(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Ιω. 6,22 Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος ὁ(1) ἑστηκὼς πέραν τῆς θαλάσσης ἰδὼν(2) ὅτι πλοιάριον ἄλλο οὐκ ἦν ἐκεῖ εἰ μὴ ἓν ἐκεῖνο εἰς ὃ ἐνέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ(3), καὶ ὅτι οὐ συνεισῆλθε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ πλοιάριον, ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπῆλθον·
Ιω. 6,22 Την άλλην ημέραν πολλοί από τον λαόν, οι οποίοι ευρίσκοντο ακόμη στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, όπου είχε γίνει το θαύμα, είχαν ίδει ότι άλλο πλοιάριον δεν υπήρχεν εκεί παρά μόνον ένα, εκείνο στο οποίον είχαν επιβιβασθή οι μαθηταί, και ότι δεν εμπήκε μαζή με μαθητάς στο πλοιάριον ο Ιησούς, αλλά μόνοι οι μαθηταί του είχαν αναχωρήσει.
(1) Το άρθρο πριν τη μετοχή φαίνεται να περιορίζει την ιδέα, την οποία εκφράζει το ουσιαστικό όχλος=το τμήμα του όχλου, το οποίο επέμενε να στέκεται στην απέναντι όχθη· οι θερμότεροι και ζωηρότεροι, οι οποίοι αφού δεν πείστηκαν στις προτροπές του Ιησού, για να επιστρέψουν στα σπίτια τους, παρέμειναν εκεί όλη τη νύχτα, σκοπεύοντας να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους για ανακήρυξη του Κυρίου σε βασιλιά (g). «Όχλο που στεκόταν… λέει αυτούς που ήλθαν να τον αρπάξουν, για να τον κάνουν βασιλιά» (Ζ).
(2) Είναι προτιμότερη αυτή η γραφή από τη γραφή εἶδον. Η μετοχή του αορίστου έχει έννοια παρακειμένου ή υπερσυντέλικου= έχοντας δει (g). Παρέμεναν εκεί νομίζοντας, ότι και ο Ιησούς βρισκόταν εκεί. Και νόμιζαν αυτό, διότι είχαν δει ότι στο μόνο πλοιάριο που το προηγούμενο απόγευμα ήταν εκεί και με το οποίο έφυγαν οι μαθητές, δεν είχε μπει ο Ιησούς. «Φαίνεται λοιπόν ότι είναι ελλειπτικός ο λόγος… Είναι όμως αυτό σχήμα συντομίας» (Ζ).
Ο λόγος παρουσιάζεται μπερδεμένος, σαν να απεικονίζει την απορία στην οποία το πλήθος αυτό ενεπλάκη και βρισκόταν μέχρι τη στιγμή, κατά την οποία έλαβε την απόφαση να αποπλεύσει (g).
«Πληροφορούμενο (το πλήθος), όπως φαίνεται, με κάποια πολλή παρακολούθηση, ότι ούτε θα πλεύσει μαζί με τους μαθητές του, ούτε και θα περάσει στην αντίπερα όχθη με άλλο σκάφος· γιατί εκεί βρισκόταν μόνο το σκάφος των αποστόλων, το οποίο βέβαια πήραν και αναχώρησαν» (Κ).
(3) Ο αλεξανδρινός, βατικανός και κάποιοι άλλοι κώδικες αποσιωπούν τη φράση ἐκεῖνο εἰς ὃ ἐνέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.
Ιω. 6,23 ἄλλα δὲ ἦλθε(1) πλοιάρια(2) ἐκ Τιβεριάδος ἐγγὺς τοῦ τόπου, ὅπου ἔφαγον τὸν ἄρτον(3) εὐχαριστήσαντος(4) τοῦ Κυρίου·
Ιω. 6,23 Εν τω μεταξύ ήλθαν άλλα πλοιάρια από διάφορα σημεία της Τιβεριάδος, πλησίον στο τόπον, όπου τα πλήθη είχαν φάγει χθες ψωμί, το οποίον είχε πληθυνθή με την ευχαριστίαν και το θαύμα του Κυρίου.
(1) «Είναι λόγια που δείχνουν τι έγινε στο μεταξύ, για να δείξει ότι ύστερα ήλθαν αυτά» (Ζ).
(2) Ή, ήλθαν αναγκασμένα από τη νυχτερινή τρικυμία αναζητώντας καταφύγιο σε απάνεμο μέρος. Πιθανότερο είναι ότι, ήλθαν διότι οι κάτοχοί τους είδαν το εκεί ευρισκόμενο πλήθος και ήλπιζαν, ότι θα κέρδιζαν χρήματα από τη μεταφορά του. Ο σιναϊτικός έχει τη γραφή: Επελθόντων ουν των πλοίων εκ Τιβεριάδος εγγύς ούσης όπου και έφαγον άρτον.
(3) Είναι αξιοσημείωτο ότι χρησιμοποιείται ενικός αριθμός, ενώ επρόκειτο για τους 5 άρτους. Πάντοτε σε ενικό είναι ο άρτος της θείας ευχαριστίας. Ίσως και εδώ σε ενικό όχι άσχετα με αυτά που λέγονται στη συνέχεια για τον ένα άρτο, αφού ο θαυμάσιος πολλαπλασιασμός των άρτων λαμβάνεται και ως εικόνα ή τύπος του άρτου της ευχαριστίας (β).
(4) Τονίζει ιδιαιτέρως την ευχαριστία για την οποία μιλά και στο σ. 11, τονίζοντας και πάλι το στενό σύνδεσμο, ο οποίος υπήρχε ανάμεσα στην πράξη της ευχαριστίας και τον πολλαπλασιασμό των άρτων (β). Όπως και στο θαύμα του Λαζάρου, έτσι και από αυτό το θαύμα προηγήθηκε προσευχή ευχαριστίας εκ μέρους του Κυρίου, και όχι προσευχή αίτησης, σαν να είχε παρασχεθεί ήδη η δύναμη για επιτέλεση του θαύματος και να μη χρειαζόταν παρά μόνο ο Ιησούς ως άνθρωπος να ευχαριστήσει το Θεό (ο). Η φράση «ευχαριστήσαντος του Κυρίου» παραλείπεται στον κώδικα του Βέζα, σε ένα αξιόλογο μικρογράμματο χειρόγραφο, στις συριακές μεταφράσεις, στη σιναϊτική και σε αυτήν του Cureton και σε 2 χειρόγραφα της παλαιάς λατινικής μετάφρασης (χ).
Ιω. 6,24 ὅτε οὖν(1) εἶδεν ὁ ὄχλος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ οὐδὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ(2), ἐνέβησαν αὐτοὶ(3) εἰς τὰ πλοῖα καὶ ἦλθον εἰς Καπερναοὺμ ζητοῦντες τὸν Ἰησοῦν(4).
Ιω. 6,24 Οταν, λοιπόν, είδεν ο λαός και επείσθη, ότι ο Ιησούς δεν ευρίσκεται εκεί ούτε οι μαθηταί του, εμπήκαν και αυτοί εις τα πλοία και ήλθαν εις την Καπερναούμ αναζητούντες τον Ιησούν.
(1) Επαναλαμβάνεται η σειρά του λόγου που διακόπηκε από την παρενθετική πρόταση του στίχου 23 (ο).
(2) Επαναλαμβάνεται αυτό μάλλον για να τονιστεί, ότι ο Ιησούς και οι γύρω του άφησαν οριστικά το μέρος εκείνο και αποκλειόταν έτσι κάθε ελπίδα από τον όχλο να ξαναδεί τον Ιησού εκεί (ο).
(3) Αντιτίθεται με αυτούς που έφυγαν μέσω ξηράς κατά το προηγούμενο απόγευμα. Εκείνοι μεν μέσω ξηράς έφυγαν στα χωριά τους, ενώ αυτοί κατά την επομένη μπήκαν στα πλοία και έσπευσαν για αναζήτηση του Ιησού. Υπάρχει και η γραφή «και αυτοί»= όπως ο Ιησούς και οι μαθητές έτσι και αυτοί (g).
(4) Αναμένοντας και υποπτευόμενοι την διενέργεια κάποιου νέου θαύματος (χ). Ο λαός βρίσκεται σε ενθουσιώδη διέγερση. Αυτής της διέγερσης οι αιτίες ήταν δύο. Η μία ήταν, ότι βρίσκονταν μπροστά σε θαυματουργό, ο οποίος μπορούσε να ικανοποιήσει τις σωματικές τους ανάγκες. Η δεύτερη ήταν, ότι ο θαυματουργός με το θαύμα που επιτελέστηκε αποδείκνυε, ότι στο πρόσωπό του η βασιλεία του Θεού, βασιλεία αγάπης και δύναμης, πραγματοποιούνταν και εκδηλωνόταν ενεργός (τ).
Ζητούν τον Ιησού, ωθούμενοι όμως από σαρκικά ελατήρια. Η επιμονή τους όμως μας διδάσκει, ότι αυτοί που θέλουν να βρουν τον Ιησού, πρέπει να επιδοθούν σε έρευνα επιμελή. Πρέπει να τον ζητούν έως ότου τον βρουν. Πρέπει να πάνε από θάλασσα σε θάλασσα και να αναζητήσουν το λόγο του Θεού θεωρώντας ότι χωρίς αυτόν δεν αξίζει τίποτα η ζωή τους. Εκείνοι όμως πάλι, τους οποίους ο Χριστός έθρεψε με τον άρτο της ζωής, αιχμαλωτίζονται από πόθο σφοδρό για αυτόν και ωθούνται από αυτόν κοντά του.
Ιω. 6,25 καὶ εὑρόντες αὐτὸν πέραν(1) τῆς θαλάσσης εἶπον αὐτῷ· ῥαββί, πότε ὧδε γέγονας(2);
Ιω. 6,25 Και αφού τον ευρήκαν στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, το προς την Καπερναούμ, του είπον• “διδάσκαλε, πότε ήλθες εδώ;”
(1) « «Πέραν» λέγεται το καθένα από τα δύο τέρματα της θάλασσας που βρίσκονται ευθεία απέναντι μεταξύ τους, και αυτή η ονομασία δηλώνει άλλοτε μεν αυτό, άλλοτε δε εκείνο» (Ζ). Έρχονται τώρα στη δυτική όχθη της (β).
(2) Η ερώτηση αυτή εκφράζει απορία του όχλου, που δεν μπορεί να εξηγήσει τον ερχομό του Ιησού, αφού το να έρθει από την ξηρά και περπατώντας, θεωρούνταν απίθανο, αν όχι και αδύνατο, λόγω ανεπάρκειας χρόνου (g). Πότε έφτασες εδώ, σε τόσο σύντομο χρόνο, τόσο μακρύ δρόμο; Η ερώτηση για το χρόνο εμπεριέχει την ερώτηση και για τον τρόπο (b). Ήλθαν ζητώντας τον, αλλά εξεπλάγησαν, διότι τον βρήκαν στην Καπερναούμ. Βρέθηκαν μπροστά σε νέο θαύμα (μ).
Ιω. 6,26 (1)ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν(2)· ἀμὴν ἀμὴν(3) λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε(4) σημεῖα, ἀλλ᾿ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων(5) καὶ ἐχορτάσθητε(6).
Ιω. 6,26 Ο Ιησούς απεκρίθη και τους είπε• “ειλικρινώς σας λέγω, ζητείτε να με εύρετε, όχι διότι είδατε τα θαύματά μου και έχετε πεισθή δια την θείαν μου αποστολήν, αλλά διότι εφάγατε χθες και εχορτάσατε από τους άρτους.
(1) Αρχίζει εδώ νέος διάλογος, ο οποίος μπορεί να διακριθεί σε 4 φάσεις, κάθε μία από τις οποίες ολοκληρώνεται με κάποια δήλωση εκ μέρους κάποιας μερίδας από τους ακροατές. Η πρώτη φάση εκτείνεται μέχρι το σ. 40, η δεύτερη από το σ. 41-51, η τρίτη από το σ. 52-59 και η τελευταία από το σ. 60-65. Ο Godet θεωρεί ως απίθανο, ότι όλη αυτή η μακρά συνδιάλεξη έγινε μέσα στη συναγωγή και περιορίζει το σ. 59 («Αυτά είπε στη συναγωγή…») ότι αναφέρεται μόνο στην τελευταία φάση.
(2) «Δείχνοντας ότι δεν επιζητά την τιμή από τους ανθρώπους, αλλά ένα μόνο βλέπει, τη σωτηρία τους, απαντά σε αυτούς μαλώνοντάς τους»… «τους επιπλήττει μεν με το λόγο και τους ελέγχει, αλλά όχι απότομα και έντονα, αλλά το κάνει αυτό με πολλή φειδώ» (Χ). «Διότι δεν είπε: ω δούλοι της κοιλιάς σας και λαίμαργοι, αλλά μίλησε με πραότητα» (Θφ).
