E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

‹‹Ένας γέροντας πεσμένος στο κρεβάτι του θανάτου, έλεγε σε μερικούς φίλους του, που είχαν έρθει να τον δουν:
            Σήμερα με επισκέφθηκαν τρείς επισκέπτες.
            Πρώτη με επισκέφθηκε η Πίστη.
Έρχομαι μου είπε, να σε αποχαιρετήσω, δεν με έχεις πια ανάγκη. Στη ζωή σου εδώ στη γη σε βοήθησα να ακολουθήσεις τον Κύριό σου και να μείνεις πιστός σε Αυτόν. Τώρα θα Τον δεις ΄΄πρόσωπον προς πρόσωπον΄΄ (Α΄Κορ. 13, 12) και η πίστη σου θα μεταβληθεί σε όψη.
            Δεύτερη με επισκέφθηκε η Ελπίδα.
            Έως τώρα, μου είπε, ήμουν ο πιο καλός σύντροφός σου. Σε ενθάρρυνα στις δυσκολίες σου, σε παρηγορούσα στις θλίψεις σου, σε χαροποιούσα στη σκέψη ότι μια μέρα θα συναντήσεις τον Κύριό σου. Η υπηρεσία μου έληξε. Στον κόσμο στον οποίο πηγαίνεις δεν υπάρχουν πόνοι και θλίψεις, αλλά φως και χαρά.
            Τελευταία με επισκέφθηκε η Αγάπη.
            Εμείς δεν θα αποχωρισθούμε ποτέ, μου είπε. Στη ζωή αυτή, σου αποκάλυπτα το χαρακτήρα του Κυρίου σου και την αγάπη Του για σένα, σου έδινα τα δύναμη να Τον αγαπάς και σε ενέπνεα σε υπηρεσία προς τους συνανθρώπους σου. Όσο ο καιρός περνούσε, συνδεόμασταν όλο και πιότερο. Όλα αυτά, όμως, δεν ήταν παρά ο πρόλογος. Εκεί πάνω θα είμαστε πάντα μαζί. Εγώ θα σου κινώ την καρδιά σε αίνο και δοξολογία αιώνια προς τον Κύριό σου.
            Θα είμαι το άρμα, πάνω στο οποίο θα ταξιδεύεις σε ολόκληρη την αιωνιότητα.
            "Τώρα δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα. μείζων δε τούτων η αγάπη"(Α΄Κορ. 13, 13) ›› (ΑΓ. 5)
(αρχ. Ιωάννου Κωστώφ, Καλοί λιμένες, Σταμάτα 2016, σελ. 236-7)

Ο μακαριστός Νικοπόλεως Μελέτιος γράφει: «Κάποια μέρα γινόταν λόγος σ’ ένα σπίτι για το θάνατο. Οι περισσότεροι ενοχλήθηκαν.

Μία κυρία, όμως, φαινόταν εντελώς ήρεμη και γαλήνια. “Εσύ γιατί δε φοβάσαι;”, τη ρώτησαν. Και εκείνη διηγήθηκε την εξής ιστορία:

Όταν ήμουν μικρό κοριτσάκι είχαμε πάει με τη μητέρα μου σ’ ένα χωράφι. Εκεί χοροπηδώντας και παίζοντας ενόχλησα κάτι μέλισσες και μια επιτέθηκε να με τσιμπήση. Εγώ τότε έβαλα τις φωνές και έτρεξα στη μητέρα μου. “Σώσε με”, της είπα. “Με έφαγε!”. “Έννοια σου, παιδάκι μου, στάσου εσύ ακίνητη”. Κούνησε η μητέρα μου το χέρι της μπροστά απ’ τη μέλισσα και η μέλισσα ερεθισμένη πήγε και τσίμπησε το χέρι της μητέρας. Και είδα πάνω στο χέρι της μητέρας μου βγαλμένο το κεντρί της μέλισσας, που ήταν για μένα.

Εγώ είχα ερεθίσει το μελίσσι. Εμένα έπρεπε να τσιμπήση. Αλλά η μητέρα μου το προκάλεσε και πήγε και τσίμπησε το χέρι της. Και τότε εκείνη μου είπε: “Ναι, παιδάκι μου. Εσύ έκανες το κακό. Για σένα ήταν το δηλητήριο. Αλλά εγώ επειδή είσαι παιδί μου και σε αγαπάω, προτίμησα να τσιμπήση εμένα και να νοιώσω εγώ τον πόνο απ’ το κεντρί του.

Έτσι κι εσύ να θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή ότι όλοι εμείς οι άνθρωποι με τα έργα μας ερεθίζουμε το κεντρί του θανάτου και του άδου (το οποίο λέει ο Απόστολος). Αλλά ήρθε ο Κύριός μας ο Ιησούς Χριστός και στάθηκε μπροστά και τον ‘τσίμπησε’ Εκείνον το ‘κεντρί’ του θανάτου και του άδου. Και κατάργησε την οριστική θανατηφόρο δράσι του. Και έτσι εμείς έχουμε ελπίδα της Βασιλείας του Θεού και της αιωνίου ζωής”.

Από τότε, λοιπόν, που έβαλα μέσα στην καρδιά μου ότι εκείνο το οποίο έπρεπε να “πληρώσουμε” εμείς εξαιτίας των αμαρτιών μας το “πλήρωσε” ο Χριστός επάνω στο Σταυρό, έχω στη σκέψι του θανάτου την απόλυτη γαλήνη. Και παρακαλώ τον Κύριο να με ελεήση και να με πάρη κοντά Του»(στο: ημερ. Μν)

(Αρχ. Ιωάννου Κωστώφ, Καλοί λιμένες, Σταμάτα 2016, σελ. 116-117)

Αναφέρει ο π. Στεφ. Αναγνωστόπουλος: «Πριν από χρόνια, όταν ήμουν εφημέριος στον ιερό Ναό του αγίου Βασιλείου Πειραιώς, με κάλεσαν να εξομολογήσω εκτάκτως, κατόπιν δικής του επιθυμίας, ένα νέο άνδρα, 42 ετών, του οποίου το όνομα, ήταν Ξενοφών.

Όταν πήγα, ήταν σε κακή κατάστασι. Ο καρκίνος με τις ραγδαίες μεταστάσεις τον είχε προσβάλει και στο κεφάλι. Οι μέρες του μετρημένες. Ήταν μόνος στο θάλαμο, το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας. Και μου είπε τα εξής, για το πώς πίστευσε, αφού υπήρξε, όπως το τόνισε, “σκληρός άθεος” και άπιστος.

