδύνατον να πει ψέματα ο Προφήτης» (Χ), και τονίζει ότι «δεν μπορούσαν να πιστέψουν, επειδή ο Ησαΐας προείπε αυτό· και ο Ησαΐας προφήτευσε αυτό, επειδή ο Θεός προγνώρισε, ότι τέτοια θα ήταν η περίπτωση. Αλλά εάν ερωτηθώ γιατί δεν μπορούσαν, θα απαντήσω αμέσως, διότι δεν ήθελαν. Διότι βεβαίως η διεφθαρμένη τους θέληση προβλέφθηκε από το Θεό και προλέχθηκε μέσω του προφήτη από Αυτόν, από τον οποίο τίποτα από τα μέλλοντα δεν μπορεί να κρυφτεί» (Αυ).
Το γεγονός της απιστίας των Ιουδαίων μόνο για αυτούς που κρίνουν επιπόλαια αποτελεί σκάνδαλο. Ορθά εξεταζόμενο και κατανοούμενο κάτω από το φως των προφητειών της Π.Δ. είναι έδαφος, πάνω στο οποίο φανερώνεται η αναπόφευκτη κρίση του Θεού κατά της απιστίας. Η απιστία των Ιουδαίων δεν είναι πρόβλημα, αλλά ακριβής εκπλήρωση των προφητειών (χ). Η τύφλωση ως συνέπεια της αμαρτίας γίνεται σύμφωνα με διάταξη θεία. Ο Θεός βέβαια δεν είναι ο αίτιος της αμαρτίας, είναι όμως αίτιος της συνέπειας που ταιριάζει σε αυτήν σύμφωνα με νόμο που διατάχτηκε από αυτόν από την αρχή της δημιουργίας (τ). Είμαστε απολύτως βέβαιοι, ότι ο Θεός είναι άπειρα δίκαιος, αλλά και άπειρα εύσπλαχνος. Και είναι αδύνατον να σκεφτούμε ότι η αδυναμία αυτή των Ιουδαίων στο να πιστέψουν προέρχεται από τα σχέδια και τις βουλές του Θεού, ώστε να γίνεται για αυτούς μοιραία και επιβεβλημένη από την ανάγκη η απιστία τους. Η αδυναμία αυτή είναι ηθική, αδυναμία, όπως εκείνη στην οποία περιέρχεται ο συνηθισμένος να πράττει το κακό. Δες Ιερεμ. ιγ 23 («εἰ ἀλλάξεται Αἰθίοψ τὸ δέρμα αὐτοῦ καὶ πάρδαλις τὰ ποικίλματα αὐτῆς, καὶ ὑμεῖς δυνήσεσθε εὖ ποιῆσαι μεμαθηκότες τὰ κακά. =όσο είναι δυνατόν, να αλλάξει ο Αιθίοπας το μαύρο δέρμα του και η λεοπάρδαλη τα στίγματά της, άλλο τόσο και σεις θα μπορέσετε να πράξετε το καλό, διότι έχετε πλέον μάθει να πράττετε το κακό).

40 (1)τετύφλωκεν(2) αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν(3), ἵνα(4) μὴ ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς(5) καὶ νοήσωσι τῇ καρδίᾳ καὶ ἐπιστραφῶσι(6), καὶ ἰάσομαι(7) αὐτούς.
40 Ο Θεός τύφλωσε τα μάτια τους και σκότισε το νου τους, έτσι που να μη δούνε με τα μάτια τους, και με το νου τους να μην καταλάβουν, κι επιστρέψουν σ’ εμένα και τους γιατρέψω.
(1)  Η παράθεση από το Ησ. στ 10. Διαφέρει αξιοσημείωτα από τους Ο΄, εν μέρει επίσης και από το Εβραϊκό. Σύμφωνα με το Εβραϊκό κείμενο, υποκείμενο του ρήματος είναι ο Ησαΐας («Τύφλωσε… πώρωσε») που ενεργεί με εντολή του Θεού· ενώ σύμφωνα με τους Ο΄, η σκλήρυνση και πώρωση εξαγγέλλεται με ρήματα παθητικά ως γεγονός που βαρύνει τον Ισραήλ, («διότι έγινε παχιά η καρδιά…»). Εδώ μεταβάλλεται το ρήμα έτσι, ώστε υποκείμενό του να είναι ο Θεός. Η τρίτη μορφή είναι εσκεμμένη διόρθωση αυτής στους Ο΄, για να αποκατασταθεί το νόημα και να γίνει όπως στην πρώτη μορφή. Διότι σύμφωνα με το εβραϊκό κείμενο η σκλήρυνση και πώρωση συντελείται από τον Ησαΐα για εκτέλεση εντολής του Θεού και συνεπώς δίκαια αποδίδεται από τον Ιωάννη στον ίδιο το Θεό.
Το χωρίο αυτό αποδεικνύει, ότι ο ευαγγελιστής μολονότι ακολουθεί τη μετάφραση των Ο΄ γνώριζε και το Εβραϊκό πρωτότυπο και διόρθωνε αυτήν σύμφωνα με αυτό (g). Το χωρίο παρατίθεται και από τον Ματθαίο (ιγ 15,δες και τις εκεί ερμην. σημειώσεις) αυτολεξεί όπως στους Ο΄, και τις Πράξεις (κη 26) όπως στους Ο΄ πάλι. Πιθανώς θεωρήθηκε από τους χριστιανούς από την αρχή ως προφητεία της απόρριψης του Ιησού από τους Ιουδαίους (β). Δες και Μάρκ. δ 12 και Λουκ. η 10 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2)  Μεταχειρίζεται και ο ευαγγελιστής παρωχημένους χρόνους… με τους οποίους δηλώνεται συντελεσμένο γεγονός στις ημέρες του Ιησού, η πώρωση των Ιουδαίων και η απιστία τους σε αυτόν (κ). Ό,τι ο Θεός προείπε, θα πραγματοποιηθεί ασφαλώς και με κάθε ακρίβεια. Είναι τέτοια η γνώση του Θεού, ώστε δεν είναι δυνατόν ο Θεός να απατηθεί στις προβλέψεις του, και είναι τέτοια η αλήθειά του, ώστε δεν είναι δυνατόν να εξαπατήσει κάποιον με τις προφητείες του. Η Γραφή λοιπόν είναι αδύνατον να διαψευστεί ή οπωσδήποτε να χάσει το κύρος της.
(3)  Υπάρχουν και οι γραφές: επώρωσεν-επήρωσεν. Με την πρώτη φράση φανερώνει τη στέρηση του διανοητικού φωτός, της αίσθησης του αληθινού και του ωφέλιμου· με την δεύτερη (πωρώνω την καρδιά) την στέρηση της ηθικής ευαισθησίας, της διάκρισης του καλού (g). Το πεπώρωκεν τὴν καρδίαν είναι εξολοκλήρου παράλληλο με το τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς. Για αυτό εδώ το πεπώρωκεν τὴν καρδίαν δεν ερμηνεύεται ακριβώς με το σκλήρυνε την καρδιά, αλλά μάλλον με το σκότισε την καρδιά (β). Η τύφλωση και αναισθησία αυτή, της οποίας καρπός υπήρξε η απιστία, παρουσιάζεται εδώ ως ποινή θεία. Για αυτό υποκείμενο των δύο ρημάτων είναι ο Θεός.
Αλλά «ο Θεός έτσι τυφλώνει και σκληραίνει, απλώς και μόνο εγκαταλείποντας και αποσύροντας τη βοήθειά του» (Αυ).
«Διότι το τύφλωσε και πώρωσε λέγεται αντί για το παραχώρησε να τυφλωθούν και να πωρωθούν ως αθεράπευτοι· διότι κανέναν δεν παρασέρνει προς το μέρος του, επειδή ο καθένας είναι αυτεξούσιος» (Ζ).
«Όπως ακριβώς δηλαδή ο ήλιος δηλαδή βλάπτει την όραση των ασθενών, όχι λόγω της δικής του φύσης, έτσι γίνεται και με εκείνους που δεν προσέχουν τα λόγια του Θεού» (Χ).
«Έτσι λοιπόν πρέπει να εννοήσουμε» το «ο Θεός τύφλωσε», «ότι δηλαδή παραχώρησε να πάθουν αυτοί την τύφλωση από τον διάβολο, επειδή δεν ήταν αγαθοί στην πρόθεση. Με αυτόν τον τρόπο δηλαδή παραδίδει σε νου ανίκανο να διακρίνει το σωστό και σε πάθος, αυτούς που συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο» (Κ).
«Διότι όταν εγκαταλειφθούμε από το Θεό, παραδινόμαστε στο διάβολο· αλλά αφού παραδοθούμε στο διάβολο, πάσχουμε μύρια δεινά. [Αλλού όμως δείχνει] ότι εμείς αρχίζουμε την εγκατάλειψη και γινόμαστε αίτιοι της απώλειας· διότι ο Θεός όχι μόνο δεν θέλει να μας εγκαταλείψει ούτε να μας τιμωρήσει, αλλά και όταν μας τιμωρεί, το κάνει αυτό χωρίς να το θέλει» (Χ).
(4)  Εδώ έχουμε το λεγόμενο εκβατικό σχήμα, για το οποίο είπαμε παραπάνω. «Όχι δηλαδή επειδή είπε δεν πίστεψαν, αλλά επειδή δεν επρόκειτο να πιστέψουν, για αυτό είπε· αν όμως… ο ευαγγελιστής… λέει ότι η απιστία είναι από την προφητεία, το είπε αυτό θέλοντας να δείξει το αψευδές της εκπλήρωσης της προφητείας. Για αυτό λοιπόν προλέγουν οι προφήτες, έτσι ώστε αυτοί που έχουν εγρήγορση, να αποφύγουν τους διαβολικούς λάκκους» (αμ).
(5)  «Μάτια λέει τα νοερά· δηλαδή ερμηνευτικό του «να μην δουν με τα μάτια» είναι το «να μην καταλάβουν με την καρδιά»» (Ζ). «Κλείνοντας το μάτι της διάνοιας, δεν δέχονται την διδασκαλία που μπορεί να τους φωτίσει» (Κ).
(6)  Διαφορετικές γραφές: συνωσιν αντί για νοήσωσι, και στραφωσιν αντί επιστραφωσι.
(7)  Οριστική πτώση. Μπορεί και να εξαρτάται από το ἵνα μὴ , διότι υπάρχουν παρόμοια παραδείγματα στην Κ.Δ. (Α΄Κορ. ιγ 3 όπου αυθεντική γραφή είναι το «ίνα καυθήσομαι», Α΄Πέτρ. γ 1,Αποκ. κβ 14), αλλά και συχνότατα στην κλασσική ελληνική μαζί με το όπως. Μπορεί όμως και να μην εξαρτηθεί από το ἵνα, οπότε θα ερμηνεύσουμε: «για να μην επιστρέψουν, οπότε θα τους γιατρεύσω» (g). Υποκείμενο του ιάσομαι είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός (κ), εξ’ ονόματος του οποίου υποτίθεται ότι μιλά ο Ησαΐας (μ).

41 Ταῦτα(1) εἶπεν Ἡσαΐας ὅτε(2) εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ(3).
41 Αυτά τα είχε πει ο Ησαΐας για τον Ιησού· κι είχε μιλήσει έτσι γι’ αυτόν, όταν είδε τη δόξα του.
(1)  «Τα σχετικά με την τύφλωση και πώρωση και τα επόμενα» (Ζ).
(2)  Αυθεντική γραφή «ότι»=διότι πράγματι είδε την δόξα του και μίλησε για αυτόν τόσο χρόνο πριν (g), ή διότι η οπτασία ήταν τόσο εκθαμβωτική, αισθάνθηκε ο Ησαΐας πόσο οι άνθρωποι απέχουν από αυτήν (β).
(3)  Εάν πάρουμε το πρώτο «αὐτοῦ» ότι αναφέρεται στο Θεό, το δεύτερο «αὐτοῦ» παραμένει ακατανόητο, ενώ ευοδώνεται η έννοιά του εάν αναφέρουμε αυτό στο Χριστό. Και το πρώτο λοιπόν «αὐτοῦ» πρέπει να αναφερθεί στο Χριστό. «Δόξα του εννοεί την ένδοξη εκείνη οπτασία, όταν είδε τον Κύριο καθισμένο σε θρόνο υψηλό και τα άλλα τα σχετικά με αυτόν φοβερά και εξαίσια. Διότι τον υιό είδε τότε και αυτά είπε ύστερα και μίλησε για αυτόν» (Ζ).
«Είδε τη δόξα του Υιού, παρόλο που φαίνεται ο προφήτης ότι είδε την δόξα του Πατέρα. Εδώ όμως ο ευαγγελιστής λέει ότι ο Ησαΐας είδε τη δόξα του Υιού» (Θφ). Στο Ησαΐου κεφάλαιο στ, ο Ησαΐας είδε τον Αδωναΐ, ο οποίος ήταν το θείο Ον που ενανθρώπησε στον Ιησού (g). Ο προφήτης βλέπει τη φοβερή δόξα του αόρατου Θεού, αλλά ο ευαγγελιστής βεβαιώνοντας εδώ, ότι είδε την δόξα του Χριστού, ταυτίζει το Χριστό με τον Ιεχωβά (β). Το χωρίο λοιπόν αυτό θέτει έξω αμφισβήτησης, ότι ο Ιησούς Χριστός, ο Λόγος της Κ.Δ., ήταν ο βασιλιάς και Κύριος σαβαώθ της Π.Δ. (ο). Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν είναι ίσος κατά τη δύναμη και τη δόξα με τον Πατέρα και οι ιδιότητές του είναι άξιες ύμνων το ίδιο με αυτές του Πατέρα. Ο Ιησούς Χριστός είχε δόξα πριν την κτίση του κόσμου και ο Ησαΐας είδε αυτήν.

42 Ὅμως μέντοι(1) καὶ(2) ἐκ τῶν ἀρχόντων(3) πολλοὶ(4) ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους(5) οὐχ ὡμολόγουν(6), ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι γένωνται(7)·
42 Πολλοί ωστόσο κι από τους άρχοντες πίστεψαν σ’ αυτόν, αλλά δεν ομολογούσαν την πίστη τους εξαιτίας των Φαρισαίων, για να μην τους διώξουν από τη συναγωγή.
(1)  Όμως μέντοι=Αλλά όμως όχι λιγότερο (G).
(2)  Όχι απλώς από τον όχλο (b) αλλά και…
(3)  Δηλαδή αυτών που παρακάθονταν στο συνέδριο, οι οποίοι ήταν δύσκολο να πιστέψουν (β). Τέτοιοι ήταν ο Νικόδημος, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία και άλλοι από αυτήν την τάξη (ο).
(4)  Με σχετική έννοια, για σοβαρό αριθμό, που απέχει όμως πολύ από το να περιλαμβάνει την πλειοψηφία των αρχόντων (ο). Η αλήθεια του ευαγγελίου προκαλεί το ενδιαφέρον σε πολύ περισσότερες καρδιές από όσο εμείς μπορούμε να φανταστούμε. Πολλοί επιδοκιμάζουν εσωτερικά και με το βάθος των καρδιών τους το ευαγγέλιο, μολονότι δεν εκδηλώνουν και φανερότερα το ενδιαφέρον τους για αυτό. Ο Ηλίας νόμιζε άλλοτε, ότι είχε μείνει μόνος, αλλά ο Θεός του αποκάλυψε, ότι επτά ολόκληρες χιλιάδες μέσα στο Ισραήλ δεν είχαν κάμψει γόνατο στον Βάαλ, αλλά λάτρευαν τον αληθινό Θεό. Επίσης μερικοί είναι καλύτεροι από ό,τι φαίνονται σε εμάς. Είναι γνωστά τα σφάλματά τους, δεν είναι όμως γνωστή και η μετάνοιά τους. Η καλοσύνη και αγαθότητα ενός ανθρώπου μπορεί να καλύπτεται από κάποια ένοχη αλλά και άξια συγχώρεσης αδυναμία, για την οποία αυτός συναισθανόμενος αυτήν μετανοεί.
(5)  Αυτοί ήταν οι χειρότεροι και φοβεροί και σε αυτούς ακόμη τους άρχοντες (b).
(6)  Παρόλο που η διάνοιά τους, που πείστηκε από την πίστη, τους ωθούσε να τον ομολογήσουν (b), αυτοί δεν ομολογούσαν και με τη γλώσσα και δεν εκδήλωναν δημόσια αυτά, για τα οποία ήταν πεπεισμένοι και τα θεωρούσαν αληθινά (G).
(7)  Η ίδια φράση και στο θ 22. Το να απαγορευτεί, έστω και πρόσκαιρα, σε κάποιο μέλος του συνεδρίου η είσοδος στη συναγωγή, αποτελούσε σοβαρή υπόθεση (β).

43 ἠγάπησαν(1) γὰρ τὴν δόξαν(2) τῶν ἀνθρώπων(3) μᾶλλον(4) ἤπερ(5) τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ(3).
43 Προτίμησαν τον έπαινο των ανθρώπων παρά τον έπαινο του Θεού.
(1)  Το ευαγγέλιο ζητά και δημιουργεί στους ανθρώπους απάρνηση των ανθρωπίνων πραγμάτων (b).
(2)  Με την έννοια της τιμής (β). «Επειδή προτίμησαν την ντροπή των ανθρώπων από τη σχέση με το Θεό, θεώρησαν αφόρητη ζημιά το να ξεπέσουν από την τιμή από τους Φαρισαίους» (Κ).
(3)  Γενικές υποκειμενικές. Τη δόξα την οποία αποδίδουν οι άνθρωποι… ο Θεός.
(4)  «Δεν ήταν επομένως άρχοντες, αλλά δούλοι με την χειρότερη δουλεία» (Χ), «ήταν δούλοι της πρόσκαιρης δόξας» (Κ). Αυτό ήταν έμμεση ειδωλολατρία όμοια με τη λατρεία εκείνων, οι οποίοι «σεβάστηκαν και λάτρευσαν την κτίση παρά τον κτίστη» (Ρωμ. α 25). Η αγάπη της δόξας των ανθρώπων προδικάζει για τη δύναμη την οποία θα έχει σε εμάς ο παράγοντας της πίστης. Πολλοί ξεπέφτουν από την πίστη και τη δόξα, η οποία επιφυλάσσεται από το Θεό στους πιστούς, μόνο και μόνο διότι αγαπούν τη δόξα των ανθρώπων. Η ματαιοδοξία αυτή είναι δυνατόν να καταστήσει τον άνθρωπο υποκριτή, όταν η θρησκεία είναι της μόδας και άνθρωποι σοβαροί και επίσημοι, των οποίων επιδιώκουμε την εκτίμηση και εύνοια, λατρεύουν ειλικρινά αυτήν. Επίσης είναι δυνατόν να μεταβάλλει τον άνθρωπο σε αποστάτη, όταν η θρησκεία διώκεται και οι θρησκευόμενοι αντιμετωπίζουν περιφρόνηση και διωγμούς. Εάν σκεφτείς σοβαρότερα και βαθύτερα, θα πειστείς ότι δεν είναι δυνατόν να είσαι αρεστός σε όλους. Είσαι υποχρεωμένος και αναγκασμένος να διαφωνήσεις με την μερίδα των τέκνων του Θεού, εάν θέλεις να τύχεις της επιδοκιμασίας των υιών του αιώνος αυτού.
Όσοι προσπαθούν να αρέσουν σε όλους, δυσαρεστούν τους πάντες, ενώ μόνη οδός, με την οποία θα πετύχεις και την επιδοκιμασία των τιμιότερων και λογικότερων μεταξύ των ανθρώπων του κόσμου, είναι να αποδεικνύεις πάντοτε με τη συμπεριφορά σου και στην πράξη, ότι προτιμάς να σε δοξάσει ο Θεός. Προτιμάς τον έπαινο και τη δόξα των ανθρώπων. Σκέφτηκες ποτέ, ότι ζεις μέσα και σε κόσμο αόρατο και ότι πλήθος όντων αγνών, ουράνιων, αγγελικών είναι μάρτυρες της διαγωγής και των πράξεών σου; Εάν ντρέπεσαι τους ανθρώπους, γιατί δεν αισθάνεσαι μεγαλύτερη ντροπή μπροστά στα μάτια του παντεπόπτη Θεού και όλων εκείνων των αόρατων τώρα σε σένα δούλων του, οι οποίοι εκτελούν το θέλημά του; Φοβάσαι τις κρίσεις και επικρίσεις των ανθρώπων. Και δεν φοβάσαι την κατάκριση του φοβερού εκείνου βήματος του Χριστού, η οποία θα σε ντροπιάσει μπροστά σε όλο τον ουράνιο κόσμο, αλλά και σε όλους τους από την αρχή του ανθρωπίνου γένους όμοιούς σου που θα εμφανιστούν στο αδέκαστο εκείνο δικαστήριο;
(5)  Έχει ίσως η λέξη μεγαλύτερη έμφαση από το απλό ἤ· το μᾶλλον ἤπερ σημαίνει πολύ περισσότερο παρά (β). Υπάρχει και η γραφή: υπέρ.

Σύνοψις τῆς δημοσίας διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

44 Ἰησοῦς δὲ(1) ἔκραξε(2) καὶ εἶπεν· ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ(3) οὐ πιστεύει εἰς ἐμέ(4), ἀλλ' εἰς τὸν πέμψαντά με(5),
44 Ο Ιησούς φώναξε δυνατά και είπε: «Αυτός που πιστεύει σ’ εμένα, δεν πιστεύει μόνο σ’ εμένα, αλλά και σ’ εκείνον που μ’ έστειλε·
(1)  Γεννήθηκε ζήτημα, πότε και που είπε αυτά ο Κύριος αφού σύμφωνα με το σ. 36 «φεύγοντας κρύφτηκε από αυτούς». Απάντηση:
Ή, «κρύφτηκε μεν για λίγο καιρό ο Ιησούς» (Θφ) και «όταν υποχώρησε ο θυμός των Ιουδαίων, πάλι εμφανίστηκε και διδάσκει» (Ζ), το οποίο όμως δεν συμφωνεί με αυτό που σαφώς υποδηλώνεται, ότι ο Ιωάννης στο σ. 36 βάζει τέλος στη δημόσια δράση του Κυρίου.
Ή, είπε αυτά βγαίνοντας από το ναό, την ώρα που αναχωρούσε για να κρυφτεί από αυτούς (b), οπότε άρμοζε μάλλον να μπουν σε συνέχεια του σ. 36.
Ή, είπε αυτά σε ιδιωτική συζήτηση με τους μαθητές (Λούθηρος), αλλά με την εκδοχή αυτή δεν συμφωνεί η χρήση του «έκραξε».
Ή, πιθανότερη ερμηνεία, ο ευαγγελιστής παρέχει τώρα μία ανακεφαλαίωση και περίληψη των μαρτυριών του Ιησού για τον εαυτό του, στις οποίες οι Ιουδαίοι έπρεπε να πιστέψουν, αλλά τις οποίες απέρριψαν. Σύμφωνα με αυτά, οι αόριστοι έκραξε, είπε, υπενθυμίζουν όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες ο Ιησούς είχε διακηρύξει για τον εαυτό του τις βεβαιώσεις αυτές και πρέπει να ερμηνευτούν: Και όμως τους είχε φωνάξει πολλές φορές… τους είχε πει πολλές φορές (g).
(2)  Διακαώς επιθυμώντας τη σωτηρία των ανθρώπων (b), με φωνή ισχυρή διακήρυξε αυτά, ώστε να ακούσουν όλοι αυτήν την εξόχως σοβαρή προειδοποίηση (ο). Ή, κραύγασε σαν να εκφωνεί σοβαρό και κρίσιμο λόγο (μ). Το «έκραξε» υπαινίσσεται ελευθεροστομία και θάρρος. Ενώ οι Ιουδαίοι δεν είχαν το θάρρος να εκδηλώσουν την πίστη τους στη διδασκαλία του, ο Κύριος αντίθετα διακηρύττει αυτήν θαρραλέα και φανερά. Υπαινίσσεται ακόμη την σοβαρότητα, την οποία κρύβουν οι διακηρύξεις αυτές του Κυρίου με φωνή ισχυρή. Φώναξε ως ενδιαφερόμενος και επιθυμώντας να μεταδώσει στους ακροατές όχι μόνο το ευαγγέλιο του Θεού, αλλά και την ψυχή του. Τέλος υποδηλώνει την επιθυμία του, ώστε όλοι να ακούσουν τα λεγόμενα και διακηρυττόμενα. Ήταν η τελευταία στιγμή, κατά την οποία με το δικό του στόμα διακηρυττόταν το ευαγγέλιο και η αλήθεια για το πρόσωπό του.
(3)  Πιστεύειν εις… χαρακτηριστική σύνταξη του Ιωάννη (β). Αξιοσημείωτη ερμηνεία και η: «Δεν είπε αυτός που με πιστεύει» (Χ), «διότι είναι άλλο το να τον πιστεύει κάποιος και άλλο το να πιστεύει σε αυτόν· διότι το μεν πρώτο σημαίνει: το να πιστεύει τα λόγια του» (Ζ) «το οποίο θα μπορούσε να ειπωθεί και για ανθρώπους» (Χ)· «το δεύτερο όμως σημαίνει: να πιστεύει στη θεότητά του, το οποίο λέγεται για μόνο το Θεό» (Ζ). Η έννοια του όλου σ.: «Γιατί έχετε φόβο να πιστέψετε σε μένα; Μέσω εμού η πίστη διαβαίνει στο Θεό» (Χ)· «όχι μόνο διότι και οι δύο έχουν μία φύση και θεότητα, αλλά και διότι η τιμή στον απεσταλμένο μεταβαίνει σε αυτόν που τον έστειλε» (Ζ). Και με λίγες λέξεις: Η χριστιανική πίστη δεν είναι λατρεία του Ιησού, αλλά είναι πίστη στο Θεό και λατρεία του Θεού (χ).
(4)  «Όταν πιστεύετε σε μένα που από τη μία έγινα άνθρωπος όπως εσείς για χάρη σας, αλλά από την άλλη είμαι και Θεός για τον εαυτό μου και για τον Πατέρα από τον οποίο έχω την ύπαρξη, μη νομίσετε ότι προσφέρετε την πίστη σε άνθρωπο» (Κ).
«Πώς αλλιώς πρέπει να εννοήσουμε αυτό, αν όχι ότι φάνηκε ως άνθρωπος στους ανθρώπους, την ώρα που παρέμενε αόρατος ως Θεός;… Και λέγοντας ότι δεν πρέπει να νομίζει κάποιος, ότι δεν ήταν ανώτερος από αυτό που έβλεπαν για αυτόν, έδειξε την επιθυμία του να πιστεύεται ως ίσος στο χαρακτήρα και στη θέση με τον Πατέρα» (Αυ).
(5)  «Έχω μέσα στον εαυτό μου αυτόν που με γέννησε. Αφού επομένως εγώ είμαι ομοούσιος με αυτόν που με γέννησε, θα μεταβεί οπωσδήποτε η πίστη στον ίδιο τον Πατέρα» (Κ). Ότι αυτός που πιστεύει στον Υιό δέχεται τον Πατέρα, είναι λόγος που συναντιέται και στους συνοπτικούς (Ματθ. ι 40,Λουκ. θ 48) και συχνά η αλήθεια αυτή διακηρύσσεται με διάφορους τρόπους στον Ιωάννη (δες ε 19-20,στ 57,η 16,29,38,ι 30,38). Η διακήρυξη στον παρόντα στίχο βρίσκεται σε στενό σύνδεσμο με το σ. 41, όπου ο ευαγγελιστής είπε, ότι η δόξα του Ιεχωβά και η δόξα του Χριστού είναι η ίδια (ο).
Η πίστη στον Ιησού καταλήγει σε πίστη στον ίδιο το Θεό. Ο Πατέρας, ο οποίος έστειλε τον Ιησού στον κόσμο, είναι ο ύψιστος σκοπός μας και το τέλος του προορισμού μας και της πάνω στη γη πορείας μας. Η οδός μέσω της οποίας φθάνουμε με ασφάλεια στο τέλος αυτό, είναι ο Χριστός. Η διδασκαλία του Χριστού πιστεύεται και γίνεται δεκτή ως αλήθεια του Θεού. Η ανάπαυση και ειρήνη κάθε πιστής ψυχής βρίσκεται στο Θεό μέσω του Χριστού ως μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Διότι η υποταγή της ψυχής και η με εμπιστοσύνη παράδοσή της στο Χριστό αποβλέπει στο να παρουσιάσει αυτήν ο Χριστός ως μέγας αρχιερέας στο Θεό και Πατέρα.

