(Αναστασίου Γιαννουλάτου, αρχιεπισκόπου Τιράνων, Ισλάμ, εκδ.Ακρίτας 2006, σελ.95-138)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
α) Αμφισβητήσεις σχετικά με τις πηγές
Για τον Μωάμεθ έχουν γραφεί πολυάριθμα έργα διά μέσου των αιώνων, τα οποία μπορούν γενικώς να ταξινομηθούν σε δύο βασικές κατηγορίες: πρώτον, στις βιογραφίες που έγραψαν αφοσιωμένοι οπαδοί του και, δεύτερον, σ’ αυτές που οφείλονται σε μη μουσουλμάνους επιστήμονες. Οι πρώτες διακρίνονται για τον ενθουσιασμό τους και την τάση εξιδανικεύσεως του χαρακτήρα του Μωάμεθ˙ οι δεύτερες εμφανίζονται περισσότερο κριτικές και -κατά τη γνώμη τουλάχιστον των συγγραφέων- αντικειμενικές.
(i) Για την κατανόηση των μεθοδολογικών δυσκολιών σχετικά με τη βιογραφία του Μωάμεθ, πρέπει εν πρώτοις να επισημανθεί ένα ουσιώδες πρόβλημα που αφορά στη χρήση του Κορανίου ως βιβλιογραφικής πηγής. Για τους μη μουσουλμάνους συγγραφείς, το ιερό βιβλίο του Ισλάμ αποτελεί την κατεξοχήν δεξαμενή ειδήσεων για τον Μωάμεθ, ως προϊόν του κηρύγματός του, στο οποίο αντανακλώνται η προφητική του δράση καθώς και οι αντιδράσεις του περιβάλλοντός του. Για τους οπαδούς όμως του Προφήτη μια τέτοια υπόθεση θεωρείται βλασφημία και επομένως κρίνεται ως εντελώς απαράδεκτη μεθοδολογική αρχή, διότι γι’ αυτούς δημιουργός του Κορανίου δεν είναι ο Μωάμεθ αλλά ο Αλλάχ.
Όπως θα δούμε εκτενέστερα στο επόμενο κεφάλαιο, το Κοράνιο για τους μουσουλμάνους είναι βιβλίο αιώνιο που προϋπάρχει της ιστορίας και δεν εξαρτάται από την προσωπικότητα του Προφήτη και τις ιστορικές συνθήκες της ζωής του. Συνεπώς, αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί ως κλειδί κατανοήσεως της μορφής και της εποχής του Μωάμεθ. Πρόκειται για μια απόλυτα θρησκευτική στάση που δεν ανέχεται ιστορική και φιλολογική κριτική. Η θεμελιώδης αυτή μεθοδολογική διάσταση μεταξύ των -μουσουλμάνων και μη- ιστορικών δεν είναι εύκολο να γεφυρωθεί, εφόσον συναρτάται με βασική θέση της «ορθόδοξης» μουσουλμανικής θεολογίας. Την επισημαίνουμε πάντως από την αρχή για να συνειδητοποιηθούν οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ο ενδιαφερόμενος για μία έκθεση «αντικειμενική», κοινής αποδοχής.
(ii) Η μορφή του Προφήτη μαγνήτισε, όπως ήταν φυσικό, την προσοχή των οπαδών του και πολλές διηγήσεις γύρω απ’ αυτόν άρχισαν να διαδίδονται από τους συντρόφους του. Η αφήγηση ηρωικών κατορθωμάτων αποτελούσε ανέκαθεν προσφιλή ενασχόληση των Αράβων˙ η μορφή λοιπόν του ήρωα που τους ένωσε και τους οδήγησε στην οδό της δόξας ήταν επόμενο να γίνει κέντρο των διηγήσεών τους. Τα πολεμικά κατορθώματα (maghazi) ήσαν στο προσκήνιο των ενδιαφερόντων ενός λαού που βρισκόταν διαρκώς στα πεδία των μαχών. Έτσι διαμορφώθηκαν, κατά τον πρώτο μουσουλμανικό αιώνα, σχετικές με τον Προφήτη συλλογές διηγήσεων, γνωστές ως maghazi φιλολογία, από την οποία όμως μόνο μικρό τμήμα διασώθηκε. Στις ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν μεταφρασθεί λίγα αποσπάσματα από το απολεσθέν έργο του Musa ibn Uqba , ο οποίος ανήκει στην τρίτη μετά τον Προφήτη γενεά. Αξιόλογα στοιχεία για τον Μωάμεθ, τους συνεργάτες και τους διαδόχους του περιέχει το έργο του Ibn Sa’d, που είναι προσιτό προς το παρόν μόνο στα αραβικά.
(iii) Πλούσιο υλικό για τη δόμηση της βιογραφίας του Προφήτη , αλλά συγχρόνως και για τον υπομνηματισμό του Κορανίου, προσφέρουν οι συλλογές Hadith (βλ. κεφ. Ι/Δ'). Η σημασία τους όμως ως αυθεντικής πηγής για τον βίο του Μωάμεθ είναι συζητήσιμη. Το γεγονός ότι οι πρώτοι συλλέκτες των Hadith (παραδόσεων) αναγκάσθηκαν να απορρίψουν το μεγαλύτερο μέρος των γνωστών στην εποχή τους αφηγήσεων, δείχνει αφενός μεν την ευσυνειδησία των συλλεκτών, αφετέρου όμως την κεκτημένη ταχύτητα παραγωγής χιλιάδων πλαστών «ανεκδότων» και γνωμικών. Η νεότερη κριτική επισήμανε πολλά ιστορικά προβλήματα και κενά στο σώμα των παραδόσεων .
(iv) Η παλαιότερη βιογραφία του Μωάμεθ υπήρξε το έργο του Urwa b. Al-Zubair (643-712), γιου του φημισμένου συντρόφου του . Ως η σπουδαιότερη όμως εξιστόρηση της ζωής του αναγνωρίζεται το έργο του Ibn Ishaq (θ. 767), ο οποίος, γέννημα και θρέμμα της Μεδίνας, συγκέντρωσε συστηματικά τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν στην «πόλη του Προφήτη» (5). Το έργο αυτό υπήρξε κεντρική πηγή της μουσουλμανικής ιστοριογραφίας· ο διακεκριμένος ιστορικός της πρώτης ισλαμικής περιόδου al-Tabari οφείλει πολλά στον Ibn Ishaq. Σημαντικότατος μετά από αυτόν βιογράφος του Μωάμεθ θεωρείται ο Umar al-Waqidi (797-874). Στη Δύση, για μεγάλο διάστημα ήταν γνωστή μόνο μία μεταγενέστερη βιογραφία γραμμένη από τον Abu l-Fida.
(ν) Παρά το αμείωτο ενδιαφέρον για το πρόσωπο του Μωάμεθ, επί πολλούς αιώνες δεν δημοσιεύθηκε άλλο σπουδαίο βιογραφικό κείμενο γι’ αυτόν. Η κίνηση των σούφι (βλ. κεφ. ΙΙΙ/Γ’) έδωσε νέα διάσταση και ώθηση στο παλαιό θέμα της ζωής του Προφήτη, γιατί οι μουσουλμάνοι μυστικοί -ενδιαφερόμενοι να στηρίξουν ορισμένες θέσεις τους-, ανέτρεξαν στο παράδειγμά του. Η ασκητική φιλολογία που αναπτύχθηκε γύρω απ’ αυτό το θέμα διακρίνεται για ιδιότυπη ευαισθησία και συγκινησιακή ένταση. Ιδιορρυθμίες παρουσιάζει επίσης η σηιτική παράδοση. Οι σηίτες (βλ. κεφ. ΙΙΙ/Β’) κατηγορούν τους σουννίτες ότι σκοπίμως παραλείπουν ή αλλοιώνουν ορισμένες πληροφορίες για τη ζωή του Προφήτη, οι οποίες φανερώνουν την προτίμησή του να τον διαδεχθεί στην ηγεσία της μουσουλμανικής κοινότητας ο εξάδελφός του Αli .
(vi) Διάφορα βιογραφικά στοιχεία για τον Μωάμεθ περιλαμβάνονται στις αντιρρητικές πραγματείες των Βυζαντινών (11). Αυτά βεβαίως θεωρούνται απαράδεκτα από τους μουσουλμάνους. Εντούτοις, παρά τον προφανή πολεμικό χαρακτήρα των έργων αυτών, είναι ενδιαφέρουσα η παράθεση κάποιων βυζαντινών απόψεων σχετικά με τον βίο του θεμελιωτή του Ισλάμ, δεδομένου ότι ορισμένες απ’ αυτές τις πραγματείες προέρχονται από τους πρώτους μουσουλμανικούς αιώνες (8ο και 9ο μ.Χ.) και αντανακλούν τις αντιλήψεις των αντιπάλων της εν λόγω θρησκείας. Στη Δύση, οι θρύλοι που κυκλοφορούσαν για τον ιδρυτή του Ισλάμ περιέγραφαν συνήθως τη μορφή του με σκοτεινά χρώματα.
β) Κριτικές μελέτες κατά τον 19ο και 20ό αιώνα
Το ενδιαφέρον για την προσωπικότητα του Μωάμεθ αναζωπυρώθηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα.
(i) Οι παλαιότεροι ιστορικοί, παρά τις κάποιες επιφυλάξεις τους, δέχονται τις προαναφερθείσες μουσουλμανικές πηγές. Η κριτική περίοδος άρχισε με τα έργα των Sir William Muir και A. Sprenger , κυρίως όμως με τις έρευνες του Ούγγρου Goldziher , ο οποίος απέδειξε ότι πολλά από τα αποδιδόμενα στον Μωάμεθ αποφθέγματα ήσαν μεταγενέστερα κατασκευάσματα ανταγωνιζομένων ομάδων, που επιδίωκαν να στηρίξουν τις θέσεις τους. Η επαναστατική αυτή διαπίστωση του Goldziher ώθησε πολλούς ανατολιστές - αντιπροσωπευτικότερος των οποίων υπήρξε ο Η. Lammens - στην υιοθέτηση της απόψεως ότι η Παράδοση προσφέρει αμφίβολο υλικό και ότι μόνο το Κοράνιο αποτελεί έγκυρη πηγή για τη βιογραφία του Μωάμεθ.
Σταθμό στη διερεύνηση της προσωπικότητας του ιδρυτή του Ισλάμ αποτέλεσαν τα έργα του Σουηδού Tor Andrae , τα οποία διακρίνονται για συμπάθεια και σεβασμό προς αυτόν. Ο Andrae τόνισε την εσχατολογική διάσταση του κηρύγματος του Μωάμεθ, τις υπάρχουσες ομοιότητες της διδασκαλίας του προς τον συριακό Μονοφυσιτισμό και τις αποχρώσεις που πήρε η μορφή του με τις εναλλαγές φωτισμού της μουσουλμανικής ευσέβειας. Σε παράλληλη κατεύθυνση κινήθηκε και ο R. Bell . Άλλη ομάδα ερευνητών, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής που γοητευόταν από την αναζήτηση ιστορικών επιδράσεων στην ανέλιξη θρησκευτικών ιδεών και κινημάτων, υπογράμμισε ιδιαιτέρως την εξάρτηση του Μωάμεθ από τον Ιουδαϊσμό . Νέες προοπτικές στο θέμα της βιογραφίας του Μωάμεθ άνοιξαν οι εργασίες του Άγγλου W. Montgomery Watt, του Δανού Fr. Buhl και του Γάλλου R. Blachere. Στα ελληνικά εκδόθηκε, μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, από ανώνυμο (με το ψευδώνυμο Ερημίτης) βιογραφία του Μωάμεθ με χαρακτήρα αντιρρητικό.
(ii) Η έντονη αυτή ζύμωση στη Δύση προκάλεσε την αντίδραση των μουσουλμάνων διανοουμένων, οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι Ευρωπαίοι με τις επιστημονικές τους μεθόδους αλλοίωσαν την εικόνα του Προφήτη. Έτσι, κατά τα τελευταία εκατό χρόνια γράφηκαν από μουσουλμάνους συγγραφείς περισσότερες βιογραφίες του Μωάμεθ από όσες είχαν δημοσιευθεί τους προηγούμενους δώδεκα αιώνες. Η γνωστότερη από αυτές, η οποία και βρήκε μεγάλη απήχηση στον ισλαμικό κόσμο, ήταν το έργο του Sayed Ameer Ali, The spirit of Islam. Από το πλήθος των εν λόγω βιογραφιών επισημαίνουμε τα βιβλία των al-Hajj Qassim Ali Jairazbhoy, Hafiz Ghulam Sarwar, Athar Husain. Το ύφος τους έχει χαρακτήρα απολογητικό και ρητορικό.
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή ανασκόπηση των βιογραφιών του Μωάμεθ και των σχετικών με την αξιοπιστία των πηγών προβλημάτων, υπογραμμίζουμε ότι οι γνώσεις μας για τον ιδρυτή του Ισλαμισμού δεν είναι τόσο σταθερές και ασφαλείς, όσο συνήθως νομίζεται, εφόσον αμφισβητούνται κρίσιμα σημεία των πηγών και άλλα καλύπτονται από πέπλο αγνοίας.
