E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

________

Ο Χρυσόστομος, πιστεύοντας στην αγιότητα της γλωσσικής επικοινωνίας του ανθρώπου (αφού η γλωσσική επικοινωνία ως προσευχή είναι συγχρόνως και επικοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό) προτρέπει να μη μολύνουμε την γλώσσα και να τη διατηρούμε «αντάξια του Θεού», στον οποίο απευθυνόμαστε μ' αυτήν.

Γιατί «η γλώσσα ως προσευχή γίνεται το χέρι που αγκαλιάζει τα γόνατα του Θεού»: Μή δή καταισχύνῃς την γλῶτταν∙ ποίησον ἀξίαν τοῦ παρακαλουμένου Θεοῦ (ΕΠΕ 11, 98). Χείρ ἐστιν ἡ γλῶττα τῶν εὐχομένων και δι' αὐτῆς κατέχομεν τά γόνατα τοῦ Θεοῦ (ΕΠΕ 11, 96).

Ο καλός ο λόγος, η καλή κουβέντα στον άλλο είναι ευλογία∙ συχνά είναι καλύτερος από το να δώσεις στον άλλον κάτι: Εὐλογίας τήν γλῶσσαν ἔμπλησον , ἐλεημοσύνης πολλῆς . Ἔστι γάρ καί διά ρημάτων ἐλεημοσύνην ποιεῖν∙ κρεῖττον γάρ λόγος ἤ δόσις (ΕΠΕ 11, 98-100).


Όπως το να αναπνέεις ποτέ δεν είναι άκαιρο, έτσι ούτε και το να ζητάς, αλλά το να μη ζητάς είναι άκαιρο. Διότι όπως έχουμε ανάγκη από αυτήν, την αναπνοή, έτσι και από τη βοήθειά Του· και εάν θέλουμε, εύκολα μπορούμε να Τον προσελκύσουμε. Αυτά που πολλές φορές δεν μπορούμε να κατορθώσουμε με τη δική μας προσπάθεια, αυτά εύκολα θα μπορέσουμε να τα επιτύχουμε με τις προσευχές, τις προσευχές εννοώ τις συνεχείς. Διότι πρέπει πάντοτε και ακατάπαυστα να προσεύχεται και αυτός που βρίσκεται σε θλίψη και αυτός που βρίσκεται σε άνεση, και μέσα στις συμφορές και μέσα στα αγαθά· αυτός που έχει άνεση και πολλά αγαθά, για να μένουν αμετακίνητα και αμετάβλητα και να μην τα στερηθεί ποτέ, και αυτός που έχει θλίψεις και πολλές συμφορές, για να δει κάποια αγαθή μεταβολή, να επέλθει γαλήνη και να παρηγορηθεί.

Έλεγε η Άννα (η μητέρα του Σαμουήλ) συνεχώς τα ίδια και δεν σταματούσε να προσεύχεται δαπανώντας πολύ χρόνο με τα ίδια λόγια. Έτσι λοιπόν και στο Ευαγγέλιο διέταξε ο Χριστός να προσευχόμαστε. Διότι λέγοντας στους Μαθητές: «Όταν προσεύχεστε, μη φλυαρείτε όπως οι ειδωλολάτρες, που νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουσθούν» (Ματθ. 6, 7), μας δίδαξε και τον τρόπο της προσευχής, δείχνοντας ότι το να εισακουσθεί η προσευχή εξαρτάται όχι από το πλήθος των λόγων, αλλά από την εγρήγορση του νου.

Εάν αγρυπνούμε, η Χάρη μας κάνει ναούς του Αγίου Πνεύματος, ώστε όλα να μας έρχονται πολύ εύκολα… οπουδήποτε κι αν είσαι, το θυσιαστήριο το έχεις μαζί σου… αφού συ ο ίδιος είσαι και ιερέας και θυσιαστήριο και θύμα που θυσιάζεται. Γιατί όπου και να είσαι μπορείς να στήσεις τον βωμό δείχνοντας μόνο άγρυπνη διάθεση, και καθόλου δεν σε εμποδίζει ο τόπος ούτε ο καιρός, αλλά κι αν δεν γονατίσεις, κι αν δεν κτυπήσεις το στήθος και δεν σηκώσεις τα χέρια στον ουρανό, αλλά δείξεις μόνο θερμή διάνοια, η προσευχή σου είναι πλήρης.

Είναι δυνατόν και γυναίκα που υφαίνει και γνέθει με τη ρόκα της να στραφεί βλέποντας τον ουρανό με τη διάνοια και να επικαλεσθεί με θερμότητα το Θεό· είναι δυνατόν και άνθρωπος που ευρίσκεται στην αγορά και περπατά μόνος του να κάνει μακρές προσευχές· και άλλος που κάθεται στο εργαστήριο και ράβει δέρματα να ανεβάσει τη ψυχή του στον Δεσπότη· είναι δυνατόν και ο υπηρέτης, και ο δούλος κι εκείνος που πηγαινοέρχεται κι εκείνος που εργάζεται στο μαγειρείο, όταν δεν μπορεί να έλθει στην εκκλησία, να κάνη προσευχή μακρά και έντονη· δεν περιφρονεί τόπο ο Θεός· ένα μόνο ζητά, διάνοια θερμή και ψυχή που σωφρονεί.

Και πώς είναι δυνατόν, λέει, άνθρωπος κοσμικός, προσηλωμένος στο δικαστήριο, να προσεύχεται τρεις ώρες την ημέρα και να τρέχει στην Εκκλησία; Είναι δυνατόν και πάρα πολύ εύκολα· διότι και αν δεν μπορεί να τρέξει στην Εκκλησία, είναι δυνατόν εκεί που είναι όρθιος μπροστά στις πόρτες και προσηλωμένος στο δικαστήριο να προσευχηθεί. Γιατί δεν χρειάζεται τόσο η φωνή όσο ο νους, ούτε άπλωμα χεριών όσο συγκεντρωμένη ψυχή, ούτε στάση, αλλά φρόνημα· επειδή κι αυτή η Άννα, δεν εισακούστηκε από τη μεγάλη και λαμπρή φωνή της, αλλ’ επειδή φώναζε δυνατά μέσα στη καρδιά της: «Και αυτή φώναζε μέσα στη καρδιά της, και κινούσε τα χείλη της, αλλά η φωνή της δεν ακουόταν…» (Α’ Βασιλ. 1, 13) και συνεχίζει: «…ο Θεός του Ισραήλ ας ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα, που ζήτησες απ’ αυτόν… και την θυμήθηκε ο Κύριος» (στίχ. 17, 19). Αυτό το έκαναν πολλές φορές κι άλλοι πολλοί· και ενώ ο άρχοντας από μέσα φώναζε, απειλούσε, χτυπιόταν, έκανε σαν τρελός, αυτοί με το στόμα κλειστό στέκονταν μπροστά στην πόρτα και λέγοντας στο Θεό λίγα λόγια με το νου, όταν έμπαιναν τον άλλαζαν, τον καταπράυναν και από άγριο τον έκαναν ήμερο και σε τίποτε δεν εμποδίστηκαν, ούτε από τον τόπο, ούτε από τον χρόνο, ούτε από τη σιωπή γι’ αυτή τη προσευχή. Αυτό λοιπόν κάνε και συ: στέναξε πικρά, θυμήσου τα αμαρτήματά σου, κοίταξε ψηλά στον ουρανό, πες με το νου σου «ελέησόν με, ο Θεός…» και η προσευχή σου είναι πλήρης. Διότι αυτός που είπε «ελέησόν με, ο Θεός…», έκανε εξομολόγηση· αυτός που είπε: «ελέησόν με…» έλαβε συγχώρηση των παραπτωμάτων, πέτυχε τη Βασιλεία των Ουρανών.

Έτσι προσευχόταν και ο Μωυσής, γι’ αυτό και χωρίς να προφέρει τίποτε, του λέγει ο Θεός: «γιατί μου φωνάζεις;…» (Έξοδ. 14, 15). Διότι οι άνθρωποι ακούνε μόνο αυτή την (εξωτερική) φωνή, ενώ ο Θεός πριν από αυτή ακούει όσους κραυγάζουν από μέσα τους. Άρα γίνεται να ακουγόμαστε και χωρίς να φωνάζουμε, και να προσευχόμαστε με το νου μας με πολλή προσοχή περπατώντας στην αγορά, κι όταν συζητούμε με φίλους και οτιδήποτε κάνουμε να επικαλούμαστε το Θεό με πολύ δυνατή φωνή, την εσωτερική, και να μην την φανερώνουμε σε κανέναν από τους παρόντες, όπως έκανε τότε η Άννα «..και εμνήσθη αυτής Κύριος και συνέλαβε» (Α’ Βασιλ. 1, 13, 19). Τόσο δυνατή ήταν η εσωτερική κραυγή της.

(Η Άννα) «όταν αύξησε την προσευχή… και ο Ηλί παρατήρησε το στόμα της..». Είχε σφραγισθεί λοιπόν η φωνή της, δεν σφραγίσθηκε όμως η δύναμη της προσευχής της, αλλά η καρδιά από μέσα φώναζε περισσότερο. Διότι αυτό κυρίως είναι προσευχή, όταν οι φωνές προέρχονται από μέσα· αυτό είναι μάλιστα το γνώρισμα της ψυχής που πονά, να εκφράζει την προσευχή όχι με τον τόνο της φωνής, αλλά με την προθυμία της καρδιάς.

Όταν νομίσαμε ότι τα σπίτια έγιναν ξαφνικά οι τάφοι μας (από τον φοβερό σεισμό), όταν όλος μαζί ο λαός έκραζε το «Κύριε, ελέησον», τότε και ο Κύριος λύγισε από την ευσπλαχνία του· κινώντας δηλαδή τη γη με μόνο το βλέμμα του, με το χέρι υποβάσταξε την κτίση που έτρεμε.

Είναι εντελώς αδύνατον άνθρωπος που προσεύχεται με την προθυμία που αρμόζει και παρακαλεί το Θεό συνεχώς, να αμαρτήσει ποτέ. Και πώς; εγώ θα σου πω: Αυτός που θέρμανε το νου του και ανάστησε τη ψυχή του και μετέφερε τον εαυτό του κι έτσι επικαλέσθηκε τον Δεσπότη του και θυμήθηκε τις αμαρτίες του και συζήτησε μαζί Του για την συγχώρησή τους παρακαλώντας τον να φανεί ευσπλαχνικός και ήμερος, από την ενασχόληση με αυτά τα λόγια αποβάλλει κάθε βιοτική φροντίδα και αναπτερώνεται και γίνεται ανώτερος από τα ανθρώπινα πάθη· κι εάν ακόμη μετά την προσευχή δει εχθρό, δεν θα τον δει πλέον σαν εχθρό· κι εάν δει όμορφη γυναίκα, δεν θα επηρεασθεί βλέποντάς την, επειδή η φωτιά της προσευχής παραμένει μέσα του και διώχνει μακριά κάθε απρεπή λογισμό. Αλλά επειδή είμαστε άνθρωποι και είναι φυσικό να πέσουμε σε ραθυμία, όταν περάσουν μία και δύο ώρες και τρεις μετά την προσευχή, και δεις τη θερμότητα που είχε προηγηθεί σιγά-σιγά ν’ αρχίσει να υποχωρεί, τρέξε πάλι γρήγορα στην προσευχή και θέρμανε την καρδιά σου που ψυχράνθηκε. Κι εάν το κάνεις αυτό όλη την ημέρα θερμαίνοντας τα μεσοδιαστήματα με τις πυκνές προσευχές, δεν θα δώσεις στο διάβολο αφορμή και είσοδο εναντίον των λογισμών σου.

(«Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ. Κάλαμος, σ. 121-126)

... Συνέβαινε μερικές φορές διηγείτο αργότερα ο ίδιος (ο στάρετς Αμβροσιος της Όπτινα) να έρθουν σε κάποια διαμάχη ο άντρας με τη γυναίκα.

Απευθύνονταν τότε σε μένα και μου έλεγαν ο καθένας τα παράπονά του εναντίον του άλλου, ζητώντας να τους δικαιώσω. Η θέση μου όμως ήταν λεπτή. Σκεπτόμουν: "αυτοί τώρα διαφώνησαν και σε λίγο πάλι θα συμφιλιωθούν! Εγώ γιατί να υποστηρίξω τον έναν και να τα χαλάσω με τον άλλον; Έτσι, άκουγα με προσοχή τα παράπονά τους, τους κοιτούσα με κατανόηση και ενδιαφέρον, χαμογελούσα λίγο και τηρουσα σιωπή. Δεν έπαιρνα κανενός το μέρος. Εκείνοι σε λίγο, όπως το είχα προβλέψει, ξεχνούσαν τις διαφωνίες τους. Αλλά και εγώ διατηρούσα και με τους δύο καλές σχέσεις...

(Ο στάρετς Αμβρόσιος, Ι.Μ Παρακλήτου, 1974, σελ.25)

Η συζύγος ανάπηρου ιατρού ήταν απελπισμένη, διότι ο άντρας της είχε αποκτήσει πολύ κακές συνήθειες.

Έπειτα από την εργασία του στο νοσοκομείο, πήγαινε στο καφενείο και γυρίζε στο σπίτι μετά τα μεσάνυχτα, αφήνοντας ολόκληρη την ημέρα μόνους, και εκείνη και τα παιδιά τους, που σχεδόν δεν τον έβλεπαν. Διαμαρτύρονταν, του κακομιλούσε, και εκείνος αντιδρούσε, γυρίζοντας στο σπίτι ακόμα πιο αργά. Βρισκόταν σε αδιέξοδο. Έμαθε για τον Γέροντα Πορφύριο.....
Μας εκμυστηρεύθηκε τα εξής: Ο γέροντας μού τα αποκάλυψε όλα. Μου είπε:

Βλέπω τις αναπηρίες του, έχει κόμπλεξ και γι’ αυτό ξενυχτάει, για να το ξεχάσει. Καθώς εσύ συνεχώς του γκρινιάζεις, εκείνος δεν θέλει να έρθει στο σπίτι και αργεί. Όσο πιο πολύ του γκρινιάζεις, τόσο πιο πολύ αργεί. Τώρα θα κάνεις το αντίθετο. Όσο πιο πολύ αργεί, τόσο πιο πολύ θα προσεύχεσαι για αυτόν, θα τον αγαπάς και θα τον περιποιείσαι. Έτσι, εκείνος θα αλλάξει σιγά-σιγά και θα τον τραβά όλο και πιο πολύ το σπίτι, γυναίκα του,τα παιδιά του. Και το πρόβλημα σου θα λυθεί.