(3) «Με τρόπο οριστικό και βεβαιωτικό» (Χ), διότι αναφέρεται τώρα ο Κύριος στα εσωτερικά τους ελατήρια, τα οποία σε μεγάλο βαθμό διέφευγαν και από αυτούς τους ίδιους (g). Σας το λέω Εγώ, ο οποίος ερευνώ τις καρδιές και γνωρίζω ό,τι είναι στον άνθρωπο. Εγώ ο Αμήν, ο μάρτυς ο πιστός (Αποκ. γ 14,15).
(4) Το είδατε όχι με την έννοια μόνο της εξωτερικής θέας με τα μάτια, αλλά και της εσωτερικής όρασης με την πίστη= είδατε και αντιληφθήκατε την βαθύτερη έννοια των θαυμάτων, και κατά συνέπεια πιστέψατε (ο).
(5) «Δεν σας εξέπληξε το θαύμα με τους άρτους, αλλά το ότι χορτάσατε» (Χ). «Για αυτό με ποθείτε, για να με έχετε πάλι να σας κάνω το τραπέζι» (Θφ). «Με ζητάτε για χάρη της σάρκας, όχι για χάρη του πνεύματος. Πόσοι ζητούν τον Ιησού όχι για κάτι άλλο αλλά για να χορηγήσει σε αυτούς κάποια πρόσκαιρη ευεργεσία… Ο Ιησούς σπάνια ζητιέται χάριν του Ιησού» (Αυ). Το ότι με ζητάτε είναι καλό, με ζητάτε όμως όχι από αγαθά ελατήρια. Ο Χριστός λοιπόν γνωρίζει όχι μόνο εκείνο, το οποίο πράττουμε, αλλά και γιατί το πράττουμε. Και γνωρίζει τώρα ότι οι όχλοι τον ζητούν όχι διότι τους δίδαξε, αλλά διότι τους έθρεψε.
(6) Πόση διαφορά ανάμεσα στο λαό αυτόν ο οποίος έρχεται με τα παχυλά σαρκικά ιδανικά και στον πνευματικό Ισραήλ, ο οποίος φωνάζει: «Δίψασε η ψυχή μου εσένα, ω Θεέ μου» (g). Όσες φορές και εμείς επιχειρούμε να χρησιμοποιήσουμε τη θρησκεία μας ως λύση των προσκαίρων μας προβλημάτων εξυπηρετώντας με αυτήν εγωιστικούς μάλλον και ιδιοτελείς σκοπούς παρά τη δόξα του Θεού, πέφτουμε στην ίδια κατάκριση, στην οποία τώρα και ο όχλος αυτός (τ). Πράγματι, πολλοί ακολουθούν το Χριστό για τους άρτους και όχι από ειλικρινή αγάπη προς αυτόν. Αποβλέπουν μάλλον στα πρόσκαιρα οφέλη που τους εξασφαλίζει η θρησκεία και όχι στις θυσίες, τις οποίες από αγάπη προς τον Ιησού, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε.
Ιω. 6,27 ἐργάζεσθε(1) μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην(2), ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν(3) εἰς ζωὴν αἰώνιον(4), ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(5) ὑμῖν δώσει· τοῦτον γὰρ(6) ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν(7) ὁ Θεός(8).
Ιω. 6,27 μη εργάζεσθε δια την υλικήν τροφήν, που είναι προσωρινή και χάνεται, αλλά δια την πνευματικήν τροφήν, η οποία εξασφαλίζει την αιωνίαν ζωήν. Αυτήν δε την τροφήν θα σας την δώση ο υιός του ανθρώπου. Διότι ο Πατήρ αυτόν τον απέδιξε επισήμως και σαν να έβαλε την σφραγίδα του, ότι αυτός είναι που δίνει την πνευματικήν τροφήν και την αιώνιον ζωήν”.
(1) Ή, με την έννοια του αποκτώ κάτι με την εργασία (Meyer). Να κερδίζετε με την εργασία σας (τ). Ή, «να εργάζεστε ολόψυχα, με κάθε τρόπο, συνεχώς» (Ζ), όπου συνυπονοείται η με ιδιαίτερο ενδιαφέρον φροντίδα και σπουδή.
(2) Της οποίας η θρεπτική ιδιότητα είναι παροδική και εφήμερη και δεν μπορεί να δώσει την αθανασία (ο).
«Η οποία φθείρεται και τρέφει την σάρκα» (Ζ). Κάθε υλική τροφή είναι χαμένη, διότι η ικανοποίηση την οποία παρέχει, είναι παροδική. Και το ίδιο το μάννα δεν διατηρούνταν, αλλά φθειρόταν (Εξ. ιστ 20). Την προηγούμενη ημέρα ο Κύριος είχε πολλαπλασιάσει τους άρτους για χορτασμό του λαού. Και όμως τώρα ο λαός αυτός πεινά και πάλι και ζητά νέους άρτους (μ). Για αυτό λοιπόν ο Κύριος παραγγέλλει «με το να μην μεριμνούν, όχι το να μην εργάζονται, αλλά το να μην προσηλώνονται στα βιοτικά πράγματα» (Χ). Με τα λόγια του αυτά ο Κύριος δεν απαγορεύει την απόκτηση της αναγκαίας μας τροφής με έντιμο κόπο και εργασία (Β Θεσ. γ 12), αλλά μόνο εφιστά την προσοχή μας στο να μην κάνουμε τα πράγματα αυτού του κόσμου κύριο αντικείμενο όλης της φροντίδας μας. «Διότι άλλο μέριμνα και άλλο εργασία» (Θφ).
(3) «Την τροφή της ψυχής· διότι είναι αναγκαιότερη. Και συμβούλεψε να έχουμε ως πάρεργο μεν τη σωματική τροφή, ενώ ως κύριο έργο την ψυχική» (Ζ). «Έθρεψα τα σώματά σας, έτσι ώστε από αυτό να ζητήσετε την άλλη τροφή, η οποία μένει, η οποία τρέφει την ψυχή σας, εσείς όμως πάλι τρέχετε στη γήινη» (Χ). «Με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο λέχθηκε στη Σαμαρείτιδα το: αν ήξερες… θα σου έδινε νερό ζωντανό» (Αυ).
(4) Δηλώνει ή το αποτέλεσμα που παράγεται αμέσως ή τον τελικό σκοπό, στον οποίο η τροφή αυτή οδηγεί (g). «Διότι αυτή συμβάλλει στο να απολαύσουμε τα μελλοντικά αγαθά» (αμ).
(5) Μόνος αυτός μπορεί να δώσει αυτήν την τροφή. Μπαίνει ο τίτλος αυτός εδώ όχι άσχετα με τα ακόλουθα, στα οποία τονίζεται, ότι αυτός ο ίδιος είναι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό (g). Ο υιός του ανθρώπου είναι ο μέγας Κύριος και οικοδεσπότης, ο πιστός σε όλο το σπίτι ως υιός (Εβρ. γ 5), στον οποίο ο Πατέρας έδωσε όλη την κρίση και την εξουσία να διαθέτει αυτός και να διανέμει τις δωρεές και τις χάριτες και να παρέχει ζωή αιώνια. Είναι ο υιός του ανθρώπου και αυτό δίνει μεγάλο θάρρος και μεγάλη παρρησία σε εμάς. Διότι και εμείς είμαστε υιοί ανθρώπων, τους οποίους αυτός, ο μοναδικός αντιπρόσωπος του γένους, δεν ντρέπεται να ονομάζει αδελφούς του.
(6) Γιατί μόνος αυτός μπορεί; Διότι… «Μοιάζει σαν να έλεγε· Δεν θα δείξω αδυναμία να σας δώσω την τροφή που μένει και που φέρνει στην αιώνια ζωή και απόλαυση. Διότι αν και βλέπομαι ακριβώς σαν ένας από εσάς, άνθρωπος δηλαδή με σάρκα, αλλά χρίστηκα και σφραγίστηκα από τον Πατέρα» (Κ).
(7) Ή «τον σφράγισε ο Πατέρας, με όλη δηλαδή τη σφραγίδα και την εικόνα του, τον γέννησε, με σφραγίδα που διασώζει το πλήρως απαράλλακτο και την φυσική ταυτότητα με αυτόν» (Θφ).
Ή, πιο σωστά «τον απέδειξε, τον αποκάλυψε με τη δική του μαρτυρία» (Χ). Τα θαύματα τα οποία ο Ιησούς έκανε, ήταν τα σημάδια και η σφραγίδα, με την οποία ο Πατέρας πιστοποιούσε την αποστολή του. Με σφραγίδα το γνήσιο σφραγίζεται με βεβαιότητα και καθετί το μη γνήσιο αποκλείεται (b). Σφραγίζω εδώ=με τη δική μου μαρτυρία επιβεβαιώνω ότι κάποιος είναι ό,τι ομολογεί για τον εαυτό του ότι είναι (G).
«Το σφραγίζω σημαίνει εντυπώνω κάποιο σημάδι… βάζω σε κάτι σημάδι. Όταν βάζεις σε κάτι σημάδι, πράττεις αυτό για να μην μπερδεύεται με άλλα πράγματα και για να μπορείς να αναγνωρίζεις αυτό. Ο Πατέρας… χορήγησε σε Αυτόν κάτι ιδιαίτερο, το οποίο διακρίνει αυτόν σε σύγκριση με τους άλλους ανθρώπους… Σφράγισε εμένα. Έδωσε σε εμένα κάτι ιδιαιτέρως δικό μου, για να μην συγχέομαι με την ανθρωπότητα, αλλά για να απαλλαχτεί η ανθρωπότητα μέσω εμού» (Αυ). Σφράγισε αυτόν με το Πνεύμα του, το οποίο αναπαύτηκε και διέμεινε σε αυτόν, αφού δόθηκε σε αυτόν «όχι με μέτρο». Τον σφράγισε με τη φωνή που κατέβηκε σε αυτόν από τον Πατέρα κατά την ώρα του βαπτίσματός του. Τον σφράγισε με τη μαρτυρία των σημείων και των θαυμάτων.
(8) Μπαίνει στο τέλος με έμφαση.
Ιω. 6,28 εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· τί ποιῶμεν(1) ἵνα ἐργαζώμεθα τά ἔργα τοῦ Θεοῦ(2);
Ιω. 6,28 Είπαν, λοιπόν, προς αυτόν• “τι να κάμωμεν, ώστε να εργαζώμεθα τα έργα, που θέλει ο Θεός;”
(1) «Τα έλεγαν αυτά… οδηγώντας τον να τους χορηγήσει πάλι τροφή και θέλοντας να τον προκαλέσουν στο να τους χορτάσει» (Χ).
(2) «Την ευαρέστηση του Θεού» (Ζ). Τα έργα που επιδοκιμάζονται από το Θεό και τα οποία μας ενώνουν με το Θεό (b). Αυτά που ζητούνται από το Θεό ως όρος απαραίτητος για παροχή της τροφής που μένει στον αιώνα. Στο Ιω. θ 3 η ίδια φράση έχει διαφορετική έννοια και σημαίνει τα έργα, τα οποία ο ίδιος ο Θεός ενεργεί (β).
Ιω. 6,29 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ ἔργον(1) τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε(2) εἰς ὃν ἀπέστειλεν(3) ἐκεῖνος(4).
Ιω. 6,29 Απήντησε ο Ιησούς και τους είπε• “τούτο είνα το έργον, που θέλε ο Θεός, να πιστεύετε εις αυτόν που εκείνος έχει στείλει”.
(1) Με έμφαση βάζει μπροστά την δεικτική αντωνυμία και αντιδιαστέλλει στον πληθυντικό έργα, τον οποίο χρησιμοποίησαν εκείνοι, τον ενικό έργο. «Διακρίνοντας τον καρπό της πίστης από τις λατρείες του νόμου, λέει με κάποια μεγάλη έμφαση… αυτό είναι, όχι αυτό που νομίσατε εσείς, που βλέπετε μόνο στους τύπους» (Κ).
(2) Ονομάζεται έργο η πίστη, διότι πράγματι με αυτήν ο άνθρωπος παραδίδει τον εαυτό του ελεύθερα στο Χριστό και δεχόμενος το Χριστό εμμένει στην σχέση με αυτόν (g).
«Η πίστη σε αυτόν είναι όντως έργο και ιερό και τέλειο και το οποίο αγιάζει αυτούς που την έχουν. Διότι η ακριβής πίστη γίνεται οδηγός σε κάθε αγαθή εργασία, και η αγαθή εργασία συντηρεί την πίστη» (Θφ).
Με την έννοια αυτή ο Ιάκωβος αντιθέτει το έργο με μία πίστη η οποία δεν είναι παρά μόνο μία νεκρή διανοητική πίστη· με έννοια επίσης ανάλογη και ο Παύλος αντιθέτει την πίστη με τα έργα τα καθαρά τυπικά. Η ζωντανή πίστη του Παύλου είναι κατά βάθος το ζωντανό έργο του Ιακώβου σύμφωνα με τη διατύπωση αυτή του Ιησού: Το έργο του Θεού είναι να πιστέψετε (g).
