Η φτερούγα της θελήσεως
Ο κόσμος εύκολα επηρεάζεται και προς το καλό και προς το κακό. Προς το κακό επηρεάζεται πιο εύκολα, γιατί εκεί κανοναρχεί και ο διάβολος. Πες σε έναν λ.χ. να κόψη το τσιγάρο, γιατί βλάπτει. Μόλις θα αποφασίση να το κόψη, θα πάη ο διάβολος και θα του πη: «Εκείνο το τσιγάρο έχει λιγώτερο φαρμάκι, το άλλο έχει φίλτρο και καθαρίζει... Κάπνισε από ’κείνα· δεν θα σε βλάψουν». Θα του βρη δηλαδή μια δικαιολογία, για να μην το κόψη· θα του βρη... μια λύση! Γιατί ο διάβολος μπορεί να μας βρη ένα σωρό δικαιολογίες. Και εκείνο το τσιγάρο που του προτείνει, μπορεί να τον βλάψη ακόμη περισσότερο. Γι' αυτό χρειάζεται να έχουμε θέληση. Και αν κανείς δεν κόψη τα κουσούρια του, όταν είναι ακόμη νέος, μετά είναι δύσκολο να τα κόψη, γιατί, όσο περνάει η ηλικία, εξασθενεί η θέληση.
Αν ο άνθρωπος δεν έχη θέληση, δεν μπορεί να κάνη τίποτε. Ο Ιερός Χρυσόστομος λέει: «Εν τω θέλειν και τω μη θέλειν κείται το πάν». Δηλαδή όλα εξαρτώνται από το αν θέλη ή αν δεν θέλη ο άνθρωπος. Μεγάλη υπόθεση! Ο Θεός είναι φύσει αγαθός και θέλει πάντοτε το καλό μας. Χρειάζεται όμως να θέλουμε και εμείς. Γιατί ο άνθρωπος πετά πνευματικά με δυο φτερούγες· με την θέληση του Θεού και με την θέληση την δική του. Ο Θεός την μια φτερούγα – την δική του θέληση – μας την έχει κολλήσει μόνιμα στον έναν ώμο μας. Αλλά για να πετάξουμε πνευματικά, πρέπει και εμείς να κολλήσουμε στον άλλο ώμο την δική μας φτερούγα, την ανθρώπινη θέληση. Άμα ο άνθρωπος έχη δυνατή θέληση, έχει την φτερούγα την ανθρώπινη, που ισορροπεί με την θεϊκή φτερούγα, οπότε πετάει. Ενώ, αν η θέλησή του είναι ατροφική, πάει να πετάξη λίγο και τουμπάρει. Ξαναπροσπαθεί λίγο, πάλι τούμπα!
– Γέροντα, καλλιεργείται η θέληση;
– Δεν έχουμε πει ότι όλα καλλιεργούνται; Θέληση υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, σε άλλους λίγη και σε άλλους περισσότερη. Όταν ο άνθρωπος έχη διάθεση να αγωνισθή, προσεύχεται και ζητά από τον Θεό να του αυξήση την θέληση, και ο Θεός τον βοηθάει. Όταν δεν κάνη προκοπή ο άνθρωπος, τότε να ξέρη ότι ή δεν βάζει καθόλου θέληση ή θα βάζη λίγη και αυτή θα είναι εξασθενημένη, οπότε και αυτό πάλι δεν βοηθάει. Ένα πουλί, ας υποθέσουμε, έχει την μία φτερούγα του γερή, αλλά παραμελεί την άλλη· της πέφτουν μερικά φτερά και μετά δεν μπορεί να πετάξη σωστά. Η μία φτερούγα δουλεύει καλά, η άλλη όμως είναι σαν την σπασμένη τσατσάρα. Την κουνάει το πουλί, αλλά μπαίνει αέρας ενδιάμεσα και δεν μπορεί να πετάξη καλά. Πετάει λίγο και μετά κάνει τούμπες. Πρέπει να έχη ακέραιη και αυτήν την φτερούγα, για να μπορή να πετάη.
Έτσι και ο άνθρωπος, θέλω να πω, πρέπει να προσέχη και να μην παραμελή την ανθρώπινη θέληση, αν θέλη να πετάη συνέχεια σωστά, πνευματικά. Γιατί το ταγκαλάκι τι κάνει; Πάει σιγά-σιγά και τραβάει από την ανθρώπινη φτερούγα πρώτα κανένα μικρούτσικο φτερό, ύστερα κανένα λίγο μεγαλύτερο, και αν δεν προσέξη ο άνθρωπος, του βγάζει και ένα μεγάλο, οπότε πάει να πετάξη και δεν μπορεί. Και αν τυχόν του τραβήξη μερικά φτερά, τότε, όταν πάη να πετάξη, μπαίνει αέρας στην φτερούγα που της λείπουν φτερά και κάνει τούμπες.
Η θεϊκή φτερούγα είναι πάντα γεμάτη, συμπληρωμένη· δεν της λείπουν φτερά, γιατί ο διάβολος δεν μπορεί να τα τραβήξη και να τα βγάλη· είναι θεϊκή. Να προσέχη ο άνθρωπος να μην αμελήση και του βγάλη ο διάβολος κανένα φτερό από την δική του φτερούγα. Όταν αρχίζη σιγά-σιγά λίγο η τεμπελιά, λίγο η αδιαφορία, εξασθενεί η θέληση. Τι να κάνη ο Θεός, αν δεν θέλη ο άνθρωπος; Δεν θέλει να επέμβη, γιατί σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου. Αχρηστεύει έτσι ο άνθρωπος και την φτερούγα του Θεού. Όταν όμως έχη θέληση, έχη δηλαδή και την δική του φτερούγα ακέραιη, τότε θέλει ο Θεός, θέλει και ο άνθρωπος, και πετάει ο άνθρωπος.
– Δηλαδή, Γέροντα, τι είναι ακριβώς αυτό το πέταγμα; Εννοείτε να θέλω να προοδεύσω πνευματικά, να θέλω την σωτηρία μου;
– Ναι, βρε παιδί! Όταν λέω πέταγμα, εννοώ την άνοδο την πνευματική, δεν εννοώ να πετάξω να ανέβω σε κανένα κυπαρίσσι!
("Γέροντος Παϊσίου Λόγοι", τόμος Β΄, σελ. 116-118)
Εις έναν Προηγούμενο ονόματι Νεόφυτον, Δοχειαρίτην το έτος 1880 εις το ησυχαστήριόν του «οι Αρχάγγελοι» της μικράς αγίας Άννης εφάνη ότι είδεν όνειρον τον μέγαν Βασίλειον. Τον παρεκίνησε μάλιστα να προσκυνήση το δάκτυλον του ποδιού του.
Το όνειρον αυτό ήτο ικανόν να δημιουργήση μιαν οίησιν και ένα εγωιστικόν τύφον εις την ψυχήν του Προηγουμένου ότι βλέπει και προσκυνά αγίους. Ο λογισμός του ησχολείτο συνεχώς και αδιακόπως με το όνειρον τούτο και μάλιστα εις βάρος της προσευχής και του «κανόνος»του.
Παρήλθεν καιρός και τον εφώτισεν ο Πανάγαθος Θεός να επισκεφθή τον ονομαστόν Πνευματικόν παπα-Γρηγόρην, ο οποίος ησκήτευεν εν τελεία ακτημοσύνη και πτωχεία ολίγον πιο επάνω, εις την ιδίαν Σκήτην.
- Αδελφέ μου Προηγούμενε, μεγάλον διάβολον προσεκύνησες και όχι τον άγιον Βασίλειον, του είπεν απεριφράστως. Σε παρακαλώ εις το εξής να μη δίδης σημασίαν εις τα όνειρα από τα οποία και με τα οποία ο διάβολος ως πονηρός απατά τους ανθρώπους.
(Αθωνικό Γεροντικό, αρχ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, σελ.369-370)
Το έτος 1925 ήλθεν εις την ιεράν Μονήν Διονυσίου ένας δαιμονισμένος. Μετά το απόδειπνον ευρισκόμενος εις το δωμάτιόν του ήρχιζε να τραγουδά μεγαλοφώνως και να χορεύη μανιωδώς, κτυπών με θόρυβον τα πόδια του εις το πάτωμα, μέχρις εξαντλήσεως. Οι πατέρες και οι αδελφοί ηναγκάζοντο να του δένουν χέρια και πόδια, προς αναγκαστικήν, ούτως ειπείν, ανάπαυσιν. Αλλά ελύνετο, ωσάν να τον είχαν δέσει με μίαν κλωστήν. Μιαν ημέραν ένας έμπειρος αδελφός τον έδεσε με καινούριο σχοινί. Κατά την ώραν εκείνην το δαιμόνιον, που κατοικούσε μέσα του, εφώναζε: «Δέσε με, καλόγερε, και θα δης που θα πάνε τα σχοινιά». Όντως, μετά από δύο ώρας ευρέθη λυμένος και το σχοινί ήτο πεταγμένον εις τον κήπον. Μιαν ημέραν, μετά τον εξαντλητικόν χορόν, έτρεξεν ο γέρων Βησσαρίων να του δώση ένα κανάτι μερό να πιή, εις το οποίον έρριψαν αγιασμόν.
- Έλα Γιαννάκη, παιδί μου, να πιής κρύο νερό, του είπε.
Αυτός λαχανιασμένος καθώς ήτο, με λαχτάραν ήρχισε να πίνη. Με τας πρώτας σταγόνας, όμως, ησθάνθη, όπως έλεγεν, κάψιμον εις τον λαιμόν.
- Φτου, φτου, μ’ έκαψες καλόγερε, μ’ έκαψες, είπε και το έφτυσεν.
Ω του παραδόξου θαύματος! Όλοι εθαύμασαν την ενέργειαν της Χάριτος, που έχει ο αγιασμός.
Μετά εδοκίμασαν να του δώσουν άλλο νερόν, απλόν, χωρίς αγιασμόν. Το ήπιε με βουλιμίαν… Επί ένα μήνα του εδιάβαζαν τους εξορκισμούς και βελτιωθείς ανεχώρησεν.
