E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Θα ’θελα να αναφέρω μερικά παραδείγματα που δείχνουν πως αυτό είναι δυνατό· θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι αυτή η αναταραχή έχει τα πλεονεκτήματά της, σαν τα αιχμηρά βράχια που μας βοηθούν να σκαρφαλώσουμε ψηλά εκεί που δεν μπορούμε να πετάξουμε.
Η πρώτη ιστορία είναι από το «Γεροντικό». Κάποιος ασκητής συναντά στα βουνά κάποιον άλλον ασκητή κι αρχίζουν μια συζήτηση στη διάρκεια της οποίας ο επισκέπτης εντυπωσιασμένος από το επίπεδο προσευχής του συνομιλητή του, τον ρωτά:
«Γέροντα, ποιός σε δίδαξε να προσεύχεσαι αδιάκοπα;» Κι εκείνος, που είχε καταλάβει ότι ο επισκέπτης του ήταν άνθρωπος με βαθιά πνευματική πείρα, του απαντά: «Δε θα το έλεγα αυτό στον καθένα, αλλά σε σένα θα το πω, πως αληθινά ήταν οι δαίμονες που με δίδαξαν». Ο επισκέπτης του λέει: «Νομίζω πως σε καταλαβαίνω. Γέροντα, αλλά θα μπορούσες να μου εξηγήσεις λεπτομερέστερα με ποιό τρόπο σε δίδαξαν, για να σε καταλάβω καλύτερα;» Και τότε ο άλλος του διηγείται την εξής ιστορία:

«Όταν ήμουν νέος, ήμουν αγράμματος και ζούσα σ’ ένα μικρό χωριό στην πεδιάδα. Μια μέρα πήγα στην εκκλησία κι άκουσα το διάκο να διαβάζει την επιστολή του Παύλου που μας διδάσκει να προσευχόμαστε αδιαλείπτως. Ακούγοντας τα λόγια εκείνα ενθουσιάστηκα και φωτίστηκε η ψυχή μου. Και μετά την εκκλησία άφησα το χωριό, γεμάτος χαρά, και αναχώρησα στα βουνά για να ζήσω με την προσευχή και μόνο. Αυτή η διάθεση κράτησε μέσα μου για κάμποσες ώρες. Μετά έπεσε το σκοτάδι, έγινε κρύο κι άρχισα ν’ ακούω αλλόκοτους ήχους, βήματα κι ουρλιαχτά. Μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι εμφανίστηκαν μπροστά μου. Τ’ άγρια θηρία βγήκαν από τις φωλιές τους ν’ αναζητήσουν την τροφή που τους όριζε ο Θεός. Άρχισα να φοβάμαι, να φοβάμαι όλο και περισσότερο καθώς οι σκιές γίνονταν σκοτεινότερες.
Πέρασα όλη τη νύχτα γεμάτος τρόμο από τους βηματισμούς, τα τριξίματα, τις σκιές, τ’ αστραφτερά μάτια μέσα στη νύχτα, την επίγνωση πως μου ήταν αδύνατο να στραφώ σε κάποιον για βοήθεια. Και τότε άρχισα να φωνάζω στον Θεό τις μόνες λέξεις που έρχονταν στο νου μου, λέξεις βγαλμένες μέσα από το φόβο μου: “Κύριε Ιησού, υιέ Δαυίδ, ελέησέ με τον αμαρτωλό”. Έτσι πέρασε το πρώτο βράδυ. Το πρωί ο φόβος με είχε εγκαταλείψει, αλλά άρχισα να πεινάω. Αναζήτησα την τροφή μου στους θάμνους και στα λιβάδια, αλλά ήταν δύσκολο να ικανοποιήσω την πείνα μου. Και καθώς έπιασε να δύει ο ήλιος, ένιωσα τον τρόμο της νύχτας να ξανάρχεται. Άρχισα να κραυγάζω στον Θεό το φόβο και την ελπίδα μου.
Έτσι πέρασαν μέρες, και μετά μήνες. Συνήθισα τους τρόμους της φύσης, αλλά ακόμη καθώς προσευχόμουν κάθε τόσο νέοι πειρασμοί και δοκιμασίες εμφανίζονταν. Οι δαίμονες, τα πάθη, άρχισαν να ορμούν επάνω μου απ’ όλες τις μεριές και μόλις συνήθιζα να μη φοβάμαι τα θηρία της νύχτας, οι δυνάμεις του σκότους έπιασαν να λυσσομανούν μέσα στην ψυχή μου.
Πιο δυνατά από πριν πρόφερα τις λέξεις στον Κύριο: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε με”. Αυτός ο αγώνας συνεχίστηκε για χρόνια. Μια μέρα έφτασα τα όρια της αντοχής μου. Καλούσα ασταμάτητα τον Θεό με αγωνία και πάθος χωρίς να λαβαίνω απάντηση. Ο Θεός ήταν αλύγιστος και τότε, όταν και το τελευταίο νήμα της ελπίδας άρχισε να σπάει μέσα στην ψυχή μου, παραδόθηκα στον Κύριο και είπα: “Μένεις σιωπηλός, δε Σε νοιάζει τί θα γίνω, αλλά δεν παύεις να είσαι ο Κύριος και Θεός μου· καλύτερα να πεθάνω εδώ που στέκω παρά να εγκαταλείψω την αναζήτησή μου”.
Τότε ξαφνικά ο Κύριος εμφανίστηκε μπρος μου και ειρήνη απλώθηκε μέσα και γύρω μου. Ο κόσμος ολόκληρος, που μου φαινόταν σκοτεινός, τώρα φαινόταν λουσμένος στο άγιο φως, να λάμπει κάτω από τη χάρη της Θεϊκής παρουσίας, που συντηρεί το κάθε δημιούργημά Του. Και αμέσως μετά σ’ ένα ξέσπασμα αγάπης κι ευγνωμοσύνης, πρόφερα στον Κύριο τη μόνη προσευχή που μπορούσε να εκφράσει όλα μου τα αισθήματα: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ με τον αμαρτωλό”. Κι από τότε στη χαρά, στη δοκιμασία, στον πειρασμό και τον αγώνα ή σε στιγμές που η ειρήνη με καταλαμβάνει, αυτά τα λόγια ξεπηδούν απ’ την καρδιά μου. Είναι ένας ύμνος χαράς, είναι η κραυγή μου προς τον Θεό, είναι η προσευχή μου και η μετάνοιά μου».
Το παράδειγμα του άγνωστου αυτού ασκητή δείχνει πως η δοκιμασία, η απελπισία κι η ταραχή κάνουν αυτές τις λέξεις της «προσευχής του Ιησού» να ξεπηδούν από μέσα μας· αυτή η απεγνωσμένη κραυγή που είναι βγαλμένη από μιαν ελπίδα πιο δυνατή κι από την ίδια την απόγνωση, που ξεπήδησε απ’ αυτήν, αλλά τη νίκησε.

(Μητροπ. Αντωνίου του Σουρόζ, «Θέλει τόλμη η Προσευχή», εκδ. Ακρίτας, σ. 47-50.)


(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 24-27)

Δικό μου είναι το φταίξιμο. Φυσικό ήταν που δυσαρεστήθηκες με το ανόητο γράμμα μου. Έχεις δίκιο, ήμουν πράγματι σε περισπασμό, μοιρασμένος ανάμεσα σε επισκέπτες, σε διάφορες εργασίες και σε μία ογκώδη αλληλογραφία. Επιπλέον ένιωθα τόσο ασθενικός, τόσο αδύναμος, ώστε αδυνατούσε το φτωχό μυαλό μου να βρει τις κατάλληλες απαντήσεις για όλα τα προβλήματα που τού έθεταν.
    Μη συμπεραίνεις όμως βιαστικά ότι μόνο οι δικές μου δυσκολίες φταίνε. Και εσύ δεν μου περιέγραψες στις δικές σου όπως έπρεπε. Οφείλεις να μου γράψεις τα πάντα, χωρίς παραλείψεις, κενά ή υπεκφυγές. Επιπλέον προσευχήσου να με φωτίσει ο Κύριος για να βρω τις κατάλληλες λύσεις και υποδείξεις που θα σε παρηγορήσουν και θα σε βοηθήσουν.
*****
    Με ρωτάς αν μπορείς να κάνεις ασφάλεια ζωής. Δεν έχω διαβάσει τίποτα για αυτό το θέμα στην Αγία Γραφή και τους Πατέρες. Για αυτό δεν μπορώ να πάρω θέση. Εξαιτίας της απόλυτης άγνοιάς μου, ούτε να σου επιτρέψω ούτε να σου απαγορεύσω μπορώ αυτήν την ενέργεια. Ούτε όμως και ευλογία, ή έστω κάποια σχετική συμβουλή μπορώ να σου δώσω. Πάντως πριν κάνεις οτιδήποτε, διάβασε τι γράφει στο ευαγγέλιο κατά Ματθαίον Κεφάλαιο 6 στίχος 34.
*****
    Οι λογισμοί που σού φέρνουν αμηχανία και ταραχή προέρχονται από το διάβολο. Οι «κατά Θεόν» λογισμοί εμπνέουν σιγουριά, θάρρος και ειρήνη. Πάλεψε να τα αποκτήσεις.
Όσο για τους ανθρώπους που βιώνουν δήθεν κάποια μακαριότητα, ενώ δεν ζουν πνευματικά, και, χωρίς να ενδιαφέρονται για μία ζωή γνήσια χριστιανική, μία ζωή εσωτερική, είναι ειρηνικοί και ευτυχισμένοι μάθε ότι αυτοί ζουν σε μία ψεύτικη ειρήνη, τη θανάσιμη ειρήνη του κόσμου τούτου, όχι την αληθινή ειρήνη του Κυρίου μας.
Κάθε φορά που ανασυντάσσουμε τις πνευματικές μας δυνάμεις και κάνουμε σταθερά και αποφασιστικά ένα νέο ξεκίνημα στο δρόμο της εσωτερικής ζωής, μία θύελλα από κάθε είδους εμπόδια και πειρασμούς μάς αναχαιτίζει. Αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτού του δαιμονικού πολέμου, ο πνευματικός αγώνας μας αποφέρει καρπούς. Τι λέω! Αυτός ο πόλεμος μάς είναι απόλυτα αναγκαίος είτε μοναχοί είτε λαϊκοί είμαστε.
     Εκείνοι όμως που, ζώντας μέσα στην απατηλή μακαριότητά τους αγνοούν τα βαθύτερα προβλήματα και τις δυσκολίες της πνευματικής ζωής, εκείνοι που αισθάνονται αυτάρκεις και ικανοποιημένοι χωρίς να νοιάζονται και να χολοσκάνε για τίποτα, αυτοί ίσως να ζήσουν βέβαια πάνω από 100 χρόνια σε αυτή την προσωρινή γη, δεν πρόκειται όμως ποτέ να γευθούν την ειρήνη που εμείς αναζητούμε, την ειρήνη που αρχίσαμε ήδη από τώρα να γευόμαστε. Είναι η ειρήνη η «πάντα νουν υπερέχουσα» που τη χαρίζει στην ψυχή το Πνεύμα το Άγιο. Είναι η Ειρήνη που αποκτάται μόνο με κόπο και αγώνα. Είναι η Ειρήνη που μετά από πολλές μάχες με τον εαυτό μας και τα δαιμόνια, μάς δίνεται σαν δώρο από το Θεό. Σήμερα μία μικρή μόνο σταγόνα, αργότερα μία ολόκληρη γουλιά. Μετά από καιρό κάτι περισσότερο. Και αυτό συνεχίζεται σε όλη μας τη ζωή, σε όλη τη διάρκεια της γεμάτης πολέμους, μπόρες, εμπόδια και πίκρες πνευματικής μας πορείας.

«Προσέχετε δε έαυτοίς μήποτε βαρηθώσιν υμών αϊ καρδίαι εν κραιπάλη καί μέθη καί μερίμναις βιωτικαίς, καί αιφνίδιος έφ' υμάς έπιστη ή ήμερα εκείνη' ως παγίς γαρ έπελεύσεται επί πάντας τους καθήμενους επί πρόσωπον πάσης της γης» (Λκ. 21, 34-35). «Ή ήμερα εκείνη» είναι ή ημέρα της Φοβέρας Κρίσεως. Ή εντολή πού μας δίνει εδώ ό Κύριος είναι πολύ σημαντική. Προσέχετε, δεν μας λέει να μην εργαζόμαστε, να μην τρώμε καί να μην πίνουμε τίποτα. Δεν ζητάει από μας αυτό το πράγμα, μόνο θέλει να μην παραδιδόμαστε στην κραιπάλη και στη μέθη. Καί κρασί μπορούμε να πίνουμε καί να τρώμε όλα τα φαγητά, πού μας έδωσε ό Κύριος, όμως με μέτρο.

Πέστε μου μπορεί ένας άνθρωπος πού το στομάχι του είναι γεμάτο καί ό νους είναι θολωμένος από κρασί να μένει άγρυπνος καί να προσεύχεται; Ασφαλώς όχι, αμέσως πέφτει στο κρεββάτι του καί τον παίρνει ό ύπνος. Κοιμάται πολλές ώρες και όταν σηκώνεται πάλι τον περιβάλλουν οί βιωτικές μέριμνες, κραιπάλη και μέθη, καί δεν έχει καθόλου χρόνο καί όρεξη για αγρυπνία καί προσευχή. Αυτά τα πράγματα έχουν γι' αυτόν δευτερεύουσα θέση, ενώ πρέπει να είναι στην πρώτη, διότι αυτή είναι ή εντολή του Κυρίου' να είμαστε άγρυπνοι καί να προσευχόμαστε.
Αυτό δεν σημαίνει να μην κοιμόμαστε ποτέ. Αυτό σημαίνει να έχουμε πάντα τη μνήμη του θανάτου καί της Φοβέρας Κρίσεως ή οποία σαν την παγίδα θα έλθει αιφνιδίως στον κόσμο. Πολλές φορές ό θάνατος βρίσκει τους ανθρώπους τότε πού δεν περιμένουν καί δεν σκέφτονται τη φοβερά εκείνη ώρα του θανάτου και είναι απροετοίμαστοι. Αυτό πού ζητάει από μας ό Κύριος είναι να μην κατέχουν την κεντρική θέση στη ζωή μας οι βιοτικές μέριμνες, να τίς θεωρούμε δευτερεύουσας σημασίας καί το κέντρο βάρους να πέφτει στην αγρυπνία καί την προσευχή.

Θα μου πείτε, πώς να το πραγματοποιήσουμε στη ζωή μας, πώς να προσευχόμαστε πάντα, αφού έχουμε τόσες ασχολίες και περισπασμούς; Ναί, όντως, ή αδιάλειπτη προσευχή για σας είναι πολύ δύσκολη. Όμως το να είστε άγρυπνοι καί να αναγκάζετε τον εαυτό σας και να προσεύχεστε δεν είναι κάτι το ακατόρθωτο. Ό Κύριος ανέδειξε μεγάλους δασκάλους της νήψεως, της νηστείας καί της προσευχής καί μας δείχνει ότι είναι μέσα στίς δυνατότητες του ανθρώπου να κάνει, όχι μόνο εκείνα τα ολίγα πού του ζητάει, αλλά πολύ περισσότερα.
Και αυτό το πραγματοποίησαν οι άγιοι στη ζωή τους. Βλέπουμε, διαβάζοντας τους βίους τους, ότι υπάρχει τέτοια ασκητική ζωή πού εμάς σήμερα μας φαίνεται παραμύθι. Πολλούς, πάρα πολλούς άγιους ανέδειξε ό Κύριος. Μεταξύ τους λάμπει ιδιαίτερα ή αρετή ενός μεγάλου οσίου, του άγιου Σάββα του Ήγιασμένου, τη μνήμη του οποίου τιμάμε σήμερα. Ή Εκκλησία μας τον τιμά ιδιαίτερα καί ή μνήμη του γιορτάζεται πιο πανηγυρικά ακόμα καί από τη μνήμη κάποιων αποστόλων. Για ποιο λόγο το κάνει ή Εκκλησία; Γιατί ή εορτή του με τη λαμπρότητα της βρίσκεται στην ϊδια σειρά με την εορτή του αγίου αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου;
Διότι ό άγιος πού γιορτάζουμε σήμερα είναι φωστήρας μεγάλος, ένας από τους μεγαλύτερους αγωνιστές της ευσέβειας. Γνωρίζουμε πολλούς αγίους, έχουμε καί πολλούς δικούς μας Ρώσους αγίους. Τους αγίους Αντώνιο και Θεοδόσιο του Κιέβου, για παράδειγμα, τον άγιο Σέργιο του Ράντονεζ, τον άγιο Σεραφείμ του Σαρώφ καί πολλούς άλλους. Όμως ό άγιος Σάββας ό Ήγιασμένος είναι με κάποιον τρόπο αρχιστράτηγος της μεγάλης αυτής στρατιάς των οσίων του Θεοΰ.

Ήταν μεγάλος ασκητής καί υπήρξε ιδρυτής της Λαύρας. Ή Λαύρα του ή οποία βρισκόταν κοντά στα Ιεροσόλυμα υπήρχε για πολλούς αιώνες μεγάλο κέντρο μοναχισμού καί πρότυπο της μοναχικής ζωής. Ήταν πάρα πολύ αυστηρό μοναστήρι, μάλλον το πιο αυστηρό άπ'.ολα στην εποχή του. Δεν ήταν σαν τα συνηθισμένα μοναστήρια, τα όποια έχουν στο κέντρο τους καθολικό και γύρω γύρω μοναστηριακά κτίρια.

ΜΟΝΗ ΑΓ.ΣΑΒΒΑ
Το μοναστήρι του αγίου Σάββα βρισκόταν μέσα σε βράχο. Σέ μία σπηλιά μεγάλη βρισκόταν το καθολικό της μονής καί γύρω σε σπήλαια πιο μικρά τα κελλιά των μοναχών. Τον τόπο οπού θα έπρεπε να χτιστεί ή εκκλησία τον έδειξε στον όσιο ό ίδιος ό Θεός με μία πύρινη στήλη. Υπάρχει καί εδώ σε μας ένα μοναστήρι πού μοιάζει με το μοναστήρι του αγίου Σάββα. Είναι ή σκήτη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ή οποία βρίσκεται κοντά στο Μπαχτσισαράι. Καί αυτή όπως καί το μοναστήρι του άγιου Σάββα βρίσκεται μέσα σε βράχο. Όμως το μοναστήρι του αγίου Σάββα ήταν πολύ πιο μεγαλοπρεπές.
Δεν μπορούσε οποιοσδήποτε άνθρωπος να μπει στη Λαύρα του όσιου. Για να βρεθεί μέσα, έπρεπε ν' ανεβεί τα σχοινιά, πού τα πετούσαν οι μοναχοί από πάνω. Έκεΐ μέσα στα σπήλαια ζοΰσε ό άγιος Σάββαςμε τους μοναχούς του. Ή ζωή τους ήταν πάρα πολύ δύσκολη, πιο δύσκολη από τη ζωή των μοναχών σε άλλα μοναστήρια. Υπήρχε πάρα πολύ έντονο το στοιχείο της προσευχής. Την προσευχή του Ίησοϋ πού συνήθως στα μοναστήρια οι μοναχοί την κάνουν 500 φορές την ημέρα, στην Λαύρα του αγίου την έκαναν 1500 φορές καί με πολλές μετάνοιες.

Πόσο δυνατή ήταν ή προσευχή του οσίου Σάββα γνωρίζουμε από πολλά παραδείγματα πού αναφέρει ό βίος του. Να, ένα άπ' αυτά. Μια φορά τον καιρό της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ό όσιος βρέθηκε στην έρημο της Ιουδαίας μαζί με έναν μαθητή του. Έκεί στην έρημο υπήρχαν πολλά λιοντάρια. Ό μαθητής του άποκαμωμένος από τον κόπο της νηστείας κοιμόταν ενώ ό όσιος έκανε το συνηθισμένο του κανόνα.
Ξαφνικά έρχεται από την έρημο ένα μεγάλο λιοντάρι καί ορμά πάνω στον κοιμισμένο μοναχό. Ό όσιος προσευχήθηκε στον Θεό και Τον παρακάλεσε να σώσει τον μαθητή του. Το λιοντάρι έβγαλε μία άγρια κραυγή και χάθηκε μέσα στην έρημο διωγμένο από τη φλογερή προσευχή του όσιου. Πολλά θαύματα έκανε στη ζωή του ό άγιος καί ακόμα περισσότερα μετά τη μακάρια κοίμηση του.
Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για τη ζωή του μεγάλου αύτοϋ αγίου του Θεού. Θα διηγηθώ μόνο ένα περιστατικό πού μαρτυρεί για τη γενναιότητα του πνεύματος του. Ό άγιος Σάββας ζούσε στα τέλη του πέμπτου καί το πρώτο μισό του έκτου αιώνα. Το 451 στη Χαλκηδόνα συνήλθε ή τέταρτη Οικουμενική σύνοδος, ή οποία καταδίκασε την αίρεση του μονοφυσιτισμοϋ. Αρχηγός της αΐρέσεως αυτής ήταν ό αρχιμανδρίτης Ευτύχιος, ό όποιος δίδασκε ότι μετά την ένωση στον Χριστό υπάρχει μόνο μία φύση ή θεία. Γι'αυτό, κατά τον Ευτυχή, ό Κύριος Ιησούς Χριστός είναι μόνο Θεός καί δχι Θεάνθρωπος.

Παρ' ότι ή Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση υπήρχαν πολλοί πού δεν δέχθηκαν τίς αποφάσεις της Συ-νόδου καί θεωρούσαν τη διδασκαλία του Ευτυχή ορθόδοξη. Ό πατριάρχης Ιεροσολύμων έστειλε επιστολή στον αυτοκράτορα οπού τον παρακαλούσε να βάλει τέλος στην εξάπλωση της αίρέσεως του μονοφυσιτισμου. Στό γράμμα του ό πατριάρχης έγραψε ότι στην αποστολή πού θα φέρει το γράμμα θα είναι καί ό Μέγας Σάββας.
Αφού διάβασε την επιστολή ό αυτοκράτορας, ζήτησε να δει τον άγιο Σάββα."~Εν τω μεταξύ οι αυλικοί δεν τον άφησαν να παρουσιαστεί μπροστά στον αυτοκράτορα επειδή όλο το ράσο του ήταν μπαλωμένο. Φώναξαν αμέσως τον άγιο Σάββα. Ό αυτοκράτορας 'Αναστάσιος όταν τον είδε έμεινε κατάπληκτος. Μπροστά του στεκόταν ένας άνθρωπος μεγαλοπρεπής καί ταυτόχρονα ταπεινός, με πρόσωπο πού έλαμπε από τη θεία χάρη. Ό αυτοκράτορας σηκώθηκε από το θρόνο του καί έβαλε στον άγιο βαθιά μετάνοια. Του υποσχέθηκε ότι θα κάνει όλα όσα ζητάει ό πατριάρχης καί ότι θα σταματήσει την αίρεση.

ΤΟ ΑΦΘΑΡΤΟ ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΟΥ ΑΓ.ΣΑΒΒΑ
Παρ' όλ' αυτά ό αυτοκράτορας πολύ γρήγορα ξέχασε τίς υποσχέσεις του. Στόν πατριαρχικό θρόνο της Αντιοχείας τοποθέτησε τον αιρετικό Σεβήρο, έδιωξε από τη θέση του τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Κοσμά, τον όποιο έστειλε εξορία καί αντί αυτού έβαλε τον Ιωάννη. Ό Ιωάννης όμως αρνήθηκε να έχει κοινωνία με τον Σεβήρο καί δεν τον άφησε να μπει στον ναό του Παναγίου Τάφου. Ό αυτοκράτορας όταν το έμαθε ξέσπασε με οργή.
Τί κάνει τότε ό μεγάλος αυτός, ό όσιος Σάββας;Μια μέρα μετά το τέλος της θείας λειτουργίας ό πατριάρχης Ιωάννης μαζί με τον άγιο Σάββα και με έναν άλλο μεγάλο άγιο, τον Θεόδωρο, ανεβαίνουν στον άμβωνα καί από εκεί απαγγέλλουν το ανάθεμα εναντίον του Σεβήρου και του αυτοκράτορα Αναστασίου. Βλέπετε την μεγαλοψυχία, την ανδρεία καί την δύναμη της πίστης;

Ό αυτοκράτορας έδωσε διαταγή να συλληφθούν αμέσως οί τρεις γενναίοι όμολογητές και να κλειστούν στη φυλακή. Είχε σκοπό να τους στείλει αργότερα στην εξορία. Ό Κύριος όμως δεν άφησε τον Αναστάσιο να πραγματοποιήσει το σχέδιο του. Πολύ σύντομα αυτός πέθανε. Ό νέος αυτοκράτορας, πού ανέβηκε στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως έβαλε τέλος στην αίρεση του μονοφυσιτισμου καί οί τρεις αγωνιστές της αλήθειας αποφυλακίστηκαν.
Την υπόλοιπη ζωή του ό όσιος Σάββας την πέρασε στην αυστηρή νηστεία καί την προσευχή. Ή νηστεία πού τηρούσε ό άγιος σε μας σήμερα μάλλον φαίνεται απίθανη' πέντε ήμερες την εβδομάδα δεν έτρωγε τίποτα και μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές, όταν πήγαινε στο μοναστήρι, εκεί έτρωγε λίγο. Στή σπηλιά οπού ζούσε ασχολιόταν μόνο με την προσευχή καί τη χειρωνακτική εργασία πλέκοντας καλάθια.
Βλέπετε πώς τηρούσε ό άγιος την εντολή του Χρίστου να μην παραδιδόμαστε στην κραιπάλη, στη μέθη καί στις βιοτικές μέριμνες; Βλέπετε την ετοιμότητα καί την προθυμία του να υποφέρει για την αλήθεια; Βλέπετε τη λαμπρότητα της ψυχής του; Να θυμόμαστε τον άγιο αυτό αγωνιστή της ευσέβειας καί να μην παραδιδόμαστε στην κραιπάλη, στη μέθη και στίς βιοτικές μέριμνες. Να μην ξεχνάμε ότι μεταξύ των έργων πού κάνουμε, την πρωτεύουσα θέση πρέπει να κατέχουν ή προσευχή, ή νηστεία καί ή νήψη. Να προη­γείται όλων ή φροντίδα για τη σωτηρία της ψυχής, και οι βιοτικές μέριμνες να είναι στη δεύτερη θέση. Αμήν.


ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ Β
ΕΚΔ.''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ'


   Δεν θυμάμαι μέρα να μην έχη παρηγοριά θεϊκή. Διακοπές γίνονται μερικές φορές και τότε νιώθω άσχημα, και έτσι μπορώ να καταλάβω πόσο άσχημα ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι που είναι απαρηγόρητοι, γιατί είναι απομακρυσμένοι από τον Θεό. Όσο απομακρύνεται κανείς από τον Θεό, τόσο πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα. Μπορεί να μην έχη κανείς τίποτα, άμα έχη τον Θεό, δεν θέλει τίποτε! Αυτό είναι! Ενώ, αν τα έχη όλα, άμα δεν έχη τον Θεό, είναι μέσα του βασανισμένος. Γι' αυτό, όσο μπορεί κανείς, να πλησιάση τον Θεό, Μόνον κοντά στον Θεό βρίσκει κανείς την πραγματική και αιώνια χαρά. Φαρμάκι γευόμαστε, όταν ζούμε μακριά από τον γλυκύ Ιησού. Όταν ο άνθρωπος από παλιάνθρωπος γίνη άνθρωπος, βασιλόπουλο, τρέφεται με την θεία ηδονή, με την ουράνια γλυκύτητα, και νιώθει την παραδεισένια  αγαλίαση, αισθάνεται από 'δω ένα μέρος της χαράς του Παραδείσου. Από την μικρή παραδεισένια χαρά καθημερινά προχωράει στην μεγαλύτερη και αναρωτιέται αν υπάρχη κάτι ανώτερο στον Παράδεισο από αυτό που ζη εδώ. Είναι τέτοια η κατάσταση που ζή, που δεν μπορεί να κάνη καμμιά εργασία. Τα γόνατά του λυγίζουν σαν λαμπάδες από την θεία εκείνη θερμότητα και γλυκύτητα, η καρδιά του σκιρτάει και πάει να σπάσει τους τσατμάδες , για να φύγη, γιατί η γη και τα γήινά της φαίνονται χαμένα πράγματα.
    Ο άνθρωπος πρώτα είχε επικοινωνία με τον Θεό. Μετά όμως, όταν απομακρύν-θηκε από την Χάρη του Θεού, ήταν σαν έναν που ζούσε μέσα σε παλάτι και ύστερα βρέθηκε για πάντα έξω από το παλάτι και το έβλεπε από μακριά και έκλαιγε. Όπως το παιδάκι, όταν απομακρυνθή από την μάνα του, υποφέρει, έτσι και ο άνθρωπος, όταν απομακρυνθή από τον Θεό, υποφέρει, βασανίζεται. Η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό είναι κόλαση. Ο διάβολος κατόρθωσε να απομακρύνη τους ανθρώπους τόσο πολύ από τον Θεό, ώστε να φθάσουν στο σημείο να λατρεύουν τα αγάλματα και να θυσιάζουν τα παιδιά τους στα αγάλματα. Φοβερό! Και που τους βρίσκουν τόσους θεούς οι δαίμονες! Θεός Χαμώς !... Μόνον το όνομά του να ακούσης, φθάνει! Ο πιο βασανισμένος όμως είναι ο διάβολος, γιατί είναι ο πιο απομακρυσμένος από τον Θεό, από την αγάπη. Αλλά, αν φύγη η αγάπη, μετά είναι κόλαση. Αντίθετό της αγάπης τί είναι; Η κακία, κακία ίσον βάσανο.
    Ένας που είναι απομακρυσμένος από τον Θεό, δέχεται την δαιμονική επίδραση. Ενώ αυτός που είναι κοντά στον Θεό, δέχεται την θεία Χάρη. Όποιος έχει Χάρη Θεού, θα του δοθή και άλλη. και όποιος έχει λίγη και την περιφρονεί, θα του αφαιρεθή και αυτή . η Χάρις του Θεού λείπει από τους σημερινούς ανθρώπους, γιατί με την αμαρτία πετάνε και την λίγη που έχουν. Και όταν φύγη η θεία Χάρις, ορμούν όλοι οι δαίμονες μέσα στον άνθρωπο.
    Ανάλογα με την απομάκρυνσή τους από τον Θεό οι άνθρωποι αισθάνονται σ' αυτήν την ζωή στενοχώρια και στην άλλη ζωή θα ζουν την αιώνια στενοχώρια. Γιατί από αυτήν την ζωή γεύεται κανείς, σε κάποιο βαθμό, ανάλογα με το πόσο ζη σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ένα μέρος της χαράς του Παραδείσου. Ή θα ζήσουμε ένα μέρος της χαράς του Παραδείσου από εδώ, και θα πάμε και στον Παράδεισο,, ή θα ζήσουμε ένα μέρος της κολάσεως και - Θεός φυλάξοι! - θα πάμε στην κόλαση. Παράδεισος ίσον καλωσύνη.. Κόλαση ίσον κακωσύνη. Κάνει κανείς μία καλωσύνη, αισθάνεται χαρά. Κάνει μία στραβοξυλιά, υποφέρει. Όσο περισσότερο καλό κάνει, τόσο περισσότερο αγάλλεται. Όσο περισσότερο κακό κάνει, τόσο περισσότερο υποφέρει η ψυχή του. ο κλέφτης νιώθει χαρά; δεν νιώθει χαρά. Ενώ αυτός που κάνει καλωσύνες νιώθει χαρά. Και να βρη κανείς κάτι στον δρόμο, αν το κρατήση και πη ότι είναι δικό του, ανάπαυση δεν θα έχη! Ούτε ξέρει σε ποιόν ανήκει ούτε αδίκησε κάποιον ούτε το κλέβει, και όμως δεν αναπαύεται. Πόσο μάλλον να το κλέψη! Ακόμη και όταν κανείς λαμβάνη, πάλι δεν νιώθει την χαρά που νιώθει όταν δίνη. Πόσο μάλλον όταν κλέβη η όταν αδικη, να νιώθη χαρά! Γι' αυτό, βλέπεις, οι άνθρωποι με την αδικία τί πρόσωπα έχουν, τί γκριμάτσες κάνουν!

(Λόγοι τόμος Α σελ. 46-48)


(Συμεών του Μεταφραστού, Η άθληση και το μαρτύριο των αγίων Αγάθης -Βαρβάρας-Ευφημίας-Θέκλας- Ιουλιανής – Σοφίας και των θυγατέρων της, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2002). 
Α’. O ανόσιος αυτοκράτορας των Ρωμαίων Μαξιμιανός (2), έδειχνε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την πλάνη των ειδώλων. Έτσι, από τη μια μεριά επιμελούνταν πάρα πολύ και θεωρούσε άξιο αδιάλειπτης φροντίδας το έξης έργο: να λατρεύει τους δαίμονες και να ενισχύει την ειδωλολατρία με όλη του τη δύναμη· από την άλλη μεριά ζητούσε από τους σεβόμενους το θείο όνομα του Χριστού, τους χριστιανούς, να απαρνηθούν την ευσεβή τους πίστη. Στην περίπτωση που οι χριστιανοί έμεναν σταθεροί και ακλόνητοι στην πίστη τους, όπως κατά κανόνα γίνονταν οι εξαιρέσεις ήταν σπάνιες, τους παρέδιδε σε ποικίλα βασανιστήρια και τελικά στον θάνατο, δημεύοντας παράλληλα και τις περιουσίες τους.
Κατά την εποχή του Μαξιμιανού στην Ηλιούπολη (3) ήταν τοπάρχης ένας ειδωλολάτρης, πολύ πλούσιος και με κοσμική λάμψη και δύναμη. Ο άνθρωπος αυτός ονομαζόταν Διόσκορος και είχε μια μοναχοκόρη, ονόματι Βαρβάρα, την οποία υπεραγαπούσε, επειδή και μόνο σ’ αυτήν στήριζε τις ελπίδες του.
Η Βαρβάρα ήταν πάρα πολύ ευπαρουσίαστη και εξαιρετικού κάλλους, ο δε πατέρας της ήθελε να την διατηρήσει αγνή και άφθορη. Για τούτο θεώρησε σκόπιμο να μην είναι η Βαρβάρα εκτεθειμένη στα βλέμματα των ανθρώπων. Έτσι λοιπόν έχτισε έναν πύργο, μέσα στον όποιο φιλοτέχνησε μια μικρή πολυτελή οικία. Στην οικία αυτή εγκατέστησε τη Βαρβάρα, για να κατοικεί, χωρίς να εξέρχεται από αυτήν και, έτσι, να είναι αθώρητη από τα μάτια όλων των ανδρών. Τούτο όμως ήταν έργο της θείας πρόνοιας, η όποια άνωθεν επισκοπούσε το μέλλον της Βαρβάρας.