Ρωτούν για τα έργα του Θεού και ο Χριστός κατευθύνει αυτούς στο ένα έργο, το οποίο περικλείει όλα, στο ένα «του οποίου υπάρχει ανάγκη» και αυτό είναι να πιστέψουμε. Αυτό λοιπόν το έργο ξεπερνά όλα τα έργα του τελετουργικού νόμου. Είναι το έργο το αναγκαίο, ώστε και τα άλλα έργα μας να γίνουν ευπρόσδεκτα από το Θεό. Είναι η ρίζα από την οποία φυτρώνουν και όλα τα αγαθά έργα και η οποία παράγει αυτά, διότι «χωρίς την πίστη είναι αδύνατον κάποιος να ευαρεστήσει το Θεό». Είναι το έργο του Θεού, διότι ο Θεός εργάζεται αυτό μέσα μας, και μέσω αυτής της πίστης ανοίγουμε και εμείς την καρδιά μας στο να ενεργεί και να εργάζεται σε αυτήν ο Θεός, και η πίστη διεγείρει τις ψυχές μας στο να εργάζονται για τη δόξα του Θεού.
(3) Δες γ 17.
(4) Μπαίνει στο τέλος με έμφαση.
Ιω. 6,30 εἶπον οὖν αὐτῷ· τί οὖν ποιεῖς σὺ σημεῖον(1) ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμέν σοι; τί ἐργάζῃ;
Ιω. 6,30 Είπαν τότε εις αυτόν• “ποίον όμως αποδεικτικόν θαύμα κάμνεις συ, δια να ίδωμεν και πιστεύσωμεν εις την αποστολήν σου; Ποίον υπερφυσικόν έργον εργάζεσαι;
(1) «Ενώ το θαύμα ήταν ακόμη μπροστά στα μάτια τους, σαν να μην έγινε τίποτα, λένε αυτό» (Χ). «Δες πολλή ανοησία! Πριν λίγο χρόνο χόρτασε αυτούς με τροφή και ξεχνώντας αμέσως ένα τέτοιο θαύμα, ζητούν θαύμα» (Ζ). Το εκπληκτικό αυτής της μεταστροφής αυτών που ζητούν νέο θαύμα αμέσως την επόμενη ημέρα από την καταπληκτική διατροφή των 5 χιλιάδων, εξηγήθηκε από τους νεώτερους με διάφορους τρόπους. Σύμφωνα με κάποιους από αυτούς ο διάλογος αυτός δεν βρίσκεται στον ακριβή χρονολογικό τόπο, αλλά έλαβε χώρα σε άλλο χρόνο που απείχε από το χρόνο, στον οποίο σημειώθηκε το θαύμα της διατροφής.
Πιο σωστά, ο Meyer βρίσκει την αξίωση σε αυτόν το στίχο, ως απόδειξη του ότι ο φυσικός και μη αναγεννημένος άνθρωπος παρουσιάζεται πάντα ανικανοποίητος και αχόρταστος απέναντι στα θαύματα που γίνονται μπροστά του.
Ο g. Θεωρεί αυτήν ως εκδήλωση της δυσαρέσκειας και απογοήτευσης, την οποία δοκίμασαν αυτοί που επέμεναν να ανακηρύξουν τον Ιησού βασιλιά, από την άρνησή του. Περίμεναν από αυτόν να δεχτεί την ανακήρυξη και το θαύμα της διατροφής να γίνει αφετηρία νέας σειράς θαυμάτων, με την οποία θα παρουσιαζόταν ο Μεσσίας των Ιουδαϊκών προσδοκιών. Παρόλο όμως που αρνήθηκε ο Ιησούς αυτήν την ανακήρυξη δεν παύει όμως να αξιώνει, ότι είναι ο απεσταλμένος του Θεού. Έτσι εξηγείται η ερώτηση αυτή που απευθύνεται σε αυτόν.
Πιο σωστή παρουσιάζεται η ερμηνεία του Κυρίλλου που έχει ως εξής: «Έχει τιμηθεί, λέει, και πολύ σωστά, ο μακάριος Μωϋσής, και επιλέχτηκε ως μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Και μάλιστα έκανε και μεγάλο θαύμα· έφαγαν στην έρημο το μάννα όλοι όσοι ήταν μαζί του. Εσύ όμως τώρα, επειδή μπαίνεις σε τόπο για μας μεγαλύτερο από εκείνον… με ποια θαύματα θα μας βεβαιώσεις;… Γιατί ζητούν θαύμα από τον Ιησού, όχι απλώς το τυχόν, αλλά εκείνο που, όπως νόμιζαν, είχε κάνει ο Μωϋσής, όχι για μία ημέρα, αλλά για σαράντα ολόκληρα χρόνια, διατρέφοντας το λαό που βγήκε από την Αίγυπτο στην έρημο με τη χορηγία του μάννα».
Ιω. 6,31 οἱ πατέρες ἡμῶν(1) τὸ μάννα ἔφαγον(2) ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθώς ἐστι γεγραμμένον(3)· ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(4) ἔδωκεν αὐτοῖς φαγεῖν.
Ιω. 6,31 Οι πατέρες μας έφαγαν το μάννα εις την έρημον, όπως άλωστε έχει γραφή και στους ψαλμούς• Αρτον από τον ουρανόν έδωκεν εις αυτούς να φάγουν”.
(1) Σύμφωνα με τη διδασκαλία των ραββίνων: «Ο προηγούμενος λυτρωτής (ο Μωϋσής) έκανε να ριχτεί το μάννα για αυτούς· έτσι και ο μετέπειτα λυτρωτής (ο Μεσσίας) θα προκαλέσει πάλι την παροχή μάννα» (Midrash Koheleth σελ. 73, παρατίθεται από τον Lightfoot). Ο Φίλων θεώρησε το μάννα ως τύπο του θείου Λόγου, της ουράνιας διατροφής και ενίσχυσης της ψυχής (χ). Οι ραββίνοι δίδασκαν, ότι ο Μεσσίας θα αποδείκνυε την εξουσία και αποστολή του, επαναλαμβάνοντας ακριβώς το ίδιο θαύμα, με το οποίο και ο Μωϋσής απέδειξε τη δική του αποστολή (μ).
(2) «Γιατί δεν ανέφεραν κανένα άλλο από τα προηγούμενα θαύματα, (παρόλο βεβαίως που έγιναν πολλά τότε και στην Αίγυπτο και στη θάλασσα και στην έρημο) αλλά το μάννα;» (Χ). Ή λιγότερο πιθανή ερμηνεία «διότι επιθυμούσαν πάρα πολύ αυτό λόγω της τυραννίας της κοιλιάς» (Χ). Και «επειδή ήταν δούλοι της κοιλιάς, ζητούσαν θαύμα, όπως ήταν αυτό των άρτων» (Θφ). Ή, πιο σωστά, διότι η παροχή του μάννα από τον ουρανό θεωρήθηκε ως το πιο έκτακτο θαύμα από όλα όσα έκανε ο Μωϋσής. Για αυτό το μάννα χαρακτηρίζεται ως «άρτος αγγέλων», και ο Ιώσηπος λέει για αυτό, ότι «η τροφή ήταν θεία και παράδοξη» (Ιουδ. Αρχ. ΙΙΙ 1,6)(β).
(3) Στο Ψαλμ. οζ 24. Δες και Εξ. ιστ 4 και 15.
(4) Έτσι χαρακτηρίζεται και στα παραπάνω χωρία. Πιθανώς εδώ οι Ιουδαίοι αντιθέτουν αυτό με την διατροφή των 5000 με άρτους, οι οποίοι δεν ήταν από τον ουρανό αλλά από τη γη· με άρτους συνηθισμένους, κρίθινους, τους οποίους όλοι γνώριζαν και είχαν γευτεί (β). Από τον ουρανό, όχι ως πνευματική τροφή, αλλά ως τροφή που παράχθηκε με ουράνια υπερφυσική θεία ενέργεια (δ). Η διατροφή με το μάννα ήταν αξιομνημόνευτο και αξιοθαύμαστο παράδειγμα της δύναμης και αγαθότητας του Θεού, που συχνά αναφέρεται για δόξα Του (Νεεμ. θ 15,20,21). Όμως δες πώς τώρα ο λαός αυτός διαστρέφει αυτό και χρησιμοποιεί αυτό για απιστία και για όλεθρό του! Το προβάλλουν για να μειώσουν την αξία του θαύματος της διατροφής των 5000 και να βρουν στηρίγματα της απιστίας τους. Είναι σαν να του έλεγαν· Εσύ διέθρεψες κάποιες χιλιάδες, αλλά ο Μωϋσής διέθρεψε εκατοντάδες χιλιάδες. Εσύ διέθρεψες τις χιλιάδες αυτές μία φορά, αλλά ο Μωϋσής διέθρεψε τις δικές του χιλιάδες για 40 ολόκληρα χρόνια· Εσύ έδωσες τροφή από τη γη, κρίθινο άρτο και ψάρια από τη θάλασσα, ενώ ο Μωϋσής έθρεψε το λαό του με άρτο ουράνιο.
Ιω. 6,32 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν(1) λέγω ὑμῖν, οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν ἄρτον(2) ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(3), ἀλλ᾿ ὁ πατήρ μου δίδωσιν(4) ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὸν ἀληθινόν(5).
Ιω. 6,32 Είπε, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς• “σας διαβεβαιώνω, ότι ο Μωϋσής δεν σας έδωσε τον αληθινόν και αιώνιον άρτον εκ του ουρανού, αλλά υλικόν, προεικόνισμα και τύπον του πνευματικού άρτου. Ο Πατήρ μου όμως σας δίδει τώρα και τον αληθινόν πνευματικόν άρτον από τον ουρανόν.
(1) Η βεβαίωση αυτή έχει ειδικά στο χωρίο αυτό μεγάλη δύναμη, αφού οι Ιουδαίοι πρόβαλλαν σε αυτόν τη φράση «όπως είναι γραμμένο» του προηγούμενου σ. (b). Γράφει εκείνο η Γραφή, αλλά και εγώ σας βεβαιώνω. Εξηγείται όμως ο ιδιαίτερος αυτός τόνος της βεβαίωσης λόγω της αντίθεσης, η οποία πρόκειται να εμφανιστεί ανάμεσα στην διδασκαλία του Ιησού για τον αληθινό ουράνιο άρτο και στην εκδοχή των Ιουδαίων για το πώς δόθηκε (g).
(2) Υπάρχουν δύο ερμηνείες που καταλήγουν στο ίδιο. Ή: Δεν έδωσε ο Μωϋσής στους πατέρες σας το μάννα· και το μάννα δεν ήταν ο πραγματικός από τον ουρανό άρτος, ο οποίος δεν χάνεται (b).
«Ο Μωϋσής, εκτελεστής μεν βεβαίως δεν ήταν κανενός από τα θαύματα αυτός ο ίδιος, αλλά μάλλον ήταν υπηρέτης και βοηθός των όσων ήθελε να κάνει για ωφέλεια εκείνων που είχαν ανακληθεί από τη δουλεία ο Θεός, που ήταν ο χορηγός των αγαθών σε αυτούς» (Κ). Το μάννα το έδωσε στους πατέρες σας ο Θεός. Και ονομάζεται μεν αυτό με κάποια έννοια «άρτος από τον ουρανό», αλλά ο αληθινός από τον ουρανό άρτος δίνεται τώρα από τον πατέρα μου.
«Τον αληθινό άρτο δεν σας τον έχει δώσει ο Μωϋσής, αλλά όλα αυτά που έγιναν τότε ήταν τύποι αυτών που γίνονται τώρα… Ο άρτος εκείνος ήταν τύπος εμού που κατέβηκα από τους ουρανούς και τρέφω αληθινά και υπάρχω αληθινά» (Θφ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία «δεν ήταν από τον ουρανό το μάννα. Πώς λοιπόν λέγεται από τον ουρανό; Όπως ακριβώς λέει «πετεινά του ουρανού» και πάλι «Και βρόντησε από τον ουρανό ο Κύριος»» (Χ). «Ουρανό δηλαδή εκεί, είπε καταχρηστικά η Γραφή τον αέρα» (Ζ).
(3) Πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το «τον άρτο» (=τον ουράνιο άρτο) παρά με το έδωσε («δεν έδωσε τότε στο γένος σας τον άρτο από τον κατά κυριολεξία ουρανό») (Ζ).
(4) Ο ενεστώτας αντιτίθεται στον παρακείμενο ή αόριστο της προηγούμενης πρότασης. Δίνει τώρα και δίνει αυτόν συνεχώς (β) στους πιστούς όλων των γενεών. «Αναφέροντας όμως τον Μωϋσή, δεν έφερε σε αντίθεση τον εαυτό του με εκείνον, (διότι δεν τον προτιμούσαν ακόμη από τον Μωϋσή…), αλλά λέει ότι αντί για τον Μωϋσή έδωσε ο Πατέρας» (Χ).
(5) Μπαίνει στο τέλος με έμφαση, για να τονίσει έντονα την πνευματική φύση του ουράνιου άρτου σε αντίθεση με το μάννα, το οποίο μολονότι υπήρξε τροφή που δόθηκε με θαύμα, όμως ήταν τροφή υλική (g). «Ονομάζει τον άρτο εκείνο (του μάννα) αληθινό, όχι διότι το θαύμα του μάννα ήταν ψεύτικο, αλλά επειδή ήταν τύπος» (Χ). «Δεν ήταν αυτό η αλήθεια» (αμ). «Άρτος αληθινός είναι αυτός που τρέφει τον αληθινό άνθρωπο που πλάστηκε κατ’ εικόνα του Θεού, με τον οποίο αυτός που τράφηκε γίνεται και καθ’ ομοίωση του Κτίστη» (Ω).