Για να δώσουμε ενιαία, αδρή εικόνα της ζωής του Μωάμεθ, παραθέτουμε στη συνέχεια τις κύριες φάσεις της, όπως τις συνέθεσαν οι επικρατέστερες εκδοχές, και θίγουμε ενδεικτικά κάποιες πλευρές της επιστημονικής προβληματικής.
2. ΥΠΟΤΎΠΩΣΗ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΜΩΑΜΕΘ
α) Η περίοδος της ιδιωτικής ζωής (570;-610)
(i) Μεταξύ των αριστοκρατικών αραβικών φυλών, που είχαν το προνόμιο να υπηρετούν ως φύλακες του κεντρικού ιερού, της Κάαμπα (Ka’bah), διακρινόταν η φυλή των Κουραϊσιτών (Quraish). Στους κόλπους της, και συγκεκριμένα από το γένος των Hashim, γεννήθηκε κατά την αραβική παράδοση το έτος 570 μ.Χ.(28) (στις 12 του μηνός Rabi al-Awwal) ο Μωάμεθ (Muhammad). Πατέρα δεν γνώρισε, γιατί αυτός φτωχός αλλά ευυπόληπτος Abd Allah, πέθανε προτού γεννηθεί ο μοναχογιός του. Ο Μωάμεθ ήταν έξι ετών όταν ορφάνεψε για δεύτερη φορά(29) , χάνοντας και τη μητέρα του Aminah. Τον ανέλαβε τότε ο παππούς του Abd al-Muttalib, ο οποίος υπεραγαπούσε το ορφανό και το είχε συνεχώς κοντά του˙ όμως μετά από δύο χρόνια πέθανε κι αυτός. Οκταετής ο Μωάμεθ ετέθη υπό την κηδεμονία του εμπόρου θείου του Αμπού Τάλιμπ (Abu Talib) και πέρασε την παιδική του ηλικία ζώντας ως επί το πλείστον κοντά στους βεδουΐνους ως βοσκός, διατρέχοντας την αμμώδη έρημο κάτω από τον αίθριο ουρανό. Στην πρώτη φάση της ζωής του ο Μωάμεθ συμμεριζόταν τις αντιλήψεις των συμπατριωτών του(30), τις οποίες είδαμε συνοπτικά στο προηγούμενο κεφάλαιο. Κατά τη μαρτυρία μάλιστα του Ibn al-Kalbi, κάποτε θυσίασε πρόβατο στη θεά al-Uzza.
Σύμφωνα με τη μουσουλμανική παράδοση, ο Μωάμεθ σε ηλικία δώδεκα ετών συνόδευσε τον θείο του Αμπού Τάλιμπ στη Συρία. Λέγεται ότι στο ταξίδι αυτό φιλοξενήθηκαν στο κελλί ενός χριστιανού μοναχού, του Bahira, ο οποίος μόλις είδε τον νεαρό Μωάμεθ αναφώνησε, «αυτός είναι ο μέγας προφήτης». Ο Αμπού Τάλιμπ εξέφρασε την απορία του γι’ αυτήν τη φράση, αλλά ο μοναχός απάντησε ότι είδε μία νεφέλη να τους ακολουθεί˙ και για να βεβαιωθεί ότι η προαίσθησή του ήταν αληθινή εξέτασε το παιδί και ανακάλυψε στην ωμοπλάτη του «τη σφραγίδα της προφητείας». Η λεπτομέρεια αυτή της αραβικής παραδόσεως υπενθυμίζει την αναγνώριση και τη χρίση του Δαβίδ από τον Σαμουήλ, αλλά ανεξάρτητα από τον ιστορικό της πυρήνα αποκαλύπτει το κύρος που είχαν μεταξύ των Αράβων οι χριστιανοί μοναχοί. Αργότερα ανέλαβε υπηρεσία στα καραβάνια των εμπόρων ως καμηλοδηγός. Με τα ταξίδια αυτά απέκτησε νέες γνώσεις και εμπειρίες. Έμαθε να υπομένει την πορεία στην άμμο κάτω από τον καυτό ήλιο της έρημου, καθώς και στην παγερή σιωπή της νύχτας.
Από την πλευρά της ιστορικής κριτικής είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς για τον βαθμό αυθεντικότητας των ισλαμικών αφηγήσεων σχετικά με την παιδική ηλικία του Μωάμεθ και τα ταξίδια του σε γειτονικές χώρες. Γεγονός είναι ότι αναφέρονται από πολύ νωρίς, με διάφορες παραλλαγές, τόσο από τους μουσουλμάνους βιογράφους του Προφήτη, όσο και από τους Βυζαντινούς συγγραφείς(33) . Νεότεροι εντούτοις ερευνητές τις θεωρούν θρύλους (34) που ανταποκρίνονταν σε διάφορους σκοπούς. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η αφήγηση π.χ. περί του μοναχού Bahira αποσκοπεί στο να τονίσει ότι οι «κάτοχοι των Γραφών» είχαν πληροφορίες από δικές τους πηγές για την προφητική αποστολή του Μωάμεθ. Αντιθέτως οι Βυζαντινοί, με τις δικές τους παραλλαγές, επιχειρούν να δείξουν ότι ο Μωάμεθ είχε στενή σχέση με χριστιανούς αιρετικούς μοναχούς και άμεση εξάρτηση από τη διδασκαλία τους(36) . Αναμφισβήτητο πάντως παραμένει ότι και οι δύο πλευρές δέχονται την επικοινωνία του Μωάμεθ με χριστιανούς μοναχούς.
(ii) Αποφασιστική σημασία για τη ζωή του Μωάμεθ είχε η γνωριμία του με την, κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερή του, πλουσιότατη χήρα Χαντίτζα (Khadljah). Ο Μωάμεθ ξεκίνησε ως οικονόμος της, εξελίχθηκε σε διεκπεραιωτή των επιχειρήσεών της και τελικά σε σύζυγό της. Την παντρεύτηκε σε ηλικία είκοσι πέντε ετών (το 595), ενώ η Χαντίτζα ήταν σαράντα και είχε παιδιά από δύο προηγούμενους γάμους της. Με τη Χαντίτζα έζησε αρμονικά επί μία εικοσαετία αποκτώντας τέσσερις θυγατέρες και μερικούς γιούς, οι οποίοι όμως πέθαναν σε νηπιακή ηλικία.
Ο πλούτος, η επιρροή και η βοήθεια της γυναίκας αυτής -που διακρινόταν για τον ισχυρό χαρακτήρα, τη φιλολογική καλλιέργεια και τη θρησκευτική της ευαισθησία-, υπήρξαν αποφασιστικά για την εξέλιξή του. Ο γάμος του τον έφερε σε επαφή με τους υψηλούς κοινωνικούς κύκλους της Μέκκας. Ο εξάδελφος της Χαντίτζα Waraqa ibn Nauval άσκησε μεγάλη επίδραση στη θρησκευτική εξέλιξη του Μωάμεθ. Γι’ αυτόν διατυπώθηκαν ποικίλες υποθέσεις: κατά μία εκδοχή ήταν Ιουδαίος, κατ’ άλλη hanif, κατά μία τρίτη ήταν απλώς ένας διανοούμενος ανικανοποίητος από την παλαιά θρησκεία και, κατά την πιθανότερη, τέταρτη άποψη, χριστιανός. Είχε ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση˙ γνώριζε εβραϊκά και ελληνικά και μετέφρασε τμήματα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, τα οποία συχνά διάβαζε ενώπιων του νεαρού εμπόρου.
Ως ιδιάζουσα θρησκευτική φύση, ο Μωάμεθ αφομοίωνε με τον δικό του τρόπο τις ιερές ιστορίες που άκουγε στα ταξίδια του και στο οικογενειακό του περιβάλλον. Έτρεφε βαθύ σεβασμό για τη «Βίβλο» (39), δεν ήταν όμως σε θέση να διαβάζει το πρωτότυπο και δεν υπήρχαν στην εποχή του μεταφράσεις της Αγίας Γραφής στα αραβικά (40). Αργότερα οι εχθροί του, αντιδρώντας στο κήρυγμά του, τον κατηγορούσαν ότι είχε ξένους διδασκάλους, πράγμα το οποίο δεν απέρριπτε εντελώς. Οι πληροφορητές του από το ιουδαϊκό και χριστιανικό περιβάλλον, ανήκοντας καθώς φαίνεται σε διάφορες αιρετικές παραφυάδες, δεν στηρίζονταν στα κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής, αλλά αντλούσαν ποικίλο αφηγηματικό υλικό από λαϊκές παραδόσεις -όπως αυτή για τους επτά κοιμωμένους παίδες-, από Μιδρασικά και απόκρυφα κείμενα, ακόμη και από πηγές που υιοθετούσαν μανιχαϊκές και γνωστικές ιδέες.
Από την περίοδο αυτή του βίου του Μωάμεθ η αραβική παράδοση αναφέρει ότι σε ηλικία τριάντα πέντε ετών διευθέτησε με σοφία κάποια διαφορά, η οποία προέκυψε κατά την επισκευή της Ka’bah μεταξύ των φρατριών της φυλής των Κουραϊσιτών, για το ποιος θα μετέφερε τον μέλανα λίθο. Ο Μωάμεθ άπλωσε ένα μανδύα, ζήτησε να τοποθετηθεί επάνω του ο ιερός λίθος και παρήγγειλε στους αρχηγούς των φρατριών να κρατήσουν τον μανδύα από τις άκρες του. Μ’ αυτό τον τρόπο ικανοποιήθηκαν οι πάντες και αποφεύχθηκε η σύγκρουση. Σημειωτέον ότι από τη νεότερη κριτική αμφισβητείται ο ιστορικός χαρακτήρας αυτής της παραδόσεως. Όσοι τον γνώριζαν εκτιμούσαν την τιμιότητά του, πολλοί μάλιστα τον ονόμαζαν al-Amin, δηλαδή ο αξιόπιστος.
β) Η περίοδος της προφητικής δράσεώς του στη Μέκκα (610-622)
(i) Ο Μωάμεθ αποσυρόταν συχνά στη γεμάτη παιδικές αναμνήσεις προσφιλή του έρημο και βυθιζόταν σε στοχασμούς πάνω στα προβλήματα της ζωής, του Θεού, της τελικής παγκόσμιας κρίσεως. Συνήθης τόπος της περισυλλογής του ήταν ένα σπήλαιο στο όρος Hira(44), κοντά στη Μέκκα. Εκεί ο Μωάμεθ, σε ηλικία σαράντα ετών (το 610), βίωσε μια συγκλονιστική πνευματική εμπειρία(45), την oποία αισθάνθηκε ως κλήση στο προφητικό έργο.
Οραματίσθηκε ένα άγγελο, ο οποίος τον πλησίασε και τον διέταξε:
«Διάβασε».
«Δεν μπορώ, δεν γνωρίζω ανάγνωση», απάντησε. Ο άγγελος τότε τον κράτησε ζωηρά και επανέλαβε:
«Διάβασε! διάβασε! διάβασε!».
Κατόπιν άρχισε να διαβάζει και ο Μωάμεθ επαναλάμβανε. Η πρώτη αποκάλυψη, η οποία αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του Κορανίου, έχει ως εξής:
«Ανάγνωθι [iqra] εν ονόματι του Κυρίου σου, όστις έκτισε τα πάντα [ή: όλους τους κόσμους]. / Όστις έπλασε τον άνθρωπον εκ θρόμβου αίματος. / Ανάγνωθι, διότι ο Κύριός σου είναι ο γενναιότερος [ή: ο πλέον γενναιόδωρος]. / Ούτος συνέστησε τω ανθρώπω την χρήσιν της γραφίδος,/ διδάξας αυτόν ο,τι πρότερον ηγνόει» (Θρόμβος Αίματος, 96:1-5).
Κατεχόμενος από δέος και αμφιβάλλοντας για το νόημα της οπτασίας ο Μωάμεθ επέστρεψε στο σπίτι του και διηγήθηκε στη σύζυγό του την εμπειρία που είχε μέσα στο σπήλαιο. Η Χαντίτζα εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι ο άγγελος που είχε δει ο Μωάμεθ ήταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ και τον βοήθησε να υπερνικήσει την ταραχή του. Για να αποσαφηνισθεί μάλιστα περισσότερο το νόημα του γεγονότος τον παρακίνησε να συναντήσει τον συγγενή της Ουάρακα. Αυτός, όταν άκουσε το περιστατικό, αποφάνθηκε ότι πρόκειται για κλήση στο προφητικό αξίωμα. Από αυτές τις αφηγήσεις, τις οποίες με ευλάβεια διηγούνται οι μουσουλμάνοι, καθίσταται σαφές ότι τη βεβαιότητα για την προφητική του αποστολή (Ressaliyah) σταθεροποίησαν η Χαντίτζα και ο Ουάρακα.
