«Η παραμονή του Ευαγγελισμού στο Κάθισμα της Πάτμου είχε προετοιμασίες στην εκκλησία για την αγρυπνία και στην κουζίνα για την επίσημη τράπεζα με ψάρια και σκορδαλιά. Εκείνη τη χρονιά δεν γινόταν καμμιά προετοιμασία για το φαγητό.
Η θάλασσα μέρες πολλές έβραζε απ’ τα έγκατά της, κτυπούσε μανιακά τα κύματα στα βράχια.
Ούτε βάρκα φάνηκε στο γιαλό ούτε οι μοναχοί μπόρεσαν να πλησιάσουν στη θάλασσα για ψάρεμα. Ο μοναχός Θεόκτιστος μπαινόβαινε σκασμένος και μονολογούσε:
- Ευαγγελισμού χωρίς ψάρι πρώτη φορά θα κάνω.
Ο Γέροντας του έλεγε:
- Έχει ο Θεός.
- Γέροντά μου, ο Θεός έχει στη θάλασσα ψάρια, αλλά όχι στο πιάτο μας.
Άρχισαν την αγρυπνία. Ο Γέροντας έκανε τον εφημέριο και ο Απολλώ με το Θεόκτιστο έψαλλαν. Ο Θεόκτιστος όλη νύκτα δεν έβαλε γλώσσα μέσα, μοιρολογώντας :
“Τι γιορτή θα κάνουμε χωρίς ψάρι;”.
Στο “Ευαγγελίζου, γη, χαράν μεγάλην” της Λειτουργίας ο γάτος επίμονα κτυπούσε το παράθυρο του αναλογίου. Ο ανυπόμονος Θεόκτιστος άφησε την ψαλμωδία στη μέση και βγήκε να δη το γάτο.
Είχε ένα μεγάλο ψάρι στο στόμα του· δεν το άφηνε, όμως, στο Θεόκτιστο. Όταν μοίραζε το αντίδωρο ο Γέροντας, του λέει:
- Ο γάτος μας έφερε ψάρι.
Έξω απ’ τη θύρα της εκκλησίας φώναξε το γάτο:
- Έλα, δώσ’ το μου· για μας δεν το έφερες;
Και το άφησε στα χέρια του Γέροντα!» (ΓΔ, 232).
(στο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, ο Αντίχριστος, Σταμάτα 2016, σελ.121-122 όπου η πηγή)