45 καὶ ὁ θεωρῶν(1) ἐμὲ θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με(2).
45 κι αυτός που βλέπει εμένα, βλέπει και εκείνον που μ’ έστειλε.
(1)  «Το «βλέπει» εδώ εννοεί με το νου» (Χ). Διότι όλοι όσοι με τα αισθητά μάτια είδαν τον Ιησού, δεν είδαν και τον Πατέρα (β).
«Βλέπει βεβαίως κάποιος τη θεότητα του Χριστού, όχι στην ίδια της τη φύση· διότι η θεία φύση δεν βλέπεται και είναι εντελώς ακατανόητη… αλλά τη βλέπει από τα έργα και λόγια του που πρέπουν σε Θεό» (Ζ). Αυτός που βλέπει εμένα με την όραση εκείνη, την οποία συνοδεύει η πίστη (b).
«Σαν να έλεγε ακριβώς τα εξής: Αυτός που συνέλαβε με την όραση του νου την ουσία μου, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο» (Θφ).
Είναι αξιόλογη η παρακάτω διάκριση ανάμεσα στο πιστεύω και βλέπω: «Δύο πράγματα λέγονται για τον Σωτήρα. Πρώτο, από τη μία, αυτό που και πρώτα γίνεται. Διότι πρώτο είναι το να πιστεύει κάποιος σε αυτόν· δεύτερο, από την άλλη, αυτό που ακολουθεί ως δεύτερο· αυτό δηλαδή είναι ανώτερο και από το να πιστεύει, το οποίο ακριβώς είναι το να βλέπει τον Λόγο, και με το να βλέπει τον Λόγο να βλέπει τον Πατέρα. Στην μεν πίστη φθάνει και το πλήθος αυτών που έρχονται στη θεοσέβεια, στο να βλέπουν όμως τον Λόγο και μέσα από αυτόν να κατανοούν τον Πατέρα, δεν φθάνουν πλέον όλοι οι πιστοί, αλλά μόνοι οι καθαροί στην καρδιά» (Ω).
(2)  «Από εδώ φανερώνει το ομοούσιο» (Χ) και «ότι ταυτίζεται στα πάντα με το Θεό και Πατέρα λόγω της φυσικής ομοιότητας και της κατά κάποιο τρόπο ταύτισης της ουσίας» (Κ). Η έννοια του όλου σ.: «Αυτός που γνώρισε τη δική μου θεότητα, γνώρισε τη θεότητα του Πατέρα μου· διότι μία και η ίδια είναι η θεότητα σε εμάς· και εγώ είμαι εικόνα του Πατέρα απαράλλακτη» (Ζ). Βλέπει την μεγαλειότητα του Πατέρα να αστράφτει στον Υιό (G).

46 Ἐγὼ φῶς(1) εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα(2), ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ(3) μὴ μείνῃ(4).
46 Εγώ ήρθα στον κόσμο σαν το φως, έτσι ώστε όποιος πιστεύει σ’ εμένα να μη μείνει στο σκοτάδι.
(1)  «Φως νοερό, που διαλύει το νοερό σκοτάδι, και με τα έργα και λόγια που αρμόζουν στο Θεό, δείχνει τις ακτίνες της θεότητας στα υγιή μάτια» (Ζ). «Επειδή δηλαδή ο Πατέρας έτσι ονομάζεται παντού στην Παλαιά και την Καινή, χρησιμοποιεί και αυτό το όνομα· για αυτό και ο Παύλος τον αποκαλεί απαύγασμα (=ακτινοβολία), μαθαίνοντας αυτό από εδώ» (Χ). «Ομολογώντας όμως για τον εαυτό του ότι είναι φως, αποδεικνύει ότι είναι Θεός από τη φύση του. Διότι μόνο σε αυτόν που είναι από τη φύση του Θεός πρέπει αυτή η ονομασία» (Κ). Σε πολλά σημεία στον Ιωάννη ονομάζεται ο Χριστός φως του κόσμου. Δες α 4,5,9,γ 19,η 12,θ 5.
(2)  «Είπε κάπου στους μαθητές του: Εσείς είστε το φως του κόσμου… Δεν είπε όμως σε αυτούς, ότι έχετε έρθει φως στον κόσμο και ότι καθένας που πιστεύει σε εσάς να μη μείνει στο σκοτάδι. Πουθενά δεν συναντάμε κάτι τέτοιο. Όλοι οι άγιοι είναι φώτα, αλλά φωτιζόμενα από αυτόν με την πίστη. Και καθένας που θα χωριστεί από αυτόν, θα μένει στο σκοτάδι» (Αυ). Ποιος μπροστά σε τέτοιες διακηρύξεις μπορεί να υποστηρίξει ότι ο Κύριός μας είναι απλώς αποκαλυπτής φωτός, όπως οι προφήτες της Π.Δ.; (ο). Το «ἐλήλυθα» φανερώνει ότι είχε ο Κύριος ύπαρξη και ήταν φως προτού έλθει στον κόσμο, όπως ο ήλιος υπάρχει πριν την ανατολή του στο καθένα από τα δύο γήινα ημισφαίρια. Οι προφήτες και οι απόστολοι έγιναν και δημιουργήθηκαν φώτα στον κόσμο. Μόνο όμως για το Χριστό λέγεται, ότι ήλθε φως στον κόσμο, διότι υπήρχε και πριν στον άλλο κόσμο ένδοξο και απρόσιτο φως.
(3)  «Στο σκοτάδι της πλάνης, της αμαρτίας» (Ζ).
(4)  «Είναι ανάγκη ασφαλώς να εννοήσουμε ότι έως τότε βρίσκονταν στο σκοτάδι αυτοί που δεν είχαν ακόμη πιστέψει, εφόσον βεβαίως μόνο σε αυτούς που πίστεψαν σε αυτόν υπάρχει το ότι βρέθηκαν στο φως το δικό του» (Κ). Το «μείνῃ» προϋποθέτει, ότι όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους υπάρχουν στο σκοτάδι (ο). Πριν ακόμη έλθει ο Χριστός, οι άνθρωποι υπήρχαν χωρίς κάποια πραγματική άνεση ή χαρά ή ελπίδα. Δεν εξακολούθησαν όμως να παραμένουν στην κατάσταση αυτή. Φως ανέτειλε σε αυτούς.

47 Καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ(1) τῶν ρημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ(2), ἐγὼ οὐκρίνω αὐτόν(3)· οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον(4).
47 Όποιος ακούσει τα λόγια μου και δεν τα δεχτεί, αυτόν δεν θα τον κρίνω εγώ, γιατί δεν ήρθα για να καταδικάσω τον κόσμο, αλλά για να τον σώσω.
(1)  Συντασσόμενο με πτώση γενική είναι πιο έντονο από σύνταξη με αιτιατική. Δεν σημαίνει απλή φυσική ακρόαση αλλά υποδηλώνει και κατανόηση, τουλάχιστον μερική, της αξίας των ακουομένων (β).
(2)  Αυθεντική γραφή: και μη φυλάξη, η οποία συμφωνεί και με τα Ματθ. ζ 26,Μάρκ. ι 20.
(3)  «Στον παρόντα αιώνα» (Ζ), στον μελλοντικό όμως «να κατηγορεί τον εαυτό του ότι δίκαια τιμωρείται. Διότι δεν είμαι εγώ αίτιος για αυτό, εγώ που θέλω να σώσω αυτούς που πρόκειται να πέσουν σε καταδίκη και για αυτό ήλθα» (Κ), «αλλά ο ίδιος προκάλεσε την καταδίκη στον εαυτό του» (Θφ). Το χωρίο αυτό δεν αντιτίθεται στην αλήθεια της καταδίκης του κόσμου στη μέλλουσα κρίση από τον Κύριο ως Κριτή. Τονίζει απλώς, ότι το κύριο έργο του προς το παρόν είναι αυτό του Σωτήρα του κόσμου (ο), και η απόφαση, την οποία θα εκδώσει στη μέλλουσα κρίση, θα βασίζεται αποκλειστικά στη στάση, την οποία ο καθένας θα πάρει απέναντι στο λόγο του. Η ίδια ιδέα και στα γ 18,ε 28,η 15 (g).
(4)  Δες γ 17. Ο Κύριος δεν ήλθε για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να σώσει τον κόσμο. Από κάποια άποψη και σε κάποιο μέτρο ισχύει αυτό και για μας. Δεν ζούμε στον κόσμο αυτόν για να κρίνουμε τον κόσμο, αλλά για να γίνουμε όργανα του Σωτήρα, ώστε να σωθεί ο κόσμος από αυτόν. Δεν είμαστε εδώ για να νικήσουμε το κακό με βία και καταναγκασμό, αλλά για να εργαστούμε με πραότητα και μακροθυμία, ώστε με το αγαθό να νικήσουμε το κακό. Η αυστηρότητά μας εναντίον των αμαρτωλών πρέπει να συγκρατείται από την ανάμνηση των δικών μας αμαρτιών. Πόσο μας αρέσει να είμαστε βίαιοι επικριτές μάλλον παρά συμπαθείς και επιεικείς φροντιστές και επιμελητές των ελλείψεων και παρεκτροπών του πλησίον μας! Πόσο πλανιόμαστε δεχόμενοι ως κοινωνική και δημόσια δικαιοσύνη και ως ζήλο για να στιγματιστεί το κακό για διαφώτιση της κοινωνίας και ανόρθωση των ηθών της, τον ωμό εγωισμό μας και την φαρισαϊκή μας αυταρέσκεια και τύφλωση! Αλλά πρέπει λοιπόν να αφήνουμε ελεύθερο το κακό και να μην αντιτάσσουμε καμία αντίδραση και αντίσταση εναντίον του; Κάθε άλλο. Οφείλουμε να αντιστεκόμαστε και μάλιστα μέχρις αίματος αντιδρώντας εναντίον του. Μέχρι το δικό μας όμως αίμα, όχι μέχρι το αίμα των άλλων. Οφείλουμε να αντιστεκόμαστε βίαια στο κακό μέσα μας, αλλά εναντίον του κακού των άλλων τα χέρια μας και η γλώσσα πρέπει να κινούνται γεμάτα συμπάθεια και στοργή. Μιμήσου τον Κύριό σου και Σωτήρα σου. Ακολούθησε τα ίχνη του πιστά. Και γίνε και εσύ όχι κριτής, αλλά όργανο σωτηρία του κόσμου.

48 Ὁ ἀθετῶν(1) ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ρήματά μου(2), ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν(3)· ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ(4) αὐτὸν ἐν τῇἐσχάτῃ ἡμέρᾳ(5)·
48 Αυτός που με απορρίπτει και δε δέχεται τα λόγια μου, σ’ αυτά θα βρει εκείνον που θα τον δικάσει· ο λόγος που κήρυξα, αυτός θα τον κρίνει την έσχατη ημέρα.
(1)  Κατά λέξη σημαίνει μετακινώ κάτι από τη θέση του· παραμερίζω με περιφρόνηση σαν κάτι που δεν έχει αξία (ο). «Αυτός που δεν πείθεται σε μένα» (Ζ).
(2)  Η αθέτηση του Ιησού ταυτίζεται με την απόρριψη των λόγων του (g). Όσο οι Ιουδαίοι απέρριπταν τον ίδιο το Χριστό, τόσο και δεν δέχονταν τα λόγια του. Δες η 42-43 (b). Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει στο ευαγγέλιο του Χριστού, χωρίς να δίνει συγχρόνως πίστη και σε ό,τι αυτό διακηρύττει για τη θεία αποστολή και προσωπικότητα του Χριστού. Και πάλι κανείς δεν μπορεί να πιστεύει στο Μεσσιακό αξίωμα του Ιησού χωρίς να προσκολλάται σε ό,τι ζητά το ευαγγέλιό του (ο).
(3)  Έχει «ήδη» (b) «αυτόν που τον καταδικάζει, που τον ελέγχει» (Ζ). «Λέει ότι θα είναι αυτοκατάκριτοι αυτοί που τον παρακούνε και δεν αποδέχτηκαν την σωστική πίστη» (Κ). Ο σκοπός για τον οποίο ήλθε ο Κύριος στον κόσμο, δεν ήταν η κρίση και κατάκριση του κόσμου, αλλά η απολύτρωσή του. Εκείνος όμως ο οποίος άκουσε και απέρριψε το ευαγγέλιο δεν είναι στην ίδια θέση, στην οποία βρίσκεται αυτός που ποτέ δεν άκουσε το ευαγγέλιο. Το ευαγγελικό μήνυμα, το οποίο αυτός άκουσε, θα είναι ο κατήγορός του (τ). Δες την μακροθυμία και υπομονή του Κυρίου μας, που δείχνεται σε εκείνους, οι οποίοι περιφρονούν αυτόν σε αυτήν τη ζωή. Δεν είναι ο Κύριος γρήγορος και βιαστικός να χτυπήσει εκείνους οι οποίοι αρνούνται να δεχτούν την προσφερόμενη σε αυτούς χάρη, αλλά εξακολουθεί με καλή διάθεση να περιμένει αυτούς.
(4)  «Ο λόγος που σας κάλεσε σε σωτηρία» (Κ)· «τα λόγια, τα οποία είπα τώρα, θα πάρουν τη θέση κατηγόρου, που θα τον ελέγχουν και θα διακόπτουν κάθε απολογία» (Χ). Προσωποποιεί τον λόγο του και παρουσιάζει αυτόν κατά κάποιο τρόπο να κάθεται σε θρόνο και να κρίνει. Δεν είναι λόγος κενός, που μάταια ειπώθηκε. Είναι από τη μία λόγος «ικανός να εισδύει σε όλη την ύπαρξη του ανθρώπου, μέχρι που να ξεχωρίζει την ψυχή και τα πνευματικά χαρίσματα του ανθρώπου, τις αρθρώσεις και τους μυελούς• και έχει τη δύναμη να ερευνά και να κρίνει και τις πλέον αφανείς και κρυφές σκέψεις και έννοιες της καρδιάς» (Εβρ. δ 12)· και από την άλλη θα επαναληφθεί κατά την εσχάτη ημέρα από το στόμα του Σωτήρα και τότε Κριτή που αθετήθηκε (Stier).
(5)  «Επειδή ακριβώς ο παρών καιρός είναι καιρός σωτηρίας και όχι κρίσης, την ημέρα της κρίσης θα φέρει σε εσάς την τιμωρία της ανυπακοής» (Κ).

49 ὅτι(1) ἐγὼ(2) ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα(3), ἀλλ' ὁ πέμψας με πατὴρ αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε(4) τί εἴπω καὶ τί λαλήσω(5)·
49 Γιατί, εγώ δε δίδαξα από μόνος μου, αλλά ο Πατέρας που μ’ έστειλε, εκείνος μου όρισε τι να πω και τι να κηρύξω.
(1)  Αυτή είναι η αιτία για την οποία ο λόγος θα κρίνει τον άπιστο· διότι είναι ο λόγος του Πατέρα (b). «Μεταφέρει το λόγο στον προσκυνούμενο αναντίρρητα και ολοφάνερα, εννοώ βεβαίως τον Θεό και Πατέρα», «και τους καλεί κατά κάποιο τρόπο να θυμούνται… ότι αν δεν θελήσουν να πειστούν στα λόγια του, θα υποστούν οπωσδήποτε αναπόφευκτη τιμωρία και θα υπομείνουν όσα είπε ο Θεός» (Κ).
(2)  Το εγώ μπαίνει μπροστά με έμφαση, σε συνδυασμό μάλιστα με το ἐξ ἐμαυτοῦ αντιτίθεται έντονα στο «ο Πατέρας» στον οποίο αναφέρονται τα λόγια που είπε ο Ιησούς (ο).
(3)  Δες ζ 17. Όπως στο ε 30 είπε, ότι «δεν μπορώ εγώ από μόνος μου να κάνω τίποτα» έτσι και τώρα διακηρύττει για τα λόγια του, ότι είναι λόγια του Πατέρα του (β). «Όταν λέει λοιπόν «από τον εαυτό μου δεν μίλησα», και πάλι «όπως μου έχει πει ο Πατέρας, έτσι μιλώ»· και «ο λόγος που ακούτε, δεν είναι δικός μου αλλά αυτού που με έστειλε»· και αλλού «όπως με διέταξε ο Πατέρας, έτσι κάνω», χρησιμοποιεί αυτές τις εκφράσεις όχι επειδή δεν είναι αυτεξούσιος και ελεύθερος ούτε επειδή θέλει να επωφεληθεί το υποχωρητικό των εκφράσεων, αλλά για να δηλώσει ότι η θέλησή του είναι ενωμένη απολύτως με τη θέληση του Πατέρα» (Β). «Δεν λέει αυτό αφαιρώντας την εξουσία του, αλλά αναιρεί τη γνώμη ότι είναι ξένος και αντίθετος με τον Πατέρα. Παντού παρουσιάζει τον εαυτό του ενωμένο με αυτόν που τον γέννησε και ότι δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσά τους» (Χ).
(4)  Μπορούμε να το πάρουμε ότι αναφέρεται στην προαιώνια ύπαρξη του Λόγου.
«Ο μονογενής Υιός είναι ο Λόγος και η Σοφία του Πατέρα και σε αυτόν υπάρχουν όλες οι εντολές του Πατέρα. Διότι δεν υπήρξε ποτέ χρόνος, κατά τον οποίο ο Υιός δεν γνώριζε την εντολή του Πατέρα έτσι ώστε να αποκτήσει σε κάποιο χρόνο ό,τι δεν είχε πριν. Διότι ό,τι έλαβε από τον Πατέρα, έλαβε αυτό κατά τη γέννησή του από τον Πατέρα» (Αυ).
«Επειδή λοιπόν ο Χριστός είναι ο ζωντανός και ενυπόστατος Λόγος του Θεού και Πατέρα, αναγκαστικά διερμηνεύει αυτά που είναι μέσα στον Πατέρα, και το ότι βγάζει στο φως αυτό που φαίνεται να είναι σύμφωνο με το θέλημα αυτού που τον γέννησε, λέει ότι το έχει πάρει σαν δύναμη εντολής. Θα μπορούσε όμως κάποιος να δει ότι και σε εμάς τους ίδιους αυτό το πράγμα είναι αληθινό και δεν συμβαίνει αλλιώς. Διότι ο προφορικός λόγος, που διατυπώνεται προς τα έξω με την έναρθρη φωνή με σύνθεση λέξεων και λόγων, αποκαλύπτει όσα είναι μέσα στη διάνοιά μας, σαν κατά κάποιο τρόπο να τον διατάζει αυτή… διότι με το που κατάλαβε κάτι ο νους, το παρέδωσε στη φωνή· η φωνή λοιπόν βγαίνοντας έξω διερμηνεύει αυτά που είναι στο βάθος, αυτά που είναι στο νου, χωρίς να αλλάζει τίποτα από αυτά που έχει διαταχτεί. Τι το παράξενο λοιπόν… αν ο Υιός, όντας Λόγος του Θεού και Πατέρα, όχι όπως ο δικός μας λόγος (διότι τα σχετικά με το Θεό είναι ανώτερα από κάθε παράδειγμα) διερμηνεύει το θέλημα αυτού που τον γέννησε;» (Κ).
Πιο σύμφωνο όμως με τα συμφραζόμενα είναι να αναφέρουμε αυτά στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου. «Διότι τι είπε ο Θεός μέσω του Μωϋσή για το Χριστό; «Θα αναδείξω προφήτη σε αυτούς… και θα δώσω το λόγο μου στο στόμα του και θα πει σε αυτούς ό,τι τον διατάξω»… Επομένως, ο Κύριός μας Ιησούς… με αυτά που λέει, ότι έχει πάρει εντολή από αυτόν και ότι δεν μιλά από μόνος του, παρουσιάζει με σαφήνεια τον εαυτό του ότι είναι ο προφήτης, αυτός τον οποίο ο νόμος προανήγγειλε και τον οποίο η φωνή του Θεού και Πατέρα προκήρυξε πριν από πολλά χρόνια στο παρελθόν» (Κ).
«Επειδή λοιπόν ονομάστηκε προφήτης σύμφωνα με την δική μας εξομοίωση, αφού πήρε πάνω του την ονομασία του δούλου και τη μορφή της ομοιότητας με εμάς, αναγκαστικά ο νόμος τού έχει αποδώσει και όσα πρέπουν στον προφήτη, δηλαδή το να πληροφορείται κάτι από τον Πατέρα, και το να έχει πάρει εντολή τι να πει και τι να εκφράσει» (Κ).
Η ίδια ιδέα είναι και στα Ιω. ε 19,20,30, ζ 16, η 16,28,55 (F). Η εντολή για την οποία μιλά εδώ ο Ιησούς δεν είναι εντολή που μία και μοναδική φορά πήρε ο Υιός όταν επρόκειτο να σαρκωθεί. Η ιδέα αυτή δεν συμβιβάζεται με τα γ 34,ε 19-20,30, η 16. Ο Ιησούς παίρνει για κάθε περίπτωση την εντολή, την οποία πρέπει να εκτελέσει· ακούει πριν μιλήσει και ακούει διότι ακροάται (g). Ο Χριστός ως υιός του ανθρώπου δεν λέει ανθρώπινα κατασκευάσματα και επινοήσεις· ως υιός του Θεού πάλι δεν ενεργούσε ξεχωριστά και σε διάσταση με τον Πατέρα· ως μεσίτης τέλος ήλθε εκούσια στον κόσμο, αλλά όχι και αυθαίρετα και από δική του σκέψη, αλλά στάλθηκε από τον Πατέρα στον κόσμο.
(5)  Τα δύο ρήματα ή έχουν την ίδια σημασία και η χρήση και των δύο είναι ζήτημα ύφους (β) ή το πρώτο αναφέρεται στην ουσία και το περιεχόμενο των λόγων, ενώ το δεύτερο στη μορφή τους (g). Ο Κύριός μας ως άνθρωπος προτού μας διδάξει, έμαθε από όσα έπαθε την υπακοή, παρόλο που ήταν Υιός του Θεού. Ο Θεός και Κύριος διέταξε τον πρώτο Αδάμ και εκείνος με την ανυπακοή παρασύρθηκε στον όλεθρο. Έδωσε εντολή όμως και στον δεύτερο Αδάμ, τον Κύριο από τον ουρανό, και αυτός με την υπακοή του μας έσωσε.

