E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Η, σελ. 223-227).

VI. ΟΙ ΚΟΥΑΚΕΡΟΙ.

     Όλαι αι αρεταί των Πουριτανών έλαμψαν εις την παραφυάδα των, τους Κουάκερους, όσον και αν ημαυρώθησαν επί εν διάστημα από την φαντασίωσιν και τον φανατισμόν. Ο φόβος τόσον του Θεού όσον και του Σατανά ήτο τόσον ισχυρός εις αυτούς, ώστε ενίοτε τους έκαμνε να τρέμουν και από αυτό επήραν και την ονομασίαν των (αγγλ. quake=τρέμω). Εις από αυτούς, ο Ρόμπερτ Μπάργκλεϋ, έλεγε το 1679:

     Η δύναμις του Θεού θα εκσπάση εις μίαν ολοκληρωτικήν αναμέτρησιν και θα σημειωθή μία τόσον ισχυρά εσωτερική μετατόπισις, καθώς ο καθείς θα επιζητή να υπερνικήση το πονηρόν εντός του, ώστε, λόγω της συγκρούσεως των δύο αυτών αντιθέτων δυνάμεων, όπως κατά την σύγκρουσιν δύο αντιθέτων παλιρροϊκών ρευμάτων, κάθε άτομον θα δοκιμασθή δεινώς όπως κατά την διάρκειαν μιας ολοημέρου μάχης και, ως εκ τούτου, τρόμος και φρικίασις του σώματος θα καταλάβη τους περισσοτέρους, αν όχι και όλους όσοι, καθώς η Δύναμις και η Αλήθεια υπερτερούν, θα καταλήξουν, από την οδύνην και τον στεναγμόν, εις μίαν γλυκύφωνον ευχαριστίαν και δοξολογίαν. Εξ αυτού δε και η ονομασία «Κουάκεροι» («Κουέϊκερς»), δηλαδή «Τρέμοντες», μας απεδόθη με περιφρόνησιν αρχικώς.

     Η εξήγησις που δίδει ο ιδρυτής της αιρέσεως των, ο Τζώρτζ Φόξ, διαφέρει ελάχιστα. «Ο δικαστής Μπέννετ του Ντέρμπυ ήτο ο πρώτος που μας απεκάλεσε Κουάκερους, επειδή τους είπαμε ότι έπρεπε να τρέμουν την φωνήν του Κυρίου. Τούτο συνέβη το 1650.» Η ονομασία που έδιδον οι ίδιοι εις την αίρεσίν των ήτο «Φίλοι της Αλήθειας» και, αργότερα, επί το μετριπαθέστερον, «Εταιρεία των Φίλων».
     Αρχικώς ήσαν ως φαίνεται Πουριτανοί, με την ισχυράν ειδικώς πεποίθησιν ότι οι δισταγμοί των μεταξύ αρετής και αμαρτίας ήσαν η πάλη, εις την ψυχήν και το σώμα των, μεταξύ δύο πνευματικών δυνάμεων, του καλού και του κακού, διά την κατοχήν των επί της γης και εις την αιωνιότητα. Εδέχοντο τας βασικάς ιδέας των Πουριτανών— την θείαν προέλευση της Αγίας Γραφής, την έκπτωσιν του Αδάμ και της Εύας, το αμαρτωλόν της ανθρωπίνης φύσεως, το λυτρωτικόν νόημα της θυσίας του Χριστού ως Υιού του Θεού και την δυνατότητα του Αγίου Πνεύματος, του εκπορευομένου εξ ουρανών, να φωτίση και εξευγενίση την ψυχήν του ατόμου. Το ν’ άντιληφθή και να αισθανθή κανείς το Εσώτερον Φως, να δεχθή την καθοδήγησίν του, ήτο δια τους Κουάκερους η ουσία της θρησκείας. Αν ο άνθρωπος ακολουθήση αυτό το φως, δεν έχει ανάγκην ιεροκηρύκων ή ιερέων ούτε εκκλησίας. Αυτό το φως ήτο ανώτερον της ανθρωπίνης λογικής, ακόμη και από αυτήν την Αγίαν Γραφήν, διότι ήτο η άμεσος επικοινωνία της φωνής του Θεού με την ψυχήν.
     Ο Τζώρτζ Φόξ ήτο άνθρωπος μικράς μορφώσεως, αλλά το « Ημερολόγιόν» του είναι εν κλασσικόν αγγλικόν κείμενον, διότι αποκαλύπτει την λογοτεχνικήν δύναμιν του μη εντέχνου λόγου, αν είναι απλούς, ειλικρινής, σοβαρός. Υιός πτωχού υφαντού, εμαθήτευσε εις υποδηματοποιείον, αλλά το εγκατέλειψε «κατ’ εντολήν του Θεού» και ήρχισε, εις ηλικίαν 23 ετών (1647), να περιοδεύη κηρύττων, μέχρι του θανάτου του (1691). Κατά τα πρώτα εκείνα έτη εβασανίζετο από πειρασμούς και μετέβαινε να συμβουλευθή κληρικούς. Εις από αυτούς του συνέστησε φάρμακα και αφαίμαξιν, άλλος καπνόν και ψαλμούς. Ο Τζώρτζ έπαυσε να εμπιστεύεται τους ιερείς, όταν όμως ήνοιγε την Γραφήν εύρισκε παρηγορίαν.

     Έπαιρνα συχνά την Βίβλον μου και επήγαινα να καθήσω εντός κοιλοτήτων δένδρων ή εις μοναχικούς τόπους έως την νύκτα. Συχνά επίσης, την νύκτα, εβάδιζα μόνος και θλιμμένος, διότι ήμουν γεμάτος οδύνην τότε που έγινε η πρώτη επενέργεια του Κυρίου εντός μου... Κατόπιν ο Κύριος μου έδειξε την οδόν και με έκαμε να ίδω την αγάπην Του, ατελεύτητον και αιωνίαν, που υπερέχει κάθε γνώσεως την οποίαν κατέχουν οι άνθρωποι εκ φύσεως ή λαμβάνουν από την ιστορίαν και τα βιβλία.

     Ολίγον αργότερα ησθάνθη ότι η αγάπη του Θεού τον είχεν εκλέξει να κηρύξη εις όλους περί του « Εσωτέρου Φωτός». Εις μίαν συγκέντρωσιν Βαπτιστών, εις το Λέϊτσεστερσαϊρ, «ο Κύριος ήνοιξε το στόμα μου και η αιωνία αλήθεια εκηρύχθη εις αυτούς και η δύναμις του Κυρίου ήλθεν επ' αυτών.» Εδημιουργήθη η φήμη ότι ήτο «ισχυρά διάνοια», δι’ αυτό και πολλοί έσπευδον να τον ακούσουν. «Η δύναμις του Κυρίου, εξεδηλώθη και με παρέσυρε και είχον πολλάς αποκαλύψεις και προφητείας.» «Ενώ εβάδιζον εις τους αγρούς, ο Κύριος μου είπε: «Το όνομα σου αναγράφεται εις το βιβλίον του Αμνού που είναι πηγή ζωής και υπήρχε προ της δημιουργίας του κόσμου.» Ο Τζώρτζ δηλαδή είχε παρηγορηθή τώρα με την σκέψιν ότι συγκατελέγετο εις τους ολίγους εκείνους που εξέλεξεν ο Θεός, προ της Δημιουργίας, δια να λάβουν την χάριν Του και την αιωνίαν ευλογίαν. Τώρα ησθάνετο τον εαυτόν του ίσον προς κάθε άνθρωπον και η υπερηφάνεια δια την θείαν αυτήν εκλογήν του απηγόρευε «να βγάλη το καπέλλο του εις οποιονδήποτε, μέγαν ή μικρόν». Και «έγινα χρήσιμος εις Σε και εις όλους Σου τους ανθρώπους, άνδρας ή γυναίκας, πλουσίους ή πτωχούς, μεγάλους και μικρούς».
     Πεισθείς ότι η αληθής θρησκεία είχε ως θεμέλιον όχι την εκκλησίαν αλλά την φωτισμένην ψυχήν, εισήλθε εις μίαν εκκλησίαν πλησίον του Νόττιγχαμ και διέκοψε την λειτουργίαν κραυγάζων ότι η αλήθεια ευρίσκετο όχι εις την Αγίαν Γραφήν αλλά εις το Εσώτερον Φως. Συνελήφθη (1649), άλλα ο αστυνόμος τον ηλευθέρωσε, η δε σύζυγος του αστυνόμου έγινε από τους πρώτους οπαδούς του. Επανήρχισε την αποστολικήν του περιπλάνησιν, εισήλθε εις άλλην εκκλησίαν και: «Με συγκίνησιν εκήρυξα την αλήθειαν εις τον ιερέα και το εκκλησίασμα, αλλά ο λαός μου επετέθη με οργήν, με έρριψε κάτω..., και με εκτύπησαν όλοι σκληρά με τα χέρια, τας Βίβλους των και τα μπαστούνια των.» Συνελήφθη και πάλιν. Ο δήμαρχος τον άφησε ελεύθερον, αλλά ο λαός τον εξεδίωξε από την πόλιν με λιθοβολισμούς. Εις το Ντέρμπυ εκήρυξε και πάλιν ότι αι εκκλησίαι και η μετάληψις ήσαν προσβολή κατά του Θεού. Ενεκλείσθη εις επανορθωτικόν άσυλον επί εξάμηνον (1650). Του επροτάθη απόλυσις, αν εδέχετο να ενταχθή εις τον στρατόν. Απήντησε με εν σφοδρόν κήρυγμα κατά του πολέμου. Τον ενέκλεισαν τώρα «εις ένα φθειριώντα, βρωμερόν τόπον, χαμηλά υπό την επιφάνειαν του εδάφους, χωρίς κλίνην, μαζί με τριάκοντα κακούργους, όπου εκρατήθην επί ήμισυ σχεδόν έτος.» Από την φυλακήν του έστειλε επιστολήν προς τους δικαστάς και άρχοντας της πόλεως, υποστηρίζων την κατάργησιν της θανατικής ποινής• αυτή δε η επέμβασις πιθανόν να έσωσε από την αγχόνην μίαν νεαράν γυναίκα που είχε καταδικασθή εις θάνατον διά κλοπήν.
     Μετά ενός έτους φυλάκισιν επανήρχισε την «περιπατητικήν» του διδασκαλίαν. Εις το Γουέϊφελντ προσηλύτισε τον Τζαίημς Νέϋλερ. Εις το Μπήβερλυ εισήλθε εις μίαν εκκλησίαν, επερίμενε το τέλος της λειτουργίας και τότε ηρώτησε τον ιεροκήρυκα αν δεν εντρέπετο που «εισπράττει τριακοσίας λίρας το έτος διά να κηρύττη την Γραφήν.» Εις άλλην πόλιν ο ιερεύς τον εκάλεσε να κηρύξη εις την εκκλησίαν του• ο Φόξ ηρνήθη, αλλά ωμίλησε προς εν πλήθος εις το προαύλιον της εκκλησίας.

     Εδήλωσα εις τον λαόν ότι ήλθα όχι διά να στηρίξω τους ειδωλολατρικούς των ναούς ούτε τους ιερείς των ούτε τους μισθούς που εισπράττουν αυτοί ούτε... τας εβραϊκάς και ειδωλολατρικάς λειτουργίας των και παραδόσεις (διότι τα κατεδίκασα όλα αυτά) και τους είπα ότι το γήινον εκείνο κτίσμα δεν ήτο περισσότερον ιερόν από οποιοδήποτε άλλο... Εξώρκισα επομένως τον λαόν να τα εγκατάλειψη όλα αυτά και τους συνεβούλευσα ν’ αναζητήσουν το πνεύμα και την χάριν του Θεού εντός των και το φως του Ιησού εις αυτήν την καρδίαν των.»

     Στο Σουόρθμορ του Γιόρκσαϊρ προσηλύτισε την Μάργκαρετ Φέλλ και κατόπιν τον σύζυγόν της δικαστήν Τόμας Φέλλ. Η οικία των, το Σουάρθμορ Χώλ, έγινε ο πρώτος πραγματικός τόπος συγκεντρώσεως των Κουάκερων και είναι μέχρι σήμερον τόπος προσκυνήματος των οπαδών της Εταιρείας των Φίλων.
Πρέπει να παρακολουθήσωμεν τώρα την συνέχειαν της ιστορίας του Φόξ. Η μέθοδός του ήτο πρωτόγονος, τούτο όμως ισοφαρίζετο από την καρτερίαν με την όποιαν υπέμεινε την ατελείωτον σειράν των συλλήψεων και προπηλακισμών. Πουριτανοί, Πρεσβυτεριανοί και Αγγλικανοί του επετίθεντο από κοινού, διότι απέρριπτε την μετάληψιν, την εκκλησίαν και τους ιερείς. Οι δημοτικοί άρχοντες εφυλάκιζον τους Κουάκερους όχι μόνον επειδή διετάρασσον την δημοσίαν λατρείαν και διέφθειρον τους στρατιώτας με το φιλειρηνικόν των κήρυγμα (πασιφισμόν), αλλά και επειδή ηρνούντο να ορκισθούν υπακοήν εις την κυβέρνησιν. Οι Κουάκεροι διεμαρτύροντο υποστηρίζοντες ότι οι οιουδήποτε είδους όρκοι είναι ανήθικοι. Ένα «ναι» ή ένα «ου» είναι αρκετόν. Ο Κρόμβελ έβλεπε με συμπάθειαν τους Κουάκερους, έδωσε εις τον Φόξ φιλικήν συνέντευξιν (1654) και, αποχωρών, του είπε: «Ελάτε πάλι, εις το σπίτι μου. Αν εσείς κι εγώ εβλεπόμεθα μίαν ώραν την ημέραν θα ήμεθα πλησιέστερα ο ένας εις τον άλλον.» Το 1657 ο προτέκτωρ διέταξε την απόλυσιν των κρατουμένων Κουάκερων και παρήγγειλε εις όλους τους δικαστάς να μεταχειρίζωνται αυτούς τους άνευ εκκλησίας Ιεροκήρυκας «ως θύματα αυταπάτης».
     Τον μεγαλύτερον διωγμόν υπέστη ο Τζαίημς Ναίϋλερ, ο οποίος επεξέτεινε το δόγμα του Εσωτέρου Φωτός μέχρι του σημείου να πιστεύη, ή να υποκρίνεται ότι πιστεύει, ότι ήτο ενσαρκωθείς Χριστός. Ο Φόξ τον επετίμησε, αλλά μερικοί φανατικοί οπαδοί του τον ελάτρευσαν ως Χριστόν, μία δε γυναίκα εβεβαίωνε ότι την είχε αναστήσει δύο ημέρας μετά τον θάνατόν της. Όταν ο Ναίϋλερ έφθασε έφιππος εις το Μπρίττολ, αι γυναίκες έρριπτον τας ζώνας των προ του ίππου του και έψαλλον «Άγιος, άγιος, άγιος είναι ο Κύριος και Θεός των Πνευμάτων.» Συνελήφθη με την κατηγορίαν της βλασφημίας.

   Ερωτώμενος διά τους ισχυρισμούς του ιδίου ή άλλων διά τον εαυτόν του, έδιδε την απάντησιν του Χριστού: «Συ είπας.» Το Κοινοβούλιον, πουριτανικόν τότε εις την πλειοψηφίαν του, επελήφθη της υποθέσεως (1656) και επί ένδεκα ημέρας συνεχίζετο η συζήτησις αν έπρεπε να θανατωθή ή όχι. Η καταδίκη του επεκυρώθη με ψήφους 96 κατά 82, αλλά, από μίαν «ανθρωπιστικήν» παραχώρησιν, η ποινή περιωρίσθη εις δίωρον ορθοστασίαν με τον αυχένα υπό τον κύφωνα, 310 μαστιγώσεις, εγχάραξιν του γράμματος Β (Βλάσφημος) διά πυράς επί του μετώπου του και την έγκαυσιν της γλώσσης του διά πυρακτωμένης ράβδου. Υπέμεινε ηρωϊκώς όλας αυτάς τας αγριότητας. Οι οπαδοί του τον ετίμησαν ως μάρτυρα. Εφίλων και ερρόφων το αίμα από τας πληγάς του. Εφυλακίσθη εις αυστηράν απομόνωσιν, χωρίς πένναν, χαρτί, θέρμανσιν και φως. Βαθμιαίως, το ηθικόν του κατέρρευσε. Παρεδέχθη ότι είχε πλανηθή. Απελύθη το 1659 και απέθανε πένης το 1660.
     Οι Κουάκεροι διεκρίνοντο μεταξύ όλων των άλλων αιρέσεων από ωρισμένας αλλοκότους ιδιορρυθμίας, όπως τας εχαρακτήριζον μερικοί από τους συγχρόνους των. Δεν επέτρεπον εις τον εαυτόν των κανενός είδους στολισμόν της ενδυμασίας των. Δεν έβγαζαν το καπέλλο προ ουδενός, οιασδήποτε κοινωνικής τάξεως ή αξιώματος ούτε και εντός της εκκλησίας ή της Αυλής. Απηυθύνοντο προς όλους εις τον ενικόν. Απέφευγον τας ειδωλολατρικάς ονομασίας των ημερών της εβδομάδος και των μηνών, λέγοντες επί παραδείγματι, «την πρώτην ημέραν του έκτου μηνός.» Ετέλουν την λατρείαν των τόσον εις κλειστόν όσον και εις ανοικτόν χώρον. Ο κάθε πιστός εκαλείτο να είπη τι του είχεν εμπνεύσει να είπη το Άγιον Πνεύμα. Κατόπιν ετήρουν όλοι κατανυκτικήν σιγήν, πιθανόν ως αντίδρασιν εις τον ενθουσιασμόν των — που αρχικώς εσήμαινε «αίσθησιν του Θεού εν εαυτώ.»

    Αι γυναίκες εγίνοντο δεκταί εις την άσκησιν της λατρείας και εις την προσευχήν ως ισότιμοι προς τους άνδρας. Όπως ήτο φυσικόν, οι Βρεταννοί εμίσουν τους πρώτους Κουάκερους διά την φανατικήν αδιαλλαξίαν των απέναντι των άλλων αιρέσεων και διά την κάποιαν οίησιν των διά την υπεροχήν της αρετής των. Κατά τα άλλα, οι οπαδοί της Εταιρείας των Φίλων ήσαν υποδειγματικοί Χριστιανοί. Δεν ανθίσταντο εις τους πειρασμούς, εδέχοντο με διαμαρτυρίας εις τους λόγους μόνον τας χειρίστας συνθήκας της φυλακής, δεν ανταπέδιδον το κτύπημα εις όσους τους εκτύπων. Έδιδον ότι ηδύναντο περισσότερον εις όσους τους εζήτουν βοήθειαν. Ο έγγαμος βίος των ήτο ανεπίληπτος. Λόγω του αυστηρού όρου που έθετε εις τον εαυτόν του ο καθείς από αυτούς να μη συνάπτη γάμον παρά μόνον με άλλον κουάκερον, η αριθμητική των αύξησις ήτο περιωρισμένη. Μέχρι του 1660 πάντως υπήρχον εις την Αγγλίαν περί τους 60.000 κουάκεροι. Η φήμη των δι’ εντιμότητα, ευγένειαν, φιλοπονίαν και οικονομίαν τους εξύψωσε από τα κατώτερα στρώματα, όπου αρχικώς ενεφανίσθησαν, εις τας μεσαίας τάξεις όπου ανήκουν σήμερα οι περισσότεροι εξ αυτών.

(Durant Wiil, Παγκόμιος Ιστορία του πολιτισμού, τόμος Θ΄σελ. 161-171 οι παραπομπές δεν παρατίθενται)).
ΤΖΩΝ ΟΥΕΣΛΕΫ: 1703-91.
    Για να κατανοήσουμε τη θέση του μέσα στην Ιστορία, πρέπει να υπενθυμίσουμε πάλι ότι όταν αυτός και ο αδελφός του Τσαρλς ίδρυσαν τον Μεθοδισμό στην Οξφόρδη (1729), η θρησκεία στην Αγγλία βρισκόταν σε τόσο χαμηλό επίπεδο, όσο δεν παρατηρήθηκε ποτέ κατά τη νεότερη Ιστορία. Μόνο πέντε ή έξι μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων παρακολουθούσαν τις Κυριακές τη θεία λειτουργία. (42) Οι Αγγλικανοί κληρικοί είχαν παραδεχθεί σε τέτοιο βαθμό τον ρασιοναλισμό, ώστε όλα σχεδόν τα κείμενά τους βασίζονταν στους λογικούς συλλογισμούς. Οι κληρικοί σπάνια ανέφεραν τον παράδεισο ή την κόλαση και πραγματεύονταν τις κοινωνικές αρετές περισσότερο από την πέρα του τάφου ζωή. Το αγγλικό κήρυγμα, έλεγε ο Βολταίρος, είναι μία «καλώς αρχιτεκτονημένη αλλά ξηρά πραγματεία, την οποία ο ιερέας αναγινώσκει χωρίς καμμία σχεδόν χειρονομία και χωρίς να χρωματίζει καν τη φωνή του». (43)
    Η θρησκεία ήταν ενεργή μόνο στις αιρέσεις των αλλοδόξων της μεσαίας τάξης. Ο αγγλικανικός κλήρος έδειχνε πλήρη σχεδόν αδιαφορία για τους εργάτες των πόλεων. «Οι κατώτερες τάξεις παρέμεναν μακριά από τη θρησκεία. Δεν είχαν καμμία θρησκεία και ουδείς τούς δίδαξε ποτέ μία θρησκεία». 44 Είχαν εγκαταλειφθεί στην ανέχεια, την οποία φώτιζε αμυδρά η θρησκευτική ελπίδα. Εν μέσω αυτής της κατάστασης, ο Τζων Ουέσλεϋ και ο Τζωτζ Χουάιτφιλντ πέτυχαν την αναβίωση της Πουριτανικής πίστης και ηθικής, ιδρύοντας την Εκκλησία των Μεθοδιστών.
    Οι πρόγονοι του Ουέσλεϋ ήταν θεολόγοι και αποστάτες. Ο προπάππος του, Βαρθολομαίος Ουέσλεϋ, είχε εκδιωχθεί από τις εφημερίες του στο Ντόρσετ διότι συνέχιζε την αλλόδοξη λατρεία, ακόμη και όταν η Αγγλικανική Εκκλησία απέκτησε το θρησκευτικό μονοπώλιο στην Αγγλία.
    Ο παππούς του Τζων, ο Τζων Ουέσλεϋ, έγινε εφημέριος στο Ντόρσετ, φυλακίστηκε όμως διότι αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει το Βιβλίο της Λειτουργίας. Εξεδιώχθηκε από την εφημερία του και έγινε αλλόδοξος πάστορας στο Πουλ. Ο πατέρας του Τζων, Σάμουελ Ουέσλεϋ, σπούδασε στην Οξφόρδη, εγκατέλειψε την αλλοδοξία, χειροτονήθηκε αγγλικανικός ιερέας, παντρεύτηκε τη Σουζάνα Άννεσλεϋ (κόρη ιεροκήρυκα) και έγινε εφημέριος του Έπγουωρθ στο Λινκοσάιρ. Από τα δεκαεννέα παιδιά του, τα οκτώ πέθαναν σε νηπιακή ηλικία – η περίπτωση είναι χαρακτηριστική της γονιμότητας των γυναικών, της σεξουαλικής πληθωρικότητας των κληρικών και του επιπέδου της ιατρικής στην Αγγλία κατά το δέκατο όγδοο αιώνα. Ο πατέρας ήταν αυστηρός τόσο στην οικία του, όσο και από άμβωνος. Έμαθε τα παιδιά του να φοβούνται την εκδίκηση του Θεού και όταν διαπίστωσε ότι μία γυναίκα του ποιμνίου της ενορίας του ήταν ένοχος μοιχείας, την ανάγκασε να διέλθει από τους δρόμους της συνοικίας, φορώντας το ένδυμα της μεταμέλειας. (45) Η σύζυγός του τον συναγωνίζοταν στην αυστηρότητα και τη θεοσέβεια. Όταν ο πλέον διάσημος από τους γιους της ήταν εικοσιεννέα ετών, του εξήγησε την ηθική της φιλοσοφία:
    «Επιμένω στην έγκαιρη καθυπόταξη της θέλησης των παιδιών, διότι μόνο έτσι μπορεί να τεθεί μία σταθερή και λογική βάση της θρησκευτικής εκπαίδευσης, χωρίς την οποία ούτε οι νουθεσίες, ούτε το καλό παράδειγμα πρόκειται να φέρουν αποτελέσματα. Όταν όμως συντελεσθεί πλήρης η καθυπόταξη, τότε το παιδί μπορεί να οδηγηθεί στο σωστό δρόμο από τη λογική και τη θεοσέβεια των γονέων του, μέχρις ότου ωριμάσει η δική του σκέψη και κρίση... Σε ηλικία ενός έτους, τα παιδιά μου διδάχτηκαν να φοβούνται τη βέργα και να μην ξεφωνίζουν κλαίγοντας, διότι αλλιώς θα υφίσταντο βαρύτερες τιμωρίες». 46
    Ο πρεσβύτερος γιος της, ο Σάμουελ Ουέσλεϋ ο 2ος έγινε ποιητής, φιλόλογος και Αγγλικανικός ιερέας. Ο Σάμουελ αποδοκίμασε το Μεθοδισμό των αδελφών του. Το δέκατο όγδοο τέκνο ήταν ο Τσαρλς Ουέσλεϋ, ο οποίος ενισχυσε σημαντικά το κήρυγμα του Τζων με 6.500 ύμνους. Ο Τζων ήταν το δέκατο πέμπτο παιδί και γεννήθηκε στο Έπγουωρθ το 1703. Όταν ήταν έξι ετών, μια πυρκαγιά αποτέφρωσε την εφημερία. Όλοι θεώρησαν το Τζων πεθαμένο μέσα στις φλόγες, αλλά αυτός εμφανίστηκε σε ένα παράθυρο του δεύτερου πατώματος και σώθηκε από ένα γείτονα, ο οποίος πάτησε στους ώμους ενός άλλου άντρα. Αργότερα ο Τζων αποκάλεσε τον εαυτό του «δαυλό αποσπασθέντα εκ του πυρός» και ουδέποτε κατανίκησε τον έντονο φόβο τον οποίο του προκαλεί η κόλαση. Στην οικία του πατέρα του, κάθε απρόβλεπτος θόρυβος ερμηνεύονταν ως μια υπερφυσική παρουσία, διαβολική ή θεία.

    Σε ηλικία έντεκα ετών, ο Τζων έγινε μαθητής του «δημοσίου» σχολείου του Τσαρτερχάουζ και δεκαεπτά ετών έγινε δεκτός στο Κριστ Τσερτς της Οξφόρδης. Ήταν φιλάσθενος, αλλά είχε ισχυρή θέληση και βελτίωσε τη σωματική του υγεία με την πεζοπορία, την ιππασία και την κολύμβηση. Πέθανε ογδοντα οκτώ ετών. Διάβαζε όλα τα βιβλία τα οποία έπεφταν στα χέρια του και κρατούσε προσεκτικές σημειώσεις και περιλήψεις. Περισσότερο από όλα τα βιβλία του άρεσε το Αγία ζωή και άγιος θάνατος του Ιερεμία Τέυλορ και η Μύηση του Χριστού του Θωμά εκ Κέμπης. Σπουδαστής ακόμη της Οξφόρδης, άρχισε να κρατά το Ημερολόγιο – γραμμένο εν μέρει κρυπτογραφικά ή στενογραφικά – το οποίο θωρείται και σήμερα ένα από τα κλασσικά έργα της αγγλικής λογοτεχνίας και της Προτεσταντικής θεοσεβείας. Το 1726 έγινε εταίρος του Κολλεγίου Λίνκολν και το 1728 χειροτονήθηκε Αγγλικανός ιερέας.
    Πρώτος ο αδελφός του συνέπηξε στην Οξφόρδη μία μικρή ομάδα δεκαπέντε περίπου σπουδαστών και καθηγητών, αποφασισμένων να εφαρμόσουν το χριστιανισμό με μεθοδική πληρότητα. Οι εχθροί τους τούς ονόμασαν χλευαστικά «Αγία Λέσχη» ή «Μεθοδιστές». Τα μέλη της ομάδας διάβαζαν ομού την Ελληνική Διαθήκη και τους κλασσικούς. Νήστευαν κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Λάμβαναν τη Θεία Κοινωνία κάθε εβδομάδα. Επισκέπτονταν φυλακισμένους και ανάπηρους, για να τους προσφέρουν υλική ανακούφιση και θρησκευτική ελπίδα. Συνόδευαν κατάδικους μέχρι το ικρίωμα. 

    Ο Τζων Ουέσλεϋ κατέκτησε την ηγεσία της ομάδας λόγω του ότι ήταν ο πλέον ενθουσιώδης και θεοσεβής. Σηκωνόταν από την κλίνη του κάθε μέρα στις 4 το πρωί – μία συνήθεια που διατήρησε μέχρι βαθύτατου γήρατος. Κατέστρωνε μεθοδικά, κάθε πρωί, το σχέδιο της ημέρας, γνωρίζοντας έτσι εκ των προτέρων με τι θα ασχολούνταν την κάθε ώρα. Ζούσε με 28 λίρες το έτος και μοίραζε τα υπόλοιπα χρήματά του στους φτωχούς. Νήστευε τόσο συχνά, ώστε σε μία περίπτωση φάνηκε να έχει υπονομεύσει ανεπανόρθωτα την υγεία του. Μετάβαινε πεζή, ως προσκυνητής, στο Ουίλλιαμ Λόου, για να ζητήσει τη συμβουλή του. Το βιβλίο του Λόου «Σοβαρή πρόσκληση για μία θεοσεβή και αγία ζωή» έγινε ο πνευματικός του οδηγός.
Όπως αναφέρει στο Ημερολόγιό του το βιβλίο εκείνο «εξέπεμπε τόσο δυνατό φως και φώτιζε τόσο έντονα την ψυχή μου, ώστε όλα τα πράγματα γύρω μου απέκτησαν μία νέα όψη.
    Το 1735 ο στρατηγός Όγκλεθορπ κάλεσε το Τζων και τον Τσαρλς να τον συνοδεύσουν ως ιεροκήρυκες στη Γεωργία. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει και για αυτό οι δύο αδελφοί συμβουλεύτηκαν τη μητέρα τους. «Και είκοσι γιους αν είχα, τους απάντησε, θα χαιρόμουν βαθύτατα εάν έφευγαν όλοι για μία τόσο θεάρεστη αποστολή, έστω και αν δεν επρόκειτο να τους δω ποτέ;» (48). Πώς να κατανοήσουμε εμείς οι εγωπαθείς μία τέτοια αυτοθυσία; Η Αγία Λέσχη ανέβαλε τις συνεδριάσεις της sine die (επ’ αόριστον) και τη 14η Οκτωβρίου ο Τζων και ο Τσαρλς, μαζί με άλλους δύο «Μεθοδιστές» επιβιβάστηκαν στο Σίμμοντς για τη Σαβάννα. Στο πλοίο, τους έκανε εντύπωση η εύθυμη ευλάβεια ορισμένων Μοραβών Αδελφών, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τη Γερμανία και μετέβαιναν να εγκατασταθούν στην Αμερική. Όταν μία σφοδρή τρικυμία απείλησε το μικρό σκάφος, οι Μοραβοί δεν έδειξαν φόβο. Συναγωνίζονταν τα σφυρίγματα του ανέμου με τους δυνατούς ύμνους τους. Οι Ουέσλεϋ αισθάνθηκαν ότι η πίστη των Μοραβών ήταν ισχυρότερη της δικής τους.
     Φτάνοντας στη Γεωργία (5 Φεβρουαρίου 1736), οι αδελφοί κατέλαβαν διάφορες θέσεις: ο Τσαρλς έγινε γραμματέας του Κυβερνήτη Όγκλεθορπ, ο Τζων έγινε ιερέας της νέας κοινότητας. Μετέβαινε επίσης στη γύρω περιοχή και κήρυττε το Λόγο του Θεού στους εκεί Ιουδαίους. Η πρώτη του εντύπωση ήταν ότι οι Ινδιάνοι ήταν έτοιμοι να δεχθούν το Ευαγγέλιο, δύο χρόνια αργότερα όμως τους περιέγραψε ως «λαίμαργους, κλέφτες, ψεύτες, πατροκτόνους, μητροκτόνους και φονιάδες των παιδιών τους». Πληροφορούμαστε από άλλες πηγές, ότι ο Τζων «δε σημείωσε επιτυχία με τους Ινδιάνους». (49) Ο λευκός πληθυσμός, στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν και εκατοντάδες εξοργισμένοι εγκληματίες, διέκειτο εχθρικώς προς τον Τζων Ουέσλεϋ, διότι τον άκουγε να ομιλεί με οξφορδιανή προφορά και διότι έβλεπε ότι είναι αυταρχικός και επέμενε στην ακριβή τήρηση των θρησκευτικών κανόνων. Κατά τη βάπτιση, βύθισε τρεις φορές το μωρό ολοσχερώς εντός του ύδατος και όταν ένας πατέρας διαμαρτυρήθηκε, ο Τζων αρνήθηκε να βαπτίσει το παιδί του.
    Εξακολουθώντας ακόμη να έχει «πολύ στενές αντιλήψεις» (50), αρνήθηκε να μεταλάβει ένα καθόλα ευϋπόληπτο άνθρωπο, επειδή αυτός ο τελευταίος είχε ομολογήσει στην εξομολόγησή του ότι ήταν αλλόδοξος. Αρνήθηκε να ψάλλει τη νεκρώσιμη ακολουθία κατά την κηδεία ενός αποίκου ο οποίος δεν είχε αποκηρύξει την αλλόδοξη αίρεσή του. Απαγόρευσε στις κυρίες της ενορίας του να φορούν πλούσια ενδύματα ή χρυσά κοσμήματα και έπεισε τον κυβερνήτη να κηρύξει παράνομη την αλιεία και το κυνήγι την Κυριακή – τη μόνη μέρα κατά την οποία οι ενορίτες του είχαν καιρό να ψαρέψουν ή να κυνηγήσουν. 

