E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

"Η αληθινή πράξη της ανακάλυψης δεν έγκειται στο να βρεις μια καινούρια γη, αλλά στο να δεις με καινούρια μάτια (Μαρσέλ Προυστ)".

Όταν ήμουν νεαρή κοινωνική λειτουργός στην ψυχιατρική κλινική του κέντρου της Νέας Υόρκης, μου ζητήθηκε να μιλήσω με την Ροζ, μια εικοσάχρονη κοπέλα που είχε μεταφερθεί σ’ εμάς από κάποια άλλη κλινική. Ήταν μια ασυνήθιστη εισαγωγή, μια και δεν είχαμε καμιά πληροφορία για την περίπτωσή της πριν από την πρώτη μου συνάντηση μαζί της. Γι’ αυτό μου είπαν να "αυτοσχεδιάσω" και να προσπαθήσω να καταλάβω ποιο ήταν το πρόβλημά της και τι χρειαζόταν.

              Χωρίς να έχω καμία διάγνωση, για να βασιστώ, αντιμετώπισα την Ροζ ως μία δυστυχισμένη, παρεξηγημένη νεαρή γυναίκα που κανείς από τους προηγούμενους θεραπευτές της δεν την είχε ακούσει πραγματικά. Η οικογενειακή της κατάσταση ήταν δυσάρεστη. Δεν την αντιμετώπισα ως ψυχικά διαταραγμένο άτομο, αλλά ως κάποια παρεξηγημένη και μοναχική ύπαρξη. Καθόμουν και την άκουγα και εκείνη ανταποκρινόταν πολύ θετικά. Τη βοήθησα να αρχίσει μια νέα, αξιόλογη ζωή – να βρει δουλειά, ένα καλό μέρος να μείνει και καινούργιους φίλους. Τα πήγαμε καλά και άρχισε αμέσως να κάνει σημαντικές αλλαγές στη ζωή της.

              Ο φάκελος από την προηγούμενη ψυχιατρική κλινική έφτασε ένα μήνα, αφότου η Ροζ και εγώ είχαμε αρχίσει την επιτυχημένη μας συνεργασία. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο φάκελός της ήταν αρκετά μεγάλος και περιέκλειε μια εκτενή περιγραφή από νοσηλείες και ιδρύματα. Η διάγνωση ήταν "παρανοϊκή σχιζοφρένεια" και συνοδευόταν από το σχόλιο ότι "δεν υπήρχαν περιθώρια βελτίωσης".

              Η δική μου εντύπωση για την Ροζ ήταν εντελώς διαφορετική. Αποφάσισα να μη λάβω υπόψη μου εκείνα τα έγγραφα. Ποτέ δεν της φέρθηκα σαν να ήταν κάποια "χωρίς περιθώρια βελτίωσης". (Αυτό ήταν ένα μάθημα που με δίδαξε να αμφισβητώ την αξία και τη βεβαιότητα των διαγνώσεων). Από την ίδια έμαθα για τη φρίκη εκείνων των νοσηλειών, τη νάρκωση, την απομόνωση και τη σκληρή μεταχείριση. Έμαθα επίσης πολλά για το πώς επιβιώνει κανείς ύστερα από τέτοιες τραυματικές εμπειρίες.

              Στην αρχή η Ροζ βρήκε δουλειά και στη συνέχεια ένα σπίτι για να μείνει, μακριά από την προβληματική της οικογένεια. Έπειτα από μερικούς μήνες συνεργασίας μας, μου σύστησε το μέλλοντα σύζυγό της, έναν επιτυχημένο επιχειρηματία που τη λάτρευε.

              Όταν ολοκληρώσαμε τη θεραπεία, η Ροζ μου έκανε δώρο έναν ασημένιο σελιδοδείκτη, μαζί με ένα σημείωμα που έλεγε, "Σ’ ευχαριστώ που μου έδειξες εμπιστοσύνη".

              Έχω πάντα αυτό το σημείωμα μαζί μου και θα το κρατήσω για όλη μου τη ζωή, για να μου θυμίζει τα "πιστεύω" μου και τους αγώνες μου για τους ανθρώπους. Όλα αυτά χάρη στο θρίαμβο μιας γενναίας γυναίκας απέναντι σε μια διάγνωση "χωρίς περιθώρια βελτίωσης".

                                                Τ. Τζούντι Τέπελμπαουμ

(Βάλσαμο για την ψυχή στο χώρο της δουλειάς, εκδ. Διόπτρα, σελ.54-55)

             

Και σας λέω κάτι αξιοθαύμαστο που άκουσα για κάποιον μεγάλο και διορατικό Γέροντα, ότι, ενώ στεκόταν στην εκκλησία, μόλις άρχισαν να ψέλνουν οι αδελφοί, έβλεπε έναν λαμπροφορεμένο να βγαίνει από το Ιερό, κρατώντας ένα μικρό στρογγυλό σκεύος με αγίασμα και μια μίλη (μικρή λαβίδα με μορφή σμίλης). Τη μίλη αυτή τη βουτούσε στο σκεύος και πέρναγε από όλους τους αδελφούς και τους σφράγιζε σε σχήμα σταυρού.

Τις θέσεις δε όσων έλειπαν, άλλοτε τις σφράγιζε και άλλοτε πέρναγε χωρίς να τις σφραγίσει. Και πάλι, όταν επρόκειτο να σχολάσει η εκκλησία, τον έβλεπε να βγαίνει από το Ιερό και να ξανακάνει το ίδιο. Μια μέρα λοιπόν τον σταματάει ο Γέροντας και πέφτει στα πόδια του, παρακαλώντας τον να του εξηγήσει ποιος ήταν και τι νόημα είχε αυτό που έκανε. Και του λέει εκείνος ο λαμπροφορεμένος: «Εγώ είμαι Άγγελος Κυρίου, και πήρα εντολή να σφραγίζω όσους βρίσκονται στην εκκλησία από την αρχή της ακολουθίας και όσους παραμένουν μέχρι το τέλος της, για την προθυμία και την επιμέλεια και την καλή προαίρεσή τους».