Ως προς τη φύση των οραμάτων του Μωάμεθ διατυπώθηκαν διάφορες υποθέσεις. Για τους μουσουλμάνους αυτά έχουν αναμφισβήτητα θεϊκή προέλευση. Μερικοί από τους μη μουσουλμάνους μιλούν για παραισθήσεις, άλλοι για κρίσεις επιληψίας. Οι Βυζαντινοί είχαν αναπτύξει ιδιαιτέρως την τελευταία θεωρία (47) και ορισμένοι από τους νεότερους δέχθηκαν αυτό το ενδεχόμενο. Τα ιστορικά πάντως τεκμήρια είναι ανεπαρκή για να τη θεμελιώσουν ή να την ανατρέψουν πλήρως. Πιθανότερη παρουσιάζεται η ύπαρξη έντονων θρησκευτικών βιωμάτων που κατείχαν το υποσυνείδητο και εκφράζονταν στο συνειδητό και τον λόγο με σύμβολα.
(ii) Για τρία χρόνια ο Μωάμεθ περιορίσθηκε να μιλάει για το προφητικό μήνυμά του μόνο σε λίγους φίλους. Η επίσημη έναρξη της δράσεώς του έγινε το 613 στον λόφο Safa, στο κέντρο της Μέκκας. Το κήρυγμά του, με το οποίο καλούσε τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν στον δρόμο του «ισλάμ», της υποταγής δηλαδή στον Αλλάχ, προκάλεσε τα ειρωνικά σχόλια της ανώτερης τάξεως της Μέκκας που γνώριζε το παρελθόν του. Η επιμονή του στην ιδέα της μεταθανάτιας ζωής και κρίσεως τάραζε επικίνδυνα τα λιμνάζοντα θρησκευτικά ύδατα του κατεστημένου, ενώ το κήρυγμα περί ενός Θεού υπονόμευε τα εμπορικά συμφέροντα πολλών ατόμων. Γενικά οι κάτοικοι της Μέκκας αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη από τους πολλούς προσκυνητές, που επισκέπτονταν την περιοχή της για να τιμήσουν τον πολιούχο θεό Hubal και, στα περίχωρα, τις δημοφιλείς θεές, al-Lata, al-Uzza, Manat.
Το θεολογικό περιεχόμενο του κηρύγματος του Μωάμεθ εξετάζεται εκτενέστερα στο κεφάλαιο για τη θεολογία του Κορανίου (ΙΙ/Α’).
Η στάση των δυσαρεστημένων απέναντι στον Προφήτη (Rassul) και τους φίλους του άρχισε να γίνεται απειλητική. Κατά το 615 μερικοί από τους οπαδούς του αναζήτησαν καταφύγιο στην έναντι της Αραβίας περιοχή της χριστιανικής Αιθιοπίας. Ο Μωάμεθ και οι στενοί σύντροφοί του παρέμειναν στη Μέκκα, αλλά τον επόμενο χρόνο (616) άρχισε εντονότερη η εναντίον του πολεμική από την ίδια του την πατριά (Bani Hashim). Η θέση του κατέστη δυσχερέστατη, ιδίως όταν το έτος 619 ο θάνατος έπληξε τα δύο βασικά στηρίγματά του, τη γυναίκα του Χαντίτζα και τον θειο του Αμπού Τάλιμπ. Οι αλλεπάλληλες αυτές αντιξοότητες συγκλόνισαν τον Προφήτη, δίχως όμως να τον κάμψουν.
Ιδιαιτέρως τον στήριξε στη δοκιμασία αυτή μια οπτασία: Λέγεται ότι μεταφέρθηκε με θαυμαστό τρόπο από τη Μέκκα στην Ιερουσαλήμ και από εκεί στον ουρανό ενώπιον του θρόνου του Θεού. Καθ’ οδόν οι προφήτες των προηγουμένων γενεών τον χαιρετούσαν. Τότε, αναφέρει η ισλαμική παράδοση, διδάχθηκε το τελετουργικό της προσευχής που παρέδωσε στους οπαδούς του. Το εδάφιο του Κορανίου, το οποίο υπήρξε η αφετηρία των σχετικών διηγήσεων, λέγει:
«Δόξα τω μετενεγκόντι νύκτωρ τον δούλον αυτού εκ του ιερού ναού της Μέκκας εις τον μεμακρυσμένον ναόν των Ιεροσολύμων, ούτινος ηυλογήσαμεν τον περίβολον όπως αποδείξωμεν αυτώ τα θαύματα ημών» (Η νυκτερινή Οδοιπορία, 17:1). Κατά τη μουσουλμανική παράδοση η μετακίνηση του Μωάμεθ από τη Μέκκα στην Ιερουσαλήμ και ακολούθως στον έβδομο ουρανό έγινε με τη συνοδεία του αρχαγγέλου Γαβριήλ επάνω σ’ ένα μυστηριώδες ζώο που είχε σώμα ίππου, μορφή γυναίκας και ουρά παγωνιού. Άστραφτε από τη λάμψη πολυτίμων λίθων και διέσχιζε το στερέωμα σαν αστραπή.
Από τις ποικίλες ερμηνείες που δόθηκαν στο ανωτέρω κορανικό εδάφιο, επικρατέστερες μεταξύ των μουσουλμάνων σχολιαστών είναι: Πρώτον, η κατά κυριολεξία˙ δηλαδή ότι το ταξίδι έγινε πράγματι σωματικά, με αστραπιαία ταχύτητα. Δεύτερον, η μεταφορική˙ επρόκειτο δηλαδή για οπτασία, η οποία αποδεικνύεται από το ότι η σύζυγός του Aishah, που εκείνη τη νύχτα κοιμόταν με τον Προφήτη, βεβαίωσε ότι το σώμα του δεν μετακινήθηκε. Τρίτον, η συνδυαστική˙ δηλαδή από τη Μέκκα μέχρι τα Ιεροσόλυμα πραγματοποιήθηκε όντως από τον Μωάμεθ νυκτερινή οδοιπορία, ενώ το αναφερόμενο στον ουρανό δεύτερο τμήμα της διηγήσεως ήταν απλή οπτασία.
Το πεδίο δράσεως του Μωάμεθ στη Μέκκα φαινόταν πλέον κλειστό. Τα κηρύγματά του εντούτοις είχαν επηρεάσει ορισμένους προσκυνητές από την πόλη Γιαθρίμπ (Yathrib) που βρισκόταν σε απόσταση 320 περίπου χιλιομέτρων βορείως της Μέκκας, η οποία αργότερα έγινε γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο ως Μεδίνα. Το έτος 620 έξι κάτοικοι της τελευταίας είχαν ασπασθεί το Ισλάμ, ενώ τον επόμενο χρόνο προστέθηκαν άλλοι δώδεκα και το 622 οι πιστοί έφθασαν τους εβδομήντα πέντε. Οι πρώτοι αυτοί οπαδοί, γνωστοί ως «βοηθοί» (ansar ή ansar al-Nabi), κάλεσαν τον Προφήτη να μεταναστεύσει με τους συντρόφους του στην πόλη τους, η οποία την εποχή εκείνη μαστιζόταν από ταραχές εξαιτίας βιαίων αντιθέσεων μεταξύ των τοπικών αραβικών φρατριών. Ο Μωάμεθ δίστασε προς στιγμήν να αποφασίσει. Μόλις όμως αποκαλύφθηκε ότι στη Μέκκα σχεδιαζόταν η δολοφονία του, αναχώρησε για τη Γιαθρίμπ, αφού προηγουμένως έστειλε εκεί τους αφοσιωμένους συντρόφους του κατά μικρά κύματα (ανά δύο ή τρεις).
Η αποφασιστικότητα των πρώτων αυτών οπαδών του Προφήτη φαίνεται σε ένα περιστατικό, με το οποίο η μουσουλμανική παράδοση έχει συνδέσει το όνομα ενός Έλληνα. Πρόκειται για τον Suhayb, τον οποίο ο Μωάμεθ ονόμαζε «πρώτο καρπό της Ελλάδος». Είχε φθάσει στη Μέκκα ως δούλος, αλλά κατόπιν, αφού απελευθερώθηκε από τον κύριό του, ασχολήθηκε με το εμπόριο και έγινε πάμπλουτος. Ενώ ετοιμαζόταν να φύγει μαζί με τον Προφήτη, οι κάτοικοι της Μέκκας του υπενθύμισαν με αυστηρότητα ότι είχε έρθει στην πόλη τους πάμπτωχος και τώρα όχι μόνον έφευγε αλλά έπαιρνε μαζί του και τα πολλά αγαθά του. «Εάν παραιτηθώ από την περιουσία μου, θα με αφήσετε ελεύθερο να αναχωρήσω;»,τους ρώτησε. Αυτοί συμφώνησαν και ο πλούσιος Έλληνας άφησε στη Μέκκα τα υπάρχοντά του. Όταν έμαθε το περιστατικό ο Μωάμεθ, παρατήρησε: «Πράγματι ο Suhayb έκανε μία επικερδή συμφωνία!».
γ) Οριστική διαμόρφωση του Ισλαμισμού - Περίοδος Μεδίνας (622-632)
Οι πηγές δεν συμφωνούν απολύτως ως προς τον καθορισμό της ημερομηνίας της μεταναστεύσεως του Μωάμεθ από τη Μέκκα στη Μεδίνα, της περίφημης Hijrah. Συνήθως την τοποθετούν στην 8η ή τη 12η του μηνός Rabi al-Awwal (20ή ή 24η Σεπτεμβρίου 622). Πιθανότερο φαίνεται ότι οι ανωτέρω προσδιορισμοί σχετίζονται με την άφιξη του Μωάμεθ στη Μεδίνα. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, επί χαλίφη Όμαρ (Umar),το έτος της Hijrah θεσπίσθηκε ως αφετηρία της ισλαμικής χρονολογίας. Ως πρώτη όμως ημέρα του έτους ορίσθηκε όχι η πραγματική ημέρα της «μεταναστεύσεως», αλλά η 1η του μηνός Muharram (Παρασκευή) που συμπίπτει με τη 16η Ιουλίου του 622. Στα ελληνικά η αραβική λέξη Hijrah υιοθετήθηκε ως Εγίρα, Έγιρα ή Εγείρα, από τη λατινική Hegira.
(i) Την άφιξη στη Μεδίνα ακολούθησε αλλαγή στη συμπεριφορά του Μωάμεθ. Ο πύρινος προφήτης της Μέκκας, αυτός που αδιάκοπα κήρυττε την επικείμενη τελική κρίση, αυτός που υπέμενε με θρησκευτική εγκαρτέρηση τις επιθέσεις των αντιπάλων του και ανέθετε στον Θεό την υπεράσπισή του, εγκαινιάζει στη Μεδίνα ρεαλιστική τακτική, αναπτύσσοντας εκπληκτική πολιτική και στρατιωτική ευστροφία. Η ένταση που προκαλούσαν οι ετερογενείς ομάδες της πόλεως ευνοούσε την ανάδειξη του διπλωματικού του δαιμονίου. Πολύ σύντομα πέτυχε να συνενώσει τόσο τις διάφορες αραβικές φυλές και φρατρίες, όσο και τους Εβραίους αποίκους σε μία ομοσπονδία, σε μία κοινότητα.
Για να προσεταιρισθεί τον δυναμικό εβραϊκό πληθυσμό της πόλεως, υιοθέτησε αρχικώς διάφορα στοιχεία της λατρείας του: Θέσπισε ως ημέρα νηστείας τη 10η του μηνός Muharram, κατά μίμηση της εβραϊκής νηστείας της «Ημέρας του Εξιλασμού», εισήγαγε τις προ της προσευχής νίψεις και τη μεσημβρινή τελετουργική προσευχή (salah). Επίσης ο προσανατολισμός κατά την ώρα της προσευχής προς την κατεύθυνση της Ιερουσαλήμ, η καθιέρωση της μεσημβρίας της Παρασκευής ως χρόνου κοινής λατρείας, καθώς και η ανέγερση ευκτήριου οίκου, κατά μίμηση της συναγωγής, σχετίζονται μάλλον με διάθεση προσεγγίσεως των Ιουδαίων, μολονότι για τα τελευταία υπάρχουν και άλλες εκδοχές (56).
Σύντομα όμως ο Μωάμεθ κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να υπολογίζει στη φιλία των Ιουδαίων. Οι εκ μέρους του παρανοήσεις διαφόρων ιστοριών της Π.Δ. προκαλούσαν τα ειρωνικά σχόλιά τους, γεγονός που πλήγωνε ιδιαιτέρως τον Άραβα προφήτη. Στο παρελθόν είχε επανειλημμένα επικαλεσθεί το επιχείρημα ότι η διδασκαλία του βρισκόταν σε συμφωνία με τις θρησκείες που είχαν γραπτή αποκάλυψη˙ η αμφισβήτηση λοιπόν των προφητειών του από τους επαΐοντες Ιουδαίους ήταν σοβαρό πρόσκομμα. Το υπερπήδησε όμως τεχνηέντως με το να διακηρύξει: Πρώτον, ότι οι Εβραίοι μέρος μόνον της αποκαλύψεως είχαν λάβει και μάλιστα σε σχέση με συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες˙ δεύτερον, ότι απέκρυπταν πολλά από όσα τους είχαν αποκαλυφθεί˙ τρίτον, ότι είχαν αλλοιώσει το περιεχόμενο της Γραφής(57), με αποτέλεσμα να ωφελούνται από τα ιερά τους κείμενα όσο «όνος φορτωμένος βίβλους» (58) . Ανάλογη κριτική -αν και ηπιότερη σε ύφος- εξαπέλυσε αργότερα εναντίον των χριστιανών, ισχυριζόμενος ότι παρανόησαν και παραποίησαν τη διδασκαλία του Ιησού. Το γεγονός ότι οι οπαδοί του δεν ήσαν σε θέση να διαβάσουν το πρωτότυπο ή μεταφράσεις της Αγίας Γραφής για να κρίνουν, εξασφάλιζε τη θέση του.