Πράγματι, ενώ η Βαρβάρα κατοικούσε κλεισμένη στην οικία που ήταν φιλοτεχνημένη μέσα στον πύργο, η χάρη του Παρακλήτου της άγγιξε αφανώς τους αφανείς οφθαλμούς της καρδιάς της και τη φώτισε με το φως της αληθινής θεογνωσίας, καθιστώντας υπερφυώς γνώριμο σ’ αυτήν τον αληθινό Θεό. Είχε λοιπόν ο πύργος στην παρθένο οικοδομημένη πλέον πάνω στο θεμέλιο της πίστεως και συντηρούμενη στο να γίνει αφορμή σωτηρίας σε πολλούς.
Ο πόθος της αγνείας
Β’. Όταν η Βαρβάρα έφτασε σε ηλικία γάμου, ο πατέρας της μεριμνούσε πολύ και σκεπτόταν για το πρόσωπο που θα ήταν κατάλληλο να την πάρει ως σύζυγο. Και βέβαια προσήλθαν σ’ αυτόν πολλοί, που διακρίνονταν για την ευγένεια της καταγωγής τους και για τον πλούτο τους, και του τη ζήτησαν σε γάμο. Και τούτο, διότι το κάλλος της Βαρβάρας, αν και δεν ήταν θεατό, αφού ήταν κλεισμένη στον πύργο, ήταν όμως ακουστό· και, επομένως, αυτή ήταν περιζήτητη για γάμο. Πλην όμως στον πατέρα φαινόταν άκομψο και προφανώς ανελεύθερο το να μην περιέλθει σε γνώση της κόρης του η μεριμνά του για να την παντρέψει και το να μην έχει και τη συγκατάθεση της ίδιας για τον σκοπό αυτό. Έτσι λοιπόν πήγε σ’ αυτήν, της μίλησε περί γάμου και της ανάγγειλε ότι σχεδίαζε να την παντρέψει. Η Βαρβάρα όμως, μη θέλοντας ούτε καν να ακούσει τέτοιο πράγμα και ούτε το παραμικρό να πέσει στην καρδιά της, το απέρριψε ως ανάρμοστο και άτοπο· απώθησε δε με αγανάκτηση τον πατέρα της, λέγοντας του: «Για το θέμα αυτό να μη μου κάμεις λόγο δεύτερη φορά, διότι, εν εναντία περιπτώσει, και εσύ του λοιπού δεν θα ονομάζεσαι πατέρας και εμένα θα με κάμεις να θέσω τέρμα η ίδια στη ζωή μου». Μετά την απάντηση της αυτή, ο πατέρας της, κρίνοντας ότι ευγενικό μάλλον είναι η πειθώ και όχι η πίεση, σχημάτισε την εντύπωση ότι η άρνηση της κόρης του για γάμο δεν οφειλότα ν σε δυστροπία ούτε σε απείθεια, αλλά σε ισχυρό πόθο αγνείας. Έτσι λοιπόν, παρέχοντας της άλλωστε και χρόνο να σκεφτεί μήπως αλλάξει γνώμη και υπακούσει σ’ αυτόν, δεν της είπε τίποτε επιπλέον και κατήλθε αμέσως από τον πύργο. Ο Διόσκορος, μόλις κατέβηκε από τον πύργο, πήγε στο λουτρό, που έτυχε τελευταία να κατασκευάζει, και απασχολούνταν αποκλειστικά με αυτό, διότι βιαζόταν να το τελειώσει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Έτσι, έβαλε πολλούς τεχνίτες και τους πρόσταξε να αποπερατώσουν την οικοδομή. Τους έδωσε μάλιστα και όλη την αμοιβή από πριν και αναχώρησε για κάποια χώρα μακρινή.
Ο τύπος του τιμίου Σταυρού
Γ. Επειδή ο Διόσκορος χρονοτριβούσε στην αποδημία, η δούλη του Θεού Βαρβάρα, η κόρη του, κατήλθε από τον πύργο, για να δει το λουτρό. Μόλις έφτασε εκεί και είδε το προς νότον μέρος του να φωτίζεται από δύο παράθυρα, κατηγόρησε τους τεχνίτες, λέγοντας τους: «Για ποιο λόγο στα δύο παράθυρα δεν προσθέσατε και τρίτο, ώστε και πιο ευπρεπές να ήταν και περισσότερο άπλετος ο φωτισμός του λουτρού;». Εκείνοι της είπαν: «Έτσι πρόσταξε ο πατέρας σου». Μετά την απάντηση αυτή των τεχνιτών, η Βαρβάρα πρόβαλε αντίρρηση και τους παρακάλεσε να προσθέσουν και τρίτο παράθυρο. Εκείνοι όμως δίσταζαν να κάμουν την προσθήκη, προβάλλοντας ως εύλογη δικαιολογία τον φόβο του πατέρα της. Τότε η μακάρια Βαρβάρα, δείχνοντας ταυτόχρονα τα τρία από τα δάχτυλα του ενός χεριού της είπε: «Να κατασκευάσετε τρία, τρία σας λέγω, παράθυρα. Και αν γι’ αυτό δυσανασχετήσει ο πατέρας μου, θα λογοδοτήσω εγώ».Ύστερα από τη διαβεβαίωση αυτή της Βαρβάρας, οι τεχνίτες υποχώρησαν και κατασκεύασαν και τρίτο παράθυρο.
Όταν ολοκληρώθηκε η όλη διακόσμηση του λουτρού, η Αγία προσερχόταν συχνότερα προς αυτό το θέαμα, επειδή και η καρδιά της πλημμύρισε με τη χάρη του θείου Πνεύματος και δια της πίστεως η ψυχή της οπλίστηκε με μεγάλη παρρησία προς το Χριστό. Έτσι λοιπόν στάθηκε κοντά στη δεξαμενή και, αφού έστρεψε το βλέμμα της προς ανατολάς, χάραξε με το δάχτυλο της στα μάρμαρα του λουτρού τον τύπο του τιμίου Σταυρού. Και, ω του θαύματος!, για να γίνεται γνωστό και στους μετέπειτα το γεγονός αυτό και να κηρύττεται η δύναμη του Χρίστου, ο τύπος του Σταυρού που σημείωσε η Αγία με το δάχτυλο της στο μάρμαρο, ωσάν να χαράχτηκε με σιδερένιο όργανο, φαίνεται μέχρι σήμερα (4) σημειωμένος στο μάρμαρο, όχι μόνο για να καταφαίνεται το θαύμα, αλλά και για να επαυξάνει την πίστη εκείνων που τον βλέπουν. Αλλά βέβαια και το ίδιο το λουτρό διασώζεται μέχρι και σήμερα (5) και θεραπεύει κάθε πάθηση των φιλοχρίστων που προσέρχονται σ’ αυτό. Και αν κάποιος θα ήθελε να παραβάλει το λουτρό αυτό με τα ρείθρα του Ιορδάνη (6), ή με την πληγή του Σιλωάμ (7), ή και με την Προβατική κολυμβήθρα (8) , δεν θα έκανε καθόλου λάθος. Δηλαδή και δια του λουτρού εκείνου η δύναμη του Χριστού διενεργεί ομοίως πολλά και παράδοξα θαύματα.
Κάποια ημέρα, περνώντας η Μάρτυς από το λουτρό, έριξε το βλέμμα της στα είδωλα που λάτρευε ο πατέρας της, τα οποία κακώς θεωρούνταν θεοί. Μόλις τα είδε, της προκάλεσαν αηδία και βαριαναστέναξε για την αναίσθητη ψυχή εκείνου που τα λάτρευε. Έπειτα η Αγία έφτυσε στα πρόσωπα των ειδώλων εκείνων, λέγοντας: «Να γίνουν όμοιοί σας εκείνοι
που σας προσκυνούν και όλοι όσοι σας καλούν σε βοήθεια». Αυτά είπε η Βαρβάρα· και αφού ανήλθε και πάλι στον πύργο, καταγινόταν με τις προσευχές και τις νηστείες, εξαρτώντας ολόκληρο τον εαυτό της από τα ουράνια αγαθά πού περίμενε.
Το νόημα των τριών παραθύρων. Η αντίδραση του Διόσκορου
Δ’. Εν τω μεταξύ δεν πέρασε πολύς καιρός, και ο πατέρας της αγίας Βαρβάρας επανήλθε από τη χώρα στην οποία είχε μεταβεί. Αμέσως δε μετά την επάνοδο του έριξε ολόγυρα ένα προσεκτικό βλέμμα και κοίταζε όλα τα της οικίας του. Μόλις έστρεψε το βλέμμα του και στο λουτρό, είδε ότι στα δύο παράθυρα είχε προστεθεί και τρίτο. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε απορία και ρώτησε τους τεχνίτες γιατί έκαμαν ένα τέτοιο πράγμα παραβιάζοντας την εντολή του. Εκείνοι του απάντησαν ότι την ευθύνη για την καινοτομία τη φέρει η κόρη του. Τότε ο Διόσκορος έστειλε και κάλεσε τη Βαρβάρα και της ζητούσε εξηγήσεις. Η Βαρβάρα όχι μόνο δεν αρνήθηκε την ευθύνη τας, αλλά και διατεινόταν ότι έτσι έπρεπε να γίνει και καλώς έγινε. Εκείνος εξοργίστηκε πολύ από την απάντηση της κόρης του και της είπε: «Πες μου με ποιόν τρόπο και κατά τι είναι καλύτερο έτσι το πράγμα;». Εκείνη του απάντησε ότι τα τρία παράθυρα διαφέρουν πολύ από τα δύο. Διότι τα τρία παράθυρα, είπε, φωτίζουν κάθε άνθρωπο ερχόμενο στον κόσμο. Και τούτο βέβαια το είπε, υποδηλώνοντας τη μεγαλειότητα της Αγίας Τριάδος. Ο Διόσκορος συνταράχτηκε από το παράξενο και ασυνήθιστο του λόγου της κόρης του Βαρβάρας. Έτσι λοιπόν την παρέλαβε κατ’ ιδίαν, πήγε στη δεξαμενή του λουτρού και τη ράπησε : «Πως το φως των τριών παραθύρων φωτίζει κάθε άνθρωπο;». Η Αγία του απάντησε: «Πρόσεξε, πατέρα μου, και θα καταλάβεις αυτό που σου είπα». Και αφού του είπε αυτά, έκαμε το σημείο του Σταυρού εν συνεχεία, δείχνοντάς του τα τρία δάχτυλα της, του είπε: «Κοίτα, Πατήρ, Υιός και ’γιο Πνεύμα από το φως αυτό όλη η κτίση φωτίζεται νοερώς και λάμπει».
Όμως η φαύλη εκείνη ακοή και ασκημένη στο ψεύδος της ειδωλολατρίας δεν ήταν δυνατόν να ανεχθεί τον λόγο της αλήθειας και κατελήφθη από μεγάλο θυμό και οργή. Και ο πατέρας ξεχνώντας το ότι ήταν πατέρας, έσπευδε να γίνει τύραννος και φονιάς. Έτσι λοιπόν έσυρε το ξίφος του, που κρεμόταν από τους ώμους του, και όρμησε να θανατώσει με τα ίδια του τα χέρια την κόρη του Βαρβάρα. Εκείνη δε, υψώνοντας ταυτόχρονα τα χέρια της, τα μάτια της, και τη διάνοια της προς τον ουρανό, καλούσε σε βοήθεια Εκείνον που είχε τη δύναμη να τη σώσει. Και Αυτός δεν άργησε να πράξει αυτά πού συνήθιζε. Τοιουτοτρόπως, όπως διέσωσε την πρωτομάρτυρα Θέκλα (9) από εκείνους που την καταδίωκαν, προστάζοντας την πέτρα που βρέθηκε μπροστά στην Πρωτομάρτυρα να ανοίξει και να την κλείσει μέσα της έτσι και την αοίδιμη Βαρβάρα: και αυτήν τη διέσωσε ο παντοδύναμος Θεός με όμοιο και ίσο θαύμα. Πράγματι, όταν εκείνος ο δήμιος δηλαδή είναι ανόσιος, ένας τέτοιος αιμοχαρής να ονομάζεται πατέρας έσυρε το ξίφος του και έτρεχε εναντίον της κόρης του, μια πέτρα, η οποία άνοιξε στα δύο με την επέμβαση της θείας και παντουργού θελήσεως του Θεού, δέχτηκε μέσα της την Αγία και τη διέσωσε ασύλληπτη από τα αιμοδιψή χέρια του πατέρα της, δίδοντας της τη δυνατότητα να ανέλθει σε ορεινότερους τόπους. Αλλά, και που εξαφανίστηκε η κόρη του από τα μάτια του, ο απαθέστερος και αναισθητότερος και από αυτούς τους λίθους αιμοχαρής εκείνος πατέρας δεν είχε τη δύναμη να λογικευθεί. Το αντίθετο: ενέτεινε ακόμη περισσότερο την ορμή του και ποθούσε να συλλάβει την κόρη του όχι ως πατέρας της, αλλά ως υιός μάλλον του εξαρχής ανθρωποκτόνου, του διαβόλου, όπως λέγει η θεία Γραφή (10). Προσπαθούσε δηλαδή να βρει και να συλλάβει την κόρη του, για να τη θανατώσει και να την εξαφανίσει.
Η σύλληψη της Αγίας και η παράδοση της στον ηγεμόνα Μαρκιανό
Ε’. Συνεχίζοντας λοιπόν ακάθεκτος ο Διόσκορος τις προσπάθειες του να βρει και να συλλάβει την κόρη του Βαρβάρα, συνάντησε δύο βοσκούς και τους ρώτησε αν ξέρουν κάτι γι’ αυτήν. Ο ένας, όντας φιλεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος, δεν έκρινε πρέπον να προδώσει την καταδιωκώμενη. Έτσι, αρνήθηκ ε πάραυτα και υποκρίθηκε ότι δεν ήξερε τίποτε, προτιμώντας, θα έλεγε κάποιος, το σωτήριο ψεύδος αντί για την αλήθεια που θα έβλαπτε. Και ας γίνει εδώ μια παρέκβαση: να ντρέπεται ο Ηρώδης, που όλως ασυνέτως τήρησε τον όρκο του για την ηδονή και την πονηρή κρίση (και αποκεφάλισε τον Ιωάννη τον Πρόδρομο) (11). Ο άλλος βοσκός όμως, όντας κακοηθέστατος, δεν μίλησε μεν, για να μην τον ακούσουν και εκτεθεί· με το δάχτυλο του όμως έδειξε στον Διόσκορο τον δρόμο που οδηγούσε εκεί που βρισκόταν η Αγία. Την πράξη του όμως αυτή δεν την ανέχτηκε η θεία δικαιοσύνη, και για το κακούργημα του επέφερε κατ’ αυτού βαριά τιμωρία: τα πρόβατα του, μετά από κατάρα της Αγίας, δεν ήταν πλέον πρόβατα· μεταβλήθηκαν σε κανθάρους, οι οποίοι, προς συνεχή κατηγορία του κακουργήματος εκείνου, πετούν συνεχώς πάνω και γύρω από τον τάφο της Αγίας.
Λοιπόν, ο μανιώδης Διόσκορος, ακολουθώντας τις υποδείξεις εκείνου του κακοηθέστατου βοσκού, βρήκε την Αγία στο όρος και την συνέλαβε. Και πρώτα, έτσι όπως ήταν εξοργισμένος, τη μαστίγωσε ανηλεώς και της καταπλήγωσε ολόκληρο το σώμα. Ακολούθως την άρπαξε από τα μαλλιά και, τραβώντας την με βία, την έκλεισε σε έναν οικίσκο. Έξω από τον οικίσκο εγκατέστησε φρουρούς, αφού προηγουμένως ασφάλισε και τη θύρα με ειδικές σφραγίδες. Μετά ταύτα και όσο μπορούσε πιο γρήγορα πήγε στον ηγεμόνα Μαρκιανό, ο οποίος τον καιρό εκείνο είχε την εξουσία στην περιοχή, και του εξέθεσε με κάθε λεπτομέρεια τα σχετικά με την κόρη του Βαρβάρα. Δηλαδή, περιληπτικά, του είπε ότι η κόρη του αρνήθηκε τους πάτριους θεούς και επέλεξε παρ ‘ ελπίδα να τιμάει και να πρεσβεύει τα των χριστιανών.
Αυτά είπε ο Διόσκορος στον Μαρκιανό. Εν συνεχεία πήγε και έφερε την κόρη του από τον οικίσκο και την παρέδωσε στα χέρια του, εξορκίζοντας τον στους θεούς τους να μη φεισθεί της κόρης του σε τίποτε (πατέρας που να σου πετύχει!), αλλά να μετέλθει τη σκληρότερη βία εναντίον της και να της επιβάλει τα πιο φριχτά βασανιστήρια.
Ακλόνητη η πίστη της Βαρβάρας. Μαστίγωση
ΣΤ. Λοιπόν, ο Μαρκιανός κάθισε στην έδρα του δικαστηρίου και πρόσταξε να οδηγήσουν την Αγία ενώπιον του. Μόλις η Αγία εμφανίστηκε ενώπιον του στο δικαστήριο, εκείνος, βλέποντας την κοσμιότητα του ήθους της και ταυτόχρονα το ανυπέρβλητο κάλλος της μορφής της, λησμόνησε τους όρκους του πατέρα της και ήταν έτοιμος να εκφράσει τον θαυμασμό του προς αυτήν, παρά να την τιμωρήσει. Έτσι λοιπόν και με λόγια πιο φιλάνθρωπα της έλεγε: «Λυπήσου τον εαυτό σου, Βαρβάρα, και πρόσφερε μαζί μας θυσία στους θεούς. Διότι εγώ φρόντιζω για το καλό σου και διστάζω να υποβάλω σε βασανιστήρια ένα τόσο εξαίσιο κάλλος. Αν όμως δεν θελήσεις να πεισθείς, θα με εξαναγκάσεις να πράξω εφεξής εναντίον σου έτσι που καταβάθος δεν θέλω». Η Αγία δε, απαντώντας στην πρόταση του Μαρκιανού να προσφέρει θυσία στους θεούς, είπε: «Εγώ προσφέρω θυσία αινέσεως στον Θεό μου, ο Οποίος δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και όλα όσα είναι σ’ αυτά. Περί των ψεύτικων δε και ανύπαρκτων θεών σου έχει λεχθεί από τον Δαβίδ, ύστερα από φωτισμό που έλαβε από το ’γιο Πνεύμα, ότι τα είδωλα που λατρεύουν οι εθνικοί είναι από αργυρό (ασήμι) και χρυσάφι, και κατασκευασμένα από χέρια ανθρώπων» (12) και ότι όλοι οι θεοί των ειδωλολατρικών λαών είναι δαιμόνια, ανύπαρκτοι, πλάσματα της φαντασίας και επινοήματα του διαβόλου» (13). Συμφωνώ δε και εγώ με την άποψη και ομολογώ ρητά και κατηγορηματικά ότι η ελπίδα η στηριζόμενη στους ψεύτικους και ανύπαρκτους αυτούς θεούς είναι κενή και μάταιη».
Τα λόγια αυτά της αγίας Βαρβάρας εξόργισαν τον δικαστή. Έτσι λοιπόν αυτός πρόσταξε να τη δέσουν και να της καταπληγιάσουν το σώμα χτυπώντας την ανηλεώς με σκληρά βούνευρα. Έπειτα, θέλοντας να την κάμει να αισθάνεται δριμύτερους τους πόνους, πρόσταξε να τρίβουν με τρίχινα υφάσματα τις πληγές της. Έτσι λοιπόν απάνθρωπα κακοποιούμενη η Μάρτυς, ανοίγονταν στο σώμα της χαλεπές και ασταμάτητες πηγές αιμάτων, ώστε από το αίμα που ανέβλυζε από αυτές κατακοκκίνησε όλο το έδαφος κάτω και γύρω από το σώμα της.
Μετά την ανελέητη μαστίγωση της αγίας Μάρτυρος, ο ηγεμόνας ήθελε να σκεφτεί σε τι είδους τιμωρία εν συνεχεία θα την παρέδιδε. Για τον λόγο αυτό πρόσταξε και την έκλεισαν προσωρινά στη φυλακή.
Ο Χριστός ενθαρρύνει την Αγία. Η Ιουλιανή
Ζ. Κατά τα μεσάνυχτα όμως ένα ολόλαμπρο ουράνιο φως περιέλαμψε την Αγία και εμφανίστηκε σ’ αυτήν ο Χριστός, ο Οποίος της έδωσε πολύ θάρρος και την προέτρεψε να μη φοβάται καθόλου τα κακά που προέρχονται από ανθρώπους. «Εγώ είμαι μαζί σου», της είπε, «και θα είσαι ασφαλισμένη κάτω από τη σκιά των πτερύγων μου». Δεν είχαν δε ακόμη τελειώσει οι λόγοι του Χρίστου προς την Μάρτυρα, και βρήκε την εκπλήρωσή του σ’ αυτήν εκείνο που έχει ειπωθεί από τον προφήτη Ησαΐα (14) 14, αφού γρήγορα ανέτειλε η ίασή της και οι πληγές της, ωσάν να μην υπήρχαν εξαρχής, εξαφανίστηκαν από το σώμα της και δεν φαινόταν ούτε ίχνος. Διακατείχε δε την Αγία χαρά και αγαλλίαση, και ευφροσύνη αιώνιος στεφάνωνε τρόπον τινά την κεφαλήν της, για να λεχθεί πάλι το του Ησαΐα (15). Τότε μία γυναίκα θεοσεβής και φοβούμενη τον Θεό, ονόματι Ιουλιανή (16), η οποία συναναστρεφόταν τότε με τη Μάρτυρα, μόλις είδε τα θαυμαστά και παράδοξα που συνέβησαν σ’ αυτήν και με ποιόν τρόπο εξαφανίστηκαν τάχιστα οι πληγές της, δοξολόγησε τον Θεό και, συμφωνώντας πέρα ως πέρα με όλα εκείνα που πίστευε και η αγία Βαρβάρα, προετοίμαζε και εκείνη τον εαυτό της προς πληγές και μαστιγώσεις.
Έτσι είχαν τα πράγματα, και ο ηγεμόνας, αφού κάθισε για δεύτερη φορά στην έδρα του δικαστηρίου, πρόσταξε να του φέρουν και πάλι ενώπιον του την άγια Βαρβάρα. Μόλις η Αγία εμφανίστηκε ενώπιον του ηγεμόνα, όλοι όσοι την είδαν εξεπλάγησαν και τους έπιασε δέος, διότι στο σώμα της δεν διακρινόταν ούτε η παραμικρή αμυχή, ούτε ο ελάχιστος μώλωπας. Ο δικαστής όμως, αλίμονο!, ολοφάνερα τυφλός μπροστά στην αλήθεια, ενώ έπρεπε να αποδώσει το γεγονός της θεραπείας της Μάρτυρος στη μεγάλη δύναμη του Θεού και να αρνηθεί την απάτη της ειδωλολατρίας, εκείνος αναισχυντούσε ακόμη περισσότερο και απέδιδε την ίαση στους δικούς του θεούς. Συγκεκριμένα, με έλλειψη κάθε ντροπής και λογικής, είπε στην αγία Μάρτυρα: «Βλέπεις, Βαρβάρα, με ποιόν τρόπο σε προσέχουν οι θεοί και σε φρόντισαν θεραπεύοντας τις πληγές σου;». Απαντώντας δε η Μάρτυς του Θεού, τού είπε: «Οι θεοί σου, που είναι τυφλοί όπως εσύ και έχουν ανάγκη από ανθρώπινα χέρια για την κατασκευή τους, πως θα μπορούσαν να πράξουν κάτι τέτοιο; Αλλά αν θέλεις να μάθεις ποιος με θεράπευσε, σου λέγω ότι αυτός είναι ο Χριστός, ο Υιός του ζώντος Θεού (17), τον Οποίο εσύ δεν μπορείς να δεις, γιατί τα μάτια της ψυχής σου είναι τυφλωμένα από το βαθύ σκοτάδι της ασεβείας».
Αποτρόπαια βασανιστήρια
Η’. Ο ηγεμόνας εξοργίστηκε παράφορα από τα λόγια αυτά της αγίας Βαρβάρας και δεν μπορούσε πλέον να συγκρατήσει τον εαυτό του. Έτσι λοιπόν πρόσταξε τους παρόντες να ξεσκίσουν με σιδερένια νύχια τις πλευρές τής Μάρτυρος επιπλέον, να της κατακαίνε με λαμπάδες πυρός τα ήδη ξεσκισμένα από τα σιδερένια νύχια μέλη της και να της χτυπάνε με σφυρί την τίμια κεφαλή της. Και βέβαια οι παρόντες δήμιοι έσπευσαν αμέσως και έπρατταν εκείνα που τους πρόσταξε ο ηγεμόνας Μαρκιανός. Βλέποντας δε η θεοσεβής Ιουλιανή τα μαρτύρια που υφίστατο η αγία Βαρβάρα, ένιωθε μεγάλο πόνο στην ψυχή της και επειδή δεν μπορούσε να τη βοηθήσει, έπραττε αυτό που της ήταν δυνατόν: έδειχνε σ’ αυτήν την αγάπη της, χωρίς να στρέφεται εναντίον των βασανιστών και του άρχοντα, αλλά χύνοντας από τα μάτια της ποτάμι τα δάκρυα. Κάποια στιγμή όμως ο Μαρκιανός έστρεψε το βλέμμα του στην Ιουλιανή και ζήτησε να μάθει ποια ήταν. Και μόλις άκουσε ότι και αυτή ήταν χριστιανή και ότι υπέφερε και πονούσε η ψυχή της από συμπάθεια προς τη Βαρβάρα, πρόσταξε να συλληφθεί και αυτή, να κρεμαστεί σε ξύλο και να καταξεσκιστούν οι πλευρές της με σιδερένιους ξυστήρες, παραπλήσια προς την αγία Μάρτυρα, τη Βαρβάρα. Οι δήμιοι έσπευσαν αμέσως και εκτέλεσαν την προσταγή.
Τότε λοιπόν η πολύαθλη Βαρβάρα ύψωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό και είπε: «Εσύ, καρδιογνώστη Θεέ μου, γνωρίζεις ότι εγώ, ποθώντας Εσένα και αγαπώντας τους νόμους Σου, Σου προσέφερα ολόκληρο τον εαυτό μου και τον εξάρτησα από τη δεξιά Σου, Εσύ λοιπόν, Δέσποτα, μη μας εγκαταλείπεις, αλλά βοήθησε μας κατά το ελεός Σου και ενίσχυσε μας να φέρουμε εις πέρας και οι δυό μας τον παρόντα δρόμο». Μετά λόγια αυτά η Μάρτυς του Χριστού ικέτευε τον Κύριο, για τον Οποίο υπέμεινε τα βασανιστήρια αυτά, και ζητούσε τη βοήθεια Του, για να ξεπεραστεί η ασθένεια της ανθρώπινης φύσης. Γνώριζε δηλαδή η Αγία ποιος αψευδώς είπε: «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (18).
Θ’. Ο τύραννος όμως, αντιτάσσοντας τον εαυτό του ωσάν αντίπαλο σε όλα, για να εξουδετερώσει την ανδρεία της ψυχής της Βαρβάρας και της Ιουλιανής με περίσσεια βασανιστηρίων, στράφηκε και προς αλλού είδους τιμωρία: πρόσταξε να κόψουν με σμίλη τους μαστούς τους. Γνωρίζω (19) ότι και μόνο με την ακοή του βασανιστηρίου αυτού σας έπιασε ίλιγγος. Τι λοιπόν έμελλε αυτό το βασανιστήριο να κατορθώσει, και μάλιστα σε γυναίκες, αν η ακαταμάχητη αγάπη και η πίστη προς τον Χριστό δεν ενεύρωνε τις ψυχές τους; Αλλά βέβαια στη δούλη του Θεού Βαρβάρα δεν διέφυγε καθόλου από το νου της και ποιο ήταν γι’ αυτές το φάρμακο προς αντιμετώπιση μιας τόσο φρικτής οδύνης. Για τούτο καλούσε και πάλι την εξ ύψους βοήθεια, λέγοντας: «Μην αποστρέψεις από εμάς, Χριστέ μου, το πρόσωπο Σου και μη μας αφαιρέσεις το Πνεύμα Σου το ’γιο. Δώσε μας, Κύριε, τη μεγάλη χαρά της σωτηρίας που προέρχεται από Εσένα. Και στήριξε μας με ισχυρή θέληση, ώστε η πίστη μας και ευλάβεια μας προς Εσένα να μείνει ακλόνητη» (20).
Επειδή λοιπόν και προς αυτό το αποτρόπαιο βασανιστήριο υπήρχε και στις δύο μία και η αυτή βούληση και καρτερία, ο ηγεμόνας επινόησε κάτι σοφότερο, ή μάλλον κακουργότερο : διαχώρισε τη μία από την άλλη και πρόσταξε τη μεν Ιουλιανή να την κλείσουν στη φυλακή, τη δε Βαρβάρα να τη γυμνώσουν και να τη διαπομπεύσουν, περιφέροντας την σε όλη την πόλη· και επιπλέον να της μαστιγώσουν το σώμα. Η Μάρτυς όμως, γελοιοποιούμενη με την εξευτελιστική αυτή περιφορά, έπραττε πάλι εκείνα που συνήθιζε, δηλαδή έστρεψε το βλέμμα της προς τον ουρανό και είπε: «Βασιλεύ παντοδύναμε, που περιβάλλεις με τα νέφη τον ουρανό και σπαργανώνεις με την ομίχλη τη γη, Εσύ σκέπασε και τη δική μου γύμνωση και κάμε τα μέλη μου να γίνουν αθέατα στα μάτια των ασεβών, ώστε εγώ η δούλη Σου, Χριστέ μου, να μη γίνω μυκτηρισμός και χλευασμός από της που στέκονται γύρω της». Και από το Ναό τον άγιο Του ο ταχύς της βοήθεια Κύριος άκουσε την προσευχή της αγίας Μάρτυρος και, αφού εμφανίστηκε πάραυτα σ’ αυτήν, πλημμύρισε την καρδιά της από χαρά και αγαλλίαση αφενός και αφετέρου την περιέβαλε με μια αόρατη στολή· και αφού η Αγία έτσι πέρασε τη διαπόμπευση, περέστη και πάλι στον μιαρό Μαρκιανό.
Η τελική απόφαση του ηγεμόνα
Ι΄. Ύστερα από όλα αυτά, ο Μαρκιανός κατάλαβε πλέον ότι δεν μπορούσε ούτε με υποσχέσεις αγαθών ούτε με επινοήσεις βασανιστηρίων να πείσει, ούτε κατ’ ελάχιστο, την αγία Βαρβάρα και την ομόφρονά της και πανέμορφη Ιουλιανή. Για τούτο λοιπόν, προκειμένου αυτός να μην εξευτελιστεί περισσότερο επιχειρώντας τα αδύνατα και εκτρεπόμενος σε φανερή ανοησία, αποφάσισε την καταδίκη και των δύο σε θάνατο και πρόσταξε να τους κόψουν με ξίφος τα κεφάλια.
Παρών και θεατής σε όλα τα βασανιστήρια, που υπέστη η αγία Βαρβάρα, ήταν και ο κακούργος και παιδοκτόνος πατέρας της ο Διόσκορος. Αυτός δεν αισθάνθηκε χαρά μόνο για τα πραττόμενα κατά της κόρης του, ούτε αρκέστηκε με το μέγεθος της συμφοράς, το να δει δηλαδή με τα πατρικά του(!) μάτια την κόρη του, και κόρη τόσο ωραία, να θανατώνεται από τα χέρια των δημίων αλλά θεωρούσε ότι θα αποτελούσε καταισχύνη για τον ίδιο, ανανδρία και μαλθακότητα ψυχής, στην περίπτωση που δεν θα τη φόνευε ο ίδιος με τα ίδια του τα χέρια! Έτσι λοιπόν, για τον λόγο αυτό, μόλις εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, παρέλαβε την κόρη του, για να την αποκεφαλίσει με τα ίδια του τα χέρια.
Οδηγούμενη λοιπόν η Βαρβάρα στο όρος για τον αποκεφαλισμό της, ενώ συνακολουθούσε και η Ιουλιανή, προς αποκεφαλισμό και εκείνη, όντας πλέον (η Βαρβάρα) κοντά στο τέλος της ζωής της, φρόντισε για την προσφιλή προσευχή της. Έτσι, έκλινε τα γόνατα και είπε: «’ναρχε Θεέ, Εσύ που εξέτεινες τον ουρανό ωσάν θολωτή στέγη και θεμελίωσες τη γη πάνω στα ύδατα, Εσύ που προστάζει τις νεφέλες να βρέχουν και έστησες τον ήλιο να φωτίζει τα πάντα· και τις κοινές αυτές απολαύσεις τις χορηγείς σε δικαίους και αδίκους, σε αγαθούς και σε πονηρούς (21). Εσύ και τώρα, Βασιλεύ, εισάκουσε την προσευχή μου, και όποιον στον οίκο του μνημονεύει το Όνομά Σου και τα μαρτύρια μου για τη δόξα του Ονόματός Σου, αυτόν και τα άλλα μέλη της οικογένειας του αξίωσε τους να μην τους αγγίξει καμιά λοιμώδης νόσος ούτε κάτι άλλο από εκείνα που μπορούν να φέρουν στα σώματα βλάβη και πόνο. Διότι, Κύριε, ξέρεις ότι εμείς είμαστε σάρκες και αίμα, έργο των αχράντων χεριών Σου και τιμημένοι με τη δική Σου εικόνα και τη δυνατότητα να ομοιωθούμε με Εσένα».
Αυτά είπε στην προσευχή της η αγία μάρτυς Βαρβάρα· και μια παράδοξη φωνή ακούστηκε εξ ουρανού, η οποία καλούσε προς τον ουρανό και αυτήν, τη Βαρβάρα, και τη σύναθλό της Ιουλιανή, και υποσχόταν συνάμα την εκπλήρωση των αιτημάτων της. Ακούοντας δε η Αγία αυτήν τη γλυκιά φωνή, πήρε περισσότερο θάρρος και περπατούσε με βιασύνη στον δρόμο, ώστε να φτάσει το γρηγορότερο στον τόπο της τελειώσεως.
Η τελείωση
ΙΑ’. Μόλις η αγία μάρτυς Βαρβάρα έφτασε στον καθορισμένο τόπο, έσκυψε το κεφάλι της και δέχτηκε την τελείωση από τα πατερικά χέρια δια του πατρικού ξίφους και παραδόξω ς αναφάνηκε καρπός καλός από δέντρο φαύλο. Επίσης τελειώθηκ ε μαζί της δια ξίφους και η Ιουλιανή από κάποιον εκ των στρατιωτών πού ήταν εκεί. Όμως, μετά από τους άδικους αυτούς αποκεφαλισμούς, η θεία δίκη δεν περίμενε ούτε τον παραμικρό χρόνο, αλλά αμέσως τιμώρησε τον ασεβή και παιδοκτόνο εκείνον πατέρα, και για το αποτρόπαιο έγκλημα του και προς παραδειγματισμό. Συγκεκριμένα: ενώ αυτός, ο άθλιος όντως, κατέβαινε από το όρος, χτυπήθηκε από κεραυνό και εκβλήθηκε παντελώς από τη ζωή· όχι μόνο από την πρόσκαιρη και ρευστή, αλλά και από την αιώνια, όντας ανάξιος και στην παρούσα ζωή να ζει και τη μέλλουσα να απολαύσει. Αλλά η λάμψη και ο κρότος του θεήλατου εκείνου πυρός, του κεραυνού, έφτασε και μέχρι τον ηγεμόνα Μαρκιανό, ως προοίμιο οπωσδήποτε και αψευδές σύμβολο του άυλου και άσβεστου εκείνου πυρός, από το οποίο αυτός έμελλε να κολάζεται αιωνίως.
Τα ιερά σώματα των αγίων μαρτύρων Βαρβάρας και Ιουλιανής τα πήρε με ευλάβεια ένας ευσεβής και φιλόθεος άνδρας, ονόματι Ουαλεντίνος, και αφού τα τίμησε πρεπόντως με ιερά άσματα, τα ενταφίασε σεμνοπρεπώς και θεοφιλώς σε έναν τόπο που ονομάζεται Γελασσός και απέχει δώδεκα μίλια από τα Ευχάιτα (22). Και τα ενταφιασμένα εκεί ιερά αυτά σώματα αποτελούν νόσων ίαμα, ψυχών αγαλλίαμα, ανδρών φιλόθεων πολυέραστο εντρύφημα, προς δόξα του Χριστού, του αληθινού Θεού μας, στον Οποίο πρέπει τιμή, κράτος, μεγαλοσύνη και μεγαλοπρέπεια τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΟΛΙΑ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1). Η μεγαλομάρτυς Βαρβάρα τιμάται στις 4 Δεκεμβρίου και από την Ορθόδοξη και από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Σχετικά με τον χρόνο και τον τόπο που άθλησε η αγία Βαρβάρα δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των ερευνητών. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι στις διάφορες πηγές ( ’κτα και Συναξάρια), ενώ τα μαρτύρια της Αγίας περιγράφονται σχεδόν ομοιόμορφα, τα περί του τόπου και του χρόνου διαφέρουν. Συγκεκριμένα, ως προς τον τόπο: άλλα κείμενα λένε ότι η αγία Βαρβάρα μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας· άλλα, τα λατινικά, λένε όχι μαρτύρησε στην Τοσκάνη της Ιταλίας· και άλλα, τα περισσότερα, λένε όχι μαρτύρησε στην Ηλιούπολη της Φοινίκης. Ας σημειωθεί ότι ο Συμεών ο Μεταφραστής και ο Λατίνος Mombritius, ως τόπο μαρτυρίου της Αγίας, δέχονται την Ηλιούπολη. Και αυτό κατά πάσα πιθανότητα είναι το σωστό. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Ηλιουπολίτες θεωρούν την Αγία δική τους. Κοντά δε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας υπήρχε αρχαία Μονή επ’ ονόματι της αγίας Βαρβάρας. Ως προς τον χρόνο: άλλα κείμενα λένε ότι η Αγία μαρτύρησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμίνου του Θρακός (235-238), και συγκεκριμένα περί το 237 μ.Χ., και άλλα λένε ότι μαρτύρησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (286-305). Το πιο πιθανό είναι ότι η Αγία μαρτύρησε περί το 306 μ.Χ.
Το ιερό λείψανο της μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας μετακομίστηκε αργότερα από την Ηλιούπολη στην Κωνσταντινούπολη και αποθησαυρίστηκε στον ιερό Ναό, τον όποιο έχτισε ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ ο Σοφός (886-912) εντός των ανακτόρων επ’ ονόματι της Αγίας. Κατά το έτος 991 μ.Χ. τμήματα του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκαν στη Βενετία. Είναι γνωστό επίσης ότι η κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ του Κομνηνού (1081-118), ονόματι Βαρβάρα, σύζυγος του Ρώσου μεγάλου Δούκα του Κιέβου Σβιατοπόλκ – Μιχαήλ, μετέφερε στο Κίεβο τμήμα του ιερού λειψάνου της αγίας Βαρβάρας, το οποίο και εναπέθεσε στον ιερό Ναό Μονής του Κιέβου, τον οποίο ανήγειρε ο Σβιατοπόλκ 1108 μ.Χ.
Η μεγαλομάρτυς Βαρβάρα είναι από τις δημοφιλέστερες Αγίες της Εκκλησίας μας και κατέχει ιδιαίτερη θέση στη συνείδηση του ελληνικού λαού. Κατάσπαρτη είναι η χώρα μας από περικαλλείς ναούς και εξωκκλήσια επ’ ονόματι της. Την αγία μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα έχει ως προστάτιδά του το ελληνικό Πυροβολικό, το οποίο και πανηγυρίζει με κάθε λαμπρότητα κατά την ημέρα της μνήμης της, δηλαδή στις 4 Δεκεμβρίου.
Αλλά και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τιμάει ξεχωριστά την αγία Βαρβάρα. Η Αγία στη Δύση θεωρείται προστάτιδα των εργατών ορυχείων, των πύργων, των φυλακισμένων, των αρχιτεκτόνων, των κωδωνοποιών, των οχυρώσεων, των πυριτιδοποιών, των χαλκουργών, των μαγείρων κ.ά.
Στην Τέχνη της Ορθόδοξης Εκκλησίας η μεγαλομάρτυς Βαρβάρα εξεικονίζεται ως κόρη εξοχής ωραιότητας, κρατώντας σταυρό με το δεξιό της χέρι και έχοντας την παλάμη του αριστερού χεριού ανεστραμμένη, σύμβολο της καρτερίας της στο μαρτύριο. Η Αγία εξεικονίζεται και σε «υποθέσεις» (= συνθέσεις) του μαρτυρίου της. Σε μια «υπόθεση» λ.χ. ζωγραφίζεται ως καταδιωκόμενη από τον πατέρα της, ο οποίος κρατεί στο χέρι του ξίφος, ενώ στο βάθος διακρίνεται ό πύργος, στον όποιο κατά την παράδοση ήταν κλεισμένη.
Στην Τέχνη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας η Μεγαλομάρτυς εξεικονίζεται επίσης ως κόρη πάγκαλη, κρατώντας με το δεξιό της χέρι το ποτήριο του μαρτυρίου ή κλάδο φοίνικα, σύμβολο της νίκης στο μαρτύριο, ενώ πίσω της διακρίνεται ευκρινώς ο πύργος. Συχνά η Αγία ζωγραφίζεται και μαζί με άλλες παρθενομάρτυρες και ιδιαίτερα μαζί με την αγία Αικατερίνη.
Ας σημειωθεί και το έξης: η αγία Βαρβάρα κατέχει ξεχωριστή θέση στην Ελληνική Λαογραφία και είναι συνδεδεμένη με πολλά έθιμα και παραδόσεις του λαού μας (βλ. Ν. Πολίτου, Λαογραφικά σύμμεικτα Γ (1931), σσ. 69,90, 135, καί Γ. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας (1943), σσ. 29-31).
(2). Ο Μαξιμιανός διατέλεσε συναυτοκράτορας του Διοκλητιανού και είχε την ευθύνη της διοικήσεως του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στο σύστημα της Τετραρχίας. Βασίλευσε από το 286 μέχρι το 305 μ.Χ. Υπήρξε άγριος και απηνής διώκτης του Χριστιανισμού.
(3). Η Ηλιούπολη, περί της οποίας γίνεται εδώ λόγος, είναι αρχαία πόλη της Κοίλης Συρίας (Φοινίκης), χτισμένη στους ανατολικούς πρόποδες του Αντιλιβάνου. Υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες πόλεις της Συρίας. Διαδοχικά, μετά από τους Έλληνες, περιήλθε στους Ρωμαίους, στους Βυζαντινούς, στους ’ραβες (635 μ.Χ.) και αργότερα στους Οθωμανούς (1517 μ.Χ.). Από το έτος 1924 μ.Χ. περιελήφθη στο κράτος του Λιβάνου και από τους ντόπιους ονομάζεται Μπαλμπέκ (πόλη του Βάαλ, δηλαδή του Ήλιου).
Ας σημειωθεί εδώ ότι υπήρχε και άλλη Ηλιούπολη, η της Αιγύπτου· δεν έχει όμως σχέση με την αγία Βαρβάρα.
(4). Εννοείται κατά τους χρόνους της συγγραφής του Συναξαρίου από τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή (10ος αι. μ.Χ.).
(5). Βλ. σημ. 4.
(6). Τα ρείθρα του Ιορδάνη απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία, διότι σ’ αυτά βαπτίστηκε ο Κύριος από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.
(7). Βλ.Ιωάν.θ ‘ 1-7.
(8). Βλ.Ιωάν.ε ‘ 1-16.
(9) Περί της αγίας Θέκλας ιδέ στις σχετικές σελίδες του παρόντος βιβλίου.
(10). Βλ Ιωάν. η’ 44.
(11). Βλ. Ματθ. ιδ’ 1-12 και Μαρκ. οτ ‘ 14-29.
(12). Βλ.Ψαλμ.ριγ ‘(113)5.
(13). Βλ.ΨαλμΛε ‘(90)5.
(14). Βλ.Ησ.λε’4.
(15). Βλ. Ησ. λε’ 10.
(16). Η Ιουλιανή συνεμαρτύρησε με την αγία Βαρβάρα και η μνήμη και αυτής εορτάζεται στις 4 Δεκεμβρίου.
(17). Βλ.Ματθ.ιστ’16.
(18). Βλ. Ματθ. κστ’ 41 και Μαρκ. ιδ’ 38.
(19) Εννοείται ο συγγραφέας του Συναξαρίου.
(20). Παράβαλε Ψαλμ. ν’ (50) 13-14.
(21). Παράβαλε Ματθ. ε’ 45.
(22). Εσφαλμένως αναφέρονται τα Ευχάιτα με το όνομα αυτό είναι γνωστές δύο αρχαίες μικρασιατικές πόλεις, αντί του ορθού Ηλιούπολη, πλησίον της οποίας και βρίσκεται η τοποθεσία Γελασσός.