    Ερωτεύθηκε τη Σοφία Χόπκεϋ, την ηλικίας δεκαεννέα ετών ανηψιά του ειρηνοδίκου της Σαβάννα, αλλά οι Μοραβοί φίλοι του δεν τη θεώρησαν άξια να γίνει σύζυγός του. Η διστακτικότητά του κούρασε τόσο τη Σοφία, ώστε παντρεύτηκε κάποιον κ. Ουίλκινσον. Όταν η Σοφία προσήλθε να μεταλάβει, ο Τζων αρνήθηκε να της παράσχει τη Θεία Κοινωνία, με το αιτιολογικό ότι είχε κοινωνήσει μόνο τρεις φορές κατά τους τελευταίους τρεις μήνες και είχε αμελήσει να ζητήσει από τον πάστορά της να θυροκολλήσει στην είσοδο της εκκλησίας την αγγελία του γάμου της. Ο σύζυγός της τον μήνυσε για δυσφήμηση της συζύγου του. Το δικαστήριο καταδίκασε τη συμπεριφορά του Ουέσλεϋ ως υποψηφίου γαμπρού και την υπερβολική αυστηρότητα ως κληρικού. Ο Τζων δήλωσε ότι θεωρεί το δικαστήριο αναρμόδιο να τον κρίνει. Η λαϊκή δυσαρέσκεια εναντίον του ωγκούτο συνεχώς. Έφυγε κρυφά στο Τσάρλστον και επιβιβάστηκε σε πλοίο για την Αγγλία. (22 Δεκεμβρίου 1737)
     Στο Λονδίνο εξακολούθησε να ζει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη λιτότητα, ελπίζοντας ότι έτσι θα επανακτήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Αλλά ο Πέτρος Μπέλερ, ένας Μοραβός ιεροκήρυκας, ο οποίος βρισκόταν καθ’ οδόν προς Αμερική, τον βεβαίωσε ότι η πίστη του ήταν ακόμη ατελής. Ότι όσο ηθικό βίο και αν διάγει ή όσος και αν είναι ο ζήλος της ευλάβειάς του, θα παραμένει σε κατάσταση θείας καταδίκης, μέχρις ότου δεχθεί τη φώτιση και πεισθεί χωρίς κανένα απολύτως λογικό επιχείρημα ότι ο Χριστός είχε πεθάνει γι’ αυτόν και είχε εξαγοράσει τις δικές του αμαρτίες. Μόνο μετά από ένα τέτοιο προσηλυτισμό μπορούσε κανείς να είναι βέβαιος ότι δε θα υποπέσει σε αμάρτημα και να είναι σίγουρος για τη σωτηρία του. Ο Ουέσλεϋ σημείωσε στο Ημερολόγιό του την Magna Dies (Μεγάλη Ημέρα), κατά την οποία δέχθηκε επιτέλους τη φώτιση. Αυτό συνέβει την 24η Μαΐου του 1738:
     "Το βράδυ παρ’ όλο που δεν είχα καθόλου διάθεση, πήγα σε μία συνάθροιση στην οδό Αλντερσγκέιτ, όπου κάποιος ανάγνωσε τον πρόλογο του Λούθηρου στην Επιστολή προς Ρωμαίους. Κατά τις εννέα παρά τέταρτο, τη στιγμή που εξηγούσε την αλλαγή την οποία επεξεργάζεται ο Θεός στην καρδιά του ανθρώπου μέσω της πίστης του στον Χριστό, αισθάνθηκα την καρδιά μου να θερμαίνεται κατά περίεργον τρόπο. Αισθάνθηκα ότι είχα πράγματι εμπιστοσύνη στον Χριστό, μόνο στον Χριστό, για τη σωτηρία. Και μία βεβαιότητα μου είχε δοθεί ως δώρο, η βεβαιότητα ότι Αυτός είχε σβήσει τις δικές μου αμαρτίες, ακόμη και τις πλέον προσωπικές μου και με είχε σώσει από το νόμο της αμαρτίας και του θανάτου. Άρχισα να προσεύχομαι με όλη μου τη δύναμη υπέρ αυτών οι οποίοι μου συμπεριφέρθηκαν κακώς και με κατεδίωξαν. Κατόπιν, δήλωσα στους εκεί παρισταμένους τι ακριβώς αισθάνθηκα για πρώτη φορά στην καρδιά μου." (51)
    Με δυο λόγια, είχε ανακεφαλαιώσει τα διαδοχικά στάδια του χριστιανισμού – της σωτηρίας μέσω της πίστης και των έργων, της σωτηρίας μέσω μόνο της πίστης (Λούθηρος) και της σωτηρίας μέσω της προσωπικής θείας φώτισης (Κουάκεροι). Ευγνωμονώντας τον Μπέλερ ο Ουέσλεϋ μετέβει στη Γερμανία το καλοκαίρι του 1738 και έμεινε πολλές εβδομάδες στο Χέρνχοντ, το Σαξωνικό χωριό όπου μία αποικία Μοραβών Αδελφών είχε εγκατασταθεί στα κτήματα του κόμη φον Τσίντσεντορφ.
    Εν τω μεταξύ ο Τσαρλ Ουέσλεϋ, επιστρέφοντας στην Αγγλία, δέχθηκε μία παρόμοια φώτιση. Αυτός, με τον ηπιότερο τρόπο του, είχε αρχίσει να κηρύσσει το Λόγο του Θεού στους φυλακισμένους του Νιουγκέιτ και από κάθε άλλο άμβωνα από τον οποίο του επέτρεπαν να ομιλήσει. Κάτι ακόμη σημαντικότερο, άρχισε να διακρίνεται στο κίνημα των Μεθοδιστών μια ισχυρή προσωπικότητα, η οποία μόνο με τον Τζων Ουέσλεϋ θα μπορούσε να συγκριθεί. Ο Τζωρτζ Χουάιτφιλντ ήταν γιος ενός πανδοχέα του Γκλώτσεστερ. Ο Τζωρτζ, γεννήθηκε το 1714, διατέλεσε για ένα χρόνο και πλέον σερβιτόρος στο πανδοχείο του πατέρα του. Κατώρθωσε να σπουδάσει στο Κολλέγιο Πέμπροκ της Οξφόρδης και υπήρξε ένα από τα πρώτα μέλη της Αγίας Λέσχης. Μετέβη προς συνάντηση των Ουέσλεϋ στη Γεωργία το 1738, αλλά επέστρεψε στην Αγγλία το φθινόπωρο του ίδιου έτους για να χειροτονηθεί Αγγλικανός ιερέας. Τα από άμβωνος κηρύγματα δεν τον ικανοποιούν. Φλέγεται από την επιθυμία να ενσταλάξει την πίστη του στις μεγάλες λαϊκές μάζες.

    Το Φεβρουάριο του 1739 άρχισε να κηρύττει στην ύπαιθρο, κοντά στο Μπρίστολ, απευθυνόμενος στους ανθρακωρύχους οι οποίοι δεν τολμούσαν ή δε σκέφτηκαν να εισέλθουν στην εκκλησία. Η φωνή του ήταν τόσο καθαρή και δυνατή, ώστε μπορούσαν να τον ακούσουν είκοσι χιλιάδες ακροατές και η φλογερή του ρητορία συγκίνησε τόσο πολύ εκείνους τους βασανισμένους και κουρασμένους άντρες, ώστε (όπως μας λέει ο ίδιος) έβλεπε «τα άσπρα αυλάκια των δακρύων στα μαύρα μάγουλά τους». 52 Η φήμη την οποία απέκτησε σύντομα ο νέος ιεροκήρυκας και η αποτελεσματικότητα των υπαίθριων κηρυγμάτων του, συνετάραξαν την κοινή γνώμη της Αγγλίας. Οπουδήποτε μετέβαινε ο Χουάιτφιλντ, τεράστια πλήθη συνέρρεαν να τον ακούσουν.
    Το κήρυγμά του παρέμενε αλησμόνητο. Δεν έκανε επίδειξη πολυμάθειας, ισχυριζόταν όμως ότι είχε συνομιλήσει ιδιαίτερα με το Θεό. Η γλώσσα του, είπε ο Ουέσλεϋ ήταν αρκετά «πομπώδης και περιπαθής». Χρησιμοποιεί εντυπωσιακές συγκρίσεις και παρομοιώσεις. Μιλώντας λ.χ. για τον Χριστό είπε ότι «ψήθηκε, σα να λέμε, τόσο πολύ μέσα στην οργή του Πατέρα του, ώστε δίκαια τον είπαν Αμνό του Θεού.» (54) Ο Χουάιτφιλντ, κηρύττωντας στην ύπαιθρο, προσέφυγε στην τέχνη του ηθοποιού, όπως και ο Πιτ, όταν έκανε τους λόγους τους στο Κοινοβούλιο. Μπορούσε ανά πάσα στιγμή να χύσει πύρινα δάκρυα και με όλες τις ενδείξεις η συγκίνησή του ήταν ειλικρινής. Και μπορούσε να κάνει τους απλοϊκούς ακροατές του να αισθανθούν κατά τρόπο άμεσο και έντονο το συναίσθημα της αμαρτίας, τον τρόμο της κόλασης και την αγάπη του Χριστού. Ρήτορες όπως ο Μπόλινγκμπροκ και ο Τσέστερφιλντ, σκεπτικιστές όπως ο Φραγκλίνος και ο Χιουμ, ηθοποιοί όπως ο Γκάρρικ, παραδέχθηκαν τη δύναμή του. Αφού έγινε παντού δεκτός με ενθουσιασμό, μετέβαλε την Αγγλία, την Ουαλία, τη Σκωτία, την Ιρλανδία και την Αμερική σε ενορία του. Δεκατρείς φορές διέσχισε τον Ατλαντικό, δώδεκα φορές διέσχισε τη Σκωτία. Δεν ήταν ασύνηθες γι’ αυτόν να κηρύττει 40 ώρες την εβδομάδα. Σε ηλικία 50 ετών είχε εξαντληθεί. Μείωσε τις παραστάσεις του στις «απολύτως εφικτές» δηλαδή κήρυττε μία φορά μόνο τις καθημερινές και τρεις τις Κυριακές, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Το 1769 επισκέφτηκε για 7η φορά τις αποικίες και πέθανε στο Νιούμπωρυ Πορτ, στη Μασσαχουσέτη, το επόμενο έτος.
    Ο Τζων Ουέσλεϋ, επιστρέφοντας από το Χέρνχουτ, δεν ενέκρινε απόλυτα το ρητορικό στυλ του Χουάιτφιλντ και δίσταζε νε μιμηθεί το παράδειγμά του, δηλαδή το κήρυγμα στην ύπαιθρο. «Υπήρξα σε όλη μου τη ζωή (και μέχρι τελευταία ακόμη) τόσο αυστηρός σε ό,τι αφορά στην ευπρέπεια και την τάξη... ώστε είχα την εντύπωση ότι καταντούσε σχεδόν αμαρτία να προσπαθεί κανείς να σώσει τις ψυχές των ανθρώπων εκτός των Οίκων του Θεού.» (55) Υπερνίκησε πάντως την απέχθειά του και άρχισε και αυτός να διαλαλεί το μήνυμά του στους αγρούς και στους δρόμους των πόλεων. «Στην ύπαιθρο άρχισα να χρησιμοποιώ απλούστερη γλώσσα» (Απρίλιος 1739). Η ρητορεία του δεν είχε το πάθος του Χουάιτφιλντ, η γλώσσα του ήταν γλώσσα φιλολόγου και τζέντλεμαν, αλλά και αυτός επίσης γνώριζε να συγκινεί το ακροατήριό του.

    Είχε την ικανότητα να πείθει τους ακροατές του, ότι η καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων ήταν ένα μέρος ενός εκτεταμένου και ευγενούς δράματος όπου οι ψυχές τους ήταν το πεδίο της μάχης μεταξύ Σατανά και Χριστού. Οι ακροατές του μεταφέρονταν μαζί του σε έναν κόσμο οιωνών και θαυμάτων. Και τον πίστευαν όταν τους έλεγε ότι ακούνε από το στόμα του τη φωνή του Θεού.
Ο Ουέσλεϋ οργάνωσε τους οπαδούς του σε «μικρές κοινωνίες». Κάθε πόλη απ’ την οποία περνούσε αποκτούσε τη «μικρή κοινωνία» της. Οι συναθροίσεις των πιστών θύμιζαν τις αγάπες των πρώτων χριστιανών – ήταν γιορτές θρησκευτικής χαράς και συλλογικής αγάπης. Εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους ο ένας στον άλλο, υφίσταντο τον προσεκτικό έλεγχο της ηθικής τους ζωής και προσεύχονταν ομαδικά ή τραγουδούσαν θρησκευτικούς ύμνους. Ο Τζων είχε ήδη συνθέσει ή μεταφράσει αρκετούς συγκινητικούς ύμνους και ο Τσαρλς συνέγραψε τον πλέον φημισμένο από τους πολλούς και ωραίους ύμνους του – το «Ιησού, Εραστή της Ψυχής μου.»
     Από αυτές τις ομάδες των ζηλωτών, ο Τζων Ουέσλεϋ διάλεγε και εκπαίδευε τους μη ιερωμένους ιεροκήρυκες, οι οποίοι συνέχιζαν τη διδασκαλία του νέου ευαγγελίου όταν οι ηγέτες μετέβαιναν σε άλλη πόλη. Χωρίς χειροτονία, χωρίς καθορισμένες ενορίες, από άμβωνος ή όχι, αυτοί οι «βοηθοί» ταξίδευαν στην Αγγλία, Σκωτία και Ουαλία, μετέφεραν εκεί τους φόβους και τις ελπίδες της Προτεσταντικής θεολογίας στις εργατικές τάξεις και προετοίμαζαν τις επισκέψεις του Ουέσλεϋ και του Χουάιτφιλντ. Ο Ουέσλεϋ ταξίδευε – έφιππος με ταχυδρομική άμαξα ή πεζή – διανύοντας συχνά 60 μίλια ημερησίως. Διάνυσε έτσι, για 40 χρόνια, 4.000 μίλια κατά μέσο όρο κάθε χρόνο και έφτασε στα πλέον απομακρυσμένα σημεία της Αγγλίας. Κήρυττε σε κάθε ευκαιρία: στις φυλακές, στους κρατούμενους, στις ταχυδρομικές άμαξες, στους συνταξιδιώτες του, στα πανδοχεία, μέχρι και τα πλοία τα οποία μετέβαιναν στην Ιρλανδία ή από λιμάνι σε λιμάνι. Στο Έπγουωρθ, όπου δεν του επέτρεψαν να κηρύξει από άμβωνος κήρυξε στην αυλή της εκκλησίας, μπροστά στον τάφο του πατέρα του.
     Τι κήρυττε; Κατ’ ουσία την Πουριτανική πίστη, η οποία φαινόταν ότι είχε δεχθεί θανατηφόρο πλήγμα από την ηθική παραλυσία της Παλινορθώσεως των Στιούαρτ. Ο Ουέσλεϋ απέρριπτε το δόγμα περί απολύτου προορισμού (ο Χουάιτφιλντ το δεχόταν). Ακολουθώντας την αρμινική πτέρυγα της Αγγλικανικής Εκκλησίας, επέμενε ότι ο άνθρωπος έχει αρκετή ελευθερία βούλησης για να εκλέξει αν θα δεχθεί ή όχι τη θεία χάρη. Θεωρούσε απαράδεκτη κάθε προσφυγή στη λογική. Αισθανόταν ότι η θρησκεία προχωρούσε πέρα της ανθρώπινης λογικής και εξαρτώταν από τη θεία έμπνευση και την εκ των ένδον πηγάζουσα βεβαιότητα. Αλλά αποστρεφόταν τον μυστικισμό, με το επιχείρημα ότι άφηνε τα πάντα στο Θεό και δεν παρότρυνε τον άνθρωπο στην άσκηση της έμπρακτης καλωσύνης. Συνεμερίζοταν τις περισσότερες προλήψεις της τάξης του και της εποχής του: πίστευε στα φαντάσματα, στη διαβολική καταγωγή των παράξενων θορύβων, στην πραγματικότητα και την εγκληματικότητα της μαγείας. Όποιος παύει να πιστεύει στην ύπαρξη της μαγείας, έλεγε, παύει να πιστεύει στη Βίβλο. Δεν αμφέβαλλε για τα θαύματα. Νόμιζε ότι εξακολουθούν να συμβαίνουν κάθε μέρα μεταξύ των οπαδών του. Οι πονοκέφαλοι, τα οιδήματα, οι θλάσεις οστών, τα κατάγματα, θεραπεύονταν με τις δικές του προσευχές της κοινωνίας των Μεθοδιστών και ανέφερε ιδιαίτερα την περίπτωση μιας καθολικής νεανίδος, η οποία έχανε την όρασή της κάθε φορά που διάβαζε το Καθολικό Λειτουργικό και την ξανάβρισκε μόλις άνοιγε να διαβάσει την Καινή Διαθήκη. Δεχόταν ως αληθινές τις αφηγήσεις των γυναικών οι οποίες ισχυρίζονταν ότι είχαν δει αγγέλους, τον Χριστό, τον Παράδεισο ή την Κόλαση. Και κατέγραψε στο ημερολόγιό του αρκετές περιπτώσεις κατά τις οποίες αντίπαλοι του Μεθοδισμού τιμωρήθηκαν σκληρά, κατά τρόπο ο οποίος μόνο ως θαύμα μπορεί να χαρακτηριστεί. (56)
    Το κήρυγμά του ήταν τόσο ζωντανό, ώστε πολλά άτομα από το ακροατήριο καταλαμβάνονταν από υστερία. Το ημερολόγιο μιλάει περί αμαρτωλών οι οποίοι, ακούγοντας το κήρυγμά του, αισθάνονταν αφόρητους σωματικούς πόνους και έπεφταν στο πάτωμα και συνεστρέφονταν με αγωνία, ενώ οι άλλοι πιστοί γονάτιζαν κοντά τους και προσεύχονταν υπέρ της απαλλαγής τους από την κατοχή του Σατανά. (57) Ο Ουέσλεϋ περιγράφει ως εξής μία συγκέντρωση στην οδό Μπάλντουϊν στο Λονδίνο, το 1739:
     «Η φωνή μου μόλις ακούγεται μέσα στους στεναγμούς των μεν και των κραυγών δε... Ένας Κουάκερος ο οποίος στεκόταν κοντά μου, με άκουγε με φανερή δυσαρέσκεια... αλλά σε μία στιγμή έπεσε και αυτός ως κεραυνόπληκτος. Σου προκαλούσε φρίκη να βλέπεις την αγωνία στην οποία βρισκόταν. Ικετεύσαμε τον Θεό να τον ευσπλαγχνισθεί και μετά από λίγο ο Κουάκερος σήκωσε το κεφάλι του και φώναξε δυνατά: «Τώρα το ξέρω πως είσαι προφήτης του Κυρίου.» (58)

Ένας αυτόπτης μάρτυρας, αναφερόμενος από τον Ουέσλεϋ, περιγράφει ως εξής μία συγκέντρωση Μεθοδιστών στο Έβερτον, το 1759:

    «Άλλοι ούρλιαζαν και άλλοι κραύγαζαν δυνατά... Οι περισσότεροι ανάσαιναν με δυσκολία, σαν άνθρωποι μισοπνιγμένοι, που προσπαθούν να κρατηθούν στη ζωή. Γιατί πραγματικά, όλες σχεδόν οι κραυγές θύμιζαν ανθρώπινα πλάσματα που πεθαίνουν μέσα σε φρικτή αγωνία. Πολλοί έκλαιγαν αθόρυβα. Άλλοι είχαν πέσει κάτω και έμεναν ακίνητοι, σαν νεκροί... Απέναντί μου στεκόταν ένας χωρικός, γεροδεμένος και ροδομάγουλος, αλλά σε μια στιγμή, τον είδα να σωριάζεται στο πάτωμα... Σπαρταρούσε σαν ψάρι έξω απ’ το νερό και τα πόδια του χτυπούσαν δυνατά το πάτωμα, εκεί που ήταν πεσμένος, ανάμεσα στις δύο σειρές των καθισμάτων... Σχεδόν όλοι όσους άγγιξε ο Θεός με το χέρι του, γινόντουσαν κατακόκκινοι ή σχεδόν μαύροι... Ένας ξένος, καλοντυμένος, που στεκόταν απέναντί μου έπεσε προς τα πίσω και η πλάτη του χτυπούσε στον τοίχο, ύστερα έπεσε μπροστά, στα γόνατά του, συστρέφοντας τα χέρια του και μουκανίζοντας σαν ταύρος... Σηκώθηκε και έτρεξε προς τον τοίχο μέχρι που ο κ. Κήλινγκ και άλλοι τον σταμάτησαν. Αυτός φώναζε με όλη του τη δύναμη: «Ω, τι πρέπει να κάνω; Τι πρέπει να κάνω; Ω, για μια σταγόνα του αίματος του Χριστού!» Καθώς μιλούσε ο Θεός του πήρε την ψυχή. Είχε δει τις αμαρτίες του και δεν άντεξε το βάρος τους». (59)
    Πιθανώς οι ως άνω υστερικές εκδηλώσεις είχαν την αιτία τους σε καταστάσεις οι οποίες βασάνιζαν τα θύματα πριν παραστούν στη συγκέντρωση των Μεθοδιστών και η υπενθύμιση της πυράς της κολάσεως ενέτεινε απλά την ψυχική τους έξαψη πέρα παντός ελέγχου. Ο Ουέσλεϋ ερμήνευσε τις υστερικές αυτές εκδηλώσεις ως δαιμονοπληξίες θεραπευόμενες από την επέμβαση του Θεού. Είχε τη γνώμη ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η θεραπεία δεν συνεπάγοταν μόνιμη αλλαγή της συμπεριφοράς και του χαρακτήρα προς το καλύτερο. Είχε όμως την αίσθηση ότι συχνά συνετελείτο μία κάθαρση της ψυχής από την αμαρτία και ο πιστός άρχιζε μία νέα ζωή.
    Ο Μεθοδισμός σημείωνε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του μεταξύ των φτωχών. Οι ιεροκήρυκες ήταν άνθρωποι μέτριας μόρφωσης και τα αισθήματά τους, καθώς και ο τρόπος της ομιλίας τους ήταν απλός, αν όχι απλοϊκός. Δεν υπήρχαν ταξικές ή πολιτιστικές διαφορές μεταξύ αυτών και του ακροατηρίου των. Έφεραν το μήνυμα της αμαρτίας και της μετάνοιας στους χωρικούς, τους ανθρακωρύχους και τους εγκληματίες. Και μολονότι κήρυτταν μία πίστη η οποία βασίζοταν περισσότερο στο φόβο παρά στην αγάπη παρείχαν στους αγράμματους ακροατές τους ένα κώδικα ηθικής, ο οποίος συνετέλεσε στην ηθικοποίηση της Αγγλίας κατά το 2ο μισό του 18ου αιώνα. Ήταν η Πουριτανική ηθική, η εναντίον της οποίας αντίδρασης έχει φτάσει κατά την εποχή μας στα άκρα. Ο Ουέσλεϋ αντιμετώπιζε με εχθρική διάθεση όλες σχεδόν τις διασκεδάσεις. Επέτρεπε την χαρτοπαιξία, θεωρούσε όμως αμαρτία τη μετάβαση στα πανηγύρια, την παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων ή τη συμμετοχή στους χορούς.
    Είχε επίσης τη γνώμη ότι αμαρτάνουν όσοι φορούν κοσμήματα με πολύτιμους λίθους ή ακριβά ενδύματα. Στο σχολείο το οποίο ίδρυσε στο Κίνγκσγουντ, απαγορεύονταν στους μαθητές τα παιχνίδια, διότι «όποιος παίζει όταν είναι παιδί, θα παίζει και όταν γίνει άντρας.» 60 Αλλά αυτή η Πουριτανική ηθική βρισκόταν σε αρμονία με τον αγγλικό χαρακτήρα. Ο ηθικός της κώδικας μπορούσε να εφαρμοστεί από ισχυρούς άντρες και υπομονετικές γυναίκες. Και βοήθησε τις εργατικές τάξεις να αντιμετωπίσουν την ανέχειά τους, ενσταλάζουσα στους φτωχούς την υπερήφανη αίσθηση ότι είναι οι εκλεκτοί του Θεού ή την πεποίθηση ότι αυτή ήταν η μοίρα τους, με αποτέλεσμα να προσβλέπουν με εχθρότητα κάθε επανάσταση η οποία θα έθετε σε αμφιβολία τον χριστιανισμό. Οι συντηριτικοί αισθάνθηκαν αργότερα ότι χρωστούν ευγνωμοσύνη στον Ουέσλεϋ, διότι έσωσε τους φτωχούς από τον ντεϊσμό και την ελεύθερη σκέψη και τους δίδαξε να μην ονειρεύονται την κοινωνική εξέγερση αλλά την προσωπική τους σωτηρία. Να μην προσβλέπουν σε μία επίγεια ουτοπία, αλλά σε έναν μετά θάνατον Παράδεισο. (61)
    Ο Ουέσλεϋ, στον τομέα της πολιτικής, έκλινε προς τον συντηρητισμό. Προηγείτο της τάξης του, συνηγορώντας υπέρ ορισμένων μακρόπνοων μεταρρυθμίσεων: κατήγγειλε την άνιση αντιπροσώπευση στο Κοινοβούλιο, τη διαφθορά των Άγγλων πολιτικών, την απανθρωπιά της δουλείας, το φρικιαστικό καθεστώς των Βρεττανικών φυλακών. Παραδεχόταν όμως την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας ως φυσική και δίκαια. Ήταν αντίθετος προς κάθε επιείκεια έναντι των καθολικών και κατά την επανάσταση των αποικιών της Αμερικής τάχθηκε με το μέρος του Γεωργίου του 3ου.
Παρέμεινε Αγγλικανός στο δόγμα, δε συνεμεριζόταν όμως την Αγγλικανική άποψη ότι μόνο ένας επίσκοπος της Αποστολικής Διαδοχής, μπορούσε να χειροτονήσει έγκυρα έναν ιερέα. Αυτός ο ίδιος χειροτονούσε εφημέριους για τη Σκωτία και την Αμερική. Όταν έλεγε ότι «ενορία μου είναι όλος ο κόσμος», (62) εννοούσε ότι είχε το δικαίωμα να κηρύττει όπου ήθελε, χωρίς επισκοπική άδεια ή εντολή. Στο σημείο αυτό ήταν ένας σχισματικός για την Αγγλικανική Εκκλησία. Εξόρκιζε όμως τους οπαδούς του να παρακολουθούν τις Αγγλικανικές λειτουργίες, να απέχουν από τις συγκεντρώσεις των αλλοδόξων, να μην πιστεύουν στα κηρύγματά τους και να μην κρατούν ανταγωνιστική στάση έναντι του Αγγλικανικού κλήρου. Κατά το πρώτο στάδιο του κινήματος, ορισμένες Αγγλικανικές εκκλησίες επέτρεψαν στους Μεθοδιστές να κηρύξουν από τους άμβωνές τους. Αλλά όταν οι μη ιερωμένοι ιεροκήρυκες του Ουέσλεϋ έλαβαν αυθαίρετα το δικαίωμα να παρέχουν στους πιστούς τη Θεία Μετάληψη και το Μεθοδιστικό δόγμα στράφηκε προς τη μεσαιωνική έμφαση της κόλασης και προς την Πουριτανική ενασχόληση με το πρόβλημα της αμαρτίας, οι Αγγλικανοί ιεράρχες απέσυραν την υποστήριξή τους, όπως είχε αποσύρει ο Έρασμος τη δική του από τον Λούθηρο.
    Οι διωγμοί της νέας αίρεσης προήλθαν λιγότερο από την Αγγλικανική Εκκλησία και περισσότερο από τους κοινούς θνητούς, οι οποίοι δε μπορούσαν να ανεχτούν νέους τρόπους στο κήρυγμα παλαιών ιδεών. Στη μία πόλη και ύστερα στην άλλη, οι υπαίθριοι ιεροκήρυκες – όπως αργότερα οι κηρύττοντες το νέο κοινωνικό ευαγγέλιο – άρχισαν να δέχονται τις επιθέσεις του όχλου, ο οποίος άρπαζε την ευκαιρία να βιαιοπραγήσει χωρίς το φόβο να τιμωρηθεί. Στον Μονμάουθ, κάποιος έριξε στο κεφάλι του ιεροκήρυκα μια μεγάλη πέτρα. Ο ιεροκήρυκας πέθανε από το χτύπημα. Στο Γουέντεσμπουρν, ο όχλος εισέβαλε στις οικίες των Μεθοδιστών, βίασε τις γυναίκες, και ξυλοκόπησε τους άντρες. Όταν εμφανίστηκε ο Ουέσλεϋ, το εξαγριωμένο πλήθος κραύγασε «Σκοτώστε τον!» και χειροκρότησε εκείνους οι οποίοι τον χτύπησαν με ρόπαλα. Ο Ουέσλεϋ προσευχήθηκε μεγαλόφωνα και ο όχλος τον άφησε να φύγει. Στο Μπόλτον, αρκετοί οργισμένοι αντίπαλοι όρμησαν στο σπίτι όπου κήρυττε ο Ουέσλεϋ. Οι πέτρες, τα κεραμίδια και τα αυγά έπεφταν βροχή γύρω του, αλλά αυτός συνέχισε απτόητος τη λειτουργία μέχρι τέλους. Στο Νταβάιζες οι αντιμεθοδιστές κατέβρεξαν με μία πυροσβεστική αντλία το σπίτι όπου έμενε ο Τσαρλς Ουέσλεϋ και εξαπέλυσαν πολλά μπουλντόγκ εναντίον των οπαδών του. Στο Έξετερ, ο Χουάιτφιλντ λιθοβολήθηκε και μετά δυσκολίας διέφυγε τον θάνατο. Στο Χόξτον, οι αντίπαλοι έσπρωξαν μία αγελάδα στην αίθουσα συγκέντρωσης των Μεθοδιστών. Στο Πένσφορντ, ένας ταύρος, αφού προηγουμένως είχε ερεθισθεί κατάλληλα, εξαπολύθηκε εναντίον του κηρύττοντος Τζων Ουέσλεϋ. Το θάρρος το οποίο επέδειξαν οι ιεροκήρυκες έκανε καλή εντύπωση στους Βρεττανούς οι οποίοι άρχισαν σιγά-σιγά να γίνονται ανεκτικότεροι και ορισμένοι μάλιστα να υποστηρίζουν τους Μεθοδιστές.
      Ο Ουέσλεϋ ήταν ένας μικρόσωμος άντρας, ύψους 5 ποδιών και 3 ιντσών και βάρους 128 λίτρων. Στα γεράματά του είχε όψη επιβλητική λόγω της λευκής του κόμης, αλλά και νεότερος προσέλκυε την προσοχή με τα ασκητικά χαρακτηριστικά του προσώπου του και το διαπεραστικό του βλέμμα. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι γεννήθηκε για να κυβερνά. Η ενεργητικότητά του και η πνευματική του δύναμη ήταν φυσικό να τον προωθήσουν στην ηγεσία. Η υπερβολική του αυτοπεποίθηση καταντούσε ενίοτε αλαζονεία, την οποία ένας Μεθοδιστής επίσκοπος χαρακτήρισε «ανυπόφορη». (63) Παντρεύτηκε το 1751, ερωτευμένος – όπως συμβαίνει σε όλους μας – τη νοσοκόμα η οποία τον περιποιήθηκε κατά τη διάρκεια μιας ασθένειάς του. Για 2 χρόνια, η σύζυγός του τον συνόδευσε στα γεμάτα επεισόδια ταξίδια του. Αλλά έχασε την υγεία της και τελικά και την υπομονή της και τον εγκατέλειψε. Ο Ουέσλεϋ απέδιδε την καλή του υγεία και τη ζωτικότητά του στα ακατάπαυστα ταξίδια του, τα οποία έκανε έφιππος ή πεζή. Μπορούμε ίσως να προσθέσουμε ότι και η ρητορεία είναι μια υγιεινή άσκηση του αναπνευστικού μας συστήματος. Το 1735 έγινε χορτοφάγος. Ένα έτος αργότερα, αυτός και ένας φίλος του αποφάσισαν να ζήσουν με ψωμί, για «να δοκιμάσουν αν μπορεί κανείς στη ζωή να διατηρηθεί με ένα μόνο είδος τροφής. Ουδέποτε... υπήρξαμε περισσότερο υγιείς και ρωμαλέοι, απ’ ότι κατά την περίοδο κατά την οποία δεν τρώγαμε τίποτα άλλο». (64) Η αλήθεια είναι ότι επανήλθαν πολύ σύντομα στο ποικίλο διαιτολόγιο.
      Ποια υπήρξαν τα αποτελέσματα του κηρύγματος των Μεθοδιστών; Εντός χρονικού διαστήματος μιας γενιάς η θρησκεία, η οποία φαινόταν ότι πεθαίνει εν μέσω της Αγγλικανικής αξιοπρέπειας και εν μέσω των ντεϊστικών αμφιβολιών, κατέστη ένα αξιολογώτατο στοιχείο της αγγλικής ζωής υπολειπόμενο σε σημασία μόνο της πολιτικής και του πολέμου. Όταν πέθανε ο Ουέσλεϋ (1791) οι οπαδοί του ανέρχονταν σε 70.000 στην Αγγλία, 40.000 στην Αμερική. Το 1957 υπήρχαν 2.250.000 Μεθοδιστές στη Μεγάλη Βρετανία, 12.000.000 στις Ηνωμένες Πολιτείες, 40.000.000 σε ολόκληρο τον κόσμο. (65) Η επιρροή του Μεθοδισμού δεν περιορίστηκε μόνο στα μέλη του. Έτσι, εντός της Αγγλικανικής Εκκλησίας, η οποία απέρριπτε τον Μεθοδισμό, τα ιδανικά του βρήκαν την έκφρασή τους στο κίνημα των Ευαγγελιστών κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και έπαιξαν ενδεχομένως σημαντικό ρόλο στο κίνημα της Οξφόρδης κατά το 19ο. Πολιτικά, το αποτέλεσμα ήταν οι εργαζόμενες τάξεις να υποταχθούν αγόγγυστα στο συντηρητισμό, μέχρι το 1848. Ηθικά, ο Μεθοδισμός βελτίωσε την ατομική συμπεριφορά και την οικογενειακή ζωή των φτωχών, συνέβαλε στην ελάττωση της εκλογικής και επίσημης διαφθοράς, ανάγκασε πολλά άτομα των ανωτέρων τάξεων να αισθανθούν ντροπή για την επιπολαιότητα και την κακία τους και προετοίμασε την αγγλική αντίδραση εναντίον του δουλεμπορίου.
     Πολιτιστικά, το κίνημα υπήρξε αρνητικό. Έδωσε στο λαό θρησκευτικά άσματα, συνέχισε όμως την Πουριτανική παράδοση και κράτησε εχθρική στάση απέναντι στις τέχνες. Από πνευματικής άποψης, ήταν ένα βήμα προς τα πίσω. Βάσιζε την πίστη του πάνω στο φόβο, τις ιερουργίες του πάνω στο αίσθημα και καταδίκαζε τη λογική ως παγίδα. Στη μεγάλη διαμάχη μεταξύ πίστης και λογικής, είχε εναποθέσει όλες τις ελπίδες του στην πίστη. Δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στην πρόοδο της γνώσης και της επιστήμης. Αγνοούσε ή χλεύαζε τον Διαφωτισμό, ο οποίος απλωνόταν σαν πυρκαγιά στη Γαλλία. Αισθανόταν ότι ο μοναδικός σκοπός και το μόνο νόημα της ζωής ήταν να αποφύγει κάποιος την αιώνια καταδίκη και ότι το μόνο που χρειαζόταν για να το πετύχει ήταν να πιστέψει στο λυτρωτικό θάνατο του Χριστό.
Τον Ιανουάριο του 1790, σε ηλικία 86 ετών, ο Ουέσλεϋ έγραφε στο ημερολόγιό του:
    «Είμαι τώρα ένας γέρος, φθαρμένος από την κορυφή ως τα νύχια. Τα μάτια μου είναι θολά, το δεξί μου χέρι τρέμει, το στόμα μου είναι ζεστό και στεγνό κάθε πρωί, έχω έναν ενοχλητικό πυρετό σχεδόν κάθε μέρα. Ωστόσο, ευλογημένος να ’ναι ο Θεός, εξακολουθώ να εργάζομαι. Μπορώ ακόμα να κηρύττω και να γράφω.» (66). Δύο μήνες αργότερα άρχισε μια περιοδεία η οποία διήρκησε 5 μήνες, στην Αγγλία και τη Σκωτία. Ένα έτος αργότερα πέθανε (2 Μαρτίου 1791). Αν λάβουμε ως μέτρο του μεγαλείου την επιρροή, υπήρξε – αν εξαιρέσουμε τον Πιτ – ο μεγαλύτερος Άγγλος της εποχής του.