Μετά τη διακήρυξη για τον εκφυλισμό των προηγουμένων εξ αποκαλύψεως θρησκειών και τη δημόσια καταγγελία των φορέων τους, ο Μωάμεθ έθεσε ως έργο της ζωής του την κάθαρση και αποκατάσταση της θρησκείας, την οποία από την αρχή ο Θεός είχε δώσει στην ανθρωπότητα διά των προφητών Του. Παρακάμπτοντας αφενός τον Μωυσή και τον Ιησού, τους οποίους ιδιαιτέρως επικαλούνταν οι Ιουδαίοι και οι χριστιανοί, αναζητώντας αφετέρου σημείο κοινής αποδοχής και αναμφισβήτητου κύρους, πρόβαλε ως τύπο της ανακαινιστικής -όπως πρέσβευε- προσπάθειάς του τη θρησκεία του Αβραάμ (millat Ibrahim). Αυτόν ύψωσε ως το κατεξοχήν πρότυπο, διότι «δεν ήτο ούτε εβραίος ούτε χριστιανός, αλλ’ ήτο μουσουλμάνος και ουχί πολυθεϊστής» (Ο Οίκος Εμράν, 3:60) (59) . Με τον Αβραάμ λοιπόν και τον γιό του Ισμαήλ συνδέθηκε τώρα η Μέκκα και τα ισχύοντα σε αυτήν τελετουργικά έθιμα(60) . Δεν είναι ιστορικώς βέβαιο εάν η θεωρία περί Αβραάμ ήταν έμπνευση του Μωάμεθ ή προϋπήρχε ήδη μεταξύ των ιουδαϊζόντων Αράβων ή των εξαραβισθέντων Ιουδαίων (61). Είναι πάντως αναμφισβήτητο ότι με τη θεολογική αυτή τοποθέτηση ο Μωάμεθ κατόρθωσε να υπερκεράσει το κενό που είχε δημιουργήσει η σύγκρουσή του με τους οπαδούς των θρησκειών της Βίβλου και συγχρόνως να γεφυρώσει τις παλαιές αντιθέσεις του με τους πιστούς στο πατροπαράδοτο αραβικό ιερό της Μέκκας.
Παράλληλα με την κριτική του εναντίον Εβραίων και χριστιανών ολοκλήρωσε τον καθορισμό των αρχών της μουσουλμανικής κοινότητας, στρεφόμενος περισσότερο προς τα πατροπαράδοτα αραβικά πρότυπα, δίνοντας σε αυτά νέα θεολογική ερμηνεία. Τη μεταβολή αυτή εκφράζει χαρακτηριστικά η αλλαγή της Qiblah, του προσανατολισμού δηλαδή των πιστών κατά την ώρα της προσευχής. Μέχρι το δεύτερο έτος της Εγίρας (Ιουλ. 623 - Ιουν. 624) οι προσευχόμενοι στρέφονταν προς την Ιερουσαλήμ, από τότε όμως και μετά προς τη Μέκκα (Ο Οίκος Εμράν, 3:139-145). Σύντομα ακολούθησε σειρά θεσπισμάτων, τα οποία σταθεροποίησαν τον εθνικό, αραβικό προσανατολισμό της θρησκευτικής κινήσεως του Μωάμεθ. Αρχικά, λόγω της δυσκολίας μεταβάσεως στην Ka’bah, αποφασίσθηκε τη 10η του μηνός Dhul-Hijjah να γίνει -ως υποκατάστατό της- ζωοθυσία στον ιερό χώρο musalla της Μεδίνας. Τον επόμενο χρόνο θέσπισε το προσκύνημα στη Μέκκα (Hajj) ως υποχρέωση των μουσουλμάνων(63) . Αντί της νηστείας που είχε ορισθεί παλαιότερα (στις 10 του Muharram), επέβαλε τη νηστεία του μηνός Ramadan, εποχή κατά την οποία, όπως έλεγε, δέχθηκε τη βασική αποκάλυψη από τον Αλλάχ (64). Στην Παρασκευή έδωσε τον χαρακτήρα «καταπαύσεως της εργασίας», όπως συμβαίνει με το εβραϊκό Σάββατο (65). Στη φάση αυτή, με διάφορες προφητείες, καθορίσθηκε ένα είδος ειδικού «πρωτοκόλλου» σεβασμού προς τον Μωάμεθ(66). Αν και οι σχετικές διατάξεις δεν είναι αντικειμενικά υπερβολικές, εκφράζουν εντούτοις την απαίτηση ιδιαίτερου σεβασμού. Ο τονισμός της υπακοής στον Αλλάχ, ως πρωταρχικού χρέους των μουσουλμάνων, ήταν αναπόφευκτο να συνδεθεί πρακτικά στην καθημερινή ζωή της Μεδίνας με την απόλυτη υπακοή στον εκφραστή των βουλών Του, τον Προφήτη(67). Έτσι, μαζί με την πίστη στον Αλλάχ συμβάδισε και η πίστη στον Μωάμεθ(68).
Το συμπέρασμα από τη σύντομη αυτή αναδρομή στα πρώτα χρόνια μετά την Εγίρα (Hijrah) είναι ότι ουσιαστικά κατά την περίοδο αυτή διαμορφώθηκε ο Ισλαμισμός ως ιδιαίτερη θρησκεία. Συνεπώς, η εκλογή του έτους της μεταναστεύσεως στη Μεδίνα ως αρχής της μουσουλμανικής χρονολογήσεως, αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται κάπως αυθαίρετη, είναι βασικά πολύ επιτυχής.
(ii) Ο προσανατολισμός προς τη Μέκκα την ώρα της προσευχής έστρεφε με μεγαλύτερη ένταση τη σκέψη και τον πόθο προς τη γενέτειρα, η οποία, ενώ είχε δεχθεί τις πρώτες αποκαλύψεις, είχε απορρίψει το κήρυγμα του Μωάμεθ. Εφόσον η ιερή πόλη βρισκόταν ακόμη στα χέρια των εχθρών του, δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί το πρόγραμμα που είχε θεσπισθεί˙ όσον καιρό οι αντίπαλοί του παρέμεναν ατιμώρητοι, η αξιοπιστία του βρισκόταν υπό αμφισβήτηση, και αυτό βεβαίως δεν ήταν δυνατόν να αφεθεί μόνο στον Θεό και να παραταθεί μέχρι την τελική κρίση. Ο Μωάμεθ, καθορίζοντας με αποφασιστικότητα και ρεαλισμό όχι μόνο τους στόχους του, αλλά και τους τρόπους πραγματοποιήσεώς τους, καθιέρωσε τη δυναμική στρατιωτική τακτική.
Η πρώτη ουσιαστική επιδρομή των μουσουλμάνων πραγματοποιήθηκε τον ιερό μήνα Rajab, κατά τον οποίο απαγορεύονταν οι εχθροπραξίες. Ο Μωάμεθ απέστειλε ομάδα κρούσεως στη Nakhlah, από όπου επρόκειτο να περάσει εμπορικό καραβάνι της Μέκκας, ενώ έδωσε στον αρχηγό της αποστολής σφραγισμένη εντολή να ενεργήσει κατά την κρίση του. Εκείνος, γνωρίζοντας να διαβάζει κάτω από τις διφορούμενες φράσεις τις σκέψεις του εντολοδότη, επιτέθηκε και συγκέντρωσε πλούσια λάφυρα. Η προκλητική αυτή καταπάτηση της ιερότητας του μηνός Rajab, και γενικότερα των αραβικών εθίμων, προκάλεσε αρχικά την κατακραυγή και αυτών ακόμη των κατοίκων της Μεδίνας. Τελικά όμως τα πνεύματα ηρέμισαν με την εξής προφητεία:
«Θα σ’ ερωτήσωσιν, αν κατά την διάρκειαν του ιερού μηνός επιτρέπηται το πολεμείν˙ αποκρίθητι˙ το πολεμείν διαρκούντος του μηνός τούτου είναι μέγιστον κακόν, αλλά το εγκατελείπειν την οδόν του Θεού, το απαρνείσθαι αυτόν και το ιερόν προσευκτήριον, το διώκειν εκ του περιβόλου αυτού τους κατοικούντας εν αυτώ, εισίν αμαρτήματα πολλώ βαρύτερα ή το φονεύειν κατά τον ιερόν μήνα. Οι άπιστοι δεν θα παύσωσι πολεμούντες, εν όσω δεν αναγκάσωσιν υμάς να αρνηθήτε την θρησκείαν υμών, εάν δυνηθώσιν. Αλλ’ όσοι εξ υμών αρνηθώσι την θρησκείαν και αποθάνωσιν άπιστοι, αι πράξεις αυτών ούτε εις την παρούσαν, ούτε εις την μέλλουσαν ζωήν θα ωφελήσωσιν αυτούς. Είναι προορισμένοι εις το αιώνιον πυρ της κολάσεως» (Η Βούς, 2:214).
Αποφασιστική αφετηρία των στρατιωτικών επιτυχιών των μουσουλμάνων θεωρείται γενικώς η σύγκρουση που πραγματοποιήθηκε κοντά στο Badr κατά το δεύτερο μετά την Εγίρα έτος (624 μ.Χ.). Στρατός της Μέκκας, αποτελούμενος από 950 άνδρες, κατευθύνθηκε προς τη Μεδίνα για να εκδικηθεί τους προκλητικούς βόρειους γείτονες. Οι μουσουλμάνοι δεν κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν παρά μόνο 324 άνδρες (86 «μετανάστες» από τη Μέκκα και 238 «βοηθούς» από τη Μεδίνα)˙ τελικά όμως στη μάχη που ακολούθησε πέτυχαν να κατατροπώσουν τις δυνάμεις της Μέκκας. Ο Μωάμεθ δεν έλαβε προσωπικά μέρος στη σύγκρουση, αλλά ενίσχυε τους πολεμιστές του βεβαιώνοντάς τους για τη συνδρομή στη μάχη χιλίων αγγέλων, απειλώντας τους δειλούς με τις φλόγες του Άδη και υποσχόμενος στους ανδρείους τις απολαύσεις του Παραδείσου. «Τέλος πήρε μια χούφτα άμμο και εκστομίζοντας κατάρα την έριξε εναντίον των εχθρών˙ με τον τρόπο αυτό λέγεται ότι κρίθηκε η μοίρα τους» (69). Η νίκη αυτή θεωρήθηκε ιδιαίτερη εύνοια του Θεού και αποτέλεσε αποφασιστική καμπή στην ιστορία του Ισλάμ. Τότε για πρώτη φορά οι πεσόντες στο πεδίο της μάχης μουσουλμάνοι ανακηρύχθηκαν μάρτυρες και καθορίσθηκε η μέθοδος κατανομής των λαφύρων, δηλαδή το ένα πέμπτο «τω Θεώ και τω Αποστόλω, τοις συγγενέσι, τοις ορφανοίς, τοις πένησι, τοις οδοιπόροις» (Τα Λάφυρα, 8:42), και τα υπόλοιπα σε ίσα μερίδια μεταξύ των πολεμιστών. Μετά τη νίκη στο Badr αναπτύσσεται πλέον σταθερά η ιδέα ότι, όταν το κήρυγμα δεν αποδειχθεί αποτελεσματικό, οι αντίπαλοι πρέπει να εξαναγκάζονται διά του πολέμου να υποταχθούν στον λόγο του Αλλάχ. «Πολεμείτε αυτούς μέχρις ου δεν θα υπάρχη πλέον πειρασμός, μέχρις ου δεν θα υπάρχη άλλη θρησκεία ή του μόνου Θεού» (Τα Λάφυρα,8:40). Το ήθος «του ιερού πολέμου» λαμβάνει πλέον θεολογική κατοχύρωση (70).