Του λέει ο Γέροντας: «Και τότε γιατί σφραγίζεις τις θέσεις μερικών που λείπουν»; Του απαντάει ο άγιος Άγγελος λέγοντας:

«Όσοι από τους αδελφούς είναι επιμελείς και με καλή προαίρεση, από κάποια όμως ανάγκη ή αρρώστια απουσιάζουν, με ευλογία των Πατέρων, ή πάλι, υπακούοντας σε κάποια εντολή, είναι κάπου απασχολημένοι και για αυτό το λόγο απουσιάζουν, αυτοί, παρόλο ότι λείπουν, σφραγίζονται, επειδή με τη διάθεσή τους βρίσκονται μαζί μ’ αυτούς που ψέλνουν. Και μόνο όσους μπορούν να παρευρίσκονται και από αμέλεια απουσιάζουν, έχω εντολή να μη σφραγίζω, γιατί αυτοί γίνονται μόνοι τους ανάξιοι».

(Αββά Δωροθέου, Ασκητικά ΙΑ΄Διδασκαλία, εκδ. Ετοιμασία σελ. 297-299)

Όταν σπούδαζα στον κόσμο, στην αρχή, κουραζόμουνα πάρα πολύ. Και όταν ερχόταν η ώρα να πιάσω το βιβλίο στα χέρια μου, ένιωθα σαν να πήγαινα να πιάσω άγριο θηρίο.

Καθώς όμως επέμενα, βιάζοντας τον εαυτό μου, βοήθησε ο Θεός και τόσο πολύ συνήθισα τη μελέτη, ώστε να μην καταλαβαίνω τι έτρωγα και τι έπινα ή πως κοιμόμουνα από την πολλή ευχαρίστηση που ένιωθα από την ανάγνωση. Και ποτέ δεν με τράβηξε η επιθυμία να πάω να φάω με έναν από τους φίλους μου, αλλά ούτε καν τους συναντούσα όταν είχα διάβασμα, παρόλο ότι ήμουν κοινωνικός και αγαπούσα τους φίλους μου.

Μόλις λοιπόν μας σχόλαγε ο δάσκαλος και λουζόμουνα -γιατί συνήθιζα να πλένομαι κάθε μέρα, επειδή στέγνωνα από το διάβασμα- γύριζα στο σπίτι μου μην ξέροντας ούτε τι θα φάω. Γιατί δεν μπορούσα να απασχοληθώ ούτε με το να παραγγείλω το φαγητό που θα έτρωγα, αλλά είχα κάποιον έμπιστο άνθρωπο και μου ετοίμαζε ό,τι εκείνος ήθελε. Έτρωγα λοιπόν ό,τι εύρισκα μαγειρεμένο από αυτόν, έχοντας και το βιβλίο δίπλα μου, ακουμπισμένο στο κρεβάτι και κάπου-κάπου έριχνα μια ματιά. Και όταν κοιμόμουνα, το είχα πάλι δίπλα μου, ακουμπισμένο στο κάθισμά μου και μόλις μ’ έπαιρνε λίγο ο ύπνος, αμέσως πεταγόμουνα να διαβάσω. Πάλι το βράδυ, μόλις γύριζα μετά από τον εσπερινό, άναβα το λυχνάρι και έμενα διαβάζοντας μέχρι τα μεσάνυχτα.

Και ζούσα έτσι, γιατί δεν ένιωθα τίποτα πιο γλυκό από την ευχαρίστηση που μου έδινε η μελέτη. Όταν λοιπόν ήρθα στο Μοναστήρι, έλεγα στον εαυτό μου:

«Αν για την κοσμική σοφία είχα τόσο πόθο και τέτοιο ζήλο, ώστε να ασχολούμαι με το διάβασμα και να μου γίνει αναφαίρετη συνήθεια, πόσο μάλλον για την αρετή»;

Και έπαιρνα πολλή δύναμη από αυτόν το λογισμό.
(Αββα Δωροθέου, Ι Διδασκαλία, εκδ. Ετοιμασία σελ. 271)

Πρίν από αρκετά χρόνια με πλησίασε κάποιος νεαρός φοιτητής. Μέ πολλή διστακτικότητα, αλλά καί μέ τήν ένταση τού απαιτητικού αναζητητή, μού δήλωσε ότι είναι άθεος, πού όμως θά ήθελε πολύ νά πιστέψει, αλλά δέν μπορούσε.


Χρόνια προσπαθούσε καί αναζητούσε, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Συνομίλησε μέ καθηγητές καί μορφωμένους. Αλλά δέν ικανοποιήθηκε η δίψα του γιά κάτι σοβαρό.
Άκουσε γιά μένα καί αποφάσισε νά μοιρασθεί μαζί μου τήν υπαρξιακή ανάγκη του. Μού ζήτησε μία επιστημονική απόδειξη περί υπάρξεως Θεού.

Ξέρεις ολοκληρώματα ή διαφορικές εξισώσεις; τόν ρώτησα. Δυστυχώς όχι, μού άπαντα. Είμαι τής Φιλοσοφικής. Κρίμα! διότι ήξερα μία τέτοια απόδειξη, είπα εμφανώς αστειευόμενος. Ένιωσε αμήχανα καί κάπου σιώπησε γιά λίγο. Κοίταξε, τού λέω. Συγγνώμη πού σέ πείραξα λιγάκι. Αλλά ο Θεός δέν είναι εξίσωση, ούτε μαθηματική απόδειξη.

Άν ήταν κάτι τέτοιο, τότε όλοι οι μορφωμένοι θά τόν πίστευαν. Νά ξέρεις, αλλιώς προσεγγίζεται ο Θεός. Έχεις πάει ποτέ στό Άγιον Όρος; Έχεις ποτέ συναντήσει κανέναν ασκητή; Όχι, πάτερ, αλλά σκέπτομαι νά πάω, έχω ακούσει τόσα πολλά… Άν μού πείτε, μπορώ νά πάω καί αύριο. Ξέρετε κανέναν μορφωμένο νά πάω νά τόν συναντήσω;

-Τί προτιμάς; Μορφωμένο πού μπορεί νά σέ ζαλίσει, ή άγιο πού μπορεί νά σέ ξυπνήσει;

-Προτιμώ τόν μορφωμένο. Τούς φοβάμαι τούς αγίους.

-Η πίστη είναι υπόθεση τής καρδιάς. Γιά δοκίμασε μέ κανέναν άγιο. Πώς σέ λένε; ρωτώ. Γαβριήλ, μού απαντά.