Ήλθα εδώ πριν από 35 περίπου μέρες, σ’ αυτό το δωμάτιο των δύο κλινών. Δίπλα μου ήταν ήδη κάποιος άλλος άρρωστος, μεγάλος στην ηλικία, 80 περίπου ετών. Αυτός ο άρρωστος, πάτερ μου, παρά τους φοβερούς πόνους τους οποίους είχε στα κόκκαλα –εκεί τον είχε προσβάλει ο καρκίνος- συνεχώς αναφωνούσε ‘Δόξα Σοι, ο Θεός! Δόξα Σοι, ο Θεός!...’. Στη συνέχεια έλεγε και πολλές άλλες προσευχές, τις οποίες εγώ ο ανεκκλησίαστος και άθεος τις άκουγα για πρώτη φορά. Και όμως, πολλές φορές μετά απ’ τις προσευχές του ηρεμούσε –και εγώ δεν ξέρω με ποιο τρόπο- και τον έπαιρνε γλυκύτατος ύπνος. Ύστερα από δυο-τρεις ώρες ξυπνούσε απ’ τους αφόρητους πόνους, για να ξαναρχίση και πάλι ‘Ω Χριστέ μου, Σε ευχαριστώ! Δόξα στο όνομά Σου!... Δόξα Σοι, ο Θεός!... Δόξα Σοι, ο Θεός!...’.

Εγώ μούγκριζα απ’ τους πόνους, κι αυτός ο συνασθενής μου, με τους αφόρητους πόνους, δοξολογούσε το Θεό. Εγώ βλασφημούσα το Χριστό και την Παναγία, και αυτός μακάριζε το Θεό. Τον ευχαριστούσε για τον καρκίνο τον οποίο του έδωσε και τους πόνους τους οποίους είχε. Τότε εγώ αγανακτούσα όχι μόνο απ’ τους φρικτούς πόνους τους οποίους είχα, αλλά και γιατί έβλεπα αυτό, το συνασθενή μου, να δοξολογή συνεχώς το Θεό. Αυτός έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα ‘τη Θεία Μεταλαβιά’ κι εγώ ο άθλιος ξερνούσα από αηδία.

- Σκάσε, επιτέλους. Σκάσε επιτέλους να λες συνεχώς ‘Δόξα Σοι, ο Θεός! Δεν βλέπεις πως Αυτός ο Θεός, τον Οποίο εσύ δοξολογείς, Αυτός μας βασανίζει τόσο σκληρά; Θεός είναι αυτός; Δεν υπάρχει. Όχι! Δεν υπάρχει…

Κι αυτός με γλυκύτητα απαντούσε:

- Υπάρχει, παιδί μου, υπάρχει και είναι στοργικός Πατέρας, διότι με την αρρώστια και τους πόνους μας καθαρίζει απ’ τις πολλές μας αμαρτίες. Όπως αν ήσουν απασχολημένος με καμμιά σκληρή δουλειά, όπου τα ρούχα σου και το σώμα σου θα βρωμούσαν κυριολεκτικώς, θα χρειαζόσουν μια σκληρή βούρτσα για να καθαρισθής καλά, κι εσύ και το σώμα σου και τα ρούχα σου, κατά τον ίδιο τρόπο και ο Θεός χρησιμοποιεί την αρρώστια σαν ευεργετικό καθαρισμό της ψυχής, για να την προετοιμάση για τη Βασιλεία των ουρανών.

Οι απαντήσεις του με εκνεύριζαν ακόμη περισσότερο και βλασφημούσα θεούς και δαίμονες. Δυστυχώς οι αντιδράσεις μου ήταν αρνητικές, με το να φωνάζω:

- Δεν υπάρχει Θεός… Δεν πιστεύω σε τίποτε… Ούτε στο Θεό ούτε σ’ αυτά τα ‘κολοκύθια’ τα οποία μου λες περί Βασιλείας του Θεού σου…

Θυμάμαι τις τελευταίες του λέξεις:

- Περίμενε και θα δης με τα μάτια σου πως χωρίζεται η ψυχή απ’ το σώμα ενός χριστιανού που πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός, αλλά το έλεός Του θα με σώση. Περίμενε, θα δης και θα πιστεύσης!!!

Και η μέρα αυτή έφθασε. Από το νοσοκομείο θέλησαν να βάλουν ένα ‘παραβάν’, όπως ήταν καθήκον τους, αλλά εγώ διαμαρτυρήθηκα. Τους είπα ‘όχι, γιατί θέλω να δω πως αυτός ο γέρος θα πεθάνη!!!’.

Τον έβλεπα, λοιπόν, να δοξολογή συνεχώς το Θεό. Πότε έλεγε κάποια ‘Χαίρε’ για την Παναγία, τα οποία αργότερα έμαθα ότι λέγονται ‘Χαιρετισμοί’. Κατόπιν σιγοέψαλλε το ‘Θεοτόκε Παρθένε’, το ‘Από των πολλών μου αμαρτιών…’, το ‘Άξιον εστι’, κάνοντας συγχρόνως και πολλές φορές το σημείο του σταυρού.

Σήκωσε κάποια στιγμή τα χέρια του και είπε: ‘Καλώς τον Άγγελο μου! Σε ευχαριστώ, που ήρθες με τόση λαμπρή συνοδεία να παραλάβης την ψυχή μου. Σε ευχαριστώ!... Σε ευχαριστώ!...’. Ανασηκώθηκε λίγο, ξανασήκωσε τα χέρια του ψηλά, έκανε το σημείο του σταυρού, σταύρωσε τα χεράκια του στο στήθος του και κοιμήθηκε!!!

Ξαφνικά το δωμάτιο πλημμύρισε από φως, λες και μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι και περισσότεροι, τόσο πολύ φωτίσθηκε το δωμάτιο! Ναι, εγώ ο άπιστος, ο άθεος, ο υλιστής, ο ‘ξιπασμένος’, ομολογώ ότι όχι μόνο έλαμψε το δωμάτιο αλλά και μια ωραιότατη μυρωδιά απλώθηκε σ’ αυτό, ακόμη και σε ολόκληρο το διάδρομο, και μάλιστα όσοι ήταν ξυπνητοί και μπορούσαν, έτρεχαν εδώ και εκεί, για να διαπιστώσουν από πού ερχόταν η παράξενη αυτή μυρωδιά.