Η γυναίκα σαν να ξύπνησε από κακό όνειρο, μονολογούσε:

Τι ανόητη που ήμουν τόσο καιρό! Με την γκρίνια μου πήγαινα να καταστρέψω την οικογένεια μου και δεν το καταλάβαινα.

Εφαρμόσε πιστά τις οδηγίες του γέροντα και, σε σύντομο χρονικό διάστημα, κέρδισε το σύζυγό της.

(Ανθολόγιο Συμβουλών δελ.105-106)

Ο πόθος της λυτρώσεως
Ένας Ινδός, που ήθελε να βρή τον δρόμο της λυτρώσεως, ρώτησε τον Βούδδα να του τον δείξη. Ο Βούδδας τον ωδήγησε τότε σ’ ένα ποτάμι. Μπήκαν στο νερό και προχώρησαν βαθειά. Ξαφνικά, ο Βούδδας άρπαξε τον άνθρωπο εκείνον και τον βύθισε ολόκληρο μέσα στο νερό, κρατώντας τον έτσι για αρκετές στιγμές. Όταν τον άφησε, ο άνθρωπος σηκώθηκε αμέσως.
— Τι πεθύμησες περισσότερο, όταν ήσουν μέσα στο νερό; τον ρώτησε ο Βούδδας.
— Τον αέρα! απάντησε εκείνος.
Τότε ο Βούδδας του είπε:
— Αν με την ίδια λαχτάρα ποθής και τη λύτρωσή σου, θα την βρής.
Αυτή τη λύτρωση μας προσφέρει ο επί το εκούσιον Πάθος βαδίσας Κύριος.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο786)

Τα δάκρυα του ασκητού
Ένας παλαιός ασκητής, που είχε ζήσει και γεράσει στην έρημο, κατέβηκε μια μέρα στην Αλεξάνδρεια, όπου τον είχε καλέσει ο Μέγας Αθανάσιος. Σ’ ένα δρόμο, λοιπόν, αντίκρυσε μια ηθοποιό και μόλις την είδε δάκρυσε.
— Γιατί δάκρυσες; τον ρώτησαν.
— Για δύο λόγους, αποκρίθηκε εκείνος. Πρώτα-πρώτα για την αμαρτωλότητα της γυναικός. Κι υστέρα, γιατί έκανα τη σκέψη ότι εγώ τόσον καιρό στην έρημο δεν κοπίασα τόσο για ν’ αρέσω στον Θεό, όσο αυτή για να αρέση στους ανθρώπους.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο740)

Για χάρι των νεκρών. 
Ο ρωμαίος στρατηγός Σύλλας είχε κυριεύσει την Αθήνα κι ετοιμαζόταν να την ξεθεμελιώση ολότελα. Όταν κατάλαβαν την φοβερή αυτή πρόθεσή του, πήγαν και τον παρεκάλεσαν να μη την πραγματοποιήση, θυμίζοντάς του τη μεγάλη κι άφθαστη δόξα που είχε η πόλις αυτή κατά την εποχή του Περικλέους και του Πλάτωνος.
Ο Σύλλας τους άκουσε σκεφτικός κι ύστερα συμφώνησε μαζί τους, λέγοντας το περίφημο εκείνο:
— Συγχωρώ τους ζωντανούς για χάρη των νεκρών.
Αναγνώστα, είναι αναμφίβολον ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι μεγάλοι εκείνοι άνδρες που στόλισαν άλλοτε την Ορθοδοξίαν μας, την κρατούν και σήμερα στα πόδια της με την αθάνατη κληρονομιά του παραδείγματος τους και των έργων τους.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο242)

Οι αυλικοί κι ο άγιος

Ο αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Κωνσταντίνος ο 8ος είχε καλέσει στην αυλή του έναν άγιο μοναχό, που ήθελε να τον έχη ως σύμβουλό του σε όλα τα σπουδαία ζητήματα. Ο μοναχός αποτελούσε μια παραφωνία μέσα στη χλιδή των ανακτόρων με το μισολυωμένο ράσο του και την ασκητική μορφή του. Οι διεφθαρμένοι αυλικοί δεν ανέχονταν την παρουσία του και εσχολίαζαν περιφρονητικά το γεγονός.

Όταν ο βασιλεύς το αντελήφθη, τους συνεκέντρωσε στην αίθουσα του θρόνου και τους είπε:
- Μπορώ να φτιάξω αυλικούς σαν εσάς δεκάδες άλλους. Έναν άνθρωπο όμως, σαν αυτόν, μονάχα ο Θεός μπορεί να τον φτιάξη !... 
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο690)

(Durant Will, Παγκόσμιος ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Η σελ.438-439). 

... Οι τρόποι του, όπως και η ενδυμασία του, ήσαν τόσον απλοϊκοί, ώστε θα ημπορούσε κανείς να τον εκλάβη ως χωρικόν μάλλον παρά ως βασιλέα — με μόνην την διαφοράν ότι δεν είχε τίποτε από την ζωώδη υπομονήν του μουζίκου. Εις ωρισμένας περιπτώσεις συμπεριεφέρετο χειρότερα από χωρικόν, επειδή δεν εδεσμεύετο από κανέναν φόβον του αυθέντου ή του νόμου. Όταν είδε ένα φαλλόν εις μίαν συλλογήν αρχαίων αντικειμένων του Βερολίνου, διέταξε την σύζυγόν του να τον ασπασθή, επειδή δε η Αικατερίνη ηρνήθη, την ηπείλησε να την αποκεφαλίση• εκείνη επέμεινε εις την αρνησίν της και η οργή του τσάρου κατηυνάσθη μόνον όταν του εδωρήθη το αντικείμενον δια να κοσμή το ιδιαίτερον δωμάτιόν του.

   Εις την συζήτησιν και την αλληλογραφίαν του μετεχειρίζετο την πλέον ωμήν χυδαιολογίαν. Πολλάκις εξεδήλωνε την μομφήν του προς τους στενωτέρους φίλους του δια γρονθοκοπημάτων, εμάτωσε την μύτην του Μενσικώφ και ελάκτισε τον Λεφόρ. Η κλίσις του προς τους απρεπείς αστεϊσμούς έφθανε κάποτε την σκληρότητα• επί παραδείγματι, εξηνάγκασε έναν από τους συνεργάτας του να φάγη χελώνας, έναν άλλον να πίη το όξος που περιείχε ένα γεμάτο φλασκί, και νεάνιδας να συναγωνισθούν τους στρατιώτας του εις την οινοποσίαν.

   Εύρισκε παράλογον ευχαρίστησιν εις το να επαγγέλλεται τον οδοντοϊατρόν και οι περί αυτόν απέκρυπτον επιμελώς κάθε παράπονόν των δι’ οδοντόπονον, διότι είχε πρόχειρα πάντοτε τα εργαλεία εξαγωγής οδόντων. Όταν ο υπηρέτης του παρεπονέθη ότι η σύζυγος του ηρνείτο να εκπληρώση τα συζυγικά της καθήκοντα, με την πρόφασιν ότι υπέφερε από οδοντόπονον, ο τσάρος έστειλε να την οδηγήσουν ενώπιον του, της εξήγαγε βιαίως ένα γερό δόντι και της είπε ότι θα της αφήρει και άλλα αν επέμενε εις την αποχήν της από τα καθήκοντα της συζύγου.

   Η άνομος σκληρότης του υπερέβαινε τον βαθμόν όπου θα ημπορούσε να συγχωρήται ως φυσική ή απαραίτητος δια την εποχήν του και την χώραν του. Οι Ρώσοι ήσαν συνηθισμένοι εις την σκληρότητα και ήσαν ίσως ολιγώτερον ευαίσθητοι εις τον πόνον από ότι είναι οι άνθρωποι, με ευπαθέστερον νευρικόν σύστημα. Ίσως να εχρειάζοντο μίαν αυστηράν μεταχείρισιν δια να πειθαρχούν. Αλλά η σφαγή των Στρέλτσι από τον Πέτρον προσωπικώς αποκαλύπτει μίαν σαδιστικήν ευχαρίστησιν εις την ωμότητα• και καμμία ανάγκη του κράτους δεν επέβαλε τον τεμαχισμόν δύο συνωμοτών ίντσαν προς ίντσαν. Ο Πέτρος ήτο ξένος προς κάθε αίσθημα ευσεβείας ή ανθρωπισμού και του έλλειπε επίσης το αίσθημα δικαιοσύνης που έθετε φραγμόν εις τα διεστραμμένα πάθη του Λουδοβίκου του XIVου ή του Φρειδερίκου του Μεγάλου. Ως προς την κατ’ επανάληψιν αθέτησιν του λόγου της τιμής του, όμως, ήτο απολύτως σύμφωνος προς τα ήθη της εποχής του.
   Όπως ο μουζίκος, εθεώρει και ο Πέτρος την μέθην ως μίαν δικαιολογημένην και απαραίτητον φυγήν από την πραγματικότητα. Είχε αναλάβει όλα τα βάρη του κράτους και το πολύ σπουδαιότερον καθήκον της μεταστροφής ενός ανατολικού λαού προς τον δυτικόν πολιτισμόν. Το να μεθά κατά τας εορτάς με τους φίλους του ήτο ασφαλώς μία διασκέδασις την όποιαν εδικαιούτο. Εδέχετο προθύμως την γνώμην των χωρικών του ότι η μέθη ήτο η μόνη απόλαυσις του Ρώσου. Η αντοχή του εις τα οινοπνευματώδη ήτο εν από τα μέτρα με τα οποία ημπορούσε να τον κρίνη κανείς ως άνθρωπον.

   Όταν ευρίσκετο εις το Παρίσι, εστοιχημάτισε ότι ο ιδικός του εξομολογητής ιερεύς έπινε περισσότερον από τον ιερέα-γραμματέα του Γάλλου πρωθυπουργού. Ο διαγωνισμός διήρκεσε μίαν ώραν• όταν ο αββάς εκυλίσθη κάτω από το τραπέζι, ο Πέτρος ησπάσθη τον ιερέα του επειδή είχε «σώσει την τιμήν της Ρωσίας». Περί το 1690, ο Πέτρος και ο στενός του κύκλος εσχημάτισαν έναν όμιλον υπό την επωνυμίαν «Η πλέον μέθυσος συντροφιά τρελλών και χωρατατζήδων».
    Ο πρίγκιψ Φεοντόρ Ρομοντανόφσκυ εξελέγη «τσάρος» της συντροφιάς («σομπόρ»). Ο Πέτρος ηρκέσθη εις κατώτερον «αξίωμα» (όπως και εις τον στρατόν και τον στόλον), συχνά δε και εις τον δημόσιον βίον ισχυρίζετο ότι ο Ρομοντανόφσκυ ήτο ο τσάρος της Ρωσίας. Η «σομπόρ των μπεκρήδων» ήτο επισήμως αφιερωμένη εις την λατρείαν του Βάκχου και της Αφροδίτης• είχε πλήρες τελετουργικόν τυπικόν, χονδροειδή και χυδαίαν απομίμησιν του τυπικού της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας• μέγα μέρος δε αυτής της χυδαιολογίας είχε συνθέσει προσωπικώς ο Πέτρος. Η «σομπόρ» έλαβε μέρος εις πολλάς επισήμους εορταστικάς εκδηλώσεις. Όταν ο ψευδοπατριάρχης της, ο Νικήτας Ζάτωφ, ηλικίας 84 ετών, ενυμφεύθη μίαν τούτιδα, ο Πέτρος εσχεδίασε και διέταξε να τελεσθή μία χυδαία γαμήλιος τελετή (1715), όπου θα ελάμβανον μέρος αξιωματούχοι του κράτους και κυρίαι της Αυλής μαζί με άρκτους, ελάφους και αίγας, οι ξένοι πρεσβευταί θα έπαιζον αυλόν ή λύραν» και αυτός ο Πέτρος τύμπανον...