Τόν έστειλα σέ έναν ασκητή. Τού περιέγραψα τόν τρόπο προσβάσεως καί τού έδωσα τίς δέουσες οδηγίες. Κάναμε κι ένα σχεδιάγραμμα. Θά πάς, τού είπα, καί θά ρωτήσεις τό ίδιο πράγμα. Είμαι άθεος, θά τού πείς, καί θέλω νά πιστεύσω.

Θέλω μία απόδειξη περί υπάρξεως Θεού. Φοβάμαι, ντρέπομαι, μού απαντά. Γιατί ντρέπεσαι καί φοβάσαι τόν άγιο καί δέν ντρέπεσαι καί φοβάσαι εμένα; ρωτώ. Πήγαινε απλά καί ζήτα τό ίδιο πράγμα.

Σέ λίγες μέρες, πήγε καί βρήκε τόν ασκητή νά συζητάει μέ κάποιον νέο στήν αυλή του. Στήν απέναντι μεριά περίμεναν άλλοι τέσσερις καθισμένοι σέ κάτι κούτσουρα. Ανάμεσα σέ αυτούς καί ο Γαβριήλ βρήκε δειλά τήν θέση του. Δέν πέρασαν περισσότερα από δέκα λεπτά καί η συνομιλία τού Γέροντα μέ τόν νεαρό τελείωσε.

Τί γίνεστε, παιδία; ρωτάει. Έχετε πάρει κανένα λουκουμάκι; Έχετε πιεί λίγο νεράκι; Ευχαριστούμε, Γέροντα, απήντησαν, μέ συμβατική κοσμική ευγένεια. Έλα εδώ, λέει απευθυνόμενος στόν Γαβριήλ, ξεχωρίζοντάς τον από τούς υπόλοιπους. Θά φέρω εγώ τό νερό, πάρε εσύ τό κουτί αυτό μέ τά λουκούμια. Καί έλα πιό κοντά νά σού πώ ένα μυστικό: Καλά νά είναι κανείς άθεος, άλλα νά έχει όνομα αγγέλου καί νά είναι άθεος; Αυτό πρώτη φορά μού συμβαίνει.

Ο φίλος μας κόντεψε νά πάθει έμφραγμα από τόν αποκαλυπτικό αιφνιδιασμό. Πού εγνώρισε τό όνομά του; Ποιός τού αποκάλυψε τό πρόβλημά του; Τί, τελικά, ήθελε νά τού πεί ο γέροντας;

– Πάτερ, μπορώ νά σάς μιλήσω λίγο; Μόλις πού μπόρεσε νά ψελλίσει. Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει, πάρε τό λουκούμι, πιές καί λίγο νεράκι καί πήγαινε στό πιό κοντινό μοναστήρι νά διανυκτερεύσεις. Πάτερ μου, θέλω νά μιλήσουμε, δέν γίνεται; Τί νά πούμε, ρέ παλληκάρι; Γιά ποιόν λόγο ήλθες;

Στό ερώτημα αυτό ένιωσα αμέσως νά ανοίγει η αναπνοή μου, αφηγείται. Η καρδιά μου νά πλημμυρίζει από πίστη. Ο μέσα μου κόσμος νά θερμαίνεται. Οι απορίες νά λύνονται χωρίς κανένα λογικό επιχείρημα, δίχως καμία συζήτηση, χωρίς τήν ύπαρξη μιάς ξεκάθαρης απάντησης. Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αυτομάτως όλα τά άν, τά γιατί, τά μήπως καί έμεινε μόνον τό πώς καί τό τί από δώ κι εμπρός.

Ό,τι δέν τ ού έδωσε η σκέψη τών μορφωμένων, τού τό χάρισε ο ευγενικός υπαινιγμός ενός αγίου, αποφοίτου μόλις τής τέταρτης τάξης τού δημοτικού. Οι άγιοι είναι πολύ διακριτικοί. Σού κάνουν τήν εγχείρηση χωρίς αναισθησία καί δέν πονάς.

Σού κάνουν τήν μεταμόσχευση χωρίς νά σού ανοίξουν τήν κοιλιά. Σέ ανεβάζουν σέ δυσπρόσιτες κορυφές δίχως τίς σκάλες τής κοσμικής λογικής. Σού φυτεύουν τήν πίστη στήν καρδιά, χωρίς νά σού κουράσουν τό μυαλό.

«Φωνὴ αύρας λεπτής» – Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος

Σε όποια διακονία και αν βρεθείτε, και αν ακόμα είναι πολύ βιαστική και σπουδαία, δεν θέλω να κάνετε τίποτα με φιλονικία, τίποτα με ταραχή, αλλά να είσαστε βέβαιοι ότι κάθε έργο που κάνετε, είτε μεγάλο είναι είτε μικρό, είναι το ένα όγδοο απ’ αυτό που μας ζητιέται. Το να διατηρήσετε όμως την ειρήνη σας -και αν ακόμα συμβεί να αποτύχετε στο διακόνημα από την υποχώρηση που θα κάνετε- είναι τα τέσσερα όγδοα, δηλαδή το μισό από το ζητούμενο. Βλέπετε πόση διαφορά υπάρχει;
Όταν λοιπόν κάνετε κάτι, αν θέλετε να το κάνετε τέλειο και ολόκληρο, φροντίστε καί αυτό να το κάνετε τέλειο -πράγμα που είναι, όπως είπα, το ένα όγδοο- και την εσωτερική σας κατάσταση να φυλάξετε αβλαβή- πράγμα που είναι τα τέσσερα όγδοα. Αν όμως τύχει ανάγκη και παρασυρθείτε ή παραβείτε αυτήν την εντολή και βλαφθείτε ή βλάψετε, δεν είναι συμφέρον, επειδή πρέπει να τελειωθεί η διακονία, να χάσετε τα τέσσερα όγδοα, δηλαδή την ειρήνη σας, μόνο και μόνο για να φυλάξετε το ένα όγδοο, δηλαδή την τελειότητα του έργου. Αν δείτε και κάνει κανείς κάτι τέτοιο, να είσαστε βέβαιοι ότι δεν κάνει το διακόνημά του με επίγνωση. Γιατί ή από κενοδοξία ή από ανθρωπαρέσκεια επιμένει φιλονικώντας και κολάζοντας τον εαυτό του και τον πλησίον, για να ακούσει μετά από αυτά ότι κανείς δεν μπόρεσε να τον νικήσει. Αλλοίμονο! Μεγάλο κατόρθωμα! Δεν είναι αυτή νίκη, αδελφοί μου, αυτή είναι ζημιά, αυτή είναι απώλεια.