Ιω. 6,33 (1)ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ(2) ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(3) καὶ ζωὴν(4) διδοὺς τῷ κόσμῳ(5).
Ιω. 6,33 Διότι ο αληθινός άρτος του Θεού είναι αυτός, που κατεβαίνει από τον ουρανόν και δίδει ζωήν ατελεύτητον και αιωνίαν εις όλον τον κόσμον”.
(1) Και ο σ. αυτός ερμηνεύτηκε με διάφορους τρόπους: Ή, υποκείμενο είναι ο άρτος και το «ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» είναι κατηγορούμενο. Ή, το «ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» δηλαδή ο Ιησούς είναι το υποκείμενο και ο άρτος του Θεού το κατηγορούμενο. Η πρώτη ερμηνεία προσδίδει γενική μάλλον έννοια στο σ. και συμφωνεί αυτό με το γεγονός, ότι ακόμη ο Κύριος δεν αποκάλυψε τον εαυτό του ως τον άρτο της ζωής, αλλά την αποκάλυψη αυτή την κάνει από το σ. 35. Επιπλέον έχει υπέρ της το ότι ο άρτος χαρακτηρίζεται ως αυτός που κατεβαίνει και όχι που κατέβηκε, όπως έπρεπε να μπει, εάν επρόκειτο ήδη από αυτόν τον σ. να καθορίσει τον εαυτό του ο Κύριος ως τον αληθινό άρτο. Πάντως και οι δύο ερμηνείες καταλήγουν στο ίδιο.
(2) «Ο κατά κυριολεξία άρτος του Θεού, δηλαδή ο θεϊκός άρτος» (Ζ). Κάθε άρτος είναι δώρο του Θεού, αλλά ο κατ’ εξοχήν και που κυριολεκτικά μπορεί να ονομαστεί άρτος του Θεού, είναι αυτός που κατεβαίνει από τον ουρανό. Τέτοιος όμως άρτος δεν ήταν το μάννα (β).
«Διότι όντας όχι και λίγο αμαθείς, θεωρείτε ότι το μάννα είναι ο άρτος από τον ουρανό… Γιατί εκείνα ήταν τύποι των γενικότερων… Διότι δεν πρέπει να νομίσει βεβαίως κανείς ότι εκείνος ήταν πραγματικά ο άρτος από τον ουρανό», «ο οποίος καταγραφόταν σαν με σκιές με τη χορήγηση του μάννα στους παλαιότερους» (Κ). «Ο Χριστός είναι το μάννα, ο οποίος είναι από τη φύση του ζωή και ζωογονεί τα πάντα, ο οποίος είναι άρτος που τρέφει ψυχή και σώμα» (αμ).
(3) Λέγεται τώρα γενικά, αλλά μόνο στο πρόσωπο του Κυρίου βρίσκει την πραγματοποίηση και επαλήθευσή του.
«Διότι αυτό ακριβώς που είναι για εμάς ο άρτος που προέρχεται από τη γη, που δεν αφήνει την αδύναμη φύση της σάρκας να καταφθείρεται, αυτό είναι και αυτός, ο οποίος με την ενέργεια του Πνεύματος δίνει στο πνεύμα ζωή… αλλά συγκρατεί και το ίδιο το σώμα σε αφθαρσία» (Κ). Το «αυτός που κατεβαίνει» σε χρόνο ενεστώτα δείχνει τη διαρκή ιδιότητα του Θεού Λόγου (δ). Η φράση επαναλαμβάνεται 7 φορές στο τμήμα αυτό (στους σ. 33,38,41,42,50,51,58), σαν μια άλλη μοναδική και θριαμβευτική επωδός, και περιλήφθηκε έπειτα και στο σύμβολο της Νικαίας («κατελθόντα εκ των ουρανών»)(β).
(4) «Διότι απαλλάσσει από την αμαρτία και μας κάνει φίλους με το Θεό, και κοινωνούς θεία φύσης, και ελευθερώνει από την γέεννα και αξιώνει της βασιλείας… Διότι όλα αυτά είναι ζωή της αθάνατης ψυχής» (αμ).
(5) Αυτού του άρτου «προσόν είναι το ότι μπορεί να τρέφει όλη την οικουμένη και να χαρίζει ολοκληρωτικά στον κόσμο τη ζωή» (Κ). «Όχι στους Ιουδαίους μόνο, αλλά σε όλη την οικουμένη. Για αυτό και δεν είπε απλώς τροφή, αλλά μία άλλη ζωή και διαφορετική, και είπε αυτό επειδή όλοι ήταν νεκρωμένοι» (Χ).
Ιω. 6,34 εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· Κύριε(1), πάντοτε(2) δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον τοῦτον(3).
Ιω. 6,34 Επειτα, λοιπόν, από αυτά και χωρίς να τα εννοήσουν, του είπαν• “Κυριε, δος μας πάντοτε αυτόν τον άρτον”.
(1) Μιλούν με κάποιο σεβασμό (b). Και αυτό διότι «ακόμα το βλέμμα τους είναι στραμμένο στα κάτω… και εφόσον υποπτεύονταν ότι πρόκειται για υλικό τραπέζι, έτρεχαν» (Χ). «Και ακούγοντας για άρτο που δίνει στον κόσμο ζωή, ακόμα φαντάζονται τον γήινο, μιας και είχαν για Θεό τους την κοιλιά» (Κ). Δεν εκδηλώθηκε ακόμα έντονα η διαφωνία τους με τον Ιησού, αλλά παρεξηγώντας τα λόγια του και νομίζοντας ότι μιλούσε για υλική τροφή, παρακαλούν αυτόν να δώσει σε αυτούς τον άρτο (ο). «Θα βρεις βέβαια τον λόγο αυτό να μοιάζει πολύ με το λόγο εκείνης της Σαμαρείτιδας γυναίκας… (την οποία ο Κύριος) τη δίδαξε για τα πνευματικά νερά… και αυτή αφήνοντας τη νοητή πηγή… γλιστρά προς τη χορηγία του αισθητού νερού» (Κ). Παρ’ όλα αυτά στο τέλος και η Σαμαρείτις και οι συμπολίτες της πίστεψαν στο Χριστό, ενώ αυτοί με τους οποίους μιλά τώρα σκανδαλίστηκαν και απίστησαν και ως προς αυτό η συμπεριφορά τους υπήρξε τελείως διαφορετική από εκείνων (ο).
(2) Όπως άλλοτε και ο Μωϋσής το μάννα. Ζητούν διαρκή προμήθεια ουράνιου άρτου. «Δώσε μας πάντοτε αυτόν τον άρτο, λένε, όχι μία ημέρα ούτε δύο» (Θφ).
(3) Για τον οποίο λες ότι δίνει ζωή στον κόσμο και ο οποίος είναι ανώτερος από το μάννα (β).
Ιω. 6,35 εἶπε δὲ αὐτοῖς(1) ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς(2)· ὁ ἐρχόμενος(3) πρός με οὐ μὴ(4) πεινάσῃ(5), καὶ ὁ πιστεύων(3) εἰς ἐμὲ οὐ μὴ(4) διψήσῃ(5) πώποτε.
Ιω. 6,35 Τοτε τους είπε ο Ιησούς• “εγώ είμαι ο άρτος της ζωής . Εκείνος που έρχεται κοντά μου, ποτέ δεν θα πεινάση πνευματικώς και εκείνος που πιστεύει εις εμέ, ποτέ δεν θα διψάση.
(1) Εξηγεί τα παρερμηνευμένα λόγια του και μιλά ήδη με τρόπο σαφή, ξεκάθαρο και ο οποίος δεν επιδέχεται παρεξήγηση (ο).
(2) «Ο οποίος παλαιά μεν είχα προαναγγελθεί με υπόσχεση σε εσάς και υποδηλωνόμουν υπό μορφή τύπου, ενώ τώρα είμαι παρών και εκπληρώνω την υπόσχεση που χρωστούσα» (Κ). «Ο άρτος ο ζωντανός, που δίνει αιώνια ζωή» (Ζ). «Όχι άρτος σωματικός, που περικόπτει μόνο τα πάθη από την πείνα και απαλλάσσει το σώμα από την εδώ φθορά του, αλλά που αναπλάθει όλο γενικά το πλάσμα προς αιώνια ζωή» (Κ). Ο λόγος τώρα είναι γενικός και δεν αναφέρεται ειδικά στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, για το οποίο μιλά ξεκάθαρα από το σ. 51 και εξής. Δεν θα ερμηνεύσουμε λοιπόν: «Υπαινίσσεται βέβαια με αυτά την μέσω της αγίας σάρκας ζωή και χάρη, με την οποία εισάγεται μέσα μας το ιδιαίτερο γνώρισμα του Μονογενούς, δηλαδή η ζωή»· δηλαδή την «ευλογία με την μετάληψη της αγίας σάρκας και του αίματος» (Κ)·
Aλλά θα ερμηνεύσουμε γενικότερα με έννοια που περιλαμβάνει και την από τη θεία ευχαριστία ευλογία και ζωή, όχι όμως και μόνο αυτήν. Δηλαδή:
«Πρώτα μιλά για τη θεότητά του λέγοντας «Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής»· διότι δεν ειπώθηκε αυτό για το σώμα του, διότι για εκείνο μιλά προς το τέλος» (Χ).
«Ο άρτος από τον ουρανό, δηλαδή ο Χριστός που μας τρέφει για μακραίωνη ζωή και με τη χορηγία του Πνεύματος και με την κοινωνία της δικής του σάρκας» (Κ) και με τη διδασκαλία και με όλη τη σχέση με αυτόν.
«Ο Κύριος έχει ονομαστεί άρτος… σύμφωνα με την πρόχειρη εξήγηση επειδή έγινε για όλους τροφή σωτηρίας, ενώ ως προς τη μυστική έννοια, επειδή ένωσε και καθάρισε τη ζύμη του ανθρώπινου μίγματος, και αφού κατά κάποιο τρόπο το έψησε με τη φωτιά της θεότητάς του, έγινε μαζί με αυτήν ένα πρόσωπο και μία υπόσταση που προσκυνείται» (Ι). Η φράση άρτος της ζωής έχει διπλή έννοια, δηλαδή ο άρτος που έχει μέσα του ζωή και ο άρτος που μεταδίδει ζωή (τ).
Είναι ο Κύριος για τις ψυχές ό,τι και ο υλικός άρτος για τα σώματα. Τρέφει και ενισχύει την πνευματική ζωή ο Κύριος, όπως ο υλικός άρτος την σωματική ζωή. Τα σώματά μας θα μπορούσαν να ζήσουν χωρίς τροφή ευκολότερα, παρά οι ψυχές μας χωρίς το Χριστό. Διότι ο υλικός άρτος από μόνος του είναι κάτι νεκρό και τρέφει το σώμα χάρις στις ζωτικές δυνάμεις, τις οποίες αυτό έχει. Ο Χριστός όμως είναι από μόνος του ζωντανός άρτος και τρέφει τις ψυχές με τη δική του δύναμη, μεταδίδοντας αμέσως ζωή σε αυτές.
(3) Με το μεν «ερχόμενος» δηλώνεται η πρώτη πράξη, με την οποία πλησιάζει κάποιος προς το Χριστό, η συναίσθηση της προσωπικής ενοχής. Ανταποκρίνεται στην αποδοχή της κλήσης που έγινε με το «έλα και δες» από τον Φίλιππο στο Ναθαναήλ. Με το δε «πιστεύων» δηλώνεται η με σπουδή και κάθε εμπιστοσύνη προσοικείωση του Κυρίου που αναγνωρίστηκε ως άρτος της ζωής. Και προς αυτήν ανταποκρίνεται η ομολογία του Ναθαναήλ και η παραμονή του κοντά στον Κύριο (g,β). Η έλευση αυτή είναι το άνοιγμα της καρδιάς και της διάνοιας στο χαρμόσυνο μήνυμα, το οποίο ο Κύριος φέρνει και το οποίο προβάλλει αυτόν σε εμάς ως Σωτήρα μας και Λυτρωτή. Η έλευσή μας προς αυτόν είναι κίνηση πόθου και διάθεσης για να τον εγκολπωθούμε (τ).
(4) Με έκτακτη έμφαση εκφέρεται η άρνηση (g).
(5) Το «πεινάσει» αναφέρεται στο συναίσθημα της ασθένειας και της ηθικής αδυναμίας· το «διψάσει» στην ταραχή της συνείδησης και της καρδιάς. Με τον χορτασμό της πείνας δηλώνεται λοιπόν η νέα δύναμη και ενίσχυση, την οποία παίρνει αυτός που πιστεύει, ενώ με την ικανοποίηση της δίψας η ειρήνη της συνείδησης και η ανάπαυση της καρδιάς (g).