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)

Ιω. 3,22 Μετὰ ταῦτα(1) ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ(2) εἰς τὴν Ἰουδαίαν γῆν(3), καὶ ἐκεῖ διέτριβε(4) μετ᾿ αὐτῶν καὶ ἐβάπτιζεν(5).
Ιω. 3,22 Υστερα από αυτά ήλθεν ο Ιησούς και οι μαθηταί του εις την άλλην περιοχήν της Ιουδαίας και εκεί έμενε μαζή τους και εβάπτιζε.
(1)   Φράση, με την οποία ο Ιωάννης συνηθίζει να εισάγει νέα κεφάλαια στην αφήγησή του. Μετά από αυτά, δηλαδή μετά τη δράση του Ιησού στα Ιεροσόλυμα κατά τη γιορτή του Πάσχα και τον διάλογο με τον Νικόδημο (β).
(2)   Για τους οποίους είπε στο Ιω. β 2.
(3)   Η σύμφωνα με το Μάρκ. α 5 Ιουδαία χώρα. Η ύπαιθρος της Ιουδαίας σε αντίθεση με την Ιερουσαλήμ (g). «Στις μεν γιορτές ανέβαινε στην πόλη, ώστε δημόσια να παρουσιάσει τα δόγματα και να προσφέρει την ωφέλεια από τα θαύματα. Όταν τελείωναν όμως οι γιορτές ερχόταν πολλές φορές στον Ιορδάνη επειδή και εκεί πήγαιναν πολλοί. Και μάλιστα έπιανε εκείνα τα μέρη που μαζευόταν πολύς όχλος όχι για να επιδειχτεί, ούτε από φιλοδοξία, αλλά διότι φρόντιζε να ωφελεί όσο το δυνατόν περισσότερους» (Χ).
(4)   Οι παρατατικοί σημαίνουν ότι η παραμονή αυτή διήρκεσε κάποιο χρόνο (g).
(5)   «Συνεχίζοντας [στο δ 2] λέει ο Ευαγγελιστής ότι, ο Ιησούς δεν βάπτιζε, αλλά οι μαθητές του· οπότε είναι φανερό ότι και εδώ αυτό εννοεί, ότι αυτοί βάπτιζαν μόνοι» (Χ). Το «βάπτιζε» λοιπόν εδώ πρέπει να το ερμηνεύσουμε: «Βαπτίζει ο Χριστός μέσω των μαθητών του» (Κ). Με τη συγκατάθεση και επιδοκιμασία του Ιησού βαπτίζουν οι μαθητές του. Όπως παρατηρεί ο g., εάν τα δύο αυτά χωρία (γ 22 και δ 2) υπήρχαν σε δύο διαφορετικά ευαγγέλια, η νεώτερη κριτική θα σημείωνε ευθύς αντίφαση και θα κατηγορούσε καθέναν που επιχειρεί να συμβιβάσει τις δύο πληροφορίες ότι κατέχεται από προκατάληψη και μεροληψία. Είναι και αυτό απόδειξη του πόσο επισφαλείς είναι οι συλλογισμοί της.
Γεννιέται το ερώτημα: Ποιος ήταν ο χαρακτήρας αυτού του βαπτίσματος; Το βάπτισμα αυτό δεν είναι ακόμη το χριστιανικό βάπτισμα, διότι «δεν είχε δώσει ακόμα το Πνεύμα. Εύλογα λοιπόν δεν βάπτιζε· οι μαθητές όμως έκαναν αυτό επειδή ήθελαν να οδηγήσουν πολλούς στη σωτήρια διδασκαλία,… εάν όμως κάποιος εξετάζει, και τι παραπάνω είχε το βάπτισμα των μαθητών, από αυτό του Ιωάννη, θα πούμε ότι, τίποτα· διότι τόσο το ένα όσο και το άλλο στερούνταν της χάριτος του αγίου Πνεύματος και η αιτία και των δύο βαπτισμάτων ήταν μία, το να προσελκύουν δηλαδή τους βαπτιζομένους στο Χριστό» (Χ).
Είναι λοιπόν και το βάπτισμα αυτό βάπτισμα μετανοίας, όπως του Ιωάννη. Διενεργεί λοιπόν αυτό ο Κύριος αφ’ ενός μεν παρέχοντας με αυτό έμπρακτα την επιδοκιμασία του στη διακονία και το βάπτισμα του Ιωάννη· κυρίως όμως «για να μην τρέχουν ολόγυρα οι μαθητές, και έτσι να συγκεντρώνουν αυτούς που όφειλαν να πιστέψουν… καθιέρωσαν το βάπτισμα, το οποίο μπορούσε να συγκεντρώσει πολλούς μαζί, στους οποίους ταυτόχρονα δίδασκαν τα σχετικά με το Χριστό και τους έφερναν στο Σωτήρα που ήταν κοντά» (Ζ). Ο σκοπός λοιπόν αυτού του βαπτίσματος ήταν το ρεύμα του λαού που έτρεχε προς το βάπτισμα να στραφεί προς τον Ιησού ως Μεσσία. Και έτσι ενώ το βάπτισμα αυτό ήταν βάπτισμα μετανοίας όπως το του Ιωάννη, η μαρτυρία όμως που το συνόδευε δεν ταυτιζόταν πλήρως με αυτήν του Ιωάννη. Διότι ο μεν Ιωάννης προφήτευε την επικείμενη έλευση του Μεσσία, ενώ οι μαθητές έδειχναν στους βαπτιζομένους τον φανερωμένο Μεσσία.

Ιω. 3,23 ἦν(1) δὲ καὶ Ἰωάννης βαπτίζων(2) ἐν Αἰνὼν(3) ἐγγὺς τοῦ Σαλείμ(4), ὅτι ὕδατα πολλὰ(5) ἦν ἐκεῖ, καὶ παρεγίνοντο καὶ ἐβαπτίζοντο·
Ιω. 3,23 Ο δε Ιωάννης εβάπτιζε τότε εις την πηγήν Αινών, πλησίον της πόλεως Σαλείμ, διότι εκεί ήσαν πολλά ύδατα, και ήρχοντο άνθρωποι και εβαπτίζοντο.
(1)   =Καταγινόταν στο να βαπτίζει, βρισκόταν στην κατάσταση του να βαπτίζει, ασχολούνταν με αυτό το έργο (δ). Υπήρχε και για τον Ιωάννη ακόμη έργο για επιτέλεση, παρόλο που ήδη ο Ιησούς είχε αρχίσει το δικό του έργο. Τα μεγαλύτερα χαρίσματα, τα οποία έχουν μερικοί, δεν κάνουν περιττούς και άχρηστους τους κόπους και το έργο άλλων που έχουν λιγότερα χαρίσματα. Και ένα τάλαντο ακόμα αν έχουμε, οφείλουμε να δώσουμε λόγο για αυτό.
(2)   «Ο Ιωάννης ακόμη βαπτίζει και δεν σταμάτησε, κατορθώνοντας δύο πράγματα ταυτόχρονα· ένα μεν, σε αυτούς που έτρεχαν σε αυτόν να τους μιλά για το Χριστό και να τους οδηγεί σε αυτόν· και άλλο, το να μην ερεθίσει τους μαθητές του (του Ιωάννη) σε ζήλεια και περισσότερη φιλονικία» (Θφ).
(3)   Αιν=πηγή, το «ων» με συγκοπή της λέξης γιωνά=περιστέρι. Αινών λοιπόν=πηγή του περιστεριού (g,Meyer). Άλλοι δεχόμενοι ότι η λέξη σχηματίστηκε από επίταση της λέξης Αιν, ερμηνεύουν: πηγή άφθονη και γεμάτη νερό, και άλλοι παράγοντας από αλλού τη λέξη, μεταφράζουν: πηγή δύναμης (δ).
(4)   Η πηγή αυτή βρισκόταν κοντά σε κάποια πόλη που ονομαζόταν Σαλείμ. Η τοποθεσία και των δύο μερών είναι αβέβαιη. Ο Ευσέβιος και ο Ιερώνυμος τοποθέτησαν την Αινών 8000 βήματα νότια της Σκυθόπολης, στα όρια της Σαμάρειας και της Γαλιλαίας. Αυτή όμως η εκδοχή δεν φαίνεται να συμφωνεί αφενός μεν με την πληροφορία του προηγ. στίχου, ότι οι μαθητές του Ιησού βάπτιζαν στην Ιουδαία γη, αφετέρου δε με την πιθανότητα, ότι και ο Ιωάννης βάπτιζε σε κάποιο γειτονικό τόπο. Ούτε πάλι παρουσιάζεται ως πιθανό, ότι ο Ιωάννης θα εγκαθίστατο στη Σαμάρεια. Για αυτό πολλοί από τους νεώτερους υποθέτουν ότι πρόκειται για τις 3 πόλεις που αναφέρονται στο Ιησ. Ν. ιε 32, Λαβώς και Σαλή και Ερωθώμ, που βρίσκονταν στα όρια Εδώμ και περιλαμβάνονταν στη μεσημβρινή Ιουδαία. Με την τελευταία αυτή εκδοχή συμφωνεί και η ακόλουθη παρατήρηση «επειδή εκεί υπήρχαν πολλά νερά». Διότι πράγματι η μεσημβρινή Ιουδαία στερείται πηγών, ενώ για τη Σαμάρεια που ήταν πλούσια σε νερά θα περίττευε η παρατήρηση (g). Πάντως η μικρή πόλη φαίνεται ότι δεν βρισκόταν δίπλα στον Ιορδάνη, διότι τότε θα ήταν τελείως περιττό να αναφέρει για νερά (δ).
(5)   Έτσι η πλήρης βύθιση στο νερό ζητιέται (b) στο βάπτισμα.

Ιω. 3,24 (1)οὔπω(2) γὰρ(3) ἦν βεβλημένος εἰς τὴν φυλακὴν ὁ Ἰωάννης.
Ιω. 3,24 Δεν είχε δε ακόμη συλληφθή και φυλακισθή ο Ιωάννης.
(1)   Ο σ. αυτός αποτελεί παρενθετικό σχόλιο από τον Ευαγγελιστή, που αποβλέπει να καθορίσει το χρόνο κατά τον οποίο έγιναν αυτά και να επανορθώσει παρεξήγηση που προήλθε από αποσιώπηση των συνοπτικών ευαγγελίων. Πράγματι οι συνοπτικοί δε λένε τίποτα για τη δράση του Ιησού στην Ιουδαία, ο Ιωάννης όμως φροντίζει να σημειώσει, ότι άρχισε αυτή νωρίτατα πριν την οριστική κλήση των μαθητών στη Γαλιλαία και πριν τη φυλάκιση του Ιωάννη. Όλα όσα αφηγήθηκε μέχρι τώρα ο Ιωάννης συνέβησαν πιο πριν από αυτά που εξιστορεί ο Μάρκος στο α 14-στ 6. Και συνεπώς και η στο Ιω. α 44 πρώτη επάνοδος του Ιησού στη Γαλιλαία δεν αναφέρεται από τους συνοπτικούς. Για αυτό και ο Ιωάννης κρίνει αναγκαίο να σημειώσει την επεξήγηση αυτού του σ., προλαμβάνοντας ή και επανορθώνοντας χρονολογική σύγχυση ενδεχόμενη ή και που επικράτησε από παρεξήγηση. Είναι προφανής από εδώ και ο συμπληρωματικός σκοπός του τετάρτου ευαγγελίου, που στρέφεται κυρίως γύρω από τα κενά της ευαγγελικής ιστορίας από την αφήγηση των συνοπτικών (β,g).
(2)   Εδώ ο Ευαγγελιστής παίρνει ως δεδομένο ό,τι οι άλλοι ευαγγελιστές είχαν γράψει όσον αφορά στη φυλάκιση του Ιωάννη του βαπτιστή (b). Μιλά για τη φυλάκιση αυτή σαν για γεγονός πολύ γνωστό και για αυτό τίποτα δεν προσθέτει για τα περιστατικά αυτά και για το θάνατο του Ιωάννη.
(3)   Ο Ιωάννης λοιπόν έπαυσε να βαπτίζει, όταν ρίχτηκε στη φυλακή, όχι πιο πριν (b).

Ιω. 3,25 Ἐγένετο οὖν(1) ζήτησις(2) ἐκ τῶν μαθητῶν Ἰωάννου(3) μετὰ Ἰουδαίου(4) περὶ καθαρισμοῦ(5).
Ιω. 3,25 Εγινε λοιπόν συζήτησις από τους μαθητάς του Ιωάννου με κάποιον Ιουδαίον δια τον καθαρισμόν.
(1)   Δείχνει τη σχέση της φιλονικίας που προκλήθηκε με τα βαπτίσματα που αναφέρθηκαν, στα οποία αποδιδόταν από τους μαθητές του Ιωάννη ανταγωνιστικός χαρακτήρας. «Επειδή δηλαδή οι μαθητές του Ιωάννη ζήλευαν πάντοτε τους μαθητές του Χριστού αλλά και τον ίδιο το Χριστό, όταν τους είδαν να βαπτίζουν, άρχισαν συζήτηση με τους βαπτιζομένους, ισχυριζόμενοι ότι το δικό τους βάπτισμα πλεονεκτούσε σε σχέση με το βάπτισμα των μαθητών» (Χ).
(2)   «Έγινε συζήτηση» (Ζ). Μετριοπαθής συζήτηση, όχι έριδα (b). Πουθενά αλλού στα ευαγγέλια δεν συναντιέται η λέξη. Συναντιέται όμως στο Α΄Τιμ. στ 4 με κακή έννοια. Εικασίες για την αιτία της συζήτησης: «Αυτοί που έρχονταν στον Ιωάννη στέλνονταν από αυτόν στον Ιησού να βαπτιστούν· αλλά οι βαπτιζόμενοι από το Χριστό δεν στέλνονταν στον Ιωάννη. Οι μαθητές του Ιωάννη ταράχτηκαν και άρχισαν να συζητούν με τους Ιουδαίους, όπως συνήθως συμβαίνει. Οι Ιουδαίοι είχαν καταλάβει ότι ο Ιωάννης είχε διακηρύξει, ότι ο Χριστός ήταν ανώτερος και ότι προς το βάπτισμα αυτού πρέπει να συρρέουν. Του Ιωάννη οι μαθητές επειδή δεν κατανόησαν ακόμα αυτό, υπερασπίζονταν το βάπτισμα του Ιωάννη. Ήλθαν λοιπόν στον ίδιο τον Ιωάννη για να λύσει το ζήτημα» (Αυ).
(3)   Οι μαθητές αυτοί ήταν που προκάλεσαν αυτήν. «Ότι αυτοί είναι που όρμησαν σε αυτό το θέμα… το υπαινίχθηκε ο ευαγγελιστής. Διότι δεν είπε, ότι κάποιος Ιουδαίος συζήτησε με αυτούς, αλλά ότι έγινε συζήτηση από τους μαθητές του Ιωάννη» (Χ). Φαίνεται, ότι ήταν αυτοί κάποιοι νέοι μαθητές, που είχαν περισσότερο ζήλο παρά διάκριση. Η αλήθεια του Θεού συχνά αντιμετωπίζει εμπόδια και από ανθρώπους, οι οποίοι έχουν γενικώς τη διάθεση να υπερασπιστούν αυτήν, οι οποίοι όμως δεν είναι ακόμα ικανοί για αυτήν την υπεράσπιση.
(4)   Υπάρχει και η γραφή Ιουδαίων, η οποία φαίνεται προτιμότερη (β), που υποστηρίζεται από το σιναϊτικό κώδικα, τις λατινικές και αιγυπτιακές μεταφράσεις και τη συριακή του Cureton, από τον Ω. κλπ.(χ). Η γραφή Ιουδαίου=Ή, είχε αυτός ευνοϊκότερη διάθεση προς το βάπτισμα του Ιησού, «αφού πήραν έναν από τους βαπτισμένους [από τους μαθητές του Ιησού] επιχειρούσαν να τον πείσουν, αλλά δεν τον έπειθαν» (Χ).
Ή, πιθανότερη ερμηνεία, ο Ιουδαίος ανήκε στο κόμμα των Φαρισαίων και είχε αρνητική διάθεση το ίδιο και για τα δύο βαπτίσματα. Η συζήτηση λοιπόν προκλήθηκε, όταν αυτός αφού προσκλήθηκε από τους μαθητές του Ιωάννη να βαπτιστεί, απάντησε ειρωνικά: Να και άλλοι εκεί βαπτίζουν. Ποιο από τα δύο βαπτίσματα είναι το αληθινό; (g).
(5)  Για τη φύση και την αποτελεσματικότητα του καθαρισμού από το βάπτισμα (ο).