Έτσι, πάτερ μου, πίστευσα, γι’ αυτό και φώναξα για Εξομολόγο ύστερα από τρεις μέρες. Την άλλη μέρα, όμως, τα ‘βαλα με τους δικούς μου, τη μάνα μου και τον πατέρα μου, ύστερα με τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, με τη γυναίκα μου, με τους συγγενείς και τους φίλους, και τους φώναζα και τους έλεγα:

- Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για το Θεό, την Παναγία και τους Αγίους; Γιατί δεν με οδηγήσατε ποτέ στην Εκκλησία; Γιατί δεν μου είπατε ότι υπάρχει Θεός και υπάρχει και θάνατος και κάποτε αυτή η ψυχή θα χωρισθή απ’ το σώμα για να δώση το λόγο της; Γιατί με σπρώξατε με τη συμπεριφορά σας στην αθεΐα και στο μαρξισμό; Εσείς με μάθατε να βλασφημώ, να κλέβω, να απατώ, να πορνεύω… Εσείς με μάθατε να είμαι πονηρός, καχύποπτος, ζηλιάρης, λαίμαργος, φιλάργυρος και κακός. Γιατί δεν μου διδάξατε την αρετή; Γιατί δεν μου διδάξατε την αγάπη; Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για το Χριστό; Γιατί;… Απ’ αυτή τη στιγμή μέχρι που να πεθάνω, θα μου μιλάτε μόνο για το Θεό, το Χριστό, την Παναγία, τους Αγγέλους, τους Αγίους. Για τίποτε άλλο.

Έρχονταν οι δικοί μου, οι συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, και τους ρωτούσα τον καθένα χωριστά ή όλους μαζί:

- Έχετε να μου πήτε κάτι σημαντικό για το Θεό; Διότι Αυτόν θα συναντήσω! Λέγετε. Αν δεν ξέρετε, να μάθετε. Οι μέρες περνάνε κι εγώ θα φύγω.

Και σ’ ένα-δυο επισκέπτες:

- Αν δεν ξέρης ή αν δεν πιστεύης, να φύγης!...

Τώρα πιστεύω με όλη μου την καρδιά, και θέλω να εξομολογηθώ όλες τις αμαρτίες μου από μικρό παιδί…”»(ΟΠ, 42). Έφυγε μετανοημένος.

(Αρχ. Ιωάννου Κωστώφ, Καλοί λιμένες, Σταμάτα 2016, σελ. 187-191)

‹‹Ήταν ένα χωράφι, που ανήκε σε δύο αδελφούς, από τους οποίους ο ένας τους ήταν παντρεμένος και είχε μεγάλη οικογένεια. Ένα βράδυ όταν ο θερισμός είχε τελειώσει και το στάρι είχε χωρισθεί σε δύο ίσους σωρούς, ένα για τον κάθε αδελφό, ο μεγαλύτερος είπε στη γυναίκα του:
- Ο αδελφός μου είναι φανερό ότι κουράσθηκε αυτή τη χρονιά πολύ περισσότερο από μένα. Η μοιρασιά όπως έγινε δεν είναι δίκαιη. Θα σηκωθώ και θα προσθέσω στο μερίδιό του μερικά δεμάτια από το δικό μας μερίδιο, χωρίς να με καταλάβει.
Αλλά και ο μικρότερος, πλημμυρισμένος από τα ίδια ευλογημένα αδελφικά αισθήματα, σκέφθηκε :
- Ο αδελφός μου έχει ολόκληρη οικογένεια να συντηρήσει. δεν είναι, λοιπόν, δίκαιο να πάρω εγώ ίσο μερίδιο με αυτόν. Θα σηκωθώ και χωρίς να με καταλάβει θα βάλω στο μερίδιό του μερικά από τα δικά μου δεμάτια.
Την άλλη μέρα με έκπληξη ο κάθε αδελφός είδε το σωρό του ανέπαφο, σαν να μην είχε αφαιρεθεί τίποτε.

Και αποφάσισαν, χωρίς βέβαια ο ένας να ξέρει τι κάνει ο άλλος, να ξανακάνουν το άλλο βράδυ τα ίδια. Το αποτέλεσμα και πάλι δεν διέφερε. Έτσι αποφάσισαν την τρίτη νύχτα να ξανακτίσουν στο χωράφι, για να λύσουν το μυστήριο.
Πόσο συγκινητική όμως ήταν η σκηνή, όταν κάποια ώρα, κατά την οποία ανύποπτοι με τα δεμάτια στα χέρια προχωρούσαν καθένας για το σωρό του άλλου, συναντήθηκαν στη μέση του χωραφιού ! Τα δεμάτια έπεσαν απ΄τα χέρια τους και τα δύο αδέλφια σφιχταγκαλιάσθηκαν, με δάκρυα ανείπωτης χαράς και ευτυχίας›› (ΑΓ. 4).

(αρχ. Ιωάννου Κωστώφ, Καλοί λιμένες, Σταμάτα 2016, σελ. 234-5)

(Δογματική Π.Ν.Τρεμπέλα τομ. 3,εκδ. Σωτήρ,σελ. 406-409,μετάφραση στα νέα Ελληνικά π. Νικόλαος Πουλάδας).

6)  Θεωρητικός υπερασπιστής και υπέρμαχος της προσκύνησης των εικόνων λίγα έτη πριν τη σύγκληση της Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος ύψωσε τη φωνή του, του οποίου περισώθηκαν και τρεις λόγοι για τις άγιες εικόνες που εκφωνήθηκαν ανάμεσα στο 726 και 733, υπήρξε ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Τα κύρια επιχειρήματά του έχουν ως εξής:

Α)   Χωρίς να παραγνωρίζει ο Δαμασκηνός το αόρατο και το απολύτως άυλο του Θεού, τονίζοντας όμως συγχρόνως, ότι «αν είναι αδύνατον να εικονίσει κάποιος την ψυχή, πόσο μάλλον το Θεό, ο οποίος έδωσε και στην ψυχή το άυλο», διακηρύσσει συγχρόνως, ότι «εικονίζω το Θεό τον αόρατο όχι ως αόρατο, αλλά ως αυτόν που έγινε ορατός για εμάς, παίρνοντας τη σάρκα και το αίμα μας· δεν εικονίζω την αόρατη θεότητα, αλλά εικονίζω του Θεού τη σάρκα που έγινε ορατή».