Οι συγκρούσεις με τον στρατό της Μέκκας συνεχίσθηκαν και το γόητρο της Μεδίνας ανυψώθηκε. Ο Μωάμεθ πέτυχε να συγκεντρώσει νέες δυνάμεις δημιουργώντας φιλικές σχέσεις με φυλές που ζούσαν γύρω από την πόλη. Τις σχέσεις αυτές τις έκανε στενότερες λαμβάνοντας ως συζύγους γυναίκες από διάφορες φυλές. Επιπλέον νυμφευόταν χήρες γενναίων πολεμιστών που φονεύθηκαν στους αγώνες υπέρ του Ισλάμ. Κατά την τελευταία περίοδο είχε, εκτός από τις δούλες, εννέα νόμιμες συζύγους. Για τη συντήρηση τους έπαιρνε ειδικό επίδομα. Διάφορες εκδοχές διατυπώνονται σχετικά με το πλήθος των συζύγων του Προφήτη. Πάντως, για την αντιμετώπιση επικίνδυνων ψιθύρων ο Προφήτης φρόντιζε να επικαλείται θείες αποκαλύψεις:
«Ω Προφήτα! επιτρέπεταί σοι να συζευχθής μετά των γυναικών ας επροικοδότησας, των αιχμαλώτων ας διά της δεξιάς σου απέκτησας, των θυγατέρων των θείων σου και των ακολουθησασών σε, ως και μετά πάσης γυναικός ευσεβούς, αφιερωσάσης την εαυτής ψυχήν σοι τω Προφήτη, εάν θέλησης να συζευχθής μετ’ αυτής. Τουτό έστι προνόμιον όπερ εις σε ιδίως δίδομεν επί των άλλων πιστών» (Οι Ομόσπονδοι, 33:49) (71). Όταν ο Μωάμεθ, γοητευμένος από το κάλλος της Ζέναμπ (Zainab bint Jahsh), συζύγου του θετού του γιου Ζάιδ (Zaid b. Hariiha), τελικά τη νυμφεύθηκε (αφού προηγουμένως εκείνος, για να ευχαριστήσει τον Προφήτη, τη διεζεύχθη πρόθυμα), δέχθηκε και εξήγγειλε ειδική για την περίπτωση προφητεία. Με αυτήν ο Θεός όχι μόνον τονίζει ότι «δεν ημάρτησεν ο προφήτης», αλλά ακόμη έκανε παρατήρηση στον Μωάμεθ διότι υπολόγισε τις δυσμενείς κρίσεις του κοινωνικού του περιβάλλοντος και «εφοβήθη τους ανθρώπους». Ο γάμος με τη Zainab -τονίζει η προφητεία- έγινε κατ’ εντολήν του Θεού, «ίνα μάθωσιν οι πιστοί ότι δεν αμαρτάνουσι νυμφευόμενοι τας γυναίκας των θετών υιών των, αφού ούτοι διαζευχθώσι απ’ αυτών». Και για να μη μείνει περιθώριο για καμία αμφισβήτηση της αθωότητας του Προφήτη, προστίθεται ότι, σε τελευταία ανάλυση «ο Μωάμεθ ουδενός υμών είναι πατήρ» (και άρα ο Zaid δεν λογίζεται γιός του), «αλλ’ είναι απόστολος του Θεού και η σφραγίς πάντων των προφητών» (Οι Ομόσπονδοι, 33:37-40) (72). Δεν είναι σπάνιο στην ιστορία οι ισχυροί να παρακάμπτουν την παρανομία με τη θέσπιση νόμων.
Όπως είδαμε, στην πρώτη μουσουλμανική κοινότητα της Μεδίνας μετείχαν και Εβραίοι, οι οποίοι όμως δεν άργησαν να δημιουργήσουν στον Μωάμεθ σοβαρά προβλήματα. Γι’ αυτό οι Άραβες μουσουλμάνοι επιτέθηκαν εναντίον τους με σφοδρότητα και εξεδίωξαν από την περιοχή τους πολλές εβραϊκές οικογένειες. Το έτος 625 εξόρισαν τους Bani Qaynuqa’ με την κατηγορία ότι προκάλεσαν ταραχές και ότι πρόσβαλαν μουσουλμανίδα γυναίκα˙ το 626 τους Bani Nadir με την κατηγορία συνωμοσίας˙ τέλος, το έτος 627 την τρίτη εβραϊκή φυλή, τους Bani Qurayza, διότι κατά την πολιορκία της Μεδίνας από τον στρατό της Μέκκας οι Εβραίοι, βοηθούμενοι από βεδουΐνους, είχαν έρθει σε συνεννοήσεις με τους επιτιθέμενους. Και οι μεν άνδρες της φυλής Qurayza, που αριθμούσαν πολλές εκατοντάδες, εκτελέστηκαν, τα δε γυναικόπαιδα εξανδραποδίσθηκαν (73) . Με το ανωτέρω γεγονός παύει οριστικά πλέον η αμφιταλάντευση του Μωάμεθ ως προς τις σχέσεις του με τον Ιουδαϊσμό, στον οποίο αρχικά είχε προσβλέψει ως σύμμαχο.
(iii) Μετά την επιτυχία του να επιβληθεί ως αρχηγός θεοκρατικού κράτους και τη συντριβή των αντιπάλων του στη Μεδίνα, ο Μωάμεθ άρχισε να προσβλέπει σε ευρύτερους ορίζοντες. Η συζήτηση σχετικά με την αυτοσυνειδησία του Μωάμεθ ως προς την καθολικότητα της θρησκείας, την οποία κήρυττε, δεν έχει ουσιαστικώς λήξει. Τόσο η άποψη ότι τα θρησκευτικά του σχέδια περιορίζονταν στον αραβικό κόσμο, όσο και η αντίθετη, ότι η προοπτική του ήταν παγκόσμια, έχουν συνηγόρους διάσημους ερευνητές. Άλλωστε δεν είναι το μόνο ισλαμικό θέμα για το οποίο υπάρχουν αντιθέσεις και διχογνωμίες. Για τους μουσουλμάνους βεβαίως δεν υφίσταται δίλημμα.
Με το σημείο αυτό συνδέεται εμμέσως η παράδοση ότι ο Μωάμεθ έστειλε επιστολές στους ηγέτες των κρατών που γειτόνευαν με την Αραβία, ζητώντας από αυτούς να αναγνωρίσουν και να ασπασθούν το Ισλάμ(75). Ανεξάρτητα από τα πολλά φιλολογικά και ιστορικά τεκμήρια που ορθώνονται κατά της απόψεως αυτής (76), είναι νομίζουμε αβάσιμη η σκέψη ότι ένας πολιτικός με την οξυδέρκεια και τον ρεαλισμό του ώριμου πλέον Μωάμεθ, πριν ολοκληρώσει την κατάληψη της Μέκκας και σταθεροποιήσει την ηγεμονία του στην Αραβία, θα ανέπτυσσε ένα τόσο μεγαλεπίβολο θρησκευτικό σχέδιο. Η ανωτέρω παράδοση υποθέτουμε ότι δημιουργήθηκε εκ των υστέρων, για να εκφράσει την ποιότητα των υφισταμένων σχέσεων της μουσουλμανικής κοινότητας με τους γείτονές της.
Πάντως είναι βέβαιο ότι το 629 οργάνωσε επιδρομή εναντίον των πλησίον της Αραβίας ευρισκομένων βυζαντινών επαρχιών. Αλλά κατά τη μάχη που έγινε στην πεδιάδα Mu’ta της Ιορδανίας, τους «Μοθούς» των Βυζαντινών χρονογράφων, οι μουσουλμάνοι κατατροπώθηκαν από τον βυζαντινό στρατό, τον οποίο διοικούσε ο αδελφός του Ηρακλείου Θεόδωρος ο Βικάριος (77). Στη σύγκρουση εκείνη, η οπαία για τους Βυζαντινούς υπήρξε ένα απλό συνοριακό επεισόδιο, φονεύθηκε μαζί με άλλους ηγέτες των Αράβων και ο εξάδελφος του Μωάμεθ Γκιάφαρ. Αργότερα στο μέρος εκείνο στήθηκε μνημείο, το οποίο εξελίχθηκε σε προσκύνημα.
(iv) Έχοντας επιτύχει απόλυτη κυριαρχία στη Μεδίνα, ο Μωάμεθ επιζήτησε να θέσει το συντομότερο υπό την εξουσία του και τη Μέκκα, προς την οποία δεν έπαψε να έχει στραμμένη την προσοχή του. Το σχέδιο αυτό το πραγματοποίησε αναίμακτα με εξαιρετική διπλωματική ευστροφία. Το έτος 628 συνήψε τη συνθήκη του Hudaibiyah, σύμφωνα με την οποία τον επόμενο χρόνο μετέβη στη Μέκκα μαζί με τους οπαδούς του ως προσκυνητής. Τελικά στις 11 Ιανουαρίου του 630 ο Προφήτης ακολουθούμενος από 10.000 άνδρες μπήκε αμαχητί στην «αγία» πόλη. Μία από τις πρώτες ενέργειές του υπήρξε η καταστροφή των ειδώλων που βρίσκονταν γύρω από την Κάαμπα. «Ειπέ˙ Η αλήθεια επεφάνη και το ψεύδος εξηφανίσθη. Το ψεύδος ωρίσθη εις εξαφάνισιν», γράφει το Κοράνιο, αναφερόμενο σ’ αυτό το γεγονός (Η Νυκτερινή Οδοιπορία, 17:83). Ενώ όμως ο Προφήτης ήταν αμείλικτος έναντι των παλαιών θεών και των ειδώλων τους, προς τους ανθρώπους υπήρξε επιεικής και παραχώρησε γενική αμνηστία.
Ορισμένες φυλές που ζούσαν σε γειτονικές περιοχές, νόμισαν ότι η αναίμακτη κατάληψη της Μέκκας οφειλόταν σε αδυναμία αντιστάσεως και άρχισαν να περιπολούν στα περίχωρα με την ελπίδα ότι θα επιτύχουν εύκολη λεία. Λέγεται ότι συναθροίστηκαν έτσι 20.000 περίπου άνδρες. Ο ετοιμοπόλεμος Μωάμεθ στράφηκε με ταχύτητα εναντίον τους και στη μάχη του Ηunain (το 630) τους κατατρόπωσε. Η νέα επιτυχία και η γενναιοδωρία που επέδειξε προς τους ηττημένους -αποφεύγοντας το φυλετικό έθιμο της αντεκδικήσεως- σταθεροποίησαν το γόητρο του Προφήτη στις άλλες αραβικές φυλές και προσέλκυσαν νέες αραβικές ομάδες στον «οίκο της πίστεως». Η πολιτική, στρατιωτική και πολεμική δύναμη του Μωάμεθ βρισκόταν τώρα σε ανιούσα γραμμή. Το 630 μX. (9ο έ. Εγ.) έφθασαν στη Μεδίνα αντιπροσωπείες διαφόρων αραβικών φυλών για να εκφράσουν τον σεβασμό τους στον Προφήτη και να δηλώσουν ότι δέχονται το Ισλάμ. Άλλες εντούτοις φυλές πρόβαλαν κάποια αντίσταση, η οποία όμως εξουδετερώθηκε εύκολα με τη δράση μικρού στρατιωτικού αποσπάσματος, όπως π.χ. στην περίπτωση της φυλής Tay, όπου επενέβη ο Αli.
Στο τέλος του θέρους του 630 μ.Χ. (9ο έ. Εγ.) ο Μωάμεθ, που δεν είχε λησμονήσει την ήττα των στρατευμάτων του από τους Βυζαντινούς και τους συμμάχους τους χριστιανούς Άραβες, οργάνωσε εκστρατεία εναντίον τους. Στο κάλεσμα του Προφήτη ανταποκρίθηκαν 30.000 εθελοντές και συγκεντρώθηκαν 10.000 ίπποι. Πολλοί επίσης πρόσφεραν με γενναιοδωρία υλικά αγαθά, π.χ. ο Όμαρ τη μισή του περιουσία, ενώ ο Abu Bakr
ολόκληρη (79). Συγχρόνως παρουσιάσθηκε και σημαντική απροθυμία. Στους διατακτικούς και σ’ αυτούς που προφασίζονταν «τον θερινό καύσωνα», ο Μωάμεθ -κατ’ εντολήν εννοείται του Θεού- διακήρυξε ότι «το πυρ της Γεέννης είναι καυστικώτερον» (Η Μετάνοια, 9:82) και τους κατακεραύνωσε με λόγους αυστηρούς (80). Επικεφαλής των μουσουλμανικών στρατευμάτων τέθηκε ο ίδιος ο Προφήτης. Τον Οκτώβριο έφθασαν στην όαση Tabuk, που βρισκόταν στο μέσον της αποστάσεως μεταξύ Μεδίνας και Δαμασκού, στη συνοριακή ζώνη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εκεί παρέμειναν περίπου δέκα ημέρες (κατ’ άλλους είκοσι τέσσερις) και κατόπιν πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Για τα αίτια της αιφνίδιας αυτής διακοπής της εκστρατείας δεν υπάρχουν νύξεις στο Κοράνιο ούτε στο βιογραφικό έργο του Ibn Ishaq. Το πιθανότερο είναι ότι οι πληροφορίες που πήραν τους έπεισαν πως μια σύγκρουση με τους Βυζαντινούς την εποχή εκείνη θα ήταν ατελέσφορη και ότι πρυτάνευσε και πάλι ο ρεαλισμός του Μωάμεθ. Η «εκστρατεία» πάντως αυτή -ευτυχώς χωρίς θύματα- είχε και κάποια συγκεκριμένα αποτελέσματα. Οι κάτοικοι των χριστιανικών πόλεων της περιοχής (Aila, Adhruh Garba), για να αποφύγουν τις περιπέτειες της συγκρούσεως με τον μουσουλμανικό στρατό, έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή και εξασφάλισαν τη θρησκευτική τους ελευθερία έναντι ετήσιου κεφαλικού φόρου, ενώ οι Ιουδαίοι κάτοικοι του λιμένα της Maqna υποτάχθηκαν με σκληρότερους όρους -καταβολή φόρων σε είδος, παράδοση όπλων, ίππων και δούλων.