Ιω. 3 ,26 καὶ ἦλθον(1) πρὸς τὸν Ἰωάννην καὶ εἶπον αὐτῷ· ῥαββί(2), ὃς ἦν μετὰ σοῦ(3) πέραν τοῦ Ἰορδάνου(4), ᾧ σὺ μεμαρτύρηκας(5), ἴδε(6) οὗτος βαπτίζει(7) καὶ πάντες(8) ἔρχονται πρὸς αὐτόν(9).
Ιω. 3,26 Και ήλθαν προς τον Ιωάννην και του είπαν• “διδάσκαλε, αυτός, που ήτο μαζή σου πέραν από τον Ιορδάνην και δια τον οποίον συ εμαρτύρησες κύτταξε βαπτίζει τώρα και όλοι πηγαίνουν εις αυτόν”.
(1)   «Επειδή δεν μπόρεσαν να πείσουν τον Ιουδαίο ήλθαν προς τον διδάσκαλό τους» (Ζ).
(2)   Συνηθισμένη προσφώνηση σεβασμού, που απευθύνεται σε διδάσκαλο. Για πρώτη και μόνη φορά ονομάζεται έτσι ο Ιωάννης.
(3)   Δεν ονομάζουν τον Ιησού. Μιλούν για αυτόν σαν για κάποιον ελάχιστα γνωστό (b). «Αυτός που είχε θέση μαθητή, ο οποίος δεν είχε τίποτα παραπάνω από εμάς» (Χ).
(4)   Δες α 28.
(5)   Εκδηλώνει αυτό κάποια πικρία. «Τον οποίο με τη δική σου μαρτυρία δόξασες» (Ζ). «Τον οποίο εσύ λάμπρυνες και έκανες ξακουστό» (Χ).
(6)   Εφιστούν την προσοχή του Ιωάννη στη συμπεριφορά του Ιησού που κρύβει κάτι το ανέλπιστο και απροσδόκητο για αυτούς.
(7)   Το βάπτισμα ήταν ειδική τελετή που εισήγαγε ο Ιωάννης και ξεχώριζε τη διακονία του από τη διακονία κάθε άλλου. Ο Ιησούς λοιπόν ιδιοποιούμενος την τελετή αυτή παρουσιαζόταν να σφετερίζεται το έργο του προδρόμου και να ανταγωνίζεται αυτόν (g). «Αυτός αφού αποσχίστηκε, βαπτίζει» (Χ). «Αυτός εναντιώνεται σε σένα και αρπάζει τη δόξα σου» (Ζ).
(8)   Το «όλοι» λέγεται με υπερβολή. «Με μέτριο τρόπο πρέπει να ακούμε το «όλοι έρχονται προς αυτόν», με την έννοια του «πολλοί»» (Ω).
(9)   Αυτό δηλώνει την έξαψη της ζήλειας τους. «Έρχονται σε αυτόν εγκαταλείποντας εσένα» (Ζ). Η προσπάθεια της μονοπώλησης της τιμής και του σεβασμού υπήρξε σε όλες τις εποχές πληγή για την εκκλησία και ντροπή για τους λειτουργούς και τα μέλη της. Πλανιόμαστε αν νομίζουμε, ότι τα περισσότερα χαρίσματα και οι χάριτες, όπως και η μεγαλύτερη χρησιμότητα και οι περισσότεροι κόποι κάποιου άλλου, αποτελούν μείωση για εμάς, οι οποίοι έχουμε λιγότερα τέτοια. Το Πνεύμα είναι ελεύθερος παράγοντας, «που διαιρεί στον καθένα ξεχωριστά, όπως θέλει» (Α΄ Κορ. ιβ 11). Ο Παύλος χαιρόταν για την επιτυχία και εκείνων ακόμα, οι οποίοι από εριστικότητα κήρυτταν το Χριστό (Φιλ. α 17). Πρέπει να αφήνουμε στο Θεό, να διαλέγει, να χρησιμοποιεί και να τιμά τα όργανά του, όπως αρέσει σε αυτόν, και να μην διεκδικούμε να μένουμε μόνοι.

Ιω. 3,27 ἀπεκρίθη Ἰωάννης καὶ εἶπεν· οὐ δύναται ἄνθρωπος λαμβάνειν οὐδέν(1), ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(2).
Ιω. 3,27 Απεκρίθη ο Ιωάννης και είπε• “τίποτε δεν ημπορεί να πάρη ο άνθρωπος εάν δεν του έχη δοθή από τον ουρανόν.
(1)   Εκφράζει εδώ ο Πρόδρομος μία γενική αρχή: «Δεν μπορεί άνθρωπος να έχει κάποιο θείο χάρισμα, εάν δεν του δόθηκε από τον ουρανό» (Ω).
«Δεν υπάρχει κανένα αγαθό στους ανθρώπους που να μην είναι οπωσδήποτε και δοσμένο από το Θεό. Διότι πρέπει να ακούει η κτίση· «Τι είναι αυτό που έχεις το οποίο δεν το πήρες;»» (Κ). Εφαρμόζει αυτή την αρχή στον Ιησού ή στον εαυτό του;
Σύμφωνα με τον Χ. στον Ιησού, απαντώντας στο «όλοι έρχονται προς αυτόν». «Αν είναι λαμπρά τα σχετικά με εκείνον και όλοι έρχονται προς αυτόν, δεν πρέπει να θαυμάζετε… Διότι ο Θεός είναι που κάνει αυτά· διότι δεν μπόρεσε ποτέ άνθρωπος να κάνει τέτοια πράγματα» (Χ).
«Από το Θεό πήρε το να δοξάζεται και το να ελκύει όλους» (Ζ).
«Επομένως κάνετε ταυτόχρονα δύο αμαρτήματα· ένα μεν, το να εναντιώνεστε στο θέλημα του Θεού· άλλο πάλι, το ότι επιχειρείτε αδύνατο πράγμα. Ταυτόχρονα όμως και με ήρεμο τρόπο παρηγορεί αυτούς, ότι δεν είναι άνθρωπος αυτός που μας νικά, αλλά Θεός» (Θφ).
Σύμφωνα με τον Κ. την αρχή αυτή ο Ιωάννης την εφαρμόζει στον εαυτό του: «Νομίζω ότι πρέπει να αρκούμαστε στα μέτρα που μας απονεμήθηκαν και να είμαστε ευχαριστημένοι με τις τιμές που ορίστηκαν από τον ουρανό και να μην απλωνόμαστε καθόλου παραπέρα… Ας μη στενοχωριέται λοιπόν ο δικός μου μαθητής, εάν δεν ξεπερνώ το μέτρο που μου δόθηκε… και περιορίζομαι σε δόξα που ταιριάζει στους ανθρώπους» (Κ). Συνδυασμός και των δύο εκδοχών: Του Ιησού η δημοτικότητα είναι σημάδι εύνοιας του Θεού προς αυτόν (μ). Αλλά επίσης και καθορισμένο όριο έχει τεθεί στο σκοπό της αποστολής του Ιωάννη, το οποίο όριο θα αποτελούσε βλασφημία να ξεπεράσει αυτός (χ).
(2)   Δηλαδή από το Θεό (b). O πρώτος κήρυκας του ευαγγελίου, ο Ιωάννης δηλαδή, με την απάντησή του αυτή προς τους μαθητές του γίνεται τύπος και υπογραμμός για όλους τους διακόνους και λειτουργούς του Κυρίου, διδάσκοντας αυτούς, να ταπεινώνονται και να εξαφανίζονται αυτοί για να τονιστεί και να αναδειχτεί ο Κύριος. Μας γνωρίζει ακόμη ο Ιωάννης και το λόγο, για τον οποίο δεν πρέπει να φθονούμε εκείνους οι οποίοι έχουν μεγαλύτερα χαρίσματα από εμάς ή δρουν σε ευρύτερη σφαίρα δράσης και χρησιμότητας. Εάν ο Θεός ευαρεστήθηκε να δώσει σε αυτούς μεγαλύτερη ικανότητα και επιτυχία, επιτρέπεται σε εμάς να δυσαρεστούμαστε για αυτό αποδίδοντας ασυναίσθητα στο Θεό την κατηγορία, ότι υπήρξε μεροληπτικός, άδικος και άσοφος στη διανομή των χαρισμάτων του;

Ιω. 3,28 αὐτοὶ ὑμεῖς μοι μαρτυρεῖτε(1) ὅτι εἶπον(2)· οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός(3), ἀλλ᾿ ὅτι ἀπεσταλμένος εἰμὶ ἔμπροσθεν ἐκείνου.
Ιω. 3,28 Σεις, άλωστε, οι ίδιοι που με ηκούσατε, επιβεβαιώνετε ότι εγώ είπα• Δεν είμαι εγώ ο Χριστός, αλλ' ότι εγώ είμαι απεσταλμένος από τον Θεόν ενωρίτερα από εκείνον, δια να προπαρασκευάσω τους ανθρώπους.
(1)   «Δες πώς, όταν είπαν «για τον οποίο εσύ έδωσες μαρτυρία», τότε και αυτό… το έστρεψε εναντίον τους… και από εδώ τους αποστομώνει… Εάν δέχεστε πλήρως τη μαρτυρία μου, λέει, και την θεωρείτε αληθινή, μάθετε, ότι για αυτήν… πρέπει να προτιμάτε εκείνον αντί για εμένα» (Χ). «Εσείς οι ίδιοι ξέρετε, ότι εγώ μαρτύρησα για αυτόν, ότι είναι ανώτερός μου» (Θφ).
(2)   «Τι δηλαδή μαρτύρησα; Εσάς καλώ μάρτυρες για αυτό» (Χ). «Αν προβάλλετε τη δική μου μαρτυρία, αυτή μαρτύρησε ότι εκείνος είναι ανώτερος» (Ζ). Δες πόσο σταθερός και ακλόνητος υπήρξε ο Ιωάννης στη μαρτυρία του για το Χριστό. Δεν υπήρξε καλάμι που κουνιέται από τον άνεμο. Ούτε οι συνοφρυώσεις των αρχιερέων, ούτε οι κολακείες των μαθητών του στάθηκαν ισχυρές για να τον κλονίσουν.
(3)   Δεν δόθηκε σε εμένα αυτό από ψηλά. Αυτό που δόθηκε σε μένα από ψηλά είναι ότι είμαι απεσταλμένος μπροστά από εκείνον. «Στάλθηκα να κηρύξω πριν από αυτόν» (Κ), «διάκονος και υπηρέτης του» (Ζ).