Ως προς τους αγγέλους και τους δαίμονες και τις ψυχές που χωρίστηκαν από το σώμα, αυτοί «συγκρινόμενοι με το Θεό μεν, τον μόνο ασύγκριτο, είναι σώματα, ενώ με τα υλικά σώματα συγκρινόμενοι είναι ασώματοι. Επειδή λοιπόν ο Θεός δεν ήθελε να αγνοούμε τελείως τα ασώματα δημιουργήματα, τα περιέβαλε με τύπους και σχήματα και εικόνες, ώστε με την άυλη όραση του νου μας να φαίνονται, κατά την αναλογία της φύσης μας, ως σχήματα σωματικά, και αυτά σχηματίζουμε και εικονίζουμε» (31).

Β)   Αλλά επιτρέπεται να κατασκευάζουμε και να χρησιμοποιούμε αυτές τις εικόνες; Αντιτάσσονται από πολλούς στην κατασκευή και τη χρήση αυτή οι απαγορεύσεις της Π.Δ.. Αλλά αυτές δεν είναι απόλυτες, διότι και στην ίδια την Π.Δ. με εντολή του Θεού κατασκευάστηκαν «έργα ανθρώπινων χεριών και ομοιώματα των χερουβίμ. Πώς λοιπόν εξαιτίας του νόμου απαγορεύεις αυτό που ο νόμος πρόσταξε να κάνουμε; Εάν λόγω του νόμου απαγορεύεις τις εικόνες, καιρός είναι να τηρείς και την αργία του Σαββάτου και να περιτέμνεσαι, αλλά να ξέρεις ότι «εάν τηρείτε το νόμο, ο Χριστός δεν θα σας ωφελήσει σε τίποτα»(Γαλ.. 5,2-4)».

Ενισχύοντας όμως το επιχείρημά του αυτό και με άλλη παρατήρηση ο ιερός άνδρας προσθέτει στη συνέχεια: «Δεν έβλεπε το Θεό ο παλιός Ισραήλ, «ενώ εμείς με ακάλυπτο το πρόσωπο καθρεπτιζόμαστε τη δόξα του Κυρίου»(Β΄ Κορ. 3,18)». Και στους μεν Ιουδαίους «επειδή εύκολα γλιστρούσαν στην ειδωλολατρεία νομοθετήθηκαν» αυτά με τα οποία απαγορευόταν η κατασκευή ομοιωμάτων. «Εμείς όμως, στους οποίους δόθηκε η δυνατότητα να αποφύγουμε την πλάνη της δεισιδαιμονίας και να πλησιάσουμε καθαρά το Θεό, να γνωρίσουμε καλά την αλήθεια και να λατρεύουμε μόνο το Θεό, και να αποκτήσουμε την τελειότητα της θεογνωσίας και, αφού ξεπεράσαμε τη νηπιακή κατάσταση, να φθάσουμε να γίνουμε άνδρες τέλειοι (Εφ. 4,13), δεν είμαστε πια υπό την κηδεμονία παιδαγωγού (Γαλ. 3,25), αφού πήραμε από το Θεό τη διακριτική ικανότητα και γνωρίζουμε τι είναι το εικονιζόμενο και τι είναι αυτό που δεν περιγράφεται με εικόνα» (32).

Γ)   Από την άλλη η προσκύνηση των αγίων εικόνων διδάσκεται από την Παράδοση της Εκκλησίας. «Μην καινοτομείς» λοιπόν, ούτε «ούτε να μετακινείς όρια αιώνια που έθεσαν οι πατέρες σου»(Παροιμ. 22,28). Δεν παρέδωσαν μόνο γραπτώς την εκκλησιαστική θεσμοθεσία, αλλά και με μερικές άγραφες παραδόσεις» (33).

Δ)   Άλλωστε εικόνες του Θεού υπάρχουν παντού. Πρωτίστως στην ίδια την Αγία τριάδα ο Υιός είναι «εικόνα ζωντανή, φυσική και απαράλλακτη του αόρατου Θεού»(Κολ. 1,15)». «Υπάρχουν όμως και στο Θεό εικόνες και παραδείγματα, όσων πρόκειται να γίνουν από αυτόν, δηλαδή η προαιώνια και πάντοτε αμετάβλητη βούλησή του. Αυτές τις εικόνες και τα παραδείγματα ονομάζει προορισμούς ο άγιος Διονύσιος. Γιατί στη βούληση του Θεού ήταν αποτυπωμένα και απεικονισμένα όλα όσα είχαν προοριστεί από αυτόν, πριν από τη δημιουργία, και θα γίνονταν οπωσδήποτε, ακριβώς όπως κάποιος που θέλει να κτίσει ένα σπίτι, συλλαμβάνει πρώτα και ζωγραφίζει το σχέδιο στο μυαλό του».

Αλλά και στην ορατή δημιουργία «τα αόρατα είναι εικόνες των αοράτων και ατυπώτων πραγμάτων», «και τα αόρατα του Θεού, από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος, γίνονται ορατά κατανοούμενα μέσω των δημιουργημάτων»(Ρωμ. 1,20). Γιατί βλέπουμε στα κτίσματα εικόνες οι οποίες μας φανερώνουν αμυδρά τις θείες ανταύγειες». Και όλη η Π.Δ. υπήρξε τύπος και εικόνα της Κ.Δ.. «Ή λοιπόν κατάργησε κάθε εικόνα και νομοθέτησε αντίθετα προς εκείνον που πρόσταξε αυτά, ή να δέχεσαι κάθε είδους εικόνα, με λόγο και τρόπο που ταιριάζει στην κάθε μία» (34).

7)   Αφού απέδειξε έτσι ο ιερός Δαμασκηνός, ότι η χρήση των εικόνων είναι επιτρεπόμενη, προχωρά έπειτα και στο πρόβλημα που γεννιέται από τη λατρεία τους. Και πρώτον αντιμετωπίζει την ένσταση, ότι οι εικόνες είναι ύλη και κατασκευάσματα ανθρώπινων χεριών, ενώ η λατρεία από την άλλη ανήκει στο Θεό. Αλλά εγώ, παρατηρεί ο θείος Πατέρας, «δεν προσκυνώ την ύλη, αλλά προσκυνώ τον δημιουργό της ύλης, αυτόν που έγινε ύλη για μένα και καταδέχτηκε να κατοικήσει σε ύλη και μέσω της ύλης εργάστηκε τη σωτηρία μου».