Αν και ήταν κυρίαρχος των δύο μεγάλων αραβικών κέντρων, ο Μωάμεθ δεν έλαβε μέρος κατά τα 8ο και 9ο έ. Εγ. στο ιερό προσκύνημα της Μέκκας. Έδωσε όμως εντολή στον Abu Bakr κατά τη Hajj του 9ου έ. Εγ. (αρχές 631 μ.Χ.) να διακηρύξει ότι στο εξής απαγορεύονταν αυστηρώς οι ειδωλολατρικές τελετουργίες στο ιερό της Κάαμπα, καθώς και η είσοδος σ’ αυτό παντός μη μουσουλμάνου. Στους Άραβες ειδωλολάτρες δόθηκε προθεσμία τεσσάρων μηνών για να διαλέξουν μεταξύ αποδοχής του Ισλάμ ή πολέμου (Η Μετάνοια, 9:1-5).
Στο τέλος του 10ου έ. Εγ. (Μάρτιος 632 μ.Χ.),μετά την πλήρη εκκαθάριση της ιερής πόλεως από τα ειδωλολατρικά μιάσματα, είχε φθάσει πλέον η ώρα για το πρώτο -και τελευταίο- επίσημο προσκύνημα του Μωάμεθ, με βάση τις αρχές που ο ίδιος είχε θεσπίσει αναβιώνοντας -όπως κήρυττε- τις τελετές οι οποίες είχαν εγκαινιασθεί από τον Αβραάμ. Είναι αυτό που έμεινε γνωστό στην ιστορία ως «Προσκύνημα του Ισλάμ» ή «Αποχαιρετιστήριο προσκύνημα» και αποτελεί το «αλληλούια» της προφητικής δράσεως του Μωάμεθ. «Σήμερον [λέγει στο Κοράνιο ο Θεός, αναφερόμενος στην εν λόγω Hajj] ετελειοποίησα την θρησκείαν υμών, εξεπλήρωσα προς υμάς τα ευεργετήματά μου, δους υμίν ως θρησκείαν τον Ισλαμισμόν» (Η Τράπεζα, 5:5).
Μετά την πάροδο λίγων μηνών, ενώ σχεδίαζε μια εκστρατεία στην Ιορδανία, ο Μωάμεθ αρρώστησε αιφνιδίως σοβαρά.
Στο πλαίσιο των προαισθήσεων ενός θανάτου που έφθανε καλπάζοντας και της θρησκευτικής ευαισθησίας που μέχρι τέλους διατηρούσε, ανήκει και το εξής περιστατικό, το οποίο αναφέρεται σε μια ευσεβή παράδοση: Μια νύχτα, νιώθοντας αιφνίδια παρόρμηση, σηκώθηκε, πήρε μαζί του τον Abu Muwaihaba -ένα αφοσιωμένο πρώην δούλο του- και κατευθύνθηκε στο νεκροταφείο. «Ειρήνη σε σάς, άνθρωποι των τάφων!» ψιθύρισε ο Προφήτης βαδίζοντας ανάμεσα στα μνήματα. «Ασφαλώς είστε ευτυχέστεροι από τους ζωντανούς. Γιατί θα έλθουν στους ανθρώπους πειρασμοί σαν κλέφτες σε σκοτεινή νύχτα, οι τελευταίοι θα είναι χειρότεροι από τους πρώτους». Κατόπιν, στρεφόμενος στον συνοδοιπόρο του, πρόσθεσε: «Ω Abu Muwaihaba! Ο Αλλάχ μου προσέφερε το κλειδί αυτού του κόσμου, προφήτευσε για μένα μακροζωία και μετά από αυτήν τον Παράδεισο˙ μου επέτρεψε να διαλέξω εάν επιθυμούσα αυτό ή να συναντήσω αμέσως τον Κύριό μου. Προτίμησα το δεύτερο» .
Ο Μωάμεθ διατηρούσε μέχρι την τελευταία στιγμή ευλάβεια, αλλά και ιδιότυπο «χιούμορ», στο οποίο ανταποκρινόταν με ευστροφία η Άισα. Επιστρέφοντας από τη νυκτερινή του επίσκεψη στα μνήματα βρήκε την προσφιλή του σύζυγο να παραπονείται για ισχυρό πονοκέφαλο. Ο Προφήτης παρατήρησε ότι εκείνος υπέφερε περισσότερο και κατέληξε χαμογελώντας: «Και αν τελείωνες πριν από μένα, τι θα πείραζε; Θα σε τύλιγα σ’ ένα σάβανο, θα προσευχόμουν πάνω σου και θα σε έθαβα!» «Νομίζω ότι μπορώ να φαντασθώ τι θ’ ακολουθούσε», παρατήρησε η Άισα. «Θα επέστρεφες στο σπίτι και θα τελούσες αμέσως γάμο με μια καινούργια σύζυγο». Ο Προφήτης χαμογέλασε.
Όταν αργότερα, για να τον ανακουφίσουν από τον υψηλό πυρετό, του έδωσαν ένα φάρμακο το οποίο τον ενόχλησε, διέταξε να λάβουν όλες του οι σύζυγοι την ίδια δόση. Παρά την πρόσκαιρη βελτίωση της υγείας του, που του επέτρεψε να πάει και στο τέμενος, η κατάσταση του επιδεινώθηκε και, στις 8 Ιουνίου 632 (13η του μηνός Rabi al-Awwal του 11ου έ. Εγ.), ο δυναμικός Άραβας προφήτης εξέπνευσε στην αγκαλιά της Άισα σε ηλικία 62 ετών (84).
Ο στενός συνεργάτης του Abu Bakr, ο μετέπειτα διάδοχός του στην ηγεσία της μουσουλμανικής θρησκευτικοπολιτικής κοινότητας , ανήγγειλε, όπως λέει η παράδοση, τον θάνατό του με αυτά τα λόγια: «Ας μάθει όποιος λατρεύει τον Μωάμεθ, ότι ο Μωάμεθ πέθανε. Αλλά όποιος λατρεύει τον Θεό, ας μάθει ότι ο Θεός ζει και ουδέποτε αποθνήσκει».
Συνοπτικά, ο Μωάμεθ άρχισε τη ζωή του ως βοσκός, εξελίχθηκε κατόπιν σε έμπορο, ο έμπορος σε προφήτη και τέλος ο προφήτης σε αρχηγό θεοκρατικού κράτους. Τα χαρακτηριστικά του είναι πολύπλευρα: τον αντικρίζουμε ως ένθερμο οραματιστή, επιτυχημένο επιχειρηματία, δικαστή, ευαίσθητο ποιητή, δυναμικό θρησκευτικό αναμορφωτή, πανούργο στρατηγό, ικανό πολιτικό ηγέτη. Οι εχθροί του -και μεταξύ τους πρωτεύουσα θέση κατείχαν οι Βυζαντινοί- δεν δίστασαν να τον χαρακτηρίσουν ηδονιστή, νευρωτικό, επιληπτικό, αδίστακτο, φιλόδοξο και τα παρόμοια. Για πολλούς μουσουλμάνους πάντως εξακολουθεί να είναι ο τέλειος άνθρωπος, το «προαιώνιο φως», η «κόρη του οφθαλμού» και η ζωή του αποτελεί γι’ αυτούς πρότυπο προς μίμηση.
Σημειώσεις (κατ' επιλογήν)
(5) Είναι πιο γνωστή με τη συντετμημένη μορφή, που εξέδωσε ο Ibn Ηisham, ο οποίος ανήκει στην επόμενη του Ibn Ishaq γενεά. Μετάφραση του έργου του Hisham στα αγγλικά υπάρχει στο βιβλίο του A. Guillaume που αναφέρθηκε στη σημ. 1. Για την έκδοση του πρωτοτύπου και μετάφραση στα γερμανικά βλ. σημ. 53 κεφ. Ι/Α'.
(11) Βλ. έργα που μνημονεύονται στην Εισαγωγή σημ. 7-15. Οι Βυζαντινοί γνωρίζουν ασφαλώς πολλές σελίδες του βίου του Μωάμεθ. Επειδή όμως ασκούν πολεμική και όχι έρευνα, έχουν την τάση να επενδύουν τα γεγονότα με υποτιμητικές φράσεις, όπως εξάλλου οι μουσουλμανικές παραδόσεις στολίζουν πολλά περιστατικά με άνθη. Παραμερίζοντας τα μεν και τα δε, ανακαλύπτουμε συχνά κοινό ιστορικό πυρήνα. Πρβλ. πιο κάτω περίπτωση σχέσεων Μωάμεθ με χριστιανούς μοναχούς.
(28) Η αραβική παράδοση δέχεται ότι ο Μωάμεθ γεννήθηκε το «έτος του ελέφαντα», το οποίο ταυτίζει με το έτος της εισβολής του Αβράμου στη Μέκκα (βλ. κεφ. 1/Α'). Πρόκειται όμως, όπως υποστηρίζει η σύγχρονη κριτική έρευνα, για ιστορική σύγχυση, διότι η επίθεση του Αβησσυνού στρατηγού πρέπει να πραγματοποιήθηκε πολύ νωρίτερα από το 570. Γενικότερα, για το έτος γεννήσεως του Μωάμεθ υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις, ενώ από μερικούς θεωρείται εξίσου πιθανό ότι γεννήθηκε περί το 580˙ Buhl, Muhammad (1961), 391.
(29) Τα περισσότερα από όσα λέγονται για τους προγόνους του Μωάμεθ είναι αβέβαια. Αναμφισβήτητο πάντως θεωρείται ότι από μικρή ηλικία ήταν ορφανός. «Ήσο ορφανός και σε περιέθαλψεν», λέει το Κοράνιο αναφερόμενο στον Μωάμεθ˙ «ήσο πένης και σε επλούτισε» (Ο Εωθινός, 93:6,8).
(30) Όπως φαίνεται και από τη διδασκαλία του Κορανίου, το οποίο θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο (Ι/Γ’), ο Μωάμεθ συμμεριζόταν τη διδασκαλία για τα jinn και τους κακούς οιωνούς (Τα Συμβάντα, 28:57, Η Αράχνη, 29:67 κ.ά.), πίστευε στην ιερότητα της Μέκκας και θεωρούσε ότι οι θυσίες που εγίνοντο εκεί ήταν ευάρεστες στον Θεό (Το Κάουθερ, 108:2). Πρβλ. κορανικό στίχο: «Ήσο απολωλώς και σε καθωδήγησεν» (Ο Εωθινός, 93:7, και: «τη εντολή ημών, απεκαλύφθη το Πνεύμα εις σε, όστις ηγνόεις την Βίβλον ή την θρησκείαν» (Η Συνδιάσκεψις, 43:52).
(33) «Ερχόμενος δε εν Παλαιστίνη συνανεστρέφετο Ιουδαίοις τε και Χριστιανοίς, εθηράτο δε παρ’ αυτών τινά γραφικά»˙ Θεοφάνους, Χρονογραφία, τόμ. I, 334. Την άποψη αυτή επαναλαμβάνουν αργότερα και άλλοι Βυζαντινοί συγγραφείς: «Παραγενόμενος εις Παλαιστίνην συνέτυχεν Εβραίοις, είτα Αρειανοίς, έπειτα και Νεστοριανοίς. Και δόξας φιλομαθής είναι, αρύσατο ταχέως εξ Εβραίων μεν την μοναρχίαν, εξ Αρειανών δε Λόγον και πνεύμα κτιστά, από δε Νεστοριανών ανθρωπολατρίαν. Κάι σύνθετον εξ αυτών θρησκείαν εαυτώ συνεστήσατο»˙ «Κατά Μωάμεθ»: PG, 104,1449Α (στην PG με το όνομα του Βαρθολομαίου του Εδεσσηνού˙ νεότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι ανήκει σε άλλο συγγραφέα). Πρβλ. Γεωργίου Αμαρτωλού, «Χρονικόν σύντομον», Βίβλος Δ', «Περί του αρχηγού των Σαρακηνών Μωάμεθ του και Μουχούμετ»: PG, 110,865Β: «συνανεστρέφετο Ιουδαίοις και Χριστιανοίς και εθηράτο λόγους και γραφικάς τινας ρήσεις». Πρβλ. Ευθυμίου Ζιγαβηνού, «Πανοπλία δογματική», 28: PG, 130, 1333Β.