Το όνομα αυτού Εμμανουήλ. Ματθαίου α' 23. 
Ο Ιησούς έχει και το ωραίο όνομα «Εμμανουήλ, ο έστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός»!
Τα ονόματα του Ιησού δεν είναι τόσο γι’ Αυτόν όσο για μάς. Ο Θεός είναι ανώνυμος, απερίγραπτος, άρρητος, ανέκφραστος.

Όταν ο άνθρωπος Μωυσής τον ρώτησε για το όνομά του, Εκείνος απήντησε: «Εγώ ειμί ο ών... τούτο μου εστίν όνομα αιώνιον» (Γεν. γ' 14, 15).

Ο Θεός δεν έχει όνομα για τον εαυτό του. Γι’ αυτό και το όνομα Εμμανουήλ δεν αναφέρεται τόσο σ’ Εκείνον όσο σε μάς. Αποκαλύπτει ότι οι άνθρωποι έχουν πια κοντά τους τον Θεό.
Ο Εμμανουήλ είναι όνομα για δική μας χρήσι. Είναι το όνομα, που περιμέναμε ν' ακουσθή στον αέρα της «ολεθρίας γης» της εξορίας μας.

Είναι το όνομα του ελευθερωτού μας. Του Θεού μας. Ο Ιησούς είναι ο Εμμανουήλ γιατί εμείς ήμαστε εξόριστοι. Ο Ιησούς είναι ο Εμμανουήλ γιατί εμείς είχαμε φύγει μακρυά.

Ο Ιησούς παίρνει το όνομα Εμμανουήλ γιατί ήθελε να μας βρη στον τόπο της καταδίκης μας. Το όνομα Εμμανουήλ είναι ο χιτώνας, που ντύθηκε η θεία φύσις του Ιησού για να έλθη κοντά μας. Να ζήση μαζί μας.

Είναι το μύρο, με το οποίο τον έχρισεν ο Θεός για να ευωδιάση τις μολυσμένες καρδιές μας. «Μύρον εκκενωθέν όνομά σου» (Άσμα α' 3).
«Ουδέν άλλο δηλοί το “καλέσουσιν Εμμανουήλ" ή ότι όψονται Θεόν μετά ανθρώπων. Αεί μεν γαρ γέγονε μετά ανθρώπων, ουδέποτε δε ούτω σαφώς» (Ιωάννης Χρυσόστομος, ΥΜ. 41).
“ΕΚΕΙΝΟΣ”, ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ, εκδόσεις Γρηγόρη, σελ. 28

Φωτεινό αστέρι. 
«Αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα του Θεού...» (Β' Τιμ. α' β)
Ο Blondin, ο ονομαστός ακροβάτης, περπατώντας επάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί, κατώρθωσε να διαβή στο επικίνδυνο σημείο του τον ορμητικό καταρράκτη του Νιαγάρα. Το επέτυχε δε χάρις στην εξής επινόησι: Στο απέναντι ακριβώς μέρος και σε ανάλογο ύψος είχε τοποθετήσει ένα φωτεινό αστέρι. Σ’ όλη τη διαδρομή είχε καρφώσει την προσοχή του εκεί και με αυτό τον τρόπον απέφυγε τη ζάλη του χάους και του θορύβου.
Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να πή κανείς για τον κάθε πιστό. Καρφώνοντας και εκείνος το βλέμμα του διαρκώς στο άστρο της θείας αγάπης, κατορθώνει να διαβή τον καταρράκτη της αμαρτίας και να φθάση στην απέναντι όχθη της μακαριστής ειρήνης και των χαρισμάτων του Θεού, με τα οποία εστολίσθη.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο43)

Επιμονή
Κάποιος που εδραπέτευσε, για να σωθή από τους εχθρούς του, ηναγκάσθη να καταφύγη και να κρυφτή μέσα σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι για πολλές ώρες. Για να περάση την ώρα του, άρχισε να παρακολουθή ένα μυρμήγκι, που σήκωνε ένα σπόρο σιταριού πολύ μεγαλύτερο από το μπόι του, και τ ανέβαζε πάνω σ έναν ψηλό τοίχο. Εξήντα εννέα φορές εμέτρησε ότι του έφυγε εκείνο το σπειρί, αλλά την εβδομηκοστή κατώρθωσε τέλος να το μεταφέρη εκεί που ήθελε, στην κορυφή του τοίχου.
Η θέα του μυρμηγκιού αυτού και της υπομονητικής επιμονής του, του ξανάδωσε θάρρος, και δεν ελησμόνησε ποτέ, λέγει, το μάθημα αυτό.
Κι εμείς ποτέ δεν πρέπει ν’ αποκάμνωμε (Λουκά ιη’ 1). Με την υπομονή και επιμονή νικώνται oι δυσκολίες!...
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο545)

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)

Ιω. 1,19 Καὶ(1) αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, ὅτε(2) ἀπέστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι(3) ἐξ Ἱεροσολύμων(4) ἱερεῖς(5) καὶ Λευΐτας(6) ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν· σὺ τίς εἶ(7);
Ιω. 1,19 Και αυτή είναι η μαρτυρία του Ιωάννου, όταν έστειλαν οι Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα ιερείς και Λευΐτας να τον ερωτήσουν• “συ ποιός είσαι;”
(1)   Εισάγει πλήρη τη μαρτυρία του Ιωάννη για την οποία έγινε λόγος στους στίχους 7 και 15 (ο). «Φροντίζει να μας εξηγήσει πλατύτερα… εκείνα που ήδη ανήγγειλε συνενωμένα σαν σε περίληψη. Διότι αφού είπε «Παρουσιάστηκε κάποιος άνθρωπος… να μαρτυρήσει για το φως», κατ’ ανάγκη παρουσιάζει και τον τρόπο της μαρτυρίας που δόθηκε από αυτόν» (Κ). Έτσι μετά τον Πρόλογο η αρχή του ευαγγελίου και στον Ιωάννη γίνεται όπως και στο Μάρκο, με μόνη τη διαφορά ότι ο μεν Μάρκος παραθέτει την προς τα πλήθη μαρτυρία του Βαπτιστή, ενώ ο Ιωάννης την επίσημη μαρτυρία προς τους απεσταλμένους του συνεδρίου, η οποία έγινε μετά το βάπτισμα του Ιησού (β).
(2)   Το «όταν» αποδίδεται στη μετοχή «η γενομένη(=η οποία έγινε)» που υπονοείται (δ).
(3)   Πρόκειται για το συνέδριο, το οποίο μαζί με τον πρόεδρό του αποτελούνταν από 71 μέλη. Τα πρώτα ίχνη για την ύπαρξη αυτού του σώματος τα συναντούμε στα χρόνια του Αντιπάτρου και του Ηρώδη (Ιωσήπ. Αρχ. ιδ 9,4). Πάντως όμως πρόκειται για ανανέωση θεσμού πολύ αρχαίου (Δες Αρ. ια 16,Β΄Παρ. ιθ 8), και στα χρόνια των Μακκαβαίων (Α΄ Μακ. ιβ 5,Β΄Μακ. α 10,δ 44 κλπ.) το σώμα που ονομαζόταν γερουσία ήταν ανάλογο με τα αρχαία πολυμελή δικαστήρια. Μέλη του συνεδρίου αποτελούσαν οι αρχιερείς, δηλαδή αυτοί που διατέλεσαν αρχιερείς και αντικαταστάθηκαν από άλλους, οι πρεσβύτεροι και άρχοντες του λαού και τέλος οι γραμματείς (g).
Η ονομασία Ιουδαίοι μετά τα χρόνια της αιχμαλωσίας αποδίδεται σε ολόκληρο το λαό του Ισραήλ, διότι η πλειοψηφία από αυτούς που γύρισαν από την αιχμαλωσία ανήκαν στη φυλή του Ιούδα. Στον Ιωάννη ως επί το πλείστον αναφέρεται με θρησκευτική εκδοχή. Σημαίνει το έθνος ως κοινότητα άπιστη, η οποία στην πλειοψηφία της και με τους άρχοντές της είχε απορρίψει τον Μεσσία (F,g). Καθένας θα νόμιζε, ότι οι άρχοντες στα Ιεροσόλυμα, μεταξύ των οποίων ήταν πολλοί αρχιερείς και γραμματείς, ως πηγές μάθησης και ως οδηγοί στη συναγωγή θα είχαν αντιληφθεί από την ανάγνωση των βιβλίων του νόμου τα σημεία των καιρών της επικείμενης έλευσης του Μεσσία και συνεπώς θα έσπευδαν τώρα να εγκολπωθούν τον Πρόδρομό του. Αλλά αντί για αυτό έστειλαν απεσταλμένους να ζητήσουν λόγο από αυτόν. Κοσμική σοφία, τιμές και αξιώματα σπάνια προδιαθέτουν τις διάνοιες των ανθρώπων για υποδοχή του θείου φωτός.
(4)   Εξαρτάται όχι από το Ιουδαίοι (=οι Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα), αλλά από το απέστειλαν=έστειλαν από τα Ιεροσόλυμα (g).
(5)   «Έστειλαν οι Ιουδαίοι αυτούς που είχαν καλύτερους· ιερείς δηλαδή και λευΐτες, και αυτούς Ιεροσολυμίτες» (Θφ). Εξηγείται επίσης αυτό και από το ότι ο Ιωάννης ως γιος ιερέα, κίνησε με τη δράση του το ενδιαφέρον της τάξης, στην οποία ανήκε άλλοτε και ο πατέρας του, (β), αλλά κυρίως από το ότι η κίνηση γύρω από τον Ιωάννη γινόταν ολοένα σοβαρότερη και ο λαός άρχιζε να διερωτάται, μήπως ο Ιωάννης ήταν ο Μεσσίας (g).
(6)   Αυτοί που δεν κατάγονταν από το γένος Ααρών, στο οποίο είχε επιφυλαχτεί η ιερωσύνη, οι οποίοι διακονούσαν τους ιερείς και των οποίων έργο ήταν να καθαρίζουν τα ιερά σκεύη και το ναό, να φροντίζουν τους ιερούς άρτους, να ανοίγουν και να κλείνουν τις πύλες, να ψάλλουν ύμνους στο ναό και άλλα (G). Δεν ήταν απλοί θυρωροί στο ναό, αλλά ήταν και εντεταλμένοι να διδάσκουν το λαό στο νόμο (Β΄ Παρ. ιζ 7-9,λε 3). Πιθανώς λοιπόν ανήκαν από αυτούς πολλοί στους γραμματείς που αναφέρονται στα ευαγγέλια, και ως τέτοιοι ήταν κάποιοι και μέλη του συνεδρίου (g).
(7)   Το ερώτημα σχετίζεται με τη γενική τότε στον Ισραήλ προσδοκία του Μεσσία=Είσαι ο Μεσσίας ο ίδιος ή κάποιος άλλος από εκείνους, οι οποίοι θα προηγηθούν από αυτόν; (g).

Ιω. 1,20 καὶ(1) ὡμολόγησε(2), καὶ(1) οὐκ ἠρνήσατο(2)· καὶ(1) ὡμολόγησεν(2) ὅτι οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός(3).
Ιω. 1,20 Και ωμολόγησε, και δεν ηρνήθη. Και ωμολόγησεν ότι “δεν είμαι εγώ ο Χριστός”.
(1)   Λαμπρό παράδειγμα σύνταξης κατά παράταξη (β).
(2)   Το δεύτερο «και ωμολόγησεν» αποσιωπάται από τον σιναϊτ., τη συριακή μετάφραση του Cureton και τον Ω. Η διπλή επανάληψη του ομολόγησε και η αρνητική μορφή της ίδιας ιδέας προσδίδουν ύψιστη έμφαση στην άρνηση του Ιωάννη (ο).
(3)   Παλαιότερη γραφή: Εγώ ουκ ειμί ο Χριστός. Σύμφωνα με αυτήν δίνεται έμφαση στο Εγώ.
«Δεν είπε ποιος είναι, το οποίο έκανε ύστερα, αλλά αποβλέποντας στο λογισμό τους και γνωρίζοντας τι θέλουν, αμέσως από την αρχή απέκλεισε αυτό που ήλπιζαν να πει» (Ζ).
«Αυτό θα πει δούλος ευγνώμων, όχι μόνο να μην αρπάζει τη δόξα που ανήκει στο δεσπότη του, αλλά και όταν του την αποδίδουν οι πολλοί, να την αποποιείται» (Χ).
Σημείωσε την εδώ μεγάλη αντίθεση μεταξύ του Ιωάννη και του Κυρίου. Ο Ιωάννης λέει: Δεν είμαι εγώ. Ο Ιησούς λέει: Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Ο Ιωάννης είναι εδώ ο τύπος κάθε χριστιανικής μαρτυρίας. «Διότι δεν κηρύσσουμε τους εαυτούς μας, αλλά τον Ιησού Χριστό ως Κύριο, και τους εαυτούς μας δούλους σας για χάρη του Ιησού» (Β΄ Κορ. δ 5)(τ).
Οι διάκονοι του Χριστού πρέπει να θυμούνται πάντοτε, ότι δεν είναι αυτοί ο Χριστός και συνεπώς δεν πρέπει για κανένα λόγο να σφετερίζονται τις δυνάμεις του και τα προνόμιά του, ούτε να αποδέχονται τις τιμές, οι οποίες ανήκουν σε αυτόν. Δεν είναι αυτοί ο Χριστός και για αυτό δεν πρέπει να κατακυριεύουν την κληρονομία του Θεού, ούτε να είναι κύριοι της πίστης των Χριστιανών. Δεν έχουν αυτοί τη δύναμη να δημιουργούν χάρη και ειρήνη, αλλά μόνο καλούνται να καταστήσουν τους εαυτούς τους κατάλληλα όργανα του Χριστού, ο οποίος είναι η μόνη πηγή της χάρης και της ειρήνης. Στους πειρασμούς της υπερηφάνειας και της αποδοχής τιμών, οι οποίες δεν ανήκουν σε εμάς αλλά στο Χριστό, πρέπει να αντιστεκόμαστε με κάθε δύναμη.

Ιω. 1,21 καὶ ἠρώτησαν αὐτόν· τί οὖν(1); Ἠλίας εἶ σύ(2); καὶ λέγει· οὐκ εἰμί(3). ὁ προφήτης εἶ σύ(4); καὶ ἀπεκρίθη, οὔ.
Ιω. 1,21 Και τον ηρώτησαν πάλιν• “λοιπόν ποίος είσαι; Μηπως είσαι ο Ηλίας;” Και είπεν ο Ιωάννης• “δεν είμαι”.“Είσαι συ ο προφήτης,” και απήντησεν• “όχι”.
(1)   Υπονοείται όχι «εἶ σύ»(=Τι είσαι λοιπόν;) αλλά μάλλον το «εστί»=Τι είναι λοιπόν; Τι συμβαίνει λοιπόν; (g). Τι συμπέρασμα βγαίνει από την άρνησή σου; (ο). Ο βατικανός κώδικας παρ’ όλα αυτά έχει τη γραφή «σύ οὖν τί;»(=εσύ λοιπόν τι είσαι;).
(2)   «Διότι περίμεναν ότι θα έλθει και ο Ηλίας. Διότι έχει γραφτεί στον προφήτη Μαλαχία (δ 4), Θα σας στείλω τον Ηλία τον Θεσβίτη» (Ζ). Στο λαό επικρατούσε η άποψη, ότι ο Μεσσίας θα έμενε κρυμμένος έως ότου θα δειχνόταν και θα χριόταν από τον Ηλία (Διάλογος προς Τρύφωνα 8). Ο σιναϊτ., βατικανός και ο L αποσιωπούν το σύ.
(3)   Ο Πρόδρομος υπήρξε με πνευματική έννοια ο Ηλίας των Ιουδαϊκών προσδοκιών (Ματθ. ια 14,Λουκ. α 17), δεν ήταν όμως και ο Ηλίας, με την έννοια που τον θεωρούσαν αυτοί που έθεταν σε αυτόν το ερώτημα αυτό (β). Ο Κύριος με έννοια πνευματική δεχόταν τον Ιωάννη ως Ηλία (δες Λουκ. α 17), ενώ οι Ιουδαίοι ανέμεναν προσωπική επάνοδο του Ηλία με σώμα (μ).
(4)   «Δεν αρνήθηκε ο Ιωάννης ότι είναι προφήτης, αλλά το «ο προφήτης», εκείνος ο προσδοκώμενος» (Θφ).
«Επειδή αν και πολλοί προφήτες εμφανίστηκαν στο Ισραήλ, ένας όμως αναμενόταν κατά εξαιρετικό τρόπο, ο οποίος προφητεύτηκε από τον Μωϋσή σύμφωνα με το ρητό που έλεγε, Προφήτη θα σας αναστήσει ο Κύριος… όπως εμένα… (Δευτ. ιη 15), για αυτό για τρίτη φορά ρωτούν όχι αν ήταν προφήτης, αλλά «ο» προφήτης. Και αυτή την ονομασία εκείνοι δεν την απέδιδαν στο Χριστό, αλλά θεωρούσαν ότι αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο από το Χριστό» (Ω).
Φαίνεται ότι οι Ιουδαίοι διαχώριζαν τον προφήτη από τον Μεσσία (Ιω. ζ 40,41). Οι απόστολοι όμως ταύτισαν αυτούς (Πράξ. γ 22,ζ 37) και διακήρυξαν το Χριστό ως δεύτερο Μωϋσή ασύγκριτα υπεροχότερο, του οποίου το ευαγγέλιο αντικατέστησε το μωσαϊκό νόμο (μ).

Ιω. 1,22 εἶπον οὖν(1) αὐτῷ· τίς εἶ(2); ἵνα ἀπόκρισιν(3) δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ;
Ιω. 1,22 Είπαν εν τέλει εις αυτόν• “ποίος είσαι; Πες μας, δια να δώσωμεν απάντησιν εις εκείνους που μας έστειλαν. Τι λέγεις δια τον ευατόν του;”
(1)   Αφού επανειλημμένα αρνήθηκε, είπαν λοιπόν σε αυτόν. Σύνδεσμος που συνηθέστατα χρησιμοποιείται από τον Ιωάννη (συναντιέται στο Ευαγγέλιο 195 φορές) σπανιότερα με έννοια συλλογιστική ή συμπερασματική, ενώ συνηθέστατα με έννοια αφηγηματικής μετάβασης (β).
(2)   Φανερώνει κάποιο είδος ανυπομονησίας η ερώτηση.
«Βλέπεις ότι αυτοί μεν επιμένουν περισσότερο και πιέζουν και ξαναρωτούν και δεν απομακρύνονται, ενώ εκείνος στην αρχή αναιρεί με επιείκεια τις ανύπαρκτες υπόνοιες και έπειτα αναφέρει αυτήν που ισχύει;» (Χ).
(3)   Ελλειπτική πρόταση που εξαρτάται από κύρια πρόταση που εξυπακούεται, δηλαδή, πες μας, για να… απάντησέ μας για να… (ο).

Ιω. 1,23 ἔφη· ἐγὼ(1) φωνὴ(2) βοῶντος(3) ἐν τῇ ἐρήμῳ(4), εὐθύνατε(5) τὴν ὁδὸν Κυρίου, καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης.
Ιω. 1,23 Είπεν ο Ιωάννης• “εγώ είμαι η φωνή του ανθρώπου, που φωνάζει δυνατά εις την έρημον τα λόγια του προφήτου Ησαΐου• κάμετε ευθύν τον δρόμον του Κυρίου• 
(1)   Τα λόγια του Ησαΐα (μ 3), τα οποία οι συνοπτικοί (Ματθ. γ 3,Μάρκ. α 2-3,Λουκ. γ 4) εφαρμόζουν στον Ιωάννη και στην αποστολή του, εφαρμόζει και ο ίδιος ο Ιωάννης στον εαυτό του (β). Απαντώντας έτσι ο Ιωάννης, κατά κάποιο τρόπο εξαλείφει το πρόσωπό του και αφήνει να φανεί μόνο η αποστολή του (ο). «Αμέσως κατέφυγε στον προφήτη, κάνοντας και από αυτό αξιόπιστο το λόγο» (Χ). Απαντά με λόγια της Γραφής, δείχνοντας ότι σε αυτόν εκπληρώνεται η Γραφή και ότι το έργο και αξίωμά του βασιζόταν σε θείο κύρος. Απαντά συγχρόνως με πολύ ταπεινές και μετριόφρονες φράσεις εκλέγοντας εκείνο το χωρίο της Γραφής, το οποίο μιλά όχι για το αξίωμά του, αλλά για το καθήκον του και την εξάρτησή του από τον ερχόμενο Μεσσία.=Είμαι φωνή και τίποτα άλλο παρά μόνο μία απλή φωνή. Οι συνοπτικοί παραθέτουν σύμφωνα με τους Ο΄, ενώ ο Ιωάννης από μνήμης μάλλον από το Εβραϊκό κείμενο (β). Η έλλειψη του ρήματος (ειμί) προσδίδει μεγάλη ζωηρότητα στην απάντηση (ο)
(2)   «Ο Ιωάννης ήταν φωνή σε συγκεκριμένο χρόνο, ο Χριστός ήταν ο αιώνιος Λόγος στην αρχή» (Αυ). Ο Ιωάννης «υπήρξε η φωνή, αλλά όχι ο Λόγος» (Εφραίμ).
(3)   Η έννοια του προφητικού χωρίου είναι αυτή: Ο Ιεχωβά πρόκειται να εμφανιστεί για να δείξει τη δόξα του. Κατά τις στιγμές, οι οποίες προηγούνται αυτής της εμφάνισης, ακούγεται κάποια φωνή, η οποία προσκαλεί τον Ισραήλ να ετοιμάσει την οδό, από την οποία πρόκειται ο Ιεχωβά να έλθει, όπως συνηθιζόταν γενικώς στην Ανατολή πριν την άφιξη του μονάρχη ή του ηγεμόνα να καθαρίζουν και να κάνουν ευθεία την οδό, από την οποία θα ερχόταν (g).
(4)   Πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το βοώντος παρά με το ευθύνατε. Η έρημος, όπου κήρυττε ο Ιωάννης, ήταν έμβλημα της ηθικής κατάστασης του Ισραήλ (g).
(5)   Η οδός η βασιλική, από την οποία έπρεπε να περάσει ο Ιεχωβά, δεν ήταν ετοιμασμένη στις καρδιές του Ισραήλ (g).

Ιω. 1,24 καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι(1) ἦσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων(2)·
Ιω. 1,24 Και οι απεσταλμένοι ήσαν από την τάξιν των Φαρισαίων.
(1)   Η ιερατική τάξη, από την οποία η αποστολή αυτή είχε καταρτιστεί σύμφωνα με τον σ. 19, ανήκε ως επί το πλείστον στη μερίδα των Σαδδουκαίων, υπήρχαν όμως στην αποστολή και κάποιοι Φαρισαίοι. Υπάρχει και γραφή χωρίς το άρθρο.=Υπήρχαν εκεί και κάποιοι άλλοι σταλμένοι από τους Φαρισαίους.
(2)   Σημειώνει αυτό, για να εξηγηθεί ο λόγος για τον οποίο προβάλλεται το ακόλουθο ερώτημα. Για τους υπερσυντηρητικούς Φαρισαίους το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν καινοτομία (β).

Ιω. 1,25 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν καὶ εἶπον αὐτῷ· τί οὖν βαπτίζεις(1), εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε Ἠλίας οὔτε ὁ προφήτης;
Ιω. 1,25 Και με τόνον επιτιμητικόν τον ηρώτησαν και του είπαν• “διατί λοιπόν βαπτίζεις, αφού συ δεν είσαι ο Χριστός ούτε ο Ηλίας ούτε ο προφήτης;”
(1)   Ο σιναϊτικός κώδικας παραλείπει το «και ηρώτησαν». Μέχρι τώρα κανείς υπαινιγμός δεν δόθηκε ότι το έργο του Ιωάννη ήταν και να βαπτίζει. Προϋποτίθεται, ότι όλοι οι αναγνώστες του Ευαγγελίου γνωρίζουν αυτό. Αλλά γιατί να βαπτίζονται οι Ιουδαίοι; Το βάπτισμα είχε προαναγγελθεί ως δείγμα προσέγγισης της Μεσσιακής βασιλείας (Ιεζ. λστ 25). Εφόσον λοιπόν ο Ιωάννης δέχτηκε ότι ούτε ο Μεσσίας ούτε ο Ηλίας, ούτε ο προφήτης ήταν, τίθεται σε αυτόν το νέο αυτό ερώτημα (β).
«Οι απεσταλμένοι των Φαρισαίων… απευθύνουν στον βαπτιστή κατά κάποιο τρόπο υβριστικά και ανόητα λόγια, με το να λένε, Γιατί λοιπόν βαπτίζεις… επειδή ήθελαν… να τον εμποδίσουν να βαπτίζει, ίσως θεωρώντας ότι το βάπτισμα δεν είναι έργο κανενός άλλου παρά μόνο του Χριστού και του Ηλία και του προφήτη» (Ω).

Ιω. 1,26 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰωάννης λέγων· ἐγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι(1)· μέσος δὲ ὑμῶν(2) ἕστηκεν(3) ὃν ὑμεῖς(4) οὐκ οἴδατε(5).
Ιω. 1,26 Απήντησεν εις αυτούς ο Ιωάννης και είπε• “εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό• ανάμεσα σας δε στέκει και θα εμφανισθή έντος ολίγου εκείνος, τον οποίον σεις δεν γνωρίζετε.
(1)   Η αντίθεση εδώ δεν είναι κυρίως μεταξύ του βαπτίσματος του Ιωάννη και του βαπτίσματος του Ιησού, αλλά μεταξύ του Ιωάννη και μεταξύ του Μεσσία. Είναι σαν να έλεγε σε αυτούς: Έφθασαν οι μεσσιακοί χρόνοι· ο Μεσσίας ήδη ήλθε και είναι μεταξύ σας. Και εγώ ως πρόδρομός του έχω το δικαίωμα να βαπτίζω (g,β). Ναι· βαπτίζω και από αυτό σωστά συμπεραίνεται, ότι έχω κάποια σχέση με το Μεσσία. Αλλά το βάπτισμά μου δεν δίνει την πραγματική μεσσιακή κάθαρση. Είναι απλό σύμβολο, γρήγορα όμως το σύμβολο αυτό θα αντικατασταθεί από την πραγματικότητα (μ). «Βαπτίζω με νερό μόνο που δεν έχει άφεση αμαρτιών, αλλά προετοιμάζει στο να δεχτεί κάποιος το πνευματικό βάπτισμα, το οποίο δίνει την άφεση των αμαρτιών» (Θφ).
(2)   «Αυτό το είπε διότι ήταν φυσικό, να έχει αναμιχτεί ο Κύριος με το λαό, σαν ένας από τους πολλούς» (Χ).
(3)   Υπάρχει και η γραφή στήκει (=τώρα δα στέκεται), που προσδίδει δραματική ζωηρότητα στο λόγο.
(4)   Αντιθέτει τους ακροατές με τον εαυτό του, ο οποίος γνώριζε αυτόν καλά. Είχε λοιπόν συντελεστεί ήδη η βάπτιση του Ιησού σύμφωνα με το α 33.
(5)   Το «ξέρω» «εδώ εννοεί την ακριβή γνώση, δηλαδή ποιος είναι και από πού» (Χ). Μολονότι δεν είναι εύκολο να διακρίνει κάποιος μεταξύ της έννοιας του ειδέναι και του γινώσκειν, παρ’ όλα αυτά συνήθως το μεν «οίδα» θεωρείται ότι σημαίνει πλήρη και τέλεια γνώση του αντικειμένου, ενώ το γινώσκω ότι σημαίνει σχετική και βαθμιαία αποκτούμενη και τελειοποιούμενη γνώση. Πλην όμως και τα δύο ρήματα χρησιμοποιούνται στο τέταρτο ευαγγέλιο από το Χριστό για τη γνώση, την οποία έχει για τον Πατέρα (ι 15,ιζ 25,ζ 29,η 55), όπως το γινώσκω χρησιμοποιείται και για τον Πατέρα ότι γνωρίζει τον Υιό (ι 15) κλπ. (β).
Πολλοί από τους αληθινά μεγάλους είναι κρυμμένοι από τον κόσμο. Η αφάνεια είναι συχνά κλήρος πραγματικής υπεροχής και εξοχότητας. Οι άγιοι είναι κρυμμένοι και γνωστοί σε μόνο το Θεό. Σημείωσε επίσης, ότι ο ίδιος ο Θεός είναι συχνά πιο κοντά σε εμάς από ότι τον φανταζόμαστε. «Ανάμεσά τους» στεκόταν ο Μεσσίας και δεν το φαντάζονταν.