    Ο λουθηρανισμός λίαν ενωρίς μετεδόθη εις τας Κάτω Χώρας, Σκωτίαν, Αγγλίαν και Γαλλίαν, αλλ’ εξ επιδράσεως των επιστολών, των συγγραμμάτων και των μαθητών του Καλβίνου αντικατεστάθη υπό του καλβινισμού. Εν ταις Κάτω Χώραις τον καλβινισμόν επολέμησεν η αυτοκρατορική δυναστεία των Αψβούργων, εις την οποίαν υπήγοντο αύται. Κάρολον τον Ε' εν Ισπανία και Κάτω Χώραις διεδέχθη ο υιός αυτού Φίλιππος ο Β' (1556). Θρησκόληπτος καθολικός και δραστήριος, εδέσποσε της Ευρώπης και κατέστη η ενσάρκωσις της αντιμεταρρυθμίσεως. «Προτιμώ, έλεγε, να χάσω εκατόν χιλιάδας ανθρώπων, ή κατ’ ελάχιστον να μεταβάλω την θρησκείαν». Επεδίωκε τον εκκαθολικισμόν και την εξισπάνισιν των Κάτω Χωρών. Ούτως η άμυνα του προτεσταντισμού ενταύθα έλαβεν εθνικόν χαρακτήρα και κατέληξεν εις επανάστασιν. Οι υπέρ της ελευθερίας των Κάτω Χωρών αγώνες, διήρκεσαν, μετά διακοπής δώδεκα ετών — από του δευτέρου ημίσεως της ιστ' εκατονταετηρίδος (1566) μέχρι των μέσων της ιζ' εκατονταετηρίδος— μέχρι του τέλους του τριακονταετούς πολέμου και της συνθήκης της Βεστφαλίας (1648). Δια της συνθήκης ταύτης αι επτά βόρειοι επαρχίαι απεσπάσθησαν της Ισπανίας και απετέλεσαν την δημοκρατίαν της Ολλανδίας. Ο καλβινισμός εν αυτή κατέστη επίσημος θρησκεία του κράτους˙ αλλά και άλλαι προτεσταντικαί ομολογίαι υπό όρους ήσαν ανεκταί. Αι νότιαι επαρχίαι, αποτελέσασαι το Βέλγιον, έμειναν υπό την Ισπανίαν και απέβησαν καθολικαί.

     Η εν Σκωτία επικράτησις του καλβινισμού οφείλεται εις τον Ιωάννην Κνόξ, ο οποίος είχε διαμείνει εν Γενεύη και ήλθεν εις στενήν σχέσιν μετά του Καλβίνου. Εκείθεν δι’ επιστολών, προκηρύξεων και πολεμικών έργων επέδρα επί της πατρίδος αυτού. Επανελθών εις αυτήν, έγινεν η ψυχή της επαναστάσεως κατά της καθολικιζούσης βασιλικής εξουσίας, ασκουμένης υπό της Γαλλίδος χήρας βασιλίσσης Μαρίας Γκίζη, και η ψυχή της εφαρμογής του καλβινισμού. Προυκλήθη εμφύλιος πόλεμος. Η Βουλή (1560) επισήμως ίδρυσε την καλβινικήν σκωτικήν Εκκλησίαν («πρεσβυτεριανήν»). Μετά εν έτος, επιστρέψασα εκ Γαλλίας η θυγάτηρ της Μαρίας Γκίζη, Μαρία Στούαρτ, μετά τον θάνατον του συζύγου αυτής, του βασιλέως της Γαλλίας Φραγκίσκου του Β', έχουσα ηλικίαν δέκα εννέα ετών, έγινε βασίλισσα της Σκωτίας και επανήρχισε τον αγώνα κατά του καλβινισμού. Ο γραμματεύς αυτής Ιταλός Δαυίδ Ρίκκιο, πράκτωρ της αντιμεταρρυθμίσεως, εδολοφονήθη υπό του δευτέρου συζύγου της βασιλίσσης, του Άγγλου ευπατρίδου Δάρνλεϋ˙ αλλά και ο Δάρνλεϋ εδολοφονήθη ασθενής και κλινήρης, ανατιναχθείς δι’ εκρηκτικών υλών μεθ’ όλου του οικοδομήματος. Η βασίλισσα Μαρία Στούαρτ έλαβε σύζυγον τον δολοφόνον. Ο λαός ηνωμένος εστράφη κατά της βασιλίσσης, η οποία ηναγκάσθη να παραιτηθή υπέρ του υιού αυτής και του Δάρνλεϋ (Ιακώβου του Έκτου) και έφυγεν εις την Αγγλίαν. Ο Κνόξ είχε διατυπώσει την αρχήν, ότι «εναντίον της ειδωλολατρικής εξουσίας να σύρη τις το ξίφος και αιχμαλωτίση αυτήν, δεν είναι ανυπακοή εις τους ηγεμόνας, αλλ’ ορθή υπακοή, διότι αποτελεί εκπλήρωσιν της θελήσεως του Θεού». Οι Προτεστάνται και μάλιστα οι Καλβινισταί «ειδωλολάτρας» ωνόμαζον τους καθολικούς, δια την ανεπτυγμένην εξωτερικήν λατρείαν και κυρίως δια την χρήσιν των εικόνων. Ο καλβινισμός έμεινεν οριστικώς επίσημος θρησκεία της Σκωτίας, τα δε εκκλησιαστικά κτήματα κατά το πλείστον ηρπάγησαν υπό των ευγενών.
    Ο βασιλεύς της Αγγλίας Ερρίκος ο Η' (Τυδώρ), προωρισμένος να γίνη κληρικός, είχε λάβει εν Οξφόρδη θεολογικήν μόρφωσιν και έγραψε σύγγραμμα κατά του Λουθήρου (1521), ονομασθείς υπό του πάπα «υπερασπιστής της πίστεως» (defensor fidei), επέτρεψε δε εν Αγγλία την δίωξιν του λουθηρανισμού. Αλλ’ ο Ερρίκος έπειτα ήλθεν εις διάστασιν προς τον πάπαν, ένεκα του διαζυγίου αυτού από της Αικατερίνης της Αραγονίας. Ο γάμος ούτος ήτο αντικανονικός, διότι η Αικατερίνη ήτο σύζυγος του αποθανόντος πρεσβυτέρου αδελφού του Ερρίκου, αλλά κατ’ οικονομίαν ο γάμος είχεν επιτραπεί υπό του πάπα (Ιουλίου του Β'), ότε δε ο Ερρίκος, στηριζόμενος επί της αντικανονικότητος του γάμου, ήθελε να διαζευχθή την Αικατερίνην, ίνα λάβη την αυλικήν Άνναν Βόλεϋν, ο πάπας (Κλήμης ο Ζ') δεν έδιδε διαζύγιον. Ο βασιλεύς Ερρίκος, εμπνεόμενος υπό απολυταρχικών και θεοκρατικών ιδεών, εκήρυξεν ανταρσίαν κατά της παπικής εξουσίας. Εξεβίασε τας δύο επαρχιακάς συνόδους (Καντερβουρίας και Υόρκης) του αγγλικού κλήρου να αναγνωρίσωσι τον βασιλέα ανωτάτην κεφαλήν της αγγλικανικής Εκκλησίας ( «suppremum caput ecclesiae» ), αλλά μετά της υπό του αρχηγού της παπικής μερίδος Ιωάννου Φίσερ, Ιησουΐτου και επισκόπου της πόλεως Ρότσεστερ, γενομένης προσθήκης, «όσον δια του νόμου του Χριστού επιτρέπεται» (quantum per legem Christi licet), η οποία όμως έμεινεν άνευ πρακτικής σημασίας. Η Βουλή, υπό τον απειλήν αυστηροτάτων τιμωριών, ηναγκάσθη να αναγνωρίση την επελθούσαν μεταβολήν (1534). Επειδή τα μοναστήρια, των οποίων πολλά εξηρτώντο απ’ ευθείας εκ του πάπα, ήσαν κέντρα παπικής επιρροής και πλούσια, δι’ αποφάσεων της Βουλής (1536 και εξής) κατηργήθησαν, τα δε μοναστηριακά κτήματα εδημεύθησαν υπέρ του στέμματος, μέρος δε αυτών παρεχωρήθη εις τους ευγενείς. Η ομολογία και η λατρεία έμεινε καθολική και μάλιστα κατεδιώχθησαν οι προτεσταντίζοντες (ο αιματηρός νόμος του 1539), επομένως, η επελθούσα μεταβολή ήτο απλώς διοικητική. Επετράπη μόνον η διάδοσις της Αγίας Γραφής εν αγγλική μεταφράσει.

    Επί του υιού του Ερρίκου και διαδόχου Εδουάρδου του Έκτου (1547), ο οποίος είχε γεννηθεί εκ της τρίτης συζύγου Ιωάννης Σέϋμουρ και ήτο ακόμη δεκαετής, μετερρυθμίσθη πρώτην φοράν η ομολογία της αγγλικανικής Εκκλησίας. Επρωτοστάτησαν ο ηγεμών της Σομερσέτης Εδουάρδος, θείος εκ μητρός του βασιλέως («προστάτης της Αγγλίας») και ο Καντερβουρίας Θωμάς Κράμμερ. Ακριβώς από του έτους εκείνου, δια των επιστολών του Καλβίνου, της προσκλήσεως καλβινιστών λογιών και της εν Λονδίνω κοινότητος καλβινιστών προσφύγων, ήρχισεν εν Αγγλία η επίδρασις του Καλβινισμού. Επισήμως επικυρωθέντα υπό των Βουλών εξεδόθησαν το νέον Ευχολόγιον («Book of common prayer ») και η νέα ομολογία των 42 άρθρων (1552). Δι’ αυτών η λατρεία και η διδασκαλία μετερρυθμίσθησαν εν μετριοπαθεί καλβινικώ πνεύματι, αλλ’ η μεν ομολογία μάλλον εκαλβίνιζε, το δε ευχολόγιον μάλλον εκαθολίκιζε. Διετηρήθη ο επισκοπικός βαθμός και η έννοια της ειδικής ιερωσύνης, δια τούτο η Αγγλικανική Εκκλησία εκτιμά και υπέρ εαυτής διεκδικεί την αδιάκοπον αποστολικήν διαδοχήν (1) . Η εν Αγγλία μεταρρύθμισις απ’ αρχής συνησθάνετο την διαφοράν εαυτής από του προτεσταντισμού της ηπειρώτικης Ευρώπης και εθεώρει εαυτήν ως επάνοδον εις τον χριστιανισμόν των Ελλήνων Πατέρων. Η γενομένη μεταρρύθμισις δεν εύρεν απήχησιν παρά τω αγγλικώ λαώ, δια τούτο Μαρία η Καθολική (1553 - 1558), θυγάτηρ της θρησκομανούς Ισπανίδος Αικατερίνης της Αραγονίας, διαδεχθείσα τον ετεροθαλή αδελφόν αυτής Εδουάρδον, θανόντα εις ηλικίαν δεκαπέντε ετών, ευκόλως επανέφερε τον καθολικισμόν και κατεδίωξε τους Προτεστάντας (μάρτυρες, φυγάδες εις Ελβετίαν). Η βασιλεία αυτής διήρκεσε μόνον πέντε έτη, η δε ολιγοχρόνιος αύτη αντίδρασις κατά του προτεσταντισμού όχι μόνον δεν ηδυνήθη να εξολοθρεύση αυτόν, αλλά και κατέστησε αυτόν δημοτικώτερον και συνετέλεσεν, ώστε να ρίψη ρίζας περισσοτέρας και βαθυτέρας.

    Η ετεροθαλής αδελφή της Μαρίας Ελισάβετ (1558 - 1603), το τελευταίον επιζών τέκνον Ερρίκου του Η', ήτο θυγάτηρ της δευτέρας συζύγου, της προτεσταντιζούσης Άννας Βόλεϋν, αλλ’ επί της Μαρίας είχε γίνει καθολική. Δεν είχεν ιδιαίτερον ενδιαφέρον δια τα θρησκευτικά ζητήματα, αλλ’ υπό των δραστηριωτέρων και ισχυροτέρων στοιχείων του αγγλικού έθνους ωθήθη εις την εγκατάλειψιν της εκκλησιαστικής πολιτικής της αδελφής αυτής και την αποκατάστασιν της αγγλικανικής Εκκλησίας, προς ενίσχυσιν και καθησύχασιν του έθνους. Ο προτεσταντισμός αποκατέστη επί το συντηρητικώτερον. Ο βασιλεύς της Αγγλίας ωνομάσθη υπό της Βουλής όχι πλέον ανωτάτη κεφαλή της Εκκλησίας, αλλ’ απλώς ανώτατος κυβερνήτης του κράτους εν τοις εκκλησιαστικοίς και πολιτικοίς (1559). Ο βασιλεύς είχε τα δικαιώματα, τα οποία ο Θεός εν τη Αγία Γραφή παρέσχεν εις όλους τους ευσεβείς ηγεμόνας. Το Ευχολόγιον υπέστη τροποποίησιν επί το καθολικώτερον («Iniunctions», Διατάξεις, Ιούνιος 1559)˙ παραδείγματος χάριν, εισήχθησαν πάλιν τα άμφια, η δε ομολογία των 42 άρθρων συνεπτύχθη εις 39 άρθρα (1563). Εν αυτή η περί απολύτου προορισμού και θείας ευχαριστίας καλβινική διδασκαλία απέβαλε την οξύτητα αυτής, εγκαταλειφθείσης της κατά του Λουθήρου πολεμικής φρασεολογίας. Το περί δύο μυστηρίων άρθρον έμεινεν. Ούτως εις την αγγλικανικήν Εκκλησίαν, η οποία είχε διατηρήσει καθολικά στοιχεία, εισήχθησαν επί της Ελισάβετ νέα τοιαύτα. Ο Ματθαίος Πάρκερ, καίπερ προσκληθείς, δεν ηδυνήθη, δι’ ασθένειαν, να μετάσχη της τροποποιήσεως του Ευχολογίου˙ γενόμενος αρχιεπίσκοπος, Καντερβουρίας, αυτός έκαμε την μνημονευθείσαν σύμπτυξιν των άρθρων (εις 39), επεξειργάσθη αυτά και εχειροτόνησεν εννέα επισκόπους, εκ των οποίων προέρχεται η αγγλικανική ιεραρχία. Δια το πρόβλημα κατά πόσον η αγγλικανική ιεραρχία έχει αδιάκοπον αποστολικήν διαδοχήν, ενέχει θεμελιώδη σημασίαν το κύρος της χειροτονίας του Πάρκερ.

    Ο Πάρκερ, έγγαμος κληρικός, εχειροτονήθη αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας υπό τεσσάρων επισκόπων εκ της εποχής Εδουάρδου του ΣΤ', των οποίων δύο μεν είχον χειροτονηθεί κατά τον μετερρυθμισμένον τρόπον της εποχής εκείνης, δύο δε, κατά τον λατινικόν ρυθμόν, των οποίων εις ήτο πρώην επίσκοπος (ο Barlow). Η χειροτονία έγινεν εν τω παρεκκλησίω του αρχιεπισκοπικού μεγάρου κατά τον μετερρυθμισμένον τρόπον (17 Δεκεμ. 1559), συμφώνως, βεβαίως, προς το νέον Ευχολόγιον, το οποίον προ εξαμηνίας είχεν εκδοθεί. Άγγλοι παπικοί βραδύτερον( μετά τριακονταετίαν) ισχυρίσθησαν ότι η χειροτονία έγινεν εν καπηλείω «ελλιπής την μορφήν και βλάσφημος την τέλεσιν», αλλ’ οι ισχυρισμοί ούτοι δεν είναι αληθείς. Απαραίτητον στοιχείον της εγκύρου χειροτονίας είναι, ότι η Εκκλησία πρέπει να δέχεται ειδικήν ιερωσύνην˙ αλλά τα καλβινίζοντα άρθρα της αγγλικανικής Εκκλησίας παρέχουσι δυσκολίας, προκειμένου να ευρεθή, αν οι χειροτονήσαντες τον Πάρκερ, ως αντιπρόσωποι της αγγλικανικής Εκκλησίας, είχον την έννοιαν της ειδικής ιερωσύνης, της οποίας στερούνται αι προτεσταντικαί Εκκλησίαι (ίδε ανωτέρω σημ. 1). Εις αντιστάθμισιν, μεταγενέστεροι αγγλικανοί επίσκοποι απεφάνθησαν, ότι οι αγγλικανοί κληρικοί «δεν είναι αναγκαίον να υποχρεώνται εις την αποδοχή των 39 άρθρων» (1888) και ότι εις περίπτωσιν ασαφείας των 39 άρθρων ισχύει η γνώμη του Ευχολογίου» (1930), η δε επίσημος Αγγλικανική Εκκλησία φαίνεται ερμηνεύουσα τα 39 άρθρα συμφώνως προς το Ευχολόγιον, αλλά δεν υπάρχει ακόμη τόσον επίσημος περί τούτου απόφασις αυτής, λύουσα το ζήτημα ωρισμένως και γενικώς (Χρήστου Ανδρούτσου, Το κύρος των Αγγλικών χειροτονιών, 1903, σελ. 66. Κ. Δυοβουνιώτου, Περί της ενώσεως της Αγγλικανικής Εκκλησίας μετά της Ορθοδόξου, 1932, σελ. 14 κ. εξ. Δ. Μπαλάνου, Περί του κύρους των Αγγλικανικών χειροτονιών, 1939, σελ. 77. Γερμανού Στρινοπούλου, Die Beziehungen der Orthodoxen Kirche zu den anderen Kirchen, «Ekklesia» 1939, σελ. 141. Αμ. Αλιβιζάτου, To κύρος της ιερωσύνης της Αγγλικανικής Εκκλησίας, 1940, σελ. 121 και εξής) (2)
     Η επί της βασιλίσσης Ελισσάβετ αποκατασταθείσα Αγγλικανική Εκκλησία υπέστη νέαν επίθεσιν εκ μέρους της αντιμεταρρυθμίσεως, προς αποκατάστασιν του καθολικισμού, ως όργανον δε εχρησιμοποιήθη η Μαρία Στούαρτ, η φυγάς βασίλισσα της Σκωτίας, εγείρασα αξιώσεις επί του αγγλικού θρόνου. Πρώτον, διότι ήτο εγγονή της αδελφής του βασιλέως της Αγγλίας Ερρίκου του Η' Μαργαρίτας, γενομένης βασιλίσσης της Σκωτίας (συζύγου Ιακώβου του Δ') δεύτερον, ο πάπας Παύλος ο Δ' (1559) είχε κηρύξει την Ελισάβετ νόθον, ως τέκνον Ερρίκου του Η' εκ του γάμου μετά της Βόλεϋν, τον οποίον ο πάπας εθεώρει άκυρον˙ τρίτον, ο πάπας Πίος ο Ε' (1570) είχεν αφορίσει την Ελισάβετ δια την επαναφοράν του προτεσταντισμού. Η Μαρία Στούαρτ κατεδικάσθη εις θάνατον, αποκεφαλισθείσα δια πελέκεως, η δε Ελισάβετ εξηκολούθησεν ήσυχος την βασιλείαν αυτής. Τα μνημονευθέντα γεγονότα είχον οριστικώτερον ωθήσει αυτήν εις τον προτεσταντισμόν. Η Ελισάβετ, βασιλεύσασα σαράντα πέντε έτη, απέθανεν άτεκνος και άγαμος, διεδέχθη δε αυτήν ο υιός της Μαρίας Στούαρτ ως Ιάκωβος Α' (1603), βασιλεύς ήδη της Σκωτίας, ούτω δε επήλθεν ένωσις των δύο βασιλείων. Τούτον διεδέχθη ο υιός αυτού Κάρολος ο Α' (1625). Αμφότεροι εκληρονόμησαν και ενίσχυσαν τας απολυταρχικάς και θεοκρατικάς ιδέας Ερρίκου του Η' και είχον τάσεις εις τον καθολικισμόν. Σύμβουλος και συνεργάτης αυτών υπήρξεν ο Γουλιέλμος Λώδ ( Laud, επίσκοπος Λονδίνου 1628, αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας 1633), εισαγαγών νέα καθολικά στοιχεία εις την λατρείαν και την θεολογίαν (3).

    Κατά την εποχήν ταύτην επήλθε μεταβολή της Αγγλικανική ς Εκκλησίας. Η ομολογία των 42 και των 39 άρθρων της Εκκλησίας ταύτης δεν δέχεται την ιερωσύνην ως μυστήριον, ή, κατά τινας, δέχεται μεν αυτήν ως μυστήριον, αλλ’ όχι υπό του Χριστού ιδρυθέν (άρθρον 25ον). Πρώτος ο κληρικός Ριχάρδος Μπάγκροφτ ( Bancroft, βραδύτερον επίσκοπος Λονδίνου και αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας), εν τω ναώ του Αγίου Παύλου (Cross, 15 Φεβρ. 1579, επί βασιλίσσης Ελισάβετ), δια λόγου πολέμων τους Πουριτανούς {πρεσβυτεριανούς - ίδε § 45), εκήρυξεν, ότι οι επίσκοποι ωρίσθησαν υπό του Χριστού ως διάδοχοι των Αποστόλων˙ αρχικώς μόνον αυτοί έχουσι την εξουσίαν της εκκλησιαστικής διοικήσεως και χειροτονίαν, η δε διακοπή της αποστολικής διαδοχής αίρει ολοτελώς το ιερατείον και τα μυστήρια (εκτός του λόγου, τυπωθέντος μετά ταύτα, μεταγενέστεραι συμπληρώσεις). Άλλοι ηκολούθησαν αυτόν. Αφετέρου ο έχων ανθρωπιστικόν ενδιαφέρον βασιλεύς Ιάκωβος ο Α', συμφώνως προς τας απολυταρχικάς και θεοκρατικάς ιδέας αυτού, έγραψεν εις τον υιόν Κάρολον : «ο Θεός σε εδημιούργησε μικρόν Θεόν» (συγγραφή υπό την επιγραφήν «Βασιλικόν δώρον» — αι λέξεις ελληνιστί, 1598). Ούτω το επισκοπικόν και το βασιλικόν αξίωμα εθεωρήθησαν θείας προελεύσεως και στενώς προς άλληλα συνδεδεμένα. Αύτη είναι η έννοια της λεγομένης «Υψηλής Αγγλικανικής Εκκλησίας» (το όνομα παρουσιάσθη μετά το 1662), η οποία συνεπληρώθη και επεκράτησε δια του μνημονευθέντος Καντερβουρίας Γουλιέλμου Λώδ. Εν αντιθέσει προς το ασκητικόν πνεύμα των Πουριτανών, εξετιμώντο ιδιαιτέρως αι κοσμικαί απολαύσεις και συνιστώντο επιτρεπόμεναι τέρψεις, χοροί, σπορ και τα όμοια (Book of Sports, εκδοθέν υπό του βασιλέως, 1618).

   Ο βασιλεύς Κάρολος ο Α', κυβερνήσας ένδεκα έτη άνευ Βουλής, προυκάλεσε την αγγλικήν επανάστασιν (1642-49). Ο Καντερβουρίας Λωδ εκαρατομήθη τω 1645, ο βασιλεύς Κάρολος εκαρατομήθη τω 1649. Εκηρύχθη δημοκρατία (1649-1660, Κρόμβελλ), κατηργήθη η Υψηλή Εκκλησία και εισήχθη αμιγής καλβινισμός. Αι έριδες των στρατηγών επανέφερον την βασιλείαν (Κάρολος ο Β', υιός του καρατομηθέντος βασιλέως) και την Υψηλήν Εκκλησίαν. Επί Καρόλου του Β’ (1660) και του αδελφού αυτού Ιακώβου του Β' (1685) έγιναν σαφέστεραι αι προς τον καθολικισμόν τάσεις της δυναστείας ταύτης (Στούαρτ). Ο πρώτος απέθανε καθολικός˙ ο δεύτερος ήδη δούξ Υόρκης ανήκε φανερά εις την καθολικήν Εκκλησίαν, γενόμενος δε βασιλεύς εφάνη επιδιώκων να επαναφέρη τον καθολικισμόν και δια τούτο εξεθρονίσθη (1688). Εις τον θρόνον ως βασιλεύς εκλήθη ο πρόεδρος της Ολλανδικής δημοκρατίας Γουλιέλμος της Οράγγης, ανεψιός εξ αδελφής και γαμβρός επί θυγατρί του εκθρονισθέντος βασιλέως της Αγγλίας. Οι μη δεχθέντες την μεταβολήν ταύτην και μη δώσαντες όρκον εις το νέον καθεστώς, επομένως περισσότερον των άλλων ρέποντες εις τον καθολικισμόν, ωνομάσθησαν «Ανώμοτοι». Η επικράτησις των συνταγματικών θεσμών και των νέων ιδεών επέφερον εξασθένησιν του βασιλικού αξιώματος και της Υψηλής Εκκλησίας. Νέαν θρησκευτικήν ζωήν έδωσεν εις αυτήν η Οξφόρδειος κίνησις (Τρακτάριοι, Πουσεΰται και Τελετόφιλοι, από του πρώτου ημίσεος της ιθ' εκατονταετηρίδος και εξής), περί της οποίας θα γίνη λόγος εις το οικείον μέρος (4).

Παραπομπές

(1) Ταύτα στηρίζονται κυρίως επί του Ευχολογίου. Τα άρθρα κάμουσι λόγον περί δύο μυστηρίων (άρθρον 25) και περί χειροτονίας των τριών βαθμών (άρθρον 36). Κατά τον Α.Δ. Κυριακόν, δέχονται δύο μυστήρια (βάπτισμα και θείαν ευχαριστίαν)˙ αρνείται τούτο ο Χρ. Ανδρούτσος και σαφέστερον ο Κ. Δυοβουνιώτης.
(2) Ο καθηγητής Βασίλειος Αντωνιάδης, εν εφημερίδι της Κωνσταντινουπόλεως, κρίνων την μνημονευθείσαν διατριβήν του Χρήστου Ανδρούτσου, διετύπωσε τας επομένας τρεις θεμελιώδεις αρχάς : α) Η δήλωσις της σημερινής Αγγλικανικής Εκκλησίας, ότι δέχεται την ειδικήν ιερωσύνην, οσονδήποτε επίσημος και αν είναι, δεν δύναται να αντικαταστήση την πίστιν της Αγγλικανικής Εκκλησίας, την οποίαν αντεπροσώπευον την εποχήν εκείνην οι χειροτονήσαντες τον Πάρκερ και την οποίαν αντεπροσώπευε και ο Πάρκερ χειροτονήσας εννέα επισκόπους. Αν εκείνοι δεν εδέχοντο ειδικήν ιερωσύνην, η αποστολική διαδοχή έχει πλέον διακοπεί, και δεν ωφελεί η σημερινή πίστις. β) Η άκυρος χειροτονία (ως και πάν άλλο άκυρον μυστήριον) μόνον δια της επαναλήψεις του μυστηρίου δύναται να αρθή, ουδεμία δε οικονομία είναι δυνατόν να άρη αυτό, διότι άλλως η οικονομία μεταβάλλεται εις μυστήριον και, μάλιστα, εις το μυστήριον των μυστηρίων, αντικαθιστών οιοδήποτε άλλο μυστήριον. Προκειμένου περί εγκύρου, αλλ’ αντικανονικής χειρατονίας (ουχί «ακύρου» αλλ’ «ακυρωσίμου») δύναται να ισχύση οικονομία και εφαρμογή οιασδήποτε συμπληρωματικής τελετής, γ) Ο ισχυρισμός, ότι η Εκκλησία αποφαίνεται μόνον οσάκις πρόκειται να εισέλθωσιν εις αυτήν αλλόδοξοι κληρικοί, είναι φαινομενικός και εσφαλμένος. Διότι με τον τρόπον, με τον οποίον θα δεχθή αυτούς, δεικνύει συγχρόνως ποιαν γνώμην έχει περί των μυστηρίων της αλλοδόξου Εκκλησίας. Εφόσον δεν επαναλάβη το μυστήριον της χειροτονίας, κατ’ αδήριτον λογικήν ανάγκην, δεικνύει, ότι την ιερωσύνην της Εκκλησίας εκείνης δεν θεωρεί άκυρον, αλλ’ έγκυρον, οσονδήποτε και αν αποφεύγη να το ομολογήση φανερά.
(3) Εκ των μεταβολών της λατρείας αναφέρομεν την σπουδαιοτέραν. Αι της θείας ευχαριστίας τράπεζαι, αι οποίαι από της εποχής της βασιλίσσης Ελισάβετ δεν είχον πάλιν ωρισμένην θέσιν, εστήθησαν μονίμως ως άγιαι τράπεζαι εις την ανατολικήν πλευράν των ναών. Αι εις την θεολογίαν μεταβολαί : Έγιναν δεκτά τα αγαθά έργα ως ουσιώδες στοιχείον της σωτηρίας, εν δε τη θεία ευχαριστία, με ασαφείας, έγινε δεκτή η πραγματική παρουσία του σώματος και αίματος του Χριστού (η του Λουθήρου αντίληψις). Ενώ το 31ον άρθρον (των 39 άρθρων) είναι δυνατόν να θεωρηθή, ότι απορρίπτει μόνον την εκδοχήν της θείας ευχαριστίας ως εξιλαστήριου θυσίας, όχι δε και την εκδοχήν αυτής αορίστως ως θυσίας (προσφοράς ευχών και άλλων), τώρα η θεία ευχαριστία έγινε δεκτή ως «αναμνηστική θυσία» (sacrifice commemorative). Herzog-Hauch, Realencyklopadie, τόμος 11, σελ. 309.
(4) Από της βασιλίσσης Ελισάβετ ελήφθησαν μέτρα κατά των καθολικών. Εις τους Ιρλανδούς, οι οποίοι ήσαν καθολικοί, επεβλήθη η αγγλικανική Εκκλησία ως επίσημος, τα εκκλησιαστικά κτήματα της Ιρλανδίας ωρίσθησαν δια την συντήρησιν του αγγλικανικού κλήρου, οι δε Ιρλανδοί εξ ιδίων διετήρουν τον καθολικόν κλήρον αυτών (επί Ελισάβετ, + 1603). Οι επίλοιποι καθολικοί της Αγγλίας απεκλείσθησαν των πολιτικών αξιωμάτων, διότι οι αναλαμβάνοντες αυτά ώφειλον να δώσωσιν όρκον πίστεως εις την αγγλικανικήν ομολογίαν και να κοινωνήσωσι της αγγλικανικής θείας ευχαριστίας (Testakte, 1673, υπό της Βουλής, επί Καρόλου του Β'). Εις τους καθολικούς τούτους της Αγγλίας απηγορεύθη ολοτελώς η θεία λατρεία και δεν επετρέπετο να έχωσι ναούς, ιδιαίτερα σχολεία και να λαμβάνωσι κληρονομιάς (νόμοι επί Γουλιέλμου της Οράγγης, 1689-1702). Οι Ιρλανδοί ως καθολικοί, εστερήθησαν των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων, κατέστη δε εις αυτούς δύσκολος η άσκησις του εμπορίου και των άλλων επιτηδευμάτων (νόμοι επί της βασιλίσσης Άννης, 1702-1714). Βαθμηδόν ήρθησαν οι κατά των καθολικών εν γένει νόμοι, η δε αγγλικανική Εκκλησία εν Ιρλανδία απώλεσε τον χαρακτήρα επισήμου Εκκλησίας (1869). Ο παπικός αρχιεπίσκοπος του Ουεστμίνστερ δεν ηδύνατο να επικοινωνή απ’ ευθείας μετά του βασιλέως της Αγγλίας (από του 1688), αλλά τούτο επετράπη τον Νοέμβριον του 1947 (του αρχιεπισκόπου μη χρησιμοποιήσαντος τον τοπικόν προσδιορισμόν Ουεστμίνστερ).