50 καὶ οἶδα(1) ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ζωὴ αἰώνιός ἐστιν(2). Ἅ οὖν λαλῶ ἐγώ, καθὼς εἴρηκέ μοι ὁ πατήρ, οὕτω λαλῶ(3).
50 Και ξέρω πως ό,τι ορίζει εκείνος, οδηγεί στην αιώνια ζωή. Αυτά, λοιπόν, που κηρύττω εγώ, τα κηρύττω έτσι όπως μου τα έχει πει ο Πατέρας».
(1)  Δες ε 32,η 55. Τρόπος σοβαρής βεβαίωσης που χρησιμοποιείται από τον Κύριο σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία μιλά για τη μαρτυρία ή την εντολή του Θεού ή για τον ίδιο το Θεό (β).
(2)  «Επειδή προξενεί ζωή αιώνια και οδηγεί στη ζωή την αιώνια» (Ζ). Διότι η αιώνια ζωή στηρίζεται στην πειραματική γνώση του Πατέρα και του Υιού σύμφωνα με το Ιω. ιζ 3 (b). Δες και στ 68, όπου ο Πέτρος ομολογεί στον Ιησού: «έχεις λόγια αιώνιας ζωής». Και σύμφωνα με τους Συνοπτικούς (Μάρκ. ι 17-18) οι θείες εντολές τηρούμενες είναι αιώνια ζωή (β). Δεν είναι απλώς η εντολή μέσο για αιώνια σωτηρία, αλλά εμπερικλείει το σπέρμα και την αρχή της αιώνιας ζωής, και όταν κάποιος δεχτεί αυτήν με την πίστη στην ψυχή του, φέρνει σε αυτόν ως αποτέλεσμα την αιώνια ζωή (ο). Αυτός που περιφρονεί τα λόγια του Χριστού, περιφρονεί την αιώνια ζωή (b). «Είναι αναπολόγητοι λοιπόν όσοι δεν δέχονται αυτά που διατάχτηκα να πω, δηλαδή τα λόγια μου, τη διδασκαλία μου· και επιβουλεύονται τον ίδιο τον εαυτό τους διότι δεν δέχονται την αιώνια ζωή» (Ζ).
(3)  Αυτό είναι το μυστικό της απόλυτης αξίας των λόγων του Ιησού· δες η 28 και ιδ 31 (β). Διότι «τι άλλο σημαίνουν τα λόγια αυτά παρά ότι λέω την αλήθεια;» (Αυ). Και τα λόγια αυτά εφαρμόζονται ολοφάνερα στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου. Ο Αυγουστίνος εφαρμόζοντας αυτά στη θεία φύση του Λόγου παρατηρεί: «Ας μην πάρουμε το «όπως μου είπε» σαν ο Πατέρας να χρησιμοποιούσε λόγια μιλώντας προς τον Μονογενή ή σαν ο Λόγος του Θεού να χρειαζόταν λόγους από το Θεό. Ο Πατέρας μίλησε στον Υιό με τον ίδιο τρόπο που έδωσε και ζωή στον Υιό· όχι διότι ο Υιός δεν γνώριζε αυτό ή δεν είχε εκείνο, αλλά διότι ήταν ο Υιός». «Λέγοντας αυτό, δεν αναιρούσε την εξουσία του, αλλά δείχνει, ότι ο Υιός δεν έχει τίποτα ξένο με τον Πατέρα· σαν να έλεγε· δεν λέω τίποτα αντίθετο με τον Πατέρα, ούτε σαν να είναι δικό μου μόνο, αλλά κοινό» (αμ).

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 435-476 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

101. Στο κάθε τι και την κάθε στιγμή, να προσπαθής να αρέσης στον Θεό, έχοντας στον νού τη σωτηρία σου από την αμαρτία και το ότι σε υιοθέτησε ο Θεός. Όταν σηκώνεσαι από το κρεββάτι, κάνε τον Σταυρό σου και λέγε: «Εἰς το ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Και επίσης: «Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῆ ημέρᾳ ταύτη ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς. Δίδαξόν με του ποιεῖν τὸ θέλημά σου» ( Από τη δοξολογία). Όταν πλύνεσαι, λέγε: «Ραντιεῖς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. ν’ 9). Όταν φορής τα καθαρά σου εσώρρουχα, θυμήσου την καθαρότητα της καρδιάς και ζήτησέ την από τον Κύριο, λέγοντας: « Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεὸς» (Ψαλμ. ν’ 12). Όταν έφτιαξες καινούρια ενδυμασία και τη φορής, θυμήσου την πνευματική σου ανανέωση και λέγε: «Καὶ πνεῦμα εὐθές εγκαἰνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (Ψαλμ. ν΄12). Αν φορής μια ενδυμασία που πάλιωσε πλέον και δε σου αρέσει, θυμήσου με μεγαλύτερη αποστροφή τον «παλαιό» ἀνθρωπο, τον γεμάτο αμαρτίες και πάθη, τον σαρκικό άνθρωπο. Όταν τρώς το γλυκό ψωμί, αναλογίσου τον «Ἂρτον τὁν Ζῶντα», το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, που κοινωνείς στην εκκλησία «εἰς ἂφεσιν ἁμαρτιῶν καί ζωήν την αἰώνιον». Όταν πίνης νερό ή κάποιο άλλο ποτό, σκέψου το θείο νέκταρ, το Τίμιο Αίμα του Σωτήρος, που ξεδιψά την ψυχή στον αιώνα. Όταν κάθεσαι να ξεκουρασθής, συλλογίσου την αιωνία ανάπαυσι, που περιμένει όσους αγωνίσθηκαν ακοίμητα και καταπονήθηκαν στον στίβο των αρετών. Όταν πέφτεις στο κρεββάτι για ύπνο, θυμήσου τον ύπνο του θανάτου, που θα έλθη, αργά ή γρήγορα, για όλους μας, ιδιαίτερα δε το σκοτάδι που περιμένει όσους δεν μετανοούν για τις αμαρτίες τους. Όταν αντικρύζης το φώς της αυγής, τη νέα ημέρα, θυμήσου την ανέσπερο και λαμπρά ημέρα της βασιλείας του Χριστού, που θα την απολαμβἀνουν αιώνια όσοι αγωνίσθηκαν να είναι θεάρεστοι ή μετενόησαν ειλικρινά για τις αμαρτίες τους. Όταν πηγαίνεις κάπου, σκέψου τον ίσιο δρόμο της εν Χριστώ ζωής και λέγε στον Θεό: «Τὰ διαβήματά μου κατεύθυνον κατὰ τὸ λόγιόν σου και μὴ κατακυριευσάτω μου πάσα ἀνομία» (Ψαλμ. ριη΄133). Όταν φτιάχνης κάτι, φτιάχνε το με τη σκέψι στον Θεό, που δημιούργησε το πάν με την άπειρο σοφία, χάρι και δύναμί του, καθώς έφτιαξε και σένα, «κατ΄εἰκόνα καὶ ὁμοίωσίν» του. Όταν αποκτάς κάτι υλικά πολύτιμο, συλλογίσου ότι ο ακένωτος Θησαυρός μας, από όπου παίρνουμε όλους τους θησαυρούς της ψυχής και η ανεξάντλητος Πηγή κάθε χαρίσματος είναι ο Θεός. Ευχαρίστησέ τον με όλη σου την ψυχή. Και έχοντας αυτόν τον Θησαυρό μέσα σου, σκόρπιζε στους φτωχούς τα υλικά αγαθά, φανερώνοντας έτσι ότι αγαπάς τον Θεό και τους αδελφούς σου. Όταν βλέπης τη λάμψι του ασημιού, μην εντυπωσιασθής απ’ αυτό, αλλά σκέψου ότι η ψυχή σου πρέπει να λάμπη από τις αρετές του Χριστού. Όταν το χρυσάφι σε θαμπώνη, θυμήσου ότι η ψυχή σου πρέπει να γίνη αγνή και καθαρή σαν το χρυσάφι, περνώντας μες από τη φωτιά των δοκιμασιών και των θλίψεων, ότι ο Κύριος θέλει να σε κάμη φωτεινότερο και από τον ήλιο στη βασιλεία του Πατρός του. Εκεί θα λάμπης από το φώς του Ήλιου της Δικαιοσύνης, του Θεού. Θα λάμπης σαν χρυσάφι πεντακάθαρο ανάμεσα στην Παναγία, τις Ασώματες Δυνάμεις και τους Αγίους, που λάμπουν από το ίδιο φώς.
138. Όταν προσεύχεσαι στον Κύριο, τη Θεοτόκο ή τους Αγίους, να θυμάσαι πάντοτε ότι ο Θεός θα σου απαντήσει ανάλογα με τη διάθεσι της καρδιάς σου. «Δώῃ σοι Κύριος κατά τὴν καρδίαν σου» ( Ψαλμ. ιθ’ 5). Ανάλογο με την καρδιά θα είναι και το δώρημα. Προσεύχεσαι με πίστι, άδολα, ολόψυχα; Το δώρημα που θα λάβης θα είναι σύμφωνο με την πίστι σου, θα αντιστοιχή στη θερμότητα της καρδιάς σου. Και, αντίθετα. Όσο πιο πολύ είναι η καρδιά σου ψυχρή, όσο πιο αδύνατα πιστεύεις, τόσο λιγότερο αποδοτική θα αποδειχθή η προσευχή σου. Και, επί πλέον, θα λυπήσης τον Κύριο, που είναι Πνεύμα και απαιτεί να τον λατρεύουμε «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία» (Ἰω. δ’ 23, 24). Όταν λοιπόν επικαλήσαι τον ίδιο τον Κύριο ή την Παναγία Μητέρα του ή τους Αγίους, να τους επικαλήσαι με όλη σου την καρδιά. Όταν προσεύχεσαι για διάφορα προσφιλή σου πρόσωπα, (ζώντας ή κεκοιμημένους), να προφέρης τα ονόματά τους με ολοκάρδιο θέρμη. Σε όλες τις περιπτώσεις αιτημάτων, που κάνεις, ας βγαίνει η προσευχή σου μες από τα βάθη της καρδιάς. Μ’ αυτή την προυπόθεσι, «ὅ ἐάν θέλητε, αἰτήσασθε και γενήσεται ὑμίν» ( Ἰω. ιε’ 7). Μ’ αυτή την προυπόθεσι, «εὔχεσθε ὑπέρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε» (Ἰακ. ε’ 16).
153. Δύο μικρά παιδιά, ο Παύλος και η Όλγα, χάρις στο άπειρο έλεος του Κυρίου που ανταποκρίθηκε στις προσευχές της αναξιότητάς μου, έγιναν καλά από την αρρώστια τους. Στην περίπτωαη του Παύλου, η αρρώστια έφυγε μες από ένα ήσυχο ύπνο. Και το προσωπάκι της Όλγας φωτίστηκε από τη μία στιγμή στην άλλη με τη χαρά της υγείας. Εννέα φορές πήγα να προσευχηθώ με πίστι, ελπίζοντας ότι την πίστι μου δε θα την απεδοκίμαζε ο Κύριος. Αρκεί να κρούει κανείς και η πόρτα θα του ανοιχθή. Μπορεί εγώ να ήμουν ανάξιος, αλλά ο Κύριος χάρις στο άπειρό του έλεος θα με άκουε. Ο άδικος κριτής λύγισε τέλος στις επίμονες παρακλήσεις της γυναικός που τον ενωχλούσε με το αίτημά της. Πολύ περισσότερο ο δίκαιος Κριτής δεν θα έμενε ασυγκίνητος στην προσευχή μου για τα αθώα εκείνα παιδάκια. Δεν θα παρέβλεπε τα λόγια μου, τις γονυκλισίες μου, την πεποίθησί μου στο έλεός του. Και, πράγματι, δεν με απεδοκίμασε, εμένα τον αμαρτωλό ικέτη. Πήγα για δέκατη φορά στο σπίτι τους και τα παιδιά ήταν καλά. Ευχαρίστησα από τα βάθη της καρδιάς μου τον Κύριο και τη Γρηγορούσα Μητέρα του.
357. Όταν προσεύχεσαι, να προσεύχεσαι πιο πολύ για τους άλλους παρά για τον εαυτό σου. Κατά τη διάρκεια της προσευχής σου, μην ξεχνάς ότι όλοι οι άνθρωποι αποτελούν ένα σώμα μαζί σου και ότι «ἐσμὲν ἀλλήλων μέλη» ( Ἐφεσ. δ’ 25). Να προσεύχεσαι για όλους όπως θα προσευχόσουν για σένα τον ίδιο, με την ίδια ζέσι, με το ίδιο ενδιαφέρον. Να θεωρείς τις αδυναμίες τους και τις ασθένειές τους σαν δικές σου. Την πνευματική τους άγνοια, τα αμαρτήματά τους και τα πάθη τους σαν δικά σου. Τους πειρασμούς, τα δεινά και τα βάσανά τους σαν δικά σου. Τέτοια προσευχή είναι πολύ ευπρόσδεκτος από τον Κύριο, «παρ’ ὧ οὐκ ἔστι προσωποληψία» (Ρωμ. β’ 11), «οὐκ ἔνι παραλλαγή» (Ιακ. α’ 17). Γιατί η αγάπη του αγκαλιάζει όλα τα πλάσματά του.
( Η εν Χριστω ζωή μου.Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 2016,)

Εκεί στην άλλη ζωή, δεν συμβαίνει όπως εδώ, όπου άλλοι μεν με χρήματα, άλλοι με τρόφιμα και άλλοι με παρηγορητικά λόγια μάς παρηγορούν, αλλά όλα είναι ασυγχώρητα.
Ακόμη και αν είναι ο Νώε ή ο Ιώβ ή ο Δανιήλ και βλέπουν τους οικείους τους να τιμωρούνται, δεν τολμούν να συμπαρασταθούν και να απλώσουν χέρι βοηθείας. Διότι συμβαίνει τότε να μην ισχύει η εκ φύσεως συμπάθεια. Διότι βρίσκονται δίκαιοι πατέρες αμαρτωλών παιδιών και αγαθά παιδιά πονηρών γονέων (διότι τα κακά δεν εξαρτώνται από την εκ φύσεως συγγένεια, αλλά από τη διάθεσή μας), ώστε η ευφροσύνη σε αυτούς να είναι καθαρή και να μην θλίβονται αυτοί που απολαμβάνουν τα αγαθά εκείνα, εξαιτίας της αναγκαστικής συμπάθειας, και θα συμβεί να σβήσει τότε αυτή η συμπάθεια και να αγανακτούν μαζί με τον Δεσπότη εναντίον των σπλάχνων τους.
Διότι αν ακόμα και τώρα μερικοί, όταν δουν τα παιδιά τους να είναι φαύλα, τα αποκηρύσσουν και τα αποκόπτουν από τους δεσμούς της συγγένειας, πόσο μάλλον θα γίνει τούτο στην μέλλουσα κρίση. Λοιπόν κανείς ας μην ελπίζει να απολαύσει κάτι καλό, εάν ο ίδιος δεν έχει πράξει αγαθά, και ας έχει μύριους προγόνους δίκαιους.

(Ιωάννου Χρυσοστόμου, Περί τελείας αγάπης, ΕΠΕ τόμος 31, σελ. 355)

μβ’ . Ιστόρησε δε ο Αββάς Δανιήλ γι’ αυτόν, ότι ποτέ δεν ήθελε να μιλά για κάποιο θέμα της Αγίας Γραφής, αν και μπορούσε να μιλήση αν ήθελε. Αλλά και επιστολή εύκολα δεν έγραφε. Όταν δε ερχόταν, κατά διαστήματα, στην εκκλησία, πίσω από μια κολόνα καθόταν, ώστε κανείς να μη δη το πρόσωπό του, ούτε ο ίδιος άλλον να προσέξη. Και ήταν η θωριά του αγγελική, όπως του Ιακώβ. Με ολόλευκα μαλλιά και γενειάδα, με ομορφοκαμωμένο σώμα. Λιπόσαρκος ήταν. Και η γενειάδα του ήταν μακριά, φθάνοντας έως την κοιλιά του. Και τα τσίνορά του έπεσαν από το πολύ κλάμμα. Ήταν δε ψηλός, άλλα κυρτώθηκε από τα γεράματα. Έφθασε τα ενενηνταπέντε χρόνια. Έζησε στο παλάτι του αυτοκράτορος μακαριστού Θεοδοσίου του μεγάλου σαράντα χρόνια και διετέλεσε πνευματικός πατέρας των μακαριστών Αρκαδίου και Ονωρίου. Και στη Σκήτη πέρασε σαράντα χρόνια. Και δέκα στην Τρώη της άνω Βαβυλώνος, απέναντι στη Μέμφη. Και τρία χρόνια στην Κάνωπο της Αλεξανδρείας. Και τα άλλα δυό χρόνια, τα έκαμε πάλι στη Τρώη, όπου και κοιμήθηκε. Διάνυσε με ειρήνη και φόβο Θεού τον δρόμο της ζωής του. Γιατί ήταν άνδρας αγαθός και γεμάτος από Πνεύμα Άγιο και πίστη. Άφησε δε στον Αββά Δανιήλ τον πέτσινο χιτώνα του και τρίχινο, λευκό καμάσι και σαντάλια καμωμένα από φλοιό χουρμά. Και εκείνος προσθέτει, ότι, αν και ανάξιος, τα φόρεσε, για να απολαύση ευλογία.
μγ’. Διηγήθηκε πάλι ο Αββάς Δανιήλ για τον Αββά Αρσένιο : « Κάποτε κάλεσε τους πατέρες μου, τους Αββάδες Αλέξανδρο και Ζώϊλο. Και ταπεινώνοντας τον εαυτό του, τους είπε : Επειδή οι δαίμονες με πολεμούν και δεν ξέρω αν με κλέψουν στον ύπνο, σας παρακαλώ, αυτή τη νύχτα, να κοπιάσετε μαζί μου και να με φυλάξετε μη νυστάξω κατά την αγρυπνία. Και κάθισε ο ένας από δεξιά του και ο άλλος απ’ αριστερά του, αποβραδίς, σιωπώντας. Και είπαν οι πατέρες μου : Εμείς κοιμηθήκαμε και σηκωθήκαμε και δεν τον καταλάβαμε να νυστάζη. Και κατά το πρωΐ, ο Θεός ξέρει αν το έκαμε επίτηδες για να καταλάβουμε ότι νύσταξε ή πράγματι η φύση του ύπνου ήλθε, έβγαλε τρεις αναπνοές και ευθύς σηκώθηκε, λέγοντας : Νύσταξα, ναι. Και αποκριθήκαμε εμείς λέγοντας : Δεν ξέρουμε ».
μδ’ . Πήγαν κάποτε μερικοί γέροντες να βρουν τον Αββά Αρσένιο και πολύ παρακάλεσαν να μιλήσουν μαζί του. Και εκείνος τους άνοιξε την πόρτα. Και του ζήτησαν να τους πη κάτι για όσους ησυχάζουν και δεν συναντιώνται με κανέναν. Τους λέγει λοιπόν ο γέρων : « Όταν το κοράσι βρίσκεται στο πατρικό του σπίτι, πολλοί θέλουν να το μνηστευθούν. Όταν όμως πανδρευθή, δεν αρέσει σε όλους. Άλλοι το εξουθενώνουν, άλλοι το παινεύουν. Πάντως δεν έχει την τιμή οπού είχε πρώτα, όταν ήταν κρυμμένο. Το ίδιο συμβαίνει και με τα της ψυχής. Όταν γίνουν κοινή θέα, δεν μπορούν όλους να τους εποικοδομήσουν ».

Του Αββά Αγάθωνος

α'. Είπε ο Αββάς Πέτρος, όπου συνδεόταν με τον Αββά Λώτ : « Στο κελλί του Αββά Αγάθωνος ήμουν κάποτε και ήλθε σ’ αυτόν ένας αδελφός, λέγοντας : θέλω να κατοικήσω μαζί με αδελφούς. Πες μου, πώς μαζί τους θα κατοικήσω ; Του λέγει ο γέρων: ‘Όπως την πρώτη μέρα, οπού μπαίνεις στο Κοινόβιο τους, έτσι φύλαξε την ξενιτεία σου όλες τις μέρες της ζωής σου, ώστε να μη πάρη θάρρος το στόμα σου μαζί τους. Του λέγει ο Αββάς Μακάριος : Τι κακό κάνει η ελευθεροστομία ; Του αποκρίνεται ο γέρων : Μοιάζει η ελευθεροστομία με μεγάλο καύσωνα, όπου, όταν συμβή, όλοι φεύγουν από μπροστά του και τους καρπούς των δένδρων χαλά. Του λέγει ο Αββάς Μακάριος : Τόσο φοβερό πράγμα είναι η ελευθεροστομία ; Και είπε ο Αββάς Αγάθων : Δεν υπάρχει άλλο πάθος χειρότερο από την ελευθεροστομία. Γιατί αυτή γεννοβολά όλα τα πάθη. Και πρέπει ο αγωνιστής μοναχός να μη αφήνη λυτή τη γλώσσα του, έστω και αν είναι μόνος στο κελλί. Ξέρω έναν αδελφό, όπου έμενε για καιρό στο κελλί και έχοντας ένα κλινάρι, είπε : ‘Έφυγα από το κελλί, μη έχοντας γνωρίσει αυτό το κλινάρι, παρά μόνο όταν κάποιος άλλος μου το είπε. Ο τέτοιος φιλότιμος μοναχός είναι και πολεμιστής ».
β΄. Είπε ο Αββάς Αγάθων : « Πρέπει ο μοναχός να μη αφήση τη συνείδησή του να τον κατηγορήση για οποιοδήποτε πράγμα ».
γ΄. Είπε πάλι : « Χωρίς να τηρή τις θείες εντολές, σε καμμιά αρετή δεν σημειώνει τινάς πρόοδο ».
δ’. Είπε ξανά : « Ποτέ δεν έπεσα να κοιμηθώ, έχοντας κάτι εναντίον κάποιου. Άλλα και δεν άφησα κανέναν να κοιμηθή, όσο μπορούσα, αν είχε τίποτε εναντίον μου ».

(Είπε Γέρων, σελ.30-33)

Θλίψεις. 

Σ’ ευχαριστώ που μου αποκάλυψες τη θλίψη της πληγωμένης καρδιάς σου. Ένα δυνατό, ακτινοβόλο φως με τυλίγει, κάθε φορά που μοιράζομαι με άλλους τη θλίψη τους…
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Χριστός μας λέει: « Καταδέχθηκα τον Σταυρό για τη σωτηρία των ανθρώπων. Και όποιον διαλέγω και θέλω να τραβήξω κοντά Μου,
σ’ εκείνον πρώτα-πρώτα στέλνω θλίψεις, και μάλιστα τη μία πίσω από την άλλη. Εκείνου τη καρδιά τρυπάω πρώτα με βέλη βουτηγμένα στο πικρό δηλητήριο του πόνου. Αυτό κάνω. Και το κάνω για να πεθάνει. Να πεθάνει για τον κόσμο, να νεκρωθεί απέναντι στην ακαταμάχητη γοητεία, τη γλυκειά έλξη που ασκούν οι εφήμερες απολαύσεις και η κοσμική δύναμη. Η μάστιγα των θλίψεων είναι η σημαία της αγάπης Μου. Μ’ αυτό τον τρόπο πλήγωσα την καρδιά του δούλου μου Δαυίδ. Και όταν η θύελλα των συμφορών τον χώρισε από τον κόσμο, τότε μόνο ο νους του γέμισε με συνταρακτικούς σωτήριους λογισμούς. Μια απροσδόκητη, ευλογημένη μεταστροφή συντελέσθηκε ,μέσα του, και πλημμύρισε ολόκληρη την ύπαρξη του..¨»
II.
Μέσα σε μια ορθόδοξη καρδιά, η λύπη και το πένθος για τους νεκρούς σύντομα διαλύεται και εξατμίζεται κάτω από το φώς της αληθινής σοφίας. Έτσι, ύστερ’ από λίγο, τη θέση του πόνου παίρνει μια καινούργια γνώση, όπου κυριαρχεί η πίστη και η ελπίδα. Αυτή η γνώση όχι μόνο ξεπλένει την ψυχή από κάθε ίχνος λύπης, αλλά τη γεμίζει χαρά και ευφροσύνη.
Η πίστη δίνει στο νου φτερά και τον ελευθερώνει. Αυτή η ελευθερία εκδηλώνεται και αποδεικνύεται με μιαν ήρεμη σταθερότητα στη ζωή του ανθρώπου, μια σταθερότητα που δεν διασαλεύεται απ’ οποιεσδήποτε περιστάσεις, θετικές ή αρνητικές. Το όργανο που κόβει τις αλυσίδες και μας ελευθερώνει, είναι ο εξαγνισμένος, ο «κεκαθαρμένος» νους. Ο νους που είναι σε θέση να διακρίνει και αν εξιχνιάζει το αληθινό, το κρυφό, τις μυστικές αιτίες και τους σκοπούς κάθε γεγονότος κάθε συγκυρίας. Και η κάθαρση του νου γίνεται κατορθωτή με τον αδιάκοπο έλεγχο των λογισμών, με την ανάγνωση των θείων Γραφών, με τη μελέτη των βιβλίων των θεοφόρων Πατέρων και με την εκκοπή των σωματικών ηδονών και απολαύσεων.
Ολ’ αυτά όμως δεν θα καταλήξουν σε κάποιο θετικό αποτέλεσμα, αν δεν καλύπτονται πάντοτε από το πέπλο της ζωντανής και αδιάλειπτης προσευχής, που παρέχει την προστασία και ενίσχυση του Θεού.
Αποτυχίες
Τα θεάρεστα σχέδια σου ναυάγησαν για λόγους εντελώς ανεξάρτητους από τη θέληση σου.
Στις δύσκολες μέρες που σε περιμένουν τώρα, μην ξεχάσεις τούτο: ο Θεός γνωρίζει πολύ καλά πόσο σταθερή ήταν η απόφαση σου και πόσο σφοδρός ο ζήλος σου. Και ασφαλώς θ΄αξιολογήσει την προαίρεση σου όπως ακριβώς θ’ αξιολογούσε ένα εκπληρωμένο γεγονός. Έτσι, θα συμβεί, αν βέβαια το ταπεινό σου φρόνημα παραμείνει ακέραιο, και δεν μαραθεί μέσα στην ανεμοθύελλα της αναποδιάς που σε βρήκε. Αν καλλιεργήσεις μέσα σου προσεκτικά ταπεινό φρόνημα, αυτό και μόνο θα σε γεμίσει παρηγοριά και ειρήνη. Και πρόσεξε μην τυχόν κυριευθείς από ολιγοπιστία. Να θυμάσαι πως ακόμα και αυτοί οι μεγάλοι διάκονοι του Θεού, οι προφήτες, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για κείνους που δεν είχαν πίστη. Τι λέω; Ο ίδιος ο Κύριος, «ἐλθών εἰς τήν πατρίδα Αὐτοῦ» δεν έγινε δεκτός από τους συμπατριώτες του Ναζαρηνούς, που απίστησαν «καί ἐσκανδαλίζοντο ἐν Αὐτῷ». Για αυτό «καί οὐκ ἐποίησεν ἐκεῖ δυνάμεις πολλάς διά τήν ἀπιστίαν αὐτῶν ν» (Ματθ. : 13,54-58)
Φτώχεια
I.
Δέξου όλες τις κακουχίες χωρίς μεμψιμοιρία και γογγυσμό. Να είσαι σίγουρος ότι αυτές είναι το χρέος σου, χρέος που οφείλεις να εξοφλήσεις. Εσύ, ό ίδιος λές πως όσο ήσουν νέος, πλούσιος και υγιής, η καρδιά σου ήταν αναίσθητη, πωρωμένη, και το κεφάλι σου κούφιο. Από τότε που γέρασες, αρρώστησες και έχασες τα πλούτη σου, έγινες πιο καλός, πιο συνετός, ενώ έχεις αρκετούς λόγους να είσαι χαρούμενος και κανένα λόγο να είσαι απελπισμένος.
Δες λοιπόν τώρα που η φτώχεια σου δεν είναι μόνο εξωτερική. Δες που έγινες επιπλέον και «πτωχός τω πνεύματι». Και ο Κύριος μας κανένα δεν αγαπά τόσο, όσο τον ολοκληρωτικά φτωχό.
II.
Η ανεξήγητη αλλά και ανεξέλεγκτη μελαγχολία που σε πιέζει, σε καταδυναστεύει και σου αφαιρεί κάθε ικμάδα χαράς, ίσως είναι μια δοκιμασία, ένα «τεστ», με το οποίο ο Θεός θέλει να εξιχνιάσει πόσο σταθερή είναι η απόφαση σου για τη μοναχική αφιέρωση και πόσο γνήσια και καθαρή η αγάπη σου σ’ Εκείνον.
Ξέρεις, δεν είναι μόνο η πνευματική ευεξία που φανερώνει την αγάπη και την αφοσίωση μας στο Θεό. Αυτή η αγάπη, αποδεικνύεται πολύ πιο ξεκάθαρα, πιο πειστικά, πιο αναμφισβήτητα, με τη σταθερή επιμονή στον πνευματικό αγώνα, όταν διανύουμε μακροχρόνια διαστήματα ακηδίας, τότε που δε νιώθουμε και δε βλέπουμε γύρω μας τίποτε άλλο εκτός από σκοτάδι, αγωνία, λύπη και ψυχικό άλγος.
Στέρηση
Λυπήθηκες για όσα έχασες. Καλά ως εδώ. Ο απόστολος Παύλος δεν μας απαγορεύει να λυπόμαστε «κατά Θεόν» (Β’ Κορ. 7:9). Από την άλλη μεριά όμως εύχεται, και μας προτρέπει, να παίρνουμε δύναμη και κουράγιο από τον Κύριο: «Το, λοιπόν, αδελφοί μου ενδυναμούσθε εν Κυρίω και εν τω κράτη της ισχύος αυτού». (Εφες.6:10).
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ.51-55 )

ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ.Ο θεολόγος της παραδόσεως.
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ο δεύτερος χριστιανικός αιώνας ανοίγει με τη μεγάλη αποστολική και πατερική μορφή του Ιγνατίου και κλείνει με το μεγάλο θεολόγο της Παραδόσεως Ειρηναίο. Και οι δύο αυτοί Πατέρες και Διδάσκαλοι αποτελούν τους γνησιότερους και σημαντικότερους θεολογικούς σταθμούς στην πορεία της Παραδόσεως τον δύο πρώτων μεταποστολικών αιώνων. Η σχέση μεταξύ τον δύο ανδρών είναι βαθειά. Ο Ειρηναίος κατανοείται σαν συνέχεια κι επέκταση του Ιγνατίου. Τη θεολογία του ο Ειρηναίος ασκεί με τις θεολογικές προϋποθέσεις της Ανατολής και την εμπειρία της Δύσεως. Φέρνει την παράδοση της μικρασιατικής Ανατολής και γνωρίζει τα προβλήματα της Δύσεως.
Νέο κλίμα. Η παρουσία του Ειρηναίου στο χώρο της Εκκλησίας και της θεολογίας στο τέλος του Β' αι. σημαίνει τη δημιουργία νέου κλίματος: τη στέρεη επανασύνδεση της θεολογικής σκέψεως με την αποστολική και ιγνατιανή Παράδοση και τη γνήσια προέκτασή της, ώστε να καταστή επαρκής προς αντιμετώπιση τον προβλημάτων της εποχής.
Υπέρβαση τον κλίματος των απολογητών. Από το 140 μέχρι το 185 περίπου κυριάρχησε σχεδόν η απολογητική θεολογία με κάποιες εξαιρέσεις, η σπουδαιότερη των οποίων ήταν του Διονυσίου Κορίνθου ( + 180;). Η τακτική της απολογίας φαίνεται να κούρασε, αν δεν απογοήτευσε την Εκκλησία. Έτσι τώρα στο πρόσωπο του Ειρηναίου η Εκκλησία δοκιμάζει να ξεπεράση το κλίμα των απολογητών, διότι ούτε οι θεολογικοφιλοσοφικές τους προϋποθέσεις ούτε η τακτική τους φαίνονται πρόσφορες για την αντιμετώπιση της συγκλονιστικής κρίσεως, την οποία προκάλεσε ο γνωστικισμός, ο μοντανισμός και η εξασθένηση της Παραδόσεως με τους απολογητές. Βέβαια το φαινόμενο του γνωστικισμού είναι πολύ παλαιότερο. Στην εποχή όμως του Ειρηναίου η Εκκλησία δοκίμασε στο μέγιστο βαθμό τις συνέπειες και την επίδρασή του στους κόλπους της. Πόσο μεγάλος και πραγματικός υπήρξε ο κίνδυνος από την παρουσία και τη δράση του γνωστικισμού φανερώνουν αφ’ ενός μεν η ευρεία χρήση βιβλικών στοιχείων από τα ποικίλα γνωστικά συστήματα, αφ’ ετέρου δε ο ισχυρισμός τους ότι κατέχουν απόκρυφε ς παραδόσεις (Έλεγχος A 25, 5), που έρχονται απ’ ευθείας από τον Κύριο και που είναι ανώτερες από αυτές που διέσωσε η Εκκλησία. Έτσι το πρόβλημα της αντικρούσεως του γνωστικισμού έγινε πρόβλημα ερμηνευτικό και ιστορικό. Οι γνωστικοί, παρερμηνεύοντας τη Γραφή (Α 8,1• 9,1• 19,1• 20,2), διέστρεφαν τη θεία αποκάλυψη και κατέληγαν στη διαρχία και την απαισιοδοξία. Ο Ειρηναίος, ερμηνεύοντας για να τους αντικρούση, δημιούργησε την περίφημη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως, τονίζοντας την ενότητα του κόσμου και δίνοντας ελπίδα στον άνθρωπο. Προσπαθώντας δε να δείξη ανυπόστατες ιστορικά τις δήθεν γνήσιες παραδόσεις τους, ωδηγήθηκε στη θεολογία της Παραδόσεως και αποκάλυψε τελεσίδικα για την Εκκλησία την ψευδοχριστιανικότητα του γνωστικισμού. Αυτή υπήρξε η εσωτερική τακτική της θεολογίας του Ειρηναίου, στον οποίο μάλιστα θετικό και αρνητικό στοιχείο αποτελούν ενιαίο πνευματικό αγώνισμα με δύο όψεις. Υπήρξε από τους πρώτους χριστιανούς συγγραφείς που κατανόησε ότι, εκθέτοντας και αναλύοντας το μη αληθές (=το γνωστικισμό), προσεγγίζομε και ψαύομε το αληθές (=το χριστιανισμό). Ερευνώντας και συνειδητοποιώντας το αληθές, διακρίνομε και δείχνομε εύκολα τι δεν είναι αληθές. Από τους απολογητές διέφερε βασικά στο εξής: οι απολογητές απολογούνται και υπερασπίζουν το χριστιανισμό με τη βοήθεια φιλοσοφικών και παλαιοδιαθηκικών όπλων περισσότερο. Ο Ειρηναίος καταπολεμεί κυρίως (δεν απολογείται) τους εχθρούς της Εκκλησίας με όπλα της Εκκλησίας περισσότερο. Έτσι γίνεται και ο κύριος εισηγητής της πολεμικής λεγομένης θεολογίας, η οποία στην πορεία του χριστιανισμού έδωσε τα σπουδαιότερα θεολογικά έργα και η οποία στη βάση της είναι πρώτιστα έργο κι επίτευγμα θετικό, παρά τον εξωτερικά αρνητικό της χαρακτήρα. Οι απολογητές προσέφευγαν στη βοήθεια της φιλοσοφικής σκέψεως, διότι πίστευαν στη δυνατότητά της να φθάση στην αλήθεια έστω και μερικώς (Ιουστίνος: σπερματικός λόγος, Αθηναγόρας: συμπάθεια και θεία πνοή κλπ.). Ο Ειρηναίος βασίσθηκε αποκλειστικά στη θεολογική σκέψη, διότι πίστευε ότι η αλήθεια που υπάρχει μόνο στην Εκκλησία είναι το μόνο αληθινό και αποτελεσματικό όπλο. Όπως και οι άλλοι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας έτσι και ο Ειρηναίος δημιούργησε στο πλαίσιο της Παραδόσεως, την οποία αύξησε, υιοθετώντας την και εκκινώντας από αυτή. Χρησιμοποίησε τους προγενέστερούς του εκκλησιαστικούς συγγραφείς (από Κλήμεντα Ρώμης και Ιγνάτιο μέχρι Μελίτωνα), χωρίς τούτο να σημαίνη ότι αγνοούσε και αδιαφορούσε τελείως για τους θύραθεν (Spanneut, Schoedel), όπως υπέθεσαν πολλοί. Η διάκριση π.χ. στον άνθρωπο σώματος, ψυχής και πνεύματος απηχεί την πλατωνική φιλοσοφία. Τέλος, ο Ειρηναίος έγινε δημιουργός στο χώρο της Παραδόσεως, διότι ήθελε πάντοτε να είναι μάρτυς της Παραδόσεως.
Ανακεφαλαίωση. Έτσι ωνομάσθηκε από τον Ειρηναίο η όλη θεία οικονομία και η δια του Χριστού σωτηρία του ανθρώπου. Ο Ιερός αυτός άνδρας έφθασε πρώτος σε τόσο πλήρη θεώρηση της ιστορίας και της θείας οικονομίας, ερμηνεύοντας ορθά τα βιβλικά δεδομένα και την Παράδοση της Εκκλησίας. Ο Χριστός, που γεννάται αχρόνως—ανάρχως (Β 30,9) και όχι εν χρόνω, όπως φρονούσαν γενικά οι απολογητές, ανακεφαλαιώνει την πλάση όλη στο θεανθρώπινο πρόσωπό του. Δηλαδή αναδημιουργεί τον πεσόντα κόσμο και ανακαινίζει αυτόν βάσει του εαυτού του, παρέχοντας τον εαυτό του προς μετοχή και ως πρότυπο. Ο άνθρωπος μόνο στο Χριστό συνειδητοποιεί το που έγκειται το «κατ’ εικόνα» του και μόνο δια του έργου του Χριστού επιτυγχάνει το «καθ’ ομοίωσιν». Και τούτο διότι ο Λόγος προ της ενανθρωπήσεως του ήταν αόρατος, δεν ήταν προσιτός εις τον άνθρωπο (Ε 16,2). Το έργο του Χριστού αποτελεί απάντηση στην ατυχή προσπάθεια του Αδάμ. Όπου απέτυχε ο πρώτος Αδάμ, έπρεπε να πετύχη ο νέος Αδάμ χάριν της σωτηρίας των επιγόνων του πρώτου Αδάμ και της αποκαταλλαγής τους προς το Θεό (Ε 16, 3). Ο άνθρωπος εν Χριστώ επιστρέφει στην προπτωτική μακαρία κατάσταση, πορεύεται προς τον τελικό του σκοπό, η φύση αποκαθίσταται (Α. Θεοδώρου) και επαναλαμβάνεται η διακοπείσα πορεία προς την τελείωση με νέες προϋποθέσεις. Η τελική όμως φάση της ανακεφαλαιώσεως θα πραγματοποιηθή στα έσχατα, μεταϊστορικά.
Το μέγα θεολογικό θεμέλιο της ανακεφαλαιώσεως είναι ο ρεαλισμός, βιβλικός και ιγνατιανός. Αφορμή της οι γνωστικοί που δεν είχαν ρεαλισμό κι έτσι έβλεπαν στα γεγονότα της ΚΔ σχήματα και ανυπόστατα φαινόμενα, που γι’ αυτό δεν εξηγούσαν το μυστήριο του κόσμου και δεν έσωζαν τον άνθρωπο. Ο Ειρηναίος αναγνώρισε την πραγματικότητα στο πρόσωπο και το έργο του Χριστού κι έτσι μόνο συνειδητοποίησε την «τραγωδία» (Α 4,3) του κόσμου και προχώρησε στην υπέρβασή της: συνέλαβε την ενότητα της αρχής του κόσμου, όταν οι γνωστικοί διασπούσαν την αρχή αυτή σε δύο (θεός πατήρ—δημιουργός)• αναγνώρισε γενικά το ενιαίο στην πορεία της Ιστορίας• τόνισε την ταυτότητα του Μονογενούς με το Σωτήρα, του Λόγου με το Χριστό, που οι γνωστικοί τα ήθελαν διαφορετικά πρόσωπα. Η διάσπαση και η διαπίστωση της τραγωδίας του κόσμου ωδηγούσε στην απαισιοδοξία, διότι αντιμετωπιζόταν με σχηματικούς αφορισμούς και όχι με το ρεαλισμό του προσώπου του Χριστού, που δημιουργεί την αισιοδοξία: «ει μη συνηνώθη ο άνθρωπος τω Θεώ, ουκ αν ηδυνήθη μετασχείν της αφθαρσίας» (Γ 18,7). Τούτο δε ήταν δυνατό μόνο και μόνο, διότι πραγματικά «ο Θεός άνθρωπος εγένετο» (Γ 21,1). Την παραπάνω ενότητα και το λυτρωτικό έργο του Χριστού αναγνώριζαν βέβαια και οι απολογητές, αλλά εκπροσωπούσαν γενικά μία υπεραισιοδοξία για τον κόσμο, που βασιζόταν στη μη ορθή εκτίμηση της τραγωδίας του κόσμου. Έτσι το έργο του Χριστού φαινόταν κάπως συμπληρωματικό, διορθωτικό, βελτιωτικό μόνο, ενώ η ανακεφαλαίωση του Ειρηναίου σημαίνει ριζική, συγκλονιστική, εξ υπαρχής νέα δημιουργία, νέα πλάση, όπως ο Χριστός είναι νέος Αδάμ. Για πρώτη φορά δηλ. το μυστήριο της ενανθρωπήσεως παίρνει στη θεολογία της Εκκλησίας τόσο ορθές και βαθειές διαστάσεις. Και για πρώτη φορά με τη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως γινόταν φανερό πως ο γνωστικισμός δεν είχε— δε μπορούσε να έχη—σχέση με την Εκκλησία. Επομένως ο χριστιανικός γνωστικισμός ήταν απατηλό σχήμα, μέσο συγχύσεως και κίνδυνος για τη γνησιότητα της Εκκλησίας.
Στο έργο της ανακεφαλαιώσεως έχει σπουδαία θέση και η Θεοτόκος. Ο ρόλος της είναι «σωτηριώδης», καθόσον συμβάλλει στην πνευματική αναμόρφωση του πιστού. Η Εύα παρακούσασα έγινε αρχή της πτώσεως, ενώ η Μαρία «υπακούσασα» έγινε «αίτια σωτηρίας» για ολόκληρη την ανθρωπότητα (Γ 22,4). Η προσφορά της Θεοτόκου είναι λοιπόν πολύ περισσότερο από παραδειγματική.
Ο ρεαλισμός του Ειρηναίου εκτείνεται σε όλα τα θέματα που αφορούν τη σωτηρία, ακριβώς διότι βασίζεται στο πρόσωπο του Χριστού. Έτσι π.χ. η θεία Ευχαριστία συνιστά γεγονός απόλυτα ρεαλιστικό, γι’ αυτό και καθιστά δυνατή την ανάσταση των νεκρών. Διότι δηλαδή γίνεται πραγματική μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού κατά την Ευχαριστία και διότι ο άνθρωπος κοινωνεί και μετέχει του πραγματικού Χριστού, είναι αληθινή η ανάσταση των νεκρών. Οι προγενέστεροί του εκκλησιαστικοί συγγραφείς, που ασχολήθηκαν με το θέμα της αναστάσεως, δε βασίσθηκαν για τη δικαίωσή της στον ευχαριστιακό ρεαλισμό, όπως έκαμε ο Ειρηναίος, αλλά οι περισσότεροι ζητούσαν επιχειρήματα από τον κόσμο της λογικής και της φυσικής πραγματικότητος.
Τέλος, ο Ειρηναίος έχει τόσο βαθειά συνείδηση της σημασίας της εν Χριστώ και δια Χριστού ανακεφαλαιώσεως, ώστε εισάγει αυτήν ρητώς εις το βαπτιστήριο Σύμβολο, όπως χαρακτηρίζεται σύντομη και τυποποιημένη ομολογία πίστεως, την οποία παραθέτει στο έργο του: «Εις ένα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα... και εις ένα Χριστόν Ιησούν... επί το "ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα"» (Α 10, 1).
Η θεολογία της Παραδόσεως. Η άλλη σπουδαία και δημιουργική όψη της ειρηναιϊκής σκέψεως είναι η θεολογία της Παραδόσεως, που συνδέεται τόσο οργανικά με τη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως, ώστε να μη διακρίνη κανείς ποιά προηγείται της άλλης και να μη νοούνται η μία χωρίς την άλλη. Η θεολογία της Παραδόσεως είχε αφορμή τη διάθεση (και πράξη) των γνωστικών και των αιρετικών να υποτιμούν και να αγνοούν την ιστορικότητα του Χριστού και της αποστολικής παραδόσεως, κάτι που τους παρείχε την άνεση να δημιουργούν δικές τους παραδόσεις. Ήταν επικίνδυνα συχνός ο ισχυρισμός τους, ότι κατείχαν παραδόσεις που ο Χριστός εμπιστεύτηκε μυστικά στους αποστόλους, από τους οποίους πάλι τις έλαβαν γνωστικοί (Α 25, 5) και τις παρέδιδαν μόνο στους μυημένους, διότι ήσαν ανώτερες από αυτές που διατήρησε η Εκκλησία. Η πρώτη αντίδραση του Ειρηναίου ήταν να δείξη, ότι ο Ουαλεντίνος και οι άλλοι επιφανείς γνωστικοί δε γνώρισαν το Χριστό και δεν άκουσαν τι είπε στους αποστόλους κατά την ανάληψή του, ώστε να διασώσουν λόγους του και διδασκαλίες του. Τουναντίον πλησίον του Κυρίου ήσαν οι της «Καινής διαθήκης πολίται»,οι οποίοι μόνοι άκουσαν και διέσωσαν διδασκαλίες του Κυρίου (Γ 12, 5). Υπογραμμίζοντας το τελευταίο τούτο, έχει ο Ειρηναίος τον ιστορικό κρίκο μεταξύ Χριστού και μεταποστολικής εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Έχει δηλαδή τη δυνατότητα να υποδείξη τις πηγές της παραδόσεως και τη γνησιότητά της δια της κατονομάσεως των προσώπων, που διαδοχικά παραλάμβαναν και παρέδιδαν τη διδασκαλία του Κυρίου και των αποστόλων. Έτσι δημιουργείται το επιχείρημα της ιστορικής παραδόσεως, την οποία μπορεί κανείς να ελέγξη και να αποδείξη ιστορικά. Η σκέψη αυτή σε γενικές γραμμές μας είναι γνωστή από τον Ηγήσιππο, αλλά στον Ειρηναίο βρίσκει την ανάπτυξή της και την αναγωγή της σε θεολογία, ώστε να πεισθούν οι ενδιαφερόμενοι ότι μόνο η Εκκλησία είχε τη γνήσια Παράδοση και μόνο αυτή μπορούσε να την αποδείξη, διότι μόνο η Εκκλησία μπορούσε να απαριθμήση σε κάθε τοπική Εκκλησία τους επισκόπους—πρεσβυτέρους, που έγιναν κατά σειρά διάδοχοι των αποστόλων και παραλήπτες της Παραδόσεώς τους. Έχομε λοιπόν τις μαρτυρημένες ιστορικά αποστολικές διαδοχές ως εγγύηση γνησιότητος στην Εκκλησία. Με τον τρόπο αυτό η Παράδοση, παίρνοντας τις ορθές διαστάσεις της, αποβαίνει στον Ειρηναίο το γενικώτατο και ευρύτατο πλαίσιο, εντός του οποίου υπάρχει παν ό,τι είναι και έχει η Εκκλησία και άρα και η Γραφή, που αποτελεί το πρώτο γραπτό στοιχείο της Παραδόσεως. Ο Ειρηναίος δε θεωρεί τη Γραφή κάτι ξεχωριστό από την Παράδοση, δεν είναι μέγεθος ιδιαίτερο, αλλά όψη, στοιχείο, πλευρά διακεκριμένη (όχι χωρισμένη) στο πλαίσιο της όλης Παραδόσεως, την οποία μάλιστα χαρακτηρίζει στο σύνολό της «κανόνα της αληθείας» (Α 9, 4) και θεωρεί «ακλινή» και «βεβαία» (Α 9, 5), όρο, κριτήριο και πλαίσιο ζωής του πιστού. Οι ζωντανοί φορείς της Παραδόσεως έχουν στον Ειρηναίο μεγαλύτερη σημασία από τα κείμενα της ΚΔ, κάτι που ισχύει απόλυτα και για τον Ιγνάτιο. Οι φορείς αυτοί ονομάζονται επίσκοποι ή πρεσβύτεροι. Ο όρος πρεσβύτεροι σημαίνει πρώτιστα τους εγγυητές της γνήσιας Παραδόσεως.
Η Παράδοση παρά την κοινωνική, πολιτιστική και γεωγραφική διαφορά των τοπικών Εκκλησιών είναι η αυτή παντού (Α 10, 2). Πρόκειται για φαινόμενο εσωτερικής πνευματικής ζωής, που δεν εμποδίζεται από τον ποικίλο εξωτερικό τρόπο ζωής και το είδος της γλώσσας, μέσω της οποίας εκφράζεται. Η διαφύλαξη της εσωτερικής ταυτότητος και γνησιότητος της Παραδόσεως οφείλεται στο ότι διαθέτει «δύναμη»: «η δύναμις της Παραδόσεως» (αυτόθι). Είναι λοιπόν η Παράδοση δυναμικό γεγονός και γι’ αυτό ζη τη διαδικασία της αυξήσεως, χωρίς κατ’ ουσίαν να μεταβάλλεται. Και τούτο διότι αύξησή της δε σημαίνει αλλαγή και επινόηση άλλης αληθείας, δε σημαίνει την κήρυξη άλλου Χριστού και άλλου δημιουργού Θεού (Α 10, 3), αλλά την είσοδο βαθύτερα στην ίδια αλήθεια, με σκοπό την αναγωγή σε περισσότερες όψεις της ίδιας αληθείας, στην περαιτέρω διείσδυση στο θέλημα του Θεού, στην ευρύτερη κατανόηση της θείας οικονομίας (αυτόθι). Τη διαδικασία αυτή, που στην ιστορία δε μπορεί να έχη τέλος, θεμελιώνει ο Ειρηναίος στους παυλείους λόγους περί του βάθους του πλούτου του Θεού, της σοφίας και της θείας γνώσεως και περί του ότι τα κρίματα, το θέλημα του Θεού, η αλήθεια, είναι ανεξερεύνητα (αυτόθι). Ένεκα του άπειρου της αληθείας ο Θεός θα διδάσκη πάντοτε τον άνθρωπο και ο άνθρωπος θα μαθαίνη συνεχώς από το Θεό περί του Θεού (Β 28, 3). Είναι προφανές ότι η αύξηση της Παραδόσεως συνδέεται άρρηκτα με την αύξηση του ανθρώπου γενικά.
Η αύξηση του ανθρώπου. Η έννοια και η πραγματικότης της αυξήσεως είναι συνέπεια των θεολογικών προϋποθέσεων του Ειρηναίου. Είναι η τακτική, η «τάξις» και «ο ρυθμός» της θείας οικονομίας (Δ 38, 3). Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε νήπιος, έγινε για να αυξηθή και να προκόψη εν Θεώ (Β 22, 4). Ο Θεός «έπλασεν αυτόν εις αυξησίν τε και ακμήν» (Δ 11, 1). Η «προκοπή» του σε μία εποχή αποτελεί εκάστοτε το «πλείον» (Δ 11, 2-3) εν σχέσει με ό,τι είχε στο παρελθόν. Η προκοπή είναι συνεχής και αφορά στη γνώση της αληθείας και την ηθική βελτίωση (Δ 11, 3• Δ 9, 2-3• Δ 38, 1-3) με τη βοήθεια του αγ. Πνεύματος. Την αύξηση του ανθρώπου σε θεογνωσία διαπιστώνει ο Ειρηναίος όχι μόνο σχετικά με την παλαιοδιαθηκική εποχή (Δ 38, 2), αλλά και στην εποχή της Εκκλησίας. Πρόκειται για διαδικασία που αφορά στην πορεία του ενωμένου με το Θεό ανθρώπου, του χριστιανισμού γενικά, που θα προοδεύη χωρίς να αλλάζη κάτι από την ήδη παραδοθείσα θεογνωσία. Έτσι λοιπόν η δημιουργία, η ανακεφαλαίωση, η Παράδοση και η αύξηση αποτελούν όψεις του μυστηρίου της θείας οικονομίας, ο χαρακτήρας του οποίου είναι σαφώς δυναμικός, για να γίνεται ο άνθρωπος θεός. Η γνώση του Θεού, για την οποία ενδιαφέρεται ο Ειρηναίος, δεν είναι θεωρητική αναγωγή, αλλά έκφραση εμπειρίας την οποία έχει ο άνθρωπος καθόσον μετέχει στον ίδιο το Θεό: «μετοχή δε Θεού εστί το γινώσκειν τον Θεόν» (Δ 20, 5). Στην ίδια συνάφεια εξηγεί ο Ειρηναίος ότι ο άνθρωπος γνωρίζει την αλήθεια, καθόσο εισέρχεται σ’ αυτήν και ζη εν αυτή, όπως για να ίδη κανείς το φως πρέπει να εισέλθη σ’ αυτό: «ώσπερ οι βλέποντες το φως εντός εισί του φωτός και της λαμπρότητος αυτού μετέχουσιν, ούτω και οι βλέποντες τον Θεόν εντός εισί του Θεού, μετέχοντες αυτού της λαμπρότητος» (αυτόθι). Η μετοχή ή κοινωνία ή θέα του Θεού έχει σαν αποτέλεσμα «ζωήν και φως» (Ε 24, 2 και ο 20, 5), δηλαδή πνευματική απόλαυση και γνώση, ικανοποίηση του όλου πνευματικού ανθρώπου. Και στο σημείο τούτο διαπιστώνομε ότι ο Ειρηναίος με τον έντονο ρεαλισμό του είναι ο συνεχιστής της ιγνατιανής θεολογίας, την οποία σαφώς αυξάνει, και όχι της θεολογίας των απολογητών.
Ο ιερός άνδρας υιοθέτησε τη λαϊκή αντίληψη των χρόνων του περί της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού και των εκλεκτών του επί της γης και την ενσωμάτωσε στη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως και αυξήσεως.
Το πρωτείο αληθείας. Η περίπτωση του Διονυσίου Κορίνθου, που έδρασε περί το 160-180 και έγινε φορέας του πρωτείου αληθείας, επαναλαμβάνεται στον Ειρηναίο. Ο τελευταίος, μολονότι επισκοπεύει στην άσημη και μακρυνή επισκοπή της Λυών, συμβουλεύει, επιπλήττει και επιβάλλει τις απόψεις του στην πρώτη, την ένδοξη και πανίσχυρη επισκοπή της Ρώμης. Αυτό συνέβη, διότι ο Ειρηναίος εξέφραζε την αλήθεια, την ορθή απάντηση στη μεγάλη κρίση της εποχής του και μάλιστα στο πρόβλημα της επιεικείας (έναντι μετανοούντων) και της ενότητος της Εκκλησίας (παρά τις υφιστάμενες ριζικές διαφωνίες για τον εορτασμό του Πάσχα στη Ρώμη και τη Μικρασία). Η αλήθειά του, που στο μεταξύ αναγνωρίσθηκε, του έδινε το προβάδισμα, το πρωτείο έναντι άλλων να συμβουλεύη. Η αναφορά του Ειρηναίου (Γ 3, 2) στην Εκκλησία της Ρώμης με τρόπο ιδιαίτερα τιμητικό για τη γνησιότητα της παραδόσεώς της δεν αλλάζει την ιστορική πραγματικότητα, κατά την οποία πρωτείο = αλήθεια εξέφρασε ο Ειρηναίος και όχι ο ισχυρός επίσκοπος Ρώμης. Η στάση λοιπόν του Ειρηναίου πρέπει να γίνη ερμηνευτικός όρος του κειμένου του, που θέλει τις Εκκλησίες ή τους πιστούς να «συμφωνούν με την Εκκλησία της Ρώμης ή να προσέρχωνται σ’ αυτή». Είναι γνωστό πως ο Ειρηναίος στην πράξη δε ζητεί από την Εκκλησία της Εφέσου να συμφωνήση με την Εκκλησία της Ρώμης, δηλ. δεν καταφάσκει το χωρίο του, όπως είναι στη λατινική. Επομένως ή το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο του Ειρηναίου ήταν διαφορετικό ή το χωρίο, όπως έχει, δεν αποδίδει πράγματι πρωτείο εξουσίας στην Εκκλησία της Ρώμης, αλλά είδος τιμητικής διακρίσεως μόνο ένεκα της ιστορίας της και της προελεύσεώς της από τους δύο κορυφαίους αποστόλους. Πιθανόν ακόμη να αφορά η σχετική φράση στις πολλές σχισματικές χριστιανικές ομάδες, που συχνά σχηματίζονταν στη Ρώμη με αποτέλεσμα να δημιουργούν σύγχυση στους απλούς πιστούς και τους νεήλυδες χριστιανούς (Π. Χρήστου). Στην αρχαία Εκκλησία κατά συνέπεια δεν εμφανίζεται το πρωτείο εξουσίας, αλλά το πρωτείο αληθείας, αφού και όταν ο επίσκοπος Ρώμης απειλούσε τις μικρασιατικές Εκκλησίες πρόβαλλε συνήθως την ορθότητα και την παραδοσιακότητα της θέσεώς του και όχι κάποια εξουσία.
Ο Ειρηναίος στη θεολογία και τη μνήμη της Εκκλησίας. Η θεολογική σκέψη του Αθανασίου και των άλλων μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας είναι αδιανόητη χωρίς την προσφορά του Ειρηναίου. Η θεολογία του περί ανακεφαλαιώσεως, Παραδόσεως και αυξήσεως έγιναν ζωή, φρόνημα και Παράδοση της Εκκλησίας. Εν τούτοις το συγγραφικό έργο του Ειρηναίου σχεδόν λησμονήθηκε στη Δύση και την Ανατολή. Ίσως διότι έλειψε ο κίνδυνος του γνωστικισμού, με αφορμή του οποίου θεολόγησε ο Ειρηναίος. Ίσως διότι τελείως νέα προβληματολογία κυριάρχησε από τον Δ' αιώνα και εξής: Τριαδολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία. Και στο χώρο αυτό η Εκκλησία ζητούσε κάτι πέρα της προσφοράς του Ειρηναίου.
ΒΙΟΣ
Ο Ειρηναίος μνημονεύεται από πολλούς μεταγενέστερούς του (Τερτυλλιανός, Κλήμης Αλεξ., Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Επιφάνιος Κύπρου, Θεοδώρητος, Μάξιμος Ομολογητής, Αυγουστίνος, Φώτιος κ.ά.), αλλά όλοι γνωρίζουν περί του βίου του ό,τι διέσωσε ο Ευσέβιος (Εκκλησ. ιστ. Ε 3-8). Και αυτός όμως κυρία πηγή είχε μόνο τα έργα του Ειρηναίου, που δυστυχώς δεν είναι πλούσια σε αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η γέννηση του Ειρηναίου τοποθετείται μεταξύ 130 και 140. Στην εφηβική του ηλικία γνώρισε και άκουσε τον Πολύκαρπο Σμύρνης. Πλησίον αυτού έζησε φαίνεται μερικά έτη, όσα ήσαν αναγκαία για τη μύησή του στην αποστολική Παράδοση, όπως την παρέδιδε ο ακουστής του Ευαγγελιστού (ή του Πρεσβυτέρου) Ιωάννου Πολύκαρπος, και για τη θεολογική του κατάρτιση που συμπληρώθηκε αλλού και ίσως και στη Ρώμη, όπου ήταν δυνατό να γνωρίση καλά τα γνωστικά συστήματα.
Αίφνης το 177 πληροφορούμεθα ότι βρίσκεται στη Λυών ως πρεσβύτερος. Την εποχή αυτή ήταν πολύ σύνηθες το να μεταναστεύουν μικρασιάτες στη Γαλλία. Φαίνεται μάλιστα ότι πολλοί πιστοί της Λυών προέρχονταν από την Ανατολή, με αποτέλεσμα ο κοσμοπολιτισμός να χαρακτηρίζη το περιβάλλον, όπου έδρασε ο Ειρηναίος. Από τη Λυών μεταβαίνει το ίδιο έτος στη Ρώμη, απεσταλμένος των χριστιανών της πόλεως αυτής, που πολλοί και οι σημαντικώτεροι των οποίων είχαν φυλακισθή στη διάρκεια του φοβερού διωγμού του Μάρκου Αυρηλίου. Ίσως μάλιστα οι χριστιανοί της Λυών να είχαν ήδη εγκρίνει τον Ειρηναίο ως επικεφαλής και υπεύθυνο της Εκκλησίας τους, αφού ο επίσκοπός τους Ποθεινός και πολύ γέρων και φυλακισμένος ήταν. Αυτό όμως δε νομίζομε ότι σημαίνει και την επισκοποποίηση του Ειρηναίου, όπως υπέθεσαν πολλοί. Στη Ρώμη ήρθε με συστατική επιστολή, εξαιρετικά επαινετική για το πρόσωπό του, και με σκοπό να πείση τον Ελεύθερο (174-189) περί του ότι δεν πρέπει να εναντιωθή στον επίσκοπο Εφέσου, ο οποίος αντιμετώπιζε με επιείκεια τους μετανοούντες (Nautin).
Όταν επέστρεψε στη Λυών, πολλοί χριστιανοί είχαν μαρτυρήσει και μαζύ τους ο επίσκοπος Ποθεινός, τον οποίο διαδέχθηκε αμέσως ο Ειρηναίος το 177 ή 178. Κατά τον Nautin τα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα το 175 και ο Ειρηναίος έγινε επίσκοπος και της Βιέννης. Έτσι εξηγεί και ότι την περίφημη Επιστολή (=Μαρτύριο) περί των μαρτύρων της Λυών προς τις Εκκλησίες Ασίας και Φρυγίας έγραψε ο ίδιος ο Ειρηναίος εκ μέρους των δύο αυτών Εκκλησιών. Ως επίσκοπος εργάσθηκε για την καταπολέμηση των γνωστικών και τη διάδοση του χριστιανισμού μεταξύ των Κελτών, χρησιμοποιώντας κατά πάσα πιθανότητα τη γλώσσα τους. Η γνήσια παράδοσή του και η αλήθεια που εξέφραζε του έδωσαν τη δυνατότητα να παίξη ρόλο σημαντικό χάριν της ενότητος της όλης Εκκλησίας. Στη μεγάλη διένεξη των χρόνων του, εξ αφορμής του χρόνου εορτασμού του Πάσχα (η Μικρασία το εώρταζε τη 14η του μηνός Νισάν, η Ρώμη την πρώτη Κυριακή μετά την ημερομηνία αυτή), αναμίχθηκε έντονα με αποτέλεσμα να υποχωρήση ο Ρώμης Βίκτωρ (189-198), που ήθελε να απόσχιση τις μικρασιατικές Εκκλησίες. Στην Επιστολή του προς Βίκτωρα συναντάμε για πρώτη φορά τη θεολογία της ενότητος και της ποικιλίας εθών μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών. Η επέμβαση αυτή είναι το τελευταίο γνωστό στοιχείο της ζωής του Ειρηναίου και συνέβη μάλλον περί το 192-195. Ο Γρηγόριος Τουρώνης στο τέλος του ΣΤ' αιώνα πληροφορεί ότι ο Ειρηναίος μαρτύρησε το 202 επί Σεπτιμίου Σεβήρου (Historia Francorum 127), κάτι που δεν απορρίπτεται, αλλά και δεν επιβεβαιώνεται από τις αρχαίες πηγές. Η Ανατολική Εκκλησία, υιοθετώντας την παράδοση ότι ο Ειρηναίος μαρτύρησε, τιμά τη μνήμη του στις 23 Αύγουστου και η Δυτική στις 28 Ιουνίου.
ΕΡΓΑ
Ο Ειρηναίος υπήρξε πολυγράφος. Δυστυχώς όμως τα περισσότερα έργα του χάθηκαν. Και όσα διασώθηκαν υπάρχουν σε λατινική και αρμενική μετάφραση. Στην ελληνική διασώθηκαν μόνο αποσπάσματα και μάλιστα μέγα τμήμα του Α' μέρους του σπουδαιότερου έργου του Έλεγχος. Τα έργα του είναι βασικά πολεμικά και εκκλησιολογικά, σε τύπο διατριβής και επιστολής.
Ο Ειρηναίος δεν είναι ταλαντούχος συγγραφέας, αλλά διαθέτει αξιόλογη κλασσική φιλολογική και φιλοσοφική κατάρτιση και αρκετή γνώση των προ αυτού εκκλησιαστικών και γνωστικών συγγραφέων, τους οποίους και χρησιμοποιεί. Καταφανώς υστερεί στη σύνθεση, στην οικονομία της όλης του, αλλά έχει συχνές εξάρσεις, οι οποίες εκπλήσσουν τον αναγνώστη, που ενίοτε διαπιστώνει ρυθμικό πεζό λόγο, κάτι που προϋποθέτει αναπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο.