(34) Κατά τον Buhl [Muhammad (1961), 391] «θα ήταν πιο φρόνιμο να παραθεωρηθούν τα δήθεν εμπορικά ταξίδια του, τα οποία λέγεται ότι είχε επιχειρήσει στις γύρω χώρες, ήδη ως παιδί με τον Abu Talib και αργότερα στην υπηρεσία της Khadijah»
(36) Οι Βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρονται πολλές φορές στις σχέσεις του Μωάμεθ με αιρετικό χριστιανό μοναχό, (α) Μερικοί τον θεωρούν αρειανό [Θεοδώρου Αβουκαρά, «Κατά αιρέσεων Ιουδαίων και Σαρακηνών»:PG,97,1560Α: «Ο γαρ τε ψευδοπροφήτης αυτών Αρειανού ακροατής άτε γεγονώς, τούτο αυτοίς το άθεον και δυσσεβές παρέδωκε δόγμα...»˙ πρβλ. Γεωργίου Αμαρτωλού, «Χρονικόν», Βιβλ. Δ' 235:PG, 110.865D]˙ άλλοι (β) μονοφυσίτη ιακωβίτη [«Κατά Μωάμεθ» (Ανωνύμου;):PG, 104,1457C: «Προσεκολλήθη δε τω Μαχούμετ τις Ιακωβίτης ονόματι Βαειρά, επεί αυτός ιδιώτης ην, και αγράμματος»]˙ ενώ οι περισσότεροι (γ) νεστοριανό [Βαρθολομαίου του Εδεσσηνού, «Έλεγχος Αγαρηνού »:PG, 104,1428Α: «Εν δε τω βόσκειν τας καμήλους εν τω δρει υπήρχεν έκεϊσέ τις μοναχός ησυχαστής Νεστοριανώ έχων δόγματι, τούνομα Παχυράς». Πρβλ. Ιωάννου του Καντακουζηνού, «Κατά Μωαμεθανών»; PG, 154,417C]. Ο Βαρθολομαίος ο Εδεσσηνός αναφέρεται λεπτομερώς στις σχέσεις αυτές: «Ην δε τω κελλίω αυτού φρέαρ, και εν τω εισέρχεσθαι, και εξέρχεσθαι τον Μουχάμετ ανέβαινεν προς το ύδωρ, και ιδών τον ησυχαστήν συνετύγχανεν αυτώ και ηρώτα περί της πίστεως των χριστιανών. Ο δε ησυχαστής εξείπεν αυτώ περί πάντων, και συνετυγχανεν αυτώ, και αυτός εκτίθου εμάνθανεν. Και εν τω εισέρχεσθαι εις τα ίδια διελέγετο μετά των Αρράβων, ότι Τάδε λέγει Κύριος». Και πιο κάτω: «Ούτοι δε ουκ εννόησαν, ότι εκ του καλογήρου διδάσκεται και τρέφεται, αλλ’ ουδέ ο μοναχός ετόλμησε προς τινα των Αρράβων εξειπείν, ότι σχολάζει παρ’ αυτού ο Μουχάμετ, ίνα και βαπτίση αυτόν, και διδάξη, και διαφύγη, από των Αρράβων τον κίνδυνον»˙ «Έλεγχος Αγαρηνού»; PG, 104,1428Α, 1429Β.
(39) «Εάν αμφιβάλης, δι’ ο,τι σοι επέμφθη άνωθεν, ερώτησον τους αναγινώσκοντας τας προ σου αποσταλείσας Γραφάς» (Ιωνάς, 10:94).
(40) Κατά την επίσημη ορθόδοξη μουσουλμανική άποψη, ο Προφήτης δεν γνώριζε γραφή και ανάγνωση. Κατά τον R. Blachere υπάρχουν ενδείξεις ότι γνώριζε, αλλά αναμφιβόλως δεν κατέγραψε αυτός προσωπικά κορανικές προφητείες˙ Introduction au Coran (Paris 1947), 7,11.
(44) Κατά τους βιογράφους του Μωάμεθ, για πολλά χρόνια πριν από την έναρξη του προφητικού του έργου βυθιζόταν σε αναχωρητική σιωπή. Πρβλ. Νούρ. Κοράνιον (1970), 75-76.
(45) Για τη βίωση της κλήσεως βλ. R. Bell, «Mohammed’s Call», MW 24 (1934), 13-19. Montgomery Watt, Mecca (1953),39-52. Andrae, Mohammed (1960), 43-52. Paret, Mohammed (1957), 42-46.
(47) Ο Θεοφάνης (+817) στη Χρονογραφία του -στηριζόμενος συνήθως σε παλαιότερες πηγές, που έχουν χαθεί- δίνει μια ερμηνεία της «κλήσεως του Μωάμεθ», η οποία κινείται σε γραμμές προσφιλείς στη σύγχρονη ψυχανάλυση˙ μιλάει για συζυγικές δυσκολίες με τη Χαντίτζα, λόγω επιληψίας του Μωάμεθ, και για μεσολάβηση χριστιανού αιρετικού ασκητή: «και νοήσασα η τούτου γυνή [Χαδίγα] σφόδρα ελυπείτο, ως ευγενής ούσα και τω τοιούτω συναφθείσα, ου μόνω απόρω, όντι, αλλά και επιληπτικώ˙ τροπούται δε αυτός θεραπεύσαι αυτήν ούτω λέγων, ότι “οπτασίαν τινά αγγέλου λεγομένου Γαβριήλ θεωρώ, και μη υποφέρων την τούτου θέαν ολιγωρώ και πίπτω”, αύτη δε έχουσα μοναχόν τινα διά κακοπιστίαν εξόριστον εκείσε οικούντα, φίλον αυτής, ανήγγειλεν αυτώ πάντα και το όνομα του αγγέλου, κακείνος θέλων πληροφορήσαι αυτήν είπεν αυτή ότι “αλήθειαν είρηκεν˙ και γαρ ούτος ο άγγελος εκπέμπεται προς πάντας προφήτας”. αύτη δε πρώτη δεξαμένη τον λόγον του ψευδαββά επίστευσεν αυτω, και εκήρυξεν άλλαις γυναιξίν ομοφύλοις αυτής προφήτην αυτόν είναι. Και ούτως εκ γυναικών (η φήμη) ήλθεν εις άνδρας...»˙ Χρονογραφία, εκδ. C. de Boor (1883), Ι,334. Την άποψη αυτή υιοθέτησε η μεταγενέστερη βυζαντινή πολεμική προσθέτοντας διάφορα συμπληρωματικά στοιχεία: «Ην δε αυτοίς φίλος μοναχός τις εξόριστος εις εκείνα τα μέρη διά το εαυτού δόγμα. Ούτος εξ υποθήκης του Μωάμεθ επληροφόρησεν την τούτου σύζυγον, ως ουκέτι κοινή νόσος εστίν η κατέχουσα τον Μωάμεθ, λέγει προς αυτήν ο μοναχός, αλλ’ οσάκις ίδοι τον αρχάγγελον Γαβριήλ, μη φέρων αυτού την φοβεράν επιφάνειαν εις τούτο καταπίπτει... Αποστέλλεται δε, φησί, και προς τον Μωαμέδ άνδρα τον σον, ως μέγαν προφήτην». (Ανωνύμου) «Κατά Μωάμεθ»: PG, 1049Β. Πρβλ. Γεωργίου Αμαρτωλού, «Χρονικόν», βιβλ. Δ', 235: PG, 110,865BC. Πρβλ. Βαρθολομαίου του Εδεσσηνού, «Έλεγχος Αγαρηνού»: PG, 104,1428BC. Ευθυμίου του Ζιγαβηνού, «Πανοπλία δογματική»: PG, 130,1333Β.
(56) Και άλλες θρησκευτικές ομάδες, όπως οι Εβιωνίτες και οι Ελκεσαΐτες, στρέφονταν προς την κατεύθυνση της Ιερουσαλήμ. Η καθιέρωση της μεσημβρίας της Παρασκευής ως ώρας κοινής λατρείας σύμφωνα με άλλη άποψη είχε ήδη γίνει πριν από την Εγίρα˙ Buhl, Muhammad (1961), 398. Τέλος, το οίκημα, το οποίο ο Μωάμεθ ανήγειρε (το δήθεν «τέμενος»), δεν ήταν κατά τον Caetani αποκλειστικά τόπος προσευχής, αλλά αυλή (dar) του Μωάμεθ και της οίκογένειάς του, την οποία χρησιμοποιούσαν για ποικίλους σκοπούς, ενώ οι σημαντικότερες λατρευτικές συνάξεις εγίνοντο στο musalla. Περισσότερα βλ. A.J. Wensink, «Musalla», SEI (1961),416-417 και Buhl, Leben (1961), 216-218.
(57) Η Βους,2:38-39: «Πιστεύσατε εις την Βίβλον... γινώσκετε αυτήν»˙ πρβλ. στίχ. 170-171. «Ω οπαδοί της Βίβλου! διατί περιβάλλετε την αλήθειαν με τον χιτώνα του ψεύδους; διατί καλύπτετε αυτήν καίτοι γινώσκοντες ταύτην;» (Ο Οίκος Εμράν,3:64. Πρβλ. Η Τράπεζα.5:13, 47). «Παρήλλαξαν τους λόγους ους εδιδάχθησαν» (Αλ-Ααράφ, 7: 162). Και αλλού.
(58) «Οι αναλαβόντες την Πεντάτευχον και μη τηρούντες αυτήν ομοιάζουσι προς όνον φορτωμένον βίβλους» (Η Παρασκευή, 62:5).
(59) «Λέγουσι˙ έστε εβραίοι ή χριστιανοί ίνα ήσθε εν τη ευθεία οδώ. Αποκρίθητε αυτοίς˙ εσμέν οπαδοί του ορθοδόξου Αβραάμ όστις δεν ήτο πολυθεϊστής» (Η Βους, 2:129. Βλ. και στίχ. 130-131). Επίσης: «ακολουθήσατε όθεν την θρησκείαν του θεοσεβούς Αβραάμ, όστις δεν ήτο πολυθεϊστής» (Ο Οίκος Εμράν,3:89. Πρβλ. Η Βους,2,123- 147). Πρβλ. Buhl, Leben (1961), 229-230.
(60) «Ο πρώτος οικοδομηθείς ναός παρά τοις ανθρώποις είναι ο ναός της Μπέκκας (Μέκκας), ναός ευλογημένος προς οδηγίαν εκάστου» (Ο Οίκος Εμράν, 3:90). «Ότε ο Αβραάμ μετά του Ισμαήλ ήγειρον τα θεμέλια του οίκου, ανεβόησαν˙ Δέχθητι, Κύριε, αυτόν˙ συ ακούεις, συ γινώσκεις τα πάντα, / Ποίησον ημάς, Κύριε, και τους απογόνους ημών μουσουλμάνους» (Η Βους, 2:121-122).
(61) Κατά την επικρατούσα άποψη, η περί Αβραάμ «θεωρία» δεν εμφανίζεται στην περίοδο των προφητειών της Μέκκας˙ J. Eisenberg - A.J. Wensinck, «Ibrahim»,SEI (1961), 155,όπου και βιβλιογραφία. Πρβλ. C. Snouck Hurgronje, Het Mekkaansche Feest (Leiden 1880), 20 εξ. Εντούτοις, νεότεροι μελετητές επισήμαναν το γεγονός ότι ο Αβραάμ παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος της αληθινής θρησκείας σε πολλά κορανικά εδάφια που χρονολογούνται πριν από την Εγίρα και ακόμη ότι η σύνδεσή του με το ιερό στη Μέκκα ανάγεται μάλλον στην πρώτη περίοδο της δράσεως του Μωάμεθ˙ Ε. Beck, «Die Gestalt des Abraham am Wendepunkt der Entwicklung Mohammeds», Le Museon 65 (1952), 73-94. Paret, Mohammed (1957), 109-110.
(63) «Η δε προσκύνησις των ιερών τούτων τόπων είναι χρέος απαραίτητον προς τον Θεόν, παρά τοις ανθρώποις τοις δυναμένοις ποιήσαι αυτήν» (Ο Οίκος Εμράν, 3:91). Πρβλ. Ιερά Αποδημία, 22:28-31 κ.α.
(64) «Ο μην Ραμαζάν (Ramadan), κατά τον οποίον κατέβη άνωθεν το Κοράνιον... είναι ο ωρισμένος χρόνος της αποχής από των τροφών» (Η Βους, 2:181). Κατά τον Montgomery Watt, μετά τη μάχη του Badr καθιερώθηκε και σε ανάμνηση της ιστορικής εκείνης νίκης: « it was then intended to be a celebration of the victory, as the Jewish fast was of the deliverance of the Israelites from Pharaoh and his host at the Red Sea»˙ Muhammad (1964), 114.
(65) Κατά τη διακήρυξη του Κορανίου, ο Θεός λέει: «Επλάσαμεν τους ουρανούς, την γην και τα αναμέσον αυτών εις εξ ημέρας. Ο κόπος δεν κατέβαλεν ημάς» (Κάφ, 50:37). Πρβλ. Buhl, Leben (1961), 228. Για την καθιέρωση της Παρασκευής ως ημέρας λατρείας βλ. κεφ. ΙΙ/Γ’ .
(66) Π.χ. «Ω πιστοί! μη εισέρχησθε εις τον οίκον του προφήτου άνευ αδείας, εκτός αν ούτος προσκαλέση υμάς, ίνα συμφάγητε μετ’ αυτού. Πορεύθητε παρ’ αυτώ προσκαλούμενοι. Εξέλθετε δε αποχωριζόμενοι αμέσως μετά το φαγητόν, και μη βαττολογήτε εις τας μετ’ αυτού συνδιαλέξεις σας˙ τούτο δύναται να θεωρηθή ως προσβολή προς αυτόν. Ούτος αισχύνεται να το είπη υμίν, αλλ' ο Θεός δεν αισχύνεται λέγων την αλήθειαν. Εάν επιθυμήτε να αιτήσητέ τι παρά των γυναικών αυτού, αιτήσατε τούτο κεκρυμμένοι όπισθεν παραπετάσματος. Ούτως αι καρδίαι υμών θέλουσι διατηρηθή άσπιλοι. Προσπαθήσατε ίνα μη δυσαρεστηθή ο απόστολος του Θεού»˙ και πιο κάτω, «Ω πιστοί! ικετεύσατε τον Θεόν υπέρ αυτού προφέροντες το όνομα αυτού μετά σεβασμού» (Οι Ομόσπονδοι,33:53,56). Οι μουσουλμάνοι, εφαρμόζοντας την προτροπή του τελευταίου στίχου, όταν αναφέρουν το όνομα του Μωάμεθ προφορικώς ή γραπτώς προσθέτουν: «Ειη αυτώ ο Θεός ίλεως και φυλάττοι αυτόν εν ειρήνη» (Sallallahu ‘alayhi wa salam, qala). Πρβλ. Τα Δώματα, 49:2-3˙ Η Προσφωνήσασα, 58:13.