(εκδοσεις Παπαδημητρίου, σελ. 614-621)


- Γέροντα, είπατε σε κανέναν ότι θα γίνη πόλεμος; Έτσι ακούσαμε. Είναι αλήθεια;
- Εγώ δεν λέω τίποτε και ο κόσμος λέει ό,τι θέλει. Και να ξέρω κάτι, που να το
πώ;
- Τί βάρβαρο πράγμα, Γέροντα, ο πόλεμος!
- Αν οι άνθρωποι δεν είχαν αυτήν την ... «ευγένεια» της αμαρτίας, δεν θα έφθα¬ναν σ' αυτό το βάρβαρο. Πιό βάρβαρο ακόμη είναι η ηθική καταστροφή. Διαλύονται ψυχικά και σωματικά οι άνθρωποι. Μου έλεγε κάποιος: «Λένε για την Αθήνα, «ζού- γκλα-ζούγκλα» και κανείς δεν φεύγει από 'κει! Όλοι «ζούγκλα» την λένε και όλοι στην ζούγκλα μαζεύονται». Πώς έχουν γίνει οι άνθρωποι! Σαν τα ζώα! Τα ζώα ξέρετε τί κάνουν; Στην αρχή μπαίνουν στον σταύλο, κοπρίζουν, ουρούν... Μετά αρχίζει να χωνεύη η κοπριά. Μόλις αρχίζη να χωνεύη, αισθάνονται μία ζεστασιά. Δεν τα κάνει καρδιά να φύγουν από τον σταύλο, αναπαύονται. Έτσι και οι άνθρωποι, θέλω να πώ, νιώθουν την ζεστασιά της αμαρτίας, και δεν τους κάνει καρδιά να φύγουν. Κατα-λαβαίνουν ότι βρωμάει, αλλά από την ζεστασιά εκείνη δεν τους κάνει καρδιά να φύγουν. Νά, αν μπή τώρα ένας μέσα στον σταύλο, δεν μπορεί να αντέξη από την μυρωδιά. Ο άλλος που είναι συνέχεια στον σταύλο δεν ενοχλείται, έχει συνηθίσει πλέον.
- Γέροντα, μερικοί λένε: «Μήπως μόνο σήμερα αμαρτάνει ο κόσμος; Και στην Ρώμη παλιά τί γινόταν!...»
- Μά στην Ρώμη ήταν ειδωλολάτρες στο κάτω-κάτω. Και αυτά που λέει ο Απόστολος Παύλος ήταν για τους ειδωλολάτρες που είχαν βαπτισθή, αλλά είχαν κακές συνήθειες. Να μην παίρνουμε για παράδειγμα τον ξεπεσμό από κάθε εποχή. Σήμερα την αμαρτία την έκαναν μόδα. Βλέπεις, ορθόδοξο έθνος εμείς και πώς είμαστε! Πόσο μάλλον οι άλλοι! Και το κακό είναι που οι σημερινοί άνθρωποι, επειδή η αμαρτία έχει γίνει μόδα, αν δούν έναν να μην ακολουθή το ρεύμα της εποχής, να μην αμαρτάνη, να είναι λίγο ευλαβείς, τον λένε καθυστερημένο, οπισθοδρομικό. Αυτοί οι άνθρωποι το να μην αμαρτάνουν το θεωρούν προσβολή και την αμαρτία την θεωρούν πρόοδο. Αυτό είναι το χειρότερο από όλα. Αν οι σημερινοί άνθρωποι που ζουν στην αμαρτία τουλάχιστον το αναγνώριζαν, θα τους ελεούσε ο Θεός, Αλλά δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα και εγκωμιάζουν την αμαρτία. Αυτό είναι και η μεγαλύτερη βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, την αμαρτία να την θεωρούν πρόοδο και το ηθικό να το λένε κατεστημένο. Γι' αυτό έχουν μεγάλο μισθό, μεγάλη αξία, αυτοί που αγωνίζονται στον κόσμο και διατηρούν καθαρή ζωή.
Παλιά, αν ένας ήταν διεστραμμένος ή μέθυσος, ντρεπόταν να βγή στην αγορά, γιατί θα τον περιφρονούσαν. Η μία, αν ήταν λιγάκι παραστρατημένη, δεν τολμούσε να βγή έξω. Και ήταν κατά κάποιο τρόπο αυτό ένα φρένο. Σήμερα, αν είναι ένας σωστός, μία κοπέλα λ.χ. αν ζη με ευλάβεια, λένε: «Βρέ, που ζη αυτή!». Αλλά και γενικά, αν οι κοσμικοί έκαναν μία αμαρτία, οι καημένοι, αισθάνονταν την αμαρτωλότητά τους, έσκυβαν και λίγο το κεφαλάκι τους και δεν ειρωνεύονταν έναν που ζούσε πνευματικά, αντίθετα τον καμάρωναν. Τώρα ούτε ενοχή αισθάνονται ούτε σεβασμός υπάρχει. Τα ισοπέδωσαν όλα. Αν ένας δεν ζη κοσμικά, τον κοροϊδεύουν.
Η συνείδηση ελέγχει
   Στην Γαλλία, παρ' όλο που είναι κράτος προοδευμένο - δεν είναι υπανάπτυκτο -, τελευταία ογδόντα χιλιάδες έγιναν Μουσουλμάνοι. Γιατί; Γιατί έχουν κάνει την αμαρτία μόδα. Βλέπεις όμως, ελέγχονται και θέλησαν να αναπαύσουν την συνείδησή τους. Και όπως οι Αρχαίοι Έλληνες, για να δικαιολογούν τα πάθη τους, είχαν βρει τους δώδεκα θεούς, έτσι και αυτοί έψαξαν να βρουν μία θρησκεία που να δικαιολογεί τα πάθη τους, για να τους αναπαύση σ' αυτό το θέμα. Ο Μουσουλμανισμός κατά κάποιο τρόπο τους εξυπηρετεί. Επιτρέπει να πάρουν όσες γυναίκες θέλουν, υπόσχεται στην άλλη ζωή ένα βουνό πιλάφι, μία λίμνη γιαούρτι, ένα ποτάμι μέλι! Και όσες αμαρτίες και να έχουν, άμα τους λούσουν με ζεστό νερό, όταν πεθάνουν, καθαρίζονται! Πάνε στον Αλλάχ καθαροί! Τί άλλο θέλουν; Όλα βολικά! Αλλά οι Γάλλοι δεν θα βρουν ανάπαυση. Πάνε να αναπαυθούν, αλλά δεν θα αναπαυθούν, γιατί τα πάθη δεν δικαιολογούνται.
    Οτιδήποτε και αν κάνουν οι άνθρωποι, και αναίσθητοι να είναι, πάλι ανάπαυση δεν βρίσκουν, πάνε να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, αλλά εσωτερικά βασανίζονται, είναι αγριεμένοι. Γι' αυτό ζητούν ψυχαγωγίες, τρέχουν στα νταούλια, μεθούν, βλέπουν τηλεόραση. Χαζεύουν δηλαδή, για να ξεχνιούνται, γιατί ελέγχονται. Και όταν κοιμούνται, λές ότι ησυχάζουν; Υπάρχει συνείδηση, βλέπεις. Η πρώτη Αγία Γραφή που έδωσε ο Θεός στους Πρωτοπλάστους είναι η συνείδηση, και εμείς την ξεσηκώνουμε φωτοτυπία τώρα από τους γονείς μας. Όσο και αν την καταπατήση κανείς την συνείδησή του, πάλι μέσα του ελέγχεται. Γι' αυτό λένε: «Τον τρώει το σαράκι». Ναί, δεν υπάρχει γλυκύτερο πράγμα από το να έχη κανείς αναπαυμένη την συνείδησή του. Φτερά νιώθει μέσα του, πετάει.

(Λόγοι τόμος Α, σελ. 43-46)

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)

1 Καὶ παράγων(1) εἶδεν(2) ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς(3).
1 Καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. (Μετάφραση Βιβλικής Εταιρείας, δες https://www.bible.com/el/bible/173/JHN.11.TGV)
(*) Σύμφωνα με τους πατέρες το νέο αυτό θαύμα συνδέεται άμεσα με το προηγούμενο. «Και αφού βγήκε από το ιερό, ήλθε στο έργο επίτηδες» (Χ), και «πέφτει αμέσως το βλέμμα του στον εκ γενετής τυφλό» (Κ). Από τους ερμηνευτές άλλοι μεν αποδέχονται, ότι και το θαύμα αυτό έγινε γύρω στο απόγευμα (δες τις εικόνες στους σ. 4-5) του ίδιου Σαββάτου, κατά το πρωί του οποίου σημειώθηκε το θαύμα του παραλύτου (g)· άλλοι πάλι ότι αρχίζει εδώ η αφήγηση νέου τμήματος άσχετου με τα προηγούμενα (β), και άλλοι ότι το θαύμα έγινε κοντά στο ναό κατά την τελευταία ημέρα της γιορτής της σκηνοπηγίας, αφού καμία διακοπή στην αφήγηση δεν υποδηλώνεται (χ)· ή, εφόσον η συζήτηση που άρχισε με αφορμή αυτό το θαύμα συμπίπτει με την γιορτή των Εγκαινίων (Ιω. ι 22) κατά τις ημέρες της γιορτής αυτής έγινε και το θαύμα (τ).
Πρόκειται εδώ για τη θεραπεία τυφλού γνωστότατου, που καθόταν στο ναό ή σε άλλη πολυσύχναστη θέση και ζητούσε ελεημοσύνη. Το θαύμα λοιπόν μπορούσε εύκολα να ελεγχθεί, αλλά ήταν και πιο καταπληκτικό από όλα τα θαύματα θεραπείας που αναφέρονται. Για αυτό και ο ευαγγελιστής διαλέγει αυτό για αφήγηση, την οποία κάνει ζωηρά και με πολλές λεπτομέρειες, σαν να παρέχει σε μας τα πρακτικά του συμβάντος.
(1)   Διαμέσου της πόλης. Απότομη έναρξη της αφήγησης, όμως η εισαγωγή της με το «και» είναι εξ’ ολοκλήρου Ιωάννεια (β).
«Βγαίνει από το ιερό ο Κύριος επιχειρώντας να χαλαρώσει κάπως το θυμό των Ιουδαίων και μεταβαίνει σε θεραπεία ενός τυφλού, μαλακώνοντας με το θαύμα αυτό την σκληρότητα και ανυπακοή τους» (Θφ).
Παρόλο που οι Ιουδαίοι τόσο πολύ τον είχαν κακομεταχειριστεί και όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα τον είχαν προκαλέσει, ο Κύριος δεν έχανε ευκαιρία να ενεργεί το καλό μεταξύ τους και δεν πήρε ποτέ την απόφαση να σταματήσει να τους εξυπηρετεί. Η θεραπεία του τυφλού στην οποία προέβη, ήταν και ευεργεσία προς την ιουδαϊκή κοινωνία, αφού ο θεραπευμένος τυφλός έγινε ικανός να εργάζεται και η κοινωνία έτσι απαλλάχτηκε από το βάρος να τον διατρέφει. Είναι ευγενές και γενναίο και μας εξομοιώνει με το Χριστό να εξυπηρετούμε πρόθυμα την κοινωνία και όταν ακόμα παραγνωριζόμαστε από αυτήν.
(2)   «Αυτός είδε τον τυφλό, δεν πλησίασε ο τυφλός τον Ιησού» (Χ). Με αυτό φανερώνει, ότι ο Ιησούς δεν προκλήθηκε από τον τυφλό για θεραπεία των ματιών του. Το ερώτημα που έθεσαν οι μαθητές προκλήθηκε από το γεμάτο συμπάθεια ενδιαφέρον, με το οποίο ο Κύριος είδε τον τυφλό (g). Ο φτωχός αυτός άνθρωπος δεν μπορούσε να δει το Χριστό, ο Χριστός όμως είδε αυτόν και πρόλαβε και τις ικεσίες του και τις προσδοκίες του με θαυμαστή και καταπληκτική θεραπεία. Ο Χριστός βρίσκεται πολλές φορές από εκείνους, οι οποίοι δεν ζητούν ούτε βλέπουν αυτόν. Δες Ησ. ξε 1. Και αν γνωρίζουμε ή μαθαίνουμε κάτι για το Χριστό, αυτό οφείλεται στο ότι πρώτα γνωριστήκαμε από αυτόν (Γαλ. δ 9) και πιαστήκαμε από αυτόν (Φιλιπ. γ 12)
(3)   Η φράση είναι συνηθισμένη στους εθνικούς συγγραφείς. Η λέξη «γενετή» είναι από αυτές που λέγονται μοναδική φορά.
«Κάνει θαύμα όχι τυχαίο, αλλά το οποίο τότε για πρώτη φορά συνέβη» (Χ). «Θαύμα μέγιστο και το οποίο δεν είχε γίνει ποτέ μέχρι τότε. Διότι τυφλοί μεν και άλλοι ξαναείδαν· αλλά τυφλός εκ γενετής κανείς μέχρι τότε» (Ζ).
«Διότι από την αρχή του κόσμου, λέει, δεν ακούστηκε ότι άνοιξε κάποιος τα μάτια κάποιου που γεννήθηκε τυφλός» (Χ). Η θεραπεία αυτή ξεπερνάει όλες τις θεραπείες τυφλών που εξιστορούν οι συνοπτικοί. Ο Ιωάννης εκλέγει επίτηδες αυτήν. Στον Ιουστίνο (Διάλογος προς Τρύφ. 69) συναντιέται υπαινιγμός που αναφέρεται στο θαύμα αυτό («θεράπευσε τους εκ γενετής και σωματικά τυφλούς και κουφούς και ανάπηρους»). Ενήργησε αυτό το θαύμα, για να δώσει δείγμα της δύναμης την οποία έχει να βοηθά αποτελεσματικά και στις πιο απελπιστικές περιπτώσεις και να μας συντρέχει και εκεί όπου κανείς άλλος δεν μπορεί να μας βοηθήσει.

2 Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ(1) αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν(2), οὗτος(3) ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ(4), ἵνα(5) τυφλὸς γεννηθῇ;
2 Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;»
(1)   Η φύση του ερωτήματος και η ονομασία Ραββί μαρτυρούν ότι μαθητές εδώ είναι ο στενότερος κύκλος των 12 γύρω από τον Ιησού (β).
(2)   Το ερώτημα τίθεται σύμφωνα με την ιδέα που γενικώς επικρατούσε στους Ιουδαίους, ότι υπήρχε στενή σχέση μεταξύ φυσικού κακού και αμαρτίας. Δες και Λουκ. ιγ 1 και εξής. Τρομερές ασθένειες θεωρούνταν ως συνέπειες αμαρτιών, όπως φαίνεται και από τα λόγια των τριών φίλων του Ιώβ προς αυτόν.
Ή «Πριν από αυτό, θεραπεύοντας τον παράλυτο, έλεγε: Ορίστε, έγινες υγιής· μην αμαρτάνεις πια. Αυτοί λοιπόν αφού κατάλαβαν ότι εκείνος λόγω αμαρτιών έγινε παράλυτος, λένε· Έστω, εκείνος λόγω αμαρτιών έγινε παράλυτος· για αυτόν όμως τι θα μπορούσες να πεις;» (Χ).
(3)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «όπως ακριβώς λοιπόν, βλέποντας κάποιο παιδί να βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, λέμε, Τι έκανε το παιδί; χωρίς να ρωτάμε, αλλά εκφράζουμε απορία, έτσι λοιπόν και οι μαθητές, δεν το έλεγαν αυτό τόσο υπό μορφή ερώτησης, αλλά απορίας» (Χ).
Ή, οι μαθητές αναφέρονται στην περίοδο πριν τη γέννηση του παιδιού. Λέγεται λοιπόν αυτό ή «σύμφωνα με πλάνη Ελληνική» που εισχώρησε και στους Ιουδαίους, σύμφωνα με την οποία «ισχυρίζονται ότι οι ψυχές των ανθρώπων προϋπάρχουν και προϋφίστανται πριν την κατασκευή των σωμάτων, και κατεβαίνουν πρόθυμα στη γη για να αμαρτάνουν και προτού αποκτήσουν τα σώματα, και εκείνη την ώρα συνδέονται αυτές με τα σώματα, όταν παίρνουν ως τιμωρία το να μπούνε μέσα σε σώμα» (Κ). Δηλαδή σύμφωνα με τις πλάνες σχετικά με την μετεμψύχωση και μετενσάρκωση.
Ή «όχι με την έννοια ότι επειδή αμάρτησε αρρώστησε. Διότι πώς ήταν δυνατόν να αμαρτήσει αυτός που δεν είχε ακόμη γεννηθεί; Αλλά με την έννοια ότι επρόκειτο στο μέλλον να αμαρτάνει, οπότε ο Θεός αφού το προγνώρισε, τού έδωσε την ασθένεια» (Θμ).
Ή, πιο πιθανή ερμηνεία, λέγεται αυτό σύμφωνα με την ιδέα που επικρατούσε και στους Ραββίνους (δες Bereshith,R 34), που προήλθε από παρερμηνεία ίσως των Γενέσ. κε 22 και Ψαλμ. ν 7, σύμφωνα με την οποία και στην κοιλιά της μητέρας τους τα έμβρυα μπορούσαν να αμαρτήσουν (g,β). Ο Bauer ερμηνεύοντας το παρόν χωρίο παραθέτει την απάντηση που δόθηκε από ραββίνο σε κάποιον από τους μαθητές του, που τον ρώτησε από πότε αρχίζει ο άνθρωπος να αμαρτάνει, αφότου γεννηθεί ή αφότου σχηματίζεται στην κοιλιά της μητέρας του. Και ο ραββίνος απάντησε· αφότου σχηματίζεται στην κοιλιά της μητέρας του (χ).
(4)   Η ιδέα, ότι ο άνθρωπος πάσχει για αμαρτίες των γονέων του μπορούσε να στηριχτεί στο Εξόδου κ 5 (g). Δες και Εξ. λδ 7,Αρ. ιδ 18,Ψαλμ. οη 8,ρη 14,Ησ. ξε 6-7. Την ιδέα όμως αυτήν απέκρουσε ο Ιεζεκιήλ διακηρύττοντας την αρχή «η ψυχή που αμαρτάνει, αυτή θα πεθάνει· ο γιος όμως δεν θα πάρει πάνω του την αδικία του πατέρα» (Ιεζ. ιη 20, δες και σ. 2-4)(β).
«Δεν είπε αυτό, ότι είναι δυνατόν δηλαδή και λόγω γονέων κάποιος να τιμωρηθεί· διότι και μέσω του Ιεζεκιήλ αναιρεί αυτήν την υπόνοια» (Χ).
«Διότι παρόλο που στο βιβλίο της Εξόδου έχει γραφτεί για το Θεό ότι, αποδίδει αμαρτίες πατέρων στα παιδιά, μέχρι τρίτης και τετάρτης γενεάς, αλλά αυτό έχει ειπωθεί για εκείνους μόνο, δηλαδή για αυτούς από τους Ισραηλίτες που επρόκειτο να ειδωλολατρήσουν» (Ζ).
«Επειδή δηλαδή αυτοί που βγήκαν από την Αίγυπτο μετά τα σημεία και τα θαύματα έγιναν χειρότεροι από αυτούς που δεν είχαν δει τίποτα από αυτά, λέει ο Θεός ότι θα πάθουν τα ίδια, τα οποία έπαθαν εκείνοι, επειδή τόλμησαν τα ίδια» (Χ).
Ή «υπήρξε ίσως κάποιος άνδρας παράνομος… αλλά έδειξε καρτερία… με ανεξικακία ο Θεός, και δεν του έστειλε την οργή που του οφειλόταν. Έπειτα γέννησε αυτός γιο, ο οποίος συναγωνίστηκε την ασέβεια του πατέρα και ξεπέρασε σε κακία τον γονιό του· και μακροθύμησε και σε αυτόν ο Θεός· αλλά και από αυτόν γεννήθηκε τρίτος, ή και από τον τρίτο τέταρτος… ο οποίος εξάσκησε την ασέβεια στον ίδιο βαθμό με εκείνους. Στέλνει λοιπόν ο Θεός την οργή που οφείλεται σε όλη τη γενιά από παλιά και από την αρχή» (Κ).
(5)   «Μερικοί όμως λένε ότι αυτή η φράση (το ἵνα) δεν φανερώνει την αιτία, αλλά το αποτέλεσμα» (Χ). Ή, πιο σωστά. Το ἵνα διατηρεί σε κάποιο βαθμό την έννοια του σκοπού=έπρεπε να γεννηθεί έτσι σύμφωνα με το θείο σχέδιο (g).

3 Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς(1)· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ(2), ἀλλ' ἵνα(3) φανερωθῇ(4) τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ(5) ἐν αὐτῷ(6).
3 Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν.
(1)   Για την αποσιώπηση του άρθρου δες α 50.
(2)   «Αυτό το λέει, όχι απαλλάσσοντας αυτούς από αμαρτήματα. Διότι δεν είπε απλώς: ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά πρόσθεσε: ώστε να γεννηθεί τυφλός… διότι αμάρτησε βέβαια και αυτός και οι γονείς του, αλλά δεν προήλθε από αυτό η τύφλωση» (Χ). Από εδώ διδασκόμαστε ότι οι θλίψεις και οι συμφορές δεν έρχονται πάντοτε ως τιμωρίες της αμαρτίας. Και για αυτό πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, ώστε να μην κατακρίνουμε τους άλλους ως μεγάλους αμαρτωλούς μόνο και μόνο διότι θλίβονται στον κόσμο αυτόν πολύ.
(3)   Η τύφλωση του ανθρώπου προκαθορίστηκε, για να γίνει ευκαιρία της φανέρωσης της θείας δύναμης στη θεραπεία του (β). Ο Κύριος διδάσκει τους μαθητές να συγκεντρώσουν την προσοχή τους, όχι στη μυστηριώδη αιτία του παθήματος, αλλά στο σκοπό, για τον οποίο ο Θεός επέτρεψε αυτό, και στα σωτήρια αποτελέσματα, τα οποία θα μπορούσαμε από αυτόν να αποκομίσουμε (g).
(4)   Η χρήση του ρήματος εξηγείται από το γεγονός, ότι τα έργα του Θεού αρχικά και πριν ακόμη εκτελεστούν, είναι κρυμμένα μέσα στο θείο σχέδιο (g). Υπάρχουν αυτά «κρυμμένα μόνο στη θεία και ανέκφραστη θέληση του Θεού» (Κ).
(5)   Ή, τα έργα της παντοδυναμίας και της άπειρης αγαθότητας του Θεού (F). «Είναι δυνατόν και μέσα από αυτό (την ασθένεια) να δοξάζεται ο Θεός. Διότι όταν με την ουράνια ενέργεια ελευθερωθεί από την ασθένεια που τον ενοχλεί και η οποία τον βρήκε, ποιός δεν θα θαυμάσει τον γιατρό; Ποιός δεν θα δει την δύναμη του θεραπευτή μέσα από αυτόν;» (Κ). Η θεραπεία του εκ γενετής τυφλού είναι η ορατή φανέρωση της δύναμης του Θεού, η οποία χρησιμοποιούνταν υπέρ των ανθρώπων μέσω εκείνου, ο οποίος στάλθηκε για να φωτίσει τον κόσμο που βρισκόταν θαμμένος στα σκοτάδια της πλάνης και της αμαρτίας (χ).
Ή, γενικότερα, όπως φαίνεται από τη συνέχεια, η φράση «τα έργα του Θεού» στη σκέψη του Ιησού περιλαμβάνει μαζί με την εξωτερική πράξη, η οποία φέρει τη σφραγίδα της θείας παντοδυναμίας (το θαύμα της θεραπείας σ. 6-7), και τα από αυτήν πνευματικά αποτελέσματα του πνευματικού φωτισμού και της σωτηρίας του τυφλού (σ. 35-38)(g). «Έτσι ώστε και τα έργα του Θεού να φανερωθούν, και αυτός με αφορμή αυτό να ξαναδεί ψυχικά» (Ζ). Η πρόσκαιρη τύφλωση προετοίμασε τον εκ γενετής τυφλό να υποδεχτεί ταυτόχρονα και το υλικό και το πνευματικό φως. Τα έργα με τα οποία άνοιξαν ταυτόχρονα και τα εξωτερικά και τα εσωτερικά μάτια του (δ).
Τα έργα. Σε πληθυντικό. Όταν ένα έργο του Θεού γίνει γνωστό, όλα γίνονται γνωστά. Από τα έργα του λάμπουν η δύναμη και η δόξα και η χάρη του Θεού (b). «Να πάλι μία άλλη απορία. Θα μπορούσε κάποιος να ζητήσει· Πώς το είπε αυτό· διότι αδικήθηκε ο άνθρωπος με το να στερηθεί του φωτός, για να φανερωθούν τα έργα του Θεού;… Με ποια αδικία αδικήθηκε, άνθρωπε; Με το να στερηθεί, θα πει κάποιος, του φωτός. Και ποια είναι η βλάβη του να στερηθεί κάποιος το αισθητό φως; Αντιθέτως λοιπόν περισσότερο ευεργετήθηκε. Διότι μαζί με την σωματική όραση, φωτίστηκε και στα ψυχικά μάτια. Επομένως η τύφλωση τού βγήκε σε καλό, αφού μέσω της θεραπείας ήλθε σε επίγνωση του αληθινού Ηλίου της δικαιοσύνης» (Θφ).
«Όπως ακριβώς λοιπόν τα κακά δεν είναι κακά, τα σχετικά με την παρούσα ζωή, έτσι ούτε τα αγαθά είναι αγαθά, αλλά η αμαρτία μόνη είναι κακό, ενώ η τύφλωση δεν είναι κακό» (Χ).
(6)   Με τη θαυμάσια αποκατάσταση της όρασής του. Ο Θεός έχει απεριόριστη κυριαρχία πάνω στα πλάσματά του και μπορεί να χρησιμοποιεί αυτά για δόξα του με όποιο τρόπο κρίνει κατάλληλο η σοφία του. Και εάν ο Θεός δοξάζεται είτε μέσω ημών είτε με εμάς, δεν δημιουργηθήκαμε ούτε υπάρχουμε μάταια.

4 Ἐμὲ(1) δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με(2) ἕως ἡμέρα ἐστίν(3)· ἔρχεται νὺξ(4) ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι(5).
4 Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που μ’ έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται.
(1)   Υπάρχει και η γραφή ημάς, η οποία, μολονότι μαρτυρείται σοβαρότατα, δεν ευοδώνεται από τα συμφραζόμενα. Θα ερμηνεύσουμε αυτήν: «Επειδή ακριβώς μας ανέδειξε (ο Πατέρας) αποστόλους, πρέπει να εκπληρώνουμε τα έργα της αποστολής. Ο Κύριος όμως συναναμειγνύει τον εαυτό του με τους απεσταλμένους… και λέει αυτά τα λόγια, όχι οπωσδήποτε σαν να είναι μαζί μας ή σαν ένας από εμάς που είναι υποταγμένος από ανάγκη δουλική στα θελήματα αυτού που διατάζει, αλλά ακολουθεί ένα συνηθισμένο σχήμα λόγου και γνωστότατο σε εμάς» (Κ).
(2)   «Τα έργα που με αποδεικνύουν γιο του πατέρα και ίσο με το Θεό. Εγώ πρέπει να φανερώνω τον εαυτό μου… έτσι ώστε, αφού μέσω αυτών των έργων οδηγούνται οι άνθρωποι στην πίστη σε μένα, να μην χάνονται» (Ζ).
Ονομάζονται αυτά έργα του πατέρα που έστειλε, διότι συντελούνται με τη διαταγή και βοήθεια αυτού (G). Σημείωσε, ότι όταν ο επουράνιος Πατέρας έστειλε στον κόσμο τον Υιό του, όρισε σε αυτόν έργο το οποίο έπρεπε να συντελέσει. Δεν τον έστειλε για να τον υποδεχτούν σε επίσημες τελετές, αλλά για να εργαστεί. Εκείνον τον οποίο ο Θεός στέλνει, τον χρησιμοποιεί ως εργάτη και τον απασχολεί με έργο. Διότι δεν στέλνει κανέναν για να παραμένει οκνηρός. Έχουμε και εμείς έργο καθορισμένο ως καθήκον σε εμάς, για να επιτελέσουμε αυτό. Ενθυμούμενοι αυτό ας λέμε προς το Θεό: Κύριε, είμαι δούλος σου. Αποκάλυψε σε εμένα το θέλημα σου και ενίσχυέ με για να το εργάζομαι με επιμέλεια.
(3)   «Όσο συνεχίζεται αυτή η ζωή» (Χ). «Ημέρα μεν ονομάζει τον καιρό της ζωής με αυτό εδώ το σώμα, ενώ νύχτα βεβαίως τον χρόνο του θανάτου. Επειδή δηλαδή η ημέρα έχει καθοριστεί για τα έργα, ενώ η νύχτα για την απουσία εργασίας και τον ύπνο, για αυτό τον μεν χρόνο της ζωής κατά τον οποίο πρέπει να εργαζόμαστε το αγαθό, τον λέει ότι είναι ημέρα, ενώ νύχτα τον καιρό της κοίμησης, κατά τον οποίο είναι εντελώς αδύνατον να γίνει κάποιο έργο» (Κ).
Ίσως ο Κύριος τη στιγμή που έλεγε τα λόγια αυτά να έβλεπε στον ορίζοντα τον ήλιο να δύει. Και η ημέρα εκείνη, η οποία επρόκειτο να περάσει, παίρνεται από αυτόν ως σύμβολο της επίγειας ζωής, η οποία οδηγούνταν προς το τέλος της. Το έργο μου, λέει, είναι να φωτίζω τον κόσμο, όπως ο ήλιος αυτός που δύει. Και εγώ μετά από λίγο θα δύσω. Οφείλω λοιπόν να μην χάνω ούτε στιγμή από αυτές που απέμειναν σε μένα για εκπλήρωση του έργου μου (g).
Και ο ίδιος ο Χριστός είχε την ημέρα του. Πρώτον, όλο το έργο του, το οποίο ως μεσίτης και αρχιερέας επιτελεί, πρέπει να γίνει εντός ορισμένων χρονικών ορίων, δηλαδή για όσο διαρκεί η παρούσα κατάσταση του κόσμου. Διότι μετά τη συντέλεια του κόσμου η βασιλεία θα παραδοθεί «στο Θεό και Πατέρα, έτσι ώστε ο Θεός να είναι τα πάντα για όλους» (Α΄ Κορ. ιε 24,28). Δεύτερον, όλο το έργο, το οποίο προσωπικά είχε αναλάβει να φέρει σε πέρας εδώ στη γη, έπρεπε να συντελεστεί πριν το θάνατό του. Και ως προς εμάς ο χρόνος της επίγειας ζωής μας είναι η ημέρα μας, κατά την οποία πρέπει να επιτελέσουμε καθετί που επιβάλλεται από τα καθήκοντά μας. Κατά τη διάρκεια της ημέρας αυτής πρέπει να εργαζόμαστε ακούραστα και να μην χάνουμε τον καιρό μας, ούτε να παίζουμε κατά τη διάρκεια του φωτός της ημέρας. Είναι τόσο λίγος ο χρόνος της ημέρας μας αυτής και περνά τόσο γρήγορα! Δεν έχουμε στη διάθεσή μας παρά μόνο μία ημέρα. Οσοδήποτε μακρός και αν μας φαίνεται εκ πρώτης όψεως ο βίος μας, «οι ημέρες μας σαν σκιά πέρασαν» και «χίλια έτη είναι σαν η ημέρα η χθεσινή, η οποία πέρασε» (Ψαλ. ρα 12,πθ 4).
(4)   Ημέρα και νύχτα αντιτίθενται εδώ ως χρόνος της εργασίας και χρόνος της ανάπαυσης (g). Όπως λοιπόν ο όρος ημέρα χρησιμοποιήθηκε από τον Κύριο για δήλωση του χρόνου, στον οποίον θα διαρκούσε η επίγειά του διακονία και αποστολή, έτσι και ο όρος νύχτα αναφέρεται στον τερματισμό αυτής με το θάνατό του (ο). Νύχτα είναι ο χρόνος κατά τον οποίο σταματά κάποιος το έργο (G). «Νύχτα είναι η μέλλουσα ζωή, διότι εκεί κανείς δεν μπορεί να εργάζεται» (Θφ). Έρχεται νύχτα, οπωσδήποτε θα έλθει αυτή και για μας και ενδέχεται να έλθει αιφνίδια, να είναι μάλιστα και πολύ κοντά. Πάντως ολοένα έρχεται και πλησιέστερα. Ίσως ήδη να βρισκόμαστε στο μεσημέρι ή και στο δειλινό αυτής της ημέρας. Και δεν είναι δυνατόν να εξασφαλίσουμε στον εαυτό μας κάποιο λυκόφως που θα παρεμβάλλεται ανάμεσα στην ημέρα του βίου μας και τη νύχτα του θανάτου μας. Ας μην χάνουμε λοιπόν ούτε στιγμή από τις ώρες της ζωής μας. Διότι έρχεται νύχτα όπου κανείς δεν μπορεί να εργάζεται.
(5)   «Μετά την απαλλαγή από εδώ» (Γ). Γενική και πασίγνωστη αλήθεια, κατά την οποία ο άνθρωπος κατά την ώρα του θανάτου του σταματά τα έργα του. Ο Κύριος ως θεάνθρωπος, Μεσίτης, αρχιερέας και Κριτής εξακολουθεί και μετά θάνατον να εργάζεται (ο). Αλλά στην ουράνια αυτή ζωή του στην πραγματικότητα θερίζει ό,τι έσπειρε κατά την επίγεια δράση του (g).