Ιω. 1,27 αὐτός ἐστιν(1) ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος(2), ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν(3), οὗ(4) ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἄξιος(5) ἵνα λύσω αὐτοῦ(4) τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος(6).
Ιω. 1,27 Αυτός είναι που έρχεται ύστερα από εμέ, ο οποίος όμως υπήρξε προ εμού ως προαιώνιος Λογος του Θεού, και του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω ούτε το λωρί του υποδήματός του”.
(1)   Αλεξανδρινή γραφή χωρίς αυτό (δηλ. το αὐτός ἐστιν) (=Ουκ οίδατε, ο οπίσω μου…).
(2)   «Δηλαδή αυτός που θα φανερωθεί μετά από εμένα» (Ω).
(3)   Δες σ. 15. παραλείπεται από τα Αλεξανδρ. χειρόγραφα.
(4)   Το οὗ και το αὐτοῦ αποτελούν πλεονασμό σε απομίμηση της σύνταξης που χρησιμοποιούν οι Εβραίοι (g).
(5)   «Ο Ιωάννης αναφέρει ότι δεν είναι το ίδιο το να μην είναι κάποιος ικανός με το να μην είναι άξιος. Διότι είναι δυνατόν, ενώ δεν είναι κάποιος άξιος, να γίνει ικανός και είναι επίσης δυνατόν ενώ είναι άξιος να μην είναι ακόμη ικανός. Διότι αν τα χαρίσματα δίνονται για το συμφέρον, θα ήταν έργο φιλάνθρωπου Θεού, το να μην δώσει την ικανότητα μερικές φορές σε κάποιον που είναι άξιος αν προβλέψει ο Θεός ότι θα ακολουθήσει κάποια βλάβη από αλαζονεία ή υπερηφάνεια. Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό της αγαθότητας του Θεού το να νικά όταν ευεργετεί τον ευργετούμενο και να προλαβαίνει αυτόν που θα γίνει άξιος, και πριν γίνει άξιος, να τον στολίζει με την ικανότητα, έτσι ώστε μετά την ικανότητα να έλθει στο να γίνει άξιος. Ο Ιωάννης λοιπόν στους μεν τρεις ευαγγελιστές λέει ότι δεν είναι ικανός, ενώ στον Ιωάννη ότι δεν είναι άξιος. Δεν αποκλείεται όμως αυτός ακριβώς που έλεγε ότι δεν ήταν ακόμα ικανός, να έγινε ικανός, έστω και να δεν ήταν ακόμα άξιος, και πάλι αυτός ακριβώς που έλεγε ότι δεν είναι άξιος, ενώ δεν ήταν άξιος να έφτασε στο να γίνει άξιος» (Ω).
(6)   «Δηλαδή, όχι μόνο είναι ανώτερός μου, αλλά τόσο πολύ, ώστε εγώ να μην μπορώ να συγκαταλεχτώ ούτε μεταξύ των τελευταίων υπηρετών του· διότι το να λύσει το υπόδημα ήταν έργο του τελευταίου υπηρέτη» (Χ). Το καθήκον αυτό ήταν καθήκον των δούλων.

Ιω. 1,28 Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ(1) ἐγένετο πέραν τοῦ Ἰορδάνου(2), ὅπου ἦν(3) Ἰωάννης βαπτίζων(3).
Ιω. 1,28 Αυτά συνέβησαν εις την Βηθανίαν, πέραν από τον Ιορδάνην όπου εβάπτιζεν ο Ιωάννης.
(1)   Λιγότερο αυθεντική γραφή: Βηθαβαρά, που προήλθε από διόρθωση του Ω. «Ότι μεν σχεδόν σε όλα τα αντίγραφα λέγεται· «Αυτά έγιναν στη Βηθανία», δεν το αγνοούμε… Πειστήκαμε όμως ότι δεν πρέπει να διαβάζουμε Βηθανία, αλλά Βηθαβαρά, όταν πήγαμε στους τόπους για να εξιστορήσουμε τα ίχνη του Ιησού και των μαθητών του. Διότι η Βηθανία, όπως ο ίδιος ευαγγελιστής λέει, η πατρίδα του Λαζάρου και της Μάρθας και της Μαρίας, απέχει από τα Ιεροσόλυμα δεκαπέντε στάδια· από την οποία είναι μακριά ο Ιορδάνης ποταμός χοντρικά περίπου εκατόν ογδόντα στάδια· αλλά ούτε υπάρχει κάποιος τόπος γύρω από τον Ιορδάνη που να έχει το ίδιο όνομα με τη Βηθανία, λένε όμως ότι δείχνουν στην όχθη του Ιορδάνη τα Βηθαβαρά, όπου διηγούνται ότι βάπτιζε ο Ιωάννης» (Ω).
Αν λάβουμε όμως υπ’ όψη, ότι λόγω των καταστροφών από το Ρωμαϊκό πόλεμο πλήθος αρχαίων τοποθεσιών εξαφανίστηκε, δεν αποκλείεται να υπήρχε εκτός από τη γνωστή Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα και άλλη τέτοια πέρα από τον Ιορδάνη, όπως υπήρχαν δύο Βηθλεέμ, δύο Βηθσαϊδά, δύο Αντιόχειες, δύο Ραμά, δύο Κανά. Υπέρ αυτού επίσης ίσως παρέχεται και κάποια ένδειξη από τις διάφορες ετυμολογίες και σημασίες, τις οποίες μπορεί να έχει η ονομασία Βηθανία. Μπορεί κατά μία ετυμολογία να σημαίνει τόπος φοινίκων ή τόπος φτώχιας, το οποίο κάνει την ονομασία να ταιριάζει στη Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα. Μπορεί σύμφωνα με άλλη ετυμολογία να σημαίνει τόπο διαπόρθμευσης, το οποίο ταιριάζει στην αντίστοιχη κοντά στον Ιορδάνη.
Ως προς τη Βηθαβαρά ταυτίστηκε αυτή με την Βαιθηρά του χωρίου Κριτών ζ 24. Τελευταία ο Conder ταύτισε αυτήν με τη διάβαση (πέραμα) στον Ιορδάνη που ονομάζεται Αβαρά και η οποία μόνη ανάμεσα σε 40 διαβάσεις του Ιορδάνη έχει αυτό το όνομα. Η διάβαση αυτή που απέχει μία περίπου ημέρα από την Κανά, βρίσκεται σε τοποθεσία, η οποία δεν αποκλείεται από τις ενδείξεις της αφήγησης του δ΄ ευαγγελίου (α 28,44 και β 1). Κάποιοι νεώτεροι ταύτισαν το εδώ καθοριζόμενο μέρος με την Βαιθαναβρά, η οποία βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του Ιορδάνη και βορειοανατολικά της Ιεριχούς και της οποίας η ονομασία εύκολα θα μπορούσε να παραφθαρεί είτε στο όνομα Βηθανία, είτε στο όνομα Βηθαβαρά (g).
(2)   «Παρέχει απόδειξη και από τους τόπους» (Χ). «Γιατί από τη φύση μας κατά κάποιο τρόπο συνηθίζουμε όλοι… κατά τη διήγηση των σπουδαίων γεγονότων να μνημονεύουμε και τους τόπους στους οποίους έχουν συμβεί αυτά» (Κ).
(3)   Η περίφραση ἦν βαπτίζων φανερώνει αυτό που γινόταν κατ’ εξακολούθηση.

Ιω. 1,29 Τῇ ἐπαύριον(1) βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν(2) καὶ λέγει· ἴδε(3) ὁ(4) ἀμνὸς(5) τοῦ Θεοῦ(6) ὁ αἴρων(7) τὴν ἁμαρτίαν(8) τοῦ κόσμου(9).
Ιω. 1,29 Την επομένην ημέραν βλέπει ο Ιωάννης τον Ιησούν να έρχεται εις αυτόν και λέγει• “ίδε ο αμνός του Θεού ο οποίος θα θυσιασθή δια να πάρη επάνω του την αμαρτίαν του κόσμου.
(1)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία: την άλλη ημέρα «μετά την κάθοδο από την έρημο» (Ζ). Ή, την επόμενη από την ημέρα, κατά την οποία μαρτύρησε ο Ιωάννης μπροστά στους απεσταλμένους του συνεδρίου (g).
(2)   Σύμφωνα με την αφήγηση του ευαγγελιστή Ιωάννη ο Ιησούς είχε ήδη βαπτιστεί και συνεπώς είναι πιθανότατο, ότι η νέα αυτή συνάντηση Ιησού και Προδρόμου έγινε μετά τους πειρασμούς του Χριστού στην έρημο (β).
(3)   Αγαπητή λέξη στον Ιωάννη (δες α 36,47,γ 26,ε 14,ζ 26,52,ια 3,36,ιβ 19,ιστ 29,ιη 21,ιθ 4,6,14,κ 27) (β). «Λέει «ιδού» δηλώνοντας ότι αυτός είναι που αναζητούνταν από πολύ παλαιά» (Χ). «Φαίνεται όμως… ότι τον παρουσιάζει τώρα παρόντα στα μάτια των θεατών» (Θμ). «Μέσα σε λίγο χρόνο ο βαπτιστής αναδεικνύεται συγχρόνως προφήτης και απόστολος» (Κ).
(4)   «Το άρθρο αναφέρεται στην προφητεία του Ησαΐου νγ 7 και στον τύπο του Πασχάλιου αμνού. Ο Ιωάννης από το Θεό διδαγμένος ονομάζει αυτόν τον αμνό του Θεού, παρόλο που εκείνη τη στιγμή η ακριβής κατανόηση της ονομασίας αυτής διέφευγε, αν όχι και από τον ίδιο τον Ιωάννη, τουλάχιστον όμως από τους ακροατές του» (b). O ιδιαίτερος και γνωστός αμνός.
«Δηλαδή ο ίδιος εκείνος, για τον οποίο προφήτευσε ο Ησαΐας» (Θμ). «Διότι πολλοί μεν αμνοί υπάρχουν, όπως ακριβώς και πολλοί Χριστοί (=χρισμένοι)· αλλά ο αληθινός αμνός που προτυπώνεται από τον Μωϋσή και κηρύττεται από τον Ησαΐα, είναι αυτός» (Θφ).
(5)   Δεν θέλει απλώς να τονίσει το άκακο και πράο του Ιησού σύμφωνα με τα Ιερεμ. ια 19 και Ησ. νγ 7 αλλά αναφέρεται σε ολόκληρο το 53ο κεφ. του Ησαΐου. Κρύβεται λοιπόν στο βάθος των λόγων αυτών του Προδρόμου η ιδέα της θυσίας. Εμπερικλείει την τριπλή έννοια της υποταγής με υπομονή, του αντιπροσωπευτικού παθήματος και της απολύτρωσης από την αμαρτία (μ).
«Τον ονόμασε αμνό του Θεού, το οποίο ήταν ονομασία που φανέρωνε το πάθος· επειδή ακριβώς στο πάθος κατάργησε την αμαρτία» (Θμ).
«Ο μονογενής Υιός… όταν προσφέρει θυσία και προσφορά τον εαυτό του στο Θεό για τις αμαρτίες μας ονομάζεται και αμνός του Θεού και πρόβατο. Διότι ιδού, λέει, ο αμνός του Θεού» (Β).
Εφόσον όμως συνδέει το πρόσωπο του Μεσσία με τη θυσία, την οποία για χάρη μας θα προσέφερε, φυσικό ήταν ο γιος του ιερέα Ιωάννης να έχει στο νου και το ρόλο του αμνού στις καθημερινές θυσίες του Ισραήλ, προ παντός μάλιστα κατά τη γιορτή του Πάσχα. Ο Μεσσίας είναι ο αληθινός πασχαλινός αμνός που προανήγγειλε ο Ησαΐας, που θυσιάζεται για σωτηρία του κόσμου (g).
«Τον ονομάζει αμνό, θυμίζοντας στους Ιουδαίους την προφητεία του Ησαΐα και την προτύπωση του Μωϋσή, για να τους οδηγήσει από τον τύπο περισσότερο στην αλήθεια» (Χ). «Ιδού ο αμνός, που σκιαγραφείται από το νόμο και αναγγέλλεται από τον Ησαΐα» (Ζ).
Για το Χριστό ως αρνί σφαγμένο και θυσιασμένο δες Αποκάλυψη ε 6,9,ζ 14 καθώς και Α΄ Πέτρ. α 19. Ειδικότερα για τη σύγκριση του Χριστού με τον Πασχάλιο αμνό δες Α΄Κορ. ε 7 και Ιω. ιθ 36, όπου τα λόγια που ειπώθηκαν για τον πασχάλιο αμνό εφαρμόζονται στο Χριστό («κόκκαλο δεν θα συντριφτεί σε αυτόν»). Για το Ησ. νγ σε σχέση με τον Ιησού Χριστό ως αυτόν που επαλήθευσε την προφητεία αυτή δες Ματθ. η 17,Εβρ. θ 28,Α΄Πέτρ. β 22,24 (β).
(6)   Γενική κτητική και της προέλευσης. «Επειδή ο Θεός και Πατέρας, λόγω της αγάπης του σε εμάς, τον παρέδωσε σε σφαγή για χάρη μας» (Θφ). Ο αμνός «τον οποίο ο Θεός έδωσε» (β), και ο οποίος είναι ο ίδιος του Θεού Υιός (Ρωμ. η 32). Στην έλευση του Χριστού ενεργεί ο ίδιος ο Θεός. Όχι μόνο δέχεται τη θυσία, την οποία ο άνθρωπος προσφέρει σε αυτόν στο πρόσωπο του Χριστού, αλλά αυτός προμηθεύει και την προσφορά ή το θύμα, διότι θύμα ουσιαστικά είναι αυτός ο ίδιος στο πρόσωπο του γιου του που ενανθρώπησε· ακόμα επίσης ο ίδιος επιτελεί αυτή τη θυσία. Ό,τι ο άνθρωπος απομένει τώρα να πράξει, είναι να συμμετάσχει στη θεία αυτή ενέργεια (τ). Ο αμνός του Θεού, τον οποίο ο Θεός όρισε (Ρωμ. γ 25), ο οποίος αγίασε τον εαυτό του και αφιερώθηκε στο Θεό (Ιω. ιζ 19), στον οποίο ο Θεός ευαρεστήθηκε.
(7)   Το αίρω σημαίνει ή απλώς σηκώνω (Ιω. η 59,Ματθ. ια 29,ιστ 24) ή αφαιρώ, απομακρύνω (Ιω. ια 39,48,ιε 2,ιζ 15 κλπ και προ παντός στο Α΄ Ιω. γ 5). Με τη δεύτερη έννοια το αίρω εκφράζει την ολοκληρωτική καταστροφή της αμαρτίας. Με την πρώτη εκφράζει την έννοια του βαστάζω τις αμαρτίες για εξιλέωση. Πιο σωστή είναι η εκδοχή με την δεύτερη έννοια, διότι αυτή περιλαμβάνει και την πρώτη (g). Μπορούν όμως να συνδυαστούν και οι δύο σημασίες του αίρω=Απομάκρυνε την αμαρτία του κόσμου αφού την σήκωσε πάνω του και την βάστηξε (τ). Ο συσχετισμός του παρόντος χωρίου με το Α΄ Ιω. γ 5 κάνει αδιαμφισβήτητο, ότι το αίρω την αμαρτία=συγχωρώ, καταστρέφω την αμαρτία (C).
«Είναι πολύ σωστό όμως και το ότι είπε «αυτός που σηκώνει την αμαρτία», όχι αυτός που σήκωσε ή πρόκειται να σηκώσει. Διότι πάντοτε ενεργεί το να σηκώνει την αμαρτία αυτών που καταφεύγουν σε αυτόν. Δηλώνεται λοιπόν με αυτό, ότι και σήκωσε και σηκώνει και θα σηκώσει, αφού το «σηκώνει» εφαρμόζεται σε κάθε καιρό» (Ω), «διότι δεν σήκωσε μόνο τότε, όταν δηλαδή έπαθε, αλλά από τότε μέχρι τώρα σηκώνει τις αμαρτίες, χωρίς να σταυρώνεται πάντοτε… αλλά με το να καθαρίζει πάντοτε με τη μία εκείνη θυσία» (Χ).
Δες τον αμνό του Θεού να σηκώνει την αμαρτία του κόσμου και αύξησε ολοένα και περισσότερο το μίσος σου κατά της αμαρτίας και ανανέωνε συνεχώς τις αποφάσεις σου για απόκρουση και καταπολέμησή της. Αλλά συγχρόνως ας αυξήσει και η αγάπη μας στο Χριστό, ο οποίος μας αγάπησε και μας έλουσε «από τις αμαρτίες μας με το αίμα του» (Αποκ. α 5).
(8)   Ο ενικός αριθμός μαζί με το άρθρο προσδίδει μέγιστο τόνο… Σήκωσε το όλο· όχι μόνο ένα μέρος, ώστε να μη σηκώσει το άλλο (b). «Λέγοντας την αμαρτία, δήλωσε όλες τις αμαρτίες» (Θφ).
(9)   «Όλης της οικουμένης» (Χ). Όχι των Ιουδαίων μόνο. Ότι την πεποίθηση αυτή ενστερνιζόταν και ο βαπτιστής είναι φανερό και από τα λόγια του στο Ματθ. γ 9 (κ). Έτσι με τη φράση «την αμαρτία του κόσμου», παίρνει και την αμαρτία στο σύνολό της και την ανθρωπότητα στην ενότητά της, η οποία ολόκληρη αποπλανήθηκε και ήταν στην αμαρτία (g).

Ιω. 1,30 οὗτός ἐστι(1) περὶ(2) οὗ ἐγὼ εἶπον(3)· ὀπίσω μου(4) ἔρχεται ἀνὴρ(5) ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν(6), ὅτι πρῶτός μου ἦν.
Ιω. 1,30 Αυτός είναι, δια τον οποίον σας είπα• ύστερα από εμέ έρχεται άνθρωπος, ο οποίος σαν αιώνιος Θεός υπάρχει πολύ πρωτύτερα από εμέ, ασύγκριτα λαμπρότερος και ενδοξότερος.
(1)   «Τον δείχνει με το δάχτυλο και τον εμφανίζει σε αυτούς που αγνοούσαν» (Θφ).
(2)   Υπάρχει και η γραφή υπέρ οὗ=ή, με έννοια εύνοιας ή, αντί για την πρόθεση «περί» όπως στο Β΄Κορ. η 23.
(3)   Αναφέρεται όχι μόνο στη μαρτυρία των σ. 26,27 αλλά και στο όλο κήρυγμά του.
(4)   Επαναλαμβάνονται εδώ σχεδόν κατά λέξη τα του σ. 15.
(5)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, άνδρας μέγας, απαράμιλλος (b) ή, άνθρωπος στην ακμή της ηλικίας (g).
(6)   «Δηλαδή αποδείχτηκε λαμπρότερος από εμένα» (Χ).

Ιω. 1,31 κἀγὼ(1) οὐκ ᾔδειν αὐτόν(2), ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ(3) τῷ Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι(4) βαπτίζων.
Ιω. 1,31 Και εγώ δεν τον εγνώριζα προηγουμένως, αλλά δια να φανερωθή αυτός στους Ισραηλίτας, δια τούτο ήλθα εγώ και βαπτίζω εις τα ύδατα του Ιορδάνου”.
(1)   Μπαίνει μπροστά με έμφαση=Όπως εσείς δεν τον ξέρατε (σ. 26), έτσι και εγώ δεν τον ήξερα.
(2)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «δεν τον γνώριζα πριν να έλθει στον Ιορδάνη, διότι όλο το χρόνο έμενα στην έρημο» (Ζ)· και επειδή από την παιδική του ηλικία «ήταν έξω από το πατρικό σπίτι» σύμφωνα με το Λουκ. α 80, δεν γνώριζε προσωπικά τον Ιησού παρόλο που συνδεόταν συγγενικά με αυτόν. Η εκδοχή αυτή έχει το πλεονέκτημα, ότι παρουσιάζει «υπεράνω υποψίας τη μαρτυρία του Ιωάννη αφού δεν οφειλόταν σε ανθρώπινη φιλία, αλλά έγινε από θεία αποκάλυψη… Διότι πώς θα μπορούσε να χαριστεί σε αυτόν που αγνοούσε;» (Χ).
Ή, δεν γνώριζα αυτόν ως Μεσσία, γνώριζα όμως αυτόν προσωπικά, χωρίς να υποπτεύομαι ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας (β,ο). Ο βαπτιστής θα είχε γνωρίσει τον Κύριο κατά την παιδική ηλικία και αναμφίβολα σε κάποιο βαθμό βρήκε αφορμές και να εκτιμήσει αυτόν. Δεν γνώριζε όμως για ποια αποστολή ήταν προορισμένος. Η χρησιμοποιούμενη λέξη «ειδέναι» είναι πιο ακριβής μάλλον όταν πρόκειται για γνώση αλήθειας, ενώ το ρήμα γιγνώσκω λέγεται μάλλον για τη γνώση προσώπου (τ).
«Εγώ δεν τα είπα αυτά για το Χριστό με φυσικό τρόπο ούτε με την κοινή ανθρώπινη λογική, αλλά τα είπα διότι το πνεύμα το Άγιο και ο Πατέρας, μού φανέρωσε τις μαρτυρίες για αυτόν. Διότι στάλθηκα να μαρτυρήσω για το φως και τότε άρχισε να γεννιέται μέσα μου αυτό που θα μαρτυρούσα, όταν στάλθηκα» (Ω). «Και πολύ χρήσιμα λέει βέβαια ότι δεν γνωρίζει ο ίδιος το Χριστό… για να μην παρουσιάζεται ότι από μόνος του προβαίνει στη μαρτυρία, ούτε να θεωρείται από κάποιους ότι υπηρετεί δικά του θελήματα, αλλά ότι είναι εργάτης θείας οικονομίας και υπηρέτης ουράνιας απόφασης, η οποία του αποκάλυψε τον αμνό» (Κ).
«Αλλά θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος· Αν δεν τον γνώριζε ο Ιωάννης, πώς ο Ματθαίος λέει, ότι τον εμπόδιζε λέγοντας, Εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από εσένα; Μπορούμε λοιπόν να πούμε αυτό· το «δεν τον γνώριζα» έτσι να το εννοήσεις, ότι πριν από πολύ χρόνο και πριν από το βάπτισμα δεν τον γνώριζε· στον καιρό μεν του βαπτίσματος, τότε τον γνώρισε… Όταν λοιπόν το Πνεύμα κατέβηκε, τότε γνωρίζοντάς τον σαφέστερα, κήρυξε αυτόν και στους άλλους» (Θφ).
(3)   Φανερώνω σημαίνει κάνω ορατό, δείχνω (Ιω. β 11, κα 1), καθιστώ γνωστό (ιζ 6). Το ρήμα στην παθητική φωνή σημαίνει καθίσταμαι ή γίνομαι ορατός (Ιω. γ 21,θ 3), καθίσταμαι ή γίνομαι γνωστός (Ιω. α 31) και το ρήμα στη μέση φωνή σημαίνει εμφανίζομαι (Ιω. κα 14)(C). Το ρήμα πάντοτε σημαίνει ανάδυση από τη μυστηριώδη αφάνεια στο λαμπρό φως. Δες β 11, όπου χρησιμοποιείται για δήλωση της φανέρωσης της δόξας του Χριστού· και γ 21 για δήλωση της φανέρωσης μέσω αυτού των έργων του Θεού (β).
«Στάλθηκε ο Ιωάννης από το Θεό… κηρύσσοντας βάπτισμα μετάνοιας, έτσι ώστε λόγω του βαπτίσματος να τρέξουν πολλοί, και όταν έλθει ο Χριστός για να βαπτιστεί να μαρτυρηθεί ανάμεσα σε πολλούς, κάτω μεν στη γη από τον Ιωάννη, ενώ από τον ουρανό από τον Πατέρα και το Πνεύμα» (Ζ). «Διότι δεν θα έτρεχαν όλοι έτσι, εάν γινόταν το κήρυγμα χωρίς βάπτισμα» (Χ).
(4)   Αλεξανδρινή γραφή χωρίς το άρθρο, εν ύδατι=Υπαινίσσεται αντίθεση μεταξύ του βαπτίσματος με νερό και του βαπτίσματος με Πνεύμα. Με άρθρο=Στο νερό το οποίο ο Ιωάννης έδειχνε.

Ιω. 1,32 καὶ ἐμαρτύρησεν(1) Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι(2) τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς(3) περιστερὰν(4) ἐξ οὐρανοῦ(5), καὶ ἔμεινεν(6) ἐπ᾿ αὐτόν(7).
Ιω. 1,32 Και εβεβαίωσεν ο Ιωάννης λέγων ότι “είδα το Αγιον Πνεύμα να κατεβαίνη ωσάν περιστερά από τον ουρανόν και έμεινεν εις αυτόν μονίμως.
(1)   Με έμφαση ιδιαίτερη εισάγει τη νέα αυτή μαρτυρία του Ιωάννη.
(2)   Ή, η μαρτυρία αφορά σε γεγονός που έγινε ορατό από αυτόν και όχι από το λαό (b). Και «είναι φανερό από εδώ ότι όταν έγινε η κάθοδος του Πνεύματος με τη μορφή περιστεριού, δεν φανερώθηκε πάλι στους παρόντες, αλλά φανερώθηκε μόνο στον Ιωάννη με κάποιο πνευματικό όραμα, όπως ήταν συνήθεια στους προφήτες ανάμεσα στους πολλούς να βλέπουν αυτά που ήταν αόρατα σε όλους» (Θμ).
Ή, όχι «μόνος ο Ιωάννης είδε το Πνεύμα με μορφή περιστεριού», αλλά και όλοι οι παριστάμενοι· μολονότι «κάποιοι λένε ότι δεν το είδαν όλοι, αλλά μόνο ο Ιωάννης και όσοι είχαν πιο ευγνώμονα διάθεση. Διότι, μολονότι ήταν δυνατόν να το δουν με τα αισθητά μάτια, αφού το Πνεύμα κατέβαινε με μορφή περιστεριού, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν αναγκαίο οπωσδήποτε να γίνει το συμβάν ολοφάνερο σε όλους». Αλλά «έβλεπαν μεν με τα αισθητά μάτια, δεν κατανοούσαν όμως όλοι αυτό που γινόταν» (Χ). Η πρώτη εκδοχή πιο σωστή.
(3)   Υπάρχει και η γραφή ωσεί, η οποία τονίζει ζωηρότερα τον συμβολικό χαρακτήρα της εμφάνισης (g).
(4)   Πουθενά στην Π.Δ. δεν συμβολίζεται το Πνεύμα με το περιστέρι. Μόνο Ιουδαίοι ραββίνοι συγκρίνουν το Πνεύμα του Θεού που σύμφωνα με το Γεν. α 2 πετούσε πάνω από τα νερά με περιστέρι που πετά πάνω από τους νεοσσούς του και δεν αγγίζει αυτούς (g). Η εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος γίνεται με τη μορφή περιστεριού. Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, διότι τώρα επρόκειτο για νέα δημιουργία, η οποία θα συμπλήρωνε την πρώτη. Η ανθρωπότητα στο πρόσωπο του Χριστού μεταπηδούσε από τη σφαίρα της φυσικής ζωής σε αυτήν της πνευματικής (g).
Ή, «είναι ήμερο το ζώο και καθαρό· επειδή λοιπόν και το Πνεύμα είναι πνεύμα πραότητας, για αυτό φαίνεται με αυτή τη μορφή» (Χ), «ώστε να φαίνεται πάλι και με αυτό, ότι διασώζει τη φυσική ομοιότητα με τον Υιό, ο οποίος λέει… είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά» (Κ). «Επίσης όμως μας θυμίζει και παλαιά ιστορία· διότι πράγματι όταν έγινε κάποτε κοινό ναυάγιο (κατακλυσμός)… φάνηκε το ζώο… και κουβαλώντας κλαδί ελιάς ευαγγελίστηκε την κοινή γαλήνη της οικουμένης· τα οποία όλα ήταν προτύπωση των μελλοντικών. Διότι τότε όταν τα πράγματα ήταν απελπιστικά έγινε κάποια απαλλαγή και διόρθωση· αλλά τότε με τιμωρία, ενώ τώρα με χάρη και δωρεά ανείπωτη» (Χ).
(5)   Ο ουρανός, όπως βλέπουμε αυτόν με τα σωματικά μάτια, είναι το έμβλημα της τέλειας κατάστασης στην αγιότητα, τη δύναμη και την μακαριότητα και για αυτό στη Γραφή συμβολίζει τον τόπο όπου ο Θεός εκδηλώνει τις τελειότητές του με κάθε λαμπρότητα και από όπου προέρχονται οι θείες αποκαλύψεις και οι υπερφυσικές δυνάμεις. Για αυτό ο Ιωάννης βλέπει τον γαλάζιο θόλο να σχίζεται και να κατεβαίνει μία μορφή φωτεινή που έμοιαζε με περιστέρι (g).
(6)   Υπάρχει και η γραφή «και μένον». Με τη συνηθισμένη όμως (έμεινε) τονίζεται η ιδέα της κατοίκησης που ξεχωρίζεται από την ιδέα της κατάβασης.
(7)   Υπαινίσσεται το Ησ. ια 2. Οι προφήτες δέχονταν στιγμιαίες εμπνεύσεις. Ομοίως και ο Βαπτιστής. Στον Ιησού όμως κατοίκησε μόνιμα το Πνεύμα και κάποια ημέρα θα ξεχυθεί από αυτόν, σαν από την πηγή του, στους πιστούς (g). «Επομένως για μας παίρνει μέσω του εαυτού του το Πνεύμα, και ανανεώνει στη φύση το αρχαίο αγαθό» (Κ).

Ιω. 1,33 κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν(1), ἀλλ᾿ ὁ πέμψας με(2) βαπτίζειν ἐν ὕδατι(3), ἐκεῖνός(4) μοι εἶπεν· ἐφ᾿ ὃν ἂν ἴδῃς(5) τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ(6).
Ιω. 1,33 Και εγώ, όπως και σεις, δεν τον εγνώριζα, αλλά εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε• Εις όποιον ίδης να κατεβαίνη το Πνεύμα το Αγιον και να μένη εις αυτόν, αυτός είναι, που βαπτίζει με Πνεύμα Αγιον.
(1)   Επαναλαμβάνεται από το σ. 31. «Για να μη φανεί ότι του χαρίζεται λόγω της συγγένειας, συνεχώς λέει το «δεν γνώριζα αυτόν»» (Χ).
(2)   Η φράση κρύβει κάτι το μυστηριώδες. Ο Ιωάννης προφανώς θέλει να σημάνει με αυτήν το Θεό (g).
(3)   Στα ευαγγέλια τονίζεται η αντίθεση ανάμεσα στο βάπτισμα του Ιωάννη ως βάπτισμα με νερό και στο βάπτισμα του Ιησού ως βάπτισμα με Πνεύμα. Το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν μόνο το σύμβολο του βαπτίσματος με Πνεύμα. Στους προφήτες συχνά χρησιμοποιήθηκε το νερό ως σύμβολο και εικόνα του Πνεύματος (δες Ησ. μδ 3,Ιεζ. λστ 25, όπως και τη φράση «θα ξεχύσω από το Πνεύμα μου» στο Ιωήλ β 28). Και στον ίδιο τον ευαγγελιστή Ιωάννη ο Ιησούς παρουσιάζεται να εικονίζει το Πνεύμα με το νερό (δ 14,ζ 38). Το βάπτισμα του νερού σύμφωνα με αυτά χρησιμοποιήθηκε από τον Ιωάννη ως βάπτισμα που προεικόνιζε και συμβόλιζε το βάπτισμα με Πνεύμα που παρέχει ο Ιησούς και προετοίμαζε για αυτό (β).
(4)   Με έμφαση=Εκείνος και όχι κάποιος άλλος.
(5)   =οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός, έστω και ο φτωχότερος ανάμεσα στο Ισραήλ.
(6)   Πουθενά στα Ευαγγέλια δεν παρουσιάζεται ο Κύριος να βαπτίζει. Το «βαπτίζει» λοιπόν εδώ δεν πρέπει να το πάρουμε με στενή έννοια, αλλά πρέπει να εννοηθεί ότι αναφέρεται στην έκχυση των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, την οποία πετυχαίνουμε στο βάπτισμα μέσω του Ιησού Χριστού (ο).