(Πατρολογία τόμος Α,Αθήνα 1991, σελ. 294-305)

Κεφάλαιο 5 - «Ευλογείτε και μη καταράσθε».  
Με ρώτησε κάποιος: «Αυτό που ψάλουμε την Μεγάλη Σαρακοστή, το «Πρόσθες αντοίς κακά, Κύριε, τους ενδοξοις της γης» , γιατί το λέμε, αφού είναι κατάρα;». «Όταν κάνουν επιδρομή οι βάρβαροι, του είπα, και πάνε να καταστρέψουν στα καλά καθούμενα έναν λαό και ο λαός προσεύχεται να τους βρουν κακά, δηλαδή να σπάσουν τα αμάξια τους, και τα άλογά τους να πάθουν κάτι, για να εμποδισθούν, καλό είναι ή κακό; Αυτό εννοεί, να τους έρθουν εμπόδια. Δεν είναι ότι καταριούνται».
- Γέροντα, πότε πιάνει η κατάρα;
- Η κατάρα πιάνει, όταν υπάρχη στην μέση αδικία. Αν λ.χ. κάποια κοροϊδέψη μία πονεμένη ή της κάνη ένα κακό και η πονεμένη την καταρασθή, πάει, χάνεται το σόι της. Όταν δηλαδή κάνω κακό σε κάποιον και εκείνος με καταριέται, πιάνουν οι κατάρες του. Επιτρέπει ο Θεός και πιάνουν, όπως επιτρέπει λ.χ. να σκοτώση ένας κάποιον άλλον. Όταν όμως δεν υπάρχη αδικία, τότε η κατάρα γυρνά πίσω σ' αυτόν που την έδωσε.
- Και πώς απαλλάσσεται κανείς από την κατάρα;
- Με την μετάνοια και την εξομολόγηση. Έχω υπ' όψιν μου πολλές περιπτώσεις, άνθρωποι που ταλαιπωρήθηκαν από κατάρα, όταν το κατάλαβαν ότι τους καταράσθηκαν, γιατί είχαν φταίξει, μετανοιωσαν, εξομολογήθηκαν και τακτοποιήθηκαν. Αν αυτός που έφταιξε πή: «Θεέ μου, έκανα αυτό και αυτό, συγχώρεσε μέ...» και εξομολογηθή με πόνο και ειλικρίνεια, τότε ο Θεός θα τον συγχωρήση, Θεός είναι.
- Και τιμωρείται μόνον αυτός που δέχεται την κατάρα ή και αυτός που την
δίνει;
- Αυτός που δέχεται την κατάρα, βασανίζεται σ' αυτήν την ζωή. Αυτός όμως που καταράσθηκε, βασανίζεται και σ' αυτήν την ζωή, και στην άλλη, γιατί ως εγκληματίας θα τιμωρηθή εκεί από τον Θεό, αν δεν μετανοήση και εξομολογηθή. Γιατί, εντάξει, μπορεί κάποιος να σε πείραξε, εσύ όμως με την κατάρα που δίνεις, είναι σαν να παίρνης το πιστόλι και να τον σκοτώνης. Με ποιό δικαίωμα το κάνεις αυτό; Ό,τι και αν σου έκανε ο άλλος, δεν έχεις δικαίωμα να τον σκοτώσης. Για να καταρασθή κανείς, σημαίνει ότι έχει κακία. Κατάρα δίνει κανείς, όταν το λέη με πάθος, με αγανάκτηση.
Η κατάρα, όταν προέρχεται από άνθρωπο που έχει δίκαιο, έχει μεγάλη ισχύ, ιδίως η κατάρα της χήρας. Θυμάμαι, μία γριά είχε ένα αλογάκι και το έβαζε στην άκρη του δάσους να βοσκήση. Επειδή ήταν λίγο ζόρικο, είχε βρει ένα γερό σχοινί και το έδενε. Μία φορά πήγαν στο δάσος τρεις γυναίκες να κόψουν ξύλα. Η μία ήταν πλούσια, η άλλη χήρα και η άλλη ήταν ορφανή και πολύ φτωχιά. Είδαν το άλογο που ήταν δεμένο με το σχοινί και βοσκούσε και είπαν: «Δεν παίρνουμε το σχοινί να δέσουμε τα ξύλα;». Το έκοψαν στα τρία και πήρε η καθεμιά από ένα κομμάτι να δέσουν τα δεμάτια τους. Επόμενο ήταν να φύγη το άλογο. Όταν ήρθε η γριά και δεν βρήκε το ζώο, αγανάκτησε. Αρχισε να το ψάχνη παντού, παιδεύτηκε πολύ να το βρή.
Τελικά, όταν το βρήκε, είπε αγανακτισμένη: «Με το ίδιο το σχοινί να την κουβαλήσουν αυτήν που το πήρε». Μία μέρα, ο αδελφός της πλούσιας έκανε αστεία με ένα όπλο νομίζοντας πώς είναι άδειο -ήταν από αυτά που είχαν αφήσει οι Ιταλοί - και χτύπησε την αδελφή του στον λαιμό. Έπρεπε να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο και χρειάσθηκε σχοινί, για να την δέσουν επάνω σε μία ξύλινη σκάλα. Εκείνη την ώρα βρέθηκε το ένα κομμάτι σχοινί, το κλεμμένο, αλλά δεν έφθανε. Έφεραν και οι δύο άλλες γειτόνισσες τα δικά τους κλεμμένα κομμάτια και την έδεσαν στην σκάλα και την μετέφεραν στο νοσοκομείο. Έτσι πραγματοποιήθηκε η κατάρα της γριάς, «Με το ίδιο σχοινί να την κουβαλήσουν». Και τελικά πέθανε η καημένη, ο Θεός να την αναπαύση. Βλέπετε, επίασε η κατάρα στην πλούσια, που δεν είχε οικονομική ανάγκη. Οι άλλες είχαν την φτώχειά τους, είχαν κάποια ελαφρυντικά.
Αρρώστιες και ατυχήματα από κατάρα
Πολλές αρρώστιες που δεν βρίσκουν οι γιατροί από τί είναι, μπορεί να είναι από κατάρα. Τί να βρουν οι γιατροί, την κατάρα; Μία φορά μου έφεραν στο Καλύβι έναν παράλυτο. Ολόκληρος άνδρας δεν μπορούσε να καθήση. Το κορμί του ήταν τεντωμένο σαν ξύλο. Τον κουβαλούσε ένας στην πλάτη και ένας άλλος τον κρατούσε από πίσω. Του έβαλα δυο κούτσουρα και ακουμπούσε λίγο ο καημένος. Μου λένε αυτοί που τον συνόδευαν: «Από δεκαπέντε χρονών παιδί είναι σ' αυτήν την κατάσταση και έχουν περάσει δεκαοκτώ χρόνια από τότε». «Μα πώς στα καλά καθούμενα να το πάθη αυτό; είπα. Δεν μπορεί, κάτι συμβαίνει». Έψαξα από δώ-από 'κει και βρήκα ότι κάποιος τον είχε καταρασθή. Τί είχε συμβή; Κάποτε πήγαινε με το αστικό στην σχολή του και καθόταν σε μία θέση τεντωμένος. Σε κάποια στάση μπήκε ένας ηλικιωμένος παπάς και ένα γεροντάκι και στάθηκαν όρθιοι δίπλα του. Τότε του είπε ένας: «Σήκω, να καθήσουν οι μεγάλοι». Αυτός τεντώθηκε ακόμη περισσότερο στο κάθισμα, χωρίς να δώση σημασία. Όποτε το γεροντάκι που στεκόταν όρθιό του λέει: «Τεντωμένος να μείνης και ποτέ να μην μπορής να καθήσης». Και η κατάρα επίασε. Βλέπεις, είχε αναίδεια ο νέος. Σού λέει: «Γιατί να σηκωθώ, αφού την πλήρωσα την θέση;». Ναί, αλλά και ο άλλος πλήρωσε και είναι ηλικιωμένος, σεβάσμιος, και στέκεται όρθιος και εσύ είσαι μικρό παιδί, δεκαπέντε χρονών, και κάθεσαι. «Από αυτό είναι, του λέω. Κοίταξε να μετανοήσης, για να γίνης καλά, χρειάζεται μετανοια». Ο καημένος, μόλις το κατάλαβε λίγο και το αναγνώρισε, αμέσως τακτοποιήθηκε.
Πόσα από αυτά που συμβαίνουν σήμερα είναι από κατάρα, από αγανάκτηση. Και όταν εξοντώνωνται ολόκληρες οικογένειες ή πεθαίνουν πολλά άτομα από μία οικογένεια, να ξέρετε, είναι ή από αδικία ή από μάγια ή από κατάρα. Ένας πατέρας είχε ένα παιδί που όλο γύριζε. Μία φορά του λέει αγανακτισμένος: «Να έλθης μία και καλή». Το παιδί εκείνο το βράδυ, καθώς ερχόταν στο σπίτι, ακριβώς έξω από την πόρτα, το χτύπησε ένα αυτοκίνητο και έμεινε στον τόπο. Τον πήραν οι φίλοι του σκοτωμένο και τον πήγαν μέσα στο σπίτι του. Ήρθε μετά ο πατέρας στο Καλύβι και έκλαιγε. «Το παιδί μου σκοτώθηκε έξω από την πόρτα του σπιτιού μού», έλεγε. Από 'δω-από 'κει, μετά μου λέει: «Του είχα πει μία κουβέντα». «Τι του είπες;», του λέω. «Αγανάκτησα που ξενυχτούσε και του είπα: «Να έρθης μία και καλή!». Μήπως ήταν απ' αυτό»; «Εμ, από τί ήταν; του λέω. Κοίταξε να μετανοήσης, να εξομολογηθής».
«Αυτήν την φορά να έρθης μία και καλή», του είπε, και το παιδί το έφεραν νεκρό. Αντε μετά να χτυπιέται ο πατέρας, να κλαίη...

(Λόγοι τόμος Α, σελ.101-105)

λστ’ . Έλεγαν για τον Αββά Αρσένιο, ότι αρρώστησε κάποτε στη Σκήτη και πήγε ο πρεσβύτερος και τον έφερε στην εκκλησία και τον έβαλε σε στρωσίδι, με μικρό μαξιλάρι κάτω από την κεφαλή του. Και να, ένας από τους γέροντες οπού ήλθε να τον επισκεφθή, σαν τον είδε στο στρωσίδι και με το μαξιλάρι από κάτω, σκανδαλίσθηκε και είπε : « Αυτός λοιπόν είναι ο Αββάς Αρσένιος και σε τέτοια είναι ξαπλωμένος ; ». Τον παίρνει τότε κατά μέρος ο πρεσβύτερος και του λέγει : « Τί δουλειά έκανες όταν ζούσες στο χωριό σου ; ». Και εκείνος του αποκρίνεται : « Τσοπάνης ήμουν ». « Και πώς, λέγει ο άλλος, περνούσες τη ζωή σου ; ». « Μέσα σε πολύ κόπο », αποκρίνεται. Και του ξαναλέγει : « Και τώρα πώς τα περνάς στο κελλί σου ; ». Και αποκρίνεται : «Πιο αναπαυτικά ». Και του λέγει ο πρεσβύτερος τότε : « Βλέπεις αυτόν τον Αββά Αρσένιο ; Όταν ζούσε στον κόσμο, σύμβουλος βασιλέων ήταν και χίλιοι δούλοι, χρυσοζωσμένοι και με φορέματα ολομέταξα και ακριβά, του παράστεκαν. Και κάτωθέ του βρίσκονταν πολύτιμα στρωσίδια. Ενώ εσύ, όντας τσοπάνης, δεν είχες στον κόσμο την ανάπαυση οπού έχεις τώρα εδώ. Και αυτός, τις απολαύσεις οπού είχε στον κόσμο, εδώ δεν τις έχει. Να λοιπόν οπού συ αναπαύεσαι και εκείνος ταλαιπωρείται ». Σαν τα άκουσε λοιπόν αυτά, ένοιωσε κατάνυξη και έβαλε μετάνοια, λέγοντας : « Συγχώρησέ με, Αββά, αμάρτησα. Αληθινά, αυτό είναι : Εκείνος ήλθε για να ταπεινωθή και εγώ για να αναπαυθώ ». Και, ωφελημένος, ο γέρων έφυγε.
λζ’ . Ήλθε κάποιος από τους πατέρες στον Αββά Αρσένιο. Και σαν χτύπησε την πόρτα, του άνοιξε ο γέρων, νομίζοντας ότι ήταν ο υποταχτικός του. Αλλά, βλέποντας ότι άλλος ήταν, έπεσε κατά πρόσωπο. Και εκείνος του λέγει : « Σήκω, Αββά, για να σε ασπασθώ ». Και του αποκρίθηκε ο γέρων : « Δεν σηκώνομαι, αν δεν φυγής ». Και όσο και αν τον παρακάλεσε, δεν σηκώθηκε, ώσπου ο άλλος έφυγε.
λη'. Έλεγαν για κάποιον αδελφό, οπού ήλθε να δη σε μια Σκήτη τον Αββά Αρσένιο, ότι, φτάνοντας στην εκκλησία, παρακαλούσε τους αδελφούς να τον πάνε στον Αββά. Του έλεγαν λοιπόν : « Ξεκουράσου για λίγο, αδελφέ, και ύστερα τον βλέπεις ». Αλλά εκείνος τους αποκρίθηκε : « Δεν βάζω τίποτε στο στόμα μου ώσπου να τον συναντήσω ». Τον έστειλαν λοιπόν με έναν αδελφό, γιατί μακριά βρισκόταν το κελλί του γέροντος. Χτύπησαν την πόρτα και μπήκαν. Και αφού ασπάσθηκαν τον γέροντα, κάθισαν σιωπώντας. Είπε λοιπόν ο αδελφός της εκκλησίας : « Εγώ πηγαίνω, ευχηθήτε για μένα ». Ο δε αδελφός ο ξένος, μη έχοντας κατορθώσει να μιλήση με τον γέροντα, είπε στον πρώτον αδελφό : « Έρχομαι και εγώ μαζί σου ». Και βγήκαν μαζί. Τον παρακάλεσε λοιπόν, λέγοντας : « Πήγαινέ με και στον Αββά Μωϋσή, οπού ήταν πρώτα ληστής ». Και σαν έφθασαν σ’ αυτόν, τους δέχθηκε με χαρά και αφού τους φιλοξένησε, τους έστειλε στο καλό. Και του λέγει ο αδελφός, οπού τον είχε φέρει : «Λοιπόν, να, σε πήγα στον ξένο και στον Αιγύπτιο. Ποιός από τους δυο σου άρεσε ; ». Και εκείνος του αποκρίθηκε και του είπε : « Ο Αιγύπτιος μου άρεσε ». Ακούοντάς το δε αυτό ένας από τους πατέρες, προσευχήθηκε στον Θεό, λέγοντας : « Κύριε, εξήγησέ μου αυτό το πράγμα. Πώς συμβαίνει, ο ένας να αποφεύγη για το όνομά σου και ο άλλος να εναγκαλίζεται για το όνομά σου ; ». Και να, του δείχθηκαν στο ποτάμι δυο πλοία μεγάλα. Και βλέπει τον Αββά Αρσένιο και το πνεύμα του Θεού να πλέη με ησυχία μαζί. Και ο Αββάς Μωϋσής και οι Άγγελοι του Θεού να πλέουν μαζί. Και τον τάϊζαν μελοκερήθρες.
λθ'. Έλεγε ο Αββάς Δανιήλ : « Μέλλοντας να τελευτήση ο Αββάς Αρσένιος, μας παρήγγειλε : Μη φροντίσετε να κάνετε ελεημοσύνες για χάρη μου. Γιατί, αν εγώ ελέησα τον εαυτό μου, θα το βρω εκεί πάνω ».
μ’ . Μέλλοντας να τελευτήση ο Αββάς Αρσένιος, ταράχθηκαν οι μαθητές του. Και τους λέγει : « Δεν ήλθε ακόμη η ώρα. Όταν δε έλθη η ώρα, θα σας το πω. Και πρόκειται να κριθώ μαζί σας μπροστά στο φοβερό βήμα, αν δώσετε σε κάποιον το λείψανό μου ». Και εκείνοι είπαν : « Τί λοιπόν να κάμουμε, μια και δεν μπορούμε να σε θάψουμε ; » Και τους λέγει ο γέρων : « Δεν ξέρετε να τυλίξετε σχοινί στο πόδι μου και να με σηκώσετε στο βουνό ; ». Αυτά δε ήταν τα λόγια του γέροντος : « Αρσένιε, για τι βγήκες ; Έχοντας μιλήσει, πολλές φορές μεταμελήθηκα, ενώ σιωπώντας, ποτέ ». Και όταν σίμωνε η τελευτή του, τον είδαν οι αδελφοί να κλαίη. Και του λέγουν : « Αλήθεια, και συ φοβάσαι, πάτερ ; ». Και τους απαντά : « Αληθινά, ο φόβος οπού έχω τώρα μαζί μου, μαζί μου ήταν αφ’ ότου έγινα μοναχός ». Και έτσι κοιμήθηκε.
μα’. Έλεγαν δε, ότι, όλο τον καιρό της ζωής του, καθισμένος στο εργόχειρό του, είχε ένα κομμάτι πανί στον κόρφο του για τα δάκρια οπού έπεφταν από τα μάτια του. Σαν άκουσε δε ο Αββάς Ποιμήν ότι κοιμήθηκε, δάκρυσε και είπε : « Μακάριος είσαι, Αββά Αρσένιε, γιατί έκλαψες τον εαυτό σου σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Γιατί όποιος δεν κλαίει τον εαυτό του εδώ κάτω, αιώνια εκεί, στην άλλη ζωή, θα κλαίη. Είτε λοιπόν εδώ θεληματικά, είτε εκεί από τις βασάνους, είναι αδύνατο να μη κλάψη ».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 28-30)