5 Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ(1), φῶς εἰμι(2) τοῦ κόσμου(3).
5 Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο».
(1)   «Αναφέρεται στη ζωή του στη γη… υποδηλώνοντας ταυτόχρονα τον εντός ολίγου θάνατό του» (Ζ).
(2)   «Επειδή ακριβώς έχω έλθει για να φωτίσω αυτά που έχουν έλλειψη φωτός, πρέπει και στα σωματικά μάτια, εάν ασθενούν με την απευκταία έλλειψη του φωτός, να εγκαθιστώ το φως» (Κ). Με αφορμή μεν τον τυφλό και την επικείμενη θεραπεία του λέγονται τα λόγια αυτά, η έννοιά τους όμως είναι γενική. Ο Χριστός είναι το πνευματικό φως, μέσω του οποίου «πρέπει οι σκοτισμένοι να φωτίζονται μέσω της πίστης» (Ζ). «…Είμαι φως του κόσμου· διότι με την διδασκαλία και την παρουσίαση των θαυμάτων, φωτίζω τις ψυχές» (Θφ).
Το θαύμα της θεραπείας του τυφλού ήταν τύπος ή σύμβολο του πνευματικού φωτισμού, τον οποίο ο Χριστός ως φως του κόσμου στάλθηκε να μεταδώσει. Ανήκε λοιπόν σε αυτόν, εφόσον ήταν στον κόσμο αυτόν, να παρέχει την υγεία τόσο στους σωματικά όσο και στους πνευματικά τυφλούς (ο). Ο Κύριος είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο οποίος σκορπίζει τις ακτίνες του όχι μόνο σε εκείνους, οι οποίοι έχουν μάτια και μπορούν να βλέπουν, αλλά και για τους τυφλούς, τους οποίους θεραπεύει, εφόσον δεν αντιστέκονται σε αυτό. Ο Χριστός λοιπόν θα θεράπευε τον τυφλό αυτόν, ο οποίος τη στιγμή εκείνη αντιπροσώπευε τον τυφλό και βυθισμένο στο ηθικό σκοτάδι κόσμο, διότι ήλθε για να είναι φως του κόσμου, το οποίο όχι μόνο παρέχει φωτισμό, αλλά δίνει και μάτια για να βλέπουν. Αυτό μας ενθαρρύνει στο να προσέλθουμε σε αυτόν σαν σε φως που καθοδηγεί, ζωογονεί και ευφραίνει τις ψυχές. Σε ποιον άλλον θα πρέπει να βλέπουμε εκτός από αυτόν; Πού αλλού θα έπρεπε να στρέψουμε τα μάτια μας παρά μόνο προς το φως;
(3)   Η επανάληψη της λέξης τονίζει την αντίθεση μεταξύ του Ιησού ως την πηγή κάθε ηθικού φωτός και του κόσμου που βρίσκεται στο ηθικό σκοτάδι, στον οποίο ήλθε να μεταδώσει φως και σωτηρία (ο).

6 Ταῦτα(1) εἰπὼν(2) ἔπτυσε χαμαὶ(3) καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος(4), καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ(5)
6 Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού,
(1)   «Ποια αυτά; Το «για να φανερωθούν…» και ότι «πρέπει εγώ να εργάζομαι τα έργα αυτού που με έστειλε» (Χ).
(2)   Ενώ άκουγε ο τυφλός (b). Το ακόλουθο θαύμα παρουσιάζεται έτσι ως άμεση εφαρμογή όσων λέχθηκαν προηγουμένως (g). Πιστοποίησε τα λόγια με τα έργα (χ).
(3)   Αντίθετα με τη συνήθειά του ο Κύριος, κατά την οποία ανέμενε πρώτα να εκδηλωθεί η πίστη αυτών που του ζητούσαν κάποια θεραπεία, στην παρούσα περίπτωση «με εκούσια και αυθόρμητη διάθεση έρχεται ο Σωτήρας στο να θέλει να θεραπεύσει τον άνθρωπο» (Κ).
(4)   «Γιατί δεν χρησιμοποιεί νερό στον πυλό, αλλά πτύσμα; Για να μάθεις ότι η δύναμη που βγήκε από το στόμα του, αυτή και διέπλασε και άνοιξε τα μάτια» (Χ). Ο Ιησούς έρχεται σε επαφή άμεση και προσωπική με τον τυφλό (g), και χρησιμοποιεί την επίχριση ως εξωτερικό σημάδι που πληροφορεί, ότι θεραπευτική δύναμη μεταδόθηκε σε αυτόν. «Ώστε το θαύμα να αποδοθεί στο πτύσμα» (Ζ). Με την ενέργειά του επίσης αυτή ο Κύριος ζήτησε να εμπνεύσει πίστη στον τυφλό, ότι η θεραπεία του επρόκειτο να προέλθει από το πρόσωπο που άλειψε αυτόν με το σάλιο του (μ). Ο Χριστός χρησιμοποιώντας το σάλιο του για θεραπεία υποδηλώνει ότι καθετί που ανήκει σε αυτόν, έχει μέσα του ιαματική δύναμη. Ο πηλός που έγινε από το πτύσμα του Χριστού υπήρξε ασύγκριτα πολυτιμότερος από κάθε άλλο βάλσαμο ή φαρμακευτικό παρασκεύασμα.
(5)   Διαφορετικές γραφές στα χειρόγραφα: επέθηκε· αυτού τον πηλόν. Με την επίχριση αυτή έκανε την τύφλωση βαθύτερη και πληρέστερη πριν ακόμη θεραπεύσει αυτήν. Έτσι και το μέσο, με το οποίο επιτεύχθηκε η θεραπεία, επιβεβαιώνει το υπερφυσικό αυτής. Χρησιμοποιεί ο Κύριος μέθοδο θεραπείας με την οποία και αυτός που θα είχε υγιή τα μάτια, θα τυφλωνόταν. Πηλός που μπαίνει σε υγιή μάτια κάνει αυτά έστω και πρόσκαιρα ανίκανα για όραση. Τονίζεται λοιπόν με τη μέθοδο της θεραπείας πολύ περισσότερο το μεγαλείο της δύναμης που θεράπευσε τον τυφλό. Διδασκόμαστε από εδώ, ότι η θεία δύναμη ενεργεί τα θαυμαστά της έργα όχι σπάνια και μέσω των αντιθέτων. Και κάνει πρώτον να αισθανθούν οι άνθρωποι την τύφλωσή τους, και έπειτα παρέχει σε αυτούς την όραση.
Η με τον πηλό επάλειψη και επιστροφή της όρασης μπορεί να υπενθυμίζει και την δημιουργική ενέργεια του Θεού. «Αλείφει με τον πηλό προσθέτοντας κατά κάποιο τρόπο αυτό που έλειπε και έπασχε στη φύση του ματιού, και δείχνοντας με αυτό, ότι αυτός ήταν που μας έπλασε στην αρχή, ο κτίστης και δημιουργός των πάντων» (Κ). Και ο Ειρηναίος (Κατά αιρέσεων 5,15,2) συμπεραίνει ότι η χρήση πηλού για τη θεραπεία του τυφλού υπήρξε έργο δημιουργικό· επειδή επρόκειτο για τυφλό εκ γενετής, που δεν είχε μάτια, ο Ιησούς δημιούργησε αυτά από τον πηλό. «Χρησιμοποίησε το χώμα για να διδάξει μόνο, ότι αυτός είναι που στην αρχή έπλασε από χώμα το σώμα του Αδάμ» (Ζ). «Διότι το να πει μεν, ότι Εγώ είμαι που έπλασα τον Αδάμ, θα ήταν ενοχλητικό στους ακροατές· παρουσιαζόμενο όμως με την πράξη, δεν ήταν πλέον δυσάρεστο» (Θφ). Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τη γη· τώρα η δημιουργία της όρασης λήφθηκε από την ίδια γη (b).

7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε(1) νίψαι(2) εἰς τὴν κολυμβήθραν(3) τοῦ Σιλωάμ(4), ὃ ἑρμηνεύεται(5) ἀπεσταλμένος(6). Ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο(7), καὶ ἦλθε βλέπων(8).
7 και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ» –που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω, έβλεπε.
(1)   «Στέλνει αυτόν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, που ήταν μακριά, για να φανεί η πίστη και η υπακοή του τυφλού· διότι δεν υπήρχε κάποια υποψία, ότι η κολυμβήθρα θα τον θεραπεύσει. Διότι πολλοί εκεί κάθε μέρα αν και πλένονταν και λούζονταν, κανείς ποτέ δεν απαλλάχτηκε από κάποια νόσο» (Ζ). «Δεν σκέφτηκε ο τυφλός· Αν τελικά ο πηλός και το πτύσμα είναι που μου παρέχουν τα μάτια, τι ανάγκη έχω τον Σιλωάμ ή το να πλυθώ; Αλλά υπάκουσε σε αυτόν που διατάζει» (Θφ).
Σοβαρή και η ερμηνεία: «Το ότι διέταξε να πάει να πλυθεί, και αφού πλυθεί να του δώσει τη θεραπεία, ήταν σχέδιο του Χριστού ώστε από κανενός την προσοχή να μην διαφύγει το θαύμα που γινόταν. Διότι όπως ακριβώς διέταξε τον παράλυτο να κουβαλήσει το κρεβάτι σε ημέρα κατά την οποία δεν επιτρεπόταν να κάνει αυτό, έτσι ώστε ο καθένας κατηγορώντας για την παρανομία, να μάθει το μέγεθος του θαύματος που έγινε, έτσι και σε αυτόν που ήταν μακριά από την κολυμβήθρα, τον διέταξε να πάει να πλυθεί» (Ω).
(2)   Αναφέρεται σε μόνο το πρόσωπο και όχι σε ολόκληρο το σώμα, οπότε θα χρησιμοποιούσε το ρήμα λούομαι.
(3)   Δεξαμενή νερών χρήσιμη για λουτρό. Δες και Ιω. ε 2,4 (G).
(4)   Η κολυμβήθρα αυτή βρισκόταν έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ, δυτικά του όρους Οφήλ (F), νότια του ναού (β). Για την ακριβή της τοποθεσία υπάρχει αμφισβήτηση (G). Αναφέρεται και από τον Ησαΐα (η 6), ο οποίος αντιθέτει το νερό της «που πορεύεται ήσυχα» με το «νερό του ποταμού» Ευφράτη, «το ισχυρό και το πολύ», που συμβολίζει την ωμή δύναμη των εχθρών της θεοκρατίας και μάλιστα του βασιλιά των Ασσυρίων. Το νερό λοιπόν του Σιλωάμ, που έρρεε ήσυχα στους πρόποδες του λόφου του ναού, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως έμβλημα της σωτηρίας που συντελέστηκε από τον Μεσσία (g).
(5)   Και εδώ παρατηρείται η τάση του ευαγγελιστή να ερμηνεύει για τους Έλληνες αναγνώστες του τα εβραϊκά ονόματα. Η φράση είναι η ίδια με το Ιω. α 42.
(6)   Το όνομα αυτό δόθηκε στην κολυμβήθρα διότι το νερό της ερχόταν σε αυτήν με τεχνητούς αγωγούς από μακριά, από την πηγή της Παρθένου, στην κοιλάδα Ιωσαφάτ. Μπορεί λοιπόν κάποιος να εξηγήσει τη λέξη απεσταλμένος=νερό που μεταφέρεται από μακριά (g). Σοβαρή η ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η παραπομπή του τυφλού από τον Ιησού στην κολυμβήθρα αυτή έγινε, όχι άσχετα με τον συμβολισμό της που υποδηλωνόταν στην Παλαιά Διαθήκη.
«Θέλει να αποδείξει, ότι δεν είναι ξένος με τον νόμο και την Παλαιά, στέλνοντας στον Σιλωάμ… Όπως ακριβώς ο Χριστός ήταν πέτρα πνευματική (Α΄Κορ. ι 4), έτσι ήταν και Σιλωάμ πνευματικός» (Χ).
«Θεωρούμε δηλαδή ότι κανείς άλλος δεν είναι ο απεσταλμένος, παρά μόνο ο Μονογενής Θεός ο οποίος κατέβηκε στη γη και στάλθηκε σε εμάς από τον ουρανό και από τον Πατέρα, για καταστροφή της αμαρτίας και της πλεονεξίας του διαβόλου» (Κ).
Εφόσον ο Ιησούς συχνά στο δ΄ ευαγγέλιο χαρακτηρίζεται ως ο απεσταλμένος από τον Πατέρα, στη διάνοια του τέταρτου ευαγγελιστή τα νερά του Σιλωάμ εξαφανίζονται μπροστά στο ζωντανό νερό του Χριστού (χ).
(7)   «Πήγε χωρίς καμία αμφιβολία, αλλά υπακούοντας αμέσως, αν και ήταν λογικό να πει… Μήπως με πλανά και μάταια με στέλνει; Διότι πολλές φορές που πλύθηκα εκεί, τίποτα δεν κέρδισα» (Ζ).
(8)   Ήλθε από την κολυμβήθρα στο σπίτι του (β). «Αν όμως κάποιος θα έλεγε: Πώς λοιπόν ξαναείδε όταν έβγαλε τον πηλό; Τίποτα άλλο δεν θα ακούσει από εμάς παρά μόνο ότι δεν ξέρουμε τον τρόπο. Διότι ούτε ο ευαγγελιστής γνώριζε, ούτε ο ίδιος ο θεραπευμένος. Αλλά αυτό μεν που έγινε το ξέρει, να καταλάβει όμως τον τρόπο δεν μπορεί» (Χ).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι όπως ο Χριστός πρώτος κινείται προς τον τυφλό, χωρίς ο τελευταίος αυτός να απευθύνει κάποιο αίτημα προς αυτόν κινώντας την συμπάθειά του, έτσι και ο Θεός από αγάπη πρώτος κινήθηκε προς εμάς ζητώντας εκείνους, οι οποίοι δεν είχαν μάτια να τον δουν. Ο υιός του ανθρώπου έσπευσε να ζητήσει το χαμένο πρόβατο, χωρίς να αναμείνει να ζητήσει αυτό πρώτο τον ποιμένα του. Αλλά εάν το πρώτο βήμα για ανάβλεψη του τυφλού έγινε από το Χριστό, το δεύτερο βήμα για πραγματοποίηση αυτής της ανάβλεψης ζητήθηκε από αυτόν τον ίδιο τον τυφλό. Η επάλειψη του πηλού ήταν το πρώτο βήμα, το οποίο θα έμενε χωρίς αποτέλεσμα, εάν δεν ακολουθούσε το δεύτερο βήμα. Και αυτό ήταν ότι ο τυφλός έπρεπε να πλυθεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Η χάρη αρχίζει μέσα μας το έργο της σωτηρίας μας, αλλά και εμείς οφείλουμε να εισφέρουμε την ασθενή συμβολή μας συνεργαζόμενοι μαζί της.

8 Οἱ οὖν(1) γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες(2) αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν(3), ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν(4);
8 Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;»
(1)   Οι σ. 8-12 περιγράφουν φυσικότατα και δραματικότατα την εντύπωση που προκλήθηκε από την επιστροφή του τυφλού, που τώρα έβλεπε, στο σπίτι του (g).
(2)   Από τους γείτονες του τυφλού διακρίνονται όλοι εκείνοι, οι οποίοι γενικά είχαν συνηθίσει να τον βλέπουν να κάθεται σε συγκεκριμένο μέρος και να ζητά ελεημοσύνη.
(3)   Παλαιότερη γραφή: προσαίτης ἦν. Είχαν συνηθίσει να τον βλέπουν, διότι ήταν ζητιάνος και ζητούσε από αυτούς ελεημοσύνη.
(4)   «Διαχωρίζονται από ενδοιασμό λόγω του συμβάντος» (Κ). «Διότι η παραδοξότητα του γεγονότος τους οδηγούσε και σε απιστία» (Χ). Προσαιτώ= ικετευτικά πλησιάζω κάποιον, ζητώ ελεημοσύνη (G). «Δεν επισημαίνει άσκοπα ο ευαγγελιστής ότι ήταν ζητιάνος, αλλά για να δείξει την ανέκφραστη φιλανθρωπία του Κυρίου, το πώς δηλαδή συγκατέβαινε μέχρι και τους ασήμαντους, ώστε και ζητιάνους να θεραπεύει με πολλή φροντίδα» (Θφ).
Ή, πιο σωστά, λέγεται το προσαιτῶν, για να δηλωθεί ότι ο θεραπευμένος ήταν πρόσωπο γνωστό δημόσια. Σχεδιάστηκε σοφά από τη θεία Πρόνοια το πρόσωπο, στο οποίο έγινε το θαύμα να είναι γνωστός σε όλους ζητιάνος, έτσι ώστε η αυθεντικότητα του θαύματος να διαπιστωθεί ευκολότερα και ευρύτερα.

9 Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν(1)· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν(2). Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι(3).
9 Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος όμως έλεγε: «Εγώ είμαι».
(1)   «Άλλοι… τιμώντας το θαύμα από σεβασμό και φόβο, λένε ότι είναι εκείνος ο ίδιος» (Κ).
(2)   Γραφή που μαρτυρείται: «άλλοι έλεγον Ουχί, αλλά ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν», η οποία παρουσιάζει την αμφιβολία αυτή ζωηρότερα αφού αποκτά τον ξεκάθαρο χαρακτήρα της άρνησης. Η μερίδα των ανθρώπων αυτών θέτει στον θεραπευμένο τις ερωτήσεις των σ. 10 και 12. Από τις αντιλογίες, οι οποίες προκλήθηκαν για την ταυτότητα του θεραπευμένου τυφλού, παίρνουμε την αφορμή να θαυμάσουμε, την σοφία και δύναμη του Θεού, ο οποίος δημιουργώντας τους ανθρώπους οικονόμησε έτσι τα πράγματα ώστε να υπάρχει τόση ποικιλία μορφών μεταξύ των ανδρών και των γυναικών, ώστε να γίνεται εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν δύο άτομα να μοιάζουν στο πρόσωπο και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του σώματος, μέχρι σημείου ώστε να επέρχεται πλήρης σύγχυση στην διακρίβωση της ταυτότητάς τους. Η διάκριση του ενός προσώπου από το άλλο είναι τώρα εύκολη, και αυτό είναι απαραιτήτως αναγκαίο στην κοινωνία, στις συναλλαγές του εμπορίου και στην απονομή της δικαιοσύνης.
Το ότι επίσης μετά την θεραπεία των ματιών του έγινε ο πρώην τυφλός αγνώριστος, υπενθυμίζει σε εμάς και άλλη μεγάλη αλήθεια. Η θεία χάρη ενεργεί συνηθέστατα τέτοιες μεταβολές σε μερικούς, οι οποίοι υπήρξαν προηγουμένως πολύ πονηροί και διεφθαρμένοι, ώστε γίνονται αυτοί αγνώριστοι σε εκείνους, ανάμεσα στους οποίους ζούσαν.
(3)   «Λύνει αμέσως το ζητούμενο ο θεραπευμένος, προσφέροντας πάρα πολύ αξιόλογη την από προσωπική του πείρα δική του ομολογία. Διότι δεν θα μπορούσε κάποιος να αγνοήσει τον εαυτό του» (Κ). «Η φωνή του εκφράζει την ευγνωμοσύνη του, ώστε δεν μπορεί να κατακριθεί ως αχάριστος» (Αυ).

10 Ἔλεγον οὖν αὐτῷ(1)· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί(2);
10 Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς, λοιπόν, άνοιξαν τα μάτια σου;»
(1)  Ως συνέπεια της βεβαίωσής του, ότι Εγώ είμαι, ακολουθεί το ερώτημα αυτό. «Συμφωνούν αφού πίστεψαν ότι είναι αυτός ο ίδιος εκείνος, τον οποίο γνώριζαν από την αρχή» (Κ).
(2)   «Ρωτούν πώς απέβαλε την τυφλότητα και με ποιο τρόπο έγινε αυτό το ανέλπιστο πράγμα» (Κ). Δεν αμφισβητούν λοιπόν τη θεραπεία και ζητούν να μάθουν τον τρόπο με τον οποίο συντελέστηκε αυτή.

11 Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς(1) πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι(2)· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα(3).
11 Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: “πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου”· πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου».
(1)   «Ότι μεν είναι Θεός από τη φύση του ο Σωτήρας, φαίνεται ακόμα ότι το αγνοεί· διότι δεν θα μιλούσε τόσο κατώτερα για αυτόν» (Κ). «Άνθρωπος κάνει τέτοια;» (Χ). Αλλά δεν γνωρίζει ακόμα τον Ιησού ως τον Χριστό. Δες σ. 36. Πιο αυθεντική γραφή: Ο άνθρωπος ο λεγόμενος· μαζί με άρθρο, οπότε δηλώνεται έτσι ότι πρόκειται για τον γνωστό φημισμένο Ιησού (κ). «Αλλά από πού έμαθε, ότι λέγεται Ιησούς; Οπωσδήποτε θα ρώτησε τότε τους παρόντες» (Ζ). Ή, πιο πιθανή ερμηνεία, «από τη συζήτηση με τους μαθητές. Όταν δηλαδή ρώτησαν μεν για αυτόν οι μαθητές τον Κύριο, και αυτός μίλησε περισσότερο μαζί τους» (Θφ).
(2)   Παρέχει με λίγα λόγια πιστή αναπαράσταση του τρόπου της θεραπείας, όπως αντιλήφθηκε αυτόν με τις άλλες του αισθήσεις, εκτός από την όραση την οποία στερούνταν. Έτσι «δεν είπε από πού έκανε» τον πηλό· «διότι αυτό που δεν είδε, δεν το λέει· διότι δεν είδε ότι έφτυσε χάμω· ότι όμως άλειψε, αυτό το μάθαινε από την αίσθηση και την αφή. Δες πόσο ειλικρινής είναι» (Χ). Υπάρχει και η γραφή: Εις τον Σιλωάμ, αντί για την: εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ.
(3)   Ο αόριστος δηλώνει, ότι η θεραπεία ακολούθησε αμέσως μετά το πλύσιμο. Το «ανέβλεψα» λέγεται κυριολεκτικά για αυτούς που είχαν κάποτε την όραση υγιή και αφού ακολούθως την έχασαν , την ξανααπέκτησαν. Χρησιμοποιεί παρ’ όλα αυτά το ρήμα αυτό και στον εκ γενετής τυφλό, διότι η τύφλωση, μάλιστα η εκ γενετής, αποτελεί κατάσταση εναντίον της φύσης (g).

12 Εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος(1); λέγει· οὐκ οἶδα(2).
12 Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω», τους απάντησε.
(1)   «Δεν ζητούν τον Ιησού από φιλόθεη διάθεση» (Κ), αλλά «έχοντας τώρα φονικές διαθέσεις εναντίον του» (Χ). Η πρόθεσή τους ήταν να προκαλέσουν ευρύτερη έρευνα του γεγονότος και αναζητούν για αυτό και τον δράστη του, για να οδηγήσουν αυτόν μαζί με τον θεραπευμένο στους Φαρισαίους.
(2)   «Διότι αφού άλειψε και διέταξε τον τυφλό να πάει στην κολυμβήθρα, αναχώρησε αμέσως, αποφεύγοντας τον θόρυβο από το θαύμα» (Ζ). «Διότι δεν ήθελε να κερδίσει δόξα, ούτε να ασκήσει δημαγωγία ούτε να επιδειχτεί» (Χ). Οι ταπεινές ψυχές τέρπονται περισσότερο όταν πράττουν το αγαθό αφανώς, παρά όταν ακούνε αυτό να διαφημίζεται. Υπάρχει καιρός να ακούσουν αυτό να διακηρύττεται μπροστά σε όλους τους ανθρώπους. Και ο καιρός αυτός είναι ο της κοινής ανάστασης.

13 Ἄγουσιν αὐτὸν(1) πρὸς τοὺς Φαρισαίους(2), τόν ποτε τυφλόν(3).
13 Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός.
(1)   «Ήθελαν μεν λοιπόν να βρουν το Χριστό, ώστε να τον οδηγήσουν στους ιερείς. Επειδή όμως δεν το πέτυχαν, οδηγούν τον τυφλό προς τους Φαρισαίους, για να τον ρωτήσουν με πιο αυστηρό τρόπο» (Χ). Η πρόθεσή τους ήταν κακή; Κάποιοι από τους νεώτερους (F,g) φρονούν, ότι μάλλον για επισημότερη διαπίστωση της θεραπείας έγινε η προσφυγή προς τους Φαρισαίους.
Πιο σωστό όμως φαίνεται, ότι «μεταφέρουν τον άνθρωπο στους άρχοντες, όχι για να θαυμάσουν αφού μάθουν τα σχετικά με αυτόν… αλλά για να καταστήσουν ολοφάνερη την παρανομία του» (Κ). «Διότι για αυτό και ο ευαγγελιστής επισημαίνει ότι ήταν Σάββατο, για να φανερώσει την πονηρή του διάθεση και την αιτία για την οποία ζητούσαν, βρίσκοντας δήθεν κάποια λαβή και μπορώντας να συκοφαντήσουν το θαύμα με την φαινομενική παράβαση του νόμου» (Χ).
(2)   Η λέξη αυτή δεν μπορεί να σημαίνει το συνέδριο ολόκληρο. Οδηγούν αυτόν προς τους Φαρισαίους, οι οποίοι νομίζονταν ως οι ορθοδοξότεροι και αυστηρότεροι από τους θρησκευτικούς αρχηγούς. Δες και Ιω. ζ 32. Άλλωστε το Σάββατο το συνέδριο δεν συνεδρίαζε (δ).
(3)   Από το επίρρημα «ποτε» συμπέραναν κάποιοι από τους νεώτερους (β,g) ότι η προσαγωγή στους Φαρισαίους δεν έγινε την ίδια την ημέρα της θεραπείας. Πιο σωστό φαίνεται ότι τονίζεται με έμφαση η κατάσταση της τύφλωσης ότι ανήκει πλέον στο παρελθόν και χάθηκε οριστικά.

14 Ἦν δὲ σάββατον(1) ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν(2) ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς.
14 Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο.
(1)   Παρεμβάλλει αυτήν την παρατήρηση ετοιμάζοντας τον αναγνώστη για πλήρη κατανόηση των συμβάντων που ακολούθησαν. Αντί για το ὅτε οι σιναϊτικός, βατικανός και δύο άλλοι μεγαλογράμματοι κώδικες γράφουν: εν ᾗ ημέρα.
(2)   Με τη φράση αυτή δηλώνεται η πράξη, με την οποία παραβιάστηκε το Σάββατο.
«Νομίζουν ότι έχει παραβιαστεί από τον Σωτήρας μας η νομική εντολή που έλεγε ότι δεν πρέπει το Σάββατο να διαπράττεται τίποτα το περιττό… επειδή απλώς και μόνο τόλμησε να αγγίξει πηλό τρίβοντας με το δάχτυλό του τη γη, και επιπλέον τούτου διέταξε τον άνθρωπο ότι πρέπει να πλυθεί ημέρα σαββάτου» (Κ). Αλλά ο Ιησούς σε αυτήν εδώ την περίπτωση δεν παραβίασε πραγματικά την εντολή του Σαββάτου, αλλά τις Φαρισαϊκές αντιλήψεις για τον τρόπο της τήρησής της. Πράγματι.
«Ο Χριστός μεν που με ένα δάχτυλο άλειψε τον πηλό το Σάββατο, κατηγορείται, ενώ αυτοί που με ολόκληρο το χέρι έλυναν τα ζώα και τα πήγαιναν για πότισμα, και έβγαζαν τα πρόβατα που έπεφταν σε λάκκο, δεν κατηγορούνται» (αμ).
Θα μπορούσε κάποιος να πει, ότι εξεπίτηδες ο Χριστός δεν αποφεύγει τις θεραπείες κατά τις ημέρες του Σαββάτου και μάλιστα να διενεργεί με τρόπο, που μπορούσε να προκαλέσει την υποκρισία των Φαρισαίων, διότι ήθελε να επανορθώσει μεν τις διεστραμμένες αντιλήψεις τους για την τήρηση του σαββάτου, και να διδάξει, ότι έργα ευποιΐας και ευεργεσίας του πλησίον, όταν μάλιστα η επιτέλεσή τους παρουσιάζεται είτε εύκολη, είτε επείγουσα, εναρμονίζονται με την τήρηση της εντολής του Σαββάτου. Παρέχοντας επίσης την ίαση το Σάββατο από τη μία στον παραλυτικό και από την άλλη στον τυφλό επιβεβαίωνε συγχρόνως, ότι και τα ηθικά θαύματα της θεραπείας ψυχών, τα οποία θα συντελούνταν στο όνομά του, μάλιστα και προπαντός κατά την χριστιανική ημέρα του Σαββάτου, δηλαδή την Κυριακή, θα γίνονταν συστηματικότερα. Πράγματι· πόσα μάτια τυφλωμένα ανοίγουν με το κήρυγμα του ευαγγελίου την ημέρα του Σαββάτου! Πόσες παράλυτες ψυχές ανορθώνονται υγιείς κατά την ημέρα εκείνη!
Αξιόλογη και η ερμηνεία: «Το ότι δεν δυσανασχέτησαν λίγο για το ότι φτιάχτηκε πηλός το Σάββατο, καθιστώντας το σε εμάς σαφές ο μακάριος Ευαγγελιστής, με κατάλληλο τρόπο επισημαίνει την γελοιότητα του πράγματος προσθέτοντας… «την ημέρα που έκανε τον πηλό ο Ιησούς»» (Κ).

15 Πάλιν(1) οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν(2). Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς(3)· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω(4).
15 Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω».
(1)   Υπαινίσσεται την εξέταση στο σ. 10.
(2)   Παραδέχονται οι Φαρισαίοι, ότι συντελέστηκε η έκτακτη θεραπεία του τυφλού, αλλά ενδιαφέρει αυτούς μάλλον, επειδή ήταν Φαρισαίοι, ο τρόπος της θεραπείας. «Ζητούν περισσότερο να ακούσουν το πώς ξαναείδε· αυτό λοιπόν προσπαθούσαν πάρα πολύ να ακούσουν, το ότι δηλαδή έφτιαξε πηλό και μου έχρισε τα μάτια. Διότι σε αυτό θεωρούσαν ασύνετα ότι βρισκόταν όλη η παράβαση του νόμου» (Κ).
Κάθε άνθρωπος καλής πίστης θα περίμενε ότι, ότι, όταν ένας τέτοιος άνθρωπος, τυφλός εκ γενετής, θα οδηγούνταν θεραπευμένος μπροστά σε αυτούς που από επάγγελμα σπούδαζαν και ερμήνευαν το νόμο, θα υποδέχονταν αυτοί αυτόν με ασυγκράτητο θαυμασμό για το θαύμα και θα συνέχαιραν τον θεραπευμένο για την ευτυχία της ίασης. Αλλά ο φθόνος τους και η εχθρότητά τους προς τον Χριστό τους έχει αποστερήσει από κάθε συναίσθημα ανθρωπισμού και αντί να χαρούν για τη θεραπεία ενός δυστυχούς με θαύμα, ταράζονται και αγανακτούν.
(3)   Στις απαντήσεις του τώρα ο θεραπευμένος είναι πιο ολιγόλογος. Αυτό οφείλεται στο ότι διακρίνοντας τις προθέσεις των ανακριτών του στους οποίους ήταν ήδη γνωστό το γεγονός, κουράζεται από τις ερωτήσεις τους.
«Χωρίς δηλαδή ούτε το όνομα να πει, ούτε το ότι μου είπε: Πήγαινε πλύσου, αμέσως λέει. Έβαλε πηλό στα μάτια μου…, διότι ήδη είχε εκδηλωθεί πολλή κατηγορία» (Χ).
«Μπορούμε να δούμε αυτόν που απαντά, πώς μεν απαντά στους πρώτους και πώς στους δεύτερους, στους μεν προηγούμενους ακριβέστερα, διότι ήταν γείτονες και τον έβλεπαν πριν που ήταν ζητιάνος, ενώ στους Φαρισαίους ούτε τα σχετικά με τον Σιλωάμ διηγήθηκε, ούτε ότι ο σωτήρας έκανε πηλό, ούτε ότι τον διέταξε κάτι. Και ίσως επειδή έβλεπε ο θεραπευμένος ότι των μεν πρώτων η ερώτηση ήταν αποτέλεσμα φιλομάθειας, ενώ των δεύτερων κακοήθειας, με αυτόν τον τρόπο απαντά στον κάθε έναν» (Ω).
(4)   «Αξίζει να θαυμάσουμε και πολύ δίκαια τον άνθρωπο, διότι στα λόγια σχετικά με αυτά προσθέτει χρήσιμα σαν κάποια κορωνίδα το «Βλέπω»… δηλαδή δεν δείχνω το μάτι μου ότι απλώς άνοιξε, αλλά όντως βλέπω» (Κ).
«Στους Φαρισαίους μιλά χωρίς έκπληξη. Διότι αυτοί μεν ήθελαν, αφού νιώσει κατάπληξη από το φόβο, να αρνηθεί την θεραπεία· αυτός όμως πιο δυνατά φωνάζει, ότι βλέπω» (Θφ).