Ιω. 3,29 ὁ ἔχων(1) τὴν νύμφην(2) νυμφίος(3) ἐστίν· ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου(4), ὁ ἑστηκὼς(50 καὶ ἀκούων αὐτοῦ(6), χαρᾷ χαίρει(7) διὰ τὴν φωνὴν τοῦ νυμφίου(8). αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ(9) πεπλήρωται(10).
Ιω. 3,29 Επειτα δε μη λησμονείτε ότι αυτός που έλαβε και έχει την νύμφην είναι ο νυμφίος, ο δε φίλος του νυμφίου, ο οποίος κατά τον γάμον στέκεται κοντά εις αυτόν και τον ακούει χαίρει παρά πολύ δια τα λόγια, με τα οποία ο νυμφίος εκδηλώνει την χαράν του. Αυτή, λοιπόν, είναι η ιδική μου χαρά, να βλέπω τον νυμφίον ευχαριστημένον και η οποία χαρά μου είναι πλήρης και τελεία.
(1)   Τον οποίο η νύφη ακολουθεί (b). Απαντά στο «όλοι έρχονται προς αυτόν». Και λέει: «Εάν δηλαδή δεν πήγαινε η νύφη στο γαμπρό, τότε θα στενοχωριόμουν… Και εσείς οι ίδιοι λοιπόν μαρτυρείτε λέγοντας ότι όλοι έρχονται προς αυτόν. Για αυτό φρόντιζα και για αυτό έκανα τα πάντα» (Χ).
(2)   «Την ανθρωπότητα που νυμφεύεται το Χριστό» (Κ). «Ο λαός των πιστών, η εκκλησία που με τρόπο μυστικό συνδέεται μέσω της πίστης» (Ζ). Το μόνο χωρίο του Ιωάννη, στο οποίο παρουσιάζεται ο Κύριος νυμφίος της εκκλησίας. Η ονομασία και η εικόνα έχει την αρχή της στην ίδια την Π.Δ., όπου ο Θεός παρουσιάζεται ως σύζυγος ζηλιάρης του Ισραήλ (Εξ. λδ 14,Δευτ. λα 16,Ψαλμ. οβ 27) ή ως αρραβωνιαστικός του (Ωσ. β 19). Δες και Ησ. νδ 6. Οι ραββίνοι για αυτό αποκαλούσαν τον Μωϋσή ως παράνυφο ή φίλο του γαμπρού.
Η εικόνα υπάρχει και στον Παύλο (Εφεσ. ε 32,Β΄Κορ. ια 2) και στην Αποκάλυψη, όπου η Νέα Ιερουσαλήμ κατεβαίνει από τον ουρανό ως νύμφη του αρνίου (Αποκ. ιθ 7,κα 2). Από τους συνοπτικούς συμπεραίνουμε, ότι η διδασκαλία αυτή προέρχεται από τον ίδιο τον Κύριο, όπως φαίνεται όχι μόνο από τις παραβολές του δείπνου και των 10 παρθένων (Ματθ. κβ 1,κε 1), αλλά ιδιαιτέρως και από την απάντηση, την οποία έδωσε ο Κύριος στο ερώτημα, γιατί οι μαθητές του σε αντίθεση και με τους μαθητές του Ιωάννη δεν νήστευαν (Μάρκ. β 19), η οποία απάντηση ανταποκρίνεται πλήρως στα εδώ λόγια του Ιωάννη (β).
Αλλά και κάθε ψυχή, «σαν άλλη γυναίκα γεννά από τη φύση της τις αρετές που μπορεί να γεννήσει… για αυτό θα την αποκαλέσω νύφη, όχι κάποιου τυχαίου αλλά μόνο του σποριά των αγαθών… Εάν θέλετε λοιπόν και εσείς να γεννήσετε αγαθά, πηγαίνετε προς αυτόν. Διότι είστε μέρος της νύφης» (Ω).
(3)   «Ο Χριστός δηλαδή που με τρόπο ανέκφραστο συνδέει με τον εαυτό του και κάνει δική του τη νύφη που επέλεξε· διότι και αλλού ονόμασε γάμους αυτό το πράγμα ο Σωτήρας» (Ζ).
(4)   Ο κουμπάρος. «Ο φίλος και κουμπάρος» (Ζ). Αυτού έργο ήταν να μεσιτεύσει πρώτα στην ολοκλήρωση του συνοικεσίου ζητώντας αυτός εξ’ ονόματος του γαμπρού το χέρι της νύφης, και έπειτα να χρησιμεύσει ως ενδιάμεσο πρόσωπο μεταξύ γαμπρού και νύφης κατά τη διάρκεια του αρραβώνα και τέλος να προεξάρχει στη γιορτή των γάμων (g).
«Πιο πάνω μεν ονομάζει τον εαυτό του διάκονο και υπηρέτη, ενώ εδώ φίλο εκείνου, όχι για να εξυψώσει τον εαυτό του… αλλά με την ονομασία του φίλου φανερώνει τη χαρά για το πράγμα» (Ζ). «Οι υπηρέτες του γαμπρού δεν χαίρονται τόσο, όσο χαίρονται και ευχαριστιούνται σε αυτές τις περιπτώσεις οι φίλοι» (Χ). Οι πιστοί λειτουργοί είναι φίλοι του Νυμφίου, και συνιστούν αυτόν στην αγάπη και αφοσίωση των γιων των ανθρώπων και φέρνουν μηνύματα και παραγγελίες εκ μέρους του σε αυτούς. Πρέπει λοιπόν να είναι πιστοί σε αυτόν.
(5)   Στέκεται κοντά του αναμένοντας τις διαταγές του γαμπρού. «Το «στέκεται» δεν το έβαλε τυχαία, αλλά για να δηλώσει, ότι σταμάτησαν τα δικά του (του Ιωάννη) και ότι πρέπει αυτός λοιπόν να στέκεται και να ακούει» (Χ). «Διότι το δικό μου έργο, λέει, ολοκληρώθηκε, και παρέδωσα το λαό σε αυτόν» (Θφ). Ο φίλος του Νυμφίου οφείλει να στέκεται κοντά του έτοιμος να δεχτεί οδηγίες από αυτόν και πρόθυμος πάντοτε για εκτέλεση των διαταγών του.
(6)   «Όταν συζητά με τη νύφη» (Ζ) και εκφράζει την ικανοποίησή του διότι παντρεύτηκε αυτήν.
(7)   Έκφραση συνηθέστατη στους Εβραίους. Δηλώνει υπερβολή χαράς για τη φωνή, με την οποία ο γαμπρός πιστοποιεί την παρουσία του και η οποία φωνή ελκύει κοντά του τη νύφη (b). «Διότι αν μεν δεν ερχόταν προς τον γαμπρό η νύφη, δηλαδή ο λαός, τότε θα στενοχωριόμουν εγώ ο κουμπάρος. Τώρα όμως που έγινε αυτό, χαίρομαι με μεγάλη χαρά» (Θφ).
(8)   Τη φωνή η οποία εκδηλώνει την αγάπη του προς τη νύφη και τη χαρά του για το ευτυχές γεγονός. Για τη φωνή του νυμφίου δες Ιερεμ. ζ 34,ιστ 9,Αποκ. ιη 23. Ο g. φρονεί ότι με τη φράση «ακούει τη φωνή του νυμφίου» υπαινίσσεται ο Ιωάννης λόγια ή διδασκαλία του Ιησού, τα οποία διαβίβασαν σε αυτόν οι έως τώρα μαθητές του και τα οποία γέμισαν με χαρά την καρδιά του. Σχετική με την εκδοχή αυτή και η ερμηνεία του Χ.: «Επειδή ανέφερε γαμπρό και νύφη, δείχνει πώς γίνεται το συνοικέσιο, ότι δηλαδή γίνεται με το λόγο και τη διδασκαλία· διότι έτσι ενώνεται η Εκκλησία με το Θεό». «Χαίρομαι για τη φωνή του, την τόσο γλυκιά, την τόσο αξιαγάπητη, την τόσο σωτήρια» (Ζ).
(9)   Διακρίνει με σαφήνεια τη χαρά του από τη χαρά του γαμπρού. Η χαρά μου είναι χαρά «εμού που παρέδωσα τη νύφη στο γαμπρό και ολοκλήρωσα την υπηρεσία που μου ανατέθηκε» (Ζ). «Διότι το έργο το οποίο μου εμπιστεύτηκε ως κουμπάρο, το βλέπω ότι προχώρησε» (Θφ).
(10)   Δηλώνει ότι η χαρά έφτασε στο κατακόρυφό της. «Ολοκληρώθηκε από εμένα το έργο, το οποίο έπρεπε να γίνει και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο λοιπόν» (Χ).

Ιω. 3,30 ἐκεῖνον δεῖ(1) αὐξάνειν(2), ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι(2).
Ιω. 3,30 Εκείνος πρέπει να αυξάνη, εγώ δε να μικραίνω.
(1)   Το «πρέπει» φανερώνει την απόλυτη ανάγκη της αναγνώρισης του Σωτήρα και της εξαιτίας αυτής ελάττωσης της ιδέας σχετικά με τον Πρόδρομο, ανάγκη που είναι σύμφωνα με θεία πρόγνωση και προορισμό και στηρίζεται στην ίδια τη φύση των πραγμάτων (δ). Ο Ιωάννης μιλά για την δική του μείωση και την αύξηση του Ιησού όχι μόνο σαν για κάτι αναγκαίο και αναπόφευκτο, αλλά και σαν για κάτι εξόχως δίκαιο και αρεστό, το οποίο ικανοποιεί πλήρως τον Ιωάννη.
(2)   «Πρέπει να ανυψώνεται και εγώ πρέπει να ταπεινώνομαι. Αλλά πώς ο Ιησούς πρέπει να αυξάνει; Πώς μπορεί ο Θεός να αυξάνει; Ο τέλειος δεν αυξάνει. Ο Θεός ούτε αυξάνει ούτε ελαττώνεται. Διότι αν αυξάνει, δεν είναι τέλειος. Εάν ελαττώνεται, δεν είναι Θεός. Και πώς μπορεί ο Ιησούς να αυξάνει ενώ είναι Θεός; Εφόσον όμως ο Ιησούς είναι στην κατάσταση του ανθρώπου και συγκατέβη να γίνει άνθρωπος και έγινε παιδί… σωστά λέχθηκε για αυτόν ότι αυτός πρέπει να αυξάνει» (Αυ).
Ως φίλος του νυμφίου, πριν ακόμα η νύφη οδηγηθεί σε γάμο από το νυμφίο, είχα τον πρωτεύοντα ρόλο μέχρι τους γάμους. Όσο όμως η σχέση του νυμφίου με τη νύφη αναπτύσσεται, ο φίλος του νυμφίου παραμερίζεται μέχρι το σημείο ώστε ο νυμφίος να παραμείνει μόνος.
«Πρέπει αυτός να προχωρήσει σε αύξηση δόξας, και με τις καθημερινές προσθήκες των θαυμάτων να ανεβαίνει προς το ανώτερο και να εμφανίζεται λαμπρότερος στον κόσμο, ενώ εγώ να μειώνομαι, μένοντας βέβαια σε αυτά που φαίνομαι ότι είμαι… ενώ εκείνος να ανεβαίνει διαρκώς προς αύξηση της δόξας του, και τόσο πολύ να νικιέμαι (εγώ ο Ιωάννης), όσο συμβαίνει να τρέχει και να προχωρεί αυτός προς τα ανώτερα» (Κ).
Η βασιλεία του Χριστού είναι και θα είναι βασιλεία που αυξάνει, όμοια με το λυκαυγές, όμοια με τον κόκκο του σιναπιού. «Πρέπει να ελαττώνομαι, όπως ο αυγερινός όταν ανατέλλει ο ήλιος» (Ζ). Να ελαττώνομαι έτσι ώστε όλοι να έρχονται πίσω όχι από εμένα, αλλά από αυτόν (b).
Εάν η μείωση και ταπείνωσή μας συντελεί στην ανάδειξη και τη δόξα του ονόματος του Χριστού, πρέπει ευχάριστα να υπομένουμε αυτήν και να δεχόμαστε με χαρά να εκμηδενιζόμαστε εμείς για να είναι ο Χριστός το παν. Η έλλειψη του πνεύματος αυτού έχει δημιουργήσει και εξακολουθητικά δημιουργεί τις τόσες διαιρέσεις και σχίσματα στην εκκλησία. Επειδή λοιπόν δεν υπάρχει σε εμάς η πλατιά αυτή και γενναία καρδιά για αυτό δημιουργούνται οι μικρότητες αυτές, οι οποίες μας παρεμποδίζουν να χαιρόμαστε για τις επιτυχίες ή τις μεγαλύτερες επιδόσεις των άλλων. Δεν λέμε «αυτός πρέπει να αυξάνει», αλλά εγώ πρέπει να αυξάνω. Το δικό μας εγώ προβάλλουμε πάντοτε. Αυτό γίνεται ο σκοπός μας, το κέντρο των σκέψεών μας, των ενεργειών μας, της λατρείας μας, του θαυμασμού μας. Το εγώ μας θεραπεύουμε και αυτό έχουμε διάθεση να υπηρετούμε. Αλλά όταν ο άνθρωπος επιστρέψει στο Χριστό και μπει στην οδό της αναγέννησης, το εγώ του πλέον ολοένα μειώνεται και ο Χριστός γίνεται το παν σε αυτόν.
Ο b. και κάποιοι άλλοι φρονούν, ότι εδώ τελειώνουν τα λόγια του Προδρόμου και ότι τα λόγια στους σ. 31-36 αποτελούν σκέψεις του ευαγγελιστή. Ο g. θεωρεί ελάχιστα φυσικό να σταμάτησε εδώ ο Πρόδρομος αφήνοντας τελείως χωρίς ανάπτυξη την ιδέα, που περιέχεται στα λόγια «εκείνος πρέπει να αυξάνει», αφού με τα μέχρι τώρα λεχθέντα ανέπτυξε κυρίως το «εγώ να ελαττώνομαι».