ΩΡΙΓΕΝΗΣ (185-253/4) Ο χαλκέντερος αλληγοριστής. 
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ο Ωριγένης ανήκει στους μεγάλους άνδρες της ανθρωπότητος και είναι ο γονιμώτερος συγγραφέας της αρχαίας Εκκλησίας. Έφερε στο στήθος του το θρησκευτικό πάθος της Ανατολής, την ασίγαστη αναζήτηση του έλληνα φιλοσόφου, το ενδιαφέρον για κεκρυμμένες αλήθειες του Ιουδαίου και την υπαρξιακή πίστη του χριστιανού. Οι παράγοντες αυτοί συγκλόνισαν τον μεγαλοφυή Ωριγένη και τον κίνησαν στο μεγαλειώδες έργο του, που παρέμεινε περισσότερο έργα πλάτους και λιγώτερο έργο βάθους.
Υπήρξε γνήσιο τέκνο του αλεξανδρινού πνευματικού κλίματος κι έδρασε την εποχή, που στο χώρο της φιλοσοφίας γεννιέται ο νεοπλατωνισμός με το έργο του Πλωτίνου, στα χώρο των θρησκευτικών αναζητήσεων εμφανίζονται οι έντονες ασκητικές τάσεις (ιδίως με το Μανιχαϊσμό) και στο χώρο της Εκκλησίας επικρατούν δύο θεολογικές κατευθύνσεις: η παραδοσιακή με τον Ειρηναίο και τον Ιππόλυτο και η μη παραδοσιακή με τον Αλεξανδρέα Κλήμεντα και μάλιστα τον Τερτυλλιανό. Όσο εύκολο είναι να μιλήσω με για τη μεγαλωσύνη του Ωριγένη, τόσο δύσκολο είναι να ορίσωμε τη θεολογική του πορεία στο πλαίσιο της εποχής του και μάλιστα να ορίσωμε την επίδρασή του στις μεταγενέστερες θεολογικές γενεές. Ήταν εξαιρετικά ιδιότυπο πνεύμα, για να τοποθετηθή σε μία ωρισμένη θεολογική κατεύθυνση και πολύ μεγάλη φυσιογνωμία για να έχη συνεχιστές. Δε δημιούργησε λοιπόν ο Ωριγένης σχολή, που να συνέχισαν πιστά οι οπαδοί του. Δημιούργησε βασικά φίλους και εχθρούς, θαυμαστές και αρνητές του έργου του, οι οποίοι μάλιστα προκάλεσαν σύγχυση και κρίση στους κόλπους της Εκκλησίας, που εκείνος δεν είχε άμεσα και ηθελημένα προκαλέσει.
Διδάσκαλος πνευματικός. Ό,τι προσπαθούσε να γίνη και ό,τι ήθελε να βλέπουν οι άλλοι στο πρόσωπό του ήταν ο πνευματικός διδάσκαλος, αυτός δηλαδή που ξεπέρασε την κατάσταση του σωματικού και ψυχικού ανθρώπου, έφθασε στο αληθινό πνεύμα των Γραφών και δικαιούται να διδάσκη με ηυξημένο κύρος, δηλ. σχεδόν όπως οι χαρισματούχοι. Τούτο εναρμονίζεται προς το ενθουσιαστικό στοιχείο του χαρακτήρα του και δικαιολογείται από κάποιο μυστικισμό που τον διακρίνει. Τα περισσότερα έργα του είναι στη βάση τους διδακτικά, αποσκοπούν στη διάπλαση και προβολή του πνευματικού ανθρώπου και ασκούν παιδαγωγία (χωρίς ευτυχώς να γίνωνται ηθικιστικά εγχειρίδια), διότι την όλη θεία οικονομία κατανοεί κυρίως σαν παιδαγωγία, η οποία έχει μάλλον αυτονομία έναντι της ιστορικής Εκκλησίας. Η διένεξή του με τους αλεξανδρινούς επισκόπους Δημήτριο και Ηρακλά αφ’ ενός και η στενή συνεργασία του με τους παλαιστινούς επισκόπους Αλέξανδρο και Θεόκτιστο αφ’ ετέρου εξηγείται βάσει των παρακάτω: Ο Ωριγένης αισθανόταν το προσωπικό του λειτούργημα ως πνευματικού διδασκάλου αναντικατάστατο, υψηλό και πνευματικώτερο από το λειτούργημα του επισκόπου, για το οποίο μάλιστα ουδέποτε μίλησε ιδιαίτερα. Όταν λοιπόν για λόγους τάξεως εκκλησιαστικής, διδασκαλίας κυρίως και ίσως και προσωπικούς επενέβη ο Δημήτριος στο έργο του Ωριγένη, ο τελευταίος δεν ανέχθηκε τον έλεγχο που προερχόταν από μη πνευματικό διδάσκαλο και ο πρώτος δε συγχώρησε την αξίωση και ασφαλώς και κάποιες αντιλήψεις του Ωριγένη. Το αντίθετο συνέβη στην Παλαιστίνη (Καισάρεια Ιεροσόλυμα Τύρο)• ο Ωριγένης σαν διδάσκαλος υπήρξε απόλυτα σεβαστός και το έργο του γινόταν δεκτό σαν μέτρο, με αποτέλεσμα τη συνύπαρξή του και τη φιλία του με τους παλαιστινούς επισκόπους.
Ο δυναμικός διδάσκαλος Ωριγένης αφετηρία και θεμέλιο ήθελε να έχη τη Γραφή και την εκκλησιαστική Παράδοση, την οποία και υπερασπίσθηκε κατά των αιρετικών και γνωστικών. Με το κήρυγμά του και τη διδασκαλία του θέλει να κάνη το Χριστό παρόντα στην Εκκλησία, για την οποία όμως ουδέποτε μίλησε κατά τρόπο διεξοδικό, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κλήμεντα, στον οποίο και μάλλον μαθήτευσε. Φρονούσε ότι η Γραφή (Π και ΚΔ) είναι θεόπνευστη μέχρι και το τελευταίο της γράμμα. Παράλληλα διαβάζοντας κανείς τα έργα του διαπιστώνει ότι η γλωσσά τους και το κλίμα τους είναι διαφορετικά και προς τη Γραφή και προς την Παράδοση, ενώ συχνά δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν αφήνεται στην αλήθεια της Γραφής, αλλά την χρησιμοποιεί για να βρη ο ίδιος μόνος του, την αλήθεια και να φθάση σ’αυτή. Άλλωστε θεωρεί νόμιμο το ξεπέρασμα της δεδομένης Παραδόσεως και καθήκον του πνευματικού διδασκάλου την αναγωγή σε πλήρη, και ανταξιώτερη για το Θεό, αλήθεια.
Στο Προοίμιο (§ 3) του έργου Περί αρχών διαγράφει με σαφήνεια το πρόγραμμα και το διατί της θεολογίας, κάτι που εξηγεί την προσωπική του προσφορά και τη θέση του στην Εκκλησία και τη θεολογία. Σύμφωνα με το κείμενο τούτο οι απόστολοι έδωσαν στους πιστούς όσα θεώρησαν απολύτως «αναγκαία». Η «έρευνα» όμως και η «βεβαίωσις» (=απόδειξη) του αποστολικού κηρύγματος αφέθηκε στους μεταγενέστερους και μάλιστα σε όσους θα είχαν από το άγιο Πνεύμα τη χάρη του λόγου, της σοφίας και της γνώσεως. Αυτό αντιπροσωπεύει το πρώτο στάδιο θεολογικής προσφοράς και εξηγεί το διδακτικό χαρακτήρα μεγάλου μέρους του έργου του Ωριγένη. Το δεύτερο είναι γενικώτερο, ευρύτερο και προβληματικότερο, διότι αφορά σε θέματα για τα οποία οι απόστολοι απλώς «είπον μεν τίνα εισίν», αλλά «εσίγησαν» το «πώς» και το «πόθεν» αυτών. Το έργο του πώς και πόθεν ωρισμένων αληθειών αφέθηκε στους φιλομαθέστερους, για να έχουν μια «άσκησιν», να μην αδιαφορήσουν και για να τους δοθή η ευκαιρία να δείξουν πνευματικούς καρπούς. Αυτά θεμελιώνουν θεωρητικά ένα είδος αυτόνομης θεολογίας, δηλαδή θεολογίας, η οποία α) δεν ξεκινά από συγκεκριμένα προβλήματα των πιστών, είναι β) έρευνα επιστημονική μεταφυσικών ζητημάτων που θέτει ο θεολόγος, γ) δεν αφορά κατ’ ανάγκην στη σωτηρία και δ) διαστέλλει την πίστη από τη γνώση (βλ. και Εις Ίωάννην 19,34). Η θεολογία αυτή που συχνά είναι αυτόνομη έναντι της Εκκλησίας και της Παραδόσεως, βασίζεται στη διαλεκτική του «αποκεκαλυμμένου» και του «κεκρυμμένου» (Εις τα Άσματα των Ασμάτων β', στιχ. ιστ'- ιζ') στην αναγωγή από το γνωστό στο άγνωστο, από το φανερό στο κρυπτό. Η τακτική αυτή ακολουθείται γενικά και από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά με διαφορετικές προϋποθέσεις, μία των οποίων είναι ότι το γνωστό ή φανερό της αληθείας, η όλη δηλαδή Παράδοση, γίνεται απόλυτο κριτήριο εκείνου, που φανερώνεται με τη θεολογική διεργασία. Επίσης έχει θεμελιώδη σημασία ότι αυτό που με την παραπάνω διαδικασία προσφέρει ο Ωριγένης είναι βελτίωση του ήδη γνωστού στην Εκκλησία (Εις Ιωαν. 4,21) και όχι συμπλήρωση και διεύρυνση ή εμβάθυνση, όπως προϋπέθεταν οι Καππαδόκες Πατέρες. Η αυτονομία και ο καθαρά ερευνητικός χαρακτήρας της θεολογίας του Ωριγένη δεν βρίσκεται σε αντίθεση προς το δικακτικό σκοπό του έργου του, για τον οποίο μιλήσαμε. Η αυτονομία επιδιώκεται για το ξεπέρασμα της Παραδόσεως και η έρευνα για την αναγωγή στην πραγματική αλήθεια, την οποία θέλει να προσφέρη στον εκλεκτό χριστιανό. Τα παραπάνω προϋποθέτουν εκλεκτικισμό και τελείους, οι οποίοι έχουν ξεπεράσει τον κανόνα της πίστεως, ο οποίος είναι κατάλληλος μόνο για τους απλοϊκούς πιστούς (Εις Ιωάννην 4,21). Συνήθως ο διδάσκαλος Ωριγένης, ιδίως όταν ασκή την αλληγορία, προσφέρει διδασκαλία για βίο ανώτερο, ιδεώδη(!), τον οποίο μπορούν μόνο λίγοι ν’ ακολουθήσουν.
Στην πραγμάτωση του προγράμματος του βαδίζει με τη βοήθεια ερμηνευτικής μεθόδου, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η χωρίς όρια χρήση της αλληγορίας. Αλλά για τη συγκρότηση της θεολογίας του θεωρεί απαραίτητη τη φιλοσοφική σκέψη, χάριν της οποίας σε ώριμη σχετικά ηλικία εγκαταλείπει το καθαυτό κατηχητικό του έργο, επειδή νέος δεν την είχε σπουδάσει. Μαθήτευσε λοιπόν στον αλεξανδρινό πλατωνικό φιλόσοφο Αμμώνιο Σακκά με τον περίφημο Πλωτίνο. Ο Αμμώνιος μάλιστα, που σε σχέση με τον Πλωτίνο ήταν ότι και ο Σωκράτης σε σχέση με τον Πλάτωνα, προερχόταν από τους κόλπους της Εκκλησίας, την οποία όμως εγκατέλειψε. Η πράξη του Ωριγένη να σπουδάση φιλοσοφία είναι πολυσήμαντη, διότι ερμηνεύει την εσωτερική του δομή και το είδος της θεολογίας του. Υποστηρίζεται συνήθως ότι σπούδασε φιλοσοφία, για να αντιμετωπίση τους φιλοσόφους ή για να πολεμήση την ίδια τη φιλοσοφία. Η εξήγηση έχει στοιχείο αληθείας, διότι πράγματι ο Ωριγένης καταπολεμεί με επιτυχία τον πλατωνικό Κέλσο και κάποτε μέμφεται τη φιλοσοφία. Παράγων όμως αποφασιστικός για τη σπουδή της φιλοσοφίας ήταν κάτι άλλο, ήταν η εσώτατη ανάγκη που αισθανόταν για φιλοσοφική αναζήτηση και λύσεις ηθικοφιλοσοφικές. Και είναι γνωστό ότι, μολονότι πολέμησε π.χ. το νεοπλατωνικό Κέλσο, χρησιμοποιεί ευρύτατα φιλοσοφικές αντιλήψεις (πλατωνικές, στωικές...) συχνά με το προκάλυμμα της αλληγορίας. Άρα δεν απορρίπτει τη φιλοσοφία, απλώς είναι απέναντί της εκλεκτικός. Εν μέρει δε το έργο του Ωριγένη στη σχολή της Αλεξάνδρειας (κι έπειτα της Καισαρείας) μετά τη σπουδή βέβαια της φιλοσοφίας κατανοείται καλύτερα σαν προσπάθεια φιλοσοφικής εισαγωγής στο χριστιανισμό ή φιλοσοφικής θεμελιώσεως της πίστεως. Έτσι δεν είναι απορίας άξιο, γιατί το γνωσιολογικό ενδιαφέρον στον Ωριγένη είναι σχεδόν εντονώτερο από το σωτηριολογικό ή γιατί το σωτηριολογικό στοιχείο ταυτίζεται λίγο πολύ με το γνωσιολογικό, κάτι που υπενθυμίζει γνωστικισμό και φιλοσοφικό μυστικισμό. Η μαθητεία του πολύ Ωριγένη στον Αμμώνιο Σακκά είχε σαν αποτέλεσμα και τούτο: στο πρόσωπο του Ωριγένη έχομε τον πρώτο εκκλησιαστικό συγγραφέα, που δέχεται την επίδραση του νεοπλατωνισμού (Τούτο φυσικά γίνεται πολύ σχετικό, αν κάποτε δικαιωθούν οι προσπάθειες μερικών ερευνητών να δείξουν ότι με το όνομα Ωριγένης υπήρχαν δύο πρόσωπα, ο νεοπλατωνικός και ο χριστιανός (βλ.Weber κ.α.).
Ο ερμηνευτής (αλληγορία). Απ’ αρχής μέχρι τέλους του βίου του ο Ωριγένης εργάσθηκε ως ερμηνευτής των Γραφών. Ακριβέστερα: η μέθοδός του ήταν γενικά η ερμηνευτική και ειδικά η αλληγορική ή τυπολογική. Κανένας χριστιανός συγγραφέας δεν ανέπτυξε την αλληγορική μέθοδο όσο ο Ωριγένης και κανείς δεν την είχε τόσο ανάγκη όσο αυτός. Η μέθοδος αυτή είχε ήδη εφαρμοσθή από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα, που και αυτός την είχε δανεισθή από τους πλατωνικούς φιλοσόφους. Πολλά στοιχεία όμως τυπολογικά έλαβε ο Ωριγένης από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Β' αι., ενώ άλλα πάλι βρήκε στους έλληνες φιλοσόφους, που ερμήνευαν τυπολογικά τα ομηρικά έπη. Στη Γραφή έδειχνε αφοσίωση που έφθανε στα όρια της λατρείας. Το κείμενό της ήταν γι’ αυτόν ο σαρκωμένος Λόγος, η παρουσία του Κυρίου στον κόσμο. Η θεοπνευστία της ήταν απόλυτη μέχρι και την τελευταία λεπτομέρειά της (Εις Ιερεμίαν LII 2), διότι πραγματικός συντάκτης της είναι το άγιο Πνεύμα. Συγχρόνως όμως η αποκαλυπτική γραμματεία του είχε κληρονομήσει το πάθος για κεκρυμμένες αλήθειες και δόγματα, που «εν ιστορίας τρόπω» και «εν σχήματι μύθου»• δηλώνονται στη Γραφή (Κατά Κέλσου ε' 29• δ' 39). Η πλατωνική και στωική φιλοσοφία τον είχαν εμποτίσει με αντιλήψεις και θεωρίες. Ο γνωστικισμός, ασυνείδητα μάλλον, συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του στη γνώση κάθε είδους αληθείας και στην έρευνα μεταφυσικών και κοσμολογικών θεμάτων. Η Εκκλησία όμως, η παράδοσή της και η Γραφή της, συνιστούσαν φράγμα για τις τάσεις αυτές, οι οποίες βρήκαν διέξοδο με την αλληγορική ερμηνεία. Όταν δηλαδή πολλές φορές δεν τον ικανοποιούσε το γράμμα της Γραφής, έπαιρνε το γράμμα σαν σύμβολο, σαν τύπο μιας αληθείας, μιας ιδέας ενός γεγονότος. Έτσι ζώα, φυτά, πέτρες, παραστάσεις, ονόματα (με ετυμολογίες), αριθμοί, ακόμα και η σύνταξη, ήσαν τύποι και σύμβολα, που αλληγορούσαν αλήθειες άξιες του Θεού (Κατά Κέλσου ε' 18. Εις Ιωάννην α' 8). Το ευαγγελικό κείμενο από αισθητό έπρεπε να μεταβληθή σε πνευματικό. Στο έργο τούτο έγκειται «πας ο αγών» του θεολόγου, διότι έτσι φθάνει από το σύμβολο ή τον τύπο στην αλήθεια (Εις Ιωαν. α΄ 8). Το σχετικό λοιπόν έργο του ερμηνευτή αποβαίνει απέραντο, δεδομένου ότι για τον Ωριγένη η Γραφή συνιστά ωκεανό και ανεξερεύνητο δάσος από μυστήρια (Εις Έξοδον θ' 1) κρυμμένα στα σύμβολά της, τα οποία είναι δύσκολο ακόμη και να επισημάνη κανείς. Από την επισήμανση των συμβόλων προχωρεί ο ικανός θεολόγος στην αναζήτηση της πραγματικότητος που αυτό απηχεί. Το σύμβολο είναι σήμα και φαινόμενο ανώτερης πραγματικότητος, σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία, όπου τα κατώτερα όντα είναι απηχήσεις και σύμβολα των ανωτέρων όντων.
Η εφαρμογή γενικά της αλληγορικής ή τυπολογικής μεθόδου (στον Ωριγένη δεν διακρίνονται) δε σήμαινε κατ’ ανάγκην άρνηση της ιστορικότητος των βιβλικών κειμένων και των καινοδιαθηκικών γεγονότων, αλλά περιέκλειε δύο τεράστιους κινδύνους: α) Με το αιτιολογικό της ανασημασιοδοτήσεως των υπαρχόντων εξωτερικών σύμβολων μπορούσε ο Ωριγένης να προβάλη αυθαίρετα φιλοσοφικές αντιλήψεις ή γνωστικές και απόκρυφες διδασκαλίες σαν «βούλημα» του Θεού, σαν αλήθεια. Πρέπει όμως να σημειώσωμε ότι γενικά δεν αδιαφορούσε για το κριτήριο της γνησιότητος της προβαλλομένης αληθείας. Το ζητούσε στα παράλληλα χωρία της Γραφής. Συχνά δηλαδή ο αναγνώστης παρατηρεί ότι η Γραφή ερμηνεύεται από τη Γραφή. (Κάτι περισσότερο: ενώ λόγου χάρη αρνείται συνήθως την πραγματικότητα του Παραδείσου, σε νέο απόσπασμα του απορρίπτει μόνο τους ανθρωπομορφισμούς και δέχεται την πραγματικότητά του) (Raur). Εν τούτοις η έλλειψη ορίου στην ανασημασιοδότηση συμβόλων αποδυναμώνει αισθητά την αρχή: η Γραφή ερμηνεύεται δια της Γραφής. β) Η αναζήτηση νοήματος άλλου ή διαφορετικού από το νόημα που ρητά εκφράζει το γράμμα της Γραφής σημαίνει τελικά αποψίλωση της Γραφής, αποξένωσή της από την πραγματική και υψηλή αλήθεια, της οποίας γίνεται μόνο σύμβολο συμβόλου. Και είναι βέβαια η Γραφή συμβολική έκφραση της αληθείας, αλλά τα σύμβολά της εκφράζουν, δηλώνουν, υπογραμμίζουν με σαφήνεια την πραγματική αλήθεια, το γνήσιο «βούλημα» του Θεού. Και δεν ταυτίζεται βέβαια η έκφραση της αληθείας με την ίδια την αλήθεια, αλλά η συγκεκριμένη βιβλική έκφραση ανταποκρίνεται, όπως είναι, στη δηλουμένη αλήθεια και όχι σε κάποια άλλη, που πρέπει να αναζητήσωμε, ξεκινώντας από τον εκφραστικό τύπο σαν να ήταν αυτός μαγικό κρυπτογράφημα. Τα σύμβολα, οι εκφραστικοί δηλ. τύποι της Γραφής, είναι ήδη η καταλληλότερη πρόσβαση στην αλήθεια, είναι ο πλησιέστερος δρόμος που φθάνει στην αλήθεια. Η αναζήτηση άλλου δρόμου θα οδηγήση σε άλλο τέρμα. Η γενική εφαρμογή της αλληγορικής μεθόδου από τον Ωριγένη σημαίνει ακόμη ότι μόνο οι χαρισματούχοι πνευματικοί, όχι οι απλοί πιστοί, μπορούν να φθάσουν στο νόημα των βιβλικών τύπων, που άλλο λέγουν και άλλο συνήθως εννοούν. Η αποξένωση αυτού που φανερά δηλώνει ο τύπος της Γραφής από αυτό που κρύπτει μεταβάλλει τελικά τη Γραφή σε χρηστικό όργανο στα χέρια του θεολόγου ερμηνευτή, ο οποίος μπορεί να την χρησιμοποιή κατά το δοκούν προς κατοχύρωση των οποιωνδήποτε αντιλήψεων του.
Η χωρίς όρια εφαρμογή της αλληγορικής μεθόδου οδηγεί τελικά όχι στη διεύρυνση, την εμβάθυνση, τη γνήσια αύξηση της Παραδόσεως που ήδη υπάρχει, αλλά στη βελτίωση (Εις Ιωαν. 4, 21) της Παραδόσεως, δηλ. στην προβολή λίγο πολύ νέας παραδόσεως, νέων αληθειών, κάτι που συνέβη πολλές φορές με τον Ωριγένη. Ο ερμηνευτής θεολόγος μπορεί κάτω από ωρισμένες προϋποθέσεις να πραγματοποιήση νέα βήματα ερμηνεύοντας Γραφή και Παράδοση, αλλά τα βήματα αυτά πρέπει να είναι συνέχεια της Παραδόσεως, ομόλογα και σύμφωνα προς αυτή και όχι να συνιστούν την άρνηση της ή κάτι άλλο σε σχέση προς αυτή.
Θεολογία και πνευματική ζωή. Στη θεολογική σκέψη του αλληγοριστή Ωριγένη, αντίθετα μάλιστα προς την τακτική του προκατόχου του στην αλεξανδρινή σχολή Κλήμεντα, θεμέλιο αποτελεί ο Θεός Πατήρ και όχι ο Λόγος. Ο Πατήρ, που είναι ακατάληπτος και άρρητος, είναι ο Θεός, ο κατ’ εξοχήν και κυρίως Θεός, είναι ο μόνος «αυτόθεος»• ενώ και αυτός ο Κύριος είναι «μετοχή της εκείνου θεότητος θεοποιούμενον, ουχ ως ο Θεός, αλλά Θεός», είναι «εικών πρωτοτύπου», κατώτερος του Πατρός, με μικρότερη δύναμη, «δεύτερος Θεός» (Εις Ιωαν. β' 2-3• ε' 39. Βλ. και Περί αρχών ΑΙΙΙ3). Και το άγιο Πνεύμα εν συνεχεία είναι κατώτερο του Υιού. Ότι μετέχει στο Θεό είναι γενικά εικόνα αυτού, αλλ’ ο Υιός είναι η κατ’ εξοχήν εικόνα του Πατρός, ενώ οι άνθρωποι είναι «εικόνες εικόνος», γι’ αυτό και περί αυτών λέγεται το «κατ’ εικόνα» (Εις Ιωαν. β' 3. Εις Γεν. α' 26). Η θεία οικονομία της προόδου του Υιού και του Πνεύματος (που είναι διακεκριμένα πρόσωπα και χρησιμοποιούνται γι’ αυτά οι όροι υποκείμενον και υπόστασις) κατανοείται σαν εκδίπλωση της αρχικής Μονάδας σε υποστάσεις, ενώ συγχρόνως δηλώνεται ότι η γέννηση του Υιού γίνεται σ’ ένα αιώνιο παρόν. Ο Πατήρ δηλαδή «αεί γεννά» τον Υιό (Εις Ιερεμίαν θ' 4) κατά τη θέλησή του (Περί αρχών δ' 4). Ο δε ακατάπαυστα γεννώμενος Υιός εμφανίζεται κάποτε ως κατερχόμενος συμβολικά στη γη. Η ψυχή του ανθρώπου Ιησού που προϋπάρχει ενώνεται με το Λόγο και εισέρχεται στη Μαρία, από την οποία έχομε μεσάζον ον (μεταξύ Θεού και ανθρώπου), τον Θεάνθρωπον (ο όρος του Ωριγένη), που εισέρχεται κατόπιν στον άνθρωπο, κι έτσι πραγματοποιείται η σωτηρία (Εις Ιερεμίαν θ' I). Την είσοδο αυτή εξασφαλίζει το άγιο Πνεύμα, αλλά ο εισερχόμενος κατανοείται περισσότερο σαν Λόγος και λιγώτερο σαν Χριστός. Γι’ αυτό και ο λόγος του Θεού, ο λόγος της Γραφής, είναι η τροφή του πιστού, είναι φάρμακο, που καθαρίζει τον άνθρωπο (Εις Αριθμ. κζ΄ 1• Εις Ίερεμ. β' 2), κάτι που στην πραγματικότητα γίνεται από τον ίδιο το Θεό.