Ιω. 1,34 κἀγὼ ἑώρακα(1) καὶ μεμαρτύρηκα(2) ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(3).
Ιω. 1,34 Και εγώ πράγματι είδα και έχω δώσει μαρτυρίαν ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού.
(1)   «(Είδα) Το Πνεύμα δηλαδή να κατεβαίνει και να μένει σε αυτόν» (Ζ). Η ακόλουθη ειδική πρόταση (ὅτι οὗτός ἐστιν…) εξαρτάται από μόνο το μεμαρτύρηκα (g). Το εώρακα δηλώνει ότι η μαρτυρία του Ιωάννη ήταν μαρτυρία αυτόπτη (β). Ο παρακείμενος εώρακα αναφέρεται σε κάποιο γεγονός παρελθοντικό, που συντελέστηκε σε ορισμένο χρόνο. Ο χρόνος λοιπόν αυτός, στον οποίο ο Ιωάννης είδε, είναι ο χρόνος της βάπτισης του Ιησού. «Ο ευαγγελιστής προσπέρασε τα σχετικά με το βάπτισμα του Σωτήρα, διότι εξιστορήθηκαν ήδη από τους άλλους» (Ζ).
(2)   Ο παρακείμενος εδώ σημαίνει πράξη που συντελέστηκε μεν πλήρως στο παρελθόν, αλλά και μένει σε πλήρη ισχύ και στο παρόν (ο). «Και πού μαρτύρησε ο Ιωάννης ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού; Διότι πουθενά δεν είναι γραμμένο αυτό. Διότι αμνό μεν τον λέει, αλλά Υιό του Θεού πουθενά. Από αυτό είναι εύλογο να σκεφτούμε, ότι και άλλα περισσότερα έχουν παραληφθεί. Διότι δεν γράφτηκαν όλα» (Θφ). «Και αυτό, αυτός ο ίδιος ο ευαγγελιστής το δήλωσε στο τέλος της συγγραφής του» (Χ).
(3)   «Δηλαδή ο ένας και μόνος από τη φύση του» (Κ). Στον Ιωάννη ο τίτλος αυτός αποδίδεται στο Μεσσία τόσο από τον βαπτιστή εδώ, όσο και έπειτα από τον Ναθαναήλ και τη Μάρθα (α 50,ια 27). Σε αυτό συμφωνούν και οι συνοπτικοί (Ματθ. ιδ 33,κστ 63,κζ 40,Μάρκ. γ 11,Λουκ. κβ 70). Ο Ιωάννης όμως παρουσιάζει και τον ίδιο τον Κύριο να αποδίδει στον εαυτό του τον τίτλο αυτό (ε 25,ι 36,ια 4). Αν πάρουμε αυτόν τον τίτλο από μόνο του, έχει έννοια γενικότερη, με την οποία στην Π.Δ. αποδίδεται και στους αγγέλους και στους βασιλιάδες και στους κριτές και τέλος και στο Μεσσία (Ψαλμ. β 7,12). Στους συνοπτικούς όμως, ιδιαιτέρως μάλιστα στον Ιωάννη, λαμβανόμενος σε σχέση και με τις ειδικές αξιώσεις του Ιησού για τον εαυτό του έχει βαθύτερη έννοια, με την οποία μόνος ο Ιησούς Χριστός ονομάζεται. Δες Ιω. γ 18,ε 25,ιθ 7,κ 31 (β). Εδώ ο τίτλος υπενθυμίζει και τη φωνή του Πατέρα που ακούστηκε σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. γ 17,Μάρκ. α 11,Λουκ. γ 22) (ο). Αντί για το «ο υιός του Θεού» ο σιναϊτικός και η συριακή μετάφρ. του Cureton γράφουν: ο εκλεκτός του Θεού=ο εκλεκτός υιός του Θεού.

Η συνέχεια στην ανάρτηση "Η γνωριμία του Ιησού με τους πρώτους μαθητές (ερμηνεία-ανάλυση περικοπής Ιωάννου α 35-52)"

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 63-73 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)

Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος

Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος 

Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας 

Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς

Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας

Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος

Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης

Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης

Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας

Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας

(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)

b = Bengel κ = Κομνηνός Π., 

β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947

C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928 

DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945

F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος

G = Crimm

g = Godet F. 1885

o = Owen John, New York 1861

δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

 

 

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 216-233 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος 
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας 
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π., 
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928 
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

 
 

Κήρυγμα. 
Ένας Αμερικανός πολυεκατομμυριούχος, ο Gould επήγαινε και ήκουε τον διάσημον ιεροκήρυκα D. L. Moody. Κάποιος άλλος συνάδελφός του εις τα πλούτη, του λέγει:

«Πηγαίνεις και ακούεις το Moody;!! Δεν πιστεύεις, βέβαια, εις την Θεολογίαν του!!».

«Όχι, απαντά ο Gould αλλ’ αυτός (ο Moody) πιστεύει».
Ευχαριστείτο ο εκατομμυριούχος αυτός να ακούη ένα τόσο πιστόν ιεροκήρυκα, ο οποίος μπορούσε να λέγη πράγματι:

«Επίστευα δι’ ο και ελάλησα». (Ψαλμ. ριστ' 10).
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο772)

Τα συγχαρητήρια του διαβόλου
Μια μέρα, που ο διάσημος Γάλλος ιεροκήρυξ Ιωάννης Βαπτιστής Μασσιγιόν είχε κάνει ένα θαυμάσιο κήρυγμα (όπως πάντα, άλλωστε), ένας άλλος κληρικός τον πλησίασε κι άρχισε να τον συγχαίρη με επαινετικά λόγια.
— Είναι περιττά, πάτερ, τον διέκοψε ο Μασσιγιόν, τα λόγια σας. Ήδη πριν από σας ο διάβολος μου είπε τα ίδια πράγματα και μάλιστα με πιο κολακευτικό τόνο.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο722)

Προς κατηγόρους. 
Μια Κυριακή, ο μέγας ποιητής της Χριστιανωσύνης Δάντης, εκεί που άκουε τη λειτουργία, δεν γονάτισε σ’ ένα ωρισμένο σημείο της, όπως έκαναν όλοι οι πιστοί. Μερικοί, που τον φθονούσαν, έσπευσαν και τον κατηγόρησαν για ασέβεια στον επίσκοπο.
— Πραγματικά, είπε ο ποιητής στον επίσκοπο. Η ψυχή μου ήταν τόσο συγκεντρωμένη στην προσευχή, ώστε δεν σκεφτόμουν καθόλου τις κινήσεις του σώματος. Αυτοί, όμως, που ήρθαν να με κατηγορήσουν, δεν θάχαν ασφαλώς συγκεντρωθή στην προσευχή, γι’ αυτό είχαν τον καιρό να με παρατηρούν.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο445)

Να μη χαθούμε οι ίδιοι
Ένας άγιος ιερεύς, κηρύττοντας μια Κυριακή σε ένα κύκλο ευσεβών ενοριτών του, που τον βοηθούσαν στο πνευματικό και φιλανθρωπικό έργο κι είχαν δοθή στην προσπάθεια αναγεννήσεως της Εκκλησίας μας, τους ρώτησε:
-Ξέρετε τι απέγιναν οι τεχνίτες, που έφτιαξαν την Κιβωτό του Νώε;
—Όχι, αποκρίθηκαν μερικοί.
— Κι όμως το ξέρετε, είπε ο πνευματικός τους πατέρας. Δεν μπήκαν στο σωτήριο αυτό σκάφος, όταν έγινε ο Κατακλυσμός, αλλά πνίγηκαν με τους άλλους αμαρτωλούς. Και πρόσθεσε:
Προσοχή, παιδιά μου, ώστε βοηθώντας να γίνη η Εκκλησία, όπως τη θέλη ο Κύριος, να μη παραμελήσουμε την ατομική μας σωτηρία
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο664)

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)

Ιω. 6,22 Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος ὁ(1) ἑστηκὼς πέραν τῆς θαλάσσης ἰδὼν(2) ὅτι πλοιάριον ἄλλο οὐκ ἦν ἐκεῖ εἰ μὴ ἓν ἐκεῖνο εἰς ὃ ἐνέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ(3), καὶ ὅτι οὐ συνεισῆλθε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ πλοιάριον, ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπῆλθον·
Ιω. 6,22 Την άλλην ημέραν πολλοί από τον λαόν, οι οποίοι ευρίσκοντο ακόμη στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, όπου είχε γίνει το θαύμα, είχαν ίδει ότι άλλο πλοιάριον δεν υπήρχεν εκεί παρά μόνον ένα, εκείνο στο οποίον είχαν επιβιβασθή οι μαθηταί, και ότι δεν εμπήκε μαζή με μαθητάς στο πλοιάριον ο Ιησούς, αλλά μόνοι οι μαθηταί του είχαν αναχωρήσει.
(1)   Το άρθρο πριν τη μετοχή φαίνεται να περιορίζει την ιδέα, την οποία εκφράζει το ουσιαστικό όχλος=το τμήμα του όχλου, το οποίο επέμενε να στέκεται στην απέναντι όχθη· οι θερμότεροι και ζωηρότεροι, οι οποίοι αφού δεν πείστηκαν στις προτροπές του Ιησού, για να επιστρέψουν στα σπίτια τους, παρέμειναν εκεί όλη τη νύχτα, σκοπεύοντας να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους για ανακήρυξη του Κυρίου σε βασιλιά (g). «Όχλο που στεκόταν… λέει αυτούς που ήλθαν να τον αρπάξουν, για να τον κάνουν βασιλιά» (Ζ).
(2)   Είναι προτιμότερη αυτή η γραφή από τη γραφή εἶδον. Η μετοχή του αορίστου έχει έννοια παρακειμένου ή υπερσυντέλικου= έχοντας δει (g). Παρέμεναν εκεί νομίζοντας, ότι και ο Ιησούς βρισκόταν εκεί. Και νόμιζαν αυτό, διότι είχαν δει ότι στο μόνο πλοιάριο που το προηγούμενο απόγευμα ήταν εκεί και με το οποίο έφυγαν οι μαθητές, δεν είχε μπει ο Ιησούς. «Φαίνεται λοιπόν ότι είναι ελλειπτικός ο λόγος… Είναι όμως αυτό σχήμα συντομίας» (Ζ).
Ο λόγος παρουσιάζεται μπερδεμένος, σαν να απεικονίζει την απορία στην οποία το πλήθος αυτό ενεπλάκη και βρισκόταν μέχρι τη στιγμή, κατά την οποία έλαβε την απόφαση να αποπλεύσει (g).
«Πληροφορούμενο (το πλήθος), όπως φαίνεται, με κάποια πολλή παρακολούθηση, ότι ούτε θα πλεύσει μαζί με τους μαθητές του, ούτε και θα περάσει στην αντίπερα όχθη με άλλο σκάφος· γιατί εκεί βρισκόταν μόνο το σκάφος των αποστόλων, το οποίο βέβαια πήραν και αναχώρησαν» (Κ).
(3)   Ο αλεξανδρινός, βατικανός και κάποιοι άλλοι κώδικες αποσιωπούν τη φράση ἐκεῖνο εἰς ὃ ἐνέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.

Ιω. 6,23 ἄλλα δὲ ἦλθε(1) πλοιάρια(2) ἐκ Τιβεριάδος ἐγγὺς τοῦ τόπου, ὅπου ἔφαγον τὸν ἄρτον(3) εὐχαριστήσαντος(4) τοῦ Κυρίου·
Ιω. 6,23 Εν τω μεταξύ ήλθαν άλλα πλοιάρια από διάφορα σημεία της Τιβεριάδος, πλησίον στο τόπον, όπου τα πλήθη είχαν φάγει χθες ψωμί, το οποίον είχε πληθυνθή με την ευχαριστίαν και το θαύμα του Κυρίου.
(1)   «Είναι λόγια που δείχνουν τι έγινε στο μεταξύ, για να δείξει ότι ύστερα ήλθαν αυτά» (Ζ).
(2)   Ή, ήλθαν αναγκασμένα από τη νυχτερινή τρικυμία αναζητώντας καταφύγιο σε απάνεμο μέρος. Πιθανότερο είναι ότι, ήλθαν διότι οι κάτοχοί τους είδαν το εκεί ευρισκόμενο πλήθος και ήλπιζαν, ότι θα κέρδιζαν χρήματα από τη μεταφορά του. Ο σιναϊτικός έχει τη γραφή: Επελθόντων ουν των πλοίων εκ Τιβεριάδος εγγύς ούσης όπου και έφαγον άρτον.
(3)   Είναι αξιοσημείωτο ότι χρησιμοποιείται ενικός αριθμός, ενώ επρόκειτο για τους 5 άρτους. Πάντοτε σε ενικό είναι ο άρτος της θείας ευχαριστίας. Ίσως και εδώ σε ενικό όχι άσχετα με αυτά που λέγονται στη συνέχεια για τον ένα άρτο, αφού ο θαυμάσιος πολλαπλασιασμός των άρτων λαμβάνεται και ως εικόνα ή τύπος του άρτου της ευχαριστίας (β).
(4)   Τονίζει ιδιαιτέρως την ευχαριστία για την οποία μιλά και στο σ. 11, τονίζοντας και πάλι το στενό σύνδεσμο, ο οποίος υπήρχε ανάμεσα στην πράξη της ευχαριστίας και τον πολλαπλασιασμό των άρτων (β). Όπως και στο θαύμα του Λαζάρου, έτσι και από αυτό το θαύμα προηγήθηκε προσευχή ευχαριστίας εκ μέρους του Κυρίου, και όχι προσευχή αίτησης, σαν να είχε παρασχεθεί ήδη η δύναμη για επιτέλεση του θαύματος και να μη χρειαζόταν παρά μόνο ο Ιησούς ως άνθρωπος να ευχαριστήσει το Θεό (ο). Η φράση «ευχαριστήσαντος του Κυρίου» παραλείπεται στον κώδικα του Βέζα, σε ένα αξιόλογο μικρογράμματο χειρόγραφο, στις συριακές μεταφράσεις, στη σιναϊτική και σε αυτήν του Cureton και σε 2 χειρόγραφα της παλαιάς λατινικής μετάφρασης (χ).

Ιω. 6,24 ὅτε οὖν(1) εἶδεν ὁ ὄχλος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ οὐδὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ(2), ἐνέβησαν αὐτοὶ(3) εἰς τὰ πλοῖα καὶ ἦλθον εἰς Καπερναοὺμ ζητοῦντες τὸν Ἰησοῦν(4).
Ιω. 6,24 Οταν, λοιπόν, είδεν ο λαός και επείσθη, ότι ο Ιησούς δεν ευρίσκεται εκεί ούτε οι μαθηταί του, εμπήκαν και αυτοί εις τα πλοία και ήλθαν εις την Καπερναούμ αναζητούντες τον Ιησούν.
(1)   Επαναλαμβάνεται η σειρά του λόγου που διακόπηκε από την παρενθετική πρόταση του στίχου 23 (ο).
(2)   Επαναλαμβάνεται αυτό μάλλον για να τονιστεί, ότι ο Ιησούς και οι γύρω του άφησαν οριστικά το μέρος εκείνο και αποκλειόταν έτσι κάθε ελπίδα από τον όχλο να ξαναδεί τον Ιησού εκεί (ο).
(3)   Αντιτίθεται με αυτούς που έφυγαν μέσω ξηράς κατά το προηγούμενο απόγευμα. Εκείνοι μεν μέσω ξηράς έφυγαν στα χωριά τους, ενώ αυτοί κατά την επομένη μπήκαν στα πλοία και έσπευσαν για αναζήτηση του Ιησού. Υπάρχει και η γραφή «και αυτοί»= όπως ο Ιησούς και οι μαθητές έτσι και αυτοί (g).
(4)   Αναμένοντας και υποπτευόμενοι την διενέργεια κάποιου νέου θαύματος (χ). Ο λαός βρίσκεται σε ενθουσιώδη διέγερση. Αυτής της διέγερσης οι αιτίες ήταν δύο. Η μία ήταν, ότι βρίσκονταν μπροστά σε θαυματουργό, ο οποίος μπορούσε να ικανοποιήσει τις σωματικές τους ανάγκες. Η δεύτερη ήταν, ότι ο θαυματουργός με το θαύμα που επιτελέστηκε αποδείκνυε, ότι στο πρόσωπό του η βασιλεία του Θεού, βασιλεία αγάπης και δύναμης, πραγματοποιούνταν και εκδηλωνόταν ενεργός (τ).
Ζητούν τον Ιησού, ωθούμενοι όμως από σαρκικά ελατήρια. Η επιμονή τους όμως μας διδάσκει, ότι αυτοί που θέλουν να βρουν τον Ιησού, πρέπει να επιδοθούν σε έρευνα επιμελή. Πρέπει να τον ζητούν έως ότου τον βρουν. Πρέπει να πάνε από θάλασσα σε θάλασσα και να αναζητήσουν το λόγο του Θεού θεωρώντας ότι χωρίς αυτόν δεν αξίζει τίποτα η ζωή τους. Εκείνοι όμως πάλι, τους οποίους ο Χριστός έθρεψε με τον άρτο της ζωής, αιχμαλωτίζονται από πόθο σφοδρό για αυτόν και ωθούνται από αυτόν κοντά του.

Ιω. 6,25 καὶ εὑρόντες αὐτὸν πέραν(1) τῆς θαλάσσης εἶπον αὐτῷ· ῥαββί, πότε ὧδε γέγονας(2);
Ιω. 6,25 Και αφού τον ευρήκαν στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, το προς την Καπερναούμ, του είπον• “διδάσκαλε, πότε ήλθες εδώ;”
(1)   « «Πέραν» λέγεται το καθένα από τα δύο τέρματα της θάλασσας που βρίσκονται ευθεία απέναντι μεταξύ τους, και αυτή η ονομασία δηλώνει άλλοτε μεν αυτό, άλλοτε δε εκείνο» (Ζ). Έρχονται τώρα στη δυτική όχθη της (β).
(2)   Η ερώτηση αυτή εκφράζει απορία του όχλου, που δεν μπορεί να εξηγήσει τον ερχομό του Ιησού, αφού το να έρθει από την ξηρά και περπατώντας, θεωρούνταν απίθανο, αν όχι και αδύνατο, λόγω ανεπάρκειας χρόνου (g). Πότε έφτασες εδώ, σε τόσο σύντομο χρόνο, τόσο μακρύ δρόμο; Η ερώτηση για το χρόνο εμπεριέχει την ερώτηση και για τον τρόπο (b). Ήλθαν ζητώντας τον, αλλά εξεπλάγησαν, διότι τον βρήκαν στην Καπερναούμ. Βρέθηκαν μπροστά σε νέο θαύμα (μ).

Ιω. 6,26 (1)ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν(2)· ἀμὴν ἀμὴν(3) λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε(4) σημεῖα, ἀλλ᾿ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων(5) καὶ ἐχορτάσθητε(6).
Ιω. 6,26 Ο Ιησούς απεκρίθη και τους είπε• “ειλικρινώς σας λέγω, ζητείτε να με εύρετε, όχι διότι είδατε τα θαύματά μου και έχετε πεισθή δια την θείαν μου αποστολήν, αλλά διότι εφάγατε χθες και εχορτάσατε από τους άρτους.
(1)   Αρχίζει εδώ νέος διάλογος, ο οποίος μπορεί να διακριθεί σε 4 φάσεις, κάθε μία από τις οποίες ολοκληρώνεται με κάποια δήλωση εκ μέρους κάποιας μερίδας από τους ακροατές. Η πρώτη φάση εκτείνεται μέχρι το σ. 40, η δεύτερη από το σ. 41-51, η τρίτη από το σ. 52-59 και η τελευταία από το σ. 60-65. Ο Godet θεωρεί ως απίθανο, ότι όλη αυτή η μακρά συνδιάλεξη έγινε μέσα στη συναγωγή και περιορίζει το σ. 59 («Αυτά είπε στη συναγωγή…») ότι αναφέρεται μόνο στην τελευταία φάση.
(2)   «Δείχνοντας ότι δεν επιζητά την τιμή από τους ανθρώπους, αλλά ένα μόνο βλέπει, τη σωτηρία τους, απαντά σε αυτούς μαλώνοντάς τους»… «τους επιπλήττει μεν με το λόγο και τους ελέγχει, αλλά όχι απότομα και έντονα, αλλά το κάνει αυτό με πολλή φειδώ» (Χ). «Διότι δεν είπε: ω δούλοι της κοιλιάς σας και λαίμαργοι, αλλά μίλησε με πραότητα» (Θφ).
(3)   «Με τρόπο οριστικό και βεβαιωτικό» (Χ), διότι αναφέρεται τώρα ο Κύριος στα εσωτερικά τους ελατήρια, τα οποία σε μεγάλο βαθμό διέφευγαν και από αυτούς τους ίδιους (g). Σας το λέω Εγώ, ο οποίος ερευνώ τις καρδιές και γνωρίζω ό,τι είναι στον άνθρωπο. Εγώ ο Αμήν, ο μάρτυς ο πιστός (Αποκ. γ 14,15).
(4)   Το είδατε όχι με την έννοια μόνο της εξωτερικής θέας με τα μάτια, αλλά και της εσωτερικής όρασης με την πίστη= είδατε και αντιληφθήκατε την βαθύτερη έννοια των θαυμάτων, και κατά συνέπεια πιστέψατε (ο).
(5)   «Δεν σας εξέπληξε το θαύμα με τους άρτους, αλλά το ότι χορτάσατε» (Χ). «Για αυτό με ποθείτε, για να με έχετε πάλι να σας κάνω το τραπέζι» (Θφ). «Με ζητάτε για χάρη της σάρκας, όχι για χάρη του πνεύματος. Πόσοι ζητούν τον Ιησού όχι για κάτι άλλο αλλά για να χορηγήσει σε αυτούς κάποια πρόσκαιρη ευεργεσία… Ο Ιησούς σπάνια ζητιέται χάριν του Ιησού» (Αυ). Το ότι με ζητάτε είναι καλό, με ζητάτε όμως όχι από αγαθά ελατήρια. Ο Χριστός λοιπόν γνωρίζει όχι μόνο εκείνο, το οποίο πράττουμε, αλλά και γιατί το πράττουμε. Και γνωρίζει τώρα ότι οι όχλοι τον ζητούν όχι διότι τους δίδαξε, αλλά διότι τους έθρεψε.
(6)   Πόση διαφορά ανάμεσα στο λαό αυτόν ο οποίος έρχεται με τα παχυλά σαρκικά ιδανικά και στον πνευματικό Ισραήλ, ο οποίος φωνάζει: «Δίψασε η ψυχή μου εσένα, ω Θεέ μου» (g). Όσες φορές και εμείς επιχειρούμε να χρησιμοποιήσουμε τη θρησκεία μας ως λύση των προσκαίρων μας προβλημάτων εξυπηρετώντας με αυτήν εγωιστικούς μάλλον και ιδιοτελείς σκοπούς παρά τη δόξα του Θεού, πέφτουμε στην ίδια κατάκριση, στην οποία τώρα και ο όχλος αυτός (τ). Πράγματι, πολλοί ακολουθούν το Χριστό για τους άρτους και όχι από ειλικρινή αγάπη προς αυτόν. Αποβλέπουν μάλλον στα πρόσκαιρα οφέλη που τους εξασφαλίζει η θρησκεία και όχι στις θυσίες, τις οποίες από αγάπη προς τον Ιησού, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε.

Ιω. 6,27 ἐργάζεσθε(1) μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην(2), ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν(3) εἰς ζωὴν αἰώνιον(4), ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(5) ὑμῖν δώσει· τοῦτον γὰρ(6) ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν(7) ὁ Θεός(8).
Ιω. 6,27 μη εργάζεσθε δια την υλικήν τροφήν, που είναι προσωρινή και χάνεται, αλλά δια την πνευματικήν τροφήν, η οποία εξασφαλίζει την αιωνίαν ζωήν. Αυτήν δε την τροφήν θα σας την δώση ο υιός του ανθρώπου. Διότι ο Πατήρ αυτόν τον απέδιξε επισήμως και σαν να έβαλε την σφραγίδα του, ότι αυτός είναι που δίνει την πνευματικήν τροφήν και την αιώνιον ζωήν”.
(1)   Ή, με την έννοια του αποκτώ κάτι με την εργασία (Meyer). Να κερδίζετε με την εργασία σας (τ). Ή, «να εργάζεστε ολόψυχα, με κάθε τρόπο, συνεχώς» (Ζ), όπου συνυπονοείται η με ιδιαίτερο ενδιαφέρον φροντίδα και σπουδή.
(2)   Της οποίας η θρεπτική ιδιότητα είναι παροδική και εφήμερη και δεν μπορεί να δώσει την αθανασία (ο).
«Η οποία φθείρεται και τρέφει την σάρκα» (Ζ). Κάθε υλική τροφή είναι χαμένη, διότι η ικανοποίηση την οποία παρέχει, είναι παροδική. Και το ίδιο το μάννα δεν διατηρούνταν, αλλά φθειρόταν (Εξ. ιστ 20). Την προηγούμενη ημέρα ο Κύριος είχε πολλαπλασιάσει τους άρτους για χορτασμό του λαού. Και όμως τώρα ο λαός αυτός πεινά και πάλι και ζητά νέους άρτους (μ). Για αυτό λοιπόν ο Κύριος παραγγέλλει «με το να μην μεριμνούν, όχι το να μην εργάζονται, αλλά το να μην προσηλώνονται στα βιοτικά πράγματα» (Χ). Με τα λόγια του αυτά ο Κύριος δεν απαγορεύει την απόκτηση της αναγκαίας μας τροφής με έντιμο κόπο και εργασία (Β Θεσ. γ 12), αλλά μόνο εφιστά την προσοχή μας στο να μην κάνουμε τα πράγματα αυτού του κόσμου κύριο αντικείμενο όλης της φροντίδας μας. «Διότι άλλο μέριμνα και άλλο εργασία» (Θφ).
(3)   «Την τροφή της ψυχής· διότι είναι αναγκαιότερη. Και συμβούλεψε να έχουμε ως πάρεργο μεν τη σωματική τροφή, ενώ ως κύριο έργο την ψυχική» (Ζ). «Έθρεψα τα σώματά σας, έτσι ώστε από αυτό να ζητήσετε την άλλη τροφή, η οποία μένει, η οποία τρέφει την ψυχή σας, εσείς όμως πάλι τρέχετε στη γήινη» (Χ). «Με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο λέχθηκε στη Σαμαρείτιδα το: αν ήξερες… θα σου έδινε νερό ζωντανό» (Αυ).
(4)   Δηλώνει ή το αποτέλεσμα που παράγεται αμέσως ή τον τελικό σκοπό, στον οποίο η τροφή αυτή οδηγεί (g). «Διότι αυτή συμβάλλει στο να απολαύσουμε τα μελλοντικά αγαθά» (αμ).
(5)   Μόνος αυτός μπορεί να δώσει αυτήν την τροφή. Μπαίνει ο τίτλος αυτός εδώ όχι άσχετα με τα ακόλουθα, στα οποία τονίζεται, ότι αυτός ο ίδιος είναι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό (g). Ο υιός του ανθρώπου είναι ο μέγας Κύριος και οικοδεσπότης, ο πιστός σε όλο το σπίτι ως υιός (Εβρ. γ 5), στον οποίο ο Πατέρας έδωσε όλη την κρίση και την εξουσία να διαθέτει αυτός και να διανέμει τις δωρεές και τις χάριτες και να παρέχει ζωή αιώνια. Είναι ο υιός του ανθρώπου και αυτό δίνει μεγάλο θάρρος και μεγάλη παρρησία σε εμάς. Διότι και εμείς είμαστε υιοί ανθρώπων, τους οποίους αυτός, ο μοναδικός αντιπρόσωπος του γένους, δεν ντρέπεται να ονομάζει αδελφούς του.
(6)   Γιατί μόνος αυτός μπορεί; Διότι… «Μοιάζει σαν να έλεγε· Δεν θα δείξω αδυναμία να σας δώσω την τροφή που μένει και που φέρνει στην αιώνια ζωή και απόλαυση. Διότι αν και βλέπομαι ακριβώς σαν ένας από εσάς, άνθρωπος δηλαδή με σάρκα, αλλά χρίστηκα και σφραγίστηκα από τον Πατέρα» (Κ).
(7)   Ή «τον σφράγισε ο Πατέρας, με όλη δηλαδή τη σφραγίδα και την εικόνα του, τον γέννησε, με σφραγίδα που διασώζει το πλήρως απαράλλακτο και την φυσική ταυτότητα με αυτόν» (Θφ).
Ή, πιο σωστά «τον απέδειξε, τον αποκάλυψε με τη δική του μαρτυρία» (Χ). Τα θαύματα τα οποία ο Ιησούς έκανε, ήταν τα σημάδια και η σφραγίδα, με την οποία ο Πατέρας πιστοποιούσε την αποστολή του. Με σφραγίδα το γνήσιο σφραγίζεται με βεβαιότητα και καθετί το μη γνήσιο αποκλείεται (b). Σφραγίζω εδώ=με τη δική μου μαρτυρία επιβεβαιώνω ότι κάποιος είναι ό,τι ομολογεί για τον εαυτό του ότι είναι (G).
«Το σφραγίζω σημαίνει εντυπώνω κάποιο σημάδι… βάζω σε κάτι σημάδι. Όταν βάζεις σε κάτι σημάδι, πράττεις αυτό για να μην μπερδεύεται με άλλα πράγματα και για να μπορείς να αναγνωρίζεις αυτό. Ο Πατέρας… χορήγησε σε Αυτόν κάτι ιδιαίτερο, το οποίο διακρίνει αυτόν σε σύγκριση με τους άλλους ανθρώπους… Σφράγισε εμένα. Έδωσε σε εμένα κάτι ιδιαιτέρως δικό μου, για να μην συγχέομαι με την ανθρωπότητα, αλλά για να απαλλαχτεί η ανθρωπότητα μέσω εμού» (Αυ). Σφράγισε αυτόν με το Πνεύμα του, το οποίο αναπαύτηκε και διέμεινε σε αυτόν, αφού δόθηκε σε αυτόν «όχι με μέτρο». Τον σφράγισε με τη φωνή που κατέβηκε σε αυτόν από τον Πατέρα κατά την ώρα του βαπτίσματός του. Τον σφράγισε με τη μαρτυρία των σημείων και των θαυμάτων.
(8)   Μπαίνει στο τέλος με έμφαση.

Ιω. 6,28 εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· τί ποιῶμεν(1) ἵνα ἐργαζώμεθα τά ἔργα τοῦ Θεοῦ(2);
Ιω. 6,28 Είπαν, λοιπόν, προς αυτόν• “τι να κάμωμεν, ώστε να εργαζώμεθα τα έργα, που θέλει ο Θεός;”
(1)   «Τα έλεγαν αυτά… οδηγώντας τον να τους χορηγήσει πάλι τροφή και θέλοντας να τον προκαλέσουν στο να τους χορτάσει» (Χ).
(2)   «Την ευαρέστηση του Θεού» (Ζ). Τα έργα που επιδοκιμάζονται από το Θεό και τα οποία μας ενώνουν με το Θεό (b). Αυτά που ζητούνται από το Θεό ως όρος απαραίτητος για παροχή της τροφής που μένει στον αιώνα. Στο Ιω. θ 3 η ίδια φράση έχει διαφορετική έννοια και σημαίνει τα έργα, τα οποία ο ίδιος ο Θεός ενεργεί (β).