Ιω. 3,31 ὁ ἄνωθεν ἐρχόμενος(1) ἐπάνω πάντων(2) ἐστίν. ὁ ὢν ἐκ τῆς γῆς(3) ἐκ τῆς γῆς ἐστι(4) καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ(5)· ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστί(6),
Ιω. 3,31 Εκείνος που έρχεται από τον ουρανόν είναι επάνω από όλους. Εκείνος δε που είναι από την γην ομιλεί σαν άνθρωπος εκ της γης, δηλαδή ατελώς. Εκείνος όμως που έρχεται από τον ουρανόν είναι ανώτερος από όλους.
(1)   Σημαίνει κυρίως την καταγωγή και όχι την αποστολή. Διότι ως προς την αποστολή και ο ίδιος ο Ιωάννης ερχόταν από ψηλά και δεν ήταν από τη γη (g).
Θα ερμηνεύσουμε: «Αυτός που φύτρωσε από την ουράνια ρίζα, διατηρώντας στον εαυτό του κατά τρόπο φυσικό τη σοφία του Πατέρα του» (Κ). Αυτός που κατάγεται από τον ουρανό.
«Συγκρίνει τον εαυτό του ο Πρόδρομος με το Χριστό, και λέει, ότι εκείνος μεν έρχεται από ψηλά, από τον Πατέρα, και είναι ανώτερος από όλους… ενώ εγώ επειδή είμαι από τη γη λέω λόγια γήινα, ασήμαντα και ταπεινά σε σύγκριση με τη διδασκαλία του Χριστού» (Θφ).
Υπήρχε ο Χριστός ως ουράνιο πρόσωπο πριν ακόμα συλληφθεί στην κοιλιά της Μαρίας. Και κανείς άλλος παρά μόνο αυτός ήλθε από τον ουρανό. Για αυτό και αυτός μόνος είναι ικανός να μας δείξει το θέλημα του ουρανού και την οδό προς τον ουρανό. Παρουσιάζεται εδώ ο λόγος της αύξησης του Ιησού που αναγκαστικά πρόκειται να συντελεστεί, η ασύγκριτη δηλαδή υπεροχή του πάνω από κάθε άλλον, εξαιτίας της ουράνιας καταγωγής και προέλευσής του (κ). Το «άνωθεν» εδώ λέγεται με έννοια τοπική με τονισμό της απόστασης μεταξύ ουρανού και γης όπως στο Ψαλμ. ρβ 11 (C).
(2)   Ή, είναι ουδέτερο («(πάνω) από όλα τα δημιουργήματα, όχι ως κάποιος που συγκαταλέγεται ανάμεσα σε όλα, αλλά ως κάποιος που βρίσκεται πάνω από όλα και φέρεται πάνω από όλα όπως πρέπει στο Θεό» (Κ)· ή, πιο πιθανή ερμηνεία, πάνω από όλους τους διακόνους που στάλθηκαν από το Θεό (g). «Εάν όμως είναι ανώτερος από όλους, είναι φανερό ότι είναι και από εμένα τον ίδιο· επομένως αρμόζει εκείνος να αυξάνει, ενώ εγώ να ελαττώνομαι…» (Ω). Όταν επιχειρούμε να μιλήσουμε για τις τιμές και τη δόξα του Κυρίου Ιησού, βρίσκουμε αυτές να ξεπερνούν κάθε κατανόηση και κάθε έκφραση και δεν μπορούμε να πούμε κάτι άλλο παρά μόνο το: Είναι υπεράνω από όλους.
(3)   Σημαίνει την καταγωγή (g,ο)= Απλός άνθρωπος που γεννήθηκε στη γη και καταγόμενος από γονείς που γεννήθηκαν και έζησαν στη γη. «Εγώ είμαι μικρός και ανάξιος λόγου διότι έρχομαι από κάτω και γεννήθηκα στη γη, ενώ ο Χριστός ήλθε σε εμάς από ψηλά» (Χ)· «διατηρώντας την πατρική υπεροχή» (Θφ). Αυτά τα λέει ο Ιωάννης ή για τον εαυτό του ή, λιγότερο πιθανώς, και γενικότερα «όσον αφορά τον άνθρωπο».
(4)   Σημαίνει τον τρόπο της ύπαρξης= Σκέφτεται, αισθάνεται, υπάρχει ως άνθρωπος που κατάγεται από τη γη και δεν είδε κάτι πέρα από αυτήν (g).
(5)   Αναφέρεται στη διδασκαλία (λαλεί)= Βλέπει τα ουράνια και μιλά για αυτά από τη γη, χωρίς να βγει από τη γήινη κατοικία του. Η τριπλή επανάληψη της φράσης «εκ της γης» δηλώνει έντονα τη σφαίρα, στην οποία ανήκει ο Ιωάννης και από την οποία δεν μπορεί να βγει.
«Ο γήινος δεν μπορεί να ενεργήσει ισοδύναμα ώστε να μπορεί να πείσει για το Θεό που υπάρχει πάνω από όλους. Γιατί μιλά ως άνθρωπος που προέρχεται από τη γη, και μπορεί να βρίσκεται μόνο στη θέση του συμβούλου… ενώ αυτός που έρχεται από ψηλά, μιλά ως Θεός» (Κ).
«Λέει ότι είναι και μιλά από τη γη, όχι επειδή μιλούσε από τη δική του σκέψη, αλλά… συγκρίνοντας όλα τα δικά του με τη διδασκαλία του Χριστού· δηλαδή τίποτα άλλο δε φανερώνει το ότι «μιλά από τη γη» παρά το ότι είναι μικρά και ταπεινά και ασήμαντα τα δικά μου συγκρινόμενα με τα εκείνου και είναι τέτοια όπως είναι φυσικό να δεχτεί η γήινη φύση· διότι σε εκείνον βρίσκονται όλοι οι θησαυροί της σοφίας απόκρυφοι» (Χ).
(6)   «Το ίδιο λέει πάλι, βεβαιώνοντας το λόγο» (Ζ). Η επανάληψη έχει σπουδαία έμφαση, ειδικά επειδή αντιτίθεται στο προηγούμενο «αυτός που είναι από τη γη…». Με αυτήν ο Πρόδρομος επανέρχεται στο κύριο υποκείμενο του λόγου του, τον Ιησού, από τον οποίο προς στιγμήν απομακρύνθηκε, μιλώντας για τη δική του μικρότητα, ώστε με αυτήν να αποδείξει την υπεροχή εκείνου (g). Το δεύτερο αυτό «επάνω πάντων» αποσιωπάται στο σναϊτικό και στον κώδικα του Βέζα και σε κάποιο αριθμό μικρογράμματων κωδίκων, όπως και σε κάποια χειρόγραφα της αρχαίας λατινικής μετάφρασης και από τη μετάφραση του Cureton, υπάρχει όμως στις υπόλοιπες συριακές μεταφράσεις και στους Τερτυλλιανό, Ω. και Ε. (χ).

Ιω. 3,32 καὶ ὃ ἑώρακε(1) καὶ ἤκουσε(2), τοῦτο μαρτυρεῖ(3), καὶ τὴν μαρτυρίαν αὐτοῦ οὐδεὶς(4) λαμβάνει(5).
Ιω. 3,32 Και αυτό που είδε και ήκουσε αυτό κηρύσσει. Αλλά την μαρτυρίαν αυτού ολίγοι την δέχονται.
(1)   Μιλά για πνευματική όραση όπως στα η 38,ιδ 7,ιε 24 (β).
(2)   Σταθερή διδασκαλία του ευαγγελιστή είναι, ότι ο Ιησούς κήρυττε ό,τι άκουσε από τον Πατέρα (η 40,ιε 15). Ο Ιησούς στον Ιωάννη είναι ο μάρτυρας ο πιστός. Δες Αποκ. α 5 (β). Εδώ το «είδε και άκουσε»= «λέει αυτό που γνωρίζει ακριβώς· διατυπώνει πάλι το λόγο του κατά τρόπο όμοιο με αυτά που συμβαίνουν σε εμάς, για να καταλαβαίνουμε τα λόγια με τρόπο που αρμόζει περισσότερο στο Θεό» (Κ). «Διότι όσα γνώριζε, δεν τα γνώριζε, επειδή τα είχε δει, ούτε επειδή τα είχε ακούσει, αλλά είχε από τη φύση του το παν, αφού είχε προέλθει τέλειος από τους κόλπους του Πατέρα και δεν είχε ανάγκη διδασκάλου… Επειδή όμως εμείς μέσω αυτών των αισθήσεων τα μαθαίνουμε όλα ακριβώς και θεωρούμαστε ότι είμαστε αξιόπιστοι διδάσκαλοι… είπε το «αυτά που άκουσε και είδε» εννοώντας το «αυτά που μόνος αυτός γνωρίζει με σαφήνεια»» (Χ).
«Όταν ακούσεις ότι ο Χριστός αυτά που άκουσε από τον Πατέρα, εκείνα λέει, μη νομίζεις ότι αυτός, έχοντας ανάγκη γνώσης, μαθαίνει από τον Πατέρα, αλλά επειδή όλα όσα γνωρίζει ο Υιός κατά τρόπο φυσικό, όλα τα έχει από τον Πατέρα επειδή είναι ομοούσιος με αυτόν, για αυτόν το λόγο λέγεται ότι από τον Πατέρα ακούει όσα γνωρίζει» (Θφ).
Από την ένωσή του με τον Πατέρα, ο Κύριος αντλεί ουράνια γνώση, την οποία κανείς άλλος εκτός από αυτόν δεν μπορεί να έχει και τη δίνει σε όποιον εκείνος θέλει να αποκαλύψει. Δες Ματθ. ια 27,Λουκ. ι 22 (τ). Οι προφήτες μαρτυρούσαν ό,τι αποκαλυπτόταν σε αυτούς σε οπτασίες και οράματα με μεσιτεία αγγέλων και όχι, όπως ο Κύριος, ό,τι είδαν άμεσα και άκουσαν. Το ευαγγέλιο του Χριστού δεν είναι κάποια αμφίβολη θεωρία, όμοιο με υπόθεση ή κάποιο νέο φιλοσόφημα, τα οποία είναι καθένας ελεύθερος να αποδέχεται ή να μην αποδέχεται. Το ευαγγέλιο του Χριστού είναι αποκάλυψη του απείρου Νου, ο οποίος είναι η απόλυτη αλήθεια.
(3)   Πολύ εντονότερο από το λαλεί του σ. 31 (b). Το «τοῦτο» αποσιωπάται στο σιναϊτικό, την Ιτάλα, την κοπτική και την συριακή μετάφραση του Cureton και τον κώδικα του Βέζα.
(4)   Τόσο πολύ ο Ιωάννης επιθυμεί ο Χριστός να κατακτήσει καθολικό κύρος, ώστε αντί για το «όλοι» το οποίο οι μαθητές του λένε στο σ. 26, ο Ιωάννης λέει «κανείς» (b). Εκεί όπου εσείς λέτε όλοι, εγώ λέω κανείς. Ο Ιωάννης έχει υπ’ όψη ότι το συνέδριο και οι συμπαγείς μάζες του Ιουδαϊκού λαού επέδειξαν απιστία προς τον Ιησού (g). Υπήρχαν βέβαια και εξαιρέσεις, οι οποίες όμως αποτελούσαν μειονότητα ασήμαντη (F). Οπότε το ««κανείς» λέγεται τώρα με την έννοια του λίγοι» (Χ). Με τα λόγια αυτά ο Πρόδρομος επιβεβαιώνει την κρίση, την οποία και ο ίδιος ο Κύριος εξέφρασε στο γ 11. Πόσο ανόητο και ασύνετο είναι το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων και πόσο αποδεικνύεται πολέμιο προς τον εαυτό του!
(5)   Μορφή πίστης. Πρέπει κάποιος να λαμβάνει και όχι απλώς να έρχεται σωματικά (b).

Ιω. 3,33 ὁ λαβὼν αὐτοῦ τὴν μαρτυρίαν(1) ἐσφράγισεν(2) ὅτι ὁ Θεὸς ἀληθής ἐστιν(3).
Ιω. 3,33 Εκείνος δε που εδέχθη αυτήν την διδασκαλίαν, αυτός έβαλε την σφραγίδα του ότι ο Θεός είναι αληθινός.
(1)   Ό,τι διδάσκει αυτός που έρχεται από ψηλά και ιδιαίτερα την μαρτυρία, ότι αυτός είναι ο Μεσσίας και ότι ο χαρακτήρας και η φύση του είναι θεία (ο).
(2)   Η σφραγίδα χρησιμοποιούνταν για ασφάλεια (Ματθ. κζ 66,Β Κορ. α 22,Εφεσ. α 13,δ 30,Αποκ. ζ 3-8,κ 3), για απόκρυψη (Αποκ. ι 4,κβ 10) και για επικύρωση και επιβεβαίωση (Ιω. στ 27,Εσθήρ η 8). Με την τελευταία αυτή έννοια βρίσκεται εδώ (χ). Έβαλε τη σφραγίδα του και κατά κάποιο τρόπο υπέγραψε το όνομά του αναγνωρίζοντας για τον εαυτό του και ομολογώντας στους άλλους, ότι ο Θεός, στο λόγο του οποίου έδωσε την πίστη του, είναι αληθινός (b). «Σφράγισε, δηλαδή βεβαίωσε, έδειξε» (Ζ), όπως αυτός που βάζει σφραγίδα για επικύρωση κάποιου εγγράφου. Με την προσωπική του πίστη πιστοποιεί και με δική του ευθύνη ως αληθινά τα όσα βεβαιώνει ο Θεός μέσω του απεσταλμένου του και έτσι γίνεται αλληλέγγυος μαζί με το Θεό. Ο αόριστος σημαίνει πράξη συντελεσμένη (g). Ο Θεός είναι αληθινός, είτε εμείς βάλουμε, είτε δεν βάλουμε τη σφραγίδα μας κάτω από τα λόγια του. «Ας αποδειχτεί ο Θεός αληθινός και κάθε άνθρωπος ψεύτης». Η αλήθειά του δεν έχει ανάγκη της πίστης μας, για να επιβεβαιωθεί. Με την πίστη μας εμείς λαμβάνουμε την τιμή να υπογράψουμε στην αλήθειά του.
(3)   «Ότι ο Θεός και Πατέρας είναι αληθινός, πείθοντας τον Υιό να λέει ακριβώς αυτό που γνωρίζει· ας μην απιστούν στα λόγια του Σωτήρα, ο οποίος ερμηνεύει σε εμάς αυτά που λέει ο Πατέρας» (Κ). Δείχνει με αυτό «ότι δεν ήταν δυνατόν να μην πιστέψει κανείς σε αυτόν με άλλο τρόπο, εκτός εάν ήθελε να κατηγορήσει ως ψεύτη το Θεό που τον έστειλε» (Χ). Σημείωσε, ότι αυτός που δέχεται τη μαρτυρία του Χριστού υπογράφει και επιβεβαιώνει όχι μόνο την αλήθεια του Χριστού, αλλά και την αλήθεια του Θεού, διότι το όνομα του Ιησού Χριστού είναι ο Λόγος του Θεού. Οι εντολές του Θεού και η μαρτυρία του Χριστού μπαίνουν μαζί σαν να ταυτίζεται το ένα με το άλλο. Δες Αποκ. ιβ 17.