Σας δίνω εντολή, ότι, και αν εγώ στείλω κάποιον από εσάς σε οποιαδήποτε διακονία και δει να ξεσηκώνεται ταραχή ή οποιαδήποτε άλλη βλάβη, να σταματήσει. Και ποτέ να μη βλάψετε τους εαυτούς σας ή τους άλλους, αλλά να σταματήσει η δουλειά. Να μη γίνει! Μόνο μην ταράζεστε. Επειδή, όπως είπα, κάνοντας έτσι, χάνετε τα τέσσερα όγδοα, για να κερδίσετε το ένα όγδοο. Αυτό είναι ολοφάνερος παραλογισμός.
Αυτά σας τα λέω, όχι για να μικροψυχείτε αμέσως και να σταματάτε τις διακονίες ή να αδιαφορείτε και να πετάτε με μιας τα πράγματα και να καταπατάτε τη συνείδησή σας, επειδή θέλετε να ζείτε αμέριμνα. Ούτε πάλι για να παρακούετε και να λέει ο καθένας σας: «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, γιατί βλάπτομαι, δεν είναι στα μέτρα μου». Γιατί, μ’ αυτή την πρόφαση, δεν θα κάνετε ποτέ καμία διακονία, ούτε ποτέ θα μπορέσετε να τηρήσετε την εντολή του Θεού.
Αλλά σας το λέω, για να βάζετε όλη τη δύναμή σας, ώστε να κάνετε με αγάπη κάθε διακονία σας, με ταπεινοφροσύνη, υπακούοντας, τιμώντας, παρηγορώντας ο ένας τον άλλον. Τίποτα δεν είναι πιο δυνατό από την ταπεινοφροσύνη. Αν όμως δει κανείς κάποια στιγμή τον πλησίον ή τον εαυτό του να θλίβεται, σταματήστε, υποχωρήστε, μην επιμένετε μέχρι σημείου που να επακολουθήσει και πνευματική βλάβη. Γιατί είναι καλύτερα, χίλιες φορές το λέω, να μη γίνει η δουλειά όπως θέλετε, αλλά όπως επιτρέπουν οι περιστάσεις, και όχι να γίνει από ισχυρογνωμοσύνη ή από δικαίωμα, αφού είναι ολοφάνερο ότι η υποχώρηση αυτή θα σας ταράξει ή θα θλίψει τους άλλους. Διότι θα χάσετε έτσι τα τέσσερα όγδοα. Και υπάρχει πολλή διαφορά στη ζημιά. Πολλές φορές μάλιστα συμβαίνει και να χάνει κανείς το ένα όγδοο και να μην καταφέρνει απολύτως τίποτα.

Αυτές είναι οι συνέπειες των φιλονικιών. Αυτή την αρχή να τηρήσουμε. Δηλαδή, όλα τα έργα που κάνουμε, να τα κάνουμε με σκοπό να ωφεληθούμε από αυτά. Ποια όμως ωφέλεια προκύπτει, όταν δεν ταπεινώνουμε τον εαυτό μας ο ένας στον άλλον, αλλά αντίθετα συγχίζουμε και στενοχωρούμε ο ένας τον άλλον;

Γιατί καθένας ωφελείται ή βλάπτεται από την ίδια την κατάστασή του. Κανένας δεν βλάπτει τον άλλον. Αλλά, αν ζημιωθούμε, όπως είπα, ζημιωνόμαστε από την κατάστασή μας. Αν θέλουμε λοιπόν μπορούμε, όπως συνήθως σας λέω, από καθετί να ωφελούμαστε ή να ζημιωνόμαστε.

Και σας λέω ένα παράδειγμα, για να δείτε ότι έτσι είναι το πράγμα.
Συμβαίνει να στέκεται κανείς κάπου νύχτα -δεν εννοώ βέβαια μοναχός, αλλά κάποιος άλλος κοσμικός- και περνάνε από μπροστά του τρεις άνθρωποι. Και ο ένας βάζει στο νου του ότι στέκεται εκεί και περιμένει κάποιον, για να πάει να πορνεύσει. Ο άλλος τον θεωρεί κλέφτη. Και ο τρίτος σκέφτεται ότι έχει φωνάξει έναν φίλο του από το διπλανό σπίτι και τον περιμένει να κατέβει, για να πάνε να προσευχηθούν.