Ή, πιο σωστά, οι πνευματικές ανάγκες, που φωνάζουν στην ψυχή καθενός από εμάς ζητώντας ικανοποίηση, εκφράζονται με τη διπλή εικόνα της πείνας και της δίψας και από εδώ λοιπόν υπονοείται, ότι ο Χριστός δεν είναι μόνο ο άρτος της ζωής, αλλά και ο χορηγός του ζωντανού νερού (μ). «Και με τα δύο δηλώνεται η αιώνια εκείνη επάρκεια, στην οποία δεν υπάρχει κάποια ανάγκη» (Αυ).
Ιω. 6,36 ἀλλ᾿ εἶπον(1) ὑμῖν ὅτι καὶ ἑωράκατέ με(2) καὶ οὐ πιστεύετε(3).
Ιω. 6,36 Αλλά σας είπα, ότι σεις, αν και είδατε εμέ και τα έργα μου, εν τούτοις δεν πιστεύετε, ότι εγώ είμαι ο Μεσσίας.
(1) Πότε είπε; Ή, αναφέρεται σε περίσταση που αποσιωπάται στην ευαγγελική αφήγηση (Alford)· «ειπώθηκε μεν, αλλά δεν γράφτηκε» (Ζ). Ή, αναφέρεται στα λόγια στο σ. 26= είδατε θαύματα, αλλά δεν έρχεστε διότι πιστέψατε σε εμένα, αλλά διότι φάγατε άρτους (b,g).
(2) «Υπαινισσόμενος τα θαύματα και τη μαρτυρία των Γραφών για τον εαυτό του, λέει: Με έχετε δει» (Χ). «Διότι είδαν, είδαν τον Κύριο να είναι Θεός από τη φύση του, όταν με πέντε κρίθινους άρτους και δύο ψάρια που κομμάτιασε έθρεψε το πλήθος που προσερχόταν σε αυτόν» (Κ). «Έχετε γνωρίσει ποιος είμαι και από τη μαρτυρία του Ιωάννη και από τα θαύματα που έκανα και από τη μαρτυρία των γραφών, τις οποίες ανέπτυξα σε εσάς» (Ζ). Είδαν αυτόν να φέρνει δείγματα του Μεσσιακού του αξιώματος (G). Ο Ιησούς, αυτός και μόνος, είναι το πειστικότερο από όλα τα θαύματα. Είχαν δει αισθητά τη δύναμή του να εκδηλώνεται στη ζωή του και το έργο του και όμως αντί να οδηγηθούν στην πίστη, προβάλλουν πεισματική απιστία (μ).
(3) «Όντας κακοί με τη θέλησή σας» (Ζ). «Δεν πιστεύουν, εξαιτίας της πώρωσης που σαν ομίχλη, λόγω της οργής του Θεού, έπεσε στο νου τους» (Κ).
Ιω. 6,37 (1)Πᾶν(2) ὃ δίδωσί μοι ὁ πατήρ(3), πρὸς ἐμὲ(4) ἥξει(5), καὶ τὸν ἐρχόμενον(6) πρός με οὐ μὴ(7) ἐκβάλω ἔξω(8)·
Ιω. 6,37 κάθε λογικόν πλάσμα, κάθε άνθρωπος που μου δίνει ο Πατήρ θα έρθη εις εμέ και θα γίνη μαθητής μου. Και εκείνον, που έρχεται εις εμέ, ποτέ δεν θα τον βγάλω έξω με περιφρόνησιν.
(1) Αντιθέτει προς αυτούς που απιστούν, αυτούς που του δόθηκαν από τον Πατέρα του. Είναι σαν να έλεγε· Μη νομίσετε, ότι θα συμβεί και σε όλους, όσοι θα ακούσουν το ευαγγέλιό μου, ό,τι συμβαίνει τώρα με εσάς. Εσείς απιστείτε, αλλά υπάρχουν και άλλοι, οι οποίοι θα πιστέψουν (g). Με αυτά που λέει βεβαίως κάνει φανερό ότι αυτοί που απιστούν δεν είχαν εκλεγεί από τον Πατέρα.
«Ήταν αναγκαίο να προσθέσει και την αιτία που έφτασαν στην πώρωση, για να μάθουν ότι έπεσαν στην οργή του Θεού» (Κ). «Αυτό λοιπόν που υπαινίσσεται εδώ είναι σχεδόν το εξής· Δεν είναι τυχαίο πράγμα η πίστη σε μένα, αλλά χρειάζεται την ουράνια παρακίνηση» (Χ). «Εκείνοι θα πιστέψουν σε εμένα, τους οποίους μου δίνει ο Πατέρας» (Θφ).
(2) Σε ουδέτερο γένος, διότι το λέει αφηρημένα, ως σύνολο και ως προορισμένη ενότητα (ο,g). Και αλλού στον Ιωάννη (σ. 39 και ιζ 2, Α΄Ιω. ε 4) για να δηλώσει πάντοτε αυτούς που έχουν γεννηθεί από το Θεό και δόθηκαν στον Υιό. Αυτών ιδανικό και τελικός σκοπός είναι «το να είναι όλοι ένα» (Ιω. ιζ 21), και πιθανότατα υποδηλώνεται η ενότητα αυτή με τη χρησιμοποίηση του ουδετέρου «παν» αντί για το αρσενικό «πάντες» (β).
Από την πλευρά της πρακτικής εφαρμογής αξιόλογη και η επόμενη εκδοχή. Κάθε τι που μου δίνει, δηλαδή τα πρόσωπα των εκλεκτών και κάθε τι που ανήκει σε αυτούς, όλες οι υπηρεσίες τους, όλα τα ενδιαφέροντά τους. Όχι μόνο όλα τα πρόσωπα, αλλά και όλα τα πράγματα «αυτά που είναι στους ουρανούς και όσα είναι στη γη» ανακεφαλαιώθηκαν στο πρόσωπο του Χριστού (Εφεσ. α 10) και συμφιλιώθηκαν «τα πάντα με αυτόν» (Κολ. α 20).
(3) «Δίνει ο Πατέρας στον Υιό οδηγώντας αυτούς στο να τον πιστέψουν» (Ζ). «Δεν είναι τυχαίο πράγμα το να πιστέψει κάποιος σε εμένα, ούτε προέρχεται από ανθρώπινους λογισμούς, αλλά χρειάζεται και την ουράνια αποκάλυψη και ψυχή που με ευγνωμοσύνη δέχεται την αποκάλυψη» (Χ). «Αλλά ο Πατέρας εκείνους δίνει, των οποίων η προαίρεση είναι αγαθή» (Ζ). Οι πιστοί είναι δώρο του Θεού. Και αυτοί μόνοι μπορούν να έλθουν στον Υιό (χ).
(4) Με έμφαση.
(5) Όχι απλώς θα έλθει, αλλά «ἥξει», δηλαδή θα έλθει με ασφάλεια. Το ήκω έχει μέσα του και την έννοια του έφθασα ήδη και είμαι παρών (ο,g). Αυτό είναι προφητεία, εφόσον πολλοί από αυτούς, τη στιγμή που ο Χριστός έλεγε αυτά, δεν είχαν γεννηθεί ακόμα. Αυτοί έχουν εκλεχτεί από τον Πατέρα πριν δημιουργηθεί ο κόσμος. Θα είναι διασκορπισμένοι και αναμεμιγμένοι ανάμεσα στα έθνη. Κανείς όμως από αυτούς δεν θα ξεχαστεί. Ούτε ένας κόκκος από το σιτάρι του Θεού δεν θα χαθεί σύμφωνα με την υπόσχεση που δόθηκε στον Ωσηέ: «θα κοσκινίσω τους Ισραηλίτες ανάμεσα σε όλα τα έθνη… και δεν θα καταστραφεί τελείως ο Ισραηλιτικός λαός από τη γη» (Ωσηέ θ 9).
(6) Είναι αντίστοιχο του «αυτό που μου δίνει ο Πατέρας» και εκφράζει τον ανθρώπινο παράγοντα και την ανθρώπινη ενέργεια.= Αυτός που θέλει και αυτός που έκανε την εκκίνηση να έλθει σε εμένα. Αυτό που στη λέξη «παν» περιλαμβάνεται ως ενότητα λέγεται εδώ ατομικά και το έργο της έλευσης όχι ως συντελεσμένο (όπως εκφράζει το ήξει) αλλά στην οδό της εκτέλεσης (ο,g).
(7) Με έντονη έμφαση (β).
(8) «Δεν θα αποκηρυχτεί, αλλά ούτε ως περιφρονημένος θα πεταχτεί έξω… αλλά θα μείνει στις ουράνιες μονές» (Κ). Εκφράζει μάλλον την αρνητική μορφή του προηγούμενου «θα έλθει προς εμένα» (g). Δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στη μέλλουσα κρίση και βασιλεία, αλλά πρέπει να συμπεριλάβει και την κρίση στην παρούσα ζωή.=Δεν θα αρνηθώ σε αυτόν τη χάρη μου (ο). «Δεν θα τον βγάλω ούτε εδώ έξω από τη σχέση με εμένα, ούτε εκεί έξω από την βασιλεία μου» (Ζ). Ο σιναϊτικός και ο κώδικας του Βέζα αποσιωπούν το έξω.
Υπάρχουν λόγοι να φοβόμαστε μήπως βγούμε έξω. Αποβλέποντας στην ασημαντότητά μας, στην αναξιότητά μας, στην αδυναμία μας του να προσέλθουμε σε αυτόν, θα περιμέναμε, ότι με κάθε δικαιοσύνη θα απέστρεφε το πρόσωπό του από εμάς και θα έκλεινε τις πόρτες του για να μην μπούμε κοντά του. Διώχνει όμως από τις ψυχές μας κάθε φόβο για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Και όταν λέει, ότι δεν θα μας βγάλει έξω, υπονοεί περισσότερες χάριτες και εύνοιες. Υπονοεί ότι και θα μας υποδεχτεί και θα μας δώσει όλα εκείνα, για τα οποία ήλθαμε προς αυτόν.
Ιω. 6,38 ὅτι(1) καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(2) οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν(3), ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με(4).
Ιω. 6,38 Διότι έχω κατεβή από τον ουρανόν και είμαι ως άνθρωπος εις την γην, όχι δια να πράττω το ιδικόν μου θέλημα, αλλά το θέλημα εκείνου, που με έστειλε.
(1) Επιβεβαιώνει αιτιολογικά αυτά που ειπώθηκαν στον προηγ. σ. Το επιχείρημα που χτίζεται με αυτήν την αιτιολογία έχει την εξής έννοια: Εφόσον ήλθα στον κόσμο για να κάνω το θέλημα του Πατέρα μου, είναι λοιπόν επόμενο να μην βγάλω έξω αλλά να δεχτώ όλους εκείνους τους οποίους ο Πατέρας θα μου δώσει, διότι για να δίνει αυτούς σε εμένα, μου τους δίνει, διότι θέλει να τους δεχτώ και να τους σώσω (ο). «Μια κάποια λοιπόν απόδειξη και ολοκάθαρη βεβαιότητα ότι δεν θα εκδιωχτεί αυτός που προσέρχεται σε αυτόν, μάς παρέχει ο Χριστός με τα λόγια αυτά» (Κ).
(2) Η ίδια φράση και στα Ιω. γ 13,στ 33,41,42,50,51,58. Δες και Αποκ. γ 12,ι 1,ιγ 13,ιστ 21,ιη 1,κ 1,9,κα 2,10. Ο Παύλος στο Α΄ Θεσ. δ 16 χρησιμοποιεί αυτήν για να δηλώσει την κατάβαση κατά την Δευτέρα παρουσία (β). Συνυπονοεί λοιπόν την αιώνια προΰπαρξη του Λόγου. «Όντας Θεός ακόμη και Λόγος γυμνός και χωρίς να έχει συνενωθεί με τη σάρκα έχει κατέβει από τον ουρανό» (Κ). «Έχει κατέβει από τον ουρανό όσον αφορά τη θεότητα» (Ζ). Ο παρακείμενος δείχνει ότι το αποτέλεσμα της κατάβασης διαρκεί ακόμη (δ).
(3) Δες σ. 30. Ή, αναφέρεται στη θεία του φύση «Δεν το λέει σαν να είναι θέλημα του Υιού προσωπικό, διαφορετικό από το θέλημα του Πατέρα, αλλά σαν να μην είναι τέτοιο· και αυτό που βγαίνει ως συμπέρασμα είναι το εξής: Όχι για να κάνω το θέλημα που είναι δικό μου, διότι το δικό μου δεν είναι ξεχωριστό από το δικό σου, αλλά το κοινό θέλημα εμού και σου, οι οποίοι μία έχουμε τη θεότητα και συνεπώς και τη βούληση… Διότι ποιό είναι, λέει, το θέλημα του Πατέρα; Είναι τούτο· καθένας που πιστεύει στον Υιό να σώζεται και να επιτυγχάνει την τελική ανάσταση. Μήπως αυτό είναι μεν θέλημα του Πατέρα, δεν είναι όμως καθόλου του Υιού;» (Γ).