Ιω. 3,34 ὃν γὰρ(1) ἀπέστειλεν(2) ὁ Θεός, τὰ ῥήματα(3) τοῦ Θεοῦ λαλεῖ· οὐ γὰρ(4) ἐκ μέτρου(5) δίδωσιν(6) ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα(7).
Ιω. 3,34 Και ότι αυτός, τον οποίον ο Θεός απέστειλε, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός, διδάσκει το λόγια του Θεού αλάνθαστα και πλήρη, διότι ο Θεός δεν έδωσεν εις αυτόν περιωρισμένον τον φωτισμόν και την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος.
(1)   Παρουσιάζει το λόγο, για τον οποίο αυτός που δέχτηκε τη μαρτυρία του Υιού σφράγισε, ότι ο Θεός είναι αληθινός. Γιατί η πίστη στο Χριστό είναι πίστη και στο Θεό; Διότι «αφού είναι απεσταλμένος, λέει τα λόγια του Θεού, επομένως αυτός που δέχτηκε τη μαρτυρία του… βεβαίωσε… ότι ο Θεός είναι αληθινός» (Ζ).
(2)   Με απόλυτη έννοια, σύμφωνα με την οποία οι άλλοι απεσταλμένοι από το Θεό δεν μπορούν να ονομαστούν απεσταλμένοι. «Το «έστειλε» θα το εννοήσεις σύμφωνα με το λόγο της ενανθρώπησης και τον ερχομό του στον κόσμο αυτόν με σάρκα» (Κ). Ο Χριστός στάλθηκε με μοναδική ιδιότητα, λόγω και της μοναδικής σχέσης του με τον Πατέρα για αυτό και έλαβε πλήρη εξουσιοδότηση σε αντίθεση με τη μερική, την οποία έλαβαν οι προφήτες, οι οποίοι υπήρξαν και αυτοί απεσταλμένοι του Θεού, αλλά δέχτηκαν με μέτρο την πείρα του Πνεύματος (μ).
Οι προφήτες υπήρξαν απεσταλμένοι φέρνοντας κατά κάποιο τρόπο επιστολές από τον ουρανό. Αλλά ο Χριστός ήλθε ως πλήρως εξουσιοδοτημένος από τον Πατέρα πρεσβευτής (Henry). Το «έστειλε» όταν λέγεται για τον Ιησού προϋποθέτει ότι η ιδιότητά του ως υιού είναι παλαιότερη από την αποστολή του στον κόσμο, όπως φαίνεται αυτό αδιαμφισβήτητα όχι μόνο όταν λέγεται ότι ο Θεός έστειλε αυτόν (γ 34), αλλά ιδιαίτερα όταν προστίθεται η φράση στον κόσμο (γ 17,ι 36)· το οποίο σημαίνει όχι απλώς ότι έστειλε στον κόσμο αυτόν με την κατά σάρκα γέννηση, αλλά σημαίνει κίνηση προς τον κόσμο και είσοδο σε αυτόν από τα έξω όπως φαίνεται αυτό σαφώς από το Ιω. ιστ 28. Η φράση ότι ο Ιησούς στάλθηκε από το Θεό, σημαίνει την αποστολή, την οποία είχε να εκπληρώσει και την εξουσία που δόθηκε σε αυτόν. Ιω γ 34,ε 36,38,στ 29,57,ζ 29,η 42,ια 42,ιζ 3,21,23,25,κ 21 (C).
(3)   Η λέξη στον Ιωάννη ουδέποτε είναι σε ενικό, αλλά πάντοτε μαζί με το άρθρο για να δηλώσει τα λόγια του Θεού (δες η 47) ή τα λόγια του Χριστού (β). Και η φράση αυτή «τα ρήματα του Θεού» εδώ λέγεται με απόλυτη έννοια= Αυτός κατέχει την πλήρη και απόλυτη θεία αποκάλυψη και αυτός διδάσκει την πλήρη διδασκαλία του ίδιου του Θεού (g).
(4)   Γιατί αυτός λέει τα λόγια του Θεού; Διότι…
(5)   «Ο Πατέρας δεν δίνει σε αυτόν (τον Υιό) με μέτρο την ενέργεια του Πνεύματος» (Ζ).
«Θέλει να δείξει, ότι όλοι εμείς πήραμε την ενέργεια του Πνεύματος με μέτρο… Αυτός όμως έχει όλη την ενέργεια αμέτρητη και ολόκληρη» (Χ).
«Έχει ολόκληρο το Πνεύμα μέσα στην ουσία του» (Θφ).
Λέει αυτό όχι «παρέχοντας σε αυτόν το προφητικό μέτρο… ούτε όπως εκείνοι (οι προφήτες) έχει κάποιο μικρό μερίδιο του Πνεύματος» (Κ).
«Πώς δίνει στους ανθρώπους με μέτρο; «Διότι στον ένα μεν δίνεται λόγος σοφίας, στον άλλο λόγος γνώσης, στον άλλο πίστη κλπ. Μήπως όλοι είναι απόστολοι; Μήπως όλοι προφήτες;… Αυτός έχει ένα χάρισμα, εκείνος άλλο, και ό,τι εκείνος έχει, αυτός δεν έχει. Υπάρχει μέτρο, κάποια διαίρεση χαρισμάτων» (Αυ).
«Στο Χριστό όμως δεν έχει δώσει με τρόπο μερικό μία τυχόν ή δύο ενέργειες, αλλά αυτός έχει το Πνεύμα μέσα στην ουσία του» (Θφ).
Δεν δίνει σε αυτόν το Πνεύμα σποραδικά ή σε μετριασμένα και επί μέρους χαρίσματα, αλλά άφθονα, συνεχώς και απεριόριστα. Για αυτό και ο Ιησούς δεν είναι μόνο ο παραλήπτης του Πνεύματος, αλλά και ο χορηγός του (χ). Το Πνεύμα στο Χριστό υπήρχε όχι σαν σε κάποιο οστράκινο σκεύος, αλλά σαν πηγή, σαν απύθμενος ωκεανός.
(6)   Υποκείμενο είναι όχι το Πνεύμα, αλλά ο Θεός Πατέρας.
(7)   «Πνεύμα εδώ λέει την ενέργεια· διότι αυτή είναι που μοιράζεται» (Χ). Και αυτή «μοιράζεται ανάλογα με την αξία αυτών που την παίρνουν» (Ζ). Λέει λοιπόν τα λόγια του Θεού, διότι «τίποτα δε λέει που να μην είναι του Θεού, ούτε που να μην είναι του Πνεύματος… αλλά από τον Πατέρα και το Πνεύμα κάνει αξιόπιστη τη διδασκαλία» (Χ).

Ιω. 3,35 ὁ πατὴρ(1) ἀγαπᾷ(2) τὸν υἱὸν(3) καὶ πάντα(4) δέδωκεν(5) ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ(6).
Ιω. 3,35 ο Πατήρ αγαπά τον Υιόν και όλα τα έχει δώσει στο χέρι του.
(1)   Η φράση είναι χωρίς σύνδεση για μεγαλύτερη έμφαση. Συνδέεται με τα παραπάνω ως εξής: Δεν δίνει σε αυτόν με μέτρο το Πνεύμα, αλλά ολόκληρο αυτό, διότι ο Πατέρας αγαπά τον Υιό και του τα έδωσε όλα (g).
(2)   Και αυτό με απόλυτη έννοια όπως το απέστειλε του προηγ. σ. (g). = Τον αγαπά με αγάπη ασύγκριτη και ανυπέρβλητη σαν Υιό που γεννήθηκε από τη φύση του. Οι λέξεις αυτές αποτελούν κατά κάποιο τρόπο την ηχώ των ίδιων των λόγων του Πατέρα, τους οποίους ο Ιωάννης άκουσε κατά το βάπτισμα του Κυρίου· «αυτός είναι ο υιός μου ο αγαπητός». Χαρακτηριστικό του λεκτικού του Ιωάννη είναι ότι χρησιμοποιεί το ρήμα αγαπώ και για έκφραση της αμοιβαίας αγάπης του Θεού Πατέρα και του Υιού ή του Χριστού (Δες και γ 16,ε 20).
«Το ρήμα παρουσιάζει την οικειότητα του Πατέρα με τον Υιό. Διότι είναι φυσικός νόμος οι γονείς να αγαπάνε τα παιδιά που γεννούν. Και όπως ακριβώς στους ανθρώπους, είναι φυσική μεν η διάθεση προς τα παιδιά, αλλά εκδηλώνεται κάπως αλλιώς προς τα πράγματα που αγαπιούνται με διαφορετικό τρόπο, έτσι και ο Θεός αγαπώντας μεν τον κόσμο τον αγαπά ως Θεός, ενώ τον υιό ως πατέρας. Για αυτό δεν ειπώθηκε «ο Θεός», αλλά «ο πατέρας αγαπά τον υιό»»» (Ω).
(3)   Και αυτό πάλι με απόλυτη έννοια, όπως φαίνεται και από το άρθρο (β). Οι προφήτες ήταν πιστοί ως δούλοι. Ο Χριστός όμως είναι ο Υιός. Εκείνοι χρησιμοποιήθηκαν ως δούλοι. Ο Χριστός όμως υπήρξε και ως άνθρωπος ο Υιός ο αγαπητός, στον οποίο ο Πατέρας ευαρεστήθηκε.
(4)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, αναφέρεται στη θεία φύση του Λόγου («δηλαδή όλο γενικά το αγαθό που υπάρχει μέσα στην ουσία του Πατέρα, αυτό οπωσδήποτε υπάρχει στη δύναμη του Υιού… όχι έχοντας λάβει αυτό, αν και λέγεται ότι του το έχει δώσει ο Πατέρας… αλλά όπως ακριβώς μπορεί να νοηθεί και ο άνθρωπος που δίνει στο παιδί που γεννήθηκε από αυτόν όλα τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης… και… την ιδιότητα της δικής του φύσης» (Κ).
«Τι σημαίνει όλα; Ότι ο Υιός πρέπει να είναι τέτοιος όπως και ο Πατέρας. Ο Πατέρας γέννησε αυτόν ίσο με τον εαυτό του και ο Υιός δεν άρπαξε καθόλου το να είναι ίσος με το Θεό. Από το ότι λοιπόν ευδόκησε να στείλει τον Υιό, ας μη φανταστούμε, ότι είναι σε κάτι υποδεέστερος από τον Πατέρα, που τον έστειλε σε εμάς. Ο Πατέρας στέλνοντας τον Υιό, έστειλε τον άλλο εαυτό του» (Αυ).
Ή, πιο σωστά, αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του Λόγου που ενανθρώπησε («Λαμβάνει, όταν έγινε άνθρωπος… όταν ο Δεσπότης διετέλεσε δούλος… λέγεται ότι λαμβάνει με τρόπο ανθρώπινο και δουλικό εκείνα που είχε ως Θεός» (Κ).
(5)   Η ίδια φράση και στο ιγ 3 («όλα τα έδωσε σε αυτόν ο πατέρας στα χέρια του»). Η αλήθεια αυτή επανειλημμένως και με διάφορους τρόπους εκφράζεται στο τέταρτο ευαγγέλιο. Ο Πατέρας έδωσε στον ενανθρωπήσαντα Υιό να διενεργεί κρίση (ε 22,27), να έχει ζωή μέσα του (ε 26), εξουσία (ιζ 2), δόξα (ιζ 22), το όνομά του (ιζ 11), εντολή τι να πει και τι να λαλήσει (ιβ 49) και τους μαθητές του (στ 37). Παράλληλο χωρίο στους Συνοπτικούς είναι το «όλα μου παραδόθηκαν από τον Πατέρα» (Λουκ. ι 22,Ματθ. ια 27)(β), ενώ στον Παύλο το «αυτόν έδωσε κεφαλή πάνω από κάθε άλλον στην εκκλησία» (Εφεσ. α 22)(g).
Όλα τα έχει δώσει. Έχει δώσει κάθε δύναμη. Δες Ματθ. κη 18. Όλα τα δημιουργήματα τέθηκαν κάτω από τα πόδια του, όλα τα σχετιζόμενα με την απολύτρωση δόθηκαν στα χέρια του. Είναι ο Κύριος όλων. Οι άγγελοι είναι διάκονοί του, οι δαίμονες είναι αιχμάλωτοί του. Έχει εξουσία σε κάθε σάρκα. Ο ουρανός δόθηκε σε αυτόν για κατοικία της κληρονομίας του. Έχει εξουσία να διαπραγματευτεί και να υπογράψει συνθήκη και διαθήκη ειρήνης ως ο μέγας πληρεξούσιος, να κυβερνά την εκκλησία του ως ο μέγας Νομοθέτης, να χορηγεί τις θείες χάριτες ως ο μέγας Αρχιερέας, και να δικάζει ως ο μέγας Κριτής. Δόθηκαν σε αυτόν και το χρυσό σκήπτρο και η σιδερένια ράβδος.
(6)   «Χέρι ονομάζει τη δύναμη» (Κ). Δηλώνει με αυτό όχι μόνο την εξουσία στα πάντα, τον έλεγχο στα πάντα, αλλά και το δικαίωμα του να τα διαθέτει όλα κατά βούλησιν (g).
«Πρόσθεσε «όλα τα έχει δώσει στο χέρι του» για να μπορέσεις να γνωρίσεις εδώ με ποια διάκριση ειπώθηκε το «ο Πατέρας αγαπά τον Υιό»… Δεν αγαπά ο Πατέρας και τον Ιωάννη; Και όμως δεν τα έδωσε όλα στο χέρι του. Δεν αγαπά ο Πατέρας και τον Παύλο; Και όμως δεν τα έδωσε όλα στο χέρι του. Ο Πατέρας αγαπά τον Υιό, αλλά ως Πατέρας αγαπά, όχι ως κύριος τον δούλο, αλλά ως μονογενή, όχι ως θετό Υιό» (Αυ).
«Αν όλα έγιναν από αυτόν, όλα βρίσκονται κάτω από το χέρι του σύμφωνα με το λόγο της δημιουργίας και της πρόνοιας. Αλλά απομακρύνθηκαν αυτά λόγω της αμαρτίας και βγήκαν έξω από το χέρι που τα σκέπαζε. Για χάρη της σωτηρίας τους λοιπόν, δίνει αυτά ο Πατέρας στο χέρι του υιού, όχι χαρίζοντας προσθήκη στον υιό, αλλά βελτίωση σε αυτούς. Διότι τα δίνει σαν σε δάσκαλο και γιατρό… Πότε όμως θα εκπληρωθεί το ότι όλα έχουν δοθεί στο χέρι του υιού, παρά όταν θα σκύψει σε αυτόν κάθε γόνατο;» (Ω).