Πράγματι ο Υιός του Θεού αφού ενανθρώπησε πήρε σώμα υλικό, το οποίο είναι σώμα Θεού «λόγω της υποστατικής ένωσης», έμεινε όμως «αυτό που ήταν κατά τη φύση του, σάρκα εμψυχωμένη με ψυχή λογική και νοερή, η οποία έλαβε αρχή, και δεν είναι άκτιστη». Εγώ λοιπόν αυτήν «την ύλη σέβομαι και την υπολήπτομαι, με την οποία συντελέστηκε η σωτηρία μου, ως φορέα θείας ενέργειας και χάρης».

Ή μήπως δεν είναι ύλη «το ξύλο του σταυρού το τρισευτυχισμένο και τρισμακάριστο; Ή δεν είναι ύλη ο τόπος του κρανίου (Γολγοθάς) και ο άγιος τάφος, η πηγή της ανάστασής μας. Ή δεν είναι ύλη η ζωηφόρος τράπεζα που χορηγεί σε μας τον άρτο της ζωής; Ή μήπως δεν είναι ύλη πριν από όλα αυτά το σώμα και αίμα του Κυρίου μας;».

Συμπεραίνει λοιπόν μετά τα ερωτήματα αυτά ο θείος Πατέρας:

«Ή κατάργησε λοιπόν το σεβασμό και την προσκύνηση όλων αυτών, ή παραχώρησε στην εκκλησιαστική παράδοση και την προσκύνηση των εικόνων». «Μην κακίζεις την ύλη, διότι δεν είναι άτιμη. Διότι τίποτα δεν είναι άτιμο από όσα έφτιαξε ο Θεός. Αυτό το φρόνημα είναι των Μανιχαίων» (35).

8)   Μετά καθορίζοντας τον χαρακτήρα της προσκύνησης των αγίων εικόνων διακρίνει τα διάφορα είδη λατρείας και προσκύνησης. Και πρώτον μεν καθορίζει και απαριθμεί τους τρόπους προσκύνησης και λατρείας, που αρμόζουν και αποδίδονται από εμάς «στον μόνο άξιο από τη φύση του να προσκυνείται Θεό», και έπειτα την προσκύνηση στα «κτίσματα, μέσω των οποίων και στα οποία ο Θεός πραγματοποίησε τη σωτηρία μας» όπως «το όρος Σινά, η φάτνη, το σπήλαιο, ο Γολγοθάς, το ξύλο του σταυρού», τα οποία προσκυνούμε, όπως «και κάθε άγιο ναό του Θεού και καθετί στο οποίο αναφέρεται το όνομα του Θεού, όχι εξαιτίας της φύσης τους, αλλά επειδή είναι δοχεία θείας ενέργειας». Αλλά και «αγγέλους και ανθρώπους και κάθε ύλη μέτοχο της θείας ενέργειας σέβομαι και προσκυνώ λόγω της θείας ενέργειας».

Σε κάθε όμως περίπτωση «δεν πρέπει να προσκυνούμε κανέναν ως Θεό, παρά μόνο τον κατά φύση Θεό, αλλά σε όλους να αποδίδουμε την οφειλή λόγω του Κυρίου». Τιμητική λοιπόν προσκύνηση πρέπει να αποδίδεται και στις εικόνες και γενικά στα καθαγιασμένα πρόσωπα ή πράγματα, «και η προσκύνηση και η λατρεία» να επιφυλάσσεται σε μόνο το Θεό. Είναι άλλη «η προσκύνηση της λατρείας» που ανήκει μόνο στο Θεό, και άλλη «αυτή που αποδίδεται από τιμή». «Προσκυνούμε λοιπόν τις εικόνες χωρίς να προσφέρουμε την προσκύνηση στην ύλη, αλλά μέσω αυτών σε αυτούς που εικονίζονται σε αυτές. Διότι η τιμή της εικόνας μεταβαίνει στο πρωτότυπο, όπως λέει ο θείος Βασίλειος» (36).

9)   Αλλά ο άγιος Πατέρας προχωρεί και παραπέρα επεξηγώντας με λίγα μεν λόγια, αλλά αρκετά αξιοσημείωτα και τις ωφέλειες που προέρχονται από τη χρήση των αγίων εικόνων. Και πρωτίστως τονίζει, ότι «η εικόνα είναι υπόμνημα και ό,τι ακριβώς είναι το βιβλίο για όσους ξέρουν γράμματα, το ίδιο είναι για τους αγράμματους η εικόνα. Και ό,τι είναι για την ακοή ο λόγος, το ίδιο είναι για την όραση η εικόνα».

«Για αυτό πρόσταξε ο Θεός να κατασκευαστεί κιβωτός (της Διαθήκης) από ξύλα άσηπτα και να τοποθετήσουν σε αυτήν τις πλάκες, τη ράβδο, τη χρυσή στάμνα με το μάννα, για να θυμίζει αυτά που έγιναν και να προτυπώνει όσα θα γίνουν». «Διότι ήταν εικόνες που υπήρχαν για υπόμνηση, τιμώμενες όχι ως θεοί, αλλά ως μέσα που οδηγούν στην ανάμνηση των θείων ενεργειών». «Πώς λοιπόν εμείς δεν θα εικονογραφήσουμε τα σωτήρια πάθη και θαύματα του Χριστού και Θεού μας, έτσι ώστε όταν με ρωτά ο γιος μου τι είναι αυτό; Θα πω ότι ο Θεός Λόγος έγινε άνθρωπος και μέσω αυτού όλη η φύση επέστρεψε στην αρχαία μακαριότητα;».

Επιπλέον «αυτών που έζησαν ακολουθώντας τα ίχνη του Κυρίου, αυτών τα κατορθώματα και τα πάθη ζωγραφίζουμε, έτσι ώστε να καλλιεργείται ο ζήλος μας να τα μιμηθούμε». Τα παραδείγματα εκείνων τοποθετούμενα και παριστάμενα στα μάτια μας ζωντανά με τα χρώματα του ζωγράφου διεγείρουν σε εμάς τον πόθο και μας παρακινούν σε μίμηση αυτών.

Επιπλέον είναι οι εικόνες και αγωγοί χάριτος στους πιστούς. Εάν «η σκιά των αποστόλων, τα σουδάρια και τα μαντήλια απομάκρυναν τις αρρώστιες και φυγάδευαν τα δαιμόνια, πώς λοιπόν να μη δοξάζεται η σκιά και η εικόνα των αγίων;». Και «θεία χάρη δίνεται στα υλικά στοιχεία με την προσαγόρευση των εικονιζομένων» (37).

Αυτή είναι στις γενικές της γραμμές η θεωρητική δικαίωση του δόγματος αυτού της μίας αγίας Εκκλησίας που αντιτάχθηκε για απόκρουση των ενστάσεων και κατηγοριών αυτών που καταπολεμούσαν την προσκύνηση των αγίων εικόνων.