Ή, πιο σωστά, πρόκειται για το θέλημά του ως ανθρώπου, το οποίο υποτάχτηκε σε όλα και ταυτίστηκε με το θείο θέλημα. Έτσι «ήταν ανεπιθύμητος στο Χριστό ο θάνατος εξαιτίας και της σάρκας και της ατιμίας από το πάθος, επιθυμητός όμως, μέχρι που να φτάσει σε αίσιο τέλος για όλο τον κόσμο εκείνο που ήταν θέλημα του Πατέρα, δηλαδή η σωτηρία και ζωή όλων» (Κ).
(4) Από αυτό αποδεικνύεται ότι η φράση και «το θέλημα το δικό μου» πρέπει να αποδοθεί στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου. Ήλθε ο Κύριος στη γη σαν ο άγγελος της μεγάλης βουλής, ως ο μέγας ιατρός του κόσμου και ως ο εξουσιοδοτημένος από το Θεό Λυτρωτής. Ο σκοπός της ζωής του ολόκληρης ήταν να δοξάσει το Θεό και να ευεργετήσει τους ανθρώπους. Ακριβώς για αυτό δεν απέβλεψε στην προσωπική του άνεση και ανάπαυση, αλλά όταν κλήθηκε να θυσιάσει τη ζωή του, μολονότι ως άνθρωπος αποστρεφόταν το θάνατο, υπέταξε το ανθρώπινο θέλημά του στο θέλημα του Θεού. Όχι όπως εγώ θέλω, είπε στη Γεθσημανή, αλλά όπως εσύ.
Ιω. 6,39 τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα(1) τοῦ πέμψαντός με πατρός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκέ μοι μὴ ἀπολέσω(2) ἐξ αὐτοῦ(3), ἀλλὰ ἀναστήσω αὐτὸ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ(4).
Ιω. 6,39 Το δε θέλημα του Πατρός, που με έστειλεν στον κόσμον, είναι ακριβώς τούτο, να μη χάσω κανέναν από όλους εκείνους που μου έχει δώσει, αλλά να αναστήσω αυτούς κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της δευτέρας παρουσίας μου.
(1) Ο σ. αυτός εκφράζει σαφέστερα και περιληπτικότερα ποιο είναι το θέλημα του Πατέρα (ο)= Το θέλημα του Πατέρα μου είναι όχι μόνο να δεχτώ και να μην βγάλω έξω αυτόν που έρχεται προς εμένα, αλλά και να τον φυλάξω σώο μέχρι τέλους, μέχρι αυτήν την ανάσταση, οπότε πλέον δεν θα υπάρχει κίνδυνος να χαθεί (g). «Σωστά εξάρτησε και τα δύο από το θέλημα του Πατέρα του, λέγοντας ότι είναι θέλημά του και το να πιστέψουν όλοι σε αυτόν και το να αποκτήσουν, αφού πιστέψουν, μέσω αυτού την δωρεά» (Θμ).
(2) «Δηλαδή, να μην χαθεί κάποιος από δική μου αιτία… Επομένως λοιπόν, αν κάποιος εκούσια βγει έξω και εκούσια χαθεί, το παθαίνει αυτό από δική του υπαιτιότητα. Διότι κανέναν δεν τραβά ο Θεός αναγκαστικά» (Ζ).
(3) Από κάθε τι που ο Πατέρας μού έχει δώσει (b). Ούτε ένα ελάχιστο μέρος από αυτό να μην χαθεί. Υπάρχει καθορισμένος αριθμός ανθρώπων που δόθηκε από τον Πατέρα στον Ιησού Χριστό, για να φροντίζει για αυτούς και για να δοξάζουν αυτόν φέροντας το όνομά του. Δόθηκαν στον Ιησού ως κληρονομιά του και κατοχή του. Και θα κάνει για αυτούς ό,τι κάθε φορά η περίσταση απαιτεί. Θα διδάσκει αυτούς, θα τους θεραπεύει, θα πληρώνει τα χρέη τους, θα μεσιτεύει και θα συνηγορεί για αυτούς και θα προετοιμάζει αυτούς για την αιώνια ζωή. Είναι αυτοί οι εκλεκτοί του Θεού, προς τους οποίους στρέφεται ιδιαιτέρως η αγάπη του και τους οποίους εμπιστεύτηκε στα χέρια του Χριστού. Είναι οι πολλοί υιοί, τους οποίους ο Θεός και Πατέρας θέλει να οδηγήσει σε δόξα (Εβρ. β 9) και για τους οποίους βεβαίωσε ο Κύριος, ότι «δεν είναι θέλημα μπροστά στον πατέρα σας, να χαθεί ένας από τους μικρούς αυτούς» (Ματθ. ιη 14). Κανείς από αυτούς δεν πρέπει να χαθεί λόγω έλλειψης επαρκών λύτρων για εξαγορά του ή επαρκούς χάρης για αγιασμό του.
(4) Της κτίσης δηλαδή. Η πρώτη ημέρα ήταν αυτή στην οποία δημιουργήθηκε το φως, ενώ η τελευταία θα είναι αυτή της φανέρωσης του αληθινού φωτός, του Σωτήρας μας που θα κρίνει τον κόσμο (δ). Αυτό είναι το έσχατο όριο, πέρα από το οποίο κανείς κίνδυνος δεν υπάρχει (b). Η βεβαίωση αυτή σαν κάποια μεγαλοπρεπής και βαρυσήμαντη επωδός επαναλαμβάνεται και στους σ. 40,44,54. Η φράση «έσχατη ημέρα» είναι χαρακτηριστική του Ιωάννη και συναντιέται και στο ια 24, ιβ 48, όπως και στο κεφάλαιο αυτό για να δηλώσει την ημέρα της κρίσης (β). «Ανάσταση λέει εδώ αυτήν που θα είναι για απόλαυση, όχι αυτήν που θα οδηγήσει στην τιμωρία» (Ζ). «Θα τους αναστήσω, το οποίο σημαίνει, θα τους αξιώσω λαμπρής ανάστασης» (Θφ).
Θα τον αναστήσω, αφού συντελεστούν σε αυτόν όλα όσα προηγούνται της ανάστασης, ώστε η ανάσταση να είναι η επισφράγιση και τελείωση της σωτηρίας του. Το σώμα είναι ένα τμήμα του ανθρώπου και συνεπώς αποτελεί και αυτό ένα μέρος της εξαγοράς και απολύτρωσης του Χριστού Περιλαμβάνεται και αυτό στις υποσχέσεις και για αυτό δεν θα χαθεί. Η αποστολή του Χριστού δεν αναφέρεται μόνο στο να μην χαθεί κάποιο πρόσωπο, αλλά και στο να μην χαθεί τίποτα από το πρόσωπο αυτό, ούτε κάποιο μέρος από αυτό, άρα λοιπόν ούτε το σώμα του. Και το έργο του Χριστού δεν θα ολοκληρωθεί παρά μόνο όταν θα συντελεστεί η ανάσταση, οπότε οι ψυχές και τα σώματα των αγίων θα συνενωθούν πάλι και θα μαζευτούν γύρω από το Χριστό, για να εμφανίσει και να παρουσιάσει αυτούς στον Πατέρα λέγοντας: Να εγώ και τα παιδιά, τα οποία μου έχεις δώσει (Εβρ. β 13).
Ιω. 6,40 τοῦτο δέ ἐστι(1) τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶς(2) ὁ θεωρῶν(3) τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων(4) εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον(5), καὶ ἀναστήσω αὐτὸν(6) ἐγὼ(7) τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
Ιω. 6,40 Και αυτό είναι το θέλημα εκείνου, που με έστειλε• δηλαδή κάθε ένας που βλέπει τον Υιόν και πιστεύει εις αυτόν να έχη ζωήν αιώνιον. Και εγώ θα τον αναστήσω ένδοξον κατά την μεγάλην ημέραν της κρίσεως.
(1) Επαναλαμβάνει επιβεβαιώνοντας και συμπληρώνοντας αυτά που ειπώθηκαν στο σ. 39. «Κάνει σαφή τον ίδιο λόγο αναφέροντάς τον συνεχώς» (Ζ). Και «εξηγεί ολοκάθαρα ποιος θα μπορούσε να είναι ο τρόπος της οδήγησης προς αυτόν, και ποιο θα είναι το κέρδος που θα έχουν κάποιοι από την προσέλευση κοντά του» (Κ). Η κύρια διαφορά μεταξύ των σ. 39 και 40 είναι, ότι στον τελευταίο τονίζεται η υποκειμενική πράξη του ανθρώπου ως κάποιου που βλέπει και πιστεύει, ενώ στο σ. 39 η πράξη του Πατέρα που δίνει στον Υιό τους δικούς του (g).
(2) Προτιμά το αρσενικό αντί για το ουδέτερο «παν», το οποίο ειπώθηκε στο σ. 39, επειδή η πίστη είναι πράξη ατομική, ενώ το «παν» εκφράζει σύνολο (g).
(3) «Με τα μάτια της ψυχής» (Ζ). Αναφέρεται σε βαθύτερη και εσωτερικότερη όραση. Σημαίνει πράξη περισσότερο προσεκτική από όσο το απλό «βλέπω» (g). Βλέπει αυτόν με μάτι πίστης, με την οποία πλησιάζουμε για να γνωρίσουμε καλά και να εγκολπωθούμε τη διδασκαλία του ευαγγελίου, που αναφέρεται στον Υιό και η οποία γνωρίζει αυτόν σε εμάς. Βλέπει αυτόν, όπως έβλεπαν άλλοτε στο χάλκινο φίδι οι Ισραηλίτες που είχαν δαγκωθεί από τα φίδια.
(4) Η πιο εσωτερική και προσεκτική όραση πρέπει να γίνει και πίστη. Το «βλέπει και πιστεύει» λοιπόν, είναι το τελείως αντίθετο από το «και με έχετε δει και δεν πιστεύετε» που ειπώθηκε στο σ. 36.
(5) Και πριν την τελευταία ημέρα, την οποία αναφέρει ευθύς αμέσως (b). Η ζωή αυτή είναι η από τώρα κοινωνία με το ζωντανό Θεό της οποίας συνέπεια είναι η ανάσταση (δ). Αρχίζει λοιπόν από τον παρόντα βίο.
(6) «Συνεχώς μιλά για την ανάσταση, για να μην κρίνουν την πρόνοια του Θεού μόνο από τα παρόντα πράγματα, και για να δείξει ότι και αν ακόμα δεν πάρουν εδώ, να μην γίνουν για αυτό πιο ράθυμοι, αλλά να προσδοκούν τα μελλοντικά και μία άλλη ζωή» (αμ).
(7) Με έμφαση. Σαν να λέει ότι αναλαμβάνω εγώ την υποχρέωση να τον αναστήσω (g).
Ιω. 6,41 (1)Ἐγόγγυζον(2) οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ἐγώ εἰμι(3) ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ,
Ιω. 6,41 Εγόγγυζαν τότε αναντίον του οι Ιουδαίοι, διότι είπε, εγώ είμαι ο άρτος που έχω κατεβή από τον ουρανόν.
(1) Νέο τμήμα του διαλόγου αρχίζει (σ. 41-51), χωρίς να υποδηλώνεται, ότι παρεμβλήθηκε νέος κύκλος συνομιλητών. Αυτοί με τους οποίους ο Κύριος συνομιλεί, καθορίζονται τώρα ως οι Ιουδαίοι. Και θεωρήθηκε από κάποιους, ότι ήταν οι αρχηγοί της συναγωγής της Καπερναούμ ή οι απεσταλμένοι του συνεδρίου, οι οποίοι είχαν σταλθεί για να παρακολουθήσουν τα λόγια και τα έργα του Ιησού (Μάρκ. ζ 1). Τα συμφραζόμενα όμως δείχνουν, ότι μάλλον ήταν Γαλιλαίοι (δες σ. 24,42). Ονομάζονται λοιπόν Ιουδαίοι όχι ως κάτοικοι της Ιουδαίας, αλλά ως Ιουδαίοι στο φρόνημα και την καταγωγή, με τη γενικότερη έννοια της ονομασίας (β).
(2) Επέκριναν μεταξύ τους με κακή διάθεση. Ούτε εδώ ούτε στο ζ 32 δηλώνει το ρήμα εκδηλωμένη εχθρότητα (β). Πρόκειται μάλλον για δυσμενείς ψιθύρους και κάποιου είδους αγανάκτηση που περιοριζόταν σε ιδιωτικούς κύκλους (g).
«Διότι ακόμα τον σέβονταν διότι ήταν πρόσφατο το θαύμα των άρτων. Για αυτό φανερά μεν δεν διαφωνούσαν, αλλά με το ότι γόγγυζαν φανέρωναν, ότι αγανακτούσαν» (Χ). Αυτών όμως των γογγυσμών, όπως φαίνεται από το σ. 43, έλαβε γνώση ο Κύριος είτε διότι έφτασαν μέχρι τα αυτιά του, είτε με την υπερφυσική του γνώση (ο). Ο γογγυσμός των Ιουδαίων εδώ ανταποκρίνεται στο γογγυσμό των πατέρων τους στην έρημο. Διασώζουν πλήρη τη διαδοχή της απιστίας (χ).