Διαπιστώνομε δηλαδή ένα είδος λογομονισμού και λογολογίας, θεωρήσεως της Γραφής ως πράγματος αυτοδύναμου, ικανού να δημιουργή πνευματικούς ανθρώπους, ενώ πρόκειται μόνο για βιβλίο, στο οποίο διατυπώνεται το θέλημα του Θεού, δηλώνεται η αλήθεια. Συγχρόνως δε η λογολογία αυτή αποβαίνει σε βάρος της ρεαλιστικής θεωρήσεως του έργου του Κυρίου, που ως ένα σημείο γίνεται διαδικασία κοσμολογική (J. Danielou). Συνέπεια είναι η θεώρηση της αυτογνωσίας ως μέσου σωτηρίας, η συσχέτιση της προσευχής (αδιάλειπτης) με τη σωματική έκσταση (Εις Ιωάννην α΄ 30), η άποψη ότι η τιμωρία της ψυχής αποτελεί ασθένεια της ίδιας της ψυχής (στωϊκή αντίληψη). Ο φυσικός ή πτωτικός δηλαδή άνθρωπος έχει μέσα του μια δυνητική λυτρωτική δύναμη, που δε λειτουργεί βέβαια ερήμην του έργου του Χριστού, αλλά και που δεν είναι το έργο τούτο ριζικά και απόλυτα ανακεφαλαιωτικό, όπως το ανέλυσε ο Ειρηναίος. Άρα και το έργο της Εκκλησίας υποτιμάται ως ένα σημείο, μολονότι χρησιμοποίησε γι’ αυτήν τον όρο σώμα Χριστού (Εις τα Άσματα β' στίχ. ιστ') και «κόσμον κόσμου» (κόσμημα ή μορφή του κόσμου) (Εις Ιωάννην στ' 59). Δεν είναι όμως τυχαίο το ότι στις χιλιάδες των σελίδων του δεν ομιλεί περί της ιστορικής και σαφώς οργανωμένης Εκκλησίας, περί των ποιμένων και του έργου της, ενώ η σημασία των θείων μυστηρίων της κατανοείται περισσότερο σαν μετάδοση λόγου, σχετικού με το Λόγο. Στο βάθος της σκέψεώς του υποφώσκει η διάκριση της Εκκλησίας σε ιστορική και σε «κυρίως Εκκλησία» (Περί προσευχής 20,1), η οποία δεν έχει σπίλο ή ρυτίδα, που είναι ιδανική και την οποία συνιστούν λίγοι «άγιοι» και «διδάσκαλοι» (Εις τα Άσματα β' στιχ. ιε'). Ο ρόλος των επισκόπων περιορίζεται στην Ιστορική Εκκλησία και τους αποδίδεται το «άρχειν» ή «φροντίζειν» τα της Εκκλησίας (Κατά Κέλσου η΄ 75). Για τον αλεξανδρινό μας θεολόγο το αληθινό πρόσωπο ή το αληθινό πνεύμα της Εκκλησίας εκφράζουν οι πνευματικοί χριστιανοί, τον αποφασιστικό ρόλο στη ζωή της διαδραματίζουν οι κατ’ εξοχήν άγιοι, οι τέλειοι, οι πνευματικοί διδάσκαλοι, που θεωρούνται «ισάγγελοι» και ορίζουν την πνευματική της πορεία, συνιστούν τη μεγάλη της δύναμη και κυριολεκτικά σώζουν από τον πονηρό δαίμονα τους πιστούς (Εις τα Άσματα β' στίχ. ιε'). Ακόμη λέγει σαφώς ότι στους τελείους οικοδομείται συνεχώς η Εκκλησία, όπως συνέβη με τον Πέτρο (Εις Ματθ. τομ. ιβ' 10). Η χάρη δηλαδή του Πέτρου και των λοιπών Αποστόλων ως προς την οικοδόμηση της Εκκλησίας συνεχίζεται στους τελείους (όχι στους επισκόπους λοιπόν, που ποτέ δεν ταυτίζονται με τους τελείους), για τους οποίους προορίζεται άλλωστε και η βαθύτερη «εσωτερική» διδασκαλία της Εκκλησίας (Κατά Κέλσον α΄ 7). Οι ποιμένες της αφήνεται να φανή ότι έχουν ρόλο συμβατικό σε σχέση με τα παραπάνω πρόσωπα. Κατορθώνει εν τούτοις να μη φθάνη στα άκρα. Γι’ αυτό οι τέλειοι (οι εκλεκτοί) δεν τοποθετούνται σαν ιδιαίτερη ομάδα έξω ή πάνω από την ιστορική Εκκλησία. Ζουν, δρουν και παραδειγματίζουν στους κόλπους της, μολονότι διακρίνονται από τους λοιπούς πιστούς και εκφράζουν την αληθινή της ταυτότητα, την τέλεια μορφή της.
Ο πνευματικός άνθρωπος είναι το διακεκριμένο εκείνο ον, που ενώνεται μυστικά με το Λόγο, που αποκτά οικειότητα με το Θεό, περνά από τα διαδοχικά στάδια της πίστεως, της γνώσεως και της σοφίας ή της πράξεως, της θεωρίας και της θεολογίας (Εις Ιωαν., ιδ' 8). Ο αγώνας του δε και η άσκηση του είναι πραγματικά (σε αντίθεση με ό,τι παρατηρήσαμε στον Κλήμεντα Αλεξανδρέα) και πολύ αυστηρά. Συχνά όμως η άσκηση για την κάθαρση έχει χαρακτήρα αυτόνομο, αλλά ποτέ δεν οργανώνεται σε ηθικιστικό σύστημα, σε κανόνες ηθικής και ξηρής αρετολογίας. Στο τελευταίο σημείο τούτο η προσφορά του Ωριγένη είναι όντως τεράστια, διότι, ξεπερνώντας την ηθικολογία προηγουμένων εκκλησιαστικών συγγραφέων (Κλήμεντα κ. άλλων), έδειξε ρεαλιστικά και συγκλονιστικά το δραματικό στοιχείο του πνευματικού αγώνα και της ασκήσεως. Έτσι επέδρασε ευρύτατα όχι μόνο στο μοναχισμό, αλλά και γενικά στη διαμόρφωση της θεολογίας του χριστιανικού ήθους.
Οραματιατής των εσχάτων. Στο πρόσωπο του Ωριγένη έχομε το μεγαλειώδη όσο και περίεργο συνδυασμό του κριτικού και του αλληγοριστή, του αδυσώπητου αγωνιστή και του οραματιστή. Του αυστηρού κριτικού που διυλίζει τα πάντα και του ευφάνταστου, που με αφέλεια ορίζει την κατάσταση των εσχάτων. Ακριβώς όμως το οραματιστικό στοιχείο τούτο στο χαρακτήρα του εξηγεί όχι μόνο τη συχνή αναφορά του στα έσχατα, μα και την κάποια του αστάθεια σε όσα σχετικά γράφει. Μιλώντας για το ίδιο θέμα δεν εκφράζεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, κάτι που δημιουργεί αμηχανία στον ερευνητή. Γενικά όμως, βαθειά επηρεασμένος από τον Πλάτωνα και το γνωστικισμό, φρονούσε ότι ο Θεός δημιουργούσε πάντοτε (προαιώνια και όχι εν χρόνω) και ότι υπάρχει συνεχής εναλλαγή κόσμων. Στη διαδικασία λοιπόν της διαδοχικής ελεύσεως των κόσμων τοποθετείται γενικά η κάθαρση και τελείωση των ανθρώπων. Επειδή έστω και λίγο οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί, έχουν ανάγκη καθάρσεως μετά το θάνατό τους (Εις Ιερ. ια' 5 και κ΄3). Η κάθαρση, που σχετίζεται και ίσως ταυτίζεται με την αυτοσυνειδησία, για μεν τους ευσεβείς γίνεται αμέσως από το Θεό, για δε τους ασεβείς σε διαδοχικούς κύκλους καθάρσεως (από 1 έως 7, ανάλογα με το βαθμό αμαρτωλότητος), οι οποίοι αντιστοιχούν σε διαδοχικούς κόσμους, που θ’ ακολουθήσουν τον παρόντα κόσμο (Εις Ιερεμίαν ζ' 2) (το τελευταίο προϋποθέτει μετεμψύχωση, αλλά εξηγεί ότι οι ψυχές των ανθρώπων δεν εισέρχονται σε σώματα ζώων). Με τον τρόπο αυτό θα καθαρθούν οι πάντες, ακόμη και οι δαίμονες. Επομένως η τιμωρία (το καθαρτήριο) θα είναι θεραπεία πρόσκαιρη, αν και οι απλοί πιστοί τη θεωρούν αιώνια. Η απλοϊκή όμως αυτή πίστη δεν βλάπτει, διότι οδηγεί σε μεγαλύτερη πνευματική εγρήγορση (Εις Ιερεμίαν κ' 4). Τέλος, θα υπάρξη οριστική αποκατάσταση των πάντων στην αρχέγονη κατάσταση με τη νέα κάθοδο (επάνοδο) του Χριστού στον κόσμο, με την πνευματική ανάσταση των σωμάτων και με την αδιατάρακτη κοινωνία Θεού και δημιουργίας.
Οι αντιλήψεις αυτές και μάλιστα οι περί μετεμψυχώσεως και προϋπάρξεως των ψυχών, που διατυπώνει κάπως ασαφώς βέβαια ο Ωριγένης (Περί αρχών γ' 1,23), προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις, σε συνδυασμό και με τη χριστολογία του (προΰπαρξη ψυχής Χριστού κλπ.)
ΒΙΟΣ
Όσα στοιχεία διέσωσαν οι αρχαίες πηγές για το βίο και τη δράση του Ωριγένη υπερβαίνουν αυτά που διέσωσαν για όλους μαζύ τους προγενέστερους εκκλησ. συγγραφείς. Οι σπουδαιότερες από τις πηγές αυτές είναι τα έργα του Παμφίλου (Απολογία), του Ευσεβίου (Εκκλησ. ιστ. ΣΤ), του Ιερωνύμου (De viris ill. 54-62 και Επιστ. 44,1) του Φωτίου (Βιβλιοθήκη 118), του Γρηγορίου Θαυματουργού (Χαριστήριος), καθώς και τα έργα του ίδιου του Ωριγένη. Βέβαια ο Ευσέβιος, που είναι και πλουσιώτερος σε πληροφορίες, υπήρξε θαυμαστής και υπερασπιστής του Ωριγένη, κάτι που μειώνει τη σημασία πολλών μαρτυριών του. Η κριτική έρευνα σήμερα έχει αξιολογήσει ορθά μερικές προσωποληπτικές ειδήσεις του, καθώς και κάποιες εκτιμήσεις εχθρών του Ωριγένη.
Ο μεγάλος αλεξανδρινός θεολόγος γεννήθηκε από χριστιανούς (Ευσέβιος) και όχι εθνικούς (Πορφύριος) γονείς μάλλον το 185 στην Αλεξάνδρεια. Τα ελληνικά γράμματα και την γνωριμία του με τη Γραφή ώφειλε πρώτιστα στον πατέρα του Λεωνίδη, που ήταν δάσκαλος της γραμματικής και μαρτύρησε το 201/2. Πιθανώτατα μαθήτευσε στον Κλήμεντα και σε άλλους δασκάλους. Από νεαρή ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την κατανόηση της Γραφής και φλογερό ενθουσιασμό για το μαρτύριο και τον αυστηρό ασκητικό βίο. Ήταν αποφασισμένος να ακολουθήση στις φυλακές τον πατέρα του, αλλά το μητρικό τέχνασμα της αποκρύψεως των ρούχων του τον εμπόδισε. Η απώλεια του πατέρα του ωδήγησε στην απόλυτη ένδεια την οικογένεια του, που την αποτελούσαν μητέρα και επτά τέκνα με τον Ωριγένη πρωτότοκο. Παρά ταύτα συνέχισε τις σπουδές του (203-205) με την οικονομική βοήθεια πλούσιας χριστιανής. Μεταξύ 206 και 210 (βλ. Nautin, Origene...,του οποίου τις χρονολογήσεις ακλουθούμε συχνά) εργάσθηκε σαν γραμματοδιδάσκαλος και κατηχητής. Ζούσε με ολίγα μέσα, με αυστηρή εγκράτεια και από άμετρο ενθουσιασμό ευνουχίσθηκε, εφαρμόζοντας κατά γράμμα το Ματθ. 19,12. Το κατηχητικό έργο, που στην αρχή άσκησε μάλλον ιδιωτικά, συνέχισε κατόπιν με εντολή του Δημητρίου Αλεξανδρείας. Περί το 210 αποφάσισε να επιδοθή στη σπουδή της φιλοσοφίας, παρακολουθώντας τον πλατωνικό Αμμώνιο Σακκά, που ήταν εντυπωσιακή σωκρατική φυσιογνωμία και πρώην χριστιανός. Στο μεταξύ διαίρεσε το «Διδασκαλείον» της Αλεξανδρείας σε δύο τμήματα, αφήνοντας το πρώτο στο μαθητή του Ηρακλά. Έτσι είχε αρκετό χρόνο για τη φιλοσοφία και τα εβραϊκά, στα οποία επίσης επιδόθηκε και των οποίων μάλλον γνώριζε στοιχεία (Sgherri). Τα εβραϊκά του ήσαν απαραίτητα για την ετοιμασία κειμένου της ΠΔ, που θα συνιστούσε παραδεκτή βάση και για τους ελληνιστές Ιουδαίους προς συζήτηση θεολογική. (Έτσι το 2178 άρχισε να εργάζεται για τα Τετραπλά). Η μεγαλοφυΐα του Ωριγένη εκδηλώνεται κι επιβάλλεται ολοένα και περισσότερο. Οι μαθητές του αυξάνονται και δεν είναι μόνο χριστιανοί. Η φήμη του ξεπερνά γρήγορα τα όρια της Αίγυπτου και φθάνει όπου υπάρχει χριστιανικό στοιχείο. Αλλά και ο ίδιος δε μένει προσκολλημένος στην Αλεξάνδρεια. Το 211/12 (ο Nautin: 215) επισκέπτεται τη Ρώμη, όπου ακούει κήρυγμα του Ιππολύτου. Μετά το 225 επισκέπτεται την Αραβία και το 229/30 εξ αιτίας των προβλημάτων κυρίως που δημιουργούν τα έργα του φεύγει στην Παλαιστίνη, όπου, όντας ακόμη λαϊκός, κηρύττει σε ναούς με τη συγκατάθεση των επισκόπων Καισαρείας και Ιεροσολύμων. Το γεγονός αυτό οξύνει πολύ τις σχέσεις του με το Δημήτριο. Το 231 επανέρχεται στην Αλεξάνδρεια και το χειμώνα του 231/2 προσκαλείται από την Ιουλία Μαμμαία, μητέρα του Αλεξάνδρου Σεβήρου, στην Αντιόχεια, όπου είχε συζητήσεις για τη χριστιανική πίστη και όπου του έγιναν πολλές τιμές. Κατά την εποχή αυτή συνέχιζε το τεράστιο κριτικό του έργο Εξαπλά, ενώ είχε ήδη γράψει αλλά, όπως τα Περί αναστάσεως, Στρωματείς, Περί αρχών, Υπόμνημα στους Ψαλμούς και άλλα.
Το έτος 232 σημείωσε αποφασιστικά τη σταδιοδρομία του Ωριγένη, ο οποίος ταξιδεύοντας για την Αθήνα πέρασε από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος χωρίς την άδεια του Δημητρίου. Στην Αθήνα πληροφορήθηκε την αντίδραση του Δημητρίου, που πήρε αυστηρά μέτρα εναντίον του. Όταν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια βρήκε αρνητικό κλίμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ωρισμένες αντιλήψεις του Ωριγένη και οι αξιώσεις του ως διδασκάλου πνευματικού έναντι του επισκόπου, υπογραμμισμένες από τις αντικανονικότητες του αυτοευνουχισμού και της χειροτονίας του χωρίς την άδεια του επισκόπου του, ωδήγησαν στις εναντίον του καταδικαστικές αποφάσεις και στην πλήρη δυσμένεια. Τις αποφάσεις της αλεξανδρινής Εκκλησίας απέρριψαν οι Εκκλησίες Παλαιστίνης, Αραβίας, Φοινίκης και Ελλάδος. Έτσι τα γεγονότα έφεραν τον Ωριγένη το 234 στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου έγινε δεκτός με αγάπη και πολλές τιμές και όπου ίδρυσε σχολή. Εκεί συνέχισε το διδακτικό του έργο, δηλ. τη φιλοσοφική προετοιμασία προς κατανόηση του χριστιανισμού, την ερμηνεία των Γραφών και τη θεολογία. Με την οικονομική δε βοήθεια και πίεση του πλούσιου μαθητή και θαυμαστή του Αμβροσίου έγραψε μεταξύ 234 και 250 πλήθος ερμηνευτικών και απολογητικών έργων, έχοντας για το σκοπό αυτό στη διάθεσή του ταχυγράφους, οι οποίοι εργάζονταν ολόκληρη την ημέρα και την περισσότερη νύκτα, κάτι που έκανε και τον ίδιο τον Ωριγένη να παραπονήται.
Μεταξύ 239 και 242 μετέβη και πάλι στην Αραβία, προσκαλεσμένος των επισκόπων, για να συζητήση με τον επίσκοπο Βόστρων Βήρυλο, που θεωρείται πατροπασχίτης, κάτι που ο Ρ. Nautin απορρίπτει. Το 245 ο Γρηγόριος Θαυματουργός διάβασε τον Χαριστήριον λόγον με την ευκαιρία της περατώσεως των σπουδών του στη σχολή του Ωριγένη. Από το κείμενο αυτό συμπεραίνομε σε γενικές γραμμές το πρόγραμμα της σχολής του Ωριγένη: φιλολογία, γεωμετρία, αστρονομία, ηθική, φιλοσοφία και θεολογία. Επισκέφθηκε ακόμα τη Νικομήδεια, την Αραβία και ίσως και την Ελλάδα. Το 246 και 247 εργάσθηκε στην Καισάρεια για τους Ψαλμούς, τις Παροιμίες, τον Εκκλησιαστή κ.ά. Το επόμενο έτος έμεινε για μεγάλο διάστημα στη Νικομήδεια, από όπου γύρισε στην Καισάρεια (ή στην Τύρο) για να γράψη (249) το Κατά Κέλσου και τα τελευταία υπομνήματα του. Το 250, στο διωγμό του Δεκίου, συνελήφθη, έζησε με καρτερία τις ταλαιπωρίες και τις κακώσεις της φυλακής και ωμολόγησε θαρραλέα την πίστη του. Αφέθηκε από τις φυλακές, αλλά η αυστηρή άσκηση, η εξουθενωτική εργασία και προφανώς οι κακουχίες του διωγμού τον ωδήγησαν στο θάνατο το 253 (ή 254), που συνέβη στην Τύρο της Φοινίκης.
Στην έρευνα έχει προκόψει προ πολλού θέμα δυο προσώπων με το όνομα Ωριγένης. Και τούτο διότι ο νεοπλατωνικός Πορφύριος στο έργο του Βίος Πλωτίνον (Γ 24-32) αναφέρει κάποιον Ωριγένη, που έγραψε δύο πλατωνικά έργα, συμμεριζόταν θεωρίες του Πλωτίνου και άρα ήταν πρόσωπο διάφορο από το μεγάλο χριστιανό θεολόγο Ωριγένη. Ο Weber τελευταία συστηματοποίησε την προσπάθεια διακρίσεως δύο Ωριγενών, αλλά η έρευνα του βασίζεται κυρίως στη γνώση του νεοπλατωνικού και ελάχιστα του χριστιανού Ωριγένη. Τη διάκριση δύο προσώπων δέχονται μερικοί ερευνητές, αλλά το θέμα είναι μακρυά από την οριστική του λύση.
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΩΡΙΓΈΝΗ ΣΉΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
α. Στη σύγχρονη έρευνα πλανάται το ερώτημα: ποία είναι η θέση του Ωριγένη στην Εκκλησία, στη συνείδηση της Εκκλησίας; Λίγο πολύ, έμμεσα ή άμεσα, ήπια ή έντονα, το ερώτημα τούτο θέτουν όλοι σχεδόν οι θεολόγοι, διότι όποιο κλάδο και αν θεραπεύουν θα εύρουν ενώπιον τους το χαλκέντερο Ωριγένη, που όμως είναι καταδικασμένος από την Εκκλησία στην Οικουμενική της σύνοδο του 553 βάσει και του διατάγματος του 543, που εξέδωσε ο Ιουστινιανός με την προτροπή θεολογικών και εκκλησιαστικών παραγόντων. Επειδή μάλιστα η θεολογία στην αληθινή της μορφή συνιστά έκφραση της ζωής της Εκκλησίας, έπεται ότι ο καταδικασμένος Ωριγένης κατά κάποιο τρόπο υπάρχει στη ζωή της, αφού συνεχώς διαβάζεται και χρησιμοποιείται, αναφέρεται θετικά ή αρνητικά. Το φαινόμενο είναι ίσως δυσεξήγητο για την αυτόνομη ερευνητική θεολογία, αλλά μάλλον απλό για τη συνείδηση της ανατολικής Εκκλησίας και θεολογίας, η οποία τον αγάπησε και τον καταδίκασε, τον αγκάλιασε με απέραντη θέρμη και τον απέρριψε με αποτροπιασμό.
Το πρόβλημα της κατανοήσεως της θέσεως του Ωριγένη στην συνείδηση της θεολογούσης Εκκλησίας είναι θέμα αφ’ ενός μεν κατανοήσεως της υφής της Εκκλησίας και της πορείας της θεολογίας, αφ ετέρου δε αξιολογήσεως του ρόλου των εχθρών και των θαυμαστών του Ωριγένη στη διαμόρφωση της ίδιας της πορείας της εκκλησιαστικής θεολογίας.
β. Η πορεία της Εκκλησίας και της θεολογίας είναι δραματική προσπάθεια σωτηρίας των αμαρτωλών και αληθείας αγώνισμα, στο οποίο οι αθλητές — οι θεολόγοι — έχουν θέση και όταν ακόμη δείξουν αδυναμίες, αποτυχίες ή παρεκκλίσεις. Το είδος μάλιστα του αγωνίσματος είναι τέτοιο που οι περισσότεροι αθλητές κάνουν παρεκκλίσεις και παρουσιάζουν αδυναμίες, ιδιαίτερα όταν το άθλημα είναι σχετικά νέο και οι αθλητές έχουν εξαιρετικά μεγάλες διανοητικές ικανότητες. Για μακρές εποχές οι θεολόγοι της Εκκλησίας αντιμετωπίζουν κρίσιμα προβλήματα, στα οποία επιχειρούν να δώσουν απάντηση. Και η απάντηση δίδεται κάποτε με τη βοήθεια του φωτιστικού Πνεύματος, αλλά στο μεταξύ πολλοί θεολόγοι αποτυγχάνουν λίγο ή πολύ να φθάσουν στην απάντηση, πράγμα που σημαίνει αδυναμία, σφάλμα, παρέκκλιση. Η Εκκλησία την κατάσταση αυτή αντιμετωπίζει ρεαλιστικά, δηλαδή την βλέπει σαν κάτι που θα ήθελε να είναι αλλοιώς, αλλά δε γίνεται παρά μόνο έτσι. Και βασικά, όπως φέρεται στους αμαρτωλούς πιστούς της —και όλοι είναι αμαρτωλοί —, έτσι φέρεται και στους λίγο ή πολύ αποτυχόντες θεολόγους της: τους συγχωρεί, τους ενισχύει την ελπίδα. Τούτο είναι αυτονόητο, διότι έργο της Εκκλησίας είναι να ποιμαίνη, να δίνη ελπίδα και όχι να διοική και να καταδικάζη, δηλαδή να αφαιρή την ελπίδα. Άλλωστε παρά την ιδρυματικότητά της η Εκκλησία είναι η ενότης Χριστού και πιστού, κάτι που σημαίνει ότι ποτέ κανείς δεν θα ήθελε να διακόψη τη σχέση αυτή. Όσο ελαττωματική και αν είναι η ενότης αυτή ένεκα των αποτυχιών των συγκεκριμένων προσώπων, είναι πάντοτε προτιμότερο να μη καταγγελθή. Και στην περίπτωση ακόμα της ανυπαρξίας — ένεκα μεγάλης πλάνης — τέτοιας ενότητος η μη επίσημη κοινοποίηση του γεγονότος είναι προτιμότερη. Αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για την ενότητα Χριστού και ανθρώπου, οι ποιμένες, οι επίσκοποι, και γι’ αυτό δεν «καταδίκαζαν» παρά σπανίως. Οι σπάνιες αυτές καταδίκες και είναι σπάνιες σε σύγκριση με τις άπειρες παρεκκλίσεις στους κόλπους της Εκκλησίας είναι καταγγελία και γνωστοποίηση επίσημη και τρομερή του γεγονότος ότι ένας ωρισμένος θεολόγος έσφαλε τόσο πολύ, που πλέον η ενότης του με το Χριστό, που μόνο αυτή οδηγεί στη σωτηρία, δεν υπάρχει, γιατί στη θέση του Χριστού ή γενικά της θείας αλήθειας τοποθέτησε κάτι που δεν υπάρχει, μία σκιά, μία κακοδοξία. Και στην ενέργεια — καταδίκη αυτή προβαίνουν οι ποιμένες μόνο και μόνο, όταν κινδυνεύουν πολλοί πιστοί να θεωρήσουν σαν πραγματική ενότητα Χριστού και ανθρώπου τη μη ενότητα, την ψευδοενότητα, που προβάλλει ο αποτυχημένος θεολόγος. Επομένως η Εκκλησία εμφαντικά επιβεβαιώνει την αίρεση (καταδικάζει) μόνο, όταν κινδυνεύουν κυριολεκτικά τα μέλη της να χάσουν τη σωτηρία τους.