Παραπομπές:

(31) Λόγος Α παραγρ.14,16 και Λόγος Γ 25, Μ. 94,1236,1345

(32) Λόγος Α 16 και Γ΄8, δες και Α΄6-8, και Β΄7,8, Μ. 94, 1248,1328

(33) Α΄23, δες και Β΄16, Μ. 94,1257

(34) Α΄9-13 και Γ΄18-23, Μ. 94,1240 και εξής

(35) Α΄ 16, Β΄13,14, Μ. 94,1245.

(36) Λόγος Γ΄33-36,40, Δες και Α΄8, 14,16 και Β΄11 και Λόγος Γ΄40 και Α΄21, Μ. 94, 1352,1356

(37) Λόγος Α΄17 και εξής, 18 και εξής, 21, Μ. 94, 1248,1249,1252,1264.

      

Όταν κάποτε βρισκόμουνα στο Κοινόβιο, είχα τον πειρασμό να προσπαθώ να συμπεράνω την εσωτερική κατάσταση κάποιου από τις κινήσεις του. Μου συνέβη λοιπόν ένα σχετικό γεγονός. Μια φορά, καθώς στεκόμουν, προσπερνάει μια γυναίκα που βάσταζε ένα σταμνί νερό, και δεν κατάλαβα πώς παρασύρθηκα και πρόσεχα τα μάτια της. Αμέσως τότε μου γεννήθηκε ο λογισμός ότι ήταν πόρνη. Μόλις λοιπόν μου είπε αυτό το πράγμα ο λογισμός, πολύ στενοχωρήθηκα και το ανέφερα στον Γέροντα, τον αββά Ιωάννη, μ’ αυτό τον τρόπο: «Γέροντα, αν, χωρίς να το θέλω, δω μια κίνηση κάποιου και συμπεράνω με το λογισμό την κατάσταση που βρίσκεται, τι πρέπει να κάνω»; Και μου απάντησε ο Γέροντας κατ’ αυτό τον τρόπο:

«Τι λοιπόν, δεν συμβαίνει πολλές φορές να έχει κανείς κάποιο φυσικό ελάττωμα και με πολύ αγώνα να το ξεπεράσει; Δεν μπορείς απ’ αυτό να καταλάβεις την κατάστασή του. Ποτέ λοιπόν να μην πιστεύεις στις υποψίες σου, γιατί στραβός οδηγός και τα ίσια τα κάνει στραβά. Οι υποψίες είναι ψεύτικες και βλάπτουν».

Από τότε, και αν ακόμα μου έλεγε ο λογισμός για τον ήλιο ότι είναι ήλιος ή για το σκοτάδι ότι είναι σκοτάδι, δεν το πίστευα. Επειδή δεν υπάρχει τίποτε βαρύτερο από τις υποψίες. Είναι τόσο πολύ βλαβερές, γιατί μένουν πολύ καιρό μέσα μας και αρχίζουν να μας πείθουν να νομίζουμε ότι βλέπουμε καθαρά, πράγματα που ούτε υπάρχουν ούτε έχουν γίνει.

Και σας αναφέρω ένα πράγμα αξιοθαύμαστο σχετικό μ’ αυτό, που έτυχε να παρακολουθήσω όταν ακόμα βρισκόμουνα στο Κοινόβιο. Εκεί είχαμε έναν αδελφό που τον ενοχλούσε πάρα πολύ αυτό το πάθος. Και τόσο πολύ πίστευε στις υποψίες του, ώστε για κάθε υποψία του να είναι βέβαιος ότι ακριβώς έτσι συμβαίνει, όπως του υπαγορεύει ο λογισμός του, και δεν υπάρχει άλλη πιθανότητα. Και επειδή με την πάροδο του χρόνου μεγάλωνε το κακό, οι δαίμονες τον παραπλάνησαν σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπει μια φορά στον κήπο για να κατασκοπεύσει. Γιατί πάντοτε κρυφοκοίταζε και κρυφάκουγε. Του φάνηκε λοιπόν, ότι είδε κάποιον αδελφό να κλέβει σύκα και να τρώει. Ήταν δε και Παρασκευή και δεν είχαν φθάσει ακόμα στη δεύτερη Ώρα. Αφού δε έπεισε τον εαυτό του ότι αληθινά αυτό που είδε ήταν πραγματικότητα, φεύγει κρυφά και βγαίνει έξω, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα, περιμένοντας πάλι την ώρα της Συνάξεως, για να δει τι θα κάνει ο αδελφός –αυτός που δήθεν είχε κλέψει και είχε φάει τα σύκα- κατά την ώρα της Θείας Κοινωνίας.

Και καθώς τον είδε να νίβει τα χέρια του, για να προσέλθει να κοινωνήσει, τρέχει και λέει στον Γέροντα: «Αυτό τον αδελφό που μπαίνει να μεταλάβει μαζί με τους άλλους, δώσε εντολή να μην τον κοινωνήσουν, γιατί τον είδα από το πρωί να κλέβει σύκα και να τρώει». Στο μεταξύ προχωρεί ο αδελφός εκείνος με πολλή κατάνυξη στην Αγία Προσφορά, γιατί ήταν και από τους ευλαβείς αδελφούς. Μόλις λοιπόν τον είδε ο Γέροντας, τον καλεί, πριν ακόμα πλησιάσει τον ιερέα που κοινωνούσε, τον παίρνει παράμερα και του λέει: «Πες μου, αδελφέ, τι είναι αυτό που έκανες σήμερα»; Εκείνος παραξενεύτηκε και του λέει: «Πού, Γέροντα»; Και του λέει ο Γέροντας: «Στον κήπο που μπήκες το πρωί, τι έκανες εκεί»; Λέει πάλι με έκπληξη ο αδελφός: «Γέροντα, ούτε τον κήπο είδα σήμερα, ούτε εδώ στο Κοινόβιο βρισκόμουν το πρωί, αλλά δες, μόλις έφθασα από οδοιπορία. Γιατί αμέσως, μόλις τελείωσε η αγρυπνία, μ’ έστειλε ο Οικονόμος σ’ αυτή τη μακρινή δουλειά». Ήταν δε η εξωτερική αυτή δουλειά που ανέφερε πολλά μίλια μακριά και μόλις αυτή την ώρα της Συνάξεως είχε γυρίσει ο αδελφός. Καλεί ο Γέροντας τον Οικονόμο και τον ρωτάει: «Πού τον έστειλες αυτό τον αδελφό»; Απαντάει ο Οικονόμος το ίδιο ακριβώς που είχε πει και ο αδελφός: «Σ’ αυτή την πόλη τον έστειλα».