16 Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές(1)· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ(2), ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ(3). ἄλλοι ἔλεγον(4)· πῶς δύναται ἄνθρωπος(5) ἁμαρτωλὸς(6) τοιαῦτα σημεῖα(7) ποιεῖν; Καὶ σχίσμα(8) ἦν ἐν αὐτοῖς.
16 Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους.
(1)   «Κάποιοι· όχι όλοι, αλλά οι πιο θρασείς» (Θφ).
(2)   «Δεν στάλθηκε δηλαδή (από το Θεό)· ή, δεν είναι από το Θεό» (Ζ).
(3)   «Αποσιωπώντας από πονηρία το γεγονός, έφερναν στο προσκήνιο την φαινομενική παράβαση· διότι δεν έλεγαν ότι το Σάββατο θεραπεύει, αλλά ότι το Σάββατο δεν τηρεί» (Χ).
Και «λεπτολογούν για το Σάββατο… αυτοί που θαύμαζαν τον αρχαίο εκείνον Ιησού [του Ναυή] ο οποίος από τη μία κυρίευσε ημέρα σαββάτου την Ιεριχώ, και από την άλλη διέταξε τους πατέρες τους να διαπράξουν αυτά που συνήθιζαν οι νικητές» (Κ).
Η ίδια κατηγορία διατυπώθηκε και στην θεραπεία του παραλύτου (Ιω. ε 10). Παρουσιαζόταν εν προκειμένω μία διπλή παραβίαση του σαββάτου· πρώτον μεν διότι με το δάχτυλο έκανε πηλό ο Ιησούς, και έπειτα διότι ήταν ειδικά απαγορευμένο να χρησιμοποιείται το Σάββατο το σάλιο για θεραπεία άρρωστων ματιών. Δες Shabb. c 21(β).
(4)   Αυτοί ήταν πιθανώς ο Νικόδημος, ο από Αριμαθαίας, ο Ιωσήφ, ο Γαμαλιήλ και άλλοι που είχαν παρομοίως ακέραιο χαρακτήρα (ο).
«Αξίζει να σημειωθεί και αυτό, το πώς δηλαδή οι άρχοντες είναι νωθρότεροι από τον όχλο στο καλό. Διότι να, ο όχλος προηγουμένως διχάστηκε στις γνώμες και δεν υπήρξε ομοφωνία όλων εναντίον του Χριστού» (Θφ).
«Οι άρχοντες όμως επειδή ήταν πιο ασύνετοι από τους πολλούς, διχάστηκαν ύστερα. Αλλά μετά το διχασμό τους πάλι, τίποτα το γενναίο δεν έδειξαν, βλέποντας μπροστά τους τούς Φαρισαίους» (Χ).
(5)   «Και αυτοί έχουν ακόμα χαμηλή ιδέα για αυτόν, και μιλούν και σκέφτονται σαν να πρόκειται για απλό άνθρωπο» (Κ). «Διότι αν δεν τον νόμιζαν ότι είναι σκέτος άνθρωπος, θα μπορούσαν να απολογηθούν και με άλλο τρόπο, λέγοντας ότι είναι κύριος του Σαββάτου, και αυτός δημιούργησε αυτό· αλλά ακόμη δεν είχαν αυτήν τη γνώμη» (Χ).
(6)   Αναφέρεται στη φράση των άλλων «δεν είναι από το Θεό». Ό,τι εκείνοι εξέφρασαν αρνητικά, αυτοί το λένε θετικά (ο). Δεν πρέπει να πάρουμε τη λέξη με την συνηθισμένη της έννοια, διότι οι υπερασπιστές αυτοί του Ιησού δεν φρονούν, ότι ο Ιησούς είναι απολύτως αναμάρτητος. Η κατάληξη -ωλός εκφράζει και ποσότητα μεγάλη και συνήθεια=άνθρωπος που από συνήθεια παραβαίνει το νόμο, παραβιαστής του Σαββάτου (g).
(7)   Σε πληθυντικό. Από όπου φαίνεται, ότι γνωρίζουν αυτοί και τα άλλα θαύματα του Ιησού (F).
«Πρόσεχε όμως και τη φράση «Τέτοια θαύματα» η οποία δεν μπήκε άσκοπα. Επειδή δηλαδή υπάρχουν διαφορές θαυμάτων,… η φράση «τέτοια» ειπώθηκε διότι υπερέχουν αυτά που έγιναν από το Χριστό στο ότι είναι και αληθινά και μεγάλα πάνω στη γη» (Ω).
«Βλέπεις που οι πολλοί μαλακώνουν από τα θαύματα; Να αυτοί που είναι Φαρισαίοι και άρχοντες, όμως από το θαύμα ντρέπονται και απολογούνται υπέρ αυτού» (Θφ).
Οι πρώτοι θέτουν ως βάση του συλλογισμού τους το απαραβίαστο του Σαββάτου και αμφισβητούν στον Ιησού την θεία αποστολή. Οπότε έπεται λογικά η άρνηση του θαύματος. Οι άλλοι αναχωρώντας από το γεγονός του θαύματος, καταλήγουν στο να δεχτούν τον άγιο χαρακτήρα του Ιησού και να αρνηθούν έτσι έμμεσα το απαραβίαστο του Σαββάτου. Το παν εξαρτάται από ποια βάση θα διαλέξει κάποιος· η εκλογή όμως αυτή εξαρτάται και εδώ, όπως πάντοτε, από την ηθική ελευθερία (g).
(8)   Με την έννοια της διαίρεσης, της διχογνωμίας (F). Διαιρέθηκαν, διότι άλλοι μεν αρνούνταν εξαιτίας της παραβίασης του Σαββάτου την θεία αποστολή του Χριστού, άλλοι όμως αρνούνταν, ότι έλαβε χώρα παραβίαση του Σαββάτου, ορμώμενοι από την ιδέα, ότι μόνο από το Θεό σταλμένος άνθρωπος μπορούσε να κάνει τέτοιο θαύμα (μ).
«Όμως, αν και διχάστηκαν, αλλά πρόβαλλαν ενστάσεις υπέρ του Χριστού, με πιο μαλακό τρόπο και με αμφιβολία μάλλον και αμφιταλάντευση παρά με βεβαιότητα» (Θφ).

17 Λέγουσι(1) τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς(2); Ὁ δὲ εἶπεν(3) ὅτι προφήτης(4) ἐστίν.
17 Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης».
(1)   Ποιοι; Ή «όχι αυτοί που είπαν ότι «Δεν είναι από το Θεό», αλλά αυτοί που αποχωρίστηκαν από αυτούς» (Ζ), οι οποίοι «θέλοντας να αποστομώσουν πλέον (τους άλλους), για να μην νομιστούν ότι συνηγορούν υπέρ του Χριστού, οδηγούν μπροστά τους αυτόν που έλαβε πείρα της δύναμής του και τον ρωτούν» (Χ).
Ή, πιο σωστά, αυτοί που είχαν ευνοϊκές διαθέσεις προς τον Ιησού σιγούν τώρα και παραμένουν σιωπηλοί θεατές (ο) και οι άλλοι «προκατειλημμένοι κατά κάποιο τρόπο από τα δεσμά του φθόνου απευθύνουν αλαζονικά τα λόγια στον άνθρωπο ο οποίος ήταν θεραπευμένος και ρωτούν πάλι αυτό που πολλές φορές ακούστηκε, θεωρώντας ότι ο τυφλός μαζί με αυτούς θα καταδικάσει τον Ιησού και θα ακολουθήσει τα δικά τους λόγια» (Κ).
(2)   Ερμηνεύτηκε με διάφορους τρόπους. Ή, θεωρήθηκε αραμαϊκός τρόπος έκφρασης και θεωρήθηκε το «ότι» ότι λέγεται αντί για την αναφορική αντωνυμία=ο οποίος σου άνοιξε… Έτσι μεταφράζει και η Βουλγάτα (επίσημη Λατινική μετάφραση). Ή, θεωρήθηκε το «ότι» ότι είναι ειδικό και ερμηνεύτηκε=για το ότι σου άνοιξε… (g). Τι έχεις να πεις σε σχέση με τα όσα είπες, ότι σου άνοιξε τα μάτια (ο).
Ή, πιο σωστά, το «ότι» είναι αιτιολογικό=διότι σου άνοιξε τα μάτια. Και εφόσον τα δικά σου μάτια άνοιξε, η γνώμη σου για αυτόν τον άνθρωπο πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη (β). «Και δεν είπαν, Εσύ τι λες για αυτό, ότι παραβίασε το Σάββατο; Αλλά θέτουν τώρα την ερώτηση της απολογίας αντί της κατηγορίας» (Χ).
(3)   «Δες την σοφία του φτωχού· διότι μιλά πιο συνετά από όλους αυτούς» (Χ), «και δεν φοβήθηκε τον θυμό αυτών που έλεγαν ότι δεν είναι από το Θεό. Διότι ήταν σταθερός και φίλος της αλήθειας και με ευγνωμοσύνη» (Ζ).
(4)   «Προφήτες ονόμαζαν τους θείους άνδρες» (Ζ). Γενικότερα προφήτης=άνθρωπος εμποτισμένος με το θείο πνεύμα, ο οποίος με εντολή και εξουσία Θεού αναγγέλλει με σπουδαίο λόγο τα του Θεού και προάγει την σωτηρία των ανθρώπων (G). Σύμφωνα με τον ορισμό στις Κλημέντιες ομιλίες (2,6) «προφήτης της αλήθειας είναι αυτός που πάντοτε όλα τα γνωρίζει, αυτά μεν που έγιναν όπως έγιναν, αυτά που γίνονται όπως γίνονται, και αυτά που θα γίνουν όπως θα είναι».
Επειδή όμως οι από το Θεό σταλμένοι προφήτες πιστοποιούσαν και με θαύματα την αποστολή τους, για αυτό «συνήθιζαν οι Ιουδαίοι να αποκαλούν προφήτες αυτούς που έκαναν θαύματα, διότι λόγω αυτού έδινε ο Θεός μαρτυρία για την αγιότητά τους» (Κ). Δεν λέει ο προφήτης, αλλά χωρίς άρθρο «αφού δεν έμαθε ακόμα με ακρίβεια ποιος είναι αληθινά» (Κ). Όπως φαίνεται από αυτά που εξιστορούνται στους σ. 35-38, ο τυφλός μετέπειτα πίστεψε, ότι ο Ιησούς ήταν ο προφήτης, ο Χριστός.

18 Οὐκ ἐπίστευσαν(1) οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι(2) περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν(3), ἕως ὅτου(4) ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ(5) τοῦ ἀναβλέψαντος
18 Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου
(1)   «Πρόσεξε με πόσους τρόπους επιχειρούν να επισκιάσουν το θαύμα και να το αναιρέσουν» (Χ).
«Επειδή μέσα τους είναι εντονότατος ο φθόνος εναντίον αυτού που έκανε τη θεραπεία, δεν τους αφήνει να πιστέψουν αυτό που από όλους ομολογείται» (Κ). Άνθρωποι οι οποίοι έχουν αμφιβολίες για την αλήθεια, μπορούν να απαλλαχτούν από αυτές και να βρουν την αλήθεια, αρκεί να θέλουν. Εκείνοι όμως πάλι, οι οποίοι αρέσκονται στην πλάνη και το ψεύδος, δεν χρειάζονται χέρια για να κρατούν αυτήν, αλλά το σκοτάδι της ολοένα κατακυριεύει το εσωτερικό τους. Καλούν και οι Φαρισαίοι τώρα τους γονείς του θεραπευμένου τυφλού. Το διάβημά τους αυτό δεν προέρχεται από συνετή επιφυλακτικότητα αλλά από προκαταλήψεις απιστίας. Είναι παρ’ όλα αυτά η μέθοδος αυτή καλή για εξακρίβωση και περαιτέρω έλεγχο του γεγονότος.
(2)   Ονομάζει έτσι τους ίδιους, τους οποίους πριν ονόμασε Φαρισαίους, δηλώνοντας τώρα αυτούς όχι πλέον από τη θέση την οποία κατείχαν στο Ισραήλ, αλλά από τη διάθεσή τους απέναντι στον Ιησού. Πρόκειται για αυτούς που είχαν τις πιο εχθρικές διαθέσεις εναντίον του Ιησού.
(3)   Είναι αξιοσημείωτη η αντίφαση, στην οποία καταλήγει με τον εαυτό της η κακία. Αφού παραδέχονται ότι ήταν τυφλός και ξαναείδε, «πώς τον κατηγόρησαν ότι δεν τηρεί το Σάββατο, αν όχι επειδή, εννοείται, πίστεψαν; Αλλά παντού το ψεύδος πέφτει από μόνο του» (Χ).
(4)   Δεν σημαίνει βεβαίως ότι πίστεψαν κατόπιν, παρόλο βεβαίως που όφειλαν, μετά την ανάκριση και των γονέων (κ).
(5)   Υποπτεύονται συμπαιγνία μεταξύ Ιησού και τυφλού (g). Καλούν για αυτό τους γονείς του τυφλού για περαιτέρω εξακολούθηση της ανάκρισης.
«Αλλά αυτή είναι η φύση της αλήθειας, με εκείνα που φαίνεται ότι επιβουλεύεται από τους ανθρώπους, με αυτά γίνεται ισχυρότερη· με αυτά λάμπει, με τα οποία επισκιάζεται» (Χ).
Οι γονείς του άλλοτε τυφλού ήταν φτωχοί και δειλοί. Εάν λοιπόν έλεγαν, ότι δεν μπορούν να είναι βέβαιοι για το ότι το πρόσωπο αυτό ήταν ο γιος τους· ή αν έλεγαν, ότι μόνο κάποια ασθένεια και αδυναμία είχε στα μάτια του και ότι προηγουμένως είχαν χρησιμοποιήσει φάρμακα για τη θεραπεία τους· ή εάν διατύπωναν άλλες επιφυλάξεις από φόβο προς τους Ιουδαίους και το συνέδριό τους, οι Φαρισαίοι θα θριάμβευαν εναντίον του Ιησού και θα κέρδιζαν στην προσπάθειά τους εναντίον της αλήθειας του θαύματος. Αλλά ο Θεός διέταξε και κατηύθυνε το σχέδιο, που επινοήθηκε και καταστρώθηκε από τους εχθρούς της αλήθειας, ώστε αυτό κατά την πραγματοποίησή του στράφηκε υπέρ της αληθείας και απόδειξης του θαύματος μέχρι σημείου, ώστε οι Φαρισαίοι να τεθούν μπροστά στο δίλημμα ή να δεχτούν το θαύμα, ή να περιέλθουν σε πλήρη σύγχυση ως προς αυτό.

19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς(1) λέγοντες· οὗτός ἐστιν(2) ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη(3); πῶς οὖν ἄρτι βλέπει(4);
19 και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;»
(1)   «Αφού τους έστησαν στη μέση, ώστε να τους βάλουν σε αγωνία, με πολλή αυστηρότητα και θυμό κάνουν την ερώτηση» (Χ), «προσδοκώντας να τους φοβίσουν» (Ζ). Τους ρώτησαν με επιτακτικό και απειλητικό τρόπο. «Επειδή δηλαδή αυτόν που ξαναείδε δεν μπόρεσαν να τον φοβίσουν, αλλά τον έβλεπαν με κάθε θάρρος να κηρύττει τον ευεργέτη, ήλπιζαν ότι με τους γονείς του θα φέρουν πλήγμα στο θαύμα» (Χ).
(2)  Η εξέταση γίνεται με αντιπαράσταση. «Τρία πράγματα ρωτιούνται. Αν αυτός είναι ο γιος τους, αν γεννήθηκε τυφλός και πώς τώρα βλέπει» (Ζ). Σαν να τους έλεγαν: Ορκίζεστε ότι αυτός πράγματι είναι ο γιος σας;
(3)   «Σχεδόν λένε· Τον οποίον εσείς κάνατε τυφλό, και όχι μόνο αυτό, αλλά και διαδώσατε παντού τον λόγο» (Χ). Λέτε για αυτόν ότι γεννήθηκε τυφλός. Είστε βέβαιοι για αυτό; Ή μήπως βεβαιώνατε εσείς ότι ήταν τυφλός, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν τέτοιος, αλλά θέλατε να έχετε δικαιολογία της επαιτείας του;
(4)   «Με τα δύο λοιπόν αυτά επιχειρούν να τους κάνουν να αρνηθούν, και με το να πουν «τον οποίο εσείς λέτε» και με το «Πώς λοιπόν τώρα βλέπει»; Δική σας, λέει, είναι η σκευωρία και η επινόηση» (Χ)· ἄρτι· είναι συνηθισμένη λέξη στον Ιωάννη και σημαίνει: αυτήν τη στιγμή, οπότε διακρίνεται από το γενικότερο κάπως νυν=κατά τον παρόντα χρόνο. Δες σ. 25 και ιγ 7,33,37,ιστ 12,31 (β).

20 Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη(1)·
20 Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός·
(1)   «Ενώ έγιναν τρεις ερωτήσεις, αν ήταν γιος τους, αν ήταν τυφλός και πώς ξαναείδε, τις δύο μόνο ομολογούν, ενώ την τρίτη δεν την προσθέτουν» (Χ), «επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους, όπως θα δηλωθεί στη συνέχεια» (Ζ). Γνωρίζουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας, διότι κάθε μέρα αφότου γεννήθηκε, τον συναναστρεφόμαστε και συνδεόμαστε με φυσική στοργή προς αυτόν. Γνωρίζουμε ακόμα ότι είναι τυφλός, διότι έχουμε δοκιμάσει πολλές λύπες για το πάθημά του αυτό και πολλές φροντίδες λάβαμε για αυτόν και πολλές αγωνιώδεις ώρες περάσαμε από τότε εξαιτίας αυτού του παθήματος. Πράγματι· πόσες φορές είδαν με θλίψη προς αυτόν και έκλαψαν για την από μικρή ηλικία τύφλωσή του πολύ περισσότερο από όσο για όλα τα άλλα βάρη και τις στενοχώριες της φτώχειας τους.

21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν(1)· αὐτὸς(2) ἡλικίαν ἔχει(3), αὐτὸν(4) ἐρωτήσατε, αὐτὸς(4) περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει(5).
21 πώς όμως τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν το ξέρουμε. Ρωτήστε τον ίδιο· ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του».
(1)   Για το ότι θεραπεύτηκε ο γιος τους ήταν απολύτως βέβαιοι, παρόλο που δεν ήταν αυτόπτες κατά την θεραπεία. Ήταν λοιπόν υποχρεωμένοι να επιδείξουν ευγνωμοσύνη προς εκείνον, ο οποίος τον θεράπευσε και να παράσχουν την μαρτυρία τους ξεκάθαρη και ανεπιφύλαχτη υπέρ του. Αλλά αυτοί νομίζουν, ότι ήταν αρκετό να μην πουν τίποτα εναντίον του ευεργέτη τους. Αλλά κατά την ημέρα, κατά την οποία κρίνεται στα ανθρώπινα δικαστήρια ο Χριστός και το ευαγγέλιό του, ισχύει εξ’ ολοκλήρου ο λόγος του Κυρίου: «Αυτός που δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου» (Λουκ. η 38).
(2)   «Βγάζοντας τον εαυτό τους από τον κίνδυνο, παραπέμπουν την ερώτηση στον θεραπευμένο, ως πιο αξιόπιστο από αυτούς σε αυτό το ζήτημα» (Ζ).
(3)   «Δεν είναι παιδί ούτε ατελής, αλλά ικανός να μαρτυρήσει για τον εαυτό του» (Χ). «Έχει τη δυνατότητα της φρόνησης και από το χρόνο και από την ηλικία… και με ποιο τρόπο έγινε σε αυτόν η θεραπεία θα το πει όχι με παιδικό μυαλό, αλλά με νου που έχει ήδη ωριμάσει καλά και μπορεί να συνδιαλέγεται με όσους τυχόν θέλει» (Κ).
Εάν ήταν ανήλικος, θα μιλούσαν αυτοί για αυτόν. Υπονοείται δηλαδή από αυτό, ότι όταν τα παιδιά είναι μικρά και ανήλικα, οι γονείς τους μιλούν αντί για αυτά· μιλούν στο Θεό με τις προσευχές τους, μιλούν στην εκκλησία για αυτά κατά την ώρα του βαπτίσματός τους. Και όταν πλέον ενηλικιωθούν, είναι τότε ο κατάλληλος καιρός να προκληθούν, για να δηλώσουν, εάν θέλουν να εμμείνουν σε όσα οι γονείς τους έπραξαν για αυτά και εξ’ ονόματός τους.
(4)   Αλεξανδρινή γραφή: αυτόν ερωτήσατε, ηλικίαν έχει, αυτός περί εαυτού λαλήσει. Η επανάληψη της αντωνυμίας αυτός δείχνει την κατάσταση της ταραχής και αγωνίας των γονέων του τυφλού, οι οποίοι ζητούσαν να μεταβιβάσουν την υποχρέωση της απάντησης στον γιο τους (ο).
(5)   Αφού τον γιο τους «τον παρουσίασαν αξιόπιστο, έτσι παραιτήθηκαν» (Χ). Ο θεραπευμένος τυφλός, όπως φαίνεται και από τις απαντήσεις, τις οποίες έδινε στους Ιουδαίους, είχε οξεία αντίληψη και συνεπώς περισσότερο από κάθε άλλον μπορούσε αυτός να μιλήσει για το συμβάν. Έτσι ο Θεός, όπως φαίνεται και από μύριες άλλες περιπτώσεις παρέχει στη διάνοια περισσότερα προσόντα, με τα οποία αναπληρώνονται οι φυσικές ελλείψεις του σώματος των αναπήρων.

22 Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο(1) τοὺς ᾿Ιουδαίους· ἤδη(2) γὰρ συνετέθειντο(3) οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος(4) γένηται.
22 Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας.
(1)   Σε τέτοιο βαθμό, ώστε άφησαν τον γιο τους μόνο στον κίνδυνο (b). Ήταν αδύνατον οι γονείς του τυφλού, όταν είδαν τον γιο τους να βλέπει, να μην ενδιαφέρθηκαν να πληροφορηθούν από αυτόν τα σχετικά με τη θεραπεία του. Γνώριζαν λοιπόν και πώς ξαναείδε και από ποιόν θεραπεύτηκε. Ο φόβος γίνεται παγίδα επικίνδυνη στον άνθρωπο και παρασύρει πολλούς να αρνηθούν το Χριστό και τις αλήθειές του και τις οδούς του και να ενεργήσουν εναντίον της συνείδησής τους.
(2)   Δεν σημειώνει κάτι ο ευαγγελιστής για το χρόνο στον οποίο λήφθηκε η απόφαση αυτή, πάντως όμως δεν φαίνεται να έγινε αυτό πριν πολύ καιρό. Ίσως ο χρόνος αυτός να συμπίπτει με το διάστημα, που παρεμβλήθηκε ανάμεσα στο επεισόδιο που σημειώθηκε στο η 59 («πήραν λοιπόν πέτρες να τις ρίξουν εναντίον του…») και την θεραπεία του τυφλού (ο). Ή, και κάπως παλαιότερα, όταν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι έστειλαν υπηρέτες για να τον πιάσουν. Δες Ιω. ζ 32 και εξής (β).
(3)   «Δηλαδή συμφώνησαν» (Ζ). Είχαν πάρει απόφαση. Ήδη από την πρώτη εμφάνισή της η αγία θρησκεία του Χριστού αντιμετώπισε νόμους ποινικούς και καταδιωκτικούς εναντίον εκείνων οι οποίοι την ομολογούσαν. Χρησιμοποιήθηκαν βίαια μέτρα για παρεμπόδιση των κατακτήσεών της, διότι η διαυγής και λάμπουσα αλήθειά της φυσικό ήταν να θέλξει τον κόσμο και να κατακτήσει αυτόν.
(4)   Ο αποκλεισμένος από τις ιερές συναθροίσεις των Ισραηλιτών (G). Υπήρχαν 3 είδη ή στάδια αφορισμού από την συναγωγή. Το πρώτο διαρκούσε 30 ημέρες, κατά τις οποίες ο αποσυνάγωγος ξυρίζοντας το κεφάλι αποκλειόταν από το λουτρό και απαγορευόταν να πλησιάσει κάποιον άλλον πιο κοντά από 4 πήχεις. Ήταν σε πένθος, αλλά μπορούσε να είναι παρών στις δημόσιες συναθροίσεις. Εάν επέμενε πεισματικά στο σφάλμα του κατά το τέλος των 30 ημερών ακολουθούσε το δεύτερο στάδιο, κατά το οποίο βρισκόταν αυτός κάτω από βαριά κατάρα και αποκλειόταν και από τις δημόσιες συναθροίσεις και από κάθε επικοινωνία με τους άλλους. Το τρίτο στάδιο επέφερε πλήρη στέρηση όλων των προνομίων του Ισραήλ, και των πολιτικών και των θρησκευτικών. Συχνά συνεπαγόταν και αυτήν την ποινή του θανάτου (ο).
Παρ’ όλα αυτά τα δύο ή τρία είδη του αφορισμού, τα οποία οι ραββίνοι του Ταλμούδ αναφέρουν, είναι μεταγενέστερα από την εποχή εκείνη. Δες Ματθ. ιη 17 (δ). Είναι αμφίβολο εάν η διάκριση τριών ειδών αφορισμού υπήρχε ήδη στα χρόνια του Χριστού ή και κατά τους πρώτους αιώνες μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων. Όμως ιδιαίτερα το Ιω. ιστ 2 δύσκολα θα επέτρεπε να υποθέσει κάποιος, ότι η ποινή αυτή και επί των ημερών του Χριστού συνίστατο απλώς σε προσωρινό αποκλεισμό από τη συναγωγή. Η ποινή αυτή συνίστατο σε αποκλεισμό από την κοινωνία του Ισραήλ, από τις ευλογίες του και τα προνόμιά του. Γίνεται λοιπόν αυτό ολοφάνερο από τη φύση της κοινωνίας αυτής και επιβάλλεται από την σοβαρότητα η οποία πρέπει να είχε αποδοθεί στην πράξη της αναγνώρισης του Ιησού ως Μεσσία. Παράλληλο χωρίο που διαφωτίζει για την έννοια του όρου αποσυνάγωγος είναι το Έσδρα ι 8 (C).

23 Διὰ τοῦτο(1) οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον(2) ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε.
23 Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, «ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο».
(1)   Αναφέρεται στα προηγούμενα=Επειδή ήδη είχαν συμφωνήσει να γίνεται αποσυνάγωγος αυτός που τον ομολογεί Χριστό, για αυτό… Εάν οι γονείς επιβεβαίωναν το θαύμα και απέδιδαν αυτό στον Ιησού, θα ομολογούσαν εμμέσως, ότι ο Ιησούς ήταν ο Χριστός.
(2)   «Λέει πάλι το ίδιο διασύροντας αυτούς ως δειλούς και για να μην γίνουν αποσυνάγωγοι, προσποιούνται μεν ότι αγνοούν, και ρίχνουν όλο το φορτίο του αγώνα πάνω στο γιο τους» (Ζ).

24 Ἐφώνησαν(1) οὖν(2) ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ(3)· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ(4)· ἡμεῖς(5) οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν(6).
24 Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πριν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού· εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός».
(1)   Ή, μετά τη συζήτηση μαζί του στο σ. 17, είχαν διώξει αυτόν (b), ή, μετά την εξέταση και των γονέων του ακολούθησε κάποια διακοπή και κατ’ ιδίαν συνδιάσκεψη των Φαρισαίων, μετά από την οποία φώναξαν για δεύτερη φορά τον θεραπευμένο (g).
(2)   Σε συνέχεια των όσων προηγήθηκαν. Αφού δηλαδή βρήκαν, ότι τίποτα από τους γονείς δεν μπορούσαν να αποσπάσουν καταδικαστικό του Ιησού ή που να μπορούσε να κάνει ύποπτο το θαύμα, καλούν ξανά τον θεραπευμένο (ο). «Επειδή οι γονείς πρόβαλλαν την ένσταση ότι πρέπει ο γιος τους να ερωτηθεί, αυτό κάνουν οι πειραστές» (Θφ).
(3)   «Επειδή δεν μπόρεσαν να απομακρύνουν τον άνθρωπο από την εκτίμηση για τον Χριστό… βιάζονται να τον τραβήξουν προς τον δικό τους σκοπό, με κάποιο αγαθό κατά κάποιο τρόπο δέλεαρ» (Κ). Επιζητούν να αποσπάσουν από τον άλλοτε τυφλό την αποκήρυξη του θαύματος εν ονόματι της δήθεν παραβίασης του Σαββάτου.
«Και φανερά μεν και αναίσχυντα δεν λένε· Αρνήσου ότι ο Χριστός σε θεράπευσε, αλλά θέλουν να αποδείξουν αυτό με το πρόσχημα της ευλάβειας… Διότι το να πουν μεν στους γονείς· Αρνηθείτε ότι είναι γιος σας και ότι τον γεννήσατε τυφλό, θα φαινόταν πολύ άξιο για γέλια, αλλά και να πουν πάλι σε αυτόν αυτό, θα ήταν φανερή αναισχυντία· για αυτό το μεθοδεύουν αλλιώς, λέγοντας «δώσε δόξα στο Θεό»» (Χ).
(4)   Ή, δίνει δόξα στο Θεό αυτός που ομολογεί την αλήθεια και μάλιστα σε υπόθεση και περίπτωση που έχει πολλές δυσκολίες (b). Και προτρέπουν αυτόν να διακηρύξει την αλήθεια και να ομολογήσει την πλάνη του. Δες Ιησ. Ν. ζ 19 (μ,χ). Εδώ δηλαδή θα δόξαζε το Θεό ο τυφλός, εάν συνομολογούσε με τους Φαρισαίους, ότι ο Ιησούς ήταν αμαρτωλός (F).
«Αυτό δηλαδή είναι δόξα του Θεού, το να μην μαρτυρήσει τίποτα το αγαθό για τον Ιησού» (Θφ).
«Αρνήσου ό,τι πήρες. Αλλά τέτοια διαγωγή προφανώς δεν ισοδυναμεί με το να δίνει δόξα στο Θεό, αλλά μάλλον με το να βλασφημεί αυτόν» (Αυ).
Σχετική με την ερμηνεία αυτή: το να δίνει δόξα στο Θεό κάποιος σημαίνει τον σεβασμό που αποδίδεται σε μία από τις θείες ιδιότητες που για λίγο επισκιάστηκε με λόγο ή γεγονός, το οποίο φαίνεται ότι προσβάλλει αυτήν. Δες Ιησ. Ν. ζ 19,Α Βασ. στ 5. Στην περίπτωση αυτή ο τυφλός είχε βλασφημήσει λέγοντας ότι Είναι Προφήτης. Με αυτό λοιπόν πρόσβαλε την αγιότητα και αλήθεια του Θεού αποδίδοντας τον τίτλο αυτόν στον παραβιαστή του Σαββάτου. Θα ξέπλενε λοιπόν την ενοχή του και θα έδινε δόξα στο Θεό, εάν τώρα διακήρυττε ότι ήταν αμαρτωλός (g).
Ή, «δόξασε τον Θεό διότι από αυτόν θεραπεύτηκες και όχι από τον Ιησού» (Ζ). «Με πολλή μεγάλη πανουργία λένε ότι πρέπει να αφιερώσει δόξα στο Θεό για το θαύμα, υποκρινόμενοι με αυτόν τον τρόπο ότι είναι ευσεβείς» (Κ). «Οι ανόητοι Ιουδαίοι που προστάζουν τον μεν Θεό να τον δοξάζει για το θαύμα, ενώ αυτόν που έπραξε το έργο του Θεού τον κατέκριναν» (αμ).
(5)   Επιχειρούν να προκαταλάβουν αυτόν ως αγράμματο με το βάρος του κύρους τους (b). «Αποδίδοντας το ότι γνωρίζουν με σαφήνεια μόνο στη δική τους γνώση… οι πλατιοί σε λόγια και φοβεροί σε αλαζονείες, με πάρα πολύ μεγάλη ανεξαρτησία από το Θεό φώναξαν «εμείς ξέρουμε»» (Κ).

25 Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν(1)· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα(2)· ἓν οἶδα(3), ὅτι τυφλὸς ὢν(4) ἄρτι βλέπω(5).
25 Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω· ένα ξέρω: πως, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω».
(1)   Οι αλεξανδρινοί κώδικες παραλείπουν το: καὶ εἶπεν.
(2)   Αυτό «δεν το είπε διστάζοντας, αλλά κάνει σαν να διστάζει» (Ζ). Συνετά αποφεύγει να συζητήσει μαζί τους αυτό που βεβαίωσαν εκείνοι για τον Ιησού, ότι είναι αμαρτωλός. Παρ’ όλα αυτά «δεν υποχωρεί μπροστά στο ψευδές κύρος τους» (b). «Σαν να έλεγε· Δεν λέω τίποτα τώρα για αυτόν, ούτε εκφράζω γνώμη» (Χ). «Δεν θα ονομάσω αμαρτωλό αυτόν που θαυματουργεί έτσι» (Κ). Σιωπηρά αποδοκιμάζει την βεβαιότητα, την οποία έχουν για το ότι αυτός που έκανε το θαύμα είναι άνθρωπος αμαρτωλός.
(3)   Παραπέμπει στο γεγονός. Η γλώσσα του παίρνει τόνο ειρωνικό, διότι έχει συνείδηση της κακοπιστίας των ανακριτών του (g). Βασίζεται στην πείρα, την οποία ο ίδιος έλαβε για την αγαθότητα και τη δύναμη του Ιησού. Αντίρρηση λοιπόν για εκείνο, το οποίο μαρτυρεί κάποιος εξ ιδίας πείρας, δεν χωρά τουλάχιστον ως προς αυτόν, ο οποίος με τις δικές του αισθήσεις έλαβε γνώση και βεβαιώθηκε για αυτό.
(4)   Η μετοχή είναι σε παρατατικό όπως γίνεται φανερό από το «τώρα βλέπω» που ακολουθεί (b). «Ήμουν τυφλός και βλέπω» (Κ).
(5)   «Δεν έχω πιστέψει τα σχετικά με εκείνον από λόγια άλλου… αλλά εγώ ο ίδιος είμαι η απόδειξη της δύναμης εκείνου» (Κ). Αποφεύγοντας ο τυφλός να συζητήσει το εάν ο Ιησούς ήταν αμαρτωλός και περιοριζόμενος στο να παραπέμψει τους ανακριτές του στο γεγονός, «απέδειξε τον εαυτό του υπεράνω υποψίας και την μαρτυρία αδέκαστη» (Χ).
Για αυτό οι Φαρισαίοι αισθανόμενοι το βάρος της απάντησης επανέρχονται ξανά στην έρευνα του γεγονότος. Ο θεραπευμένος τυφλός δεν παρέχει εξηγήσεις για τη μέθοδο και τον τρόπο της θεραπείας, ούτε καταφεύγει σε θεωρίες, για να αποσαφηνίσει τα σχετικά με το θαύμα. Περιορίζεται στο γεγονός: Ήμουν τυφλός και τώρα βλέπω. Έτσι και στο έργο της χάρης. Αυτοί που απαλλάσσονται με την ενέργειά της από την πνευματική τύφλωση αισθάνονται μεν το ευεργετικό αποτέλεσμα και ευλογούν το Θεό για την μεταβολή που έγινε, ο τρόπος όμως με τον οποίο συντελέστηκε αυτή και τα στάδια, από τα οποία διήλθε, παραμένουν άγνωστα σε αυτούς. Ήμουν τυφλός, λέει ο καθένας από αυτούς. Ζούσα βίο σαρκικό, κοσμικό και φιλήδονο. Και τώρα, δόξα στο Θεό, βλέπω από ποιο θάνατο σώθηκα μέσω του Χριστού και σε ποια μακάρια ζωή με τη χάρη του Θεού βαδίζω.

26 Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν(1)· τί ἐποίησέ σοι; Πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς(2);
26 Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;»
(1)   «Αφού από παντού αποκρούστηκαν και δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν τίποτα από αυτά που ήθελαν, πάλι γυρνούν στο προηγούμενο ερώτημα» (Ζ). Οι κώδικες συναϊτικός βατικανός και ο του Βέζα αποσιωπούν το: πάλιν.
(2)   «Αρέσκονται στο να ρωτούν πάλι και διερευνούν τον τρόπο της θαυματουργίας, κάνοντας αυτό όχι από καλή σκέψη ή για να μάθουν τα αγαθά, αλλά… όλα αυτά πάλι τα ανασκαλεύουν, θεωρώντας κατά κάποιο τρόπο ότι ο άνθρωπος δεν θα πει πάλι τα ίδια, αλλά θα αναφέρει κάτι που να είναι αντίθετο με τα προηγούμενα, έτσι ώστε αρπάζοντας τη διαφωνία, να διακηρύξουν ότι είναι κάποιος υποκριτής και ψεύτης» (Κ).
«Περιεργάζονται τον τρόπο της θεραπείας του, όπως ακριβώς μερικοί που κυνηγούν για ένα σίγουρο θήραμα και ψάχνουν παντού, τρέχοντας άλλοτε μεν προς τα εδώ, άλλοτε πάλι προς τα εκεί» (Χ). Επειδή δεν πέτυχαν να ανατρέψουν το θαύμα με την δογματική, θέλουν να το υποσκάψουν με την κριτική (g).