γ. Στην περίπτωση του Ωριγένη η θεολογούσα Εκκλησία τήρησε στάση εξαιρετικά συνετή. Στην Αλεξάνδρεια πραγματοποιήθηκαν το 231 δύο συνάξεις (συσκέψεις). Η πρώτη του απαγόρευσε να διδάσκη, η άλλη τον καθήρεσε (είχε γίνει πρεσβύτερος σε ξένη επισκοπή). Την απόφαση αυτή δεν υιοθέτησαν όλες οι Εκκλησίες και όμως η Αλεξάνδρεια δεν επέμεινε, ώστε να διακόψη τις σχέσεις της με όσες Εκκλησίες περιέθαλψαν και τίμησαν τον Ωριγένη. Τούτο σημαίνει ότι η απόφαση της Αλεξανδρινής Εκκλησίας ήταν ένα είδος προειδοποιήσεως: προσέξετε, στο πρόσωπο και στο έργο του Ωριγένη διαβλέπομε κινδύνους. Οι λόγοι που ωδήγησαν στην απόφαση αυτή (παρέκκλιση στη διδασκαλία, αντικανονικότης και ίσως και προσωπικοί λόγοι) αμβλύνθηκαν σύντομα ή θεωρήθηκαν με άλλο πρίσμα και στην ίδια την Αλεξάνδρεια. Έτσι ο Ωριγένης, ενώ πάντα διαβαζόταν, έγινε αντικείμενο επιθέσεων μόλις τέλος του Γ' και αρχές του Δ' αιώνα από τον Πέτρο Αλεξανδρείας (+311), το Μεθόδιο Ολύμπου (+310/1) και τον Ευστάθιο Αντιόχειας (+λίγο προ του 337), χωρίς πάλι το θέμα να φθάση σε σύνοδο. Βραδύτερα τάχθηκαν κατά του Ωριγένη ο Διόδωρος Ταρσού ( + 390/4), ο Θεόδωρος Μοψουεστίας (+428), ο Απολινάριος Λαοδικείας (+περί το 390), ο Επιφάνιος Σαλαμίνος Κύπρου (+403), ο Αναστάσιος Ρώμης (399—402), ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας (385—412), ο Αντίπατρος Βόστρων (+μετά 455). Ο έντονος αυτός αντιωριγενισμός προκάλεσε την υπεράσπιση του Ωριγένη, την οποία ανέλαβαν με ενθουσιασμό και χωρίς καμμιά επιφύλαξη πρώτοι ο Πάμφιλος ( + 309) και ο Ευσέβιος Καισαρείας (+339). Το μέρος του Ωριγένη πήραν στη συνέχεια ο Ευάγριος Ποντικός (+399), ο Δίδυμος Τυφλός (+398) και ο Ρουφίνος ( + 410). Κατά τον Ε' αιώνα μεγάλες μοναστικές κοινότητες (Μικρά Λαύρα Παλαιστίνης, Μακροί αδελφοί της Αιγύπτου, Μοναχοί Νιτρίας) υπεράσπισαν τον Ωριγένη με τον Ιωάννη Ιεροσολύμων (386— 417), το Συνέσιο Πτολεμαΐδος (+413/4), τον Παλλάδιο Ελενοπόλεως (+προ του 431), τον ιστορικό Σωκράτη (+λίγο μετά το 439) κ.ά.
δ. Μέχρι το τέλος του Δ' και τις αρχές του Ε' αιώνα η διαμάχη γύρω από τον Ωριγένη ήταν φιλολογικοθεολογική. (Η πρώτη καταδίκη του προσώπου και του έργου του Ωριγένη έγινε το 400 στην Αλεξάνδρεια). Αν μάλιστα προσέξη κανείς, θα διαπιστώση ότι τα πρόσωπα, που συζητούσαν έντονα το θέμα, δε διαδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση της πορείας της Παραδόσεως. Έτσι π.χ. γνωρίζομε ότι οι αντιωριγενιστές Μεθόδιος Ολύμπου, Διόδωρος Ταρσού, Απολινάριος, Θεόφιλος Αλεξανδρείας και Θεόδωρος Μοψουεστίας δεν ήσαν ακραιφνείς φορείς του πνεύματος της Παραδόσεως, ενώ ο Πέτρος Αλεξ., ο Ευστάθιος, ο Σαλαμΐνος Επιφάνιος, ο Αναστάσιος Ρώμης και ο Αντίπατρος Βόστρων δεν είναι μεγάλοι ή κατ’ εξοχήν μεγάλοι θεολόγοι και Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τους φανατικούς υποστηρικτές του Ωριγένη: ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Ευάγριος, ο Δίδυμος, ο Συνέσιος Πτολεμαΐδος και ο Σωκράτης δεν είχαν κατά πάντα ορθόδοξο φρόνημα, ενώ ο Πάμφιλος, ο Ρουφίνος, ο Ιωάννης Ιεροσολύμων και ο Παλλάδιος δεν υπήρξαν μεγάλοι θεολόγοι. Επομένως τόσο οι άσπονδοι πολέμιοι, όσο και οι φανατικοί φίλοι του Ωριγένη δεν αποτελούν το μέτρο της ορθοδόξου θεολογίας, ούτε εκφράζουν το γνήσιο κλίμα της Εκκλησίας. Έχει εξαιρετική σημασία το γεγονός ότι αυτοί που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της θεολογίας, που είχαν καθοριστικό ρόλο στην Παράδοση, που υπήρξαν μεγάλοι θεολόγοι και που για όλ’ αυτά είναι κατ' εξοχήν Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, τήρησαν τελείως διαφορετική στάση από τους παραπάνω στο πρόβλημα Ωριγένης.
Πρόκειται για τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας (+373), το Μέγα Βασίλειο (+379), το Γρηγόριο Θεολόγο ( + 390), το Γρηγόριο Νύσσης (+394), τον ιερό Χρυσόστομο (+407), και τον Ιλάριο Πικταβίου (+367), τον Αμβρόσιο Μιλάνου (+397) και Βικέντιο Λειρίνου (+προ 450) στη Δύση. Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι αυτοί γνώριζαν καλά και χρησιμοποιούσαν παντοιοτρόπως τον Ωριγένη και μολονότι είχαν βαθειά συνείδηση των παρεκκλίσεών του, των κακοδοξιών και των σφαλμάτων του, έκαιε μέσα τους άσβεστη αγάπη γι’ αυτόν, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι: ο Αθανάσιος σημειώνει αλλά και συγχρόνως αμβλύνει τις πολλές ωριγένειες παρεκκλίσεις, εκτιμώντας αυτές σαν προσωπικές ακροβασίες και «γυμνασίες» του «φιλοπόνου» αλεξανδρέα (Περί Νίκαιας 27, 1-2). Τα σχετικά χωρία του Αθανασίου προδίδουν αδιόρατη τρυφερότητα για τον Ωριγένη, του οποίου πολυσήμαντα θεολογικά σχήματα (όπως ότι ο Λόγος είναι εικών και απαύγασμα του Θεού Πατρός) γίνονται ορθόδοξα, παίρνουν το αληθινό τους νόημα, μόνο με τη θεολογία του Αθανασίου. Ο Μ. Βασίλειος (με τη συνεργασία ίσως του Θεολόγου Γρηγορίου) συνέταξε την περίφημη Φιλοκαλία, δηλαδή ανθολογία κειμένων του Ωριγένη. Το εγχείρημα τούτο προϋποθέτει εκτίμηση και αγάπη στο πρόσωπο και στο έργο του Ωριγένη, αλλά και προσπάθεια να υπερασπίσουν έμμεσα τον άνδρα και να υπογραμμίσουν τη χρησιμότητά του στην Εκκλησία. Ωστόσο ο Μ. Βασίλειος γνωρίζει και σημειώνει τις παρεκκλίσεις του Ωριγένη (Περί αγ. Πνεύματος 29, 73), ο δε Γρηγόριος χρησιμοποιεί πολλά σχήματά του, αλλά συχνότατα βρίσκεται στην ανάγκη να τα ορθοδοξοποιήση. Ο Γρηγόριος Νύσσης επηρεάσθηκε περισσότερο από τη σκέψη του Ωριγένη, αλλά γνωρίζει και να καταδικάζη ωρισμένες αντιλήψεις του (περί προϋπάρξεως των ψυχών κ.ά.: Περί κατασκευής 28, 29). Οι δυτικοί Πατέρες Ιλάριος, Αμβρόσιος και Βικέντιος τήρησαν συνετή στάση στο πρόβλημα, ανάλογη προς εκείνη ελλήνων Πατέρων, διότι και φρόνημα γνήσιο είχαν και τη μεγαλοσύνη του Ωριγένη αναγνώριζαν. Γενικά παρατηρούμε ότι στην περίπτωση που δεν μπορούσε κανείς να συγκινηθή από την απέραντη αγάπη του Ωριγένη στο Χριστό, στην αλήθεια και στην άσκηση, αρκούσε για να τηρήση στάση συνετή στο πρόβλημα ότι απάντησε στην αντιωριγενιστική του εποχή ένας προσωπολήπτης και άστατος εκκλησιαστικός άνδρας, ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας: «ει τι ουν εν αυτοίς (τοις βιβλίοις του Ωριγένους) εφεύρω καλόν, τούτο δρέπομαι, ει δε τι μοι ακανθώδες φανείη, τούτο ως κεντούν υπερβαίνω» (Σωκράτης, Εκκλ. lστ. ΣΤ' 17).
ε. Παρά την πρόθεση της Εκκλησίας οι ωριγενιστές και οι αντιωριγενιστές προκάλεσαν μεγάλη κρίση στους κόλπους της από τις αρχές του Ε' και μάλιστα στο πρώτο ήμισυ του ΣΤ' αιώνα.
Δεν υπήρχαν πλέον απλώς μερικοί θεολόγοι ωριγενιστές και αντιωριγενιστές, αλλά δημιουργήθηκε ωριγενισμός και αντιωριγενισμός, δημιουργήθηκε θεολογική νοοτροπία, πνευματικό κλίμα, στο οποίο προσχωρούσαν μικρές και άλλοτε μεγάλες ομάδες πιστών και κοινότητες μοναχών. Η σύγκρουση πλέον δε γινόταν όπως παλαιότερα μεταξύ θεολόγων ή θεολογούντων, αλλά μεταξύ ομάδων, οι οποίες αγωνίζονταν συχνά μέχρις εσχάτων, διότι το περιεχόμενο του αγώνα τους αφορούσε την ορθή πίστη και άρα τη σωτηρία. Η ανάμιξη των μοναχών στη διαμάχη αυτή έδωσε ιδιαίτερη οξύτητα στον αγώνα και από τα δύο μέρη.
Από τη στιγμή αυτή η Εκκλησία ήταν αναγκασμένη χάριν των μελών της να αντιμετωπίση το πρόβλημα, το οποίο είχε γίνει πρόβλημα ωριγενισμού. Ανεξάρτητα δηλαδή από το αν επιθυμούσε ή όχι την καταδίκη του Ωριγένη, αφού λίγα ή πολλά μέλη της κινδύνευαν από τον εκλαϊκευμένο ωριγενισμό να χάσουν τη γνήσια πίστη τους και κατά συνέπεια τη σωτηρία τους, η Εκκλησία ώφειλε να δείξη την πλάνη του ωριγενισμού, ώφειλε να τον καταδικάση, να τον αναθεματίση. Έτσι θα συνειδητοποιούσαν οι πιστοί την κακοδοξία των αντιλήψεων που ανήκαν ή απλώς προσγράφονταν στον Ωριγένη. Κι επειδή οι καταδικαζόμενες αντιλήψεις ήσαν πολλές, επειδή όλες συνδέονταν με το πρόσωπο του Ωριγένη κι επειδή τα περισσότερα μέλη της Εκκλησίας αδυνατούσαν να διακρίνουν μεταξύ Ωριγένη και ωριγενισμού, η Εκκλησία έπρεπε να καταδικάση ευθέως και σαφώς το πρόσωπο του Ωριγένη. Τούτο έγινε στην ενδημούσα σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 543, βάσει διατάγματος που με προτροπή θεολόγων είχε συντάξει ο Ιουστινιανός και που καταδίκαζε θέσεις του Ωριγένη και αναθεμάτιζε τον ίδιο προσωπικά. Η Ε' οικουμενική Σύνοδος το 553 περιλαμβάνει τον Ωριγένη στον ενδέκατο αναθεματισμό της μαζί με άλλους αιρετικούς. Αντίθετα προς την παράδοση, που γνωρίζει ότι η σύνοδος αυτή ασχολήθηκε και με τον ωριγενισμό, μερικοί ερευνητές το αρνούνται. Στηρίζουν δε την άρνηση τους στο ότι τα διασωθέντα λατινικά πρακτικά δεν περιλαμβάνουν τους 15 αναθεματισμούς «κατά των ωριγενείων δοξασιών», που εκφράζουν τον ωριγενισμό και που εν τούτοις φέρονται σαν έργο της Συνόδου.
Ανεξάρτητα από το επιστημονικό αυτό πρόβλημα βέβαιο είναι ότι στη διασωθείσα απόφαση της Ε' οικουμενικής Συνόδου ο Ωριγένης καταδικάζεται προσωπικά, ενώ η ΣΤ' οικουμ. Σύνοδος επαναλαμβάνει την καταδίκη αυτή και βεβαιώνει ότι η Ε' ασχολήθηκε με τον Ωριγένη. Όλες δε οι μεταγενέστερες Σύνοδοι υιοθετούν την καταδίκη.
στ. Αποτέλεσμα της σαφούς συνοδικής καταδίκης του Ωριγένη υπήρξε οπωσδήποτε η μείωση του κύρους του, χωρίς όμως ο ίδιος να λησμονηθή ποτέ. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έμμεσα ή άμεσα, λίγο ή πολύ γνώριζαν το έργο του, χρησιμοποιούσαν από αυτό ό,τι θεωρούσαν καλό ή άκίνδυνο (χωρίς να μνημονεύουν τον Ωριγένη) και στηλίτευαν τις παρεκκλίσεις του. Άλλωστε η θεώρηση του Ωριγένη επηρεαζόταν από δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτο, ο χρόνος άμβλυνε τη σημασία και άρα και τον κίνδυνο από τις πλάνες του και προ παντός μειώθηκε ή εξαφανίσθηκε η ένταση του ωριγενισμού. Επομένως δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος αντιωριγενισμού. Δεύτερο, η πρόοδος και η αύξηση της θεολογικής αυτοσυνειδησίας και γενικά της θεολογικής σκέψεως ωδηγούσε στην ωριμώτερη αποτίμηση της προσφοράς του Ωριγένη, που έμεινε στην ιστορία της Θεολογίας περισσότερο σαν μεγαλειώδης προσπάθεια. (Η προσπάθεια που αρχίζει από τον Αθανάσιο να διακριθή η (ορθή) διδασκαλία του Ωριγένη από τις προσωπικές του έρευνες και θεολογικές προτάσεις, για τις οποίες δήθεν και ο ίδιος ίσως δεν ήταν πεπεισμένος, πολύ λίγο μπορεί να θεμελιωθή. Ο στοχαστής και πολύ περισσότερο ο θεολόγος της Εκκλησίας εκφράζει βασικά την πίστη του. Ακόμη το ελαφρυντικό ότι δεν ήλεγχε όσα πολλά έλεγε κι έγραφαν οι αντιγραφείς του δεν είναι θεμελιωμένο, Ο ίδιος πληροφορεί ότι «θεωρούσε» τα αντίγραφα, ήλεγχε τι καταγράφηκε) (Επιστολή αρ. 7).
Με το έργο του ο Ωριγένης προσέφερε σπουδαίες υπηρεσίες, αλλά δεν αντιμετώπισε, δεν έλυσε αυτός πρώτος κάποια μεγάλη θεολογική κρίση στην Εκκλησία. Η περί Τριάδος π. χ. θεολογική του ορολογία συνιστά μεγάλη συμβολή, αλλά απόλυτο ορθόδοξο περιεχόμενο θα της δώσουν οι μεταγενέστεροι. Η θεολογία του περί Εκκλησίας φαλκιδεύεται από την υποφώσκουσα αντίληψή του ότι «κυρίως» Εκκλησία δεν είναι η ιστορική. Η χωρίς μέτρο αλληγορική του ερμηνεία αποβαίνει φιλοσοφική μέθοδος, με την οποία συχνά εισάγει φιλοσοφικές, ηθικιστικές και κοσμολογικές αντιλήψεις στο χριστιανισμό. Η αγάπη του για την παράδοση συχνά μηδενίζεται από την προσπάθεια του να την βελτιώση, να την ξεπεράση, δηλ. να την κάνη αληθινή, ενώ είναι ήδη αληθινή κι επιδέχεται μόνο συμπλήρωση. Άρα δεν υιοθετούσε ορθά την Παράδοση. Η θεολογία καθεαυτή από λειτούργημα για τη σωτηρία γίνεται ζήτηση επιστημονική, άσκηση των εκλεκτών, άσκηση κάποτε διανοητική, που ικανοποιεί τη γνωστική περιέργεια. Η θεολογούσα Εκκλησία έχει βαθειά συνείδηση των δεδομένων αυτών, αλλά γνωρίζει και δύο ακόμη πράγματα: ότι για θέματα, που λύθηκαν οριστικά βραδύτερα, συχνά «είχε μιλήσει οικοδομητικά ο Ωριγένης• ότι μετά τον Ιγνάτιο κάνεις δε μίλησε τόσο έντονα για την «ανάκρασιν» του πιστού με το Χριστό όσο ο Ωριγένης. Ιδού γιατί, πάντοτε και τώρα, η θεολογούσα Εκκλησία τρέφει αγάπη και θαυμασμό στο χαλκέντερο και πλανημένο Ωριγένη της.
ΈΡΓΑ
Ο Ωριγένης είναι από τους γονιμώτερους συγγραφείς της ανθρωπότητος και ο γονιμώτερος των 4 πρώτων αι. της Εκκλησίας. Ο αριθμός των έργων του ήταν τόσο μεγάλος, ώστε γρήγορα έγινε μύθος. Ο Επιφάνιος Σαλαμίνας ομιλεί για 6.000 (Πανάριον 64, 63). Ο Ιερώνυμος, που είδε τον κατάλογο έργων, τον οποίο κατάρτισε ο Ευσέβιος Καισαρείας, ομιλεί για 2000 έργα και κατονομάζει τα 800 (Επιστ. 33).Αριθμούνται βέβαια ξεχωριστά οι ομιλίες και οι τίτλοι κεφαλαίων εξηγητικών του έργων (έτσι λ.χ. το υπόμνημα στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιον δεν υπολογίζεται σαν ένα έργο, αλλά 25 έργα, διότι διαιρείται σε 25 τμήματα ή «τόμους»), αλλά και πάλι δικαιολογείται απόλυτα η προσωνυμία χαλκέντερος, που έδωσαν στον Ωριγένη. Δυστυχώς τα περισσότερα έργα του χάθηκαν ή δε σώθηκαν στο ελληνικό πρωτότυπο. Αιτία για την απώλεια υπήρξαν οι ωριγενιστικές έριδες, η καταδίκη του, το ιδιότυπο πνευματικό του κλίμα και η πρόοδος της θεολογίας.
Μολονότι εξαιρετικά πολυγράφος ο Ωριγένης, άρχισε να γράφη σχεδόν μετά το έτος 218, δηλαδή σε ηλικία 33 ετών. Φαίνεται ότι πολύ λίγα έργα έγραψε με το χέρι του. (Εξαπλά, επιστολές και μερικά υπομνήματα ίσως). Τα περισσότερα υπαγόρευε σε ταχυγράφους, τους οποίους διαδέχονταν καλλιγράφοι, που πλήρωνε ο θερμός θιασώτης και μαικήνας του Ωριγένη, ο Αμβρόσιος. Ο ίδιος ο χαλκέντερος συγγραφέας βεβαιώνει ότι επιθεωρούσε τα κείμενά του (Απόσπασμα επιστολής του. Βλ. Nautin, σ. 251), αλλά η πληθωρικότης του και γενικά ο μεγάλος αριθμός των έργων του προϋπέθετε αδιαφορία για την καλλιέπεια του λόγου. Η φράση του σπάνια γνώρισε το φιλολογικό δούλεμα. Τα ρητορικά σχήματα δεν τον συγκινούσαν, αλλά πολύ συχνά τα χρησιμοποιούσε (μάλιστα της ύστερης σοφιστείας). Και ενώ δεν έχει καλλιτεχνικό ταλέντο (ή δεν το καλλιεργεί), διακρίνεται για την εξαιρετικά μεγάλη εκφραστική του δύναμη. Όσο δεν συναρπάζει με το λόγο του, τόσο συγκινεί, σαγηνεύει και αιχμαλωτίζει ο συγγραφέας με την αμεσότητα και την εμφανή συμμετοχή του σε ό,τι γράφει. Ακριβώς όμως γι’ αυτό οι προτάσεις του είναι συχνά μακρές, ελλειπτικές και δυσνόητες, κάτι που δυσχεραίνει την κατανόηση του κειμένου.
Τα έργα του Ωριγένη διακρίνονται σε κριτικά, ερμηνευτικά, διατριβές και επιστολές. Κριτικά χαρακτηρίζομε τα έργα που σκοπό έχουν τη φιλολογική αποκατάσταση του κειμένου της ΠΔ (των Ο'). Ερμηνευτικά έργα είναι τα σχόλια (έχομε μόνο αποσπάσματα σε μεμονωμένα δυσνόητα βιβλικά χωρία), οι ομιλίες σε περικοπές ή σ’ εκτενή βιβλικά κείμενα με πρακτικούς κυρίως σκοπούς και οι τόμοι, εκτενή δηλαδή, οργανωμένα και πλήρη υπομνήματα σε ολόκληρα βιβλία της Γραφής. Από τις 574 περίπου ομιλίες του Ωριγένη σώζονται 21 και από τις μεταφρασμένες στη λατινική χάθηκαν 388. Από τους τόμους υπομνήματα, που πρέπει να ξεπερνούσαν τους 100, σώζονται μόνον 30 και μερικά αποσπάσματα. Διατριβές είναι μικρές ή μεγάλες θεολογικοφιλοσοφικές (Περί αρχών, Περί Αναστάσεως, Περί ευχής, Στρωματείς) πολεμικές ή αντιαιρετικές (Κατά Κέλσου, Διάλεξις προς Ηρακλείδαν, διάλογοι προς άλλους αιρετικούς ή γνωστικούς) και προτρεπτικές μελέτες (Εις μαρτύρων προτρεπτικός). Επιστολές έγραψε πολλές, αλλά σώθηκαν μόνον αποσπάσματα και δύο ακέραιες. Μέγα μέρος των έργων τούτων χάθηκε, ενώ πολλά σώζονται μόνο σε λατινικές μεταφράσεις (κυρίως του Ρουφίνου κα του Ιερωνύμου). Στους παπύρους της Tura (Αίγυπτος) που βρέθηκαν το 1941 περιλαμβάνονται σπουδαία κείμενα του Ωριγένη (Διάλεκτος προς Ηρακλείδαν, Περί Πάσχα και Αποσπάσματα). Ενώ το παρόν εγχειρίδιο βρισκόταν στο τυπογραφείο, ανακοινώθηκε σε διεθνές συνέδριο στο Bari, ότι το υπόμνημα (Ομιλίες) στους Ψαλμούς, που αποδιδόταν στον Ιερώνυμο, είναι έργο του Ωριγένη. Παραθέτομε τα έργα του Ωριγένη κατά τη χρονολογική σειρά (όσο τούτο είναι δυνατό), που κυρίως υπέδειξε ο Ρ. Nautin. Πολλά όμως από αυτά και μάλιστα τα αποσπάσματα δεν έχουν χρονολογηθή, γι΄ αυτό τα σημειώνομε στο τέλος του καταλόγου.

(Πατρολογία τόμος Α έκδοση Β, Αθηνα 1991, σελ. 393-414

katafigioti

lifecoaching