Και βάζει μετάνοια, λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, γιατί ξεκουραζόσουν από την αγρυπνία και γι’ αυτό δεν τον έφερα να πάρει την καθιερωμένη ευχή πριν φύγει». Μόλις λοιπόν πήρε αυτές τις πληροφορίες ο Γέροντας, τους έδωσε ευχή και τους άφησε να πάνε να κοινωνήσουν. Και καλεί τον αδελφό που είχε τις υποψίες και τον επιτιμά και του απαγορεύει να κοινωνήσει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κάλεσε όλους τους αδελφούς, μετά από τη Σύναξη, τους ανέφερε με δάκρυα όσα συνέβηκαν και επιτίμησε δημόσια τον αδελφό για όλα, για να βγουν τρία καλά από αυτό: Να ντροπιασθεί και να παραδειγματισθεί ο διάβολος, αυτός που σπέρνει τις υποψίες, να συγχωρεθεί η αμαρτία του αδελφού με την ατίμωση εκείνη και να βοηθηθεί στο εξής από τον Θεό, και για να κάνει τους αδελφούς προσεκτικότερους να μην παραδέχονται ποτέ τις υποψίες τους.

(αββά Δωροθέου, "Ασκητικά", Διδασκαλία Θ΄, εκδ. Ετοιμασία, σελ. 255-259)

Θ’ Διδασκαλία. ΓΙΑ ΤΟ ΨΕΜΑ.

            96.-. Θέλω να σας θυμίσω, αδελφοί μου, λίγα για το ψέμα. Γιατί δεν βλέπω να πολυφροντίζετε να κρατάτε τη γλώσσα σας και γι’ αυτό εύκολα παρασυρόσαστε σε λάθη. Βλέπετε, αδελφοί μου, ότι για κάθε πράγμα, όπως πάντα σας λέω, παίζει ρόλο η συνήθεια και στο καλό και στο κακό. Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή και άγρυπνη φροντίδα, για να μη μας ξεγελάει το ψέμα. Γιατί κανένας απ’ αυτούς που λένε ψέματα δεν ενώθηκε με τον Θεό. Το ψέμα δεν έχει καμιά σχέση με τον Θεό. Γιατί είναι γραμμένο ότι: «Το ψέμα πηγάζει από τον Πονηρό». Και σ’ άλλο σημείο έχει γραφεί ότι: «Ο διάβολος είναι ψεύτης και πατέρας του ψεύδους» (Ιωαν. 8, 44). Βλέπετε, λέει τον διάβολο πατέρα του ψεύδους. Η δε αλήθεια είναι ο Θεός. Γιατί Αυτός λέει: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωαν. 14, 6). Καταλαβαίνεται λοιπόν από Ποιον χωριζόμαστε και με ποιον δενόμαστε με το ψέμα. Είναι ολοφάνερο ότι δενόμαστε με τον διάβολο. Αν πραγματικά θέλουμε να σωθούμε, έχουμε υποχρέωση, με όλη τη δύναμη και με κάθε φροντίδα, να αγαπάμε την αλήθεια και να φυλαγόμαστε από κάθε είδους ψέμα, για να μη μας χωρίσει από την αλήθεια και τη ζωή.

            97.-. Υπάρχουν δε τρεις διαφορετικοί τρόποι για να πει κανείς ψέματα. Ο ένας είναι να πει κανείς ψέματα με το νου του. Ο άλλος το να πει ψέματα με λόγια και ο τρίτος το να πει ψέματα με ολόκληρη τη ζωή του. Εκείνος που με το νου του λέει ψέματα, είναι αυτός που δέχεται τις υπόνοιες. Αυτός, αν δει κάποιον να μιλάει με τον αδελφό του, υποψιάζεται και λέει: «Για μένα λένε». Κι αν σταματήσουν να μιλάνε, πάλι υποψιάζεται ότι σταμάτησαν γι’ αυτόν. Αν του πει κανείς μια κουβέντα, υποψιάζεται ότι την είπε επίτηδες, για να τον στενοχωρήσει. Και μ’ ένα λόγο, σε κάθε πράγμα έτσι υποψιάζεται τον αδελφό του, λέγοντας: «Για μένα το’ κανε αυτό, για μένα το’ πε εκείνο. Γι’ αυτό το λόγο έκανε τούτο το πράγμα». Αυτός είναι που με το νου του λέει ψέματα. Γιατί δεν λέει τίποτε αληθινό, αλλά όλα είναι βασισμένα στις υποψίες. Απ’ αυτό το λόγο λοιπόν γεννιούνται περιέργειες, καταλαλιές, κρυφακούσματα, διαμάχες, κατακρίσεις.

            Τυχαίνει καμιά φορά να υποψιαστεί κάποιος κάτι και τα πράγματα να αποδείξουν ότι ήταν αληθινό. Και γι’ αυτό ακριβώς ισχυρίζεται ότι, επειδή θέλει να διορθώσει τον εαυτό του, πάντοτε κινείται με καχυποψία και περιέργεια, κάνοντας την ακόλουθη σκέψη: «Αν μιλάει κανείς εναντίον μου κι εγώ τον ακούσω, θα καταλάβω ποιο είναι το σφάλμα που με κατηγορεί και θα διορθωθώ». Πρώτα-πρώτα λοιπόν, αυτή η προκατάληψη που δέχεται στην ψυχή του είναι έργο του Πονηρού. Γιατί άρχισε με το ψέμα, δηλαδή χωρίς να ξέρει, υποψιάστηκε αυτό που δεν ήξερε. Πώς μπορεί λοιπόν κακό δένδρο να κάνει καλούς καρπούς; Αν όμως θέλει να διορθωθεί εντελώς, όταν του πει ο αδελφός «μην το κάνεις αυτό» ή «γιατί το έκανες εκείνο;», να μην ταραχθεί. Αλλά να βάλει μετάνοια και να τον ευχαριστήσει και τότε θα διορθωθεί. Και, αν δει ο Θεός ότι είναι τέτοια η πρόθεσή του, δεν θα τον αφήσει ποτέ να πλανηθεί, αλλά οπωσδήποτε θα του στείλει τον κατάλληλο άνθρωπο, για να τον διορθώσει. Το να πει όμως ότι «επειδή θέλω να διορθωθώ, πιστεύω στις υποψίες μου και κατά συνέπεια συνηθίζω να κρυφακούω και να περιεργάζομαι», αυτό είναι μια σκέψη που του τη βάζει και τη δημιουργεί ο διάβολος, θέλοντας να τον καταστρέψει.