Να λοιπόν, και οι τρεις είδαν τον ίδιο άνθρωπο, στον ίδιο τόπο και όμως δεν έκαναν για αυτόν και οι τρεις την ίδια σκέψη, αλλά ο ένας έβαλε στο μυαλό του το ένα, ο άλλος το άλλο, ο τρίτος άλλο, ο καθένας -όπως φαίνεται- ανάλογα με την προσωπική του πνευματική κατάσταση.
Γιατί όπως υπάρχουν οργανισμοί αδύνατοι και φιλάσθενοι και κάθε τροφή που παίρνουν, και αν ακόμα είναι ωφέλιμη, τη μεταβάλλουν σε αρρώστια– και δεν βρίσκεται βέβαια η αιτία στην τροφή, αλλά στο ίδιο το σώμα που, όπως είπα, είναι φιλάσθενο και ανάλογα με την κράση του μεταβάλλει και αλλοιώνει τις τροφές -έτσι και η ψυχή, που υποφέρει από πνευματική καχεξία, βλάπτεται από καθετί. Και αν ακόμα πρόκειται για κάτι ωφέλιμο, αυτή βλάπτεται.
Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα δοχείο με μέλι και του βάλουμε μέσα ένα κομμάτι αψιθιά (πικρό φυτό). Δεν καταστρέφει το μικρό εκείνο κομμάτι όλο το δοχείο με το μέλι; Δεν κάνει όλο το μέλι πικρό; Το ίδιο κάνουμε κι εμείς. Βγάζουμε λίγη από την πικράδα μας και εξαφανίζουμε το καλό του πλησίον, βλέποντάς το ανάλογα με την κατάστασή μας και αλλοιώνοντάς το ανάλογα με την πνευματική καχεξία μας.
Όσοι όμως είναι πνευματικά δυνατοί, μοιάζουν με εκείνον που έχει σώμα εύρωστο, που και αν ακόμη φάει κάτι βλαβερό το μεταβάλλει ανάλογα με την κράση του σε θρεπτικό συστατικό και δεν τον βλάπτει ούτε και αυτή η κακή τροφή, επειδή, όπως είπα, το σώμα του είναι δυνατό και ανάλογα με την κράση του μεταβάλλει και την τροφή. Και όπως ακριβώς είπαμε για τον πρώτο οργανισμό, που και την καλή τροφή την μεταβάλλει ανάλογα με την καχεξία του σε βλαβερό συστατικό, το ίδιο συμβαίνει και με αυτόν. Ανάλογα με το εύρωστο σώμα του, ακόμα και τη βλαβερή τροφή τη μεταβάλλει σε θρεπτικό συστατικό.
Και σας λέω ένα παράδειγμα για να το καταλάβετε καλύτερα. Ο χοίρος έχει σώμα γερό. Η δε τροφή του είναι τα ξυλοκέρατα, τα κουκούτσια από τα φοινίκια και η λάσπη. Και όμως επειδή έχει γερό σώμα και αυτού του είδους την τροφή τη μεταβάλλει σε θρεπτικά συστατικά.
Έτσι και εμείς, αν έχουμε καλές αρχές και καλή πνευματική κατάσταση, μπορούμε, όπως είπα πριν, από το καθετί, και αν ακόμη δεν είναι ωφέλιμο, να ωφελούμαστε. Και πολύ ωραία λέει ο σοφός Σολομών στις Παροιμίες: «Αυτός που βλέπει ήρεμα και γλυκά προκαλεί τη συμπάθεια των άλλων» (Παροιμ. 12,13) Και αλλού λέει: «Σ’ όποιον λείπει η φρόνηση όλα έρχονται αντίθετα και ανάποδα» (Παροιμ. 14,7)

(αββά Δωροθέου, εκδ. Ετοιμασία σελ.393-397)

Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου!
Murray Salem, Αμερικανός ηθοποιός και σεναριογράφος.
Η γιαγιά μου, από την πλευρά του πατέρα μου, σε όλη της τη ζωή ήταν μια απλή χωρική από τη Συρία, που δεν ήξερε ούτε να γράφει, ούτε να διαβάζει.
Ήταν όμως ειλικρινά θρήσκα. Ότι έκανε είχε πάντοτε το όνομα του Θεού στα χείλη της.  Αλλά δεν ανέφερε μόνο το Όνομά Του.
Έλεγε τουλάχιστον εκατό φορές την ημέρα: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!… Και όχι μόνο όταν της συνέβαινε κάτι καλό.
Αν η σούπα χυνόταν καθώς έβραζε και πάλι έλεγε: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!
Τη ρώτησα κάποτε γιατί ευχαριστούσε τον Θεό για κάτι κακό.
Γέλασε και μου είπε ότι αν κάτι κακό συμβαίνει είναι γιατί έχουμε ξεχάσει τη σύνδεσή μας με τον Θεό. Εκείνη την εποχή το βρήκα αυτό πολύ παράξενο, έστω κι αν εκείνη επέμενε να κάνω κι εγώ το ίδιο.
Κάποτε, έγδαρα το γόνατό μου κι εκείνη μου είπε να πω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!
Κατά περίεργο τρόπο αυτές οι λέξεις είχαν αποτέλεσμα και ένοιωσα καλύτερα το γόνατό μου. Όταν έγινα πέντε χρονών πήγα στο σχολείο. Προερχόμουν από έγχρωμη φυλή και τα γαλανομάτικα και ξανθόμαλλα παιδιά με κορόιδευαν συνήθως. Επειδή το χρώμα μου ήταν σκούρο, το παρατσούκλι μου ήταν «ο Αράπης». Μισούσα το σχολείο και παρακαλούσα τους γονείς μου να μην με αναγκάζουν να πηγαίνω.
 
Ένοιωθαν άσχημα για μένα, αλλά δεν μπορούσαν και να με προστατέψουν για πάντα. Τότε, η Σίτου μου (η Συριακή λέξη για τη γιαγιά) άκουσε τι μου συνέβαινε και μου είπε ότι έπρεπε να λέω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου», κάθε φορά που τα παιδιά με έβριζαν. Εκείνη τη στιγμή θεώρησα ότι επρόκειτο για την πιο ανόητη ιδέα που είχα ακούσει ποτέ μου. Λίγες μέρες όμως αργότερα, όταν ένα ολόκληρο τσούρμο παιδιών άρχισε να φωνάζει: «Αράπη, Αράπη, Αράπη», συνέβη κάτι: Συγκρατούσα τα δάκρυά μου, προσπαθώντας με όλες τις δυνάμεις του κορμιού μου, να μη φανώ μυξιάρικο και να μην τους επιτρέψω να με δουν να κλαίω. Αλλά δεν μπορούσα να συγκρατηθώ.
 
Τα δάκρυα θα ξεσπούσαν οπωσδήποτε. Τότε θυμήθηκα τα λόγια της Σίτου μου: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Άρχισα να τα επαναλαμβάνω σιωπηλά μέσα μου: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Κι αυτό βοήθησε. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη, αλλά τα δάκρυα εξαφανίστηκαν. Ξαφνικά έπαψα να νοιάζομαι τόσο πολύ για το τι σκέφτονταν για μένα. Ίσως αυτό συνέβη γιατί ένοιωσα, ότι είχα κι εγώ τώρα ένα φίλο: τον Θεό. Όλα αυτά έγιναν εδώ και πολλά χρόνια. Από τότε, έχω γίνει ένας επιτυχημένος σεναριογράφος. Έχω ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο κι έχω συναντήσει εκατοντάδες θαυμάσιους ανθρώπους.
 