(3) Δεν σκανδαλίστηκαν κυρίως, όπως φαίνεται και από το σ. 34, από την ιδέα του άρτου που κατεβαίνει από τον ουρανό, αλλά από το ότι ανακήρυττε τον εαυτό του άρτο που κατέβηκε από τον ουρανό, το οποίο υπονοούσε, ότι ο Ιησούς δεν έμοιαζε κατά τον τρόπο της γέννησης με τους υπόλοιπους ανθρώπους (β). «Σκανδαλίζονταν με αυτόν, βλέποντας από τη μία τη μητέρα του, αλλά ακούγοντας από την άλλη ότι έχω κατέβει από τον ουρανό» (Θφ).
Ιω. 6,42 καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός(1) ἐστιν Ἰησοῦς ὁ υἱὸς Ἰωσήφ, οὗ ἡμεῖς(2) οἴδαμεν(3) τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα; πῶς οὖν λέγει οὗτος(4) ὅτι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβέβηκα(5);
Ιω. 6,42 Και έλεγαν• “δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, του οποίου ημείς γνωρίζομεν τον πατέρα και την μητέρα; Πως, λοιπόν, λέγει ότι έχει κατεβή από τον ουρανόν;”
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση με κάποια περιφρόνηση.
(2) Σαφώς φαίνεται από αυτό, ότι ο Ιωάννης παίρνει ως Γαλιλαίους αυτούς που συνομιλούσαν με τον Ιησού. Μία τέτοια επίκριση αναφέρουν και οι συνοπτικοί (Μάρκ. στ 3,Ματθ. ιγ 55,Λουκ. δ 22), ότι έγινε στη συναγωγή της Ναζαρέτ νωρίτερα. Αλλά η επίκριση αυτή φαίνεται να έγινε επανειλημμένα και ο Ιωάννης εδώ αναφέρει κάποια μεταγενέστερη περίπτωση (β).
(3) Έχουμε προσωπική γνωριμία ή μάλλον γνωρίζουμε για αυτούς. Ο Ιωσήφ είχε πεθάνει, αλλά η ανάμνησή του παρέμενε (b). Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ιωάννης παραθέτει τα λόγια των Ιουδαίων χωρίς να θεωρήσει αναγκαίο να παρεμβάλλει κάποια παρατήρηση επανορθωτική αυτής της πλάνης. Ήταν αυτό περιττό τελείως για τους Χριστιανούς αναγνώστες του ευαγγελίου, οι οποίοι ήταν επαρκώς πληροφορημένοι από το προφορικό αποστολικό κήρυγμα (β).
(4) Σε εμάς, οι οποίοι τον γνωρίζουμε καλά. «Λόγω της σαρκικής μητέρας του νόμιζαν ότι είναι αδύνατον να έχει κατεβεί από τον ουρανό, ή επειδή έβλεπαν αυτό που φαινόταν, σκανδαλίζονταν μη καταλαβαίνοντας την φύση του που δεν μπορεί να οριστεί» (αμ).
(5) Μπαίνει μπροστά το «από τον ουρανό» με έμφαση, διότι αυτό κυρίως αποτελούσε το απίστευτο για τους Ιουδαίους (β). Καθόλου παράδοξο, αν αυτοί παρουσιάζονται να αγνοούν την υπερφυσική σύλληψη του Κυρίου. Δεν επρόκειτο μόνο για γεγονός που σημειώθηκε κατ’ ιδίαν πριν από 30 ολόκληρα χρόνια, αλλά και για μυστήριο, το οποίο η παρθένος με πολλή φροντίδα έκρυβε και από τον ίδιο τον μνηστήρα της και το οποίο ασφαλώς δεν διακηρύχτηκε δημόσια (g).
Ιω. 6,43 ἀπεκρίθη οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς(1)· μὴ γογγύζετε μετ᾿ ἀλλήλων(2).
Ιω. 6,43 Απεκρίθη τότε ο Ιησούς και τους είπε• “μη γογγύζετε και μη με επικρίνετε μεταξύ σας. Ο γογγυσμός σας είναι αποτέλεσμα της απιστίας σας.
(1) Ο Ιησούς δεν απαντά στην απορία και ένσταση για την ανθρώπινη καταγωγή του. «Και δεν τους μαλώνει, ούτε τους λέει· Δεν είμαι γιος του Ιωσήφ· όχι επειδή ήταν γιος του Ιωσήφ, αλλά επειδή δεν μπορούσαν ακόμα να ακούσουν για την θαυμαστή εκείνη γέννηση… Και δεν τους το αποκάλυψε έτσι ώστε να μην δημιουργήσει άλλο σκάνδαλο τη στιγμή που αναιρούσε άλλο σκάνδαλο» (Χ). «Διότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν την ανέκφραστη γέννηση από την Παρθένο. Αν όμως η διάνοιά τους δεν μπορούσε να χωρέσει την κατά σάρκα γέννηση, πολύ περισσότερο την προαιώνια από τον Πατέρα» (Θφ).
(2) Τίποτα ωφέλιμο δεν θα προερχόταν σε αυτούς από αυτούς τους γογγυσμούς. Αποτρέποντας λοιπόν αυτούς από το να γογγύζουν, τονίζει σε αυτούς ότι έχουν ανάγκη τον θείο φωτισμό για να τον πλησιάσουν (β). Και χρειάζεται λοιπόν πρωτίστως να γίνουν διδακτοί Θεού, για να κατανοήσουν την υπερφυσική γέννησή του (g). Ο Ιησούς έχει ανάγκη πριν ακόμη απομακρύνει την πλάνη από τις διάνοιές τους, να νικήσει τελείως τη διεστραμμένη διάθεση αυτών που είχαν έτσι πλανηθεί (b). Εάν πάλι δεχτούμε, ότι οι γογγυσμοί αυτοί δεν εκδηλώθηκαν πιο δημόσια, αυτός ο έλεγχος του Ιησού υποδήλωνε σε αυτούς τις θείες του ιδιότητες.
«Με εκείνα με τα οποία γνωρίζει, ως Θεός, και αυτό που ψιθυρίστηκε κρυφά και έχει ανεβεί στο νου τους, με αυτά τα ίδια τούς αφήνει να καταλάβουν, ότι ξεφεύγουν από την αλήθεια» (Κ).
Ιω. 6,44 οὐδεὶς(1) δύναται ἐλθεῖν πρός με(2), ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ(3) αὐτόν, καὶ ἐγὼ(4) ἀναστήσω(5) αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
Ιω. 6,44 Κανείς δεν ημπορεί να έλθη με πίστιν κοντά μου, εάν ο Πατήρ που με απέστειλε, δεν τον προσελκύση με την θείαν χάριν. Και εγώ αυτόν θα τον αναστήσω κατά την μεγάλην ημέραν της κρίσεως.
(1) Ο σ. αυτός είναι αντίστοιχος του σ. 37. Επαναλαμβάνεται και πάλι η ίδια αλήθεια, προκειμένου να τονιστεί αυτή για τη σπουδαιότητά της (ο). Επιπλέον η αλήθεια που εκφράστηκε γενικά στο σ. 37, μερικεύεται κάπως εδώ εφαρμοζόμενη στην περίπτωση του σκανδαλισμού και γογγυσμού των συνομιλητών του Ιησού. Το «κανείς» του παρόντος σ. αποτελεί την αντίθεση του «παν» στο σ. 37 (g). Τονίζονται λοιπόν εδώ τα εμπόδια, τα οποία παρεμβάλλονται στην οδό που οδηγεί προς τον Ιησού. Οπότε η σύνδεση με τα προηγούμενα.= «Είναι λογικό που δεν πιστεύετε σε εμένα· διότι δεν ελκυστήκατε από τον Πατέρα μου επειδή είστε ανάξιοι» (Ζ). Ο ερχομός αυτών προς τον Ιησού θα επιτυγχανόταν «με τη θέληση του Πατέρα και την ουράνια βοήθεια, η οποία τους διευκολύνει την οδό για αυτά, και καθιστά κατά κάποιο τρόπο αυτήν λεία, η οποία οδός, επειδή αμάρταναν ασυγκράτητα, είχε καταστεί τραχιά» (Κ).
(2) «Δηλαδή να πιστέψει σε εμένα» (Ζ). Να έλθει προς εμένα. Μετάνοια για τα αμαρτήματα που διαπράχθηκαν δημιουργεί επιστροφή και έλευση στο Θεό, άρα και προς τον Κύριο Ιησού, ως τον αρχηγό και σωτήρα μας και ως τη μόνη οδό που οδηγεί προς τον Πατέρα. Η επιστροφή και έλευση αυτή προϋποθέτει, ότι το ενδιαφέρον μας θα στραφεί προς το Χριστό και τα αισθήματά μας θα κατευθυνθούν εξ’ ολοκλήρου προς το πρόσωπό του. Αυτό αποτελεί την κίνηση της ψυχής, με την οποία αυτή έρχεται προς το Χριστό. Πρέπει να απομακρυνθούμε από όλα εκείνα, τα οποία αντιτίθενται στο Χριστό και διεκδικούν θέση στην καρδιά μας αντί αυτού.
(3) Υπονοεί ένα είδος αντίστασης που προβάλλεται εκ μέρους αυτού που ελκύεται και συνεπώς ισχυρή ενέργεια δύναμης ηθικής εκ μέρους αυτού που ελκύει (β). Επιπλέον κάποιο είδος θέλγητρου που γεννιέται στις καρδιές των ελκυομένων, χάρις στο οποίο αυτοί στρέφονται με ενδιαφέρον προς τον Ιησού σαν σε κάποιο μαγνήτη που τους ελκύει (g).
Η έλξη δεν σημαίνει αναγκαστική βία πάνω στη θέληση, αλλά μεταβολή και αλλοίωσή της, ώστε ενώ μέχρι τώρα δεν θέλαμε, τώρα ελεύθερα υποτασσόμαστε και λαμβάνει νέα ώθηση η ψυχή μας στο να κλίνει προς τον Ιησού. Αυτό όμως δεν μπορεί να αποκληθεί φυσική ώθηση, διότι προέρχεται από σφαίρα που βρίσκεται πάνω από τη φύση. Αλλά εκείνος ο οποίος ενεφύσησε το πνεύμα του ανθρώπου σε αυτόν με τη δημιουργική του δύναμη και ο οποίος εμπνέει και μεταβάλλει τις καρδιές των ανθρώπων με την προνοητική επίδρασή του, γνωρίζει πώς να αναχωνεύσει την ψυχή και να μεταβάλλει τις διαθέσεις της και να συμμορφώσει αυτήν προς το θέλημά του, χωρίς διόλου να περιορίσει ή να παραβλάψει την ελευθερία της (Henry).
Η αντίσταση, που νικιέται από τον Πατέρα, που είναι εξ’ ολοκλήρου ηθικής φύσης, αποτελείται από την αποστροφή, την οποία ο φυσικός άνθρωπος αισθάνεται προς την αγιότητα. Η έλξη λοιπόν δημιουργείται με κάποιον εσωτερικό φωτισμό και ριζική μεταβολή των εσωτερικών διαθέσεων, με τα οποία η καρδιά αυτού που ελκύεται στρέφεται από τα γήινα στα ουράνια (ο). Αυτού του είδους η στροφή και αλλοίωση μόνο από το Θεό μπορεί να συντελεστεί.
«Αγγίζοντας δηλαδή τις καρδιές αυτών που δεν έχουν δόλο και πανουργία, αποκαλύπτει σε αυτούς τον Υιό» (Θφ).
«Το μυστήριο σχετικά με αυτόν (τον Ιησού) είναι θεοδίδακτο αγαθό στους ανθρώπους και η γνώση για αυτόν είναι έργο της ουράνιας χάρης, και λέει ότι δεν μπορεί κάποιος να φτάσει σε αυτόν, αν δεν ελκυστεί από τις νουθεσίες του Πατέρα» (Κ).
«Ο Πατέρας έλκει αυτούς που είναι αγαθοί στην προαίρεση, ενώ τους μοχθηρούς τους αφήνει. Αυτός ο λόγος δεν αναιρεί το αυτεξούσιο που υπάρχει σε εμάς, αλλά δείχνει ότι χρειαζόμαστε βοήθεια. Διότι ελκύεται όχι χωρίς τη θέλησή του, αλλά απολαμβάνοντας πολλή συμμαχία» (αμ).
«Όπως ακριβώς ο μαγνήτης, δεν έλκει όλα όσα πλησιάζει, αλλά μόνο τον σίδηρο, έτσι και ο Θεός, όλους μεν τους πλησιάζει, αλλά ελκύει αυτούς που δείχνουν κάποια αγαθή διάθεση προς αυτόν» (Θφ).