27 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη(1), καὶ οὐκ ἠκούσατε(2)· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν(3); Μὴ(4) καὶ ὑμεῖς(5) θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι(4);
27 «Σας το είπα κιόλας», τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε· γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;»
(1)   «Κατηγορώντας τους ο θεραπευμένος όχι πλέον με συστολή, αλλά με πιο πολύ θάρρος απαντά» (Ζ). «Διότι όσον μεν η υπόθεση χρειαζόταν εξέταση και ελέγχους, παρείχε την απόδειξη μιλώντας συνεσταλμένα» (Χ). Όταν όμως έγινε ολοφάνερη η κακοπιστία τους «τότε λοιπόν τους αντιμετωπίζει ο ίδιος με θάρρος» (Χ). Αρνείται να επαναλάβει την αφήγηση παραπέμποντας αυτούς σε όσα είχε ήδη πει.
(2)   Το ότι κήρυξαν ως αμαρτωλό αυτόν που διέπραξε το θαύμα, ήταν σαφής απόδειξη, ότι απέρριπταν την περιγραφή που τους έκανε.
«Αυτό που λέει έχει την εξής έννοια· Δεν προσέχετε τα λόγια μου· για αυτό δεν θα πω πλέον, ούτε θα απαντώ συνεχώς σε εσάς που ρωτάτε μάταια και θέλετε να ακούσετε όχι για να μάθετε, αλλά για να κατηγορήσετε τα λεγόμενα» (Χ). Δεν ακούσατε. Είστε λοιπόν κουφοί (g). Ή «δεν πιστέψατε» (Ζ)· δεν προσέξατε διόλου τα όσα είπα.
(3)   «Για ποιο λόγο ζητάτε πάλι να ακούτε;» (Ζ). «Το μεν «ακούσατε» ισοδυναμεί με το «δεν παραδεχτήκατε», δεν θελήσατε το λεγόμενο, το «Τι λοιπόν πάλι θέλετε να ακούτε;» ισοδυναμεί με το: Τι λοιπόν, ω τέτοιοι, άραγε θέλετε τώρα να ακούσετε; Διότι μάταια θέλετε να ακούτε» (Ω).
(4)   «Έπειτα διακωμώδησε αυτούς και τους έπληξε σε μεγάλο βαθμό» (Χ). Ήπια και αρμόζουσα ειρωνεία (b). «Αυτό φανερώνει ψυχή θαρραλέα και ατρόμητη και που δεν πτοείται από την μανία τους» (Θφ). Όσοι συστηματικά καταπολεμούν την αλήθεια και αποκρούουν πεισματικά τον από αυτήν φωτισμό, κάνουν τους εαυτούς του καταγέλαστους και εκτίθενται στην περιφρονητική επίκριση καθενός μη σκοτισμένου ανθρώπου, αλλά που έχει υγιή το νου.
(5)   Υπαινίσσεται ή ότι ήταν γνωστό ότι ο Ιησούς είχε ήδη κάποιους μαθητές και γνώριζαν αυτό οι Φαρισαίοι (β), ή «κατέταξε πλέον τον εαυτό του στο χορό των μαθητών· διότι το «και εσείς» είναι λόγος ανθρώπου που δείχνει τον εαυτό του ότι είναι μαθητής του» (Χ). «Είμαι ήδη ένας εγώ» (Αυ).
Ή, το «εσείς» λέγεται με κάποια έμφαση αναφορικά με την κρίση τους στο σ. 24 (ο)=Εσείς οι οποίοι τον κηρύξατε αμαρτωλό. Η πρώτη ερμηνεία φαίνεται πιο σωστή, χωρίς να αποκλείεται και συνδυασμός της με την δεύτερη=Έχει πολλούς μαθητές και μεταξύ τους θα συγκαταριθμηθώ και εγώ. Μήπως θέλετε και εσείς να πράξετε το ίδιο;

28 Ἐλοιδόρησαν αὐτὸν(1) καὶ εἶπον· σὺ(2) εἶ μαθητὴς ἐκείνου(3)· ἡμεῖς(2) δὲ τοῦ Μωυσέως(3) ἐσμὲν μαθηταί(4).
28 Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή·
(1)   Αφού δεν πέτυχαν να αποσπάσουν από τον τυφλό κάποια ομολογία εναντίον του θαύματος, και θίχτηκαν επιπλέον και από την λεπτή ειρωνεία, χρησιμοποιούν τώρα τρόπο υβριστικό εναντίον του.
(2)   Η αντίθεση εδώ είναι όχι ανάμεσα στον Ιησού και τον Μωϋσή, αλλά ανάμεσα στον τυφλό και αυτούς.
(3)   «Για μεν το Χριστό λένε το «Εκείνου», αλλά διευρυνόμενοι κατά κάποιο τρόπο σε υπέρογκη αλαζονεία, λένε ανόητα «εμείς όμως είμαστε μαθητές του Μωϋσή»» (Κ). Εκείνου (του Ιησού), ο οποίος καταργεί το Σάββατο και δεν είναι από το Θεό και τον Μωϋσή, ο οποίος ήταν από το Θεό και μέσω αυτού ο Θεός έδωσε την εντολή του Σαββάτου.
(4)   «Εσείς ούτε του Μωϋσή ούτε αυτού» (Χ) είστε μαθητές. «Διότι αν ήσασταν του Μωϋσή, θα ήσασταν και του Χριστού. Διότι αν πιστεύατε, λέει ο Χριστός, στον Μωϋσή, θα πιστεύατε σε εμένα» (Ζ).
Άνθρωποι σαρκικοί, οι οποίοι συνδέονται τελείως εξωτερικά και επαγγελματικά με τη θρησκεία, είναι έτοιμοι να καυχηθούν για το αξίωμα και τα προνόμια του εκκλησιαστικού του επαγγέλματος, αλλά είναι τελείως ξένοι με τις αρχές και την δύναμη της θρησκείας, την οποία θέλουν να εκπροσωπούν. Οι Φαρισαίοι αυτοί οι οποίοι τώρα εξετάζουν τον τυφλό, είχαν προηγουμένως καυχηθεί για την καταγωγή τους από τον Αβραάμ, τώρα όμως καυχιούνται για την μόρφωσή τους, η οποία είχε συντελεστεί, όπως αυτοί φρονούν, με την σπουδή των συγγραφών του Μωϋσή. Σαν να ήταν αρκετά αυτά για να σώσουν αυτούς. Δες επίσης, πόσο ο εγωισμός τυφλώνει τον άνθρωπο. Ισχυρίζονται ότι είναι του Μωϋσή μαθητές. Αλλά μεταξύ Μωϋσή και Χριστού υπάρχει αρμονική συμφωνία. Ο Μωϋσής προετοίμασε τα πράγματα για την έλευση του Χριστού και ο Χριστός εκπλήρωσε και τελειοποίησε όσα ο Μωϋσής παράγγειλε και προείπε, έτσι ώστε οι μαθητές του Μωϋσή φυσικό ήταν να γίνουν και του Χριστού μαθητές.

29 Ἡμεῖς(1) οἴδαμεν(2) ὅτι Μωυσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός(3)· τοῦτον δὲ(4) οὐκ οἴδαμεν(5) πόθεν ἐστίν(4).
29 εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευσή του».
(1)   Με έμφαση που φανερώνει τον εγωισμό τους. Εμείς, οι αναγνωρισμένοι πνευματικοί ηγέτες του έθνους. «Αυθαδιάζουν πάλι… και αλαζονευόμενοι με άθραυστη αναισχυντία, ξαναλένε το «Εμείς ξέρουμε»» (Κ).
(2)   «Εάν γνώριζαν ότι στον Μωϋσή μίλησε ο Θεός, θα γνώριζαν επίσης και τι ο Θεός κήρυξε μέσω του Μωϋσή» (Αυ).
(3)   Για αυτό και είναι υπερήφανοι, διότι είναι μαθητές του Μωϋσή. Μίλησε ο Θεός και προκήρυξε, ότι επρόκειτο να έλθει και άλλος προφήτης, όμοιος με τον Μωϋσή, τον οποίο όφειλαν αυτοί να αναμένουν και προς τον οποίο έπρεπε να πειθαρχήσουν. Έδωσε όμως ο Χριστός σαφή δείγματα και τεκμήρια, ότι σε αυτόν όφειλαν οι Ιουδαίοι να στραφούν με εμπιστοσύνη και βεβαιότητα, ότι αυτός ήταν ο αναμενόμενος προφήτης.
(4)   «Από πού στάλθηκε» (Ζ). Ομολογούν πλήρη άγνοια για το παρελθόν του Ιησού παρόλο που κάποιοι από τους Ιεροσολυμίτες γνώριζαν από πού καταγόταν και προερχόταν ο Ιησούς (Ιω. ζ 27). Αλλά οι Φαρισαίοι ούτε ενδιαφέρονταν ούτε ήθελαν να φανούν ότι φρόντιζαν να μάθουν ποια ήταν η καταγωγή του και ποιοι οι συγγενείς του (β).
Μιλούν για τον Ιησού με περιφρόνηση. Την άγνοιά τους για το Χριστό την προβάλουν ως λόγο δικαιολογητικό της εναντίον του περιφρόνησής τους. «Αυτόν». Μπαίνει μπροστά με έμφαση, για να δηλωθεί εντονότερα η περιφρόνησή τους. Εκφράζονται έτσι για τον Ποιμένα του Ισραήλ, σαν να μην ήταν άξιος να συγκαταριθμηθεί ούτε με τα σκυλιά του ποιμνίου τους. Νόμιζαν ότι κατείχαν αυτοί το κλειδί της γνώσης και ότι κανείς δεν επιτρεπόταν να κηρύττει, εάν δεν είχε την άδειά τους. Αξίωναν, ώστε όλοι όσοι ήθελαν να ασκήσουν το διδασκαλικό έργο να υποβληθούν σε εξετάσεις μπροστά τους και εφόσον θα εγκρίνονταν από αυτούς, τότε θα γίνονταν αναγνωρισμένοι ραββίνοι. Αλλά ο Ιησούς δεν έπραξε ποτέ κάτι τέτοιο. Για αυτό λένε για αυτόν: «Αυτόν δεν τον ξέρουμε από πού είναι». Υπερήφανοι και εγωπαθείς άνθρωποι δεν θεωρούν καλό παρά μόνο τον εαυτό τους και εκείνους, οι οποίοι υπηρετούν τα θελήματά τους και τα συμφέροντά τους. Όχι πριν πολύ αυτοί οι ίδιοι διακήρυξαν για τον Ιησού: «Αυτόν ξέρουμε από πού είναι· ενώ ο Χριστός, όταν θα έλθει, κανείς δεν θα ξέρει από πού είναι» (Ιω. ζ 27) έτσι βεβαιώνουν τη μία φορά αυτό, το οποίο αρνούνται ξεκάθαρα την άλλη. Ανάλογα με τα συμφέροντά τους και όπως εξυπηρετούνται κάθε φορά τα θελήματά τους και οι ορέξεις τους.
(5)   Η σχετικά με τον Ιησού άγνοιά τους είναι ένοχη.
«Δεν είπαν Εμείς ακούσαμε ότι στον Μωϋσή μίλησε ο Θεός, αλλά είπαν: γνωρίζουμε. Αυτά που άκουσαν ισχυρίζονται ότι τα γνωρίζουν, αυτά που βλέπουν όμως τα θεωρούν κατώτερα από όσα άκουσαν. Δεν είναι αξιοπιστότερος από τους προγόνους σας αυτός που με τα θαύματα επιβεβαιώνει αυτό, ότι δηλαδή ήλθε από το Θεό;» (Χ).
Όφειλαν να είχαν εξετάσει. Ο Μεσσίας κατά τη γενική τότε προσδοκία από στιγμή σε στιγμή επρόκειτο να φανεί. Και ήταν καθήκον τους να εξετάσουν κάθε ένδειξη, που μπορούσε να τους πείσει ότι ο Μεσσίας ήλθε. Αν μη τι άλλο, έπρεπε να εξετάσουν τη διδασκαλία του, τα θαύματά του, τη γενικότερη αναστροφή του. Είχαν μάλιστα αυτοί κατασκόπους και όργανα παρακολούθησης παντού. Και από τις ειδήσεις τις οποίες έπαιρναν από αυτούς, μπορούσαν να είναι καλά πληροφορημένοι για το ποιος ήταν ο Χριστός. Αλλά δες πόσο παράλογη είναι η απιστία. Δεν θέλουν να γνωρίσουν τη διδασκαλία του Χριστού μόνο και μόνο διότι είναι αποφασισμένοι να μην την πιστέψουν και να μην την εγκολπωθούν. Και στη συνέχεια ισχυρίζονται ότι δεν την πιστεύουν, διότι δεν την γνωρίζουν!

30 Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ(1) τούτῳ(2) θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς(3) οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί(4), καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς(5).
30 Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο, πως εσείς δεν ξέρετε από πού είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια.
(1)   Με έννοια συμπερασματική που μπορεί να μεταφραστεί και με το: βεβαίως= Ομολογείτε, ότι αγνοείτε από πού είναι. Σε αυτό βεβαίως (πράγματι) υπάρχει το θαυμαστό (G,g).
(2)   Συνδέεται με το ακόλουθο ὅτι. Υπάρχει και η γραφή: το θαυμαστόν.
(3)   Οι «θεωρούμενοι ότι παραμένετε κοντά στο Θεό χωρίς περισπασμούς και είστε οι αρχηγοί του νόμου και μελετάτε τις ιερές συλλαβές και σας έλαχε η ηγεμονία» (Κ).
(4)   Δηλαδή εάν είναι από το Θεό (b). «Άνθρωπος που δεν είναι από τους επίσημούς σας, ούτε από τους επιφανείς… μπορεί να κάνει τέτοια» (Χ). «Διότι αν ήταν από τους επίσημους και ένδοξους, δεν θα ήταν τόσο θαυμαστό» (Ζ).
(5)   «Παντού επαναλαμβάνει το θαύμα, επειδή αυτό δεν μπορούσαν να το απορρίψουν, και από αυτό διατυπώνει τις σκέψεις του» (Χ).
Εκείνος ο οποίος άνοιξε τα μάτια τυφλού εκ γενετής, πρέπει να μην ήταν κάποιος ασήμαντος άνθρωπος, αλλά προσωπικότητα άξια πολλής προσοχής. Οι Φαρισαίοι επίσης ήταν άνθρωποι με πολλές γνωριμίες και επιδείκνυαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ζητήματα που σχετίζονταν με τη θρησκεία, θεωρώντας τους εαυτούς τους φρουρούς της πίστης και άγρυπνους φύλακες της ιουδαϊκής συναγωγής. Το ότι λοιπόν αγνοούσαν τον άνθρωπο αυτόν ή δεν θεώρησαν άξιο να έλθουν σε γνωριμία μαζί του, αυτό ήταν πράγματι παράδοξο.
Υπάρχουν και μέχρι σήμερα πολλοί άνθρωποι που δείχνουν εξαιρετική ευφυΐα σε ορισμένα ζητήματα και οι οποίοι θεωρούνται μορφωμένοι και ιδιαίτερα καλλιεργημένοι άνθρωποι, και όμως αγνοούν την διδασκαλία του Κυρίου, και δεν δείχνουν ούτε απλή περιέργεια για εκείνα, στα οποία επιθυμούν άγγελοι να σκύψουν. Ενδέχεται να είναι σε ορισμένο κλάδο της επιστήμης παγκοσμίου φήμης επιστήμονες και στο σχολείο του Χριστού να είναι αστοιχείωτοι ή και ανεπίδεκτοι μάθησης. Και όπως και ο θεραπευμένος τυφλός απέναντι στους Φαρισαίους, έτσι και καθένας που έλαβε πείρα της ευεργετικής επίδρασης της διδασκαλίας του Κυρίου και των χαρίτων, οι οποίες πηγάζουν από αυτόν, απορεί και θαυμάζει, πώς οι άνθρωποι αυτοί σε ζητήματα τόσο ουσιώδη για τη σωτηρία της ψυχής τους, παρουσιάζονται τόσο αμαθείς και παράλογοι.

31 Οἴδαμεν(1) δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει(2), ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβὴς(3) ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ(4), τούτου ἀκούει(5).
31 Ξέρουμε πως ο Θεός τούς αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει.
(1)   Εισάγει αξίωμα σε όλους γνωστό και «από αυτά που ομολογούνται χωρίς ενδοιασμούς» (Κ). Αντίθετα με τους Φαρισαίους που βάζουν μπροστά πάντοτε το «Εμείς ξέρουμε», ο άλλοτε τυφλός μιλώντας με σεμνότητα και μετριοφροσύνη δεν χρησιμοποιεί την αντωνυμία (ο). Το επιχείρημά του είναι απλό και σαφές και ο συλλογισμός του ισχυρός. Ο σ. 31 αποτελεί την μείζονα πρόταση. Ο σ. 32 την ελάσσονα και ο σ. 33 το συμπέρασμα (g). Ο όλος συλλογισμός έχει ως εξής: Ο Θεός δεν ακούει τις δεήσεις των αμαρτωλών και τα θαύματα γίνονται ως απάντηση στις προσευχές ευσεβών και θεοφιλών ανθρώπων. Ο Ιησούς έκανε θαύμα. Ο Ιησούς άρα είναι θεοσεβής και δίκαιος (β). Είναι αξιοσημείωτο το ολοένα αυξανόμενο θάρρος του τυφλού.
«Επειδή προηγουμένως είπαν· Εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός, τότε μεν υπό μορφήν δισταγμού απέκρουσε το λόγο· τώρα όμως είναι γεμάτος με θάρρος» (Ζ) «και όχι μόνο απάλλαξε τον Ιησού από αμαρτήματα, αλλά δείχνει ότι είναι και πολύ αρεστός στο Θεό και πράττει όλα τα του Θεού» (Χ).
Ο μέχρι προ ολίγου τυφλός δεν είχε ποτέ διαβάσει την Γραφή και τον λόγο του Θεού. Όμως γνώριζε καλά τα του Θεού και τα της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής. Δεν είχε την αίσθηση της όρασης, είχε όμως την αίσθηση της ακοής, και όπως είναι γνωστό, «η πίστη προέρχεται από την ακοή». Παρ’ όλα αυτά τίποτα δεν θα ωφελούσε αυτόν η αίσθηση της ακοής, εάν δεν είχε και την πρόθεσή του αγαθή, αλλά και τον Θεό να φωτίζει και να οδηγεί αυτόν σε γνώση της αλήθειας.
(2)   Με πτώση γενική το ακούω, διότι υπονοεί την ακρόαση με προσοχή (β). Για το αξίωμα, σύμφωνα με το οποίο ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, δες Ιώβ κζ 8-9,Ψαλμ. ξε 18,Ησ. α 15,νθ 2,Ιεζ. η 18,Μιχ. γ 4,Ζαχ. ζ 13. Το αξίωμα παρ’ όλα αυτά δεν ισχύει απολύτως. Διότι διαφορετικά «εάν ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, μάταια ο τελώνης ρίχνοντας τα μάτια στο έδαφος και χτυπώντας το στήθος του θα είχε πει: ω Θεέ, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό» (Αυ).
«Ένα τέτοιας σημασίας δόγμα, εάν ήταν αληθινό, το ότι δηλαδή ο Θεός δεν ακούει τον αμαρτωλό, δεν θα αποσιωπούνταν, αλλά θα λεγόταν από κάποιον άξιο εμπιστοσύνης, για παράδειγμα ή τον Μωϋσή ή κάποιον από τους προφήτες. Πώς όμως, αν ο Θεός δεν ακούει τον αμαρτωλό, διδάσκονταν οι αμαρτωλοί να λένε: Συγχώρεσε σε εμάς τα παραπτώματά μας…; Ποιους λοιπόν ακούει ο Θεός; Αυτούς που δείχνουν διάθεση μετανοίας, έστω και αν ακόμα δεν σταμάτησαν να είναι αμαρτωλοί… Ίσως όμως αυτό το ρητό, δεν αναφέρεται στα τυχόντα αιτήματα της προσευχής του αμαρτωλού, αλλά αναφέρεται σε τέτοιας σπουδαιότητας έργα, όπως ήταν τα έργα του Ιησού. Όταν δηλαδή για τόσο σπουδαία έργα παρακαλείται ο Θεός από αμαρτωλούς, δεν ακούει» (Ω).
«Δεν ακούει ο Θεός όταν πρόκειται για τέτοια θαύματα» (Ζ), ώστε να τελέσει μέσω αυτών (των αμαρτωλών) τέτοια θαύματα (δ).
(3)   Από τις λέξεις που αναφέρονται μόνο μία φορά στην Κ.Δ.=Αυτός που σέβεται το Θεό, ο ευσεβής (G).
(4)   «Δεν αρκεί να αναγνωρίζουμε το Θεό, αλλά πρέπει να κάνουμε και το θέλημά του» (Χ). «Διότι πολλοί είναι μεν θεοσεβείς, αλλά δεν εκτελούν το θέλημα του Θεού» (Θφ).
(5)   Δες Ψαλμ. λγ 16,ρμδ 19,Παροιμ. ιε 29.

32 Ἐκ τοῦ αἰῶνος(1) οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις(2) ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου(3).
32 Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού.
(1)   Λέγεται με υπερβολή και με φράση που χρησιμοποιεί ο λαός (G). Από τότε που άρχισε ο κόσμος (β).
(2)   «Παρόλο που εμφανίστηκε πολύς μεν χορός αγίων προφητών και οι ιερές γραφές αναφέρουν όχι ολιγάριθμους δίκαιους» (Κ), «τυφλού εκ γενετής, κανείς» (Ζ) δεν άνοιξε τα μάτια. Πράγματι καμία άλλη αφήγηση τέτοιας θεραπείας προηγούμενης δεν συναντάμε στη Βίβλο (ο).
«Αυτό τίποτα άλλο δεν υποδήλωνε, παρά ότι ο Χριστός ήταν ανώτερος και ενδοξότερος όλων, ο οποίος παρουσίαζε με γεγονότα ότι υπήρχε μέσα του τέτοια και δύναμη και εξουσία, την οποία δεν διέθετε κανείς από τους αγίους προφήτες ποτέ έως τώρα» (Κ).
Τα θαύματα του Κυρίου Ιησού υπήρξαν τέτοια, ώστε όμοια με αυτά δεν είχαν συντελεστεί προηγουμένως από τα θεοφιλή πρόσωπα της Π.Δ.
(3)   Και ο ίδιος ο Κύριος μαρτυρείται στα Ευαγγέλια ότι θεράπευσε πολλούς τυφλούς, αλλά σε καμία άλλη περίπτωση εκτός από την παρούσα δεν αναφέρεται ότι θεράπευσε τυφλό εκ γενετής (ο). Σωστά ο θεραπευμένος τυφλός τονίζει το θαύμα, επιζητώντας από ευγνώμονα αναγνώριση να τιμήσει τον Κύριο, ο οποίος έκανε αυτό. Είναι δίκαιο και επιβεβλημένο όσοι έτυχαν της ευσπλαχνίας και του πλουσίου ελέους του Θεού, να διακηρύττουν αυτό και να μιλούν με τιμή για αυτό, όχι για να εξάρουν το άτομό τους, παρουσιάζοντας τον εαυτό τους ότι ιδιαίτερα ευνοήθηκε από το Θεό, αλλά για να αποδίδουν δόξα στο Θεό.

33 Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ(1), οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν(2).
33 Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα».
(1)   Θριαμβευτική απάντηση σε αυτό που είπαν οι Φαρισαίοι: Δεν γνωρίζουμε από πού είναι. «Επειδή δηλαδή είπαν ανόητα για το Χριστό ότι Αυτόν δεν τον ξέρουμε από πού είναι, τούς ελέγχει πάλι δυναμικά ότι φρονούν λανθασμένα» (Κ).
(2)   Όχι μόνο από αυτά, τα οποία αυτός κάνει, αλλά και από εκείνα τα οποία άλλοι εξέχοντες άνδρες κάνουν (b). Η έννοια του όλου συλλογισμού: «εάν ομολογείτε ότι ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, αλλά αυτός έκανε θαύμα, και θαύμα τέτοιο, το οποίο κανείς άνθρωπος δεν έκανε, είναι ολοφάνερο ότι νίκησε τον καθένα ως προς την αρετή και είναι μεγαλύτερη η δύναμή του από την ανθρώπινη δύναμη» (Χ). Είναι λοιπόν από το Θεό.

34 Ἀπεκρίθησαν(1) καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης(2) ὅλος(3), καὶ σὺ(4) διδάσκεις ἡμᾶς(4); Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω(5).
34 «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις το δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω.
(1)   «Οι περισσότεροι δεν παραδέχονται εύκολα τα τραύματα του ελέγχου και την επανόρθωση με αυτά» (Κ). «Όσο μεν προσδοκούσαν από αυτόν να αρνηθεί, τον νόμιζαν αξιόπιστο και τον καλούσαν και μία και δεύτερη φορά… Όταν όμως είπε την αλήθεια, χωρίς να φοβηθεί τίποτα, τότε τον καταδικάζουν» (Χ).
(2)   «Εδώ κοροϊδεύουν με σκληρότητα και την τύφλωσή του· σαν να έλεγαν. Από την αρχή της ζωής σου είσαι μέσα στην αμαρτία» (Χ). «Διότι θεωρούσαν ότι λόγω κάποιων αμαρτιών γεννήθηκε τυφλός» (Ζ). Δεν καταλαβαίνουν, ότι με αυτήν την ύβρη αποδίδουν τιμή στην πραγματικότητα του θαύματος, την οποία επιζητούν να αρνηθούν (g). Το «μέσα σε αμαρτίες» μπαίνει μπροστά με έμφαση. Εάν εξακολουθούσε να είναι τυφλός, θα ήταν βάρβαρο και πολύ σκληρό να τον επικρίνουν για το ατύχημά του και να διακηρύττουν, ότι γεννήθηκε τυφλός, διότι ήταν βουτηγμένος μέσα στην αμαρτία περισσότερο από κάθε άλλον. Τώρα όμως που είχε θεραπευτεί, ήταν τελείως άδικο να επικρίνουν έτσι το πάθημά του, διότι με τη θεραπεία του είχε πλέον αποδειχτεί, ότι ο Θεός είχε ευνοήσει αυτόν.
(3)   =Στην ψυχή και στο σώμα (ο).
(4)   Με έμφαση και οι δύο αντωνυμίες=Εσύ ο άθλιος και από την κοιλιά της μάνας σου αμαρτωλός, εμάς τους ειδήμονες στο νόμο και τους ευσεβέστερους όλου του έθνους (ο). Εγωιστές άνθρωποι δεν καταδέχονται να διδάσκονται από τους φαινομενικά κατώτερούς τους, ενώ δεν θα έπρεπε να θεωρούμε τους εαυτούς μας τόσο προχωρημένους και τόσο σοφούς και τέλειους στην αρετή, ώστε να μην έχουμε ανάγκη υποδείξεων, ελέγχων και περαιτέρω μάθησης. Αυτοί που έχουν υλικά πλούτη είναι αχόρταγοι και θέλουν να αποκτήσουν περισσότερα. Γιατί να μην συμβαίνει το ίδιο και σε εκείνους, οι οποίοι έχουν ένα μέρος της γνώσης, και μάλιστα όταν πρόκειται να οδηγηθούν στη σωτήρια γνώση;
(5)   Αυτό δεν σημαίνει, ότι τον έκαναν αποσυνάγωγο, διότι την απόφαση για αυτό μόνο το συνέδριο ήταν αρμόδιο να λάβει (β). Τον έδιωξαν βίαια από την αίθουσα της συνεδρίασης, ίσως με την πρόθεση να προκαλέσουν ακολούθως και τον αφορισμό από το Συνέδριο (g).
Ο φτωχός αυτός άνθρωπος υπήρξε ο πρώτος ομολογητής, όπως και ο βαπτιστής Ιωάννης υπήρξε ο πρώτος μάρτυρας της χριστιανικής εκκλησίας. «Τον βγάζουν έξω ως ομολογητή της αλήθειας, οι γιοι του ψεύδους» (Θφ). Αυτή η συμπεριφορά των Φαρισαίων αποτελεί νέο σταθμό χειρότερης προκοπής τους στην απιστία. Για πρώτη φορά τώρα εμφανίζονται διώκτες και αυτών που έχουν ευνοϊκές διαθέσεις προς τον Ιησού αποκόβοντας τον ευγνώμονα τυφλό από την θεοκρατική κοινωνία. Έτσι το γεγονός αυτό σημειώνει την πρώτη πράξη ρήξης μεταξύ της εκκλησίας και της συναγωγής. Για αυτό λοιπόν και ο Ιωάννης αφηγείται με τόσες λεπτομέρειες το έκτακτο αυτό θαύμα.

35 Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω(1), καὶ εὑρὼν(2) αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις(3) εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ(4);
35 Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;»
(1)   «Αυτοί που για την αλήθεια και την ομολογία στο Χριστό πάσχουν κάτι κακό και υβρίζονται, αυτοί κατ’ εξοχήν είναι οι τιμημένοι» (Χ). «Διώχτηκε μεν από τους Φαρισαίους ο άλλοτε τυφλός, αλλά αφού τον βρήκε ο Χριστός, χωρίς να μεσολαβήσει πολύς χρόνος στο μεταξύ, τον διδάσκει τα ιερά μυστήρια» (Κ). Ο Κύριος θεραπεύοντας τον άλλοτε τυφλό απέβλεπε κυρίως στον πνευματικό φωτισμό και τη σωτηρία του. Η θαρραλέα λοιπόν ομολογία, την οποία έκανε αυτός ενώπιον των Φαρισαίων, τον καθιστούσε άξιο και της νέας αυτής χάρης (g). Για αυτό και ο Ιησούς «να ευεργετήσει περισσότερο αυτόν που διώχτηκε για χάρη του» (Ζ).
(2)   «Τον αναζητά ο Χριστός και αφού τον βρήκε, τον διδάσκει τα μυστήρια» (Κ). Ο Ιησούς βρήκε αυτόν, δεν βρήκε ο θεραπευμένος τυφλός τον Ιησού. Μεγάλη αλήθεια της χριστιανικής πίστης. Ο Ιησούς βρήκε και εμένα. Ο δεσμός μου μαζί του οφείλεται στους οικτιρμούς και τα ελέη του (τ).
Με το ρήμα βρήκε «δείχνει ο ευαγγελιστής ότι (ο Ιησούς) για αυτό ήλθε, για να τον συναντήσει» (Χ), «για να τον παρηγορήσει, όπως ακριβώς κάποιος αγωνοθέτης που δέχεται αθλητή που κοπίασε πολύ και στεφανώθηκε» (Θφ). «Επειδή οι Ιουδαίοι τον έβγαλαν έξω από αυτούς λόγω του θάρρους του για τον Σωτήρα, για αυτό τον βρήκε ο Ιησούς. Διότι εάν ο Σωτήρας έχει έλθει να ζητήσει και να σώσει το χαμένο, και σκοπός για αυτόν που αναζητά είναι η εύρεση του ζητουμένου, είναι φανερό ότι δεν πρέπει έτσι απλά να ακούσουμε τη λέξη «εὑρὼν αὐτὸν (αφού βρήκε αυτόν)». Διότι πράγματι, τότε κυρίως έπρεπε να βρεθεί αυτός, όταν διώχτηκε από αυτούς που δεν παραδέχτηκαν την μαρτυρία για τον Ιησού. Διότι με το να βγει έξω από αυτούς, έγινε κατάλληλος στο να βρεθεί» (Ω).
Πόσος χρόνος παρεμβλήθηκε ανάμεσα στην εκδίωξη του πρώην τυφλού από τους Φαρισαίους και τη συνάντησή του με τον Ιησού, αγνοούμε. Και δεν φαίνεται ο χρόνος αυτός να υπήρξε μακρός. Έως ότου όμως φτάσει στα αυτιά του Ιησού ο λόγος για την εκδίωξη και έως ότου αναζητήσει και ξαναβρεί τον θεραπευμένο ο Ιησούς, πιθανόν είναι ότι πέρασαν κάποιες ημέρες (ο). Διώκτες θα υπάρχουν πάντοτε για να καταδιώκουν αυτούς που πιστεύουν στο Χριστό και να αποκλείουν τους ενάρετους από τις σχέσεις τους. Δεν μπορούν όμως να αποκλείσουν αυτούς από την κοινωνία και σχέση με το Χριστό, ούτε να τους βγάλουν έξω από τους δρόμους με τους οποίους ο Χριστός αόρατα επισκέπτεται αυτούς. Ευτυχείς είναι εκείνοι, οι οποίοι έχουν φίλο το Χριστό, από τον οποίο κανείς από τους ανθρώπους δεν μπορεί να τους χωρίσει. Ο Χριστός θα βρει ασφαλώς γεμάτος χάριτες εκείνους, οι οποίοι άδικα διώχτηκαν για αυτόν.
(3)   Με έμφαση μπαίνει μπροστά η αντωνυμία. «Το «εσύ» βεβαίως, το είπε εξαιτίας εκείνων, των άπιστων» (Ζ). «Είναι σαν να λέει σχεδόν, Θέλεις να φανείς ανώτερος από την ανοησία εκείνων; Διότι το «Εσύ», εισάγει μία τέτοιου είδους αντίθεση ως προς τους άλλους» (Κ). Εσύ αν και άλλοι δεν πιστεύουν (b) πιστεύεις; «Τι είναι αυτό; Μετά τόση αντίρρηση που έκανε στους Ιουδαίους, μετά από τόσα λόγια, ρωτά: Αν πιστεύεις; Δεν το κάνει αυτό αγνοώντας, αλλά θέλοντας να γνωρίσει τον εαυτό του στον τυφλό» (Θφ). «Τώρα πλένει τα μάτια της καρδιάς του τυφλού» (Αυ).
(4)   Υπάρχει και η γραφή: εις τον υιόν του ανθρώπου. Από την άλλη ο συνηθισμένος τίτλος του Ιησού στο κατά Ιωάννην είναι ο τίτλος υιός του Θεού και σύμφωνα με το κ 31 ο σκοπός του δ΄ ευαγγελίου είναι, ώστε οι αναγνώστες να πιστέψουν ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο υιός του Θεού (β). Επί πλέον η γραφή «εις τον υιόν του Θεού» εξηγεί καλύτερα την πράξη της προσκύνησης, με την οποία τερματίζεται η σκηνή (σ. 38).
Ο Westcott όμως παρατηρεί εύλογα, ότι πιθανότερο ήταν να αντικατασταθεί από τους γραφείς η αρχική γραφή υιός του ανθρώπου με την λαϊκότερη και γνωστότερη υιός του Θεού, παρά το αντίθετο. Εάν διαβάσουμε «εις τον υιόν του ανθρώπου», η έννοια είναι: Στον άνθρωπο ο οποίος έχει θέση ξεχωριστή μεταξύ όλων των αδελφών του και ο οποίος στάλθηκε για να σώσει όλους αυτούς (g). Δηλαδή στον Χριστό, τον Μεσσία. Δες Ιω. ιβ 34 (F).

36 Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι(1), Κύριε(2), ἵνα πιστεύσω(3) εἰς αὐτόν;
36 Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;»
(1)   «Αναπτερώθηκε με τον λόγο, επειδή ήταν έτοιμος στο να πιστέψει, και ζητά να μάθει, ποιος είναι!» (Ζ). «Ο λόγος φανερώνει ψυχή που ποθεί και επιθυμεί πάρα πολύ» (Χ). Ο θεραπευμένος είχε ομολογήσει τον Ιησού ως προφήτη, και έτσι ήταν έτοιμος να πράξει οτιδήποτε ο Ιησούς θα τον προέτρεπε. Θα πίστευε στον Υιό του ανθρώπου, εάν ο Ιησούς του έλεγε ποιος ήταν (β). Το «και» στην αρχή της ερώτησης εκφράζει με πολλή ζωηρότητα την σχέση αυτή ανάμεσα στην από τον τυφλό αναγνώριση του Ιησού ως προφήτη και την ηθική υποχρέωση, την οποία ο τυφλός αισθάνεται, να πιστέψει στην μαρτυρία αυτού του προφήτη (g). Δες παρόμοια χρήση του «και» στο Μάρκ. ι 26,Λουκ. ιη 26 και Ιω. ιδ 22.
(2)   Με σεβασμό προσφωνεί τον Ιησού, τον οποίο σύμφωνα με τη γνώμη των περισσότερων ερμηνευτών αναγνώρισε, ότι είναι αυτός που τον θεράπευσε, αλλά δεν ήξερε ότι αυτός ήταν και ο Υιός του Θεού. Γεννήθηκε όμως το ερώτημα, πώς ο πρώην τυφλός αναγνώρισε τον Ιησού, αφού ουδέποτε είχε δει αυτόν; Όταν θυμηθεί κάποιος πόσο οξεία γίνεται η ακοή στα πρόσωπα που στερούνται της όρασης, λύνεται το ζήτημα (ο).
(3)   «Επειδή αγνοούσε, απαντώντας είπε το Ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω σε αυτόν; Βρισκόταν λοιπόν στο μεταίχμιο, για να το πω έτσι, μεταξύ πίστης και απιστίας. Για αυτό λέει προς αυτόν ο σωτήρας: Και τον έχεις δει και αυτός που μιλά μαζί σου εκείνος είναι» (Ω).