Η ζωή μου είναι ωραιότερη από ότι θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Καί σε όλη μου τη ζωή συνεχίζω πάντα να λέω:
 
«Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Ορισμένες φορές το λέω εκατό φορές την ημέρα, ακριβώς όπως έκανε η αγαπημένη μου γιαγιά. Νιώθω και τώρα την ανάγκη να το πω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!


    Μη βιαστείτε, παρακαλώ, να κατακρίνετε αυτό το στιγμιότυπο μας για παράβαση ευπρεπείας. Μην πείτε ότι ο συντάκτης του ξέθαψε κάποια άτυχη περιθωριακή περίπτωση και την προβάλλει.
    Το περιστατικό μας μπορεί να είναι μοναδικό. Δεν συνέβη όμως σε κάποια εποχή εκκλησιαστικής αναταραχής, ούτε είναι προϊόν σιμωνίας. Είναι ένα περιστατικό απόλυτα νόμιμο, και μάλιστα με τη  σφραγίδα δύο μεγάλων εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων, που και τους δυο τους τιμά η Εκκλησία μας ως αγίους. Ο ένας το ετέλεσε κι ο άλλος το ετίμησε.
     Βρισκόμαστε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Είναι η πόλη που γεννήθηκε  ο γνωστός μας αγ. Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ο θαυματουργός, ο οποίος σπούδασε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης πλάι στον Ωριγένη, και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, το 238,για να αναδεχθεί ο πρώτος επίσκοπός της.
      Γνωστοί είναι οι ιεραποστολικοί αγώνες του αγίου και θαυματουργού Γρηγορίου για να εκχριστιανίσει την περιοχή. Αγώνες που στέφθηκαν με πλήρη επιτυχία. Κάποτε αυτοί που ζούσαν στα Κώμανα, γειτονική πόλη της Νεοκαισάρειας, ζήτησαν από τον αγ. Γρηγόριο να τους επισκεφθεί, για να ιδρύσει Εκκλησία που να έχει και επίσκοπο. Όταν ο άγιος έφτασε στην πόλη, έμεινε αρκετές μέρες, αναζωπυρώνοντας με τα κηρύγματά του τον ζήλο των κατοίκων της για μια σωστή χριστιανική ζωή. Σύντομα ήρθε και το θέμα της εκλογής επισκόπου.
        Οι κάτοικοι, έχοντας για παράδειγμα τον ίδιο τον άγιο Γρηγόριο, συμφωνούσαν να επιλεχθεί επίσκοπος από τους προκρίτους του τόπου, που ταυτόχρονα να έχει και το χάρισμα του λόγου. Οι σχετικές ψηφοφορίες δεν απέδωσαν, γιατί η κάθε μερίδα επέμενε για τον δικό της υποψήφιο. Τότε ο αγ. Γρηγόριος είπε ότι θα μπορούσαν να αναζητήσουν κάποιον από τους μη επίσημους και γνωστούς προκρίτους της πόλεως. Η πρόταση του αγίου σκανδάλισε αρκετούς. Θεωρήθηκε ως «ύβρις». Κάποιος μάλιστα διαμαρτυρήθηκε έντονα, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι είναι αδύνατο να επιλέγει ως αξιότερος ένας «εκ των βαναύσων», όταν προηγουμένως απορρίφθηκαν οι πραγματικά άξιοι. Στη συνέχεια ο ίδιος με ειρωνικό τόνο είπε στον αγ. Γρηγόριο ότι, εφ’όσον  προτείνει να αναλάβει την Εκκλησία ένας εκ των «συρφετών», γιατί να μην εκλέξει για επίσκοπο τον Αλέξανδρο τον καρβουνιάρη.
         Ξαφνικά ήρθε στον αγ. Γρηγόριο η σκέψη ότι ίσως η πρόταση για τον Αλέξανδρο δεν ήταν τυχαία, αλλά ότι ήταν θεία υπόδειξη. Αμέσως ρώτησε ποιος ήταν αυτός ο Αλέξανδρος.  Κάποιος, αστειευόμενος, τον έφερε μπροστά στον επίσκοπο. Ήταν ντυμένος με βρώμικα κουρέλια, ενώ το πρόσωπο και όλο του το σώμα ήταν κατάμαυρο από τα κάρβουνα. Όλοι άρχισαν να γελούν. Το διορατικό όμως μάτι του αγ. Γρηγορίου έβλεπε άλλα πράγματα. Διέκρινε ότι ο τρόπος ζωής του δεν οφειλόταν στη φτώχεια του, αλλά σε δική του επιλογή, από κάποια φιλοσοφική διάθεση.
        Μετά από αυτή την εκτίμηση που έκανε για το πρόσωπο του καρβουνιάρη, τον πήρε ιδιαιτέρως και έμαθε με λεπτομέρεια τα σχετικά με τον βίο του. Στη συνέχεια τον παρέδωσε στους δικούς του να τον πλύνουν και να τον ντύσουν, ενώ ο άγιος ξαναγύρισε στη σύναξη των πολιτών. Όταν ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη σύναξη καθαρός  και καλοντυμένος, ο κόσμος ξαφνιάστηκε, βλέποντας έναν άλλο άνθρωπο. Ο αγ. Γρηγόριος τους  τόνισε το πόσο λανθασμένο είναι το κριτήρίο μας, όταν δίνουμε προσοχή στο εξωτερικό του ανθρώπου και όχι στο εσωτερικό του βάθος.
        Η κατάληξη της σύναξης έγινε στην εκκλησία, όπου ο αγ. Γρηγόριος χειροτόνησε τον Αλέξανδρο τον καρβουνιάρη σε επίσκοπο. Ύστερα ζήτησε από τον νέο επίσκοπο να κηρύξει τον θειο λόγο. Κι εδώ ο αγ. Γρηγόριος δεν διαψεύσθηκε. Ο λόγος δεν ήταν περίτεχνος και στολισμένος ,ήταν όμως ένας λόγος γεμάτος περιεχόμενο.
        Κάποιος νεαρός, που προερχόταν από τη Αθήνα και καμάρωνε για τον δικό του αττικίζοντα και καλλωπισμένο λόγο, χαμογέλασε με το «ακαλλές της λέξεως» του νέου επισκόπου. Γρήγορα όμως συνήλθε «εκ θειοτέρας όψεως». Είδε ένα σμήνος από περιστέρια, που έλαμπαν απερίγραπτα, και συγχρόνως άκουσε θεία φωνή να λέει ότι «του Αλεξάνδρου είναι αυτά τα περιστέρια».
          Τώρα που φτάσαμε στο τέλος ευνόητο είναι να διερωτηθεί κανείς που βρίσκεται στην ιστορία μας η άλλη μεγάλη και άγια προσωπικότητα, που, όπως είπαμε, «ετίμησε» την πράξη του αγ. Γρηγορίου Νεοκαισαρείας. Η άλλη προσωπικότητα είναι ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος έχει καταγράψει το περιστατικό της διηγήσεως μας. Πράγματι, όλες τις παραπάνω πληροφορίες τις έχουμε από το βίο του Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, τον οποίον έγραψε ο Γρηγόριος Νύσσης.