Η έλξη του Πατέρα δεν είναι κάποια μηχανική ώθηση, στην οποία η θέλησή μας παραμένει αδρανής. Η έλξη συντελείται, όπως λέγεται και στον επόμενο σ., με την επίδραση του λόγου που εισδύει στις καρδιές και τις διάνοιές μας. Δεν μπορούμε όμως να ακούσουμε, εάν δεν μιλήσει ο Πατέρας. Η πρωτοβουλία ανήκει σε αυτόν. Αλλά όταν μιλήσει και εμείς ακούσουμε, εξαρτάται πλέον και από εμάς να μάθουμε ή να μη μάθουμε (τ). Ο Θεός «θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν». Με την Πρόνοιά του, με το λόγο του στις άγιες Γραφές, με το Πνεύμα του καλεί τον καθένα από εμάς. Αφυπνίζει αόρατα τη συνείδησή μας για τις πνευματικές μας ανάγκες. Μας βάζει σκέψεις για το αιώνιο μέλλον μας. Δημιουργεί κάποιες αναλαμπές στα βάθη μας για υψηλότερη ζωή, την οποία μπορούμε και οφείλουμε να ζήσουμε. Είναι όμως γεγονός ότι βρισκόμαστε στο μέσο δύο μαγνητών που μας έλκουν αντίθετα. Μας έλκει η σάρκα από τη μία, και το Πνεύμα από την άλλη. Άφησε λοιπόν τον εαυτό σου να ελκυστεί από τον Πατέρα και έλα στο Χριστό ως δάσκαλό σου, ως Λυτρωτή σου, ως βασιλιά και Κύριό σου, ως πρότυπο και κανόνα του όλου βίου σου.
(4) «Ο Υιός ανασταίνει, χωρίς να μοιράζεται τα έργα με τον Πατέρα, (διότι πώς είναι δυνατό;), αλλά δείχνει την ισοτιμία της δύναμης» (Χ).
«Διαβεβαίωνε επίσης κατά τρόπο χρήσιμο ότι θα αναστήσει από τους νεκρούς αυτόν που πιστεύει, παρουσιάζοντας πάλι και με αυτό τον εαυτό του στους ανόητους ότι είναι Θεός από τη φύση του και αληθινός… Διότι σε αυτόν που ζει ανήκει το να δίνει ζωή, και όχι σε εκείνον που δανείζεται τη χάρη από άλλον» (Κ).
(5) Με αυτό σημαίνεται η πλήρης συντέλεση και η ολοκλήρωση της πνευματικής μεταβολής και σωτηρίας του ελκυόμενου.
«Οδηγεί λοιπόν ο Πατέρας με τη γνώση στον Υιό… και ο Υιός παίρνοντάς τους τούς ζωοποιεί και βάζοντας το δικό του αγαθό μέσα σε εκείνους που από τη φύση τους συνήθως οδηγούνται στη φθορά, και παραχώνοντας σαν σπινθήρα φωτιάς μέσα τους την ζωοποιό δύναμη του Πνεύματος, τούς μεταπλάθει εξ’ ολοκλήρου σε αθάνατους… και για να το πω έτσι, η δική μας σωτηρία είναι έργο της αγίας Τριάδας» (Κ).
Ιω. 6,45 ἔστι γεγραμμένον(1) ἐν τοῖς προφήταις(2)· καὶ(3) ἔσονται πάντες(4) διδακτοὶ Θεοῦ(5). πᾶς ὁ ἀκούων(6) παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν(6) ἔρχεται πρός με(7)·
Ιω. 6,45 έχει γραφή εις τα προφητικά βιβλία• Και όλοι όσοι πιστεύσουν στον Μεσσίαν, θα έχουν διδαχθή από τον Θεόν. Καθε ένας που ακούει την φωνήν του Πατρός μου και μανθάνει έτσι την αλήθειαν, έρχεται εις έμενα.
(1) «Δεν αφήνει χωρίς μαρτυρία τον λόγο σχετικά με αυτό, αλλά δείχνει ότι αυτός έχει ήδη κηρυχτεί και προαναγγελθεί από πριν και από την αρχή μέσω των αγίων προφητών» και με κύρος αναγνωρισμένο από τους συνομιλητές του «αναιρεί από πριν τις αφορμές εκείνων που σκέπτονταν πάλι να προβάλλουν αντιρρήσεις» (Κ).
(2) Παίρνει περιληπτικά ως ένα ενιαίο σύνολο τις συγγραφές των προφητών (δες Πράξ. ζ 42,ιγ 40 και Λουκ. ιη 31,κδ 44)(β).
(3) Η παράθεση γίνεται μάλλον ελεύθερα από το Ησ. νδ 13 σύμφωνα με τους Ο΄ (β). Η ίδια ιδέα υπάρχει και σε άλλους προφήτες (Ιερεμ. λη 33-34,Ιωήλ β 28)(g).
(4) Ή «όχι απλώς όλοι… αλλά εννοεί όλοι όσοι θέλουν. Διότι κάθεται ως διδάσκαλος όλων, έτοιμος να δώσει σε όλους τα δικά του, ξεχύνοντας σε όλους τη διδασκαλία του» (Χ). Ή, όλοι αυτοί που παραδίδονται στο Μεσσία και αποτελούν την κοινωνία του (g). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(5) Αντιστοιχεί με το «θα ελκύσει αυτόν» του προηγούμενου σ.= Θεοδίδακτοι (Α΄Θεσ. δ 9). Δες και Φιλιπ. γ 15 για την ιδέα που εκφράζεται (β).
«Ο Θεός και Πατέρας θα κηρύξει στους άξιους το μυστήριο για αυτόν και θα αποκαλύψει τον Υιό του, μιλώντας κατά τρόπο ανέκφραστο στον καθένα και βάζοντας μέσα τους με τρόπο θεοπρεπή τη σύνεση για αυτά» (Κ).
«Αυτός που ακούει λοιπόν από τον Πατέρα, δηλαδή αυτός που δέχεται την αποκάλυψη του Πατέρα… αυτός έρχεται προς εμένα» (Θφ).
«Γιατί είπα αυτό, Ιουδαίοι; Ο Πατέρας δεν σας δίδαξε. Πώς λοιπόν μπορείτε να με γνωρίσετε; Διότι όλοι οι άνθρωποι της βασιλείας εκείνης θα γίνουν διδακτοί Θεού» (Αυ).
Για να πιστέψουμε λοιπόν στο Χριστό είναι αναγκαίο να διδαχτούμε από το Θεό. Λαμβάνει χώρα μέσα μας μία θεία αποκάλυψη, που φανερώνει σε εμάς ποιοι ήμασταν και γιατί πρέπει να πιστέψουμε στο Χριστό. Υπάρχουν αλήθειες, τις οποίες και η ίδια η φύση μάς διδάσκει. Για να οδηγηθούμε όμως στο Χριστό είναι αναγκαίος για εμάς ανώτερος φωτισμός. Επιπλέον είναι ανάγκη και περαιτέρω ο Θεός να ενεργήσει μέσα μας, κάνοντάς μας ικανούς να καταλάβουμε και να δεχτούμε τις αποκαλυπτόμενες αλήθειες και να πληροφορηθούμε για αυτές. Ο Θεός προικίζοντάς μας με το λογικό, μάς διδάσκει με αυτό πλουσιότερα από όσο διδάσκονται από τα ένστικτά τους τα κτήνη της γης. Παρέχοντας επιπλέον και το φωτισμό της πίστης, μάς διδάσκει με αυτόν ασύγκριτα περισσότερα από εκείνα, τα οποία ο φυσικός άνθρωπος μαθαίνει με το λογικό του. Έτσι όλα τα τέκνα της Εκκλησίας έχουν διδαχτεί από το Θεό και Αυτός έχει αναλάβει την εκπαίδευσή τους.
(6) «Δεν αρκεί το να ακούσει, αλλά πρέπει να συνυπάρχει και το να μάθει» (Θφ). «Διότι το να ακούσει είναι κοινό σε όλους, αλλά το να μάθει ανήκει μόνο σε αυτούς που παραδίδουν τον εαυτό τους στη χάρη» (αμ). Εάν λοιπόν το ἀκούων εκφράζει την ενέργεια του Πατέρα, το μαθὼν εκφράζει τη συνεργασία της θέλησης αυτών που ελκύονται. «Δείχνει ότι η έλξη δεν είναι αναγκαστική ούτε βιαιότατη… Διότι όπου υπάρχει ακοή και μάθηση και το αγαθό από την εκπαίδευση, άρα είναι φανερό ότι η πίστη έρχεται από πειθώ και όχι αναγκαστικά» (Κ).
(7) Δες στ 37.
Ιω. 6,46 οὐχ ὅτι(1) τὸν πατέρα τις ἑώρακεν(2), εἰ μὴ ὁ ὢν παρὰ τοῦ Θεοῦ(3), οὗτος ἑώρακε τὸν πατέρα(4).
Ιω. 6,46 Βεβαίως τον Πατέρα κανείς δεν τον έχει ίδει, ει μη μόνον εκείνος, που είναι σταλμένος από τον Θεόν, αυτός μόνος είδε τον Πατέρα.
(1) Με αυτό, για να προλάβει παρεξήγηση, διατυπώνει κάποιον περιορισμό που διασαφηνίζει αυτά που ειπώθηκαν, «για να μην υπονοήσουν, μιας και είχαν υλικό φρόνημα, ότι με τρόπο αισθητό ακούει κάποιος από τον Πατέρα, βλέποντάς τον με τρόπο που πρέπει σε άνθρωπο, για αυτό λέει: όχι ότι κάποιος (είδε) τον Πατέρα…» (Ζ).
(2) Το ότι ακούει κάποιος από τον Πατέρα, δεν συντελείται με άμεση προσωπική επικοινωνία με τον Πατέρα. Δεν σημαίνει ότι βλέπει τον Πατέρα. Μόνο ένας είδε τον Πατέρα (Ιω. α 18) και μόνο μέσω αυτού μπορεί κάποιος να δει τον Πατέρα (Ιω. ιδ 9)(β). Για αυτό είναι αναγκαίο να προσέλθει κάποιος στον Ιησού, διότι μόνος αυτός κατά τη θεία του φύση είδε το Θεό και μέσω αυτού μόνου μπορεί κάποιος να μετάσχει στη μακάρια ζωή του Θεού. Επειδή η όραση αποτελεί αμεσότερη αντίληψη από την ακοή, αποδίδεται αυτό στον Υιό, ενώ η ακοή στους πιστούς (β).
(3) Αυτό λέγεται «όχι σύμφωνα με το λόγο της αιτίας, αλλά σύμφωνα με τον τρόπο της ουσίας» (Χ). «Μόνος αυτός βλέπει τον Πατέρα, επειδή προέρχεται από το Θεό· το «από τον Θεό», σκεπτόμενοι ορθά, θα το εκλάβουμε, για αυτόν και μόνο, ότι σημαίνει πως προέρχεται από την ουσία του Πατέρα» (Κ). Δεν σημαίνει λοιπόν απλώς αυτόν που στάλθηκε από το Θεό, αλλά «αυτόν που γεννήθηκε από το Θεό» (Ζ). Δες το «παρά πατρός» (Ιω. α 14), «από αυτόν είμαι» (ζ 29) «από τον πατέρα βγήκα» (ιστ 27 και ιζ 8)(β). Ο σιναϊτικός αντί για το «Θεού» εδώ γράφει «Πατρός» και αντί του «πατέρα» ακολούθως γράφει «Θεόν».
(4) «Ο Λόγος ήταν με το Θεό» (α 1) και για αυτό έχει δει τον πατέρα. «Διότι έχει την ίδια ουσία και φύση και γνώση» (Ζ). «Το πώς όμως ή με ποιο τρόπο… θα δει αυτός τον Πατέρα… δεν είναι έργο της δικής μας γλώσσας να το πει· πρέπει όμως να το εννοήσουμε με τρόπο που αρμόζει στο Θεό» (Κ).
Ιω. 6,47 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν(1), ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ(2) ἔχει(3) ζωὴν αἰώνιον(4).
Ιω. 6,47 Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που πιστεύει εις εμέ έχει την αιώνιον ζωήν.
(1) Διακήρυξε, ότι μόνος αυτός είδε τον Πατέρα και τώρα προσθέτει αλήθεια σπουδαιότατη, η οποία αποτελεί αναγκαία συνέπεια αυτής που διακηρύχτηκε προηγουμένως. Η ιδιαίτερη σχέση στην οποία βρίσκεται ο Κύριος με τον Πατέρα, σχέση χάρις στην οποία βλέπει τον Πατέρα, κάνει αυτόν ικανό να μας σώζει με την πίστη και μέσω αυτού μπορούμε και εμείς να δούμε τον Πατέρα (Ιω. ιδ 9)(ο,β).
(2) «Και πιο πάνω είπε αυτό, λέγοντας· Έτσι ώστε καθένας που βλέπει τον Υιό και πιστεύει σε αυτόν να έχει ζωή αιώνια» (Ζ). Εδώ διακηρύττει την ίδια αλήθεια σαφέστερα.
(3) Ενεστώτας. Όπου είναι ο άρτος της ζωής, υπάρχει ζωή· και πριν την έσχατη ημέρα (b).
(4) Ο Κύριος επανέρχεται τώρα στο επίμαχο ζήτημα, που προκάλεσε τον γογγυσμό των Ιουδαίων, αφού προετοίμασε την οδό για αυτό (ο).
Η συνέχεια στην ανάρτηση "Η Ομιλία του Χριστού για την σάρκα και το αίμα Του"
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 216-233 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940