Ιω. 3,36 (1)ὁ πιστεύων(2) εἰς τὸν υἱὸν ἔχει(3) ζωὴν αἰώνιον(4)· ὁ δὲ ἀπειθῶν(5) τῷ υἱῷ οὐκ ὄψεται(6) ζωήν(7), ἀλλ᾿ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ(8) μένει(9) ἐπ᾿ αὐτόν.
Ιω. 3,36 Ετσι δε καθένας που πιστεύει στον Υιόν, έχει εξασφαλίσει την αιωνίαν ζωήν. Εκείνος δε που δεν πιστεύει και δεν υπακούει στον Υιόν, δεν θα ίδη την μακαρίαν ζωήν, αλλά η οργή του Θεού θα μένη συνεχώς επάνω του”.
(1)   Στο σ. αυτόν παρουσιάζονται οι συνέπειες τις οποίες έχει για τους ανθρώπους το «όλα τα έχει δώσει στο χέρι του» (g). Επειδή λοιπόν τόσο μεγάλη και τέτοια εξουσία έχει, όχι μόνο από κανέναν από εμάς δεν έχει ανάγκη να λάβει κάποια εξουσία για να βαπτίζει κλπ., αλλά αντιθέτως ολόκληρο το μέλλον μας, λέει ο Πρόδρομος,… εξαρτάται απλώς και μόνο από τη σχέση μας με αυτόν (δ). «Διότι έχει δώσει, έτσι ώστε, όπως ακριβώς από αυτόν έγιναν τα πάντα, έτσι μέσω αυτού να μπορέσουν να ανακαινιστούν τα πάντα» (Α).
(2)   Ο ενεστώτας (πιστεύων… ἀπειθῶν) σημαίνει πράξη κατ’ εξακολούθηση. Ούτε απλή πίστη, που μία φορά εκδηλώθηκε, αρκεί να δώσει τη ζωή, ούτε απλή απιστία και ανυπακοή, που δεν παρέμεινε άκαμπτη, θα οδηγήσει στην οργή (β).
(3)   Ο ενεστώτας δηλώνει ότι ο πιστός ήδη από τώρα κατέχει τη ζωή. Η πίστη στον Υιό χορήγησε αυτήν σε αυτόν (ο). Έχει αυτός τις γλυκές και παρηγορητικές προγεύσεις της ζωής αυτής στην κοινωνία με το Θεό όπως και στα δείγματα της αγάπης του.
(4)   «Διότι ζωή βέβαια από τη φύση του είναι ο Μονογενής… εισάγεται όμως οπωσδήποτε μέσα μας με την πίστη… Θα δώσει λοιπόν ο Χριστός ζωή σε εκείνους που πιστεύουν σε αυτόν, εφόσον ο ίδιος είναι από τη φύση του ζωή, και στο εξής θα κατοικεί μέσα τους» (Κ). «Ζωή αιώνια είναι και λέγεται η ζωή η μακάρια, η αγιοπρεπής» (Ζ), την οποία λαμβάνουμε από την κοινωνία και ένωσή μας με το Χριστό. Η αιώνια ζωή είναι η ευτυχία αθάνατης ψυχής μέσα σε αθάνατο Θεό.
(5)   Δηλώνεται η απιστία και ως εξωτερική εκδήλωση της θέλησης, ως αποστασία. Η απιστία εδώ θεωρείται σύμφωνα με την ενεργή εκδήλωσή της ως ανυπακοή (μ). Ο άπιστος είναι πρόσωπο, το οποίο δεν δίνει εμπιστοσύνη στη διδασκαλία του Χριστού, αλλά και δεν υποτάσσεται στην κυβέρνηση του Χριστού.
(6)   Ο μέλλοντας αντιτίθεται στον ενεστώτα «έχει»= όχι μόνο τώρα δεν έχει αυτός ζωή, αλλά δεν θα έχει ποτέ, ούτε όταν η ζωή αυτή εκδηλωθεί στο μελλοντικό βίο με την τέλεια μορφή της (g). Η αιώνια αποξένωση και αποδοκιμασία αυτών που πεισματικά απιστούν μαρτυρείται με σαφήνεια με το ρήμα αυτό σε μέλλοντα χρόνο (ο).
(7)   «Δεν είπε ότι δεν θα έχει αυτός ζωή· διότι θα αναστηθεί σύμφωνα με τον κοινό νόμο της ανάστασης· αλλά λέει ότι ζωή δεν θα δει, δηλαδή δεν θα φτάσει ούτε σε απλή θέα της ζωής των αγίων… θα παραμείνει άγευστος της γεμάτης από ευφροσύνη ζωής· διότι πραγματική ζωή είναι εκείνη· ενώ το να αναπνέει κανείς μέσα στα βασανιστήρια, είναι πιο οδυνηρό από κάθε θάνατο» (Κ).
Ή, το «βλέπω» εδώ με την έννοια του «γνωρίζω από πείρα». Δεν θα δει= δεν θα γίνει μέτοχος (G). Όχι μόνο δεν θα μπει σε αυτήν ούτε θα κατακτήσει αυτήν, αλλά ούτε θα γνωρίσει αυτήν, ούτε θα δει αυτήν (τ).
(8)   Για οργή που έρχεται μίλησε ο Πρόδρομος προς τους Ιουδαίους και σύμφωνα με τους Συνοπτικούς (Ματθ. γ 7,Λουκ. γ 7). Λέει οργή «αντιπαραβάλλοντας στην εύθυμη κατάσταση των αγίων, την κόλαση των ασεβών, και ονομάζει ζωή μεν την πραγματική ζωή με δόξα και μαζί με το Χριστό, ενώ οργή του Θεού τα βασανιστήρια των ασεβών» (Κ).
«Σε πολλά σημεία στις Γραφές οι τιμωρίες εναντίον των πονηρών ονομάζονται οργή Θεού… Δεν πρέπει να νομιστεί ότι αυτό που ονομάζεται οργή του, είναι πάθος του Θεού. Διότι πώς είναι δυνατόν να υπάρχει πάθος στον απαθή; Αλλά επειδή δεν έχει πάθος ο Θεός μιας και είναι αναλλοίωτος, πρέπει να ερμηνεύσουμε την λεγομένη οργή του, με τον τρόπο που αναφέρθηκε» (Ω).
(9)   Αντίθετα με τον μέλλοντα «θα δει», εδώ έχουμε ενεστώτα· «δηλώνοντας ότι ουδέποτε θα απομακρυνθεί από αυτόν (η οργή)… ότι θα είναι παντοτινή η κόλαση… και δείχνει ότι ενεδρεύει σε αυτόν διαρκώς» (Χ). Το αιώνιο, το οποίο είπε για τη ζωή των πιστών, υπάρχει μέσα στην έννοια του ενεστώτα «μένει» (g).

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 122-134 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

Παραπονιέστε για τη μεταβλητότητα της εσωτερικής σας καταστάσεως -άλλοτε είναι καλή και άλλοτε κακή. Δεν γίνεται αλλιώς.

«Έχω δοκιμάσει και δοκιμάζω δυσάρεστες ψυχικές καταστάσεις με διάφορες μορφές». Δεν έχουμε παρά να τις υπομένουμε με ταπείνωση και γενναιοψυχία, χωρίς να χαλαρώνουμε τον πνευματικό μας αγώνα, χωρίς να παραμελούμε την εκπλήρωση των θείων εντολών -αυτό ακριβώς που κάνετε.

Έρχεται μια καλή πνευματική κατάσταση. Φεύγει. Έρχεται μια κακή. Φεύγει κι αυτή. Η εναλλαγή τους είναι συνεχής και αναπότρεπτη. Το μόνο που μπορείτε και πρέπει να κάνετε, είναι να επιθυμείτε και να επιδιώκετε πάντα το καλό.Αν δεν αντιμετωπίζαμε ποτέ καμιά δυσκολία, τότε θα είχαμε πέσει σε πνευματική νάρκη.

Ψυχικές μεταπτώσεις

Οι ψυχικές μεταπτώσεις συμβαίνουν σε όλους. Δεν έχετε, λοιπόν, παρά να τις υπομένετε ήρεμα, αφήνοντας τον εαυτό σας στα χέρια του Θεού. Μη νοιάζεστε για τίποτ’ άλλο, παρά μόνο για τούτο: Να είστε πάντα μαζί με τον Κύριο. Ό,τι κι αν σας συμβαίνει, σ’ Αυτόν να καταφεύγετε, σ’ Αυτόν ν’ αποκαλύπτετε την ψυχή σας, σ’ Αυτόν ν’ ακουμπάτε τα βάρη σας, σ’ Αυτόν να λέτε τον πόνο σας… Και να προσεύχεστε, παρακαλώντας Τον να σας απαλλάξει από πειρασμούς και θλίψεις, αν είναι θέλημα Του...

Η ψυχική ευφορία και ευδιαθεσία, η αναψυχή και η παρηγοριά δεν είναι πάντα γνωρίσματα καλής πνευματικής καταστάσεως, η οποία έχει τρία άλλα βασικά χαρακτηριστικά: α) ζήλο για την ευαρέστηση του Θεού, β) φρόνημα ταπεινό και καρδιά συντριμμένη, γ) παράδοση στο θείο θέλημα. Υπάρχουν αυτά μέσα σας; Αν ναι, είστε σε καλό δρόμο.

Οι πνευματικές παρηγοριές στην κατά Θεόν ζωή

Λυπηθήκατε, επειδή χάσατε πολύ γρήγορα την παρήγορη εκείνη εσωτερική κατάσταση, στην οποία βρισκόσασταν μετά τη θεία Μετάληψη. Αλλά πρέπει να ξέρετε, πως μια πνευματική παρηγοριά, μια «παράκληση», μ’ όποια μορφή κι αν μας επισκέπτεται -ως απέραντη ψυχική ειρήνη, ως απερίγραπτη χαρά, ως ιερός ενθουσιασμός, ως γλυκεία κατάνυξη ή ως οτιδήποτε άλλο-, δεν είναι το κύριο ζητούμενο στην κατά Θεόν ζωή. Η πρωταρχική επιδίωξη και το βασικό μέλημά μας είναι όχι οι παρηγοριές, αλλά η αποφασιστική και δυναμική διατήρηση του εαυτού μας, εσωτερικά και εξωτερικά, σε κατάσταση καλή, ευάρεστη στον Κύριο. Η όποια παρηγοριά δίνεται από το Θεό σαν «δόλωμα», πρόκληση και προτροπή.«Να τι θ’ απολαύσεις! Αγωνίσου, λοιπόν!». Επομένως, όταν τη στερούμαστε, δεν πρέπει ν’ απελπιζόμαστε, αλλά με μεγαλύτερο ζήλο, με σταθερότητα και επιμονή ν’ αγωνιζόμαστε «τον καλόν αγώνα της πίστεως» (Α’ Τιμ. 6:12).

Οι πνευματικές ηδονές δεν είναι πάντα ωφέλιμες

Σας αρέσει να βυθίζεστε μέσα στις πνευματικές ηδονές, να νιώθετε πάντα ικανοποίηση και ευφροσύνη από την προσευχή και την κοινωνία σας με τον Κύριο. Αυτό, όμως, είναι και αδύνατο και ανώφελο. Αδύνατο, γιατί κάθε μορφή πνευματικής αναψυχής δεν είναι καρπός δικής μας προσπάθειας, αλλά δώρο του ελέους του Θεού, δώρο που προσφέρεται σ’ όποιον, όποτε και για όσο Εκείνος θέλει. Αδύνατο είναι, επίσης, γιατί, όσο ζουν και ενεργούν μέσα μας τα πάθη, καμιά πνευματική ηδονή δεν μπορεί να παραμείνει σταθερή στην ψυχή.

Άλλωστε, η άκαιρη και άλογη επιδίωξη τέτοιων ηδονών είναι, όπως είπα, και ανώφελη, γιατί οδηγεί σε ψυχική παραλυσία και μαλθακότητα. Εμείς οφείλουμε μόνο ν’ αγωνιζόμαστε με τρόπο ευάρεστο στον Κύριο, με ζήλο και ανδρεία, με νήψη και αυτοέλεγχο, με ταπείνωση και συντριβή. Για το Θεό πρέπει να κυριαρχούν στη καρδιά μας δύο αισθήματα: αγάπη και φόβος… Οι άγγελοι στέκονται μπροστά Του με φόβο και τρόμο… Ζήστε, επαναλαμβάνω, με νήψη, με πνευματική επαγρύπνηση, με φρόνημα ταπεινό…

("Ο δρόμος της ζωής" -επιλογές-, Ι.Μ.Παρακλήτου)


Αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι η οικείωση του φρονήματος του Χριστού, “ο οποίος, αν και ήταν Θεός, …τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου, έγινε άνθρωπος, και όντας πραγματικός άνθρωπος, ταπεινώθηκε θεληματικά, υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού“.
Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι η διάκριση, που αποτελεί δώρο Θεού, ενέργεια της θείας χάριτος στον νου και την καρδιά του ανθρώπου.
Η αληθινή ταπείνωση κρύβει την αληθινή αρετή, όπως μια σεμνή κόρη κρύβει την ομορφιά της μ’ ένα κάλυμμα, όπως τα “άγια των αγίων” κρύβονταν από τα μάτια των ανθρώπων με το καταπέτασμα.
Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι ο χαρακτήρας του Ευαγγελίου, το ήθος του Ευαγγελίου, η λογική του Ευαγγελίου.
Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι θεϊκό μυστήριο, μυστήριο ασύλληπτο από τον ανθρώπινο νου. Όντας ύψιστη σοφία, φαίνεται παράλογη στη σαρκική διάνοια.
Το θεϊκό μυστήριο της ταπεινώσεως το αποκαλύπτει ο Κύριος Ιησούς στους πιστούς μαθητές Του, σ’ εκείνους που κάθονται κοντά στα πόδια Του και ακούνε με προσοχή τα σωτήρια λόγια Του. Μα κι όταν αυτό αποκαλυφθεί, παραμένει κρυφό. Η ταπείνωση είναι ανεξήγητη με τα λόγια και τη γλώσσα της γης. Η ταπείνωση είναι απρόσιτη στον σαρκικό λογισμό.
Η ταπείνωση είναι ζωή ουράνια πάνω στη γη.
Η μετάνοια και το πένθος για τις αμαρτίες σου αποτελούν προϋποθέσεις της αιώνιας μακαριότητάς σου – είναι γνωστό, είναι αναμφισβήτητο, είναι βεβαιωμένο από τον Κύριο. Βυθίσου σ’ αυτές τις άγιες καταστάσεις σταθερά και μόνιμα.
Η πείνα και η δίψα της δικαιοσύνης του Θεού είναι οι μάρτυρες της συναισθήσεως της πνευματικής φτώχειας…
Αρχή της ταπεινώσεως είναι η συναίσθηση της πνευματικής φτώχειας, Μέσα της είναι η ειρήνη του Χριστού. Τέλος και τελείωσή της είναι η αγάπη προς τον Χριστό.
Η ταπείνωση ποτέ δεν οργίζεται, ποτέ δεν ζητάει την επιδοκιμασία των ανθρώπων, ποτέ δεν παραδίνεται στην θλίψη, ποτέ και τίποτα δεν φοβάται.
Το ποτήρι της παρηγοριάς προσφέρεται με τα χέρια της ταπεινώσεως και σ’ εκείνον που είναι καρφωμένος σε σταυρό. Ο κόσμος μπορεί να του προσφέρει μόνο “ξύδι ανακατεμένο με χολή”.
Ο ταπεινός είναι ανίκανος να αισθανθεί κακία και μίσος. Εχθρούς δεν έχει. Αν αδικηθεί από κάποιον άνθρωπο, αυτόν τον βλέπει σαν όργανο της δικαιοκρισίας ή της πρόνοιας του Θεού.
Αποσπάσματα από το βιβλίο: Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ Β΄, σελ. 382-4

katafigioti

lifecoaching