Ιω. 6,29 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ ἔργον(1) τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε(2) εἰς ὃν ἀπέστειλεν(3) ἐκεῖνος(4).
Ιω. 6,29 Απήντησε ο Ιησούς και τους είπε• “τούτο είνα το έργον, που θέλε ο Θεός, να πιστεύετε εις αυτόν που εκείνος έχει στείλει”.
(1)   Με έμφαση βάζει μπροστά την δεικτική αντωνυμία και αντιδιαστέλλει στον πληθυντικό έργα, τον οποίο χρησιμοποίησαν εκείνοι, τον ενικό έργο. «Διακρίνοντας τον καρπό της πίστης από τις λατρείες του νόμου, λέει με κάποια μεγάλη έμφαση… αυτό είναι, όχι αυτό που νομίσατε εσείς, που βλέπετε μόνο στους τύπους» (Κ).
(2)   Ονομάζεται έργο η πίστη, διότι πράγματι με αυτήν ο άνθρωπος παραδίδει τον εαυτό του ελεύθερα στο Χριστό και δεχόμενος το Χριστό εμμένει στην σχέση με αυτόν (g).
«Η πίστη σε αυτόν είναι όντως έργο και ιερό και τέλειο και το οποίο αγιάζει αυτούς που την έχουν. Διότι η ακριβής πίστη γίνεται οδηγός σε κάθε αγαθή εργασία, και η αγαθή εργασία συντηρεί την πίστη» (Θφ).
Με την έννοια αυτή ο Ιάκωβος αντιθέτει το έργο με μία πίστη η οποία δεν είναι παρά μόνο μία νεκρή διανοητική πίστη· με έννοια επίσης ανάλογη και ο Παύλος αντιθέτει την πίστη με τα έργα τα καθαρά τυπικά. Η ζωντανή πίστη του Παύλου είναι κατά βάθος το ζωντανό έργο του Ιακώβου σύμφωνα με τη διατύπωση αυτή του Ιησού: Το έργο του Θεού είναι να πιστέψετε (g).
Ρωτούν για τα έργα του Θεού και ο Χριστός κατευθύνει αυτούς στο ένα έργο, το οποίο περικλείει όλα, στο ένα «του οποίου υπάρχει ανάγκη» και αυτό είναι να πιστέψουμε. Αυτό λοιπόν το έργο ξεπερνά όλα τα έργα του τελετουργικού νόμου. Είναι το έργο το αναγκαίο, ώστε και τα άλλα έργα μας να γίνουν ευπρόσδεκτα από το Θεό. Είναι η ρίζα από την οποία φυτρώνουν και όλα τα αγαθά έργα και η οποία παράγει αυτά, διότι «χωρίς την πίστη είναι αδύνατον κάποιος να ευαρεστήσει το Θεό». Είναι το έργο του Θεού, διότι ο Θεός εργάζεται αυτό μέσα μας, και μέσω αυτής της πίστης ανοίγουμε και εμείς την καρδιά μας στο να ενεργεί και να εργάζεται σε αυτήν ο Θεός, και η πίστη διεγείρει τις ψυχές μας στο να εργάζονται για τη δόξα του Θεού.
(3)   Δες γ 17.
(4)   Μπαίνει στο τέλος με έμφαση.

Ιω. 6,30 εἶπον οὖν αὐτῷ· τί οὖν ποιεῖς σὺ σημεῖον(1) ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμέν σοι; τί ἐργάζῃ;
Ιω. 6,30 Είπαν τότε εις αυτόν• “ποίον όμως αποδεικτικόν θαύμα κάμνεις συ, δια να ίδωμεν και πιστεύσωμεν εις την αποστολήν σου; Ποίον υπερφυσικόν έργον εργάζεσαι;
(1)   «Ενώ το θαύμα ήταν ακόμη μπροστά στα μάτια τους, σαν να μην έγινε τίποτα, λένε αυτό» (Χ). «Δες πολλή ανοησία! Πριν λίγο χρόνο χόρτασε αυτούς με τροφή και ξεχνώντας αμέσως ένα τέτοιο θαύμα, ζητούν θαύμα» (Ζ). Το εκπληκτικό αυτής της μεταστροφής αυτών που ζητούν νέο θαύμα αμέσως την επόμενη ημέρα από την καταπληκτική διατροφή των 5 χιλιάδων, εξηγήθηκε από τους νεώτερους με διάφορους τρόπους. Σύμφωνα με κάποιους από αυτούς ο διάλογος αυτός δεν βρίσκεται στον ακριβή χρονολογικό τόπο, αλλά έλαβε χώρα σε άλλο χρόνο που απείχε από το χρόνο, στον οποίο σημειώθηκε το θαύμα της διατροφής.
Πιο σωστά, ο Meyer βρίσκει την αξίωση σε αυτόν το στίχο, ως απόδειξη του ότι ο φυσικός και μη αναγεννημένος άνθρωπος παρουσιάζεται πάντα ανικανοποίητος και αχόρταστος απέναντι στα θαύματα που γίνονται μπροστά του.
Ο g. Θεωρεί αυτήν ως εκδήλωση της δυσαρέσκειας και απογοήτευσης, την οποία δοκίμασαν αυτοί που επέμεναν να ανακηρύξουν τον Ιησού βασιλιά, από την άρνησή του. Περίμεναν από αυτόν να δεχτεί την ανακήρυξη και το θαύμα της διατροφής να γίνει αφετηρία νέας σειράς θαυμάτων, με την οποία θα παρουσιαζόταν ο Μεσσίας των Ιουδαϊκών προσδοκιών. Παρόλο όμως που αρνήθηκε ο Ιησούς αυτήν την ανακήρυξη δεν παύει όμως να αξιώνει, ότι είναι ο απεσταλμένος του Θεού. Έτσι εξηγείται η ερώτηση αυτή που απευθύνεται σε αυτόν.
Πιο σωστή παρουσιάζεται η ερμηνεία του Κυρίλλου που έχει ως εξής: «Έχει τιμηθεί, λέει, και πολύ σωστά, ο μακάριος Μωϋσής, και επιλέχτηκε ως μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Και μάλιστα έκανε και μεγάλο θαύμα· έφαγαν στην έρημο το μάννα όλοι όσοι ήταν μαζί του. Εσύ όμως τώρα, επειδή μπαίνεις σε τόπο για μας μεγαλύτερο από εκείνον… με ποια θαύματα θα μας βεβαιώσεις;… Γιατί ζητούν θαύμα από τον Ιησού, όχι απλώς το τυχόν, αλλά εκείνο που, όπως νόμιζαν, είχε κάνει ο Μωϋσής, όχι για μία ημέρα, αλλά για σαράντα ολόκληρα χρόνια, διατρέφοντας το λαό που βγήκε από την Αίγυπτο στην έρημο με τη χορηγία του μάννα».

Ιω. 6,31 οἱ πατέρες ἡμῶν(1) τὸ μάννα ἔφαγον(2) ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθώς ἐστι γεγραμμένον(3)· ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(4) ἔδωκεν αὐτοῖς φαγεῖν.
Ιω. 6,31 Οι πατέρες μας έφαγαν το μάννα εις την έρημον, όπως άλωστε έχει γραφή και στους ψαλμούς• Αρτον από τον ουρανόν έδωκεν εις αυτούς να φάγουν”.
(1)   Σύμφωνα με τη διδασκαλία των ραββίνων: «Ο προηγούμενος λυτρωτής (ο Μωϋσής) έκανε να ριχτεί το μάννα για αυτούς· έτσι και ο μετέπειτα λυτρωτής (ο Μεσσίας) θα προκαλέσει πάλι την παροχή μάννα» (Midrash Koheleth σελ. 73, παρατίθεται από τον Lightfoot). Ο Φίλων θεώρησε το μάννα ως τύπο του θείου Λόγου, της ουράνιας διατροφής και ενίσχυσης της ψυχής (χ). Οι ραββίνοι δίδασκαν, ότι ο Μεσσίας θα αποδείκνυε την εξουσία και αποστολή του, επαναλαμβάνοντας ακριβώς το ίδιο θαύμα, με το οποίο και ο Μωϋσής απέδειξε τη δική του αποστολή (μ).
(2)   «Γιατί δεν ανέφεραν κανένα άλλο από τα προηγούμενα θαύματα, (παρόλο βεβαίως που έγιναν πολλά τότε και στην Αίγυπτο και στη θάλασσα και στην έρημο) αλλά το μάννα;» (Χ). Ή λιγότερο πιθανή ερμηνεία «διότι επιθυμούσαν πάρα πολύ αυτό λόγω της τυραννίας της κοιλιάς» (Χ). Και «επειδή ήταν δούλοι της κοιλιάς, ζητούσαν θαύμα, όπως ήταν αυτό των άρτων» (Θφ). Ή, πιο σωστά, διότι η παροχή του μάννα από τον ουρανό θεωρήθηκε ως το πιο έκτακτο θαύμα από όλα όσα έκανε ο Μωϋσής. Για αυτό το μάννα χαρακτηρίζεται ως «άρτος αγγέλων», και ο Ιώσηπος λέει για αυτό, ότι «η τροφή ήταν θεία και παράδοξη» (Ιουδ. Αρχ. ΙΙΙ 1,6)(β).
(3)   Στο Ψαλμ. οζ 24. Δες και Εξ. ιστ 4 και 15.
(4)   Έτσι χαρακτηρίζεται και στα παραπάνω χωρία. Πιθανώς εδώ οι Ιουδαίοι αντιθέτουν αυτό με την διατροφή των 5000 με άρτους, οι οποίοι δεν ήταν από τον ουρανό αλλά από τη γη· με άρτους συνηθισμένους, κρίθινους, τους οποίους όλοι γνώριζαν και είχαν γευτεί (β). Από τον ουρανό, όχι ως πνευματική τροφή, αλλά ως τροφή που παράχθηκε με ουράνια υπερφυσική θεία ενέργεια (δ). Η διατροφή με το μάννα ήταν αξιομνημόνευτο και αξιοθαύμαστο παράδειγμα της δύναμης και αγαθότητας του Θεού, που συχνά αναφέρεται για δόξα Του (Νεεμ. θ 15,20,21). Όμως δες πώς τώρα ο λαός αυτός διαστρέφει αυτό και χρησιμοποιεί αυτό για απιστία και για όλεθρό του! Το προβάλλουν για να μειώσουν την αξία του θαύματος της διατροφής των 5000 και να βρουν στηρίγματα της απιστίας τους. Είναι σαν να του έλεγαν· Εσύ διέθρεψες κάποιες χιλιάδες, αλλά ο Μωϋσής διέθρεψε εκατοντάδες χιλιάδες. Εσύ διέθρεψες τις χιλιάδες αυτές μία φορά, αλλά ο Μωϋσής διέθρεψε τις δικές του χιλιάδες για 40 ολόκληρα χρόνια· Εσύ έδωσες τροφή από τη γη, κρίθινο άρτο και ψάρια από τη θάλασσα, ενώ ο Μωϋσής έθρεψε το λαό του με άρτο ουράνιο.

Ιω. 6,32 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν(1) λέγω ὑμῖν, οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν ἄρτον(2) ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(3), ἀλλ᾿ ὁ πατήρ μου δίδωσιν(4) ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὸν ἀληθινόν(5).
Ιω. 6,32 Είπε, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς• “σας διαβεβαιώνω, ότι ο Μωϋσής δεν σας έδωσε τον αληθινόν και αιώνιον άρτον εκ του ουρανού, αλλά υλικόν, προεικόνισμα και τύπον του πνευματικού άρτου. Ο Πατήρ μου όμως σας δίδει τώρα και τον αληθινόν πνευματικόν άρτον από τον ουρανόν.
(1)   Η βεβαίωση αυτή έχει ειδικά στο χωρίο αυτό μεγάλη δύναμη, αφού οι Ιουδαίοι πρόβαλλαν σε αυτόν τη φράση «όπως είναι γραμμένο» του προηγούμενου σ. (b). Γράφει εκείνο η Γραφή, αλλά και εγώ σας βεβαιώνω. Εξηγείται όμως ο ιδιαίτερος αυτός τόνος της βεβαίωσης λόγω της αντίθεσης, η οποία πρόκειται να εμφανιστεί ανάμεσα στην διδασκαλία του Ιησού για τον αληθινό ουράνιο άρτο και στην εκδοχή των Ιουδαίων για το πώς δόθηκε (g).
(2)   Υπάρχουν δύο ερμηνείες που καταλήγουν στο ίδιο. Ή: Δεν έδωσε ο Μωϋσής στους πατέρες σας το μάννα· και το μάννα δεν ήταν ο πραγματικός από τον ουρανό άρτος, ο οποίος δεν χάνεται (b).
«Ο Μωϋσής, εκτελεστής μεν βεβαίως δεν ήταν κανενός από τα θαύματα αυτός ο ίδιος, αλλά μάλλον ήταν υπηρέτης και βοηθός των όσων ήθελε να κάνει για ωφέλεια εκείνων που είχαν ανακληθεί από τη δουλεία ο Θεός, που ήταν ο χορηγός των αγαθών σε αυτούς» (Κ). Το μάννα το έδωσε στους πατέρες σας ο Θεός. Και ονομάζεται μεν αυτό με κάποια έννοια «άρτος από τον ουρανό», αλλά ο αληθινός από τον ουρανό άρτος δίνεται τώρα από τον πατέρα μου.
«Τον αληθινό άρτο δεν σας τον έχει δώσει ο Μωϋσής, αλλά όλα αυτά που έγιναν τότε ήταν τύποι αυτών που γίνονται τώρα… Ο άρτος εκείνος ήταν τύπος εμού που κατέβηκα από τους ουρανούς και τρέφω αληθινά και υπάρχω αληθινά» (Θφ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία «δεν ήταν από τον ουρανό το μάννα. Πώς λοιπόν λέγεται από τον ουρανό; Όπως ακριβώς λέει «πετεινά του ουρανού» και πάλι «Και βρόντησε από τον ουρανό ο Κύριος»» (Χ). «Ουρανό δηλαδή εκεί, είπε καταχρηστικά η Γραφή τον αέρα» (Ζ).
(3)   Πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το «τον άρτο» (=τον ουράνιο άρτο) παρά με το έδωσε («δεν έδωσε τότε στο γένος σας τον άρτο από τον κατά κυριολεξία ουρανό») (Ζ).
(4)   Ο ενεστώτας αντιτίθεται στον παρακείμενο ή αόριστο της προηγούμενης πρότασης. Δίνει τώρα και δίνει αυτόν συνεχώς (β) στους πιστούς όλων των γενεών. «Αναφέροντας όμως τον Μωϋσή, δεν έφερε σε αντίθεση τον εαυτό του με εκείνον, (διότι δεν τον προτιμούσαν ακόμη από τον Μωϋσή…), αλλά λέει ότι αντί για τον Μωϋσή έδωσε ο Πατέρας» (Χ).
(5)   Μπαίνει στο τέλος με έμφαση, για να τονίσει έντονα την πνευματική φύση του ουράνιου άρτου σε αντίθεση με το μάννα, το οποίο μολονότι υπήρξε τροφή που δόθηκε με θαύμα, όμως ήταν τροφή υλική (g). «Ονομάζει τον άρτο εκείνο (του μάννα) αληθινό, όχι διότι το θαύμα του μάννα ήταν ψεύτικο, αλλά επειδή ήταν τύπος» (Χ). «Δεν ήταν αυτό η αλήθεια» (αμ). «Άρτος αληθινός είναι αυτός που τρέφει τον αληθινό άνθρωπο που πλάστηκε κατ’ εικόνα του Θεού, με τον οποίο αυτός που τράφηκε γίνεται και καθ’ ομοίωση του Κτίστη» (Ω).

Ιω. 6,33 (1)ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ(2) ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(3) καὶ ζωὴν(4) διδοὺς τῷ κόσμῳ(5).
Ιω. 6,33 Διότι ο αληθινός άρτος του Θεού είναι αυτός, που κατεβαίνει από τον ουρανόν και δίδει ζωήν ατελεύτητον και αιωνίαν εις όλον τον κόσμον”.
(1)   Και ο σ. αυτός ερμηνεύτηκε με διάφορους τρόπους: Ή, υποκείμενο είναι ο άρτος και το «ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» είναι κατηγορούμενο. Ή, το «ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» δηλαδή ο Ιησούς είναι το υποκείμενο και ο άρτος του Θεού το κατηγορούμενο. Η πρώτη ερμηνεία προσδίδει γενική μάλλον έννοια στο σ. και συμφωνεί αυτό με το γεγονός, ότι ακόμη ο Κύριος δεν αποκάλυψε τον εαυτό του ως τον άρτο της ζωής, αλλά την αποκάλυψη αυτή την κάνει από το σ. 35. Επιπλέον έχει υπέρ της το ότι ο άρτος χαρακτηρίζεται ως αυτός που κατεβαίνει και όχι που κατέβηκε, όπως έπρεπε να μπει, εάν επρόκειτο ήδη από αυτόν τον σ. να καθορίσει τον εαυτό του ο Κύριος ως τον αληθινό άρτο. Πάντως και οι δύο ερμηνείες καταλήγουν στο ίδιο.
(2)   «Ο κατά κυριολεξία άρτος του Θεού, δηλαδή ο θεϊκός άρτος» (Ζ). Κάθε άρτος είναι δώρο του Θεού, αλλά ο κατ’ εξοχήν και που κυριολεκτικά μπορεί να ονομαστεί άρτος του Θεού, είναι αυτός που κατεβαίνει από τον ουρανό. Τέτοιος όμως άρτος δεν ήταν το μάννα (β).
«Διότι όντας όχι και λίγο αμαθείς, θεωρείτε ότι το μάννα είναι ο άρτος από τον ουρανό… Γιατί εκείνα ήταν τύποι των γενικότερων… Διότι δεν πρέπει να νομίσει βεβαίως κανείς ότι εκείνος ήταν πραγματικά ο άρτος από τον ουρανό», «ο οποίος καταγραφόταν σαν με σκιές με τη χορήγηση του μάννα στους παλαιότερους» (Κ). «Ο Χριστός είναι το μάννα, ο οποίος είναι από τη φύση του ζωή και ζωογονεί τα πάντα, ο οποίος είναι άρτος που τρέφει ψυχή και σώμα» (αμ).
(3)   Λέγεται τώρα γενικά, αλλά μόνο στο πρόσωπο του Κυρίου βρίσκει την πραγματοποίηση και επαλήθευσή του.
«Διότι αυτό ακριβώς που είναι για εμάς ο άρτος που προέρχεται από τη γη, που δεν αφήνει την αδύναμη φύση της σάρκας να καταφθείρεται, αυτό είναι και αυτός, ο οποίος με την ενέργεια του Πνεύματος δίνει στο πνεύμα ζωή… αλλά συγκρατεί και το ίδιο το σώμα σε αφθαρσία» (Κ). Το «αυτός που κατεβαίνει» σε χρόνο ενεστώτα δείχνει τη διαρκή ιδιότητα του Θεού Λόγου (δ). Η φράση επαναλαμβάνεται 7 φορές στο τμήμα αυτό (στους σ. 33,38,41,42,50,51,58), σαν μια άλλη μοναδική και θριαμβευτική επωδός, και περιλήφθηκε έπειτα και στο σύμβολο της Νικαίας («κατελθόντα εκ των ουρανών»)(β).
(4)   «Διότι απαλλάσσει από την αμαρτία και μας κάνει φίλους με το Θεό, και κοινωνούς θεία φύσης, και ελευθερώνει από την γέεννα και αξιώνει της βασιλείας… Διότι όλα αυτά είναι ζωή της αθάνατης ψυχής» (αμ).
(5)   Αυτού του άρτου «προσόν είναι το ότι μπορεί να τρέφει όλη την οικουμένη και να χαρίζει ολοκληρωτικά στον κόσμο τη ζωή» (Κ). «Όχι στους Ιουδαίους μόνο, αλλά σε όλη την οικουμένη. Για αυτό και δεν είπε απλώς τροφή, αλλά μία άλλη ζωή και διαφορετική, και είπε αυτό επειδή όλοι ήταν νεκρωμένοι» (Χ).

Ιω. 6,34 εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· Κύριε(1), πάντοτε(2) δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον τοῦτον(3).
Ιω. 6,34 Επειτα, λοιπόν, από αυτά και χωρίς να τα εννοήσουν, του είπαν• “Κυριε, δος μας πάντοτε αυτόν τον άρτον”.
(1)   Μιλούν με κάποιο σεβασμό (b). Και αυτό διότι «ακόμα το βλέμμα τους είναι στραμμένο στα κάτω… και εφόσον υποπτεύονταν ότι πρόκειται για υλικό τραπέζι, έτρεχαν» (Χ). «Και ακούγοντας για άρτο που δίνει στον κόσμο ζωή, ακόμα φαντάζονται τον γήινο, μιας και είχαν για Θεό τους την κοιλιά» (Κ). Δεν εκδηλώθηκε ακόμα έντονα η διαφωνία τους με τον Ιησού, αλλά παρεξηγώντας τα λόγια του και νομίζοντας ότι μιλούσε για υλική τροφή, παρακαλούν αυτόν να δώσει σε αυτούς τον άρτο (ο). «Θα βρεις βέβαια τον λόγο αυτό να μοιάζει πολύ με το λόγο εκείνης της Σαμαρείτιδας γυναίκας… (την οποία ο Κύριος) τη δίδαξε για τα πνευματικά νερά… και αυτή αφήνοντας τη νοητή πηγή… γλιστρά προς τη χορηγία του αισθητού νερού» (Κ). Παρ’ όλα αυτά στο τέλος και η Σαμαρείτις και οι συμπολίτες της πίστεψαν στο Χριστό, ενώ αυτοί με τους οποίους μιλά τώρα σκανδαλίστηκαν και απίστησαν και ως προς αυτό η συμπεριφορά τους υπήρξε τελείως διαφορετική από εκείνων (ο).
(2)   Όπως άλλοτε και ο Μωϋσής το μάννα. Ζητούν διαρκή προμήθεια ουράνιου άρτου. «Δώσε μας πάντοτε αυτόν τον άρτο, λένε, όχι μία ημέρα ούτε δύο» (Θφ).
(3)   Για τον οποίο λες ότι δίνει ζωή στον κόσμο και ο οποίος είναι ανώτερος από το μάννα (β).

Ιω. 6,35 εἶπε δὲ αὐτοῖς(1) ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς(2)· ὁ ἐρχόμενος(3) πρός με οὐ μὴ(4) πεινάσῃ(5), καὶ ὁ πιστεύων(3) εἰς ἐμὲ οὐ μὴ(4) διψήσῃ(5) πώποτε.
Ιω. 6,35 Τοτε τους είπε ο Ιησούς• “εγώ είμαι ο άρτος της ζωής . Εκείνος που έρχεται κοντά μου, ποτέ δεν θα πεινάση πνευματικώς και εκείνος που πιστεύει εις εμέ, ποτέ δεν θα διψάση.
(1)   Εξηγεί τα παρερμηνευμένα λόγια του και μιλά ήδη με τρόπο σαφή, ξεκάθαρο και ο οποίος δεν επιδέχεται παρεξήγηση (ο).
(2)   «Ο οποίος παλαιά μεν είχα προαναγγελθεί με υπόσχεση σε εσάς και υποδηλωνόμουν υπό μορφή τύπου, ενώ τώρα είμαι παρών και εκπληρώνω την υπόσχεση που χρωστούσα» (Κ). «Ο άρτος ο ζωντανός, που δίνει αιώνια ζωή» (Ζ). «Όχι άρτος σωματικός, που περικόπτει μόνο τα πάθη από την πείνα και απαλλάσσει το σώμα από την εδώ φθορά του, αλλά που αναπλάθει όλο γενικά το πλάσμα προς αιώνια ζωή» (Κ). Ο λόγος τώρα είναι γενικός και δεν αναφέρεται ειδικά στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, για το οποίο μιλά ξεκάθαρα από το σ. 51 και εξής. Δεν θα ερμηνεύσουμε λοιπόν: «Υπαινίσσεται βέβαια με αυτά την μέσω της αγίας σάρκας ζωή και χάρη, με την οποία εισάγεται μέσα μας το ιδιαίτερο γνώρισμα του Μονογενούς, δηλαδή η ζωή»· δηλαδή την «ευλογία με την μετάληψη της αγίας σάρκας και του αίματος» (Κ)·
Aλλά θα ερμηνεύσουμε γενικότερα με έννοια που περιλαμβάνει και την από τη θεία ευχαριστία ευλογία και ζωή, όχι όμως και μόνο αυτήν. Δηλαδή:
«Πρώτα μιλά για τη θεότητά του λέγοντας «Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής»· διότι δεν ειπώθηκε αυτό για το σώμα του, διότι για εκείνο μιλά προς το τέλος» (Χ).
«Ο άρτος από τον ουρανό, δηλαδή ο Χριστός που μας τρέφει για μακραίωνη ζωή και με τη χορηγία του Πνεύματος και με την κοινωνία της δικής του σάρκας» (Κ) και με τη διδασκαλία και με όλη τη σχέση με αυτόν.
«Ο Κύριος έχει ονομαστεί άρτος… σύμφωνα με την πρόχειρη εξήγηση επειδή έγινε για όλους τροφή σωτηρίας, ενώ ως προς τη μυστική έννοια, επειδή ένωσε και καθάρισε τη ζύμη του ανθρώπινου μίγματος, και αφού κατά κάποιο τρόπο το έψησε με τη φωτιά της θεότητάς του, έγινε μαζί με αυτήν ένα πρόσωπο και μία υπόσταση που προσκυνείται» (Ι). Η φράση άρτος της ζωής έχει διπλή έννοια, δηλαδή ο άρτος που έχει μέσα του ζωή και ο άρτος που μεταδίδει ζωή (τ).
Είναι ο Κύριος για τις ψυχές ό,τι και ο υλικός άρτος για τα σώματα. Τρέφει και ενισχύει την πνευματική ζωή ο Κύριος, όπως ο υλικός άρτος την σωματική ζωή. Τα σώματά μας θα μπορούσαν να ζήσουν χωρίς τροφή ευκολότερα, παρά οι ψυχές μας χωρίς το Χριστό. Διότι ο υλικός άρτος από μόνος του είναι κάτι νεκρό και τρέφει το σώμα χάρις στις ζωτικές δυνάμεις, τις οποίες αυτό έχει. Ο Χριστός όμως είναι από μόνος του ζωντανός άρτος και τρέφει τις ψυχές με τη δική του δύναμη, μεταδίδοντας αμέσως ζωή σε αυτές.
(3)   Με το μεν «ερχόμενος» δηλώνεται η πρώτη πράξη, με την οποία πλησιάζει κάποιος προς το Χριστό, η συναίσθηση της προσωπικής ενοχής. Ανταποκρίνεται στην αποδοχή της κλήσης που έγινε με το «έλα και δες» από τον Φίλιππο στο Ναθαναήλ. Με το δε «πιστεύων» δηλώνεται η με σπουδή και κάθε εμπιστοσύνη προσοικείωση του Κυρίου που αναγνωρίστηκε ως άρτος της ζωής. Και προς αυτήν ανταποκρίνεται η ομολογία του Ναθαναήλ και η παραμονή του κοντά στον Κύριο (g,β). Η έλευση αυτή είναι το άνοιγμα της καρδιάς και της διάνοιας στο χαρμόσυνο μήνυμα, το οποίο ο Κύριος φέρνει και το οποίο προβάλλει αυτόν σε εμάς ως Σωτήρα μας και Λυτρωτή. Η έλευσή μας προς αυτόν είναι κίνηση πόθου και διάθεσης για να τον εγκολπωθούμε (τ).
(4)   Με έκτακτη έμφαση εκφέρεται η άρνηση (g).
(5)   Το «πεινάσει» αναφέρεται στο συναίσθημα της ασθένειας και της ηθικής αδυναμίας· το «διψάσει» στην ταραχή της συνείδησης και της καρδιάς. Με τον χορτασμό της πείνας δηλώνεται λοιπόν η νέα δύναμη και ενίσχυση, την οποία παίρνει αυτός που πιστεύει, ενώ με την ικανοποίηση της δίψας η ειρήνη της συνείδησης και η ανάπαυση της καρδιάς (g).
Ή, πιο σωστά, οι πνευματικές ανάγκες, που φωνάζουν στην ψυχή καθενός από εμάς ζητώντας ικανοποίηση, εκφράζονται με τη διπλή εικόνα της πείνας και της δίψας και από εδώ λοιπόν υπονοείται, ότι ο Χριστός δεν είναι μόνο ο άρτος της ζωής, αλλά και ο χορηγός του ζωντανού νερού (μ). «Και με τα δύο δηλώνεται η αιώνια εκείνη επάρκεια, στην οποία δεν υπάρχει κάποια ανάγκη» (Αυ).

Ιω. 6,36 ἀλλ᾿ εἶπον(1) ὑμῖν ὅτι καὶ ἑωράκατέ με(2) καὶ οὐ πιστεύετε(3).
Ιω. 6,36 Αλλά σας είπα, ότι σεις, αν και είδατε εμέ και τα έργα μου, εν τούτοις δεν πιστεύετε, ότι εγώ είμαι ο Μεσσίας.
(1)   Πότε είπε; Ή, αναφέρεται σε περίσταση που αποσιωπάται στην ευαγγελική αφήγηση (Alford)· «ειπώθηκε μεν, αλλά δεν γράφτηκε» (Ζ). Ή, αναφέρεται στα λόγια στο σ. 26= είδατε θαύματα, αλλά δεν έρχεστε διότι πιστέψατε σε εμένα, αλλά διότι φάγατε άρτους (b,g).
(2)   «Υπαινισσόμενος τα θαύματα και τη μαρτυρία των Γραφών για τον εαυτό του, λέει: Με έχετε δει» (Χ). «Διότι είδαν, είδαν τον Κύριο να είναι Θεός από τη φύση του, όταν με πέντε κρίθινους άρτους και δύο ψάρια που κομμάτιασε έθρεψε το πλήθος που προσερχόταν σε αυτόν» (Κ). «Έχετε γνωρίσει ποιος είμαι και από τη μαρτυρία του Ιωάννη και από τα θαύματα που έκανα και από τη μαρτυρία των γραφών, τις οποίες ανέπτυξα σε εσάς» (Ζ). Είδαν αυτόν να φέρνει δείγματα του Μεσσιακού του αξιώματος (G). Ο Ιησούς, αυτός και μόνος, είναι το πειστικότερο από όλα τα θαύματα. Είχαν δει αισθητά τη δύναμή του να εκδηλώνεται στη ζωή του και το έργο του και όμως αντί να οδηγηθούν στην πίστη, προβάλλουν πεισματική απιστία (μ).
(3)   «Όντας κακοί με τη θέλησή σας» (Ζ). «Δεν πιστεύουν, εξαιτίας της πώρωσης που σαν ομίχλη, λόγω της οργής του Θεού, έπεσε στο νου τους» (Κ).

Ιω. 6,37 (1)Πᾶν(2) ὃ δίδωσί μοι ὁ πατήρ(3), πρὸς ἐμὲ(4) ἥξει(5), καὶ τὸν ἐρχόμενον(6) πρός με οὐ μὴ(7) ἐκβάλω ἔξω(8)·
Ιω. 6,37 κάθε λογικόν πλάσμα, κάθε άνθρωπος που μου δίνει ο Πατήρ θα έρθη εις εμέ και θα γίνη μαθητής μου. Και εκείνον, που έρχεται εις εμέ, ποτέ δεν θα τον βγάλω έξω με περιφρόνησιν.
(1)   Αντιθέτει προς αυτούς που απιστούν, αυτούς που του δόθηκαν από τον Πατέρα του. Είναι σαν να έλεγε· Μη νομίσετε, ότι θα συμβεί και σε όλους, όσοι θα ακούσουν το ευαγγέλιό μου, ό,τι συμβαίνει τώρα με εσάς. Εσείς απιστείτε, αλλά υπάρχουν και άλλοι, οι οποίοι θα πιστέψουν (g). Με αυτά που λέει βεβαίως κάνει φανερό ότι αυτοί που απιστούν δεν είχαν εκλεγεί από τον Πατέρα.
«Ήταν αναγκαίο να προσθέσει και την αιτία που έφτασαν στην πώρωση, για να μάθουν ότι έπεσαν στην οργή του Θεού» (Κ). «Αυτό λοιπόν που υπαινίσσεται εδώ είναι σχεδόν το εξής· Δεν είναι τυχαίο πράγμα η πίστη σε μένα, αλλά χρειάζεται την ουράνια παρακίνηση» (Χ). «Εκείνοι θα πιστέψουν σε εμένα, τους οποίους μου δίνει ο Πατέρας» (Θφ).
(2)   Σε ουδέτερο γένος, διότι το λέει αφηρημένα, ως σύνολο και ως προορισμένη ενότητα (ο,g). Και αλλού στον Ιωάννη (σ. 39 και ιζ 2, Α΄Ιω. ε 4) για να δηλώσει πάντοτε αυτούς που έχουν γεννηθεί από το Θεό και δόθηκαν στον Υιό. Αυτών ιδανικό και τελικός σκοπός είναι «το να είναι όλοι ένα» (Ιω. ιζ 21), και πιθανότατα υποδηλώνεται η ενότητα αυτή με τη χρησιμοποίηση του ουδετέρου «παν» αντί για το αρσενικό «πάντες» (β).
Από την πλευρά της πρακτικής εφαρμογής αξιόλογη και η επόμενη εκδοχή. Κάθε τι που μου δίνει, δηλαδή τα πρόσωπα των εκλεκτών και κάθε τι που ανήκει σε αυτούς, όλες οι υπηρεσίες τους, όλα τα ενδιαφέροντά τους. Όχι μόνο όλα τα πρόσωπα, αλλά και όλα τα πράγματα «αυτά που είναι στους ουρανούς και όσα είναι στη γη» ανακεφαλαιώθηκαν στο πρόσωπο του Χριστού (Εφεσ. α 10) και συμφιλιώθηκαν «τα πάντα με αυτόν» (Κολ. α 20).
(3)   «Δίνει ο Πατέρας στον Υιό οδηγώντας αυτούς στο να τον πιστέψουν» (Ζ). «Δεν είναι τυχαίο πράγμα το να πιστέψει κάποιος σε εμένα, ούτε προέρχεται από ανθρώπινους λογισμούς, αλλά χρειάζεται και την ουράνια αποκάλυψη και ψυχή που με ευγνωμοσύνη δέχεται την αποκάλυψη» (Χ). «Αλλά ο Πατέρας εκείνους δίνει, των οποίων η προαίρεση είναι αγαθή» (Ζ). Οι πιστοί είναι δώρο του Θεού. Και αυτοί μόνοι μπορούν να έλθουν στον Υιό (χ).
(4)   Με έμφαση.
(5)   Όχι απλώς θα έλθει, αλλά «ἥξει», δηλαδή θα έλθει με ασφάλεια. Το ήκω έχει μέσα του και την έννοια του έφθασα ήδη και είμαι παρών (ο,g). Αυτό είναι προφητεία, εφόσον πολλοί από αυτούς, τη στιγμή που ο Χριστός έλεγε αυτά, δεν είχαν γεννηθεί ακόμα. Αυτοί έχουν εκλεχτεί από τον Πατέρα πριν δημιουργηθεί ο κόσμος. Θα είναι διασκορπισμένοι και αναμεμιγμένοι ανάμεσα στα έθνη. Κανείς όμως από αυτούς δεν θα ξεχαστεί. Ούτε ένας κόκκος από το σιτάρι του Θεού δεν θα χαθεί σύμφωνα με την υπόσχεση που δόθηκε στον Ωσηέ: «θα κοσκινίσω τους Ισραηλίτες ανάμεσα σε όλα τα έθνη… και δεν θα καταστραφεί τελείως ο Ισραηλιτικός λαός από τη γη» (Ωσηέ θ 9).
(6)   Είναι αντίστοιχο του «αυτό που μου δίνει ο Πατέρας» και εκφράζει τον ανθρώπινο παράγοντα και την ανθρώπινη ενέργεια.= Αυτός που θέλει και αυτός που έκανε την εκκίνηση να έλθει σε εμένα. Αυτό που στη λέξη «παν» περιλαμβάνεται ως ενότητα λέγεται εδώ ατομικά και το έργο της έλευσης όχι ως συντελεσμένο (όπως εκφράζει το ήξει) αλλά στην οδό της εκτέλεσης (ο,g).
(7)   Με έντονη έμφαση (β).
(8)   «Δεν θα αποκηρυχτεί, αλλά ούτε ως περιφρονημένος θα πεταχτεί έξω… αλλά θα μείνει στις ουράνιες μονές» (Κ). Εκφράζει μάλλον την αρνητική μορφή του προηγούμενου «θα έλθει προς εμένα» (g). Δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στη μέλλουσα κρίση και βασιλεία, αλλά πρέπει να συμπεριλάβει και την κρίση στην παρούσα ζωή.=Δεν θα αρνηθώ σε αυτόν τη χάρη μου (ο). «Δεν θα τον βγάλω ούτε εδώ έξω από τη σχέση με εμένα, ούτε εκεί έξω από την βασιλεία μου» (Ζ). Ο σιναϊτικός και ο κώδικας του Βέζα αποσιωπούν το έξω.
Υπάρχουν λόγοι να φοβόμαστε μήπως βγούμε έξω. Αποβλέποντας στην ασημαντότητά μας, στην αναξιότητά μας, στην αδυναμία μας του να προσέλθουμε σε αυτόν, θα περιμέναμε, ότι με κάθε δικαιοσύνη θα απέστρεφε το πρόσωπό του από εμάς και θα έκλεινε τις πόρτες του για να μην μπούμε κοντά του. Διώχνει όμως από τις ψυχές μας κάθε φόβο για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Και όταν λέει, ότι δεν θα μας βγάλει έξω, υπονοεί περισσότερες χάριτες και εύνοιες. Υπονοεί ότι και θα μας υποδεχτεί και θα μας δώσει όλα εκείνα, για τα οποία ήλθαμε προς αυτόν.