Μιαν φορά τον ηρώτησαν:
- Τι φοβάσαι περισσότερον; Τον αγιασμόν, το αντίδωρον ή την Θείαν Κοινωνίαν; Το δαιμόνιον απεκρίθη:
- Εάν εφυλάγετε αυτό που μεταλαμβάνετε εις την Εκκλησίαν, κανένας από εμάς δεν θα μπορούσε να σας βλάψη.
- Γιατί, Γιάννη, την φοβάσαι την Θείαν Μετάληψιν;
- Άφησε τον Γιάννη, μην τον ερωτάς. Μόνο άκουσε εμένα τι σου ομιλώ, είπε. Δεν σου ομιλεί ο Γιάννης. Λύσε με να δώσω μια βουτιά στην θάλασσα και να βρεθώ αμέσως στην Αθήνα!
(Αθωνικό Γεροντικό, αρχ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, σελ.208-209)
Φωνὴ ζωηρῆς ἐπικλήσεως πρὸς τὸν Θεό. Φωνὴ καρδιᾶς συντετριμμένης καὶ ταπεινωμένης μέχρι κά τω στὴ γῆ, στὸ χῶμα. Φωνὴ ἱκεσίας θερμῆς, ἀπὸ τὰ τρίσβαθα ψυχῆς ὀδυνωμένης. Ψυχῆς ποὺ ἀπ’ ὅλους καὶ ὅλα εἰσέπραξε τὴν ἀπόρριψη. Οἱ θλίψεις καὶ δοκιμασίες τῆς ζωῆς σὰν κύματα ἀλλεπάλληλα τὴ βύθισαν στὸ πέλαγος τῆς ἀπογνώσεως, καὶ ἄλλη πιὰ βοήθεια δὲν ἔχει νὰ ἀναμένει ἀπὸ πουθενὰ παρὰ μόνο ἀπὸ Ἐκεῖνον. Ψυχῆς ποὺ ἀνατείνεται ὁρμητικὰ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μὲ πόθο ἰσχυρὸ καὶ ἀπαντοχὴ τελεία καρφώνει τὸ βλέμμα της ἐπάνω του. Ψυχῆς ποὺ βοᾶ, κραυγάζει πρὸς τὸν Θεό!
–Κύριε, μὴν ἀργήσεις...
Σὰν τὴ φωνὴ νεαρῆς κόρης πρὸς τὸν σύζυγο ποὺ ξενιτεύεται, σὰν τὴ φωνὴ παιδιῶν πρὸς τὸν πατέρα ποὺ μπαρκάρει, σὰν τὴ φωνὴ ἀσθενοῦς πρὸς τὸ γιατρὸ ποὺ φεύγει ἀπὸ κοντά του, ἔτσι ἡ φωνὴ τοῦ Ψαλμωδοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ μαζί της καὶ ὅλες ἀνὰ τοὺς αἰῶνες οἱ φωνὲς ἐκείνων ποὺ Τὸν ἀναζητοῦν: τὸν Πατέρα, τὸν Νυμφίο, τὸν Ἰατρό. Ἐκεῖνον! Καὶ τὰ μάτια τους ἐκεῖ, κολλημένα, ἀκίνητα, ἀπαρασάλευτα.
Χωρὶς νὰ γυρνοῦν πουθενὰ ἀλλοῦ. Χωρὶς νὰ δέχονται καμιὰ ἄλλη παράκληση. Χωρὶς νὰ τοὺς ἐνδιαφέρει τίποτε ἄλλο. Μόνον αὐτό, πότε θὰ ξανάρθει ὁ Κύριος. Πότε πάλι θὰ τοὺς ἐπισκεφθεῖ. Πότε θά ’ρθεῖ, γιὰ νὰ Τὸν νιώσουν κοντά τους, νὰ αἰσθανθοῦν τὴν παρουσία του δίπλα τους, νὰ παρηγορηθεῖ ἡ καρδιά τους ἀπὸ τὸ βάρος ποὺ τὴν πιέζει, νὰ βαλσαμώσουν οἱ πόνοι της...
«Κύριε, μὴ χρονίσῃς» (Ψαλ. ξθ΄ [69] 6).
Καὶ ὁ Κύριος ἀκόμα δὲν φαίνεται. Καὶ ἡ ψυχὴ ἀκόμα πιὸ ἐπίπονα τώρα φωνάζει: Ποῦ εἶσαι, Κύριε; Γιατί δὲν μὲ ἀκοῦς; Γιατί δὲν ἔρχεσαι νὰ μὲ συναντήσεις; Πόσο ἀκόμα θὰ ἀντέχω νὰ φωνάζω; Τρέξε, Κύριε, κινδυνεύω νὰ καταποντισθῶ. Τρέξε, Κύριε, νὰ μὲ βοηθήσεις, «εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι σπεῦσον» (στίχ. 2), νὰ μὲ γλυτώσεις ἀπὸ τὴ θλίψη μου. Τρέξε, Κύριε, νὰ ἁπαλύνεις τὸν πόνο μου, νὰ ἀνακουφίσεις τὸ βάρος μου. Μὴν καθυστερήσεις ἄλλο, ἱκετεύω.
«Κύριε, μὴ χρονίσῃς»!
Ἀλλά, ψυχὴ θεοφιλής, σὺ ποὺ ἀκόμα Τὸν ἀναζητεῖς, Τοῦ φωνάζεις, μὴν ἀποκάμνεις. Συνέχισε. Λίγο ἀκόμα. Καὶ λίγο ἀκόμα.
«Ἔτι μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ» (Ἑβρ. ι΄ 37).
Θά ’ρθεῖ ὁ Κύριος στὴ ζωή σου, ὅπως τὸ θέλησες, ὅπως τὸ πόθησε ἡ καρδιά σου. Θά ’ρθεῖ· δὲν θὰ καθυστερήσει. Θά ’ρθεῖ καὶ θὰ σοῦ δώσει ὅ,τι Τοῦ ζήτησες. Ὅ,τι γνωρίζει ὅτι ἔχεις ἀνάγκη. «Οὐ χρονιεῖ». Δὲν θὰ καθυστερήσει. Τὸ ὑποσχέθηκε ὁ Ἴδιος. Τὸ ἀκούσαμε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ τὸ λέει: «Ὁ δὲ Θεὸς οὐ μὴ ποιήσῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ τῶν βοώντων πρὸς αὐτὸν ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ μακροθυμῶν ἐπ’ αὐτοῖς; λέγω ὑμῖν ὅτι ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει» (Λουκ. ιη΄ 7-8).
Ὁ Θεὸς λοιπὸν δὲν θὰ ἀποδώσει τὸ δίκαιο αἴτημα τῶν ἐκλεκτῶν του, ποὺ μέρα - νύχτα φωνάζουν πρὸς Αὐτὸν μὲ τὶς προσευχές τους καὶ Ἐκεῖνος ἀναβάλλει νὰ τοὺς τὸ δώσει; Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι γρήγορα θὰ τοὺς ἱκανοποιήσει. Ἔτσι μᾶς εἶπε ὁ Κύριος. Τώρα ποὺ βρίσκεσαι στὴ δίνη τοῦ πειρασμοῦ, τῆς θλίψεως, τῆς δοκιμασίας, σοῦ φαίνεται πὼς καθυστερεῖ ὁ Θεός. Πὼς φωνάζεις καὶ δὲν σὲ ἀκούει. Ὅταν ὅμως ἔλθει στὴ ζωή σου καὶ σοῦ χαρίσει τὸ ἔλεός του καὶ σὲ βγάλει ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο ὅπου βρίσκεσαι, τότε καὶ σὺ θὰ ὁμολογήσεις ὅτι «ἐν τάχει» ἐνήργησε ὁ Κύριος. Τότε ἀποβλέποντας στὸ παρελθὸν σου θὰ λές, πότε τέλειωσαν ὅλα αὐτὰ καὶ ἤδη ἀπολαμβάνω τὸν ἥλιο στὴ ζωή μου; Τότε ὅλα θὰ ἔχουν ξεχαστεῖ πιὰ καὶ οὔτε ποὺ θὰ γυρνᾶ τὸ μυαλό σου στὰ περασμένα.
Γι’ αὐτὸ τώρα συνέχισε νὰ Τοῦ φωνάζεις. Μὲ τὸν ἴδιο αὐτὸ λόγο.
«Κύριε, μὴ χρονίσῃς»!
Σήκωσε τὰ χέρια σου, προσήλωσε τὸ βλέμμα σου ἐπάνω στὴν ἁγία μορφή του, ἱκέτευσέ Τον μὲ ὅλο τὸν πόθο, τὴν ἀπαντοχή, τὸ δόσιμο τῆς ψυχῆς σου. Καὶ ἐπιπλέον, πτώχευσε μπροστά του. Γίνε «πτωχὸς καὶ πένης» (στίχ. 6). Παραδέξου ὅτι ἐπάνω σου δὲν ὑπάρχει κανένας πλοῦτος, καμιὰ ἱκανότητα, τίποτε ποὺ νὰ σὲ στηρίζει, νὰ σὲ δικαιώνει μπροστὰ στὸν Θεό. Κι ὅταν αὐτὸ σοῦ γίνει ἐσωτερικὸ φρόνημα, μόνιμη διάθεση μέσα σου, τότε θὰ δεῖς τὸν Κύριο νὰ ἔρχεται στὴ ζωή σου καὶ νὰ σὲ σηκώνει, νὰ σὲ ἀνεβάζει, νὰ σὲ δοξάζει.
Διότι μόνος Αὐτὸς εἶναι «ταχὺς εἰς βοήθειαν».
Πηγή:www.osotir.org
(Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου,Αρθρα και Μελέται,σελ.354-359). ΑΙ ΙΕΡΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ Η ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ ΑΥΤΩΝ.
Οι Χιλιασταί και οι «Ευαγγελικοί», εκτός των άλλων πλανών, τας οποίας έχουν, ισχυρίζονται ότι η Αγία Γραφή απαγορεύει την κατασκευήν, καθώς και την προσκύνησιν των εικόνων.