(67) «Υπακούετε εις τον Θεόν και εις τον Απόστολον αυτού, ίνα ελεηθήτε» (Ο Οίκος Εμράν, 3:126. Πρβλ. στίχ. 166 και στίχ. επόμενης σημειώσεως).
(68) «Αληθώς πιστοί είσιν οι πιστεύοντες τω Θεώ και τω αποστόλω αυτού» (Το Φώς,24:62. Πρβλ. Η Νίκη,48:9˙ Αμοιβαία Απάτη, 64:8˙ κ.α).
(69) Buhl, Leben (1961), 242. Κατά μία άποψη ο Μωάμεθ μετά τη νίκη του Badr «κατέσφαξε με ωμότητα άπαντας τους αιχμαλώτους. Όταν δε εις εκ των αιχμαλώτων εφώναξε: “Ποιος θα φροντίση δια τα παιδιά μου;” ο Μωάμεθ εις έξαλλον κατάστασιν είπε προς αυτόν: “Το πυρ της κολάσεως”»˙ Κ. Γεωργούλη, «Μουσουλμανισμός», ΘΗΕ, τόμ. 9 (1966), 117-118 χωρίς αναφορά της πηγής. Κατά τον Τ. Andrae [Mohammed (1960), 146], «ο σκληρόκαρδος Όμαρ ήθελε να σκοτώσει όλους τους αιχμαλώτους, αλλά ο Μωάμεθ πρόσταξε να πληρώσουν λύτρα οι Κουραϊσίτες για την απελευθέρωσή τους. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και ο γαμπρός του Προφήτη Abu’l-Ass, ο οποίος είχε νυμφευθεί τη θυγατέρα του Zainab». Τελικώς, ως λύτρο για την απελευθέρωσή του, ο Μωάμεθ πήρε από την κόρη του το περιδέραιο της συζύγου του Khadijah -το οποίο εκείνη της είχε δώσει ως γαμήλιο δώρο-και χάρισε τη ζωή στον γαμπρό του. Ο Montgomery Watt [Muhammad (1964), 122-123], μιλάει επίσης για λύτρα, -και όχι για γενική σφαγή-, τα οποία μάλιστα πρέπει να έφθασαν σε σοβαρά ύψη, διότι πολλοί αιχμάλωτοι ανήκαν σε πλούσιες οικογένειες της Μέκκας. Προσθέτει όμως τη λεπτομέρεια ότι και ο ίδιος ο Μωάμεθ «εκτέλεσε δύο αιχμαλώτους» (από τους 68 ή 69). Απ’ αυτούς «ο ένας είχε γράψει στίχους κατά του προφήτη και ο άλλος είχε πει ειρωνικά ότι οι δικές του ιστορίες για τα περσικά πράγματα ήσαν τόσο καλές, όσο και τα παραμύθια του Κορανίου». Για τις σύγχρονες μουσουλμανικές απόψεις βλ. S.M. Iqbal, «The Battle of al-Badr», JRA1 2, No 6 (1975), 30-39.
(70) Πρβλ.: «Ω Προφήτα! παρόρμα τους πιστούς εις την μάχην. Είκοσιν άνδρες ισχυροί εκ των πιστών θα καταβάλωσι διακοσίους απίστους. Εκατόν δε θα νικήσωσι χιλίους απίστους, καθότι οι τελευταίοι είσι λαός απερίσκεπτος... / Ουδείς εκ των Προφητών ηδυνήθη ποτέ να ζωγρήση εν τη γη άνευ σφαγών» (Τα Λάφυρα,8:66,68). Πρβλ. σχετική παράγραφο στο κεφ. ΙΙ/Δ'. Ο Θεοφάνης [Χρονογραφία, έκδ. de Boor, 1, 334] συνοψίζοντας εύστοχα τη σχετική διδασκαλία του Μωάμεθ παρατηρεί: «εδίδαξε δε τους εαυτού υπηκόους, ότι ο αποκτέννων εχθρόν, ή υπό εχθρού αποκτεννόμενος εις παράδεισον εισέρχεται».
(71) Και η προφητεία συνεχίζει: «Γινώσκομεν τους νόμους της συζεύξεως ους ωρίσαμεν δια τους πιστούς. Μη φοβού μήπως ενοχοποιηθής, μεταχειριζόμενος τα δικαιώματά σου. Ο Κύριός έστιν επιεικής και μακρόθυμος. / Δύνασαι υποσχόμενος ο,τι θέλεις να δεχθής εν τη κοίτη σου οιανδήποτε θέλησης ως και εκείνην, ην ήθελες και αύθις επιθυμήσει, αφού παρημέλησας ήδη αυτήν. Δεν αμαρτάνεις εάν πράξης ούτω. Τοιουτοτρόπως ράον δροσίζονται οι οφθαλμοί αυτών. Μη καταθλίβητε αυτάς, άπασαι οφείλουσι να ευχαριστηθώσιν εκ του υπό σου παραχωρουμένου αυταίς. Ο Κύριος έγνω τα εν τη καρδία υμών και είναι πολυμαθής και φιλάνθρωπος. / Δεν σοι επιτρέπεται να λάβης άλλας γυναίκας, εκτός εκείνων ας ήδη έχεις, ούτε ν’ ανταλλάξεις αυτάς με ετέρας, καίπερ ερασθείς της καλλονής των, εκτός εκείνων ας ήθελες κυριεύσει δια της δεξιάς σου [δηλ. τις αιχμάλωτες και αργυρώνητες]. Ο Κύριος τα πάντα εφορά» (Οι Ομόσπονδοι, 33:50-52).
(72) Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Βυζαντινοί γνωρίζουν επακριβώς και αναφέρουν συχνά το περιστατικό αυτό ως τεκμήριο ότι ο Μωάμεθ, για να δικαιολογήσει τις πράξεις του, συνήθιζε να επικαλείται θείες αποκαλύψεις˙ Ιωάννου του Δαμασκηνού,«Κατά αιρέσεων»: PG, 94,769C. Ανωνύμου, «Κατά Μωάμεθ »:PG, 104,1452ΑΒ˙ Νικήτα του Χωνιάτου, «Θησαυρός Ορθοδοξίας», 20, Περί της θρησκείας των Αγαρηνών: PG, 140.109D-112A.
(73) «Η παράδοση προσπάθησε εντούτοις να μεταθέσει την ευθύνη για τη σφαγή των Quraiza στον Sa’d b. Mu’adh… Αλλ’ υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ίδιος ο Προφήτης πήρε την απόφαση και ίσως παρότρυνε τους Ιουδαίους να παραδοθούν»˙ Buhl, Muhammad (1961), 401.
(75) Σύμφωνα με αυτή την παράδοση έγραψε στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, στους βασιλείς της Περσίας και της Αβησσυνίας, στους ηγεμόνες των Γασανιδών και της Υεμένης και στον κόπτη διοικητή της Αιγύπτου, προτείνοντας σ’ αυτούς να δεχθούν τη νέα θρησκεία˙ Arnold, Preaching (1965), 28. Buhl, Muhammad (1961), 401. Ο Ηράκλειος, κατά την παράδοση αυτή, απέφυγε να απαντήσει, δέχθηκε όμως την επιστολή ευγενώς˙ ο Χοσρόης συμπεριφέρθηκε προς τους απεσταλμένους με σκαιότητα και την έσκισε˙ ο βασιλέας της Αβησσυνίας δεν απάντησε με σαφήνεια˙ ο κόπτης διοικητής έστειλε δώρα, βεβαίωσε για τα φιλικά του αισθήματα, αλλ’ απέφυγε ν’ απαντήσει στο θέμα της αποδοχής του Ισλάμ. Οι Άραβες ηγεμόνες των κρατών του βορρά και του νότου δεν έλαβαν υπ’ όψη τις παροτρύνσεις του Μωάμεθ. (Πρβλ. Ν. Μοσχοπούλου, «Αραβία», ΜΕΕ, 5,301).
(76) Την παράδοση αυτή παραθέτουν ως γεγονός οι δικοί μας: Στ. Ζαμπέλιος [Βυζαντιναί Μελέται, εκδ. Χ.Ν. Φιλαδελφέως (Αθήναι 1857), 174-176], Ν. Μοσχόπουλος [«Αραβία», ΜΕΕ, 5,301]. Με σειρά όμως ιστορικοφιλολογικών επιχειρημάτων έχει αμφισβητηθεί η γνησιότητά της˙ Caetani, Annali (1905),1,731-734. Buhl, Muhammad (1961), 401-402. Vasiliev, Ιστορία (1954), 262.
(77) Θεοφάνους, Χρονογραφία, εκδ. C. de Boor, 1,335: «και ήλθον κατέναντι Μουχέων κώμης λεγομένης, όν η υπήρχε Θεόδωρος ο βικάριος, θέλοντες επιρρίψαι κατά των Αράβων τη ημέρα της ειδωλοθυσίας αυτών, μαθών δε τούτο ο βικάριος παρά τίνος κορασηνού, Κουταβά λεγομένου και μισθίου αυτού γενομένου, συνάγει πάντας τους στρατιώτας των παραφυλάκων της ερήμου, και ακριβωσάμενος παρά του Σαρακηνού την ημέραν και την ώραν, εν η ήμελλον επιρρίπτειν αυτοίς, αυτός επιρρίψας αυτοίς εν χωρίω επιλεγομένω Μόθους αποκτέννει τρεις αμηραίους και το πλήθος του λαού. Εξήλθε δε εις αμηράς ο Χάλεδος, ον λέγουσι την μάχαιραν του Θεού». Πρβλ. Χρ. Παπαδοπούλου, Εκκλ. Αντιοχείας (1951), 727-728. Χ.Α. Νομικού, «Η μάχη των Μοθών και ο τάφος του Γκιάφαρ αλ Ταγιάρ», ΕΕΒΣ 3 (1926),94 εξ. Buhl, Leben (1961),302.
(79) Σύμφωνα με άποψη που υιοθετείται από τον Husain (αυτόθι), η εκστρατεία έγινε διότι είχαν φθάσει στη Μεδίνα ειδήσεις για επικείμενη επίθεση των Γασανιδών.
(80) «Ω πιστοί! τί συνέβη υμίν όταν σας είπον˙ “μάχεσθε υπέρ πίστεως;” Εφάνητε βαρείς και ως προσηλωμένοι επί της γης. Επροτιμήσατε την ζωήν του κόσμου τούτου αντί της μελλούσης˙ αι απολαύσεις του βίου τούτου είναι μηδαμιναί παραβαλλόμεναι προς τας του μέλλοντος. / Εάν δεν σπεύσητε εις την μάχην, ο Θεός θα τιμωρήση υμάς δια σκληρών βασάνων, θα αντικαταστήση υμάς δι’ ετέρου λαού τον οποίον δεν θα δυνηθήτε να βλάψητε, διότι ο Κύριος είναι παντοκράτωρ. / ... / Ελαφροί ή φέροντες βάρη, πορευόμενοι, μάχεσθε υπέρ πίστεως θυσιάζοντες πλούτον και υμάς αυτούς. Τούτο έσται μάλλον ωφέλιμον, εάν εννοήτε. / Εάν επρόκειτο περί τίνος λίαν προσεχούς επιτυχίας, ή περί εκστρατείας ωρισμένον εχούσης σκοπόν, θα σε ηκολούθουν άνευ δυσκολίας˙ αλλ’ η οδός εφάνη αυτοίς μακρά, και εν τούτοις ωρκίζοντο εις τον Θεόν, λέγοντες˙ “Εάν ηδυνάμεθα ηθέλαμεν εκστρατεύσει μετά σου”. Μόνοι των απόλλυνται. Ο Θεός γινώσκει τα ψεύδη αυτών. / Ο Θεός συγχωρήσαι σοι! διότι επέτρεψας αυτοίς να μείνωσι πριν ή εξακριβώσης την αλήθειαν και γνωρίσης τους ψευδομένους. / Όσοι πιστεύουσιν εις τον Θεόν και εις την ημέραν της κρίσεως δεν θα ζητήσωσι παρά σου την άδειαν όπως μη πολεμήσωσι, μη θυσιάζοντες ουδ’ εαυτούς, ουδέ την περιουσίαν αυτών εις τον υπέρ πίστεως πόλεμον. Ο Κύριος έγνω τους φοβουμένους αυτόν» (Η Μετάνοια, 9:38-39,41-44).
(84) Andrae, Mohammed (1960), 171-172. Κατά μία εκδοχή η επιδείνωση της ασθένειάς του οφειλόταν σε δηλητήριο, το οποίο οργισμένη Εβραία έριξε στην τροφή του˙ J.B. Taylor, Thinking about Islam (London 1971), 31.