Ιω. 6,38 ὅτι(1) καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(2) οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν(3), ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με(4).
Ιω. 6,38 Διότι έχω κατεβή από τον ουρανόν και είμαι ως άνθρωπος εις την γην, όχι δια να πράττω το ιδικόν μου θέλημα, αλλά το θέλημα εκείνου, που με έστειλε.
(1)   Επιβεβαιώνει αιτιολογικά αυτά που ειπώθηκαν στον προηγ. σ. Το επιχείρημα που χτίζεται με αυτήν την αιτιολογία έχει την εξής έννοια: Εφόσον ήλθα στον κόσμο για να κάνω το θέλημα του Πατέρα μου, είναι λοιπόν επόμενο να μην βγάλω έξω αλλά να δεχτώ όλους εκείνους τους οποίους ο Πατέρας θα μου δώσει, διότι για να δίνει αυτούς σε εμένα, μου τους δίνει, διότι θέλει να τους δεχτώ και να τους σώσω (ο). «Μια κάποια λοιπόν απόδειξη και ολοκάθαρη βεβαιότητα ότι δεν θα εκδιωχτεί αυτός που προσέρχεται σε αυτόν, μάς παρέχει ο Χριστός με τα λόγια αυτά» (Κ).
(2)   Η ίδια φράση και στα Ιω. γ 13,στ 33,41,42,50,51,58. Δες και Αποκ. γ 12,ι 1,ιγ 13,ιστ 21,ιη 1,κ 1,9,κα 2,10. Ο Παύλος στο Α΄ Θεσ. δ 16 χρησιμοποιεί αυτήν για να δηλώσει την κατάβαση κατά την Δευτέρα παρουσία (β). Συνυπονοεί λοιπόν την αιώνια προΰπαρξη του Λόγου. «Όντας Θεός ακόμη και Λόγος γυμνός και χωρίς να έχει συνενωθεί με τη σάρκα έχει κατέβει από τον ουρανό» (Κ). «Έχει κατέβει από τον ουρανό όσον αφορά τη θεότητα» (Ζ). Ο παρακείμενος δείχνει ότι το αποτέλεσμα της κατάβασης διαρκεί ακόμη (δ).
(3)   Δες σ. 30. Ή, αναφέρεται στη θεία του φύση «Δεν το λέει σαν να είναι θέλημα του Υιού προσωπικό, διαφορετικό από το θέλημα του Πατέρα, αλλά σαν να μην είναι τέτοιο· και αυτό που βγαίνει ως συμπέρασμα είναι το εξής: Όχι για να κάνω το θέλημα που είναι δικό μου, διότι το δικό μου δεν είναι ξεχωριστό από το δικό σου, αλλά το κοινό θέλημα εμού και σου, οι οποίοι μία έχουμε τη θεότητα και συνεπώς και τη βούληση… Διότι ποιό είναι, λέει, το θέλημα του Πατέρα; Είναι τούτο· καθένας που πιστεύει στον Υιό να σώζεται και να επιτυγχάνει την τελική ανάσταση. Μήπως αυτό είναι μεν θέλημα του Πατέρα, δεν είναι όμως καθόλου του Υιού;» (Γ).
Ή, πιο σωστά, πρόκειται για το θέλημά του ως ανθρώπου, το οποίο υποτάχτηκε σε όλα και ταυτίστηκε με το θείο θέλημα. Έτσι «ήταν ανεπιθύμητος στο Χριστό ο θάνατος εξαιτίας και της σάρκας και της ατιμίας από το πάθος, επιθυμητός όμως, μέχρι που να φτάσει σε αίσιο τέλος για όλο τον κόσμο εκείνο που ήταν θέλημα του Πατέρα, δηλαδή η σωτηρία και ζωή όλων» (Κ).
(4)   Από αυτό αποδεικνύεται ότι η φράση και «το θέλημα το δικό μου» πρέπει να αποδοθεί στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου. Ήλθε ο Κύριος στη γη σαν ο άγγελος της μεγάλης βουλής, ως ο μέγας ιατρός του κόσμου και ως ο εξουσιοδοτημένος από το Θεό Λυτρωτής. Ο σκοπός της ζωής του ολόκληρης ήταν να δοξάσει το Θεό και να ευεργετήσει τους ανθρώπους. Ακριβώς για αυτό δεν απέβλεψε στην προσωπική του άνεση και ανάπαυση, αλλά όταν κλήθηκε να θυσιάσει τη ζωή του, μολονότι ως άνθρωπος αποστρεφόταν το θάνατο, υπέταξε το ανθρώπινο θέλημά του στο θέλημα του Θεού. Όχι όπως εγώ θέλω, είπε στη Γεθσημανή, αλλά όπως εσύ.

Ιω. 6,39 τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα(1) τοῦ πέμψαντός με πατρός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκέ μοι μὴ ἀπολέσω(2) ἐξ αὐτοῦ(3), ἀλλὰ ἀναστήσω αὐτὸ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ(4).
Ιω. 6,39 Το δε θέλημα του Πατρός, που με έστειλεν στον κόσμον, είναι ακριβώς τούτο, να μη χάσω κανέναν από όλους εκείνους που μου έχει δώσει, αλλά να αναστήσω αυτούς κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της δευτέρας παρουσίας μου.
(1)   Ο σ. αυτός εκφράζει σαφέστερα και περιληπτικότερα ποιο είναι το θέλημα του Πατέρα (ο)= Το θέλημα του Πατέρα μου είναι όχι μόνο να δεχτώ και να μην βγάλω έξω αυτόν που έρχεται προς εμένα, αλλά και να τον φυλάξω σώο μέχρι τέλους, μέχρι αυτήν την ανάσταση, οπότε πλέον δεν θα υπάρχει κίνδυνος να χαθεί (g). «Σωστά εξάρτησε και τα δύο από το θέλημα του Πατέρα του, λέγοντας ότι είναι θέλημά του και το να πιστέψουν όλοι σε αυτόν και το να αποκτήσουν, αφού πιστέψουν, μέσω αυτού την δωρεά» (Θμ).
(2)   «Δηλαδή, να μην χαθεί κάποιος από δική μου αιτία… Επομένως λοιπόν, αν κάποιος εκούσια βγει έξω και εκούσια χαθεί, το παθαίνει αυτό από δική του υπαιτιότητα. Διότι κανέναν δεν τραβά ο Θεός αναγκαστικά» (Ζ).
(3)   Από κάθε τι που ο Πατέρας μού έχει δώσει (b). Ούτε ένα ελάχιστο μέρος από αυτό να μην χαθεί. Υπάρχει καθορισμένος αριθμός ανθρώπων που δόθηκε από τον Πατέρα στον Ιησού Χριστό, για να φροντίζει για αυτούς και για να δοξάζουν αυτόν φέροντας το όνομά του. Δόθηκαν στον Ιησού ως κληρονομιά του και κατοχή του. Και θα κάνει για αυτούς ό,τι κάθε φορά η περίσταση απαιτεί. Θα διδάσκει αυτούς, θα τους θεραπεύει, θα πληρώνει τα χρέη τους, θα μεσιτεύει και θα συνηγορεί για αυτούς και θα προετοιμάζει αυτούς για την αιώνια ζωή. Είναι αυτοί οι εκλεκτοί του Θεού, προς τους οποίους στρέφεται ιδιαιτέρως η αγάπη του και τους οποίους εμπιστεύτηκε στα χέρια του Χριστού. Είναι οι πολλοί υιοί, τους οποίους ο Θεός και Πατέρας θέλει να οδηγήσει σε δόξα (Εβρ. β 9) και για τους οποίους βεβαίωσε ο Κύριος, ότι «δεν είναι θέλημα μπροστά στον πατέρα σας, να χαθεί ένας από τους μικρούς αυτούς» (Ματθ. ιη 14). Κανείς από αυτούς δεν πρέπει να χαθεί λόγω έλλειψης επαρκών λύτρων για εξαγορά του ή επαρκούς χάρης για αγιασμό του.
(4)   Της κτίσης δηλαδή. Η πρώτη ημέρα ήταν αυτή στην οποία δημιουργήθηκε το φως, ενώ η τελευταία θα είναι αυτή της φανέρωσης του αληθινού φωτός, του Σωτήρας μας που θα κρίνει τον κόσμο (δ). Αυτό είναι το έσχατο όριο, πέρα από το οποίο κανείς κίνδυνος δεν υπάρχει (b). Η βεβαίωση αυτή σαν κάποια μεγαλοπρεπής και βαρυσήμαντη επωδός επαναλαμβάνεται και στους σ. 40,44,54. Η φράση «έσχατη ημέρα» είναι χαρακτηριστική του Ιωάννη και συναντιέται και στο ια 24, ιβ 48, όπως και στο κεφάλαιο αυτό για να δηλώσει την ημέρα της κρίσης (β). «Ανάσταση λέει εδώ αυτήν που θα είναι για απόλαυση, όχι αυτήν που θα οδηγήσει στην τιμωρία» (Ζ). «Θα τους αναστήσω, το οποίο σημαίνει, θα τους αξιώσω λαμπρής ανάστασης» (Θφ).
Θα τον αναστήσω, αφού συντελεστούν σε αυτόν όλα όσα προηγούνται της ανάστασης, ώστε η ανάσταση να είναι η επισφράγιση και τελείωση της σωτηρίας του. Το σώμα είναι ένα τμήμα του ανθρώπου και συνεπώς αποτελεί και αυτό ένα μέρος της εξαγοράς και απολύτρωσης του Χριστού Περιλαμβάνεται και αυτό στις υποσχέσεις και για αυτό δεν θα χαθεί. Η αποστολή του Χριστού δεν αναφέρεται μόνο στο να μην χαθεί κάποιο πρόσωπο, αλλά και στο να μην χαθεί τίποτα από το πρόσωπο αυτό, ούτε κάποιο μέρος από αυτό, άρα λοιπόν ούτε το σώμα του. Και το έργο του Χριστού δεν θα ολοκληρωθεί παρά μόνο όταν θα συντελεστεί η ανάσταση, οπότε οι ψυχές και τα σώματα των αγίων θα συνενωθούν πάλι και θα μαζευτούν γύρω από το Χριστό, για να εμφανίσει και να παρουσιάσει αυτούς στον Πατέρα λέγοντας: Να εγώ και τα παιδιά, τα οποία μου έχεις δώσει (Εβρ. β 13).

Ιω. 6,40 τοῦτο δέ ἐστι(1) τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶς(2) ὁ θεωρῶν(3) τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων(4) εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον(5), καὶ ἀναστήσω αὐτὸν(6) ἐγὼ(7) τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
Ιω. 6,40 Και αυτό είναι το θέλημα εκείνου, που με έστειλε• δηλαδή κάθε ένας που βλέπει τον Υιόν και πιστεύει εις αυτόν να έχη ζωήν αιώνιον. Και εγώ θα τον αναστήσω ένδοξον κατά την μεγάλην ημέραν της κρίσεως.
(1)   Επαναλαμβάνει επιβεβαιώνοντας και συμπληρώνοντας αυτά που ειπώθηκαν στο σ. 39. «Κάνει σαφή τον ίδιο λόγο αναφέροντάς τον συνεχώς» (Ζ). Και «εξηγεί ολοκάθαρα ποιος θα μπορούσε να είναι ο τρόπος της οδήγησης προς αυτόν, και ποιο θα είναι το κέρδος που θα έχουν κάποιοι από την προσέλευση κοντά του» (Κ). Η κύρια διαφορά μεταξύ των σ. 39 και 40 είναι, ότι στον τελευταίο τονίζεται η υποκειμενική πράξη του ανθρώπου ως κάποιου που βλέπει και πιστεύει, ενώ στο σ. 39 η πράξη του Πατέρα που δίνει στον Υιό τους δικούς του (g).
(2)   Προτιμά το αρσενικό αντί για το ουδέτερο «παν», το οποίο ειπώθηκε στο σ. 39, επειδή η πίστη είναι πράξη ατομική, ενώ το «παν» εκφράζει σύνολο (g).
(3)   «Με τα μάτια της ψυχής» (Ζ). Αναφέρεται σε βαθύτερη και εσωτερικότερη όραση. Σημαίνει πράξη περισσότερο προσεκτική από όσο το απλό «βλέπω» (g). Βλέπει αυτόν με μάτι πίστης, με την οποία πλησιάζουμε για να γνωρίσουμε καλά και να εγκολπωθούμε τη διδασκαλία του ευαγγελίου, που αναφέρεται στον Υιό και η οποία γνωρίζει αυτόν σε εμάς. Βλέπει αυτόν, όπως έβλεπαν άλλοτε στο χάλκινο φίδι οι Ισραηλίτες που είχαν δαγκωθεί από τα φίδια.
(4)   Η πιο εσωτερική και προσεκτική όραση πρέπει να γίνει και πίστη. Το «βλέπει και πιστεύει» λοιπόν, είναι το τελείως αντίθετο από το «και με έχετε δει και δεν πιστεύετε» που ειπώθηκε στο σ. 36.
(5)   Και πριν την τελευταία ημέρα, την οποία αναφέρει ευθύς αμέσως (b). Η ζωή αυτή είναι η από τώρα κοινωνία με το ζωντανό Θεό της οποίας συνέπεια είναι η ανάσταση (δ). Αρχίζει λοιπόν από τον παρόντα βίο.
(6)   «Συνεχώς μιλά για την ανάσταση, για να μην κρίνουν την πρόνοια του Θεού μόνο από τα παρόντα πράγματα, και για να δείξει ότι και αν ακόμα δεν πάρουν εδώ, να μην γίνουν για αυτό πιο ράθυμοι, αλλά να προσδοκούν τα μελλοντικά και μία άλλη ζωή» (αμ).
(7)   Με έμφαση. Σαν να λέει ότι αναλαμβάνω εγώ την υποχρέωση να τον αναστήσω (g).

Ιω. 6,41 (1)Ἐγόγγυζον(2) οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ἐγώ εἰμι(3) ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ,
Ιω. 6,41 Εγόγγυζαν τότε αναντίον του οι Ιουδαίοι, διότι είπε, εγώ είμαι ο άρτος που έχω κατεβή από τον ουρανόν.
(1)   Νέο τμήμα του διαλόγου αρχίζει (σ. 41-51), χωρίς να υποδηλώνεται, ότι παρεμβλήθηκε νέος κύκλος συνομιλητών. Αυτοί με τους οποίους ο Κύριος συνομιλεί, καθορίζονται τώρα ως οι Ιουδαίοι. Και θεωρήθηκε από κάποιους, ότι ήταν οι αρχηγοί της συναγωγής της Καπερναούμ ή οι απεσταλμένοι του συνεδρίου, οι οποίοι είχαν σταλθεί για να παρακολουθήσουν τα λόγια και τα έργα του Ιησού (Μάρκ. ζ 1). Τα συμφραζόμενα όμως δείχνουν, ότι μάλλον ήταν Γαλιλαίοι (δες σ. 24,42). Ονομάζονται λοιπόν Ιουδαίοι όχι ως κάτοικοι της Ιουδαίας, αλλά ως Ιουδαίοι στο φρόνημα και την καταγωγή, με τη γενικότερη έννοια της ονομασίας (β).
(2)   Επέκριναν μεταξύ τους με κακή διάθεση. Ούτε εδώ ούτε στο ζ 32 δηλώνει το ρήμα εκδηλωμένη εχθρότητα (β). Πρόκειται μάλλον για δυσμενείς ψιθύρους και κάποιου είδους αγανάκτηση που περιοριζόταν σε ιδιωτικούς κύκλους (g).
«Διότι ακόμα τον σέβονταν διότι ήταν πρόσφατο το θαύμα των άρτων. Για αυτό φανερά μεν δεν διαφωνούσαν, αλλά με το ότι γόγγυζαν φανέρωναν, ότι αγανακτούσαν» (Χ). Αυτών όμως των γογγυσμών, όπως φαίνεται από το σ. 43, έλαβε γνώση ο Κύριος είτε διότι έφτασαν μέχρι τα αυτιά του, είτε με την υπερφυσική του γνώση (ο). Ο γογγυσμός των Ιουδαίων εδώ ανταποκρίνεται στο γογγυσμό των πατέρων τους στην έρημο. Διασώζουν πλήρη τη διαδοχή της απιστίας (χ).
(3)   Δεν σκανδαλίστηκαν κυρίως, όπως φαίνεται και από το σ. 34, από την ιδέα του άρτου που κατεβαίνει από τον ουρανό, αλλά από το ότι ανακήρυττε τον εαυτό του άρτο που κατέβηκε από τον ουρανό, το οποίο υπονοούσε, ότι ο Ιησούς δεν έμοιαζε κατά τον τρόπο της γέννησης με τους υπόλοιπους ανθρώπους (β). «Σκανδαλίζονταν με αυτόν, βλέποντας από τη μία τη μητέρα του, αλλά ακούγοντας από την άλλη ότι έχω κατέβει από τον ουρανό» (Θφ).

Ιω. 6,42 καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός(1) ἐστιν Ἰησοῦς ὁ υἱὸς Ἰωσήφ, οὗ ἡμεῖς(2) οἴδαμεν(3) τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα; πῶς οὖν λέγει οὗτος(4) ὅτι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβέβηκα(5);
Ιω. 6,42 Και έλεγαν• “δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, του οποίου ημείς γνωρίζομεν τον πατέρα και την μητέρα; Πως, λοιπόν, λέγει ότι έχει κατεβή από τον ουρανόν;”
(1)   Μπαίνει μπροστά με έμφαση με κάποια περιφρόνηση.
(2)   Σαφώς φαίνεται από αυτό, ότι ο Ιωάννης παίρνει ως Γαλιλαίους αυτούς που συνομιλούσαν με τον Ιησού. Μία τέτοια επίκριση αναφέρουν και οι συνοπτικοί (Μάρκ. στ 3,Ματθ. ιγ 55,Λουκ. δ 22), ότι έγινε στη συναγωγή της Ναζαρέτ νωρίτερα. Αλλά η επίκριση αυτή φαίνεται να έγινε επανειλημμένα και ο Ιωάννης εδώ αναφέρει κάποια μεταγενέστερη περίπτωση (β).
(3)   Έχουμε προσωπική γνωριμία ή μάλλον γνωρίζουμε για αυτούς. Ο Ιωσήφ είχε πεθάνει, αλλά η ανάμνησή του παρέμενε (b). Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ιωάννης παραθέτει τα λόγια των Ιουδαίων χωρίς να θεωρήσει αναγκαίο να παρεμβάλλει κάποια παρατήρηση επανορθωτική αυτής της πλάνης. Ήταν αυτό περιττό τελείως για τους Χριστιανούς αναγνώστες του ευαγγελίου, οι οποίοι ήταν επαρκώς πληροφορημένοι από το προφορικό αποστολικό κήρυγμα (β).
(4)   Σε εμάς, οι οποίοι τον γνωρίζουμε καλά. «Λόγω της σαρκικής μητέρας του νόμιζαν ότι είναι αδύνατον να έχει κατεβεί από τον ουρανό, ή επειδή έβλεπαν αυτό που φαινόταν, σκανδαλίζονταν μη καταλαβαίνοντας την φύση του που δεν μπορεί να οριστεί» (αμ).
(5)   Μπαίνει μπροστά το «από τον ουρανό» με έμφαση, διότι αυτό κυρίως αποτελούσε το απίστευτο για τους Ιουδαίους (β). Καθόλου παράδοξο, αν αυτοί παρουσιάζονται να αγνοούν την υπερφυσική σύλληψη του Κυρίου. Δεν επρόκειτο μόνο για γεγονός που σημειώθηκε κατ’ ιδίαν πριν από 30 ολόκληρα χρόνια, αλλά και για μυστήριο, το οποίο η παρθένος με πολλή φροντίδα έκρυβε και από τον ίδιο τον μνηστήρα της και το οποίο ασφαλώς δεν διακηρύχτηκε δημόσια (g).

Ιω. 6,43 ἀπεκρίθη οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς(1)· μὴ γογγύζετε μετ᾿ ἀλλήλων(2).
Ιω. 6,43 Απεκρίθη τότε ο Ιησούς και τους είπε• “μη γογγύζετε και μη με επικρίνετε μεταξύ σας. Ο γογγυσμός σας είναι αποτέλεσμα της απιστίας σας.
(1)   Ο Ιησούς δεν απαντά στην απορία και ένσταση για την ανθρώπινη καταγωγή του. «Και δεν τους μαλώνει, ούτε τους λέει· Δεν είμαι γιος του Ιωσήφ· όχι επειδή ήταν γιος του Ιωσήφ, αλλά επειδή δεν μπορούσαν ακόμα να ακούσουν για την θαυμαστή εκείνη γέννηση… Και δεν τους το αποκάλυψε έτσι ώστε να μην δημιουργήσει άλλο σκάνδαλο τη στιγμή που αναιρούσε άλλο σκάνδαλο» (Χ). «Διότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν την ανέκφραστη γέννηση από την Παρθένο. Αν όμως η διάνοιά τους δεν μπορούσε να χωρέσει την κατά σάρκα γέννηση, πολύ περισσότερο την προαιώνια από τον Πατέρα» (Θφ).
(2)   Τίποτα ωφέλιμο δεν θα προερχόταν σε αυτούς από αυτούς τους γογγυσμούς. Αποτρέποντας λοιπόν αυτούς από το να γογγύζουν, τονίζει σε αυτούς ότι έχουν ανάγκη τον θείο φωτισμό για να τον πλησιάσουν (β). Και χρειάζεται λοιπόν πρωτίστως να γίνουν διδακτοί Θεού, για να κατανοήσουν την υπερφυσική γέννησή του (g). Ο Ιησούς έχει ανάγκη πριν ακόμη απομακρύνει την πλάνη από τις διάνοιές τους, να νικήσει τελείως τη διεστραμμένη διάθεση αυτών που είχαν έτσι πλανηθεί (b). Εάν πάλι δεχτούμε, ότι οι γογγυσμοί αυτοί δεν εκδηλώθηκαν πιο δημόσια, αυτός ο έλεγχος του Ιησού υποδήλωνε σε αυτούς τις θείες του ιδιότητες.
«Με εκείνα με τα οποία γνωρίζει, ως Θεός, και αυτό που ψιθυρίστηκε κρυφά και έχει ανεβεί στο νου τους, με αυτά τα ίδια τούς αφήνει να καταλάβουν, ότι ξεφεύγουν από την αλήθεια» (Κ).

Ιω. 6,44 οὐδεὶς(1) δύναται ἐλθεῖν πρός με(2), ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ(3) αὐτόν, καὶ ἐγὼ(4) ἀναστήσω(5) αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
Ιω. 6,44 Κανείς δεν ημπορεί να έλθη με πίστιν κοντά μου, εάν ο Πατήρ που με απέστειλε, δεν τον προσελκύση με την θείαν χάριν. Και εγώ αυτόν θα τον αναστήσω κατά την μεγάλην ημέραν της κρίσεως.
(1)   Ο σ. αυτός είναι αντίστοιχος του σ. 37. Επαναλαμβάνεται και πάλι η ίδια αλήθεια, προκειμένου να τονιστεί αυτή για τη σπουδαιότητά της (ο). Επιπλέον η αλήθεια που εκφράστηκε γενικά στο σ. 37, μερικεύεται κάπως εδώ εφαρμοζόμενη στην περίπτωση του σκανδαλισμού και γογγυσμού των συνομιλητών του Ιησού. Το «κανείς» του παρόντος σ. αποτελεί την αντίθεση του «παν» στο σ. 37 (g). Τονίζονται λοιπόν εδώ τα εμπόδια, τα οποία παρεμβάλλονται στην οδό που οδηγεί προς τον Ιησού. Οπότε η σύνδεση με τα προηγούμενα.= «Είναι λογικό που δεν πιστεύετε σε εμένα· διότι δεν ελκυστήκατε από τον Πατέρα μου επειδή είστε ανάξιοι» (Ζ). Ο ερχομός αυτών προς τον Ιησού θα επιτυγχανόταν «με τη θέληση του Πατέρα και την ουράνια βοήθεια, η οποία τους διευκολύνει την οδό για αυτά, και καθιστά κατά κάποιο τρόπο αυτήν λεία, η οποία οδός, επειδή αμάρταναν ασυγκράτητα, είχε καταστεί τραχιά» (Κ).
(2)   «Δηλαδή να πιστέψει σε εμένα» (Ζ). Να έλθει προς εμένα. Μετάνοια για τα αμαρτήματα που διαπράχθηκαν δημιουργεί επιστροφή και έλευση στο Θεό, άρα και προς τον Κύριο Ιησού, ως τον αρχηγό και σωτήρα μας και ως τη μόνη οδό που οδηγεί προς τον Πατέρα. Η επιστροφή και έλευση αυτή προϋποθέτει, ότι το ενδιαφέρον μας θα στραφεί προς το Χριστό και τα αισθήματά μας θα κατευθυνθούν εξ’ ολοκλήρου προς το πρόσωπό του. Αυτό αποτελεί την κίνηση της ψυχής, με την οποία αυτή έρχεται προς το Χριστό. Πρέπει να απομακρυνθούμε από όλα εκείνα, τα οποία αντιτίθενται στο Χριστό και διεκδικούν θέση στην καρδιά μας αντί αυτού.
(3)   Υπονοεί ένα είδος αντίστασης που προβάλλεται εκ μέρους αυτού που ελκύεται και συνεπώς ισχυρή ενέργεια δύναμης ηθικής εκ μέρους αυτού που ελκύει (β). Επιπλέον κάποιο είδος θέλγητρου που γεννιέται στις καρδιές των ελκυομένων, χάρις στο οποίο αυτοί στρέφονται με ενδιαφέρον προς τον Ιησού σαν σε κάποιο μαγνήτη που τους ελκύει (g).
Η έλξη δεν σημαίνει αναγκαστική βία πάνω στη θέληση, αλλά μεταβολή και αλλοίωσή της, ώστε ενώ μέχρι τώρα δεν θέλαμε, τώρα ελεύθερα υποτασσόμαστε και λαμβάνει νέα ώθηση η ψυχή μας στο να κλίνει προς τον Ιησού. Αυτό όμως δεν μπορεί να αποκληθεί φυσική ώθηση, διότι προέρχεται από σφαίρα που βρίσκεται πάνω από τη φύση. Αλλά εκείνος ο οποίος ενεφύσησε το πνεύμα του ανθρώπου σε αυτόν με τη δημιουργική του δύναμη και ο οποίος εμπνέει και μεταβάλλει τις καρδιές των ανθρώπων με την προνοητική επίδρασή του, γνωρίζει πώς να αναχωνεύσει την ψυχή και να μεταβάλλει τις διαθέσεις της και να συμμορφώσει αυτήν προς το θέλημά του, χωρίς διόλου να περιορίσει ή να παραβλάψει την ελευθερία της (Henry).
Η αντίσταση, που νικιέται από τον Πατέρα, που είναι εξ’ ολοκλήρου ηθικής φύσης, αποτελείται από την αποστροφή, την οποία ο φυσικός άνθρωπος αισθάνεται προς την αγιότητα. Η έλξη λοιπόν δημιουργείται με κάποιον εσωτερικό φωτισμό και ριζική μεταβολή των εσωτερικών διαθέσεων, με τα οποία η καρδιά αυτού που ελκύεται στρέφεται από τα γήινα στα ουράνια (ο). Αυτού του είδους η στροφή και αλλοίωση μόνο από το Θεό μπορεί να συντελεστεί.
«Αγγίζοντας δηλαδή τις καρδιές αυτών που δεν έχουν δόλο και πανουργία, αποκαλύπτει σε αυτούς τον Υιό» (Θφ).
«Το μυστήριο σχετικά με αυτόν (τον Ιησού) είναι θεοδίδακτο αγαθό στους ανθρώπους και η γνώση για αυτόν είναι έργο της ουράνιας χάρης, και λέει ότι δεν μπορεί κάποιος να φτάσει σε αυτόν, αν δεν ελκυστεί από τις νουθεσίες του Πατέρα» (Κ).
«Ο Πατέρας έλκει αυτούς που είναι αγαθοί στην προαίρεση, ενώ τους μοχθηρούς τους αφήνει. Αυτός ο λόγος δεν αναιρεί το αυτεξούσιο που υπάρχει σε εμάς, αλλά δείχνει ότι χρειαζόμαστε βοήθεια. Διότι ελκύεται όχι χωρίς τη θέλησή του, αλλά απολαμβάνοντας πολλή συμμαχία» (αμ).
«Όπως ακριβώς ο μαγνήτης, δεν έλκει όλα όσα πλησιάζει, αλλά μόνο τον σίδηρο, έτσι και ο Θεός, όλους μεν τους πλησιάζει, αλλά ελκύει αυτούς που δείχνουν κάποια αγαθή διάθεση προς αυτόν» (Θφ).
Η έλξη του Πατέρα δεν είναι κάποια μηχανική ώθηση, στην οποία η θέλησή μας παραμένει αδρανής. Η έλξη συντελείται, όπως λέγεται και στον επόμενο σ., με την επίδραση του λόγου που εισδύει στις καρδιές και τις διάνοιές μας. Δεν μπορούμε όμως να ακούσουμε, εάν δεν μιλήσει ο Πατέρας. Η πρωτοβουλία ανήκει σε αυτόν. Αλλά όταν μιλήσει και εμείς ακούσουμε, εξαρτάται πλέον και από εμάς να μάθουμε ή να μη μάθουμε (τ). Ο Θεός «θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν». Με την Πρόνοιά του, με το λόγο του στις άγιες Γραφές, με το Πνεύμα του καλεί τον καθένα από εμάς. Αφυπνίζει αόρατα τη συνείδησή μας για τις πνευματικές μας ανάγκες. Μας βάζει σκέψεις για το αιώνιο μέλλον μας. Δημιουργεί κάποιες αναλαμπές στα βάθη μας για υψηλότερη ζωή, την οποία μπορούμε και οφείλουμε να ζήσουμε. Είναι όμως γεγονός ότι βρισκόμαστε στο μέσο δύο μαγνητών που μας έλκουν αντίθετα. Μας έλκει η σάρκα από τη μία, και το Πνεύμα από την άλλη. Άφησε λοιπόν τον εαυτό σου να ελκυστεί από τον Πατέρα και έλα στο Χριστό ως δάσκαλό σου, ως Λυτρωτή σου, ως βασιλιά και Κύριό σου, ως πρότυπο και κανόνα του όλου βίου σου.
(4)   «Ο Υιός ανασταίνει, χωρίς να μοιράζεται τα έργα με τον Πατέρα, (διότι πώς είναι δυνατό;), αλλά δείχνει την ισοτιμία της δύναμης» (Χ).
«Διαβεβαίωνε επίσης κατά τρόπο χρήσιμο ότι θα αναστήσει από τους νεκρούς αυτόν που πιστεύει, παρουσιάζοντας πάλι και με αυτό τον εαυτό του στους ανόητους ότι είναι Θεός από τη φύση του και αληθινός… Διότι σε αυτόν που ζει ανήκει το να δίνει ζωή, και όχι σε εκείνον που δανείζεται τη χάρη από άλλον» (Κ).
(5)   Με αυτό σημαίνεται η πλήρης συντέλεση και η ολοκλήρωση της πνευματικής μεταβολής και σωτηρίας του ελκυόμενου.
«Οδηγεί λοιπόν ο Πατέρας με τη γνώση στον Υιό… και ο Υιός παίρνοντάς τους τούς ζωοποιεί και βάζοντας το δικό του αγαθό μέσα σε εκείνους που από τη φύση τους συνήθως οδηγούνται στη φθορά, και παραχώνοντας σαν σπινθήρα φωτιάς μέσα τους την ζωοποιό δύναμη του Πνεύματος, τούς μεταπλάθει εξ’ ολοκλήρου σε αθάνατους… και για να το πω έτσι, η δική μας σωτηρία είναι έργο της αγίας Τριάδας» (Κ).

