Αλλά, λέει, αυτός που τελείωσε την ζωή του σαπίζει και καταστρέφεται και γίνεται σκόνη και στάχτη. Και τι σημασία έχει αυτό, αγαπητέ; Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να χαίρεται κανείς.
Διότι, και όταν κάποιος πρόκειται να οικοδομήση ένα σπίτι που χάλασε και έγινε παλιό, πρώτα βγάζει έξω τους ενοίκους, και μετά γκρεμίζει το σπίτι και χτίζει λαμπρότερο. Και εκείνους που τους έβγαλε έξω δεν τους λυπεί αυτό που έγινε, αλλά περισσότερο τους ευφραίνει• διότι δεν προσέχουν το γκρέμισμα που βλέπουν, αλλά φαντάζονται την μελλοντική οικοδομή, την οποία δεν βλέπουν.
Έτσι λοιπόν και ο Θεός, επειδή θέλει να κατασκευάση, διαλύει το σώμα μας, και την ψυχή που κατοικεί μέσα σ’ αυτό την βγάζει έξω πρώτα σαν από κάποιο σπίτι και, αφού κατασκευάση λαμπρότερη κατοικία, την βάζει πάλι μέσα με μεγαλύτερη δόξα. Ας μη προσέχουμε λοιπόν στο γκρέμισμα, αλλά στην μελλοντική λαμπρότητα.
Και εάν πάλι κάποιος έχη έναν ανδριάντα κατεστραμμένο από την σκουριά και τον χρόνο, και σε πολλά μέρη σπασμένο, αφού τον κομματιάση, τον βάζει μέσα στο καμίνι και λειώνοντάς τον εντελώς, τον παρουσιάζει έτσι πιο λαμπρό.
Όπως ακριβώς λοιπόν η διάλυσις στο καμίνι δεν είναι αφανισμός, αλλά κάποια ανακαίνισις του ανδριάντα εκείνου, έτσι και ο θάνατος των δικών μας σωμάτων, δεν είναι κάποια καταστροφή, αλλά ανανέωσις.
Όταν λοιπόν δης, όπως ακριβώς στο καμίνι, να διαλύεται η σάρκα μας και να σαπίζη, μη σταματήσης σ’ αυτό που βλέπεις, αλλά περίμενε την ανανέωσι• και να μην αρκεσθής ούτε στο μέτρο αυτού του παραδείγματος, αλλά γύρνα με την σκέψι σου στα προηγούμενα.
Διότι ο ανδριαντοποιός, όταν βάζη χάλκινο σώμα, δεν σου δίνει χρυσό και αθάνατο ανδριάντα, αλλά χάλκινο πάλι κατασκευάζει, ο Θεός όμως δεν κάνει το ίδιο, αλλά, ενώ βάζει μέσα πήλινο και θνητό σώμα, σου επιστρέφει χρυσό και αθάνατο τον ανδριάντα• διότι η γη, αφού δεχθή σώμα φθαρτό και θνητό σου το επιστρέφει άφθαρτο και αθάνατο.
(Ιωάννου Χρυσοστόμου,Εις τον πτωχόν Λάζαρον Ε΄,ΕΠΕ 25,552-576)