(ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος περιγράφει τη μύηση του Ιουλιανού του Παραβάτη στα ειδωλολατρικά μυστήρια μέσα σε σπήλαιο).
Κατέβαινε μεν σε ένα από τα άδυτα (σπήλαια) που στους πολλούς είναι άβατα και φοβερά (πόσο θα ευχόμουν να κατέβαινε και την οδό που φέρνει στον άδη πριν προβεί στα τέτοιου είδους κακά), συνοδευόμενος και από τον πολλών αδύτων άξιο, τον σοφό γύρω από αυτού του είδους τα πράγματα, δηλαδή τον σοφιστή.
Διότι και αυτό είναι ένα είδος μαντείας σε αυτούς, να μαθητεύουν για τα μέλλοντα σε κάποιον ζωντανό και σε υποχθόνιους δαίμονες, είτε επειδή χαίρονται στο σκοτάδι περισσότερο, αφού και είναι σκοτάδι και δημιουργοί του σκότους της κακίας, είτε επειδή αποφεύγουν τις επαφές με τους ευσεβείς πάνω στη γη και εξαιτίας αυτών είναι ασθενέστεροι.
Καθώς λοιπόν ο θρασύς προχωρούσε, τον προσβάλλουν τα φόβητρα που γίνονται ολοένα περισσότερα και φοβερότερα, αφήνοντας μερικούς ήχους ασυνήθιστους και αηδιαστικές οσμές και φωτεινά φαντάσματα και δεν γνωρίζω ποιες άλλες ανοητολογίες και φλυαρίες· αφού κυριεύτηκε από αυτό το απροσδόκητο, διότι ήταν οψιμαθής σχετικά με αυτά, καταφεύγει στο σταυρό και στο παλαιό φάρμακο και με αυτό σημειώνεται εναντίον των φοβήτρων και κάνει βοηθό αυτόν που δίωκε. Και τα επόμενα είναι περισσότερο φρικώδη.
Κατίσχυσε η σφραγίδα του σταυρού, ηττώνται οι δαίμονες, λύνονται οι φόβοι. Έπειτα τι; Αναπνέει το κακό, αποθρασύνεται, πάλι ορμή και οι ίδιοι φόβοι, και πάλι το σημείο του σταυρού και οι δαίμονες ηρεμούν.
Και ο μυούμενος μένει σε απορία, ο δε μυσταγωγός από κοντά του παρερμηνεύει την αλήθεια· σιχαθήκαμε, λέει, δεν φοβηθήκαμε το σταυρό· νικά το χειρότερο.
Αυτά λέει και λέγοντας πείθει και αφού έπεισε οδηγεί τον μαθητή στο βάραθρο της απώλειας. Και τίποτα το αξιοπερίεργο· διότι η πονηρία είναι έτοιμη να ακολουθήσει το κακό μάλλον παρά να αναχαιτιστεί από το καλύτερο.
Εκείνα μεν λοιπόν τα οποία είπε ή έκανε ή ανέπεμψε εξαπατημένος μπορούν να τα γνωρίζουν εκείνοι που μυούν και εκείνοι που μυούνται.
Ανεβαίνει λοιπόν (από το σπήλαιο) δαιμονισμένος και στην ψυχή και στα πράγματα και με τα γεμάτα μανία μάτια μαρτυρώντας ποιους λάτρευσε· και μολονότι δεν γέμισε από δαίμονες από εκείνη την ημέρα, κατά την οποία τόσο πονηρά τέλεσε, οπωσδήποτε τότε κατέστη η δαιμονοπληξία του περισσότερο εμφανής, για να μην αποδειχτεί μάταιη η κάθοδός του και η μετάληψη των δαιμόνων, την οποία εκείνοι ονομάζουν ενθουσιασμό, αλλάζοντας ευπρεπώς τα ονόματα.
(Γρηγορίου Θεολόγου έργα,Κατά Ιουλιανού Βασιλέως στηλιτευτικός Β΄55-56,ΕΠΕ τόμος 3, σελ. 77-79 μετάφραση παραλλαγμένη προς τη νεοελληνική και υπογραμμίσεις δικές μας)