Ιω. 6,45 ἔστι γεγραμμένον(1) ἐν τοῖς προφήταις(2)· καὶ(3) ἔσονται πάντες(4) διδακτοὶ Θεοῦ(5). πᾶς ὁ ἀκούων(6) παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν(6) ἔρχεται πρός με(7)·
Ιω. 6,45 έχει γραφή εις τα προφητικά βιβλία• Και όλοι όσοι πιστεύσουν στον Μεσσίαν, θα έχουν διδαχθή από τον Θεόν. Καθε ένας που ακούει την φωνήν του Πατρός μου και μανθάνει έτσι την αλήθειαν, έρχεται εις έμενα.
(1)   «Δεν αφήνει χωρίς μαρτυρία τον λόγο σχετικά με αυτό, αλλά δείχνει ότι αυτός έχει ήδη κηρυχτεί και προαναγγελθεί από πριν και από την αρχή μέσω των αγίων προφητών» και με κύρος αναγνωρισμένο από τους συνομιλητές του «αναιρεί από πριν τις αφορμές εκείνων που σκέπτονταν πάλι να προβάλλουν αντιρρήσεις» (Κ).
(2)   Παίρνει περιληπτικά ως ένα ενιαίο σύνολο τις συγγραφές των προφητών (δες Πράξ. ζ 42,ιγ 40 και Λουκ. ιη 31,κδ 44)(β).
(3)   Η παράθεση γίνεται μάλλον ελεύθερα από το Ησ. νδ 13 σύμφωνα με τους Ο΄ (β). Η ίδια ιδέα υπάρχει και σε άλλους προφήτες (Ιερεμ. λη 33-34,Ιωήλ β 28)(g).
(4)   Ή «όχι απλώς όλοι… αλλά εννοεί όλοι όσοι θέλουν. Διότι κάθεται ως διδάσκαλος όλων, έτοιμος να δώσει σε όλους τα δικά του, ξεχύνοντας σε όλους τη διδασκαλία του» (Χ). Ή, όλοι αυτοί που παραδίδονται στο Μεσσία και αποτελούν την κοινωνία του (g). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(5)   Αντιστοιχεί με το «θα ελκύσει αυτόν» του προηγούμενου σ.= Θεοδίδακτοι (Α΄Θεσ. δ 9). Δες και Φιλιπ. γ 15 για την ιδέα που εκφράζεται (β).
«Ο Θεός και Πατέρας θα κηρύξει στους άξιους το μυστήριο για αυτόν και θα αποκαλύψει τον Υιό του, μιλώντας κατά τρόπο ανέκφραστο στον καθένα και βάζοντας μέσα τους με τρόπο θεοπρεπή τη σύνεση για αυτά» (Κ).
«Αυτός που ακούει λοιπόν από τον Πατέρα, δηλαδή αυτός που δέχεται την αποκάλυψη του Πατέρα… αυτός έρχεται προς εμένα» (Θφ).
«Γιατί είπα αυτό, Ιουδαίοι; Ο Πατέρας δεν σας δίδαξε. Πώς λοιπόν μπορείτε να με γνωρίσετε; Διότι όλοι οι άνθρωποι της βασιλείας εκείνης θα γίνουν διδακτοί Θεού» (Αυ).
Για να πιστέψουμε λοιπόν στο Χριστό είναι αναγκαίο να διδαχτούμε από το Θεό. Λαμβάνει χώρα μέσα μας μία θεία αποκάλυψη, που φανερώνει σε εμάς ποιοι ήμασταν και γιατί πρέπει να πιστέψουμε στο Χριστό. Υπάρχουν αλήθειες, τις οποίες και η ίδια η φύση μάς διδάσκει. Για να οδηγηθούμε όμως στο Χριστό είναι αναγκαίος για εμάς ανώτερος φωτισμός. Επιπλέον είναι ανάγκη και περαιτέρω ο Θεός να ενεργήσει μέσα μας, κάνοντάς μας ικανούς να καταλάβουμε και να δεχτούμε τις αποκαλυπτόμενες αλήθειες και να πληροφορηθούμε για αυτές. Ο Θεός προικίζοντάς μας με το λογικό, μάς διδάσκει με αυτό πλουσιότερα από όσο διδάσκονται από τα ένστικτά τους τα κτήνη της γης. Παρέχοντας επιπλέον και το φωτισμό της πίστης, μάς διδάσκει με αυτόν ασύγκριτα περισσότερα από εκείνα, τα οποία ο φυσικός άνθρωπος μαθαίνει με το λογικό του. Έτσι όλα τα τέκνα της Εκκλησίας έχουν διδαχτεί από το Θεό και Αυτός έχει αναλάβει την εκπαίδευσή τους.
(6)   «Δεν αρκεί το να ακούσει, αλλά πρέπει να συνυπάρχει και το να μάθει» (Θφ). «Διότι το να ακούσει είναι κοινό σε όλους, αλλά το να μάθει ανήκει μόνο σε αυτούς που παραδίδουν τον εαυτό τους στη χάρη» (αμ). Εάν λοιπόν το ἀκούων εκφράζει την ενέργεια του Πατέρα, το μαθὼν εκφράζει τη συνεργασία της θέλησης αυτών που ελκύονται. «Δείχνει ότι η έλξη δεν είναι αναγκαστική ούτε βιαιότατη… Διότι όπου υπάρχει ακοή και μάθηση και το αγαθό από την εκπαίδευση, άρα είναι φανερό ότι η πίστη έρχεται από πειθώ και όχι αναγκαστικά» (Κ).
(7)   Δες στ 37.

Ιω. 6,46 οὐχ ὅτι(1) τὸν πατέρα τις ἑώρακεν(2), εἰ μὴ ὁ ὢν παρὰ τοῦ Θεοῦ(3), οὗτος ἑώρακε τὸν πατέρα(4).
Ιω. 6,46 Βεβαίως τον Πατέρα κανείς δεν τον έχει ίδει, ει μη μόνον εκείνος, που είναι σταλμένος από τον Θεόν, αυτός μόνος είδε τον Πατέρα.
(1)   Με αυτό, για να προλάβει παρεξήγηση, διατυπώνει κάποιον περιορισμό που διασαφηνίζει αυτά που ειπώθηκαν, «για να μην υπονοήσουν, μιας και είχαν υλικό φρόνημα, ότι με τρόπο αισθητό ακούει κάποιος από τον Πατέρα, βλέποντάς τον με τρόπο που πρέπει σε άνθρωπο, για αυτό λέει: όχι ότι κάποιος (είδε) τον Πατέρα…» (Ζ).
(2)   Το ότι ακούει κάποιος από τον Πατέρα, δεν συντελείται με άμεση προσωπική επικοινωνία με τον Πατέρα. Δεν σημαίνει ότι βλέπει τον Πατέρα. Μόνο ένας είδε τον Πατέρα (Ιω. α 18) και μόνο μέσω αυτού μπορεί κάποιος να δει τον Πατέρα (Ιω. ιδ 9)(β). Για αυτό είναι αναγκαίο να προσέλθει κάποιος στον Ιησού, διότι μόνος αυτός κατά τη θεία του φύση είδε το Θεό και μέσω αυτού μόνου μπορεί κάποιος να μετάσχει στη μακάρια ζωή του Θεού. Επειδή η όραση αποτελεί αμεσότερη αντίληψη από την ακοή, αποδίδεται αυτό στον Υιό, ενώ η ακοή στους πιστούς (β).
(3)   Αυτό λέγεται «όχι σύμφωνα με το λόγο της αιτίας, αλλά σύμφωνα με τον τρόπο της ουσίας» (Χ). «Μόνος αυτός βλέπει τον Πατέρα, επειδή προέρχεται από το Θεό· το «από τον Θεό», σκεπτόμενοι ορθά, θα το εκλάβουμε, για αυτόν και μόνο, ότι σημαίνει πως προέρχεται από την ουσία του Πατέρα» (Κ). Δεν σημαίνει λοιπόν απλώς αυτόν που στάλθηκε από το Θεό, αλλά «αυτόν που γεννήθηκε από το Θεό» (Ζ). Δες το «παρά πατρός» (Ιω. α 14), «από αυτόν είμαι» (ζ 29) «από τον πατέρα βγήκα» (ιστ 27 και ιζ 8)(β). Ο σιναϊτικός αντί για το «Θεού» εδώ γράφει «Πατρός» και αντί του «πατέρα» ακολούθως γράφει «Θεόν».
(4)   «Ο Λόγος ήταν με το Θεό» (α 1) και για αυτό έχει δει τον πατέρα. «Διότι έχει την ίδια ουσία και φύση και γνώση» (Ζ). «Το πώς όμως ή με ποιο τρόπο… θα δει αυτός τον Πατέρα… δεν είναι έργο της δικής μας γλώσσας να το πει· πρέπει όμως να το εννοήσουμε με τρόπο που αρμόζει στο Θεό» (Κ).

Ιω. 6,47 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν(1), ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ(2) ἔχει(3) ζωὴν αἰώνιον(4).
Ιω. 6,47 Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που πιστεύει εις εμέ έχει την αιώνιον ζωήν.
(1)   Διακήρυξε, ότι μόνος αυτός είδε τον Πατέρα και τώρα προσθέτει αλήθεια σπουδαιότατη, η οποία αποτελεί αναγκαία συνέπεια αυτής που διακηρύχτηκε προηγουμένως. Η ιδιαίτερη σχέση στην οποία βρίσκεται ο Κύριος με τον Πατέρα, σχέση χάρις στην οποία βλέπει τον Πατέρα, κάνει αυτόν ικανό να μας σώζει με την πίστη και μέσω αυτού μπορούμε και εμείς να δούμε τον Πατέρα (Ιω. ιδ 9)(ο,β).
(2)   «Και πιο πάνω είπε αυτό, λέγοντας· Έτσι ώστε καθένας που βλέπει τον Υιό και πιστεύει σε αυτόν να έχει ζωή αιώνια» (Ζ). Εδώ διακηρύττει την ίδια αλήθεια σαφέστερα.
(3)   Ενεστώτας. Όπου είναι ο άρτος της ζωής, υπάρχει ζωή· και πριν την έσχατη ημέρα (b).
(4)   Ο Κύριος επανέρχεται τώρα στο επίμαχο ζήτημα, που προκάλεσε τον γογγυσμό των Ιουδαίων, αφού προετοίμασε την οδό για αυτό (ο).

Η συνέχεια στην ανάρτηση "Η Ομιλία του Χριστού για την σάρκα και το αίμα Του"

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 216-233 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940


«Ἐγώ τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ, τούς δέ δοξάζοντάς με δοξάσω», λέγει ὁ Κύριος (πρβλ. Παρ. η΄ 17, Α΄ Βασιλ. β΄30).

Ὁ Θεός δοξάζεται μέ τούς Ἁγίους Του καί οἱ Ἅγιοι δοξάζονται ἀπό τόν Θεό.

Ἡ δόξα πού δίνει ὁ Θεός στούς Ἁγίους εἶναι τόσο μεγάλη, πού ἄν ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι τόν Ἅγιο ὅπως εἶναι, ἀπό τήν εὐλάβεια καί τό φόβο θά ἔπεφταν καταγῆς, γιατί ὁ σαρκικός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ν᾽ ἀντέξη τή δόξα τῆς οὐράνιας ἐμφανίσεως.

Μήν θαυμάζετε γι᾽ αὐτό. Ὁ Κύριος ἀγάπησε τόσο τό πλάσμα Του, ὥστε ἔδωσε Ἅγιο Πνεῦμα μ᾽ ἀφθονία στόν ἄνθρωπο, καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅμοιος μέ τό Θεό.

Γιατί, λοιπόν, ἀγαπᾶ ὁ Κύριος τόσο τόν ἄνθρωπο; Γιατί εἶναι ἡ Αὐτοαγάπη καί ἡ ἀγάπη αὐτή γνωρίζεται μόνο μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν Κύριο, τό Δημιουργό του, καί τό Ἅγιο Πνεῦμα γεμίζει μέ τή χάρη Του ὅλο τόν ἄνθρωπο: καί τήν ψυχή καί τό νοῦ καί τό σῶμα.

Ὁ Κύριος ἔδωσε στούς Ἁγίους τή χάρη Του κι ἐκεῖνοι Τόν ἀγάπησαν καί προσκολλήθηκαν ὁλοκληρωτικά σ᾽ Αὐτόν, γιατί ἡ γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ὑπερνικᾶ τήν ἀγάπη γιά τόν κόσμο καί τήν ὀμορφιά του.

Κι ἄν ἔτσι γίνεται στή γῆ, τότε στόν οὐρανό οἱ Ἅγιοι εἶναι ἀκόμα πιό πολύ ἑνωμένοι μέ τόν Κύριο μέ τήν ἀγάπη. Κι ἡ ἀγάπη αὐτή εἶναι ἀνείπωτα γλυκειά καί ἐκχύνεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα κι ὅλες οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις μ᾽ αὐτήν τρέφονται.

Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, καί τό Ἅγιο Πνεῦμα στούς Ἁγίους εἶναι ἀγάπη.

Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζεται ὁ Κύριος. Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα μεγαλύνεται ὁ Κύριος στούς οὐρανούς. Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα δοξάζουν οἱ Ἅγιοι τό Θεό καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα δοξάζει ὁ Κύριος τούς Ἁγίους καί αὐτή ἡ δόξα δέν ἔχει τέλος.

Σέ πολλούς φαίνεται πώς οἱ Ἅγιοι εἶναι μακριά μας. Ἀλλά μακριά εἶναι ἀπό ἐκείνους πού οἱ ἴδιοι ἀπομακρύνθηκαν, ἐνῶ εἶναι πολύ κοντά σ᾽ ἐκείνους πού τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ κι ἔχουν τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στούς οὐρανούς τά πάντα ζοῦν καί κινοῦνται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλά καί στή γῆ εἶναι τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό ζῆ στήν Ἐκκλησία μας, Αὐτό ἐνεργεῖ στά μυστήρια, Αὐτό πνέει στήν Ἁγία Γραφή, Αὐτό ζῆ στίς ψυχές τῶν πιστῶν. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἑνώνει τούς πάντες, καί γι᾽ αὐτό οἱ Ἅγιοι εἶναι κοντά μας. Κι ὅταν προσευχώμαστε σ᾽ αὐτούς, τότε ἀκοῦνε αὐτοί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τίς προσευχές, κι οἱ ψυχές μας αἰσθάνονται τήν πρεσβεία τους γιά χάρη μας.

Πόσο εὐτυχισμένοι καί καλότυχοι εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, πού μᾶς χάρισε ὁ Κύριος ζωή μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί εὐφραίνονται οἱ ψυχές μας. Πρέπει ὅμως νά φυλᾶμε μέ σύνεση τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί ἀρκεῖ κι ἕνας ἄσκοπος λογισμός γιά νά ἐγκαταλείψη τήν ψυχή, καί τότε στερούμαστε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐξαφανίζεται ἡ παρρησία ἀπό τήν προσευχή, χάνεται καί ἡ σίγουρη ἐλπίδα πώς θά λάβουμε αὐτό πού ἐπιζητοῦμε.

Οἱ Ἅγιοι ζοῦν σ᾽ ἄλλο κόσμο κι ἐκεῖ βλέπουν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τήν θεία δόξα καί τήν ὀμορφιά τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου. Ἀλλά μέ τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα βλέπουν καί τή ζωή καί τά ἔργα μας. Γνωρίζουν τίς θλίψεις μας κι ἀκοῦνε τίς θερμές προσευχές μας. Ζώντας στή γῆ διδάχτηκαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Κι ὅποιος ἀπέκτησε στή γῆ τήν ἀγάπη διαβαίνει μαζί της στήν αἰώνια ζωή στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπου ἡ ἀγάπη αὐξάνει ὡσότου γίνη τέλεια. Κι ἄν στή γῆ ἡ ἀγάπη δέν μπορῆ νά λησμονήση τόν ἀδελφό, πολύ περισσότερο στούς οὐρανούς οἱ Ἅγιοι δέν μᾶς λησμονοῦν καί δέονται γιά μᾶς.

Ὁ Κύριος χάρισε τό Ἅγιο Πνεῦμα στούς Ἁγίους, κι αὐτοί μᾶς ἀγαποῦν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Οἱ ψυχές τῶν Ἁγίων γνωρίζουν τόν Κύριο καί τήν ἀγαθοσύνη Του γιά τόν ἄνθρωπο, γι᾽ αὐτό καί καίγονται πνευματικά ἀπό ἀγάπη γιά τό λαό. Ὅσο ζοῦσαν στή γῆ, δέν μποροῦσαν ν᾽ ἀκούσουν νά γίνεται λόγος γιά ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, χωρίς πόνο στήν καρδιά, κι ἔχυναν δάκρυα στήν προσευχή τους γι᾽ αὐτούς. Τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ἐξέλεξε γιά νά προσεύχωνται γιά ὅλο τό κόσμο καί τούς ἔδωσε πηγές δακρύων. Τό Ἅγιο Πνεῦμα σκορπίζει στούς ἐκλεκτούς Του τόσο μεγάλη ἀγάπη, ὥστε οἱ ψυχές καίγονται ἀπό τήν ἐπιθυμία νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί νά δοῦν τή δόξα τοῦ Κυρίου.

Οἱ Ἅγιοι περιβάλλουν, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέ τήν ἀγάπη τους ὅλο τό κόσμο. Βλέπουν καί ξέρουν πώς ἀποκάναμε ἀπό τίς θλίψεις, πώς ξεράθηκαν οἱ καρδιές μας, πώς παρέλυσε ἡ ἀκηδία τίς ψυχές μας, καί γι᾽ αὐτό μεσιτεύουν ἀκατάπαυστα στό Θεό γιά μᾶς.

Οἱ Ἅγιοι χαίρονται γιά τή μετάνοιά μας καί στενοχωριοῦνται ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταλείπουν τό Θεό κι ἐξομοιώνωνται ἔτσι μέ τά ἄλογα ζῶα. Λυποῦνται, γιατί οἱ ἄνθρωποι ζοῦν στή γῆ χωρίς νά ξέρουν πώς, ἄν ἀγαποῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, θά ὑπῆρχε ἐλευθερία ἀπό τήν ἁμαρτία. Κι ὅπου δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, ἐκεῖ ὑπάρχει χαρά καί ἀγαλλίαση πού δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα, κι ἔτσι ὅπου καί νά στραφῆ τό βλέμμα, τά πάντα εἶναι ἀγαπημένα κι ἡ ψυχή ἀπορεῖ καί ἀναρωτιέται «γιατί νοιώθω τόσο καλά», καί δοξολογεῖ τό Θεό.

Νά ἐπικαλεῖστε μέ πίστη τή Θεοτόκο καί τούς Ἁγίους. αὐτοί ἀκοῦνε τίς προσευχές μας καί ξέρουν καί τούς διαλογισμούς μας.

Καί μή θαυμάζετε γι᾽ αὐτό. Ὅλος ὁ οὐρανός τῶν Ἁγίων ζῆ μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τίποτε δέν εἶναι κρυφό σ᾽ ὅλο τόν κόσμο γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐγώ δέν καταλάβαινα πιό πρίν, πῶς οἱ οὐρανοπολίτες ἅγιοι μποροῦν νά βλέπουν τή ζωή μας. Ὅταν ὅμως μέ ἤλεγξε ἡ Ἁγία Θεοτόκος γιά τίς ἁμαρτίες μου, τό ἔμαθα πώς οἱ Ἅγιοι μᾶς βλέπουν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί γνωρίζουν ὅλη τή ζωή μας.

Οἱ Ἅγιοι ἀκοῦνε τίς προσευχές μας καί ἔχουν ἀπό τό Θεό τή δύναμη νά μᾶς βοηθοῦν. Αὐτό εἶναι γνωστό σ᾽ ὅλο τό γένος τῶν χριστιανῶν.

Ὁ πάτερ Ρωμανός, ὁ γυιός τοῦ πάτερ Δοσιθέου, μοῦ διηγόταν πώς ὅταν ἦταν ἀκόμα στόν κόσμο πολύ νέος, ἔτυχε νά διαβῆ σ᾽ ἐποχή χειμώνα τό Δόν. Ξαφνικά ράγισαν οἱ πάγοι τοῦ ποταμοῦ καί τ᾽ ἄλογό του ἔπεσε μέσα στήν τρύπα πού ἄνοιξε καί σέ λίγο ὅλο τό ἕλκηθρο καί τό ἄλογο βυθίζονταν στούς πάγους. Αὐτός, μικρό παιδί, φώναξε: «Ἅγιε Νικόλα, βοήθησέ με νά σύρω ἔξω τό ἕλκηθρο» καί τραβώντας τά χαλινάρια εἶδε ἀμέσως ἕλκηθρο καί ἄλογο ἔξω ἀπό τούς πάγους.

Κι ὁ πάτερ Ματθαῖος, πού ἦταν συγχωριανός μου, ὅταν ἦταν παιδί ἔβοσκε, σάν τόν προφήτη Δαβίδ, τά πρόβατα τοῦ πατέρα του. Ὁ ἴδιος εἶχε ἀνάστημα ἴσα μέ πρόβατο. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του ἐργαζόταν στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ κάμπου. Ξαφνικά βλέπει νά ὁρμοῦν λύκοι καταπάνω στό Μίσα – ἔτσι ὀνομαζόταν ὁ πάτερ Ματθαῖος κατά κόσμον – κι ὁ μικρός Μίσα ἄφησε κραυγή: «Ἅγιε Νικόλα, βοήθα με». Καί μόλις φώναξε, οἱ λύκοι γύρισαν πίσω καί δέν ἔκαμαν κακό οὔτε σ᾽ αὐτόν οὔτε στά πρόβατα. Καί γιά πολύν καιρό γελοῦσαν οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ μας κι ἔλεγαν: «Ὁ Μίσα ἐτρόμαξε φοβερά ἀπό τούς λύκους, ἀλλά ὁ Ἅγιος Νικόλας τόν γλύτωσε».

Κι ὅλοι μας ξέρομε πλῆθος περιπτώσεων, πού οἱ Ἅγιοι ἔρχονται παρευθύς νά βοηθήσουν. Ἀπ᾽ αὐτά εἶναι, λοιπόν, φανερό πώς ἀκούγονται οἱ προσευχές μας στούς οὐρανούς.

Οἱ Ἅγιοι ἦταν ἄνθρωποι ὅμοιοι μ᾽ ἐμᾶς. Πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς εἶχαν μεγάλες ἁμαρτίες, ἀλλά μέ τήν μετάνοια πέτυχαν τήν Οὐράνια Βασιλεία. Κι ὅλοι ὅσοι ἔρχονται σ᾽ αὐτήν, μέ τή μετάνοια ἔρχονται πού μᾶς χάρισε ὁ Ἐλεήμων Κύριος μέ τά πάθη Του.

Ὅλοι οἱ Ἅγιοι ζοῦν στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἐκεῖ πού εἶναι ὁ Κύριος καί ἡ Πανάχραντη Μητέρα Του...

Πρός τά ἐκεῖ, σ᾽ ἐκείνη τή θεσπέσια ἅγια Σύναξη, πού συγκάλεσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἑλκύεται ἡ ψυχή μου. Ἀλλά ἀλίμονο σέ μένα! Ἀφοῦ δέν ἔχω ταπείνωση, ὁ Κύριος δέν μοῦ δίνει δύναμη γιά τήν ἄθληση, καί τό ἀσθενικό μου πνεῦμα σβύνει σάν μικρό κερί, ἐνῶ τό πνεῦμα τῶν Ἁγίων ἔκαιγε σάν φλόγα φωτιᾶς, κι ὄχι μόνο δέν τό ἔσβυνε ὁ ἄνεμος τῶν πειρασμῶν, ἀλλά ἄναβε ἀκόμα περισσότερο. Περπατοῦσαν στή γῆ καί τά χέρια τους ἐργάζονταν, ἀλλά τό πνεῦμα τους ἔμενε πάντα κοντά στό Θεό κι ὁ νοῦς τους δέν ἤθελε ν᾽ ἀποσπασθῆ ἀπό τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Γιά χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ὑπέμειναν ὅλες τίς θλίψεις στή γῆ καί δέν φοβόνταν κανένα πόνο, κι ἔτσι δόξαζαν τόν Κύριο. Γι᾽ αὐτό κι ὁ Κύριος τούς ἀγάπησε καί τούς δόξασε καί τούς χάρισε τήν αἰώνια Βασιλεία μαζί Του.

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ

(Σημείωση: με αυτήν την προσθήκη του Λουθήρου, ο Προτεσταντισμός όλος υποτίμησε ή και αρνήθηκε εντελώς την Παράδοση της Εκκλησίας, την Ιερωσύνη, την αναγκαιότητα της Εκκλησίας, τα Μυστήρια της Εκκλησίας, τη Θεία Λατρεία, υπερτονίζοντας μόνο την ατομική και υποκειμενική πίστη ως απαραίτητη για τη σωτηρία).  

(Φειδά Βλασίου, Εκκλησιαστική ιστορία τόμος Γ,σελ. 284-285). 

... Η ιδιαίτερη έξαρση από τον Αυγουστίνο του καθολικού λυτρωτικού χαρακτήρα του επίγειου βίου και του σταυρικού θανάτου του Ιησού Χριστού τον οδήγησε (τον Λούθηρο) στο συμπέρασμα, ότι η σωτηρία είναι μία νέα και άμεση προσωπική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, η οποία θεμελιώνεται όχι βεβαίως με τα αγαθά έργα του πιστού, αλλά απολύτως και αποκλειστικώς με τη θεία χάρη.

Το κρίσιμο όμως για την πνευματική του αγωνία χωρίο της προς Ρωμαίους επιστολής, «Δικαιοσύνη γάρ εν αυτώ (Χριστώ) αποκαλύπτεται εκ πίστεως εις πίστιν, καθώς γέγραπται, ο δε δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται» (Ρωμ. 1, 17), ερμηνεύθηκε με κριτήριο τη σώζουσα και όχι, όπως στη σχολαστική θεολογία, την τιμωρό ενέργεια του Θεού, γι' αυτό και κατέστη η ενδιάθετη θεολογική βάση της όλης διδασκαλίας του. Υπό την έννοια αυτή, η θεία δικαιοσύνη ήταν για τον Λούθηρο διαφορετική από την τιμωρό δικαιοσύνη των σχολαστικών θεολόγων και ταυτιζόταν προς τη φιλάνθρωπη παροχή από τον Θεό της θείας χάριτος ακόμη και στον μη άξιο γι' αυτήν αμαρτωλό, ο οποίος με μόνη την πίστη του, καίτοι αμαρτωλός, σώζεται. Ο αγωνιζόμενος για τη σωτηρία του αμαρτωλός συγχωρείται από τον Θεό, καίτοι είναι αμαρτωλός (simul justus et peccator), γι' αυτό και η σωτηρία του είναι απόρροια μιας άμεσης ή προσωπικής σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό.

Η απόλυτη όμως και αποκλειστική προτεραιότητα της θείας χάριτος και της πίστεως στη σωτηρία του ανθρώπου δηλώθηκε από τον Λούθηρο με μία αυθαίρετη προσθήκη (= εκ μόνης, sola στα λατινικά) στο σχετικό χωρίο της προς Ρωμαίους επιστολής: «ο δε δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται» (3,28), το οποίο διαμορφώθηκε στη θεολογία του ως εξής: «ο δε δίκαιος <εκ μόνης> της πίστεως ζήσεται».

Η αυθαίρετη αυτή αλλοίωση του πρωτοτύπου κειμένου έγινε εφεξής και η θεμελιακή διακήρυξη της όλης προτεσταντικής θεολογίας. Είναι λοιπόν ευνόητο ότι μέσα στα πλαίσια των υποκειμενικών αυτών θεολογικών αναζητήσεων ή πνευματικών επιλογών του Λουθήρου το γεγονός της δικαιώσεως και της σωτηρίας του ανθρώπου θεμελιώνεται υποκειμενικώς στον πιστό διά «μόνης της πίστεως» και συντελείται τελικώς μόνο κατά τη συνάντηση της πίστεως με τον αντικειμενικό παράγοντα της σωτηρίας, δηλαδή με τη θεία χάρη (sola fide, sola gratia). Ο Λούθηρος πίσω του έβλεπε μόνο το προπατορικό αμάρτημα, ενώ μπροστά του έβλεπε μόνο τον θάνατο, γι αυτό και παρέμεινε αδύναμος μπροστά στην υπαρξιακή αγωνία του για τη σωτηρία.

Πράγματι, τον Αύγουστο του 1517 ο Λούθηρος υποστήριξε σε μία μελέτη του, ότι ο άνθρωπος μετά το προπατορικό αμάρτημα εξομοιώθηκε με ένα κακό δένδρο, από το οποίο μόνο κακούς καρπούς μπορεί να αναμένη κανείς. Δύο μήνες αργότερα διατύπωσε δημόσια τις βασικές αυτές μεταρρυθμιστικές θέσεις του. Η θεμελιώδης αυτή θέση του Προτεσταντισμού, η οποία οφείλεται σαφώς στις προσωπικές αγωνίες ή εμπειρίες του Λουθήρου, εξελίχθηκε προοδευτικά ακόμη και σε μία άρνηση της αναγκαιότητας ή της σπουδαιότητας της προσωπικής βουλήσεως του ανθρώπου για τη σωτηρία και στη χαρακτηριστική διδασκαλία του για τον απόλυτο προορισμό (praedestinatio).

Η δικαιοσύνη λοιπόν του Θεού δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθή μόνο με την τυπολατρική συνήθως συμμετοχή του ανθρώπου στη θεία λατρεία ή με τα αγαθά έργα, αλλά μόνο με τη θεία χάρη και την προσωπική εμπειρία της πίστεως. Βεβαίως, ο άνθρωπος πρέπει να πράττη αγαθά έργα, όχι όμως γιατί αυτά καθ’ αυτά είναι ωφέλιμα στον ίδιο, αλλά κυρίως γιατί τα ζητεί ο Θεός και γιατί είναι ωφέλιμα στους άλλους ανθρώπους, καίτοι δεν μπορεί κανείς να σωθή μόνο με αυτά. Τα αγαθά έργα των δικαίων καθ' αυτά μπορούν μάλιστα να καταστούν ακόμη και θανάσιμα αμαρτήματα, επειδή θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην πλάνη ή στον εγωισμό της αυτοδικαιώσεως του ανθρώπου ενώπιον του Θεού, πολύ δε περισσότερο τα αγαθά έργα των αμαρτωλών, γι’ αυτό και το ευγενέστερο από τα αγαθά έργα είναι η πίστη στον Χριστό.

katafigioti

lifecoaching