Κατηγορούν δε την Ορθόδοξον Εκκλησίαν ως ειδωλολατρικήν, επειδή έχει εικόνας και προκυνεί αυτάς. Ας ακούσωμεν, λοιπόν, πρώτον τα επιχειρήματα αυτών και κατόπιν ας δώσωμεν εις αυτά την απάντησιν που πρέπει.
Α’ Η ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΙΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ
Η Αγία Γραφή, λέγουν οι ανωτέρω αιρετικοί, καταδικάζει την κατασκευήν και χρησιμοποίησιν εικόνων. Ιδού τι λέγει: «Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω, και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης» (Έξοδος κ’, 4). Δηλαδή δεν θα κατασκευάσης καμμίαν εικόνα οιουδήποτε πράγματος εξ όλων των δημιουργημάτων.
Ερωτώμεν τους αιρετικούς: Λέγουσα τα ανωτέρω η Αγία Γραφή, τι εννοεί; Να μη κατασκευάζωμεν εικόνας, αγάλματα κ.λ.π. με σκοπόν να τα θεωρήσωμεν ως θεούς, όπως οι ειδωλολάτραι, και να τα λατρεύσωμεν, ή γενικώς απαγορεύει να κατασκευάζωμεν οιανδήποτε ζωγραφικήν ή γλυπτικήν παράστασιν, έστω και χάριν διακοσμήσεως; Την απάντησιν θα μας την δώση πρώτον η Αγίαν Γραφή και δεύτερον αυτοί ούτοι οι αιρετικοί.
1ον. Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ. α) Ο Θεός έδωκεν εντολήν εις τον Μωυσήν να κατασκευάση δύο χρυσά ομοιώματα των Αγγέλων, που ανήκουν εις το τάγμα των Χερουβείμ, και να στολίση δι’ αυτών την κιβωτόν της Διαθήκης. Ιδού τι είπεν ο Θεός: «Και ποιήσεις δύο Χερουβείμ χρυσοτορευτά και επιθήσεις αυτά εξ αμφοτέρων των κλιτών του ιλαστηρίου… έσονται οι χερουβείμ εκτείνοντες τας πτέρυγας επάνωθεν, συσκιάζοντες εν ταις πτέρυξιν αυτών επί του ιλαστηρίου και τα πρόσωπα αυτών εις άλληλα» ( Έξοδος κε’, 17-19).
β) Βραδύτερον πάλιν διατάσσει τον Μωυσήν να κατασκευάση με χαλκόν ομοίωμα όφεως, δια να βλέπουν αυτό οι Ισραηλίται και να θεραπεύωνται εκ του δηλητηρίου των πραγματικών όφεων. Ιδού τι είπεν ο Θεός: «Ποίησον σεαυτώ όφιν και θες αυτόν επί σημείου, και έσται εάν δάκη όφις άνθρωπον, πας ο δεδηγμένος ιδών αυτόν ζήσεται». (Αριθμ. κα’, 8). Όπως βλέπομεν, ο Θεός, που είπεν ανωτέρω «ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα», τώρα με τα ίδια ακριβώς λόγια διατάσσει τον Μωυσήν, να κατασκευάση ομοίωμα όφεως· «ποίησον σεαυτώ όφιν», λέγει ο Θεός. Άρα το «ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα» δεν πρέπει να «το παίρνωμε τοις μετρητοίς», δεν πρέπει δηλαδή να το θεωρώμεν ως απόλυτον απαγόρευσιν κατασκευής και χρησιμοποιήσεως εικόνων και ομοιωμάτων, αλλά μόνον κατασκευής εικόνων και ομοιωμάτων, που προορίζονται να λατρευθούν ως θεοί. Αυτό είνε το νόημα της Γραφής. Αν απηγόρευεν απολύτως πάσαν τοιαύτην κατασκευήν, δεν θα έδιδεν ο Θεός εις τον Μωυσήν εντολήν να κατασκευάση ομοιώματα χρυσά των Χερουβείμ και χάλκινο ομοίωμα του όφεως.
2ον. Η ΠΡΑΞΙΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ. Και αυτοί οι αιρετικοί, αντιθέτως προς τας θεωρίας των και τους ισχυρισμούς των, με την πράξιν των αποδεικνύουν, ότι δεν πιστεύουν, ότι η Γραφή απαγορεύει απολύτως την κατασκευή οποιουδήποτε ομοιώματος, που δεν προορίζεται να λατρευθή ως θεός. Και το αποδεικνύουν αυτό, διότι δεν καταδικάζουν τας λεγομένας εικαστικάς τέχνας, δηλ. την ζωγραφικήν και την γλυπτικήν. Όχι μόνον θρησκευτικάς εικόνας χρησιμοποιούν και διακοσμούν με αυτάς τα βιβλία των, τα περιοδικά των, τα σχολεία των, τα Μουσεία των κ.λ.π., αλλά και αγαλματίδια («μπιμπελώ») βλέπομεν να έχουν εις τας οικίας των. Χρησιμοποιούν ακόμη ζωγραφικούς πίνακας («κάδρα») και ασφαλώς θα εγέλων, αν τους έλεγες, ότι απαγορεύεται από την Γραφήν να φωτογραφίζωνται, ή ότι τα άνθη που είνε αποτυπωμένα εις τα υφάσματα (φορέματα) των γυναικών των ή τα πτηνά και τα ψάρια, που πολλάκις είνε αποτυπωμένα εις τα νάϋλον τραπεζομάνδηλά των, αποτελούν παράβασιν της εντολής του Θεού, η οποία απαγορεύει την δια της ζωγραφικής παράστασιν οιουδήποτε αντικειμένου [«όσα εν τω ουρανώ άνω (Άγγελοι, αστέρες, πτηνά) και όσα εν τη γη κάτω (άνθρωποι, ζώα, φυτά) και όσα εν τοις ύδασι υποκάτω της γης (ψάρια)»].
Όλα αυτά, λοιπόν, πείθουν ότι και αυτοί δεν πιστεύουν, ότι η Γραφή απαγορεύει απολύτως την ζωγράφισιν εικόνων και διαφόρων ομοιωμάτων, αλλά μόνον αν αυτά πρόκειται να λατρευθούν. Αυτό ακόμη αποδεικνύει και το γεγονός, ότι δεν θεωρούν αμαρτίαν, όπως είπομεν, το να φωτογραφίζωνται, δηλαδή να κάμνουν ομοιώματα του εαυτού των. Συμπέρασμα. Καθόλου δεν μας απαγορεύει η Αγία Γραφή να ζωγραφίζωμεν αστέρας, θαλάσσας, ζώα, φυτά, ανθρώπους και ό,τι άλλο θέλομεν, αν αυτά δεν έχωμεν σκοπόν να τα λατρεύσωμεν ως θεούς, αλλά τα θέλωμεν απλώς δια σκοπούς διακοσμητικούς ή αναμνηστικούς (δηλ. να μας βοηθούν να ενθυμούμεθα ευκολώτερον κάτι). Έχομεν, λοιπόν, παν δικαίωμα να ζωραφίζωμεν θρησκευτικού περιεχομένου εικόνας· αρκεί να μη τας λατρεύωμεν.
Β’ Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ. Αλλ’ αυτό ακριβώς κάνετε, φωνάζουν οι αιρετικοί. Δεν σας αρκεί να κατασκευάζετε εικόνας, αλλά θέλετε να τας λατρεύετε. Εις αυτό όμως ψεύδονται ασυστόλως. Ποτέ η Εκκλησία μας δεν είπεν ότι αι εικόνες πρέπει να λατρεύωνται. Τας εικόνας, βεβαίως, δεν τας περιφρονούμεν, αλλά τας τιμώμεν. Αν τιμώμεν τας εικόνας των γονέων μας, πόσο μάλλον πρέπει να τιμώμεν τας εικόνας των Αγίων; Τας σεβόμεθα, τας ασπαζόμεθα μετ’ ευλαβείας, τας προσκυνούμεν ακόμη, δηλαδή υποκλινόμεθα ενώπιον αυτών, αλλά δεν τας λατρεύομεν.Λάθος! Φωνάζουν και πάλιν οι αιρετικοί. Η προσκύνησις είνε εκδήλωσις λατρείας. Δεν υπάρχει, όπως νομίζετε σεις, και τιμητική προσκύνησις, αλλά μόνον μία προσκύνησις, η προσκύνησις της λατρείας. Η Αγία Γραφή δε ρητώς απαγορεύει την προσκύνησιν παντός άλλου προσώπου, πλην του Θεού· «Κύριον τον Θεόν σου», λέγει «προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (Δευτ. ς, 13, Ματθ. δ’, 10).
Ας ίδωμεν λοιπόν, αν οι αιρετικοί έχουν δίκαιον. Ας ίδωμεν, αν υπάρχει μόνον λατρευτική προσκύνησις, οπότε πρέπει μόνον τον Θεόν να προσκυνώμεν, ή μήπως υπάρχει και τιμητική προσκύνησις, οπότε δυνάμεθα να προσκυνώμεν οιονδήποτε πρόσωπον άξιον τιμής και σεβασμού.
1ον. ΜΑΡΤΥΡΙΑΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ. Η Παλαιά Διαθήκη έχει πάρα πολλάς περιπτώσεις τιμητικής προσκυνήσεως. Άκουσε μερικάς, αναγνώστα μου.
α) Ο Βαλαάμ, όταν είδε τον Άγγελον, «κύψας προσεκύνησε τω προσώπω αυτού». (Αριθμ. κβ’, 31). Αν ο Βαλαάμ με την προσκύνησιν απέδιδεν εις τον Άγγελον λατρείαν και όχι την τιμήν και σεβασμόν, θα ετόλμα ποτέ ο Άγγελος να δεχθή την προσκύνησίν του; Όχι βεβαίως! Πώς λοιπόν ισχυρίζονται οι αιρετικοί, ότι δεν υπάρχει τιμητική προσκύνησις;
β) Ο Ιησούς του Ναυή, ο διάδοχος του Μωυσέως, εις την ηγεσίαν του Ισραηλιτικού λαού και θεόπνευστος συγγραφεύς, όταν είδε τον Άγγελον, «έπεσεν επί πρόσωπον επί την γην» (Ιησ. Ναυή ε’, 14). Ήτο δυνατόν ο Ιησούς του Ναυή να προσκυνήση τον Άγγελον και ο Άγγελος να δεχθή αδιαμαρτυρήτως την προσκύνησιν, αν η προσκύνησις αύτη απέδιδε λατρείαν και όχι τιμήν και σεβασμόν απλώς; Ουδέποτε!