(αββά Δωροθέου, "Ασκητικά", Διδασκαλια Θ΄, εκδ. Ετοιμασία, σελ. 253-255)

Δεν θέλουν μετάνοια.

«Κάποια φορά ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ο 11ος (γύρω στο 1300 μ.Χ.) αρρώστησε. Φώναξε, λοιπόν, ένα παπά να κάνη δέησι για την υγεία του, για να γίνη καλά. Ο παπάς άρχισε τότε να εύχεται “υπέρ ελέους, ζωής, ειρήνης, υγείας, σωτηρίας, συγχωρήσεως και αφέσεως των αμαρτιών του δούλου του Θεού Λουδοβίκου…”.

Ο Λουδοβίκος, όμως, δεν ήταν και τόσο καλός χριστιανός. Ήταν λιγάκι παλιοχαρακτήρας. Και ζούσε ζωή άσχημη και ακατάστατη. Και όταν άκουσε τον ιερέα να εύχεται και “υπέρ σωτηρίας, συγχωρήσεως και αφέσεως των αμαρτιών” ταράχθηκε. Και σκέφθηκε μέσα του: “Πολύ τα ανακατεύει ο παπάς. Αν ο Θεός τώρα τα ακούση και αυτά τα περί σωτηρίας και συγχωρήσεως των αμαρτιών, πολύ φοβάμαι πως δεν θα με κάνη καλά. Γιατί θα σκεφθή ότι είναι καλύτερα να μείνω άρρωστος, παρά να γίνω καλά και να συνεχίσω τις αμαρτίες τις οποίες κάνω”.

Φώναξε, λοιπόν, νευριασμένος τον παπά:

- Παπούλη, μην τα ανακατεύεις πολύ τα πράγματα. Μην ζητάς πολλά. Ένα-ένα. Αυτή την στιγμή μόνο για την υγεία πες. Τα άλλα άστα. Την υγεία να μου δώση ο Θεός και για τα άλλα βλέπουμε….!» (ΛΝ, φ. 44, 1)

«Αν ζητάμε συγχώρησι από το Θέο, πρέπει να ζητάμε συγχώρησι και για την ανειλικρίνια της αιτήσεώς μας!»(SMu, 39).

Αυτό μας θυμίζει την περίπτωση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που σ’ ένα ωραιότατο διήγημά του περιγράφει την πορεία του στο σεληνόφως προς ένα εξωκκλήσι για να ζητήση από την εκεί Αγία να τον θεραπεύση από ένα πάθος του. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν ήθελε να θεραπευθή από αυτό, γι’ αυτό τελειώνει με τα λόγια: «Σ’ ευχαριστώ Αγία μου, που δεν με άκουσες».

(αρχ. Ιωάννου Κωστώφ, Η Εξομολόγηση... Αθήνα 2012, σελ. 211-213)

Η δύναμη της θέλησης!

Το μικρό αγροτικό σχολείο θερμαινόταν από μια παλιού τύπου σόμπα με κάρβουνα. Ένα παιδάκι, είχε την ευθύνη να έρχεται στο σχολείο νωρίς κάθε μέρα ν’ ανάβει τη σόμπα και να ζεσταίνει την αίθουσα, πριν φτάσει ο δάσκαλος κι οι συμμαθητές του. Ένα πρωί, φτάνοντας οι άλλοι είδαν το σχολείο τυλιγμένο στις φλόγες. Έσυραν αναίσθητο το μικρό έξω από το λαμπαδιασμένο κτίριο, μάλλον νεκρό παρά ζωντανό. Είχε σοβαρά εγκαύματα στο κάτω ήμισυ του σώματός του και μεταφέρθηκε στο γειτονικό αγροτικό νοσοκομείο.

Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, το φρικτά καμένο και ημιαναίσθητο παιδάκι άκουσε αχνά το γιατρό να μιλά στη μητέρα του. Της έλεγε ότι ο γιος της σίγουρα θα πέθαινε – κι ίσως ήταν καλύτερα έτσι – γιατί η φοβερή φωτιά είχε καταστρέψει το κάτω μέρος του σώματός του.

Αλλά το γενναίο παιδί δεν ήθελε να πεθάνει. Πήρε λοιπόν την απόφαση να ζήσει. Και προς μεγάλη έκπληξη του γιατρού του, έζησε. Όταν ο κίνδυνος του θανάτου ξεπεράστηκε, πάλι άκουσε το γιατρό να μιλά με τη μητέρα του χαμηλόφωνα και να της λέει ότι, εφόσον η φωτιά κατέστρεψε τόση σάρκα στο κάτω μέρος του σώματός του, θα ήταν καλύτερα να είχε πεθάνει γιατί τώρα ήταν καταδικασμένο να μείνει ανάπηρο για όλη του τη ζωή, καθώς δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει καθόλου τα κάτω άκρα του. Άλλη μια φορά το γενναίο παιδί πήρε την απόφασή του. Δε θα γινόταν ανάπηρος. Θα περπατούσε. Δυστυχώς, όμως, από τη μέση και κάτω δεν είχε τη δυνατότητα κίνησης. Τα λεπτά του πόδια απλώς κρέμονταν εκεί, άψυχα.

Τελικά βγήκε από το νοσοκομείο. Κάθε μέρα η μητέρα του του έκανε μασάζ στα πόδια, αλλά δεν υπήρχε καμιά αντίδραση. Το παιδί δεν ένιωθε, δεν έλεγχε τα πόδια του. Η απόφασή του ωστόσο να περπατήσει ήταν ισχυρότατη. Όταν δε βρισκόταν στο κρεβάτι, ήταν αναγκασμένος να κάθεται σε μια αναπηρική πολυθρόνα. Μια ηλιόλουστη μέρα, η μητέρα του τον έσπρωξε με το καροτσάκι στην αυλή για ν’ αναπνεύσει καθαρό αέρα. Εκείνη τη μέρα, αντί να μείνει εκεί ακίνητος, έπεσε σκόπιμα από το καροτσάκι κι άρχισε να σέρνεται πάνω στο γρασίδι.

Προχώρησε έρποντας μέχρι το λευκό ξύλινο φράκτη που υπήρχε γύρω από το οικόπεδό τους. Με μεγάλη