(Γρηγορίου Νύσσης,Εις τον βίον Γρηγορίου του θαυματουργού,ΒΕΠ 69,312,1-314,20)

(από το βιβλίο: Στιγμιότυπα από την εποχή των Πατέρων, Ηλία Α. Βουλγαράκη, εκδ. Αρμός σελ. 18-20)


ΜΕ ΠΟΙΟΝ μοιάζει o χριστιανός, πού σηκώνει τις θλίψεις της επίγειας ζωής με αληθινή πνευματική σύνεση; Μ’ έναν οδοιπόρο, που στέκεται στην ακροθαλασσιά σε ώρα τρικυμίας.

Τα αγριεμένα άσπρα κύματα πλησιάζουν τον οδοιπόρο και, αφού σπάσουν στην άμμο, διαλύονται πάνω στα πόδια του σε αναρίθμητες μικρές σταγόνες. Η θάλασσα, φιλονικώντας με τον άνεμο, βρυχιέται, υψώνει κύματα σαν βουνά, βράζει, παφλάζει. Το ένα κύμα γεννά και στη συνέχεια καταβροχθίζει το άλλο. Οι κορυφές τους είναι στεφανωμένες με κάτασπρο αφρό. Όλη η θάλασσα είναι καλυμμένη απ’ αυτά τα κύματα, που μοιάζουν με τερά¬στιο λάρυγγα φοβερού τέρατος δίχως δόντια.

Ο οδοιπόρος παρατηρεί το φοβερό θέαμα με ήρεμο λογισμό. Τα μάτια του είναι στη θάλασσα. Πού είναι, όμως, η σκέψη του; Και πού η καρδιά του; Η σκέψη του είναι στις πύλες του θανάτου. Και η καρδιά του στην κρί¬ση του Θεού. Εκεί είναι ήδη με τον νου του• εκεί είναι με το αίσθημά του - εκεί είναι οι φροντίδες του· εκεί είναι ο φόβος του.

Από τον φόβο τούτο φεύγει μακριά ο φόβος των επίγειων πειρασμών, θα κοπάσουν οι άνεμοι, θα γαληνέψει η θάλασσα. Εκεί που πρώτα μάνιαζαν τα τεράστια οργισμένα κύματα, δεν θα βλέπει κανείς παρά μιαν επίπεδη επιφάνεια από νερά ακίνητα, νερά κουρασμένα από τη θύελλα. Μετά τη μεγάλη θαλασσοταραχή, τα νερά θα καταπέσουν σε μια νεκρική ακινησία. Στον διάφανο καθρέφτη τους θα αντανακλά ο βραδινός ήλιος, όταν θα σταθεί πάνω από την Κρονστάνδη, θα σκορπίσει τις ακτίνες του σ’ όλον τον Φιννικό Κόλπο και θα συναντήσει τον ποταμό Νιεβα προς την Πετρούπολη. Θέαμα σαν ζωγράφημα, γνωστό στους κατοίκους της ερήμου του Αγίου Σεργίου. Αυτόν τον ουρανό, αυτή την ακροθαλασσιά, αυτά τα κτίρια πόσοι τα είδαν; Πόσοι είδαν τα αφροστεφανωμένα, τα περήφανα, τα άγρια κύματα; Πάρα πολλοί. Και όλοι αυτοί έφυγαν, όλοι βρίσκονται τώρα στην ησυχία του τάφου. Εκεί θα βρεθούν και όσοι σήμερα τα αντικρίζουν.

Πόσο άστατα, πόσο φευγαλέα είναι τα επίγεια -όσο των κυμάτων τα αφροστέφανα!

Κοιτάζοντας από τον ήσυχο αρσανά τη θάλασσα του βί¬ου να φουσκώνει από τα κύματα των παθών, Σε ευγνω¬μονώ, Βασιλιά και Θεέ μου! Μ’ έφερες σ’ ετούτη την άγια μονή. Μ’ έκρυψες «στο απόκρυφο καταφύγιο της θείας Σου παρουσίας από τις άδικες επιθέσεις των ανθρώπων» και με φύλαξες «από συκοφαντικές γλώσσες»(Ψαλμ. 30,21). Για τούτο μόνο πονάει η ψυχή μου, για τούτο συνταράζεται το άγνωστο: Θα περάσω, άραγε, από δω, από την ακροθαλασσιά του άστατου και ψεύτικου βίου, «στον τόπο της σκηνής της θαυμαστής, στον οίκο του Θεού, με φωνές χαράς και δοξολογίας, μέσα σε ήχους γιορτινούς»(Ψαλμ. 41, 5); Θα κατοικήσω, άραγε, εκεί αιώνια; Τι κι αν έχω θλίψεις στον κόσμο; «Εγώ στήριξα τις ελπίδες μου στον Θεό, κι έτσι δεν έχω να φοβηθώ ότι κι αν μου κάνει άνθρωπος»(Ψαλμ. 55,12).

Έρημος Άγιου Σεργίου, 1843
πηγή: Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Ασκητικές Εμπειρίες,  εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου.

“O Θεός δεν πρόκειται να αφήσει τέτοια ελεημοσύνη δίχως μετάνοια…”
«Θέλω να σας μιλήσω πάτερ για κάτι σοβαρό».
Η κοπέλα στεκόταν στην είσοδο του ιερατικού γραφείου, περιμένοντας την άδεια για να προχωρήσει. Δεν είχε παρουσιαστικό «θρησκευόμενου» ανθρώπου. Φορούσε κολλητό παντελόνι και ήταν βαμμένη έντονα.
Ο ηλικιωμένος ιερέας την κοίταξε με καλοσύνη. «Παρακαλώ. Ό,τι θέλετε!».

Η κοπέλα προχώρησε και κάθισε μπροστά στο γραφείο του ιερέα.

«Θέλω τη συμβουλή σας», είπε κοφτά και με αποφασιστικότητα. «Η μητέρα μου είναι στα τελευταία της. Έζησε μεγάλο μέρος της ζωή της δουλεύοντας τη νύχτα σε άσχημα μέρη… Ξέρω… Ίσως να σας σκανδαλίζω λίγο…». Δίστασε κοιτάζοντας τον ιερέα εξεταστικά αλλά με ειλικρίνεια στα μάτια της.

«Παρακαλώ, συνεχίστε».

«Η μητέρα μου με τα χρήματα που κέρδιζε κατάφερε να μεγαλώσει εμένα και τον αδερφό μου χωρίς να χρειαστεί να μας δώσει σε ξένα χέρια. Πατέρα δε γνωρίσαμε…

Αλλά δε μεγάλωσε μονάχα εμάς. Τα μισά της χρήματα και παραπάνω τα έδινε πάντα σε ελεημοσύνες. Πολλά παιδιά μεγάλωσαν χάρη σ’ αυτή. Κάποια μάλιστα σπούδασαν κιόλας χάρη στη μητέρα μου. Σε όλη της τη ζωή, η ελεημοσύνη ήταν πρώτιστο καθήκον… Τώρα πεθαίνει. Με δυσκολία επικοινωνεί. Θα ήθελα να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει αλλά δεν ξέρω πώς να της το πω… Καταλαβαίνετε… δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία… Δεν ήταν τελείως αδιάφορη αλλά… καταλαβαίνετε…».

Ο ιερέας είχε το βλέμμα χαμηλωμένο και άκουγε με κατανόηση.

«Μη στενοχωριέστε», της είπε. «Κάνατε αυτό που έπρεπε. Τώρα θα κάνουμε και οι δυο προσευχή για τη μητέρα σας. Κι ο Θεός θα δείξει τον τρόπο. Πάντως όπως και να ’χει, να θυμάστε ότι ο Θεός δεν πρόκειται να αφήσει τέτοια ελεημοσύνη δίχως μετάνοια…».

Πέρασαν μέρες. Ο Ιερέας δεν είχε κανένα νέο από εκείνη την κοπέλα. Κι έξαφνα ένα πρωί είδε την αναγγελία θανάτου της μητέρας κολλημένη σε μια κολώνα. Πήρε απόφαση και πήγε στην κηδεία.

Στο τέλος της ακολουθίας τον πλησίασε η κοπέλα. Τον χαιρέτησε ευγενικά και τον ευχαρίστησε που ήρθε να τους συλλυπηθεί. Ήταν πολύ καταβεβλημένη.

«Στενοχωριέμαι πολύ για την ψυχή της μητέρας μου, πάτερ», του είπε.

«Να μη στενοχωριέστε. Σας είπα: αφού η μητέρα σας έδειξε στη ζωή της τέτοια ελεημοσύνη, ο Θεός αποκλείεται να την άφησε χωρίς μετάνοια και συγχώρηση. Αυτό μονάχα μπορώ να σας πω εγώ. Τα υπόλοιπα τα ξέρει μονάχα Εκείνος…».

Τους πλησίασε ένας νεαρός.

«Πάτερ, να σας γνωρίσω τον αδερφό μου». Ακολούθησαν συστάσεις. «Ο πάτερ από δω είναι στην αγία Φωτεινή… ξέρεις… λίγο πιο πάνω από το σπίτι της μαμάς…», είπε στον αδερφό. «Πάντως, πάτερ, δε σας το κρύβω πως λυπάμαι που έφυγε έτσι», ξαναστράφηκε στον ιερέα. «Ίσως έπρεπε να ήμαστε πιο επίμονοι. Δεν ξέρω… καταλαβαίνω τι μου λέτε αλλά δεν έχω τόση πίστη για να παρηγορηθώ από αυτό…».

«Τι συνέβη;», παρενέβη ο αδερφός.

«Να, είχα πάει πριν αρκετές μέρες στον πάτερ να του ζητήσω να έρθει να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τη μαμά αλλά διστάσαμε κάπως… δεν ξέραμε πώς θα το πάρει εκείνη… και να που τώρα δεν προλάβαμε…».

Ο αδερφός έδειξε να ξαφνιάζεται. Χαμογέλασε και είπε:
«Μη στενοχωριέσαι, προλάβαμε… Προχθές τo βράδυ που έλειπες, η μαμά σαν να ξύπνησε αίφνης από το λήθαργό της, γύρισε προς το μέρος μου και -λες και δεν ήταν άρρωστη- μου είπε: «Πήγαινε γρήγορα στον άγιο Δημήτριο και φέρε εδώ τον παπά»… Αρχικώς απόρησα. Δεν ήθελα να της χαλάσω το χατήρι αλλά δεν περίμενα και να βρω κανέναν εκείνη την ώρα στην Εκκλησία… Εντούτοις ο παπάς ήταν εκεί. Του εξήγησα και ήρθε χωρίς καθυστέρηση… Πού να φανταστώ ότι εσύ είχες έρθει σε επικοινωνία με τον ιερέα της αγίας Φωτεινής… Συγγνώμη που δε σου είπα τίποτα αλλά με την κηδεία και τις μέριμνες το παρέλειψα… ή μάλλον για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα πώς θα το πάρεις κιόλας… Δε μου είχες πει ότι θα πας σε παπά… Πάντως κοινώνησε…».

Ο ιερέας χαμογέλασε. Τους χαιρέτησε ευγενικά και αποχώρησε. «Δεν αφήνει ο Θεός την ελεημοσύνη ασυνόδευτη από μετάνοια», έλεγε και ξανάλεγε μέσα του με συγκίνηση…

Απόσπασμα από το Μικρό Γεροντικό Πόλεων «Όσο μπορείς», του Βασίλη Αργυριάδη

πηγή: www.orthmad.gr

katafigioti

lifecoaching