37 Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας(1) αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν(2) μετὰ σοῦἐκεῖνός ἐστιν.
37 «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι».
(1)   «Όχι προηγουμένως, αλλά τώρα» (Ζ). Βάζει πρώτα το ρήμα εώρακας, το οποίο έτσι αποκτά ειδική έμφαση απευθυνόμενο σε άνθρωπο εκ γενετής τυφλό (β). «Είδες αυτόν με τα μάτια σου, τα οποία σου άνοιξαν» (b). Είδε τώρα σε αυτήν την συνάντηση (δ). Παρ’ όλα αυτά η διαφορά του χρόνου (με το λαλῶν που ακολουθεί) παρέχει αφορμή στην πιθανή υπόθεση ότι λέγοντας ο Ιησούς «έχεις δει» και όχι «βλέπεις» θύμιζε την πρώτη τους συνάντηση και την θεραπεία σαν να είχε δει (αισθανθεί εν πάση περιπτώσει την παρουσία κλπ.) (κ). Το «και» που μπαίνει μπροστά, συνδέει την αποκάλυψη, την οποία κάνει ο Κύριος, με την υπόσχεση του πρώην τυφλού στον προηγούμενο στίχο (g).
(2)   «Δεν είπε Εγώ είμαι, αλλά έμμεσα ακόμα και καλυμμένα» (Χ), σε τρίτο πρόσωπο (b). Για παρόμοιο τρόπο μετριόφρονας έκφρασης δες και δ 26. Οι ηγεμόνες της γης θέλουν να βλέπονται και να επευφημούνται από τα πλήθη του λαού, νιώθουν βάρος όμως και δεν θέλουν να συναναμειχθούν μαζί τους και να συζητήσουν μαζί τους. Ο Χριστός όμως με τον λόγο του και το Πνεύμα του μιλά προς εκείνους, οι οποίοι θέλουν να είναι μαζί του και συνομιλώντας μαζί τους αποκαλύπτει τον εαυτό του προς αυτούς, όπως τώρα στον τυφλό και προηγουμένως στην Σαμαρείτιδα και όπως μετά την ανάστασή του σε αυτούς που πορεύονταν προς Εμμαούς.

38 Ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω(1), Κύριε(2)· καὶ προσεκύνησεν(3) αὐτῷ(4).
38 Τότε εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.
(1)   «Αμέσως πίστεψε· διότι αμέσως ο λόγος άγγιξε την ψυχή του, βρίσκοντάς την αγαθή, και έλαμψε σε αυτήν ώστε να έλθει σε επίγνωση και πίστη» (Ζ).
(2)   Χρησιμοποιεί τώρα τον όρο αυτόν με περισσότερο ακριβή έννοια από ότι πριν στο σ. 36 (b).
(3)   «Φανερώνοντας την πολλή διάθεση προσκύνησε αμέσως… Για να μην νομίσει δηλαδή κάποιος ότι ήταν μόνο λόγια αυτό που ειπώθηκε, πρόσθεσε και το έργο» (Χ). Στον Ιωάννη το ρήμα προσκυνώ χρησιμοποιείται πάντοτε για τη θεία λατρεία. Δες δ 20 και εξής και ιβ 20 (g).
«Τον προσκύνησε ως Θεό», διότι «πίστεψε ότι είναι Θεός από το θαύμα που παράδοξα έγινε και τελέστηκε σε αυτόν» (Κ). «Έτσι η μεν προσκύνηση ακολουθεί την πίστη, ενώ η πίστη βεβαιώνεται από τη δύναμη… Γνωρίζουμε λοιπόν από τη δύναμη το Θεό. Επομένως πιστεύουμε από τη μία σε αυτόν που γνωρίσαμε, προσκυνούμε από την άλλη αυτόν που πιστέψαμε» (Β).
Κανείς άλλος εκτός από τον Θεό δεν πρέπει να λατρεύεται και να προσκυνείται. Έτσι ώστε ο άλλοτε τυφλός προσκυνώντας τον Χριστό ομολόγησε αυτόν Θεό. Αληθινή πίστη θα δειχτεί και με ταπεινή λατρεία και προσκύνηση του Κυρίου Ιησού. Όσοι πιστεύουν σε αυτόν, όσο περισσότερο τον γνωρίζουν, τόσο θα τον βρίσκουν περισσότερο αγαπητό και λατρευτό και τόσο περισσότερο θα αισθάνονται, ότι τίποτα στον κόσμο δεν είναι τόσο θελκτικό και γοητευτικό και άξιο να λατρεύεται, όσο ο Ιησούς.
(4)   Μπροστά στον άνθρωπο αυτόν, γονατισμένο και φωτισμένο ήδη εσωτερικά, ο Ιησούς αισθάνεται τον εαυτό του να καλείται να διακηρύξει το γενικό αποτέλεσμα, το οποίο θα έχει η διακονία του σε ολόκληρο τον κόσμο και του οποίου πρώτο δείγμα υπήρξε το γεγονός που εξιστορήθηκε. Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά τον σ. 38 μέχρι το εἰς κρῖμα του σ. 39.

39 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· εἰς κρῖμα(1) ἐγὼ(2) εἰς τὸν κόσμον τοῦτον(3) ἦλθον, ἵνα(4) οἱ μὴ βλέποντες(5) βλέπωσι(6) καὶ οἱ βλέποντες(7) τυφλοὶ γένωνται(8).
39 Κι ο Ιησούς είπε: «Ήρθα για να φέρω σε κρίση τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δε βλέπουν να βρουν το φως τους, κι εκείνοι που βλέπουν ν’ αποδειχθούν τυφλοί».
(1)   Ή «για μεγαλύτερη τιμωρία» (Χ)· «εγώ ενανθρώπησα για καταδίκη κάποιων» (Ζ). Ή, πιο σωστά, για κρίση· εννοώντας μάλλον το αποτέλεσμα της κρίσης, παρά την δικαστική πράξη. «Για να διακριθούν και να διαχωριστούν αυτοί και εκείνοι, για να φανεί των μεν, η από αγαθή προαίρεση ανάβλεψη, των δε η από πονηρή γνώμη αποτύφλωση» (Ζ). Για απόφαση σωστική ή καταδικαστική (κ). Η κρίση δεν ήταν ο σκοπός της έλευσής του (Ιω. γ 17), αλλά το αναπόφευκτο αποτέλεσμά της (τ). Δεν γίνεται αναφορά της προσωπικότητας του δικαστή και για αυτό καμία αντίφαση δεν υπάρχει με τα λεγόμενα στο γ 17 (δες και η 15)(β). Πράγματι ο Χριστός δεν ήλθε για να κρίνει αλλά για να σώσει τον κόσμο. Αλλά ο σκοπός αυτός, για τον οποίο ήλθε ο Χριστός, δεν επιτυγχάνεται ως προς όλους, διότι όλοι δεν θέλουν να δεχτούν τον φωτισμό από τον Κύριο και την σωτηρία από αυτόν (g). Για αυτό αυτοί που απωθούν το φως τυφλώνονται από αυτό.
«Διότι ήλθε μεν (ο Χριστός) για να εκτελέσει τον σκοπό που έθεσε από μακροθυμία προς εμάς, δηλαδή να φωτίσει πλήρως όλους… Αλλά επειδή οι Ιουδαίοι ήταν φοβεροί στην ανυπακοή, δεν αποδέχτηκαν την χάρη που τους καταλάμπρυνε, και κάλεσαν αυτόκλητο κατά κάποιο τρόπο το σκοτάδι πάνω τους» (Κ).
Ήλθε ο Χριστός να κηρύξει νόμο και διδασκαλία, η οποία θα δοκίμαζε τους ανθρώπους και θα φανέρωνε αυτούς και θα διαχώριζε αυτούς μεταξύ τους. Θα αποκάλυπτε με την πίστη και την υπακοή στο νόμο του τις σκέψεις και τις διαθέσεις των καρδιών των ανθρώπων και θα έκανε φανερούς τους χαρακτήρες τους.
(2)   Με έμφαση μπαίνει μπροστά η αντωνυμία, η οποία διαφορετικά μπορούσε να παραλειφθεί.
(3)   Σημαίνει τον επίγειο κόσμο, την κατοικία του πεσμένου ανθρώπου (β). Η φράση υπενθυμίζει την άλλη φράση «φως… του κόσμου» στο σ. 5 (g).
(4)   Δεν σημαίνει εδώ αιτία ή σκοπό, αλλά αποτέλεσμα (ο). Έφερε η έλευση του Χριστού ως αποτέλεσμα το άνοιγμα τυφλών ματιών και την τύφλωση ματιών, τα οποία είδαν (τ).
(5)   Ή, αυτοί που συναισθάνονται την τύφλωσή τους (Καλβίνος), αυτοί που βρίσκονται στο σκοτάδι και έχουν συνείδηση αυτού και θέλουν το φως να τους φωτίσει (μ).
Ή, πιο σωστά, «οι φαινομενικά τυφλοί στο νου λόγω της άγνοιας των Γραφών» (Ζ)· οι βυθισμένοι στην πνευματική άγνοια· εκείνοι τους οποίους οι άρχοντες αυτοί των Ιουδαίων αποκαλούσαν (Ιω. ζ 49): Ο όχλος αυτός, που δεν γνωρίζει το νόμο (g). Αυτό εφαρμόζεται και στους εθνικούς, οι οποίοι από παλιά στερούνταν το φως της θείας αποκάλυψης και οι οποίοι θα έβλεπαν με το κήρυγμα του ευαγγελίου, ενώ οι Ιουδαίοι, οι οποίοι από παλιά απόλαυσαν το φως αυτό, δεν θα γνώριζαν τελικά τα σχετικά με την ειρήνη τους.
(6)   «(Θα δουν) Το φως της αλήθειας, αφού άνοιξαν σε αυτούς τα ψυχικά μάτια από την πίστη σε μένα» (Ζ). Είναι αξιοσημείωτο, ότι η τάξη αυτή δεν χαρακτηρίζονται ως τυφλοί, αλλά απλώς ότι δεν βλέπουν, το οποίο σημαίνει μάλλον ότι η όρασή τους δεν αναπτύχθηκε ακόμα, σε αντίθεση με τους άλλους, για τους οποίους χρησιμοποιείται η φράση τυφλοὶ γένωνται (g). Με την διδασκαλία του μεν παρέχει το φως, ενώ με το Πνεύμα του δίνει την ίαση στα μάτια της διάνοιας, ώστε πολλές ψυχές να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως.
(7)   «Αυτοί που φαίνονται οξυδερκείς στη γνώση των Γραφών» (Ζ), «όπως ήταν οι Φαρισαίοι» (Θφ)· αυτοί που σε όλο το κεφάλαιο αυτό του Ευαγγελίου λένε, όσες φορές μιλούν για τον εαυτό τους: Εμείς ξέρουμε (g).
(8)   «Δεν έγινε κάτι άλλο αιτία για το ότι έπαθαν τον σκοτισμό, αλλά εξαιτίας των ίδιων τους των ανυπακοών τράβηξαν οι ίδιοι πάνω στους εαυτούς τους την ασθένεια» (Κ). Η φράση δεν υπονοεί, ότι και προηγουμένως δεν είχαν την πνευματική τύφλωση, αλλά αναφέρεται μάλλον στην επαύξηση της τύφλωσης και την σκλήρυνση της καρδιάς, η οποία προέρχεται από ζωή αμετανοησίας και απιστίας (ο). Το χωρίο αυτό εκφράζει την ίδια σκέψη, την οποία και τα λόγια του Κυρίου στα Ματθ. ια 25 και Λουκ. ι 21. «Δύο λοιπόν αναβλέψεις λέει εδώ και δύο τυφλότητες. Διότι να, ο μεν εκ γενετής τυφλός βλέπει και ψυχικά και σωματικά. Ενώ αυτοί που φαινομενικά έβλεπαν, τυφλώθηκαν στο νου» (Θφ).

40 Καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ' αὐτοῦ(1), καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ(2) καὶ ἡμεῖς(3) τυφλοί(4) ἐσμεν;
40 Μερικοί Φαρισαίοι που ήταν εκεί μαζί του, άκουσαν τα λόγια αυτά και του είπαν: «Μήπως είμαστε κι εμείς τυφλοί;»
(1)   «Στέκονται κοντά οι Φαρισαίοι και επιδιώκουν να βαδίζουν μαζί με τον Σωτήρα Χριστό… μαζεύοντας τροφές για το μίσος τους και ετοιμάζοντας με πολλούς τρόπους συκοφαντίες για τα θαύματα» (Κ). «Διότι κάποιοι Φαρισαίοι τον ακολουθούσαν, βλέποντας και ακούγοντας τι κάνει και τι λέει» (Ζ). Η πρόθεση «μετά», εδώ σημαίνει εγγύτητα τόπου και όχι τον σύνδεσμο του μαθητή. Η ακόλουθη απάντηση του Ιησού αποκλείει την υπόθεση, ότι οι Φαρισαίοι αυτοί συγκαταλέγονται σε αυτούς που στο η 31 αναφέρονται ως μισοπιστεύοντες Ιουδαίοι (β).
(2)   Η μορφή αυτή της ερώτησης υπονοεί ότι αυτοί που ρωτούν θεωρούν ως μόνη ορθή απάντηση την αρνητική (β).
(3)   Με έμφαση=εμείς οι οποίοι είμαστε αναγνωρισμένοι θρησκευτικοί δάσκαλοι του έθνους (β). Η ερώτηση γίνεται με σαρκαστική ειρωνεία. Η υψηλή ιδέα την οποία σχηματίζουν οι άνθρωποι για τους εαυτούς τους, παρασυρόμενοι και από τις ευμενείς κρίσεις των άλλων ή από τον σεβασμό που επιδεικνύεται σε αυτούς από τα αφελή πλήθη, γίνονται στην καρδιά πυκνό σύννεφο ομίχλης, που εμποδίζει τον άνθρωπο, που πιστεύει πλέον ότι δεν έχει ανάγκη από την οδηγία κανενός, να εκτιμήσει την αλήθεια. Καυχιόντουσαν οι Φαρισαίοι, ότι δεν ήταν τυφλοί και ότι έβλεπαν με τα δικά τους μάτια, έχοντας όπως νόμιζαν, πάρα πολλές ικανότητες, αρκετές για να καθοδηγούνται από αυτές μόνοι, χωρίς να προστρέχουν στην συμβουλή άλλου. Αυτή η ιδέα τους η ψευδής, αποτελούσε ακριβώς, όπως βεβαιώνει ο Κύριος, τον ολέθριο σκοτισμό και την θανάσιμη τύφλωσή τους.
(4)   Ρωτούν αν η γενική ιδέα της τυφλότητας εφαρμόζεται και σε αυτούς (g), και εάν «και για αυτούς ειπώθηκε ο λόγος» (Ζ). Κάποιοι από τους ερμηνευτές υποστήριξαν, ότι οι Φαρισαίοι παρανόησαν τον Ιησού, νομίζοντας ότι μιλά εδώ για φυσική τυφλότητα. Αλλά αυτή η εκδοχή θα αποστερούσε το ερώτημα από τη δύναμή του. Η αληθινή έννοια της ερώτησης: Γίναμε και εμείς τυφλοί με την εμφάνισή σου; Πρέπει λοιπόν να γίνουμε μαθητές σου για να βλέπουμε; (ο).

41 Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ τυφλοὶ ἦτε(1), οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν(2)· νῦν δὲ λέγετε(3) ὅτι βλέπομεν(4)· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει(5).
41 «Αν ήσασταν τυφλοί», τους απάντησε ο Ιησούς, «δε θα ήσασταν ένοχοι· τώρα όμως λέτε με βεβαιότητα ότι βλέπετε· η ενοχή σας λοιπόν παραμένει».
(1)   Ή, λέγεται αυτό «για τη σωματική τύφλωση» (Κ). «Ενώ ο Κύριος τους έλεγχε για ψυχική τύφλωση, εκείνοι έλεγαν για τα σωματικά μάτια τους ότι βλέπουν, οπότε τους λέει, γιατί δηλαδή λέτε ότι βλέπετε; Θα ήταν καλύτερο για σας να ήσασταν τυφλοί στα μάτια· διότι από αυτό θα είχατε κάποια συγγνώμη για την απιστία σας. Τώρα όμως, επειδή ακριβώς νομίζετε ότι βλέπετε, παρόλο που και με αυτά τα ίδια σας τα μάτια είδατε τον πρώην τυφλό να βλέπει, απιστείτε στους γείτονές του, εξαιτίας αυτού, αφού δεν μπορείτε να έχετε καμία απολογία, δέχεστε αναμφισβήτητη την κατηγορία της απιστίας» (Θμ).
Ή, πιο σωστά, τυφλοί εδώ εννοούνται, αυτοί που δεν έχουν τις θρησκευτικές γνώσεις, που παρέχονταν από την διαρκή σπουδή του νόμου (g). «Εάν ήσασταν τυφλοί, δηλαδή δεν είχατε μάθει τις Γραφές» (Θφ). Οι Φαρισαίοι περίμεναν να ακούσουν τώρα από το στόμα του Κυρίου: Ναι, είστε τυφλοί. Αλλά «τους λειώνει πάλι ο Σωτήρας αναμειγνύοντας τον έλεγχο με τέχνη. Διότι απομακρύνεται από κάθε κοροϊδία, τους ντροπιάζει όμως παραθέτοντας τη δύναμη της αλήθειας» (Κ).
(2)   «Για την απιστία σας, εννοείται» (Ζ), «αφού θα αμαρτάνατε λόγω άγνοιας» (Θφ). Η από άγνοια μη αποδοχή του Ιησού ως Μεσσία θα ήταν άξια συγχώρησης. Δες και ιε 22 («Εάν δεν είχα έλθει και μιλούσα σε αυτούς, δεν θα είχαν αμαρτία»).
(3)   «Δεν λέει βεβαιωτικά: Ότι βλέπετε, αλλά Εσείς, λέει, λέτε ότι βλέπουμε. Διότι θα ήταν βεβαίως και πάρα πολύ άτοπο να αποδίδει σύνεση σε αυτούς που είχαν τόσο τυφλό και σβησμένο νου» (Κ). «Εσείς λέτε αυτό, εγώ πάντως όχι» (Ζ). Αναφερόμενος όμως ο Κύριος στα δικά τους λόγια, αποδεικνύει αυτούς ένοχους από την δική τους ομολογία. «Αυτοκατάκριτοι λοιπόν οι Ιουδαίοι διαβεβαιώνουν τους εαυτούς τους μεν ότι βλέπουν, αλλά δεν πράττουν απολύτως τίποτα από αυτά που έπρεπε να κάνουν» (Κ).
(4)   Είμαστε όσον αφορά τη γνώση της Γραφής, ασύγκριτα ανώτεροι από όλο το λαό και δικαιωματικά κατέχουμε το αξίωμα του πνευματικού οδηγού (ο). «Παρουσιάζετε τους εαυτούς σας συνετούς και νομομαθείς» (Θφ).
«Εάν θεωρούσατε τους εαυτούς σας τυφλούς… θα προστρέχατε και εσείς στον γιατρό… και δεν θα είχατε αμαρτία, διότι ήλθα, για να πάρω την αμαρτία. Αλλά τώρα λέτε, Βλέπουμε· η αμαρτία σας λοιπόν μένει… Δεν ζητάτε τον γιατρό και μένετε στην τύφλωσή σας» (Αυ).
Εάν συναισθανόσασταν την τύφλωσή σας, εάν βλέπατε την ανάγκη οδηγού, ο οποίος να σας χειραγωγήσει, θα προστρέχατε σε εμένα και θα με εγκολπωνόσασταν ως οδηγό σας. Και δεν θα είχατε τότε αμαρτία, διότι θα δικαιωνόσασταν κοντά μου. Διδασκόμαστε λοιπόν από εδώ, ότι εκείνοι, οι οποίοι είναι πεισμένοι για την ασθένεια των ψυχών τους, βρίσκονται σε καλό δρόμο θεραπείας, διότι δεν υπάρχει άλλο μεγαλύτερο εμπόδιο για την σωτηρία των ψυχών από την αυταρέσκεια και τον αυτοθαυμασμό.
(5)   Υπάρχει και η γραφή: αι αμαρτίαι… μένουσι. «Εδώ, αυτό ακριβώς που νόμιζαν ότι είναι μεγάλο εγκώμιο, αυτό τούς δείχνει ότι τούς φέρνει τιμωρία» (Χ). Αφού βλέπετε, «έχετε μεγαλύτερη την αμαρτία, αφού αμαρτάνετε εν γνώσει» (Θφ) και για αυτό η αμαρτία σας είναι ασυγχώρητη. «Ο Κύριός μας αυτό ακριβώς επισημαίνοντας στα ευαγγέλια, λέει: αυτός που γνωρίζει το θέλημα του κυρίου του και δεν το έπραξε, θα δαρθεί πολλές φορές» (Κ).
Η αμαρτία τους, επειδή προέρχεται από το ότι απορρίπτουν την αλήθεια, την οποία λόγω της θρησκευτικής τους γνώσης είναι σε θέση να διακρίνουν, είναι ασυγχώρητη. Φοβερό να είναι κάποιος τυφλός, και συγχρόνως να φρονεί ότι βλέπει. Κανένας άλλος ασθενής δεν είναι τόσο δύσκολα διαχειρίσιμος και τόσο δύσκολα θεραπεύσιμος, όσο ο τρελός, ο οποίος ενώ πάσχει, φρονεί, ότι είναι καλά και δεν ακούει κανέναν. Κάτι τέτοιο έπασχαν και οι Φαρισαίοι. Η αμαρτία τους λοιπόν ήταν μόνιμη και αθεράπευτη. Διότι φρονώντας, ότι δεν έχουν ανάγκη φωτισμού και πνευματικής θεραπείας, απέρριπταν το ευαγγέλιο της χάρης και έτσι παρέμεναν ασυγχώρητοι, αποκρούοντας επιπλέον και την χάρη του Αγίου Πνεύματος διατηρούσαν τα δεσμά της αμαρτίας άθραυστα. Και λόγω της τύφλωσής τους αυτής υπήρχε μεγαλύτερη ελπίδα για μια πόρνη ή για έναν τελώνη να σωθεί, παρά για έναν Φαρισαίο να επιστρέψει.

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 335-362 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940


(Οσίου Μακαρίου της Όπτινα, Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 22-24)
Πνευματική καθοδήγηση
Με ντροπή και κατάπληξη διάβασα την επιστολή σου. Μου αποδίδεις αρετές και χαρίσματα που δυστυχώς γνωρίζω ότι δεν έχω. Ο Κύριος πάντως να σε αμείψει κατά το μέτρο της πίστεώς σου. Να με ενίσχυσει δηλαδή, ώστε να γίνω πραγματικά αυτός που νομίζεις πως είμαι.
                                                               ***
   Έτσι αγράμματος και τιποτένιος που είμαι, δυσκολεύομαι πάρα πολύ να συμβουλέψω έναν άνθρωπο σαν και σένα, που για τόσα χρόνια βρισκόσουν κάτω από την πνευματική καθοδήγηση ενός από τους πιο επιφανείς κληρικούς μας. Το μυαλό μου είναι φτωχό και η καρδιά μου ακόμα φτωχότερη! Δεν θέλω όμως να αυξήσω με την άρνησή μου τη λύπη σου. Για αυτό ακουμπώ όλες μου τις ελπίδες στον Κύριό μας και, επικαλούμενος το φωτισμό Του θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω.
Πριν από οτιδήποτε άλλο, σε συμβουλεύω να συνεχίσεις την πνευματική σου πορεία πάνω στις βάσεις και με τις κατευθυντήριες αρχές που είχε θέσει ο αείμνηστος πνευματικός σου, ο μεγάλος συναγωνιστής και φίλος μου. Και μην επιχειρήσεις να ακολουθήσεις τη μοναχική ζωή, αφού εκείνος τόσο πολύ επέμενε ότι δεν κάνεις για μοναχός. Ας αρκεστείς στη μόνωση, την ησυχία και το περιβάλλον που ζεις τώρα. Εφάρμοσε τον κανόνα που σου όρισε, με το ζήλο και την επιμονή που θα περίμενε από σένα -μ’ άλλα λόγια, στο μετρό και με τον τρόπο που σου υποδείκνυε. Για το σκοπό αυτό πρέπει να περιορίσεις τις συναναστροφές σου με πολλούς ανθρώπους. Οι ενδοιασμοί σου, ότι τάχα θα τους πληγώσεις κλπ., δεν αποτελούν σοβαρούς λόγους για να αθετήσεις στην υπακοή, που και τώρα οφείλεις στον αείμνηστο πνευματικό σου πατέρα.
                                                               ***
   Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα μπορέσω να προσφέρω καμία βοήθεια στη Χ., εκτός αν μου το ζητήσει η ίδια. Αλλά ακόμα κι αν μου το ζητήσει, αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να τη βοηθήσω. Ο εσωτερικός της κόσμος είναι διχασμένος, δεν ξέρει τι θέλει και μερικές φορές αναρωτιέται αν στα αλήθεια θέλει να κάνει κάτι.
Εγώ, όπως άλλωστε και κάθε πνευματικός, μπορώ να απαντώ μόνο σε ίσιες, καθαρές και ειλικρινείς ερωτήσεις, που γίνονται με απλότητα και εμπιστοσύνη. Όταν έτσι γίνονται οι ερωτήσεις από τους πιστούς, ο ίδιος ο Θεός φωτίζει τους πνευματικούς να δίνουν κάθε φορά την πιο σωστή και ωφέλιμη για την ψυχή απάντηση. Αυτό όμως δεν συμβαίνει με ερωτήσεις ανειλικρινείς ή πλαγιές, που γίνονται με μισή καρδιά. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορώ να προσφέρω καμιάν υπεύθυνη βοήθεια, μη γνωρίζοντας τι να απαντήσω και πώς.
Όσο για το δικό σου ερώτημα σχετικά με το αν μπορείς ή όχι να παίζεις πιάνο, δεν έχω να σου πω τίποτα, αφού αυτό δεν σχετίζεται άμεσα με την πνευματική ζωή. Κάνε ό,τι νομίζεις
                                                               ***
   Δεν μου αρέσει που επαναλαμβάνεις συνέχεια πως, όταν διαβάζω το γράμμα σου, θα νιώσω αποστροφή για σένα. Ούτε μου αρέσει που λες ότι αυτό σου κοστίζει πολύ, και ότι αισθάνεσαι πόνο και ντροπή. Νομίζω ότι μπορείς να δεις μόνη σου καθαρά, από πού προέρχεται όλη αυτή η ανησυχία και η δυσκολία σου.
Είναι αλήθεια βέβαια, πως είμαι βαθιά συγκινημένος από την ειλικρίνεια και την αγάπη σου. Αυτό ακριβώς είναι που αυξάνει τη συμπάθειά μου για σένα και τον προβληματισμό μου για την εξεύρεση της σωστής λύσεως στο πρόβλημά σου. Αντίθετα, δεν θα είχα τίποτα να σου πω, αν, αντί για δυσκολίες, μου είχες εκθέσει χαρούμενα τις επιτυχίες της πνευματικής σου πορείας. Εύχομαι ο Κύριος να σε φωτίζει, να σε δυναμώνει στο δύσκολο δρόμο σου και να ευλογεί εσένα, το σύζυγο και τα παιδιά σου.


- Γιατί, Γέροντα, ενώ κάνουμε τόσο δύσκολα το καλό, πέφτουμε τόσο εύκολα στο κακό;
- Γιατί για το καλό πρέπει πρώτα ο ίδιος ο άνθρωπος να βοηθήση, να αγωνισθή, ενώ στο κακό βοηθάει ο διάβολος. Ύστερα, οι άνθρωποι δεν μιμούνται το καλό ούτε έχουν καλούς λογισμούς. Πολλές φορές φέρνω το εξής παράδειγμα στους λαϊκούς: «Ας πούμε ότι έχω ένα αυτοκίνητο και λέω με τον λογισμό μου: Τί να το κάνω; Εγώ μπορώ να εξυπηρετηθώ και με κάποιον γνωστό μου και με κανένα ταξί στην ανάγκη. Ας το δώσω σ' εκείνον τον οικογενειάρχη που έχει πολλά παιδιά, να τα βγάζη λίγο έξω, να τα πάη σε κανένα Μοναστήρι, να ξεσκάνε και να βοηθιούνται τα καημένα; Αν το δώσω, κανένας δεν θα με μιμηθή σ' αυτό. Αν όμως έχω ένα αυτοκίνητο ίδια μάρκα με το δικό σας και ύστερα αλλάξω και πάρω άλλη καλύτερη μάρκα, να δήτε, δεν θα κοιμηθήτε όλη νύχτα, για να βρήτε έναν τρόπο να αλλάξετε αυτοκίνητο και να πάρετε καλύτερο, ίδιο με το δικό μου, και ας είναι καλά και τα δικά σας αυτοκίνητα. Σ' αυτή την περίπτωση θα πήτε: «Θα πουλήσω, θα δανεισθώ, για να το αλλάξω». Ενώ στην προηγούμενη περίπτωση κανένας δεν θα με μιμηθή, να πεί: «Τί να το κάνω και εγώ το αυτοκίνητο; ας το δώσω», αλλά μπορεί να πούν ότι είμαι και χαμένος».
Οι άνθρωποι εύκολα επηρεάζονται στο κακό. Ενώ στο βάθος αναγνωρίζουν και παραδέχονται το καλό, όμως πιο εύκολα επηρεάζονται και παρασύρονται από το κακό, γιατί εκεί κανοναρχεί το ταγκαλάκι . Τον γλυκό κατήφορο εύκολα τον βρίσκει κανείς, γιατί ο πειρασμός δεν έχει άλλο τυπικό, παρά να σπρώχνη στον γλυκό κατήφορο τα πλάσματα του Θεού. Ο Χριστός έχει αρχοντιά. Σού λέει: «Αυτό είναι το καλό», «ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν...» . Δεν λέει: «Με το ζόρι έλα κοντά μου!». Ο διάβολος έχει γυφτιά. Από 'δω-από 'κει τον τυλίγει τον άνθρωπο, για να τον πάη εκεί που θέλει. Ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου, γιατί δεν έκανε δούλους αλλά υιούς. Και παρ' όλο που ήξερε ότι θα επακολουθήση η πτώση, δεν τους έκανε δούλους. Προτίμησε να έρθη, να σαρκωθή, να σταυρωθή και να κερδίση έτσι τον άνθρωπο. Με την ελευθερία όμως αυτή που έδωσε ο Θεός -παρ' όλο που ο διάβολος μπορεί να κάνη πολύ κακό - δίνεται μία ευκαιρία για κοσκίνισμα. Φαίνεται τί κάνει κανείς με την καρδιά του, φαίνεται καθαρά το πολύ φιλότιμο.
Ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει
Στην κατάσταση που είναι σήμερα οι άνθρωποι, ό,τι τους Λέει ο λογισμός κάνουν. Άλλοι είναι με χάπια, άλλοι παίρνουν ναρκωτικά... Κάθε τόσο τρείς-τέσσερις ξεκινούν να κάνουν μία καινούργια θρησκεία. Ανάλογα, λίγα γίνονται, εγκλήματα, δυστυχήματα κ.λπ. Βοηθάει ο Θεός. Ήρθε ένας στο Καλύβι και μου λέει: «Έχεις καμμιά κιθάρα;». Πίνει χασίς, έχει όρεξη να μιλάη - δεν σε ρωτάει αν έχης εσύ όρεξη - θέλει και μία κιθάρα!! Άλλοι βαρέθηκαν την ζωή τους και θέλουν να αυτοκτονήσουν ή να κάνουν κανένα κακό, για να γίνη σαματάς. Δεν είναι ότι τους περνάει αυτό σαν βλάσφημος λογισμός και τον διώχνουν. Βαρέθηκαν την ζωή τους και δεν ξέρουν τί να κάνουν. Μου είπε ένας: «Θέλω να με γράψουν οι εφημερίδες ότι είμαι ήρωας». Οι άλλοι χρησιμοποιούν μερικούς τέτοιους και κάνουν την δουλειά τους. Πάλι καλά, ανάλογα, λίγα γίνονται.
Το καλό είναι που δεν μας εγκαταλείπει ο Θεός. Ο Καλός Θεός τον σημερινό κόσμο τον φυλάει με τα δύο Του χέρια, παλιότερα μόνο με το ένα. Σήμερα, μέσα στους τόσους κινδύνους που ζη ο άνθρωπος, ο Θεός τον φυλάει όπως η μάνα το μικρό το παιδί, όταν αρχίζη να περπατάη. Τώρα μας βοηθούν πιο πολύ ο Χριστός, η Παναγία, οι Άγιοι, αλλά δεν το καταλαβαίνουμε. Που θα ήταν ο κόσμος, αν δεν βοηθούσαν!... Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων παίρνει χάπια και είναι σε μία κατάσταση... Άλλος μεθυσμένος, άλλος απογοητευμένος, άλλος ζαλισμένος. Άλλος από τους πόνους ξενυχτισμένος. Όλοι αυτοί βλέπεις να δοηγούν αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, να κάνουν επικίνδυνες δουλειές, να χειρίζωνται επικίνδυνα μηχανήματα. Είναι όλοι αυτοί σε κατάσταση να οδηγούν; Μπορούσε να είχε σακατευθή ο κόσμος. Πώς μας φυλάει ο Θεός και δεν το καταλαβαίνουμε!
Παλιά, θυμάμαι, πήγαιναν οι γονείς μας στα χωράφια και πολλές φορές μας άφηναν στην γειτόνισσα να μας προσέχη μαζί με τα παιδιά τα δικά της. Αλλά τότε ήταν ισορροπημένα τα παιδιά. Μία ματιά έρειχνε η γειτόνισσα και έκανε τις δουλειές της και εμείς παίζαμε ήσυχα. Έτσι και ο Χριστός, η Παναγία, οι Άγιοι παλιά με μία ματιά παρακολουθούσαν τον κόσμο. Σήμερα και ο Χριστός και η Παναγία και οι Άγιοι τον έναν πιάνουν από 'δω, τον άλλον από 'κει, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι ισορροπημένοι. Τώρα είναι μία κατάσταση... Θεός φυλάξοι! Σαν μία μητέρα να έχη δύο-τρία προβληματικά παιδιά, το ένα λίγο χαζούλικο, το άλλο λίγο αλλοίθωρο, το άλλο λίγο ανάποδο, να έχη και κανά-δύο της γειτόνισσας να τα προσέχη, και το ένα να ανεβαίνη ψηλά και να κινδυνεύη να πέση κάτω, το άλλο να παίρνη το μαχαίρι να κόψη τον λαιμό του, το άλλο να πάη να κάνη κακό στο άλλο, και αυτή συνέχεια να βρίσκεται σε εγρήγορση, να τα παρακολουθή, και εκείνα να μην καταλαβαίνουν την αγωνία της. Έτσι και ο κόσμος δεν καταλαβαίνει την βοήθεια του Θεού. Με τόσα επικίνδυνα μέσα που υπάρχουν σήμερα θα είχε σακατευθή, αν δεν βοηθούσε ο Θεός. Αλλά έχουμε και Πατέρα τον Θεό και Μάνα την Παναγία και αδέλφια τους Αγίους και τους Αγγέλους, που μας προστατεύουν.
Πόσο μισεί ο διάβολος το ανθρώπινο γένος και θέλει να το εξαφανίση! Και εμείς ξεχνούμε με ποιόν παλεύουμε. Να ξέρατε πόσες φορές ο διάβολος τύλιξε την γη με την ουρά του, για να την καταστρέψη! Δεν τον αφήνει όμως ο Θεός, του χαλάει τα σχέδια. Και το κακό που πάει να κάνη το ταγκαλάκι, ο Θεός το αξιοποιεί και βγάζει μεγάλο καλό. Ο διάβολος τώρα οργώνει, ο Χριστός όμως θα σπείρη τελικά.
Και πάντα βλέπουμε ότι ο Καλός Θεός στις μεγάλες δοκιμασίες δεν αφήνει να περάσουν περισσότερες από τρεις γενιές, για να υπάρχη προζύμι. Πριν την Βαβυλώνια αιχμαλωσία οι Ισραηλίτες έρριξαν σε ένα ξεροπήγαδο την φωτιά από την τελευταία θυσία που έκαναν, ώστε να βρουν μετά από την ίδια φωτιά και να αρχίσουν πάλι τις θυσίες. Και πράγματι, μετά από εβδομήντα χρόνια, όταν επέστρεψαν, βρήκαν από εκείνη την φωτιά και άρχισαν τις θυσίες. Σε κάθε δύσκολη περίοδο δεν παρασύρονται όλοι. Ο Θεός διατηρεί μία ζύμη για τις επόμενες γενιές. Οι Κομμουνιστές δούλεψαν εβδομήντα πέντε χρόνια και κράτησαν εβδομήντα πέντε χρόνια, πάλι τρεις γενιές. Οι Σιωνιστές πόσα χρόνια έχουν που δουλεύουν, αλλά ούτε επτά χρόνια δεν θα κρατήσουν.

katafigioti

lifecoaching