γ) Ο θεόπνευστος Δαυΐδ «προσεκύνησε τρίς» τον φίλον του Ιωνάθαν, υιόν του βασιλέως Σαούλ (Α’ Βασιλ. κ’, 41). Και άλλοτε «προσεκύνησε» τον βασιλέα Σαούλ (Α’ Βασιλ. κδ’, 9). Ασφαλώς δεν θα έκαμνε τούτο ο Δαυΐδ, αν δεν υπήρχε προσκύνησις τιμητική.
δ) Και ο Προφήτης Νάθαν, όταν μετέβη εις τον βασιλέα Δαυΐδ, δια να τον ελέγξη, επειδή είχεν αμαρτήσει, «προσεκύνησε των βασιλεί κατά πρόσωπον αυτού επί την γην» (Γ’ Βασιλ. α’, 23). Ασφαλώς κάτι περισσότερον των Χιλιαστών και των «Ευαγγελικών» θα εγνώριζεν ο θεόπνευστος Προφήτης Νάθαν. Και κάπως περισσότερον θα εσέβετο τον Νόμον του Θεού. Δια να προσκυνήση τον βασιλέα, σημαίνει, ότι η θεωρία των αιρετικών, πως δεν υπάρχει προσκύνησις τιμής και σεβασμού, είνε μύθος ανόητος.
ε) Τέλος, και ολόκληρος ο Ισραηλιτικός λαός, «κάμψαντες τα γόνατα προσεκύνησαν τω Κυρίω και τω βασιλεί (Δαυΐδ)» (Α’ Παραλ. κθ’, 20). Και όμως οι αιρετικοί ισχυρίζονται, ότι δεν υπάρχει τιμητική προσκύνησις!...
2ον. ΜΑΡΤΥΡΙΑΙ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ. α) Όλαι αι προσκυνήσεις προς τον Κύριόν μας Ιησούν, τας οποίας αναφέρει η Καινή Διαθήκη τι ήσαν; λατρευτικαί ή τιμητικαί; Οι Χιλιασταί δεν τολμούν να είπουν, ότι ήσαν λατρευτικαί, διότι δεν παραδέχονται, ότι ο Κύριός μας ήτο πραγματικός Θεός. Και… καταπίνουν την γλώσσαν των. Αλλά και οι «Ευαγγελικοί» αναγκάζονται να καταπίουν την γλώσσα των, διότι αν και δέχωνται, ότι ο Κύριός μας ήτο τέλειος Θεός και όχι μόνον άνθρωπος, δεν είνε εύκολον να είπουν ότι όσοι Τον προσκυνούσαν το έκαμνον από λατρείαν. Και δεν είνε εύκολον να το είπουν αυτό, διότι γνωρίζουν πολύ καλώς, ότι τότε που έζη εδώ εις την γην ο Κύριος ουδείς άνθρωπος εγνώριζεν ότι ήτο ενσαρκωμένος Θεός, αλλ’ άλλοι Τον ενόμιζον ως άνθρωπον σπουδαίον και άγιον και από τον Θεόν απεσταλμένον, ελάχιστοι δε Τον εθεώρουν και ως Μεσσίαν ή ως Υιόν του Θεού, μη έχοντες όμως σαφή γνώσιν του Μυστηρίου της Σαρκώσεως. Δεν ήτο, λοιπόν, δυνατόν να προσφέρουν λατρείαν, αλλά τιμήν και σεβασμόν. Αν θέλης δε να ίδης, αναγνώστα μου, τα χωρία, εις τα οποία οι άνθρωποι προσκυνούν τον Κύριόν μας, σημείωσε τα εξής: Ματθ. η’, 2. Ματθ. θ’, 18. Ματθ. ιζ’, 14. Ματθ. κ’, 20. Μαρκ. ε’, 22. Μαρκ. ε’, 33. Λουκ. ε’, 8. Λουκ. ιζ’, 15-16. Ιωάν. θ’, 38. Ιωάν. ια’, 32.
β) Κάποτε ο Παύλος και ο βοηθός του Σίλας είχον φυλακισθή εις τους Φιλίππους της Μακεδονίας. Την νύκτα λοιπόν έγινε σεισμός και ελύθησαν όλων των κρατουμένων τα δεσμά και ηνοίχθησαν αι θύραι της φυλακής. Ο δεσμοφύλαξ, όταν είδε το θαύμα αυτό, «προσέπεσε τω Παύλω και τω Σίλα», δηλαδή τους προσεκύνησε, και ηρώτησε τι έπρεπε να κάμη, δια να σωθή (Πραξ. ις’, 25-30). Εάν ο δεσμοφύλαξ από λατρείαν έκαμνε την προσκύνησιν και όχι από τιμήν και σεβασμόν, ήτο δυνατόν οι δύο Απόστολοι να εδέχοντο αδιαμαρτυρήτως την προσκύνησίν του; Ουδέποτε!.
γ) Ο Κύριος μας λέγει εις τον Επίσκοπον της Εκκλησίας της Φιλαδελφείας, ότι θα κάμη, ώστε μερικοί ανυπότακτοι Χριστιανοί να προσέλθον ταπεινωμένοι εις τον Επίσκοπον και να «προσκυνήσωσιν ενώπιον των ποδών αυτού». (Αποκ. γ’, 9). Δεν αποδεικνύει το χωρίον τούτο αναντιρρήτως, ότι υπάρχει και τιμητική προσκύνησις; Βεβαίως! Διότι θα ήτο ακατανόητον να λέγη ο Κύριος, ότι θα κάμη τους Χριστιανούς εκείνους να προσκυνήσουν λατρευτικώς τον Επίσκοπον!
ΜΙΑ ΕΝΣΤΑΣΙΣ. Οι αιρετικοί, παρ’ όλον αυτό το βαρύ πυροβολικόν των χωρίων της Γραφής, δεν αισχύνονται και δεν κλείουν το απύλωτον στόμα των. Αλλά τολμούν να φέρουν αντιρρήσεις. Και τι λέγουν; Επικαλούνται δύο χωρία, το Πραξ. ι’, 26, όπου ο Πέτρος δεν επιτρέπει εις τον Κορνήλιον να τον προσκυνήση, και το Αποκ. ιθ’, 10, όπου πάλιν ο Άγγελος δεν επιτρέπει εις τον Απόστολον Ιωάννην να τον προσκυνήση. Και λέγουν, ότι απαγορεύεται η προσκύνησις! Αλλά τότε πως εις τόσα άλλα χωρία, τα οποία είδομεν, επιτρέπεται. Πως θα το εξηγήσουν αυτό οι αιρετικοί; Αν θέλουν την ιδικήν μας εξήγησιν, ας την ακούσουν.
Ο Κορνήλιος φαίνεται, ότι εξέλαβε τον Πέτρον όχι ως απλούν άνθρωπον, αλλ’ ως θείον ον. Και τον προσεκύνησε με διάθεσιν λατρείας. Δι’ αυτό και ο θείος Απόστολος του το απαγορεύει. Και ο Ιωάννης φαίνεται, ότι εξέλαβε τον Άγγελον όχι ως Άγγελον, αλλ’ ως τον Κύριον και έπεσε να τον προσκυνήση με διάθεσιν λατρείας. Ο Άγγελος όμως δεν τολμά να το δεχθή αυτό και του το απαγορεύει. Οι προηγούμενοι όμως Άγγελοι, τους οποίους, όπως είδομεν, προσεκύνησαν ο Ιησούς του Ναυή και ο Βαλαάμ, καθόλου δεν εταράχθησαν εκ της προσκυνήσεως, καθόλου δεν διαμαρτυρήθησαν, αλλά την εδέχθησαν χωρίς καμμίαν αντίρρησιν. Διατί αυτό; Διότι εγνώριζον, ότι δεν προσεκυνούντο λατρευτικώς, αλλά τιμητικώς.
Συμπεράσματα
α) Η Αγία Γραφή δεν απαγορεύει γενικώς και απολύτως την κατασκευήν εικόνων και ομοιωμάτων, αλλά μόνον όταν γίνωνται με σκοπόν να λατρευθούν ως θεοί.
β) Η Αγία Γραφή εις πολλά χωρία διδάσκει, ότι δεν υπάρχει μόνο λατρευτική προσκύνησις, αλλά και προσκύνησις τιμητική. Συνεπώς ορθότατα πράττομεν τιμώντες δια προσκυνήσεως τους Αγίους μας, τα άγιά των λείψανα και τας ιεράς των εικόνας.
(Δογματική Π.Ν.Τρεμπέλα τομ. 3,εκδ. Σωτήρ,σελ. 403-406,μετάφραση στα νέα Ελληνικά π. Νικόλαος Πουλάδας).
(1) Ως προς την τιμητική προσκύνηση των αγίων εικόνων, για την οποία ο Μ. Βασίλειος στην ομολογία του που περισώθηκε στο απόσπασμα της επιστολής στον Ιουλιανό παρατηρεί, ότι «τις μορφές αυτών των εικόνων τις τιμώ και τις προσκυνώ, αφού αυτές με εξαιρετικό τρόπο μάς παραδόθηκαν από τους αγίους Αποστόλους και δεν είναι απογορευμένες, αλλά σε όλες τις εκκλησίες μας ζωγραφίζουμε αυτές», οι απαγορεύσεις για αυτήν (την προσκύνηση) στην Π.Δ. δεν είναι απόλυτες.
Διότι ναι μεν στη δεύτερη εντολή του δεκαλόγου μάς δίνεται η εντολή:
«οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς (=Δεν θα κατασκευάσεις ποτέ δια τον εαυτόν σου είδωλον ούτε εικόνα από όσα υπάρχουν στον ουρανόν άνω, όσα εις την γην κάτω και όσα εις τα ύδατα κάτω από την γην)».
Από την άλλη όμως σχεδόν στη συνέχεια δίνεται από το Θεό ξεκάθαρη εντολή στο Μωϋσή, να κατασκευάσει «δύο Χερουβὶμ χρυσοτορευτὰ καὶ να ἐπιθήσει αὐτὰ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν κλιτῶν τοῦ ἱλαστηρίου.(=δύο Χερουβίμ σκαλιστά εκ χρυσού και θα τοποθετήσης αυτά απέναντι αλλήλων, το ένα εις την μίαν πλευράν του ιλαστηρίου και το έτερον εις την άλλην)· και αλλού πάλι, να κατασκευάσει «εαυτῷ ὄφιν καὶ θήση αὐτὸν ἐπὶ σημείου», έτσι ώστε «ἐὰν δάκῃ ὄφις ἄνθρωπον, πᾶς ὁ δεδηγμένος ἰδὼν αὐτὸν» (=χάλκινον όφιν, να θέσει αυτόν εις σημείον εμφανές.. έτσι ώστε εκείνος ο οποίος θα δαγκωθή από τα δηλητηριώδη φίδια, θα βλέπη προς τον χάλκινον όφιν) να μην πεθάνει, αλλά να ζήσει. Για αυτό και ο Σολομώντας στη θάλασσα ή τον νιπτήρα, τον οποίο κατασκεύασε στο ναό, κατασκεύασε «δώδεκα βόδια κάτω από αυτήν» και λιοντάρια και χερουβίμ (26).
2) Πάντως η απαγόρευση αυτή δεν ανανεώθηκε στην Κ.Δ.. Και για αυτό, μολονότι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος για τους από τα έθνη προερχόμενους Χριστιανούς από την προηγούμενη συνήθειά τους να εξοκείλουν και πάλι σε ειδωλολατρεία, ήδη από τους πρώτους του Χριστιανισμού αιώνες συναντούμε στις κατακόμβες διακοσμήσεις με απεικονίσεις είτε συμβολικές, που αναφέρονται σε πρόσωπα ή μυστήρια χριστιανικά (άγκυρα, αμνός, περιστέρι, ιχθύς κλπ.), είτε αλληγορικές, που σχετίζονται με τις παραβολές του Κυρίου (άμπελος, καλός ποιμένας κλπ.), είτε με θέματα από τη Βίβλο (Νώε στην κιβωτό, Δανιήλ, Ιωνάς, Μωϋσής που χτυπά την πέτρα), είτε και εικόνες του Κυρίου, της Παρθένου και των αγίων, που χρονολογούνται αυτές στον γ΄και δ΄αιώνα, ενώ οι προηγούμενες, που είναι παλαιότερες χρονολογούνται από το τέλος του α΄αιώνα, και τέλος εικόνες με θέματα λειτουργικά (βάπτισμα, ευχαριστία κλπ.).
3) Από την άλλη ο μεν Τερτυλλιανός μιλά για απεικονίσεις του καλού Ποιμένα πάνω στα ποτήρια, ενώ ο Ευσέβιος κάνει λόγο για εικόνα χάλκινη που παριστάνει τον Κύριο και την αιμορροούσα και υπήρχε στην Καισάρια του Φιλίππου, την αλλιώς ονομαζόμενη Πανεάδα, όπως και για «εικόνες των αποστόλων Παύλου και Πέτρου και αυτού ακόμα του Χριστού με χρώματα που σώζονταν σε γραφές», τις οποίες βεβαιώνει ότι και αυτός είδε.
Πόσο επίσης πλατιά και γρήγορα διαδόθηκε η χρήση των αγίων εικόνων κατά τον τέταρτο αιώνα, μαρτυρεί πρώτον μεν ο Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος φέρνοντας το λόγο και στο ναό, τον χτισμένο εις τιμήν του μάρτυρα Θεοδώρου, παρατηρεί, ότι
«και ο ζωγράφος χρωμάτισε σε αυτόν τα άνθη της τέχνης του ζωγραφίζοντας σε εικόνα τα κατορθώματα του μάρτυρα, τους πόνους του, τις θηριώδεις μορφές των τυράννων, την τρισμακάρια τελείωση του αθλητή, την αποτύπωση της ανθρώπινης μορφής του αγωνοθέτη Χριστού». Τονίζοντας μάλιστα και την ωφέλεια, την οποία σαν από κάποια εποπτική διδασκαλία μπορεί να αποκομίσει από τις αγίες εικόνες ο Χριστιανός, προσθέτει, ότι ο ζωγράφος «καλλιτεχνώντας σαν σε βιβλίο που μιλάει με τις λέξεις, μάς διηγήθηκε με σαφήνεια τους αγώνες του μάρτυρα και καταστόλισε το ναό σαν ανθισμένο λιβάδι. Γιατί γνωρίζει και η ζωγραφιά, μένοντας σιωπηλή στον τοίχο, να μιλά και να προσφέρει μεγάλη ωφέλεια».
Έπειτα και ο θείος Χρυσόστομος, μιλώντας για τον τύπο του σταυρού, μας πληροφορεί ότι το σταυρό «συνεχώς το σχήμα του κάνουν στο επισημότερο μέρος του σώματος», δηλαδή στο μέτωπο, και «θα μπορούσε κανείς να τον δει να υπάρχει παντού, σε σπίτια, στις αγορές, στις ερημιές, στους δρόμους, στα βουνά, στις κοιλάδες, στους λόφους, στη θάλασσα και στα πλοία και στα νησιά, στα κρεβάτια, στα ρούχα, στα όπλα, σε σκεύη αργυρά, σε χρυσά, στις τοιχογραφίες, παντού να λάμπει και να βρίσκεται». Και πράγματι λίγο πριν το Χρυσόστομο, ο Ιουλιανός ο παραβάτης είχε επιρρίψει εναντίον των Χριστιανών κατηγορία, σύμφωνα με την οποία: «Προσκυνάτε το ξύλο του σταυρού, και σκιαγραφείτε την εικόνα του στο μέτωπο και το ζωγραφίζετε μπροστά στα σπίτια».
Ο Αστέριος Αμασείας στο εγκώμιό του της αγίας Ευφημίας περιγράφει τις εικονογραφίες του βήλου, το οποίο διακοσμούσε τον προσευχητικό ναό της αγίας.
Τέλος ο Βασίλειος ο Μέγας στην προς Βαρλαάμ τον μάρτυρα ομιλία του, προσκαλεί τους «λαμπρούς ζωγράφους των αθλητικών κατορθωμάτων», ώστε την εικόνα του στρατηγού μάρτυρα «που μίκρυνε (από το λόγο του) να την κάνουν μεγάλη με την τέχνη τους» και «με τα χρώματα της σοφίας τους να λαμπρύνουν τον στεφανωμένο νικητή τον οποίον αυτός αμαυρότερα περιέγραψε». Μιλώντας επίσης αλλού για την ίδια ουσία στην Τριάδα και για την ισοτιμία του Υιού με τον Πατέρα προδιαγράφει κατά κάποιο τρόπο προφητικά και την αιτιολογία, πάνω στην οποία βασίζεται η προσκύνηση των εικόνων παρατηρώντας, ότι
«και η εικόνα του βασιλιά, λέγεται βασιλιάς και δεν είναι δύο βασιλιάδες. Ούτε δηλαδή διασπάται η εξουσία, ούτε διαμοιράζεται η δόξα. Όπως δηλαδή η αρχή που μας εξουσιάζει είναι μία και όχι πολλές, έτσι και η δοξολογία μας είναι μία και όχι πολλές· διότι η τιμή προς την εικόνα περνά και πηγαίνει στο πρωτότυπο».
Παράλληλα και ο Γρηγόριος ο Νανζιαζηνός υποδηλώνοντας την αγαθή επίδραση, την οποία μπορεί να έχει πάνω στην ψυχή η θέα κάποιας άγιας εικόνας, μιλά στα ποιήματά του για «κάποια πόρνη», την οποία «καλούσε στο σπίτι του ένας νέος χωρίς εγκράτεια» και η οποία όταν πλησίασε στον πυλώνα, πάνω από τον οποίο υπήρχε η εικόνα του αγίου Πολέμωνος, μόλις είδε αυτήν, «διότι ήταν πολύ αξιοσέβαστη, έφυγε αμέσως ντρεπόμενη τον ζωγραφισμένο σαν να ήταν ζωντανός» (27).
4) Είναι αλήθεια, ότι στη Δύση παρά τα όσα επικράτησαν στη διακόσμηση των Κατακομβών και τα οποία μαρτυρούνται από παλαιά, σημειώθηκαν κάποιες αντιδράσεις εναντίον της τιμητικής προσκύνησης των εικόνων. Η γνωστότερη λοιπόν, ίσως και η επισημότερη από αυτές υπήρξε αυτή που εκδηλώθηκε με τον 30ο κανόνα της συνόδου της Ελβίρας το έτος 305 ή 306, σύμφωνα με τον οποίο «φάνηκε αρεστό ότι δεν πρέπει να υπάρχουν στην Εκκλησία εικόνες, έτσι ώστε να μην ζωγραφίζεται στους τοίχους ό,τι λατρεύεται και προσκυνείται» (28). Παρόλ’ αυτά η απαγόρευση αυτή φαίνεται να προήλθε από το ότι οι απεικονίσεις, που ζωγραφίζονταν στους τοίχους των ναών, κατά πάσα πιθανότητα λόγω του ότι συνήθως ήταν κακότεχνες ή κακά ζωγραφισμένες, μάλλον γκρέμιζαν παρά υποβοηθούσαν τον σεβασμό προς το λατρευόμενο πρόσωπο ή μυστήριο, όπως υποδηλώνεται και από την τελευταία φράση του κανόνα.
Σε κάθε περίπτωση όμως η απαγόρευση περιορίστηκε μόνο στην Ισπανία, όπως μπορεί κάποιος να συμπεράνει αυτό από το ότι ο μεν Prudentius περιγράφει τις εικόνες, στις οποίες είχε ζωγραφιστεί το μαρτύριο του αγίου Κασσιανού, καθώς και το μαρτύριο του αγίου Ιππολύτου, ενώ ο Παυλίνος της Νώλης και ο Σουλπίκιος Σεβήρος διακοσμούν με θρησκευτικές εικόνες τις βασιλικές που έχτισαν. Επιπλέον και ο Ιερώνυμος μιλά για εικόνες των Αποστόλων, τις οποίες συνήθιζαν να ζωγραφίζουν πάνω σε σκεύη, αλλά και ο Αυγουστίνος αναφέρει, ότι στα χρόνια του επικρατούσε συνήθεια σε πολλούς τόπους (multisinlocis) να αναπαριστούν τον Πέτρο και τον Παύλο κοντά στον Κύριό μας (29).
5) Και είναι μεν γνωστοί οι σφοδροί αγώνες που συνάφθηκαν κατά τους χρόνους της εικονομαχίας για την τιμητική προσκύνηση των αγίων εικόνων. Αλλά σε αυτούς έθεσε οριστικό τέρμα η έβδομη οικουμενική σύνοδος που συγκροτήθηκε από 367 Πατέρες και συγκλήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 787, η οποία στον Όρο της σε σχέση με τις άγιες εικόνες όρισε:
«με κάθε ακρίβεια και αρμονία, να αφιερώνονται κατά παραπλήσιο προς τον τύπο του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού τρόπο, οι σεπτές και άγιες εικόνες, που είναι φιλοτεχνημένες από χρώματα και ψηφίδες και άλλη κατάλληλη για αυτό ύλη, στις άγιες του Θεού εκκλησίες, σε ιερά σκεύη, σε ρούχα και τοίχους και σανίδες και σπίτια και δρόμους».
Απαριθμώντας επίσης η αγία σύνοδος και τις εικόνες αυτές κατονομάζει «την εικόνα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και της άχραντης Θεοτόκου μας, των τιμίων αγγέλων, και όλων των αγίων και οσίων ανδρών».
Εξηγώντας επίσης και την ωφέλεια που προέρχεται και από τη θέα και από την τιμή των αγίων εικόνων προσθέτει η αγία Σύνοδος, ότι «όσο βλέπονται συνεχώς με την εικονική αναπαράσταση, τόσο περισσότερο παρακινούνται όσοι τις βλέπουν στην ανάμνηση και την επιθυμία των πρωτοτύπων».
Καθορίζοντας όμως και τα όρια, μέσα στα οποία πρέπει να εκτείνεται η τιμή αυτή των αγίων εικόνων, όπως και τον χαρακτήρα της, προσθέτει ότι
«σε αυτές ασπασμό και προσκύνηση» πρέπει να απονέμουμε, «και όχι βεβαίως την, σύμφωνα με την πίστη μας αληθινή λατρεία, η οποία αρμόζει μόνο στη θεία φύση. Αλλά με τον ίδιο τρόπο κατά το υπόδειγμα του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και των αγίων Ευαγγελίων και των υπόλοιπων ιερών αφιερωμάτων και θυμιαμάτων και την προσφορά των φώτων, να γίνονται προς τιμήν τους. Διότι η τιμή της εικόνας περνάει στο πρωτότυπο και αυτός που προσκυνάει την εικόνα, προσκυνάει σε αυτήν την ύπαρξη του εικονιζόμενου.
Παραπομπές
(26) Μ. Βασίλειος. Επιστ. 360, Μ. 32, 1100, Έξοδ. κ΄ 4, κε΄ 18, 19, Αριθ. κα΄ 8,9 Γ΄ Βασιλείου. ζ΄ 25, 29. Σε σχέση με την επακολουθήσασα και επαινετική συντριβή του μνημονευθέντος φιδιού κατά το Δ΄ Βασιλ. ιη΄ 4, παρατηρεί ο Μογίλας (Γ 56), ότι εγκωμιάστηκε αυτή, «γιατί οι Ιουδαίοι αρχίζουν να αποστατούν από την προσκύνηση του αληθινού Θεού, προσκυνώντας το φίδι σα Θεό αληθινό προσφέροντάς του θυμίαμα, όπως λέει η Αγία Γραφή. Γι΄αυτό θέλοντας να κόψει το κακό, ώστε να μην επεκταθεί παραπάνω, συνέτριψε εκείνο το φίδι, για να μην έχουν πλέον οι Ισραηλίτες αφορμή για ειδωλολατρεία. Μα όταν δεν τιμούσαν αυτό το φίδι με προσκυνηματική λατρεία δεν κατακρίνοταν από κανέναν, ούτε το φίδι συντριβόταν. ( Ί. Καρμίρη, Τα Δογματικά ΙΙ σελ. 682).
(27) Τερτυλ.Depudicitia ,7,10. Ευσεβιου Εκκλ.Ιστορ. VII 18, Γρηγοριου Νύσσης εις τον μάρτυρα Θεόδωρον Μ. 46,737, Χρυσοστόμου Προς τε Ιουδαίους και Έλληνας 9,Μ. 48,826. Αστεριου Αμασείας Μ. 40,333-337, Μ. Βασιλείου ομιλ. 17 εις τον άρτυρα Βαρλαάμ 3, Μ. 31,484, του αυτού Περί του Αγίου Πνεύματος κεφ. 18 παραγρ. 45,Μ. 32,149,Γρηγοριου Ναζιανζ. Έπη Ηθικά Θ΄περί αρετής στιχ. 802-808,Μ. 37,737
(28) Δες στην πηγή
(29 Δες στην πηγή
(30) MansiXIII 380, Ι. Καρμίρη,Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία το. 1 σελ. 203-204
«Το 1907, αρχίζει ο π. Λεβάσωφ, έτυχε να επισκεφτώ για πρώτη φορά το μοναστήρι της Όπτινα, αν κι είχα προγραμματίσει πολλές φορές να το κάνω. Είχα ακούσει νωρίτερα μερικά πράγματα για τους γέροντες, αλλά δεν τους είχα δει. Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις έφτασα στο μοναστήρι, ήταν να πάω να κοιμηθώ, αφού είχα περάσει μια νύχτα στο τραίνο χωρίς ύπνο. Με ξύπνησε η καμπάνα για τον εσπερινό. Οι προσκυνητές πήγαν στην εκκλησία κι εγώ έτρεξα στη σκήτη, για να προλάβω να μιλήσω με το Γέροντα, την ώρα κείνη που ήταν λιγότεροι επισκέπτες. Ζήτησα να μου δείξουν το δρόμο για τη σκήτη και το κελλί του και σε λίγο βρισκόμουν στο δωμάτιο υποδοχής. Το δωμάτιο ήταν μικρό και η επίπλωσή του απλή. Στους τοίχους κρέμονταν κάδρα με μορφές αγίων ασκητών και ρητά των αγίων πατέρων. Όταν έφτασα εγώ υπήρχε μόνο ένας επισκέπτης, κάποιος επίσημος από την Πετρούπολη. Σύντομα ο υποτακτικός του Γέροντα κάλεσε τον επίσημο να περάσει μέσα και μου είπε: «Περιμένει πολύ ώρα». Ο επίσημος μπήκε μέσα για τρία λεπτά περίπου και μετά βγήκε. Γύρω από το κεφάλι του είδα ακτίνες από ‘να παράξενο φως. Δακρυσμένος και με συγκίνηση μου είπε πως αυτός μαζί με άλλους παραβρέθηκαν το πρωί στην άφιξη από τη σκήτη της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Καλούγκα. Ο γέροντας Ιωσήφ βγήκε από το κελλί του για να προσευχηθεί κι όλοι τους είδαν το πρόσωπό του να λάμπει και να βγάζει ακτίνες από θείο φως.
Σε λίγα λεπτά μου είπαν να περάσω στο Γέροντα. Μπήκα μέσα στο ταπεινό κελλί του που είχε φτηνά, ξύλινα έπιπλα και φωτιζόταν αμυδρά. Τότε είδα τον ηλικιωμένο Γέροντα, ταλαιπωρημένο από τους διαρκείς ασκητικούς αγώνες και τη νηστεία. Μόλις που μπορούσε να σηκωθεί από το κρεββάτι του. Ήταν άρρωστος εκείνη την εποχή. Χαιρετιστήκαμε. Μετά είδα ένα περίεργο φως γύρω από το κεφάλι του, όπως επίσης και μια φαρδιά ακτίνα να πέφτει πάνω του από ψηλά, σα να’ χε ανοίξει το ταβάνι του κελλιού του. Η ακτίνα έπεφτε από τον ουρανό κι ήταν ίδια με το φως που περιέβαλλε το πρόσωπό του. Η όψη του φωτίστηκε και φάνηκε ένα χαμόγελο. Ήμουν απροετοίμαστος να δω αυτό το θέαμα και τα ‘χασα. Ξέχασα όλες τις ερωτήσεις που τριγύριζαν στο κεφάλι μου και για τις οποίες γύρευα να βρω απαντήσεις από κάποιο γέροντα έμπειρο στην πνευματική ζωή. Με πολλή βαθιά χριστιανική ταπείνωση και πραότητα (τα χαρακτηριστικά του Γέροντα) στεκόταν και περίμενε υπομονητικά να μιλήσω. Εγώ έμενα σαστισμένος. Δεν μπορούσα να τραβήξω τα μάτια μου από το θέαμα αυτό, που μου ήταν τελείως πρωτόγνωρο. Τελικά κατάφερα να θυμηθώ αόριστα τι ήθελα να εξομολογηθώ κι άρχισα να ψελλίζω: «Μπάτιουσκα, είμαι πολύ αμαρτωλός». Μόλις μπόρεσα ν’ αρθρώσω τα λόγια αυτά, το πρόσωπό του έγινε σοβαρό και το φως που έπεφτε πάνω του, όπως κι εκείνο που τον περιέβαλλε, εξαφανίστηκε. Μπροστά μου στεκόταν πάλι ο οικείος γέροντας που είχα δει όταν μπήκα στο κελλί. Αλλά δεν έμεινε για πολύ έτσι. Σε μια στιγμή άρχισε πάλι να τον τυλίγει το φως και να πέφτει πάνω του η ακτίνα. Μερικές φορές το φως ήταν πιο λαμπρό και πιο εκτυφλωτικό. Επειδή ήταν άρρωστος, αρνήθηκε να μ’ εξομολογήσει. Ζήτησα τη συμβουλή του για τη δημιουργία μιας επιτροπής στην ενορία μου και τον παρακάλεσα να προσευχηθεί για μένα. Δεν μπορούσα ν’ αποχωριστώ εύκολα αυτό το ουράνιο θέαμα. Πρέπει να χαιρέτησα το Γέροντα τουλάχιστο δέκα φορές. Παρατηρούσα συνέχεια αυτό το χαριτόβρυτο πρόσωπο που είχε ένα αγγελικό χαμόγελο κι έλαμπε ολόκληρο μ’ αυτό το θείο φως, που εξακολουθούσε να τον φωτίζει καθώς έβγαινα από το κελλί του. Μετά από τρία χρόνια ξαναπήγα στο μοναστήρι της Όπτινα κι είδα τον μπάτιουσκα Ιωσήφ πολλές φορές. Ποτέ όμως δεν τον ξανά ‘δα σε τέτοια δόξα.
» Το φως που είδα πάνω στο Γέροντα δεν μπορεί να παρομοιαστεί με κανένα επίγειο φως, όπως για παράδειγμα το φως του ήλιου, ή του φωσφόρου ή το ηλεκτρικό, του φεγγαριού κ.λ.π. Δεν έχω ξαναδεί παρόμοιο φως.
» Πιστεύω πως το όραμα αυτό ήταν αποτέλεσμα της κατάστασης της έντασης και της προσευχής στην οποία βρισκόταν ο Γέροντας και προκάλεσε τη Χάρη του Θεού να επισκεφτεί τον εκλεκτό Του. Τώρα γιατί αξιώθηκα εγώ να δω τέτοιο όραμα, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Γνωρίζω πως είμαι αμαρτωλός κι ότι το μόνο για το οποίο μπορώ να καυχηθώ, είναι οι αδυναμίες μου. Ίσως ο Κύριος να κάλεσε κι εμένα τον αμαρτωλό στο δρόμο της μετάνοιας μ’ αυτό τον τρόπο, δείχνοντάς μου με ορατό τρόπο τι χάρη αξιώνονται οι εκλεκτοί του Θεού απ’ αυτήν ακόμα την κοιλάδα του κλαυθμώνος.
» Η ιστορία μου είναι αληθινή. Μετά το όραμα αυτό ένιωσα ανεκλάλητη χαρά κι ένα δυνατό θρησκευτικό ζήλο, παρά το γεγονός πως προτού επισκεφτώ το Γέροντα δεν αισθανόμουν τίποτα.
» Από τότε έχουν περάσει τέσσερα χρόνια. Και μόνο που το θυμάμαι απλά τώρα, ξαναζώ τη συντριβή και τη μαγεία εκείνη. Η ιστορία μου μπορεί να είναι «Ιουδαίοις μέν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρία» (Α’ Κορ. α’ 23). Στους ολιγόπιστους και σε κείνους που αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην αμφιβολία και την πίστη, μπορεί να φανεί μια αυτοσχέδια ιστορία, μια φαντασία ή παραίσθηση. Στους καιρούς της απιστίας και της θρησκευτικής παρακμής που ζούμε σήμερα, τέτοιες διηγήσεις προκαλούν ειρωνικά χαμόγελα. Τι πρέπει να κάνουμε εμείς οι υπηρέτες της αλήθειας; Να σιγήσουμε; Σίγουρα όχι. Ο αλησμόνητος γέροντας Ιωσήφ είναι πραγματικά ένα φωτεινό και λαμπρό αστέρι. Δεν πρέπει να κρύβουμε το λυχνάρι κάτω από το μόδιο, αλλά να το βάζουμε στο λυχνοστάτη, για να τους φωτίζει όλους μέσα στην αληθινή εκκλησία του Χριστού. Παρακαλώ όλους τους πιστούς χριστιανούς να προσεύχονται σ’ αυτόν, για να εύχεται κι αυτός για μας μπροστά στο θρόνο του Θεού.
» Όλα όσα ανάφερα παραπάνω είναι απόλυτα αληθινά. Δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής. Και τα βεβαιώνω στο όνομα του Θεού, με την ιερατική μου συνείδηση».
(Στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα, Πέτρου Μπότση, σελ. 174-178)
–Γέροντα, πώς θά μπορέσω τήν Σαρακοστή νά αγωνισθώ περισσότερο στήν εγκράτεια;
-Οι κοσμικοί τώρα τήν Σαρακοστή προσέχουν κατά κάποιον τρόπο τήν εγκράτεια, ενώ εμείς οι μοναχοί πάντα πρέπει νά προσέχουμε. Τό κυριώτερο όμως πού πρέπει νά προσέξει κανείς είναι τά ψυχικά πάθη καί μετά τά σωματικά. Γιατί, άν δώσει προτεραιότητα στή σωματική άσκηση καί δέν κάνει αγώνα, γιά νά ξεριζωθούν τά ψυχικά πάθη, τίποτε δέν κάνει.
Πήγε μία φορά σέ ένα μοναστήρι ένας λαϊκός στήν αρχή τής Σαρακοστής καί κάποιος μοναχός τού φέρθηκε απότομα, σκληρά.
Εκείνος όμως ο καημένος είχε καλό λογισμό καί τόν δικαιολόγησε. Ήρθε μετά καί μού είπε:
«Δέν τόν παρεξηγώ, Πάτερ. Ήταν βλέπεις από τό τριημέρι!». Άν τό τριημέρι πού έκανε ήταν πνευματικό θά είχε μία γλυκύτητα πνευματική καί θά μιλούσε στόν άλλο μέ λίγη καλοσύνη. Αλλά αυτός ζόριζε εγωϊστικά τόν εαυτό του νά κάνει Τριήμερο, καί γι’ αυτό όλα τού έφταιγαν.
-Γέροντα, τί νά σκέφτομαι τήν Σαρακοστή;
-Τό Πάθος, τήν θυσία τού Χριστού νά σκέφτεσαι. Άν καί εμείς οι μοναχοί πρέπει συνέχεια νά ζούμε τό Πάθος τού Χριστού, γιατί… μάς βοηθούν σ’ αυτό κάθε μέρα τά διάφορα τροπάρια, όλες οι Ακολουθίες.
Τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή μας δίνεται η μεγαλύτερη ευκαιρία γιά νά αγωνισθούμε καί νά συμμετέχουμε εντονότερα στό σωτήριο Πάθος τού Κυρίου μας, μέ μετάνοια καί μέ μετάνοιες, μέ εκκοπή τών παθών καί μέ ελάττωση τών τροφών, από αγάπη πρός τόν Χριστό.
Άν αξιοποιήσουμε, όσο μπορούμε, τό πνευματικό αυτό στάδιο μέ τίς πολλές προϋποθέσεις καί δυνατότητες πού μάς δίνονται, γιά νά πλησιάσουμε περισσότερο στόν Εσταυρωμένο Χριστό, γιά νά βοηθηθούμε από Αυτόν καί νά χαρούμε τήν Αγία Ανάσταση αλλοιωμένοι πνευματικά, αφού θά έχουμε ζήσει πνευματικότερα τήν Μεγάλη Σαρακοστή.
Εύχομαι καλή δύναμη τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, γιά νά ανεβείτε στόν Γολγοθά κοντά στόν Χριστό, μαζί μέ τήν Παναγία καί τόν Προστάτη σας Άγιο Ιωάννη τόν Θεολόγο, γιά νά συμμετάσχετε στό φρικτό Πάθος τού Κυρίου μας. Αμήν.
Από τό βιβλίο τού Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι ΣΤ΄, «Περί Προσευχής», εκδόσεις Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2012, σελ. 199-200
Ο π.Β. επεσκέφθη ένα χωριό δι’ υποθέσεις της Μονής του. Από την στιγμήν που έφθασε εις το χωριό, οι κάτοικοι τον επλησίασαν. Του εζήτουν επιμόνως να τους βοηθήση και να υπερασπίση την Αλήθεια εμπρός εις έναν ευαγγελικόν ιεροκήρυκα, που τους ενοχλούσε πολύ προσβάλλων την πίστιν της Εκκλησίας, όσον αφορά την λατρείαν των Αγίων και της Μητέρας του Θεού, χρησιμοποιών πολλά χωρία της Βίβλου. Απλός και σχεδόν αγράμματος ο πτωχός μοναχός ευρέθη εις αμηχανίαν. Εσκέφθη ολίγον. Μετά, αφού ενεθυμήθη αυτό που συχνά εδιάβαζε εις τους βίους των Αγίων, προεκάλεσε εις διάλογον τον αντίπαλόν του:
- Ας ανάψωμε, λοιπόν, μιαν μεγάλην φωτιάν εις την πλατείαν του χωριού και καθένας από μας ας περάση από μέσα από την φωτιάν. Ο Θεός ο ίδιος θα δείξη ποιος από μας τους δυο λέει την αλήθειαν.
Από πολύ ενωρίς το πρωί με ακόμη μεγαλύτερον θόρυβον ο λαός εμάζευε ξύλα και έκανεν ένα μεγάλο σωρόν εις την πλατείαν.
Ο π.Β. ενεφανίσθη όχι όμως και ο (προτεστάντης) ιεροκήρυκας. Έφυγε με το πρώτον πλοίον. Όλο το χωριό χαιρετούσε με κραυγάς χαράς αυτήν την λαμπράν νίκην της πίστεως επάνω εις την απάτην των ανθρωπίνων διδασκαλιών. Όταν ο π.Β. εισήλθεν εις το μοναστήρι, τον ηρώτησαν:
- Ήσουν, λοιπόν, έτοιμος να μπης εις την φωτιάν; Απήντησε με απλότητα:
- Όσο για μένα δεν είχα αμφιβολία για την πίστι της Εκκλησίας και είπα· Αμαρτωλός και άχρηστος σ’ αυτή τη γη με κάθε τρόπο, δεν είσαι άξιος παρά για την κόλασι. Ας καής εδώ κάτω παρά εις την αιωνιότητα. Ας μπούμε, λοιπόν, εις την φωτιά!
Έτσι με την βαθειάν του ταπείνωσιν, αυτός ο απλούς μοναχός υπερησπίσθη την πίστιν, όπως οι πρώτοι μάρτυρες και πνευματικοί πατέρες.
(Αθωνικό Γεροντικό, αρχ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, σελ. 64-65)
Μετά από χρόνια ασθενειών, κακουχιών, με έκδηλα τα σημάδια της κούρασης σε σώμα, πνεύμα και ψυχή, πονώντας το σώμα πλέον και σε απλές καθημερινές κινήσεις που όλοι θεωρούμε τόσο δεδομένες και απλές στην καθημερινότητά μας, αναλογίζομαι και μονολογώ. Αναλογίζομαι τι έμαθα όλο αυτόν τον καιρό, αν πήρα κάποιο μάθημα για την ζωή μου, για τους γύρω μου, για Εκείνον.
Δεν έμαθα πολλά, βλέπεις η κάθε ασθένεια δεν είναι και από ένα μαθηματάκι, υπάρχουν και χαρακτήρες όπως εγώ, αντιδραστικοί , εγωιστικοί, που δεν τα παίρνουν εύκολα τα «γράμματα» με την πρώτη. Δεν έμαθα πολλά, μα έμαθα όμως αληθινά, όσα έμαθα και όχι παπαγαλία. Πόνεσα πολύ για να μάθω, αλλιώς δεν θα μάθαινα.
Η ασθένειά μου, μού έδωσε μοναξιά, ηρεμία και ησυχία. Την τόσο πολύτιμη ησυχία που διψάει η ψυχή και ας μην ξέρει το γιατί. Κακά τα ψέματα, όσοι άνθρωποι και αν βρίσκονται κοντά σου, στον απολογισμό της ημέρας και του πόνου, είσαι μόνος. Για την ακρίβεια μόνο εσύ και Εκείνος. Σκέφτομαι πως δεν πρέπει να είναι τυχαίο πως ακόμα και όσοι απέχουν ή δεν πιστεύουν στον Θεό, τις δύσκολες εκείνες ώρες Εκείνον επικαλούνται και αναζητούν. Εκείνον να μιλήσουν… Στην ησυχία και στο δάκρυ, ο πιο Πονεμένος και ο πιο Αδικημένος από όλους, ο Εσταυρωμένος μας Χριστός, είναι πάντα εκεί. Ποιός μπορεί να νιώσει ακριβώς πόσο πονάς παρά μόνο Εκείνος… ποιος μπορεί να καθίσει δίπλα σου με γνήσια Αγάπη και κατανόηση για ότι περνάς... μόνο Εκείνος. Σιωπηλός, μα λέει όσα δεν λένε χίλιες λέξεις μαζί... γιατί είναι μέσα σου και σε νιώθει ακριβώς... Γιατί είσαι το παιδί Του, που πονάει για αυτό, που θυσιάστηκε γι αυτό. Και ας έκανες στη ζωή σου χίλια λάθη, και ας προκάλεσες πολλά, ίσως, από όσα σήμερα σε αρρώστησαν και σε πονούν, και ας μη φταίει τίποτε από όλα αυτά, απλά να αναρωτιέσαι «Γιατί σε μένα; Γιατι;»... και ας τον στεναχώρησες άπειρες φορές... Εκείνος δεν έχει εγωισμό, δε σε αφήνει από το βλέμμα Του λεπτό…
Ένα μάθημα: «Ποτέ δεν είσαι μόνος σου, όσο και αν πονάς , αναρωτιέμαι αν ο Χριστός μας πονάει περισσότερο από ότι εμείς».
Δεύτερο μάθημα: «Ας μάθω από Εκείνον, από τη στάση Του, πως θα πρέπει να είμαι σε ανάλογη περίπτωση στον πόνο του αδερφού μου και εγώ».
Εγώ που όλα τα ήξερα, που για όλα είχα γνώμη και άποψη, που τα πάντα έκρινα και βουβά και δυνατά. Εγώ που νόμιζα πως οι πολλές συμβουλές και η πολυλογία, είναι ό,τι ζητάει ο αδερφός μου ο ασθενής... ο πονεμένος. Μα τελικά κατάλαβα πως δεν το ζήταγε εκείνος, αλλά εγώ για να επιβεβαιωθώ πως είμαι κάποια... και έτσι έμαθα ξαφνικά πως αγαπάω εγωιστικά για να αναδειχθώ εγώ.... Τι κρίμα... προσπάθησα να ανυψώσω τον εαυτό μου εκμεταλλευόμενη ακόμα και τον πόνο του άλλου. Πόσο λυπάμαι για αυτό... και ήρθε η ώρα που ασθένησα και εγώ, και συνάντησα παρόμοιες συμπεριφορές και τόλμησα να εκνευριστώ…
Πλέον έμαθα μέσα από Εκείνον, πως αρκεί μια αγκαλιά, ένα αληθινό «σε αγαπώ», ένα άγγιγμα τρυφερό, ένα βλέμμα που λέει όσα δεν μπορούν να πούνε οι λέξεις... και πάνω από όλα... όταν ανοίξω το στόμα μου, δεν θα είναι συμβουλές και φιλολογίες, μα αυτό που μόνο από Εκείνον άκουγα να μου λέει: «Σε καταλαβαίνω... σε νιώθω... πραγματικά πονάω μαζί σου και Εγώ... είθε η παρουσία μου να σου δώσει δύναμη και κουράγιο...». Και ένα ζεστό χαμόγελο, το χαμόγελο στον πόνο είναι ευεργετικό.
Έπρεπε να τσαλακώσω πολύ τον εγωισμό μου, έπρεπε να πονέσω αφόρητα για πολύ καιρό, μα αυτό το μάθημα που πήρα χρυσοπληρώνεται, είναι πανάκριβο και θα το ξαναπλήρωνα όλο από την αρχή για να το ξαναμάθω. Και αν χρειάζεται ο αδερφός μου συμβουλή, θα μου την ζητήσει, και εγώ πολύ προσεκτικά και αν έχω λίγη γνώση σε αυτό, θα τη δώσω, μα θα πρέπει να είμαι πολύ σίγουρη πλέον γι αυτό. Και δε θα φοβάμαι πλέον να απαντώ: «Μακάρι να ήξερα... αλλά δεν ξέρω και λυπάμαι πολύ γι αυτό... Μα αν θες οπωσδήποτε να μάθεις, άνοιξε τα μάτια και τα αυτιά της ψυχής σου πολύ καλά.. και αυτό για να γίνει, θέλει ένα καλό καθάρισμα η ψυχή.. καθάρισμα από εγωισμούς, πάθη, και όρεξη και έρωτα για Εκείνον... Τον Χριστούλη της καρδιάς μας, τον πονεμένο μας Πατέρα, τον ιδρωμένο από φόβο Κύριό μας (έτσι τον νιώθω μέσα μου και τόλμησα να το γράψω), στο όρος των ελαιών, για όσα θα πάθαινε σε λίγες ώρες για εμάς.
Γιατί πολύ πριν από εσένα και από εμένα, Εκείνος πόνεσε όσο δε θα πονέσει ποτέ κανείς και μάλιστα διπλά. Η ανθρώπινή Του φύση, πόνεσε και μαρτύρησε σωματικά αλλά και ψυχικά από την προδοσία και την αδικία, και η Θεϊκή Του πόνεσε περισσότερο ακόμα για να λυτρώσει αιώνια το αγαπημένο του πλάσμα, το αγαπημένο του παιδί, όλους εμάς.
Τρίτο μάθημα: Σου δίνει δύναμη πίστης! Δεν τα βάζω πλέον μαζί Του ούτε λεπτό. Με έμαθε να μην καταλογίζω ευθύνες στους άλλους για τη δική μου κατάσταση, αλλά κυρίως να μην καταλογίζω ούτε και σε Εκείνον. Και αν κάποτε έλεγα γιατί μου το κάνεις αυτό, τώρα πλέον ξέρω πως Εσύ δεν κάνεις τίποτε! Ναι· επιτρέπεις για το καλό μου, μα δεν το προκαλείς... Εγώ επέτρεψα και προκάλεσα να δηλητηριάσω το σώμα και την ψυχή μου, με τη ζωή μου. Και αναπόφευκτα τα αρρώστησα και τα δύο.
Ας σταματήσουμε να ρωτάμε το ανθρώπινο και κατανοητό κατά τα άλλα, «ΓΙΑΤΙ» της κακουχίας και ασθένειας των γύρω μας και του εαυτού μας· αν θέλουμε απαντήσεις ας ρωτήσουμε Τον μόνο που γνωρίζει το γιατί και αν δεν πάρουμε απάντηση παρόλα αυτά, ας Τον εμπιστευθούμε και ας αφεθούμε. Τα σχέδιά Του για εμάς είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερα από τα πιο ανέφικτα μεγαλεπήβολα ανθρώπινα δικά μας.
Σε εσένα που πονάς είτε σωματικά είτε ψυχικά, γράφτηκαν αυτές οι λέξεις. Για να μοιραστώ μαζί σου αυτά τα μαθήματα και αν σε είχα απέναντί μου, είμαι σίγουρη πως και από εσένα θα έπαιρνα άλλα τόσα και περισσότερα. Κουράγιο στο δύσκολο Σταυρό που κουβαλάς, μη νιώθεις μόνος, είμαστε και εμείς εδώ και πάνω από όλα είναι Εκείνος παντού!
Και μιας και γράφοντας αυτές τις λέξεις, τελείται ο κατανυκτικός Εσπερινός της Συγγνώμης, ένα μεγάλο συγγνώμη από την καρδιά μου, για τις φορές που σε στεναχώρησα με λόγια ή πράξεις μου, για τις φορές που ήμουν απούσα όταν με χρειάστηκες, και για τη μη προσπάθειά μου να φερθώ περισσότερο όπως Εκείνος μας δίδαξε και επιμένω να κρατάω συνεχώς την ανθρώπινη εγωιστική μου στάση και συμπεριφορά.
Ένα συγγνώμη για άλλη μια φορά, και όσο ζω θα την ζητώ, και σε Εσένα Κύριε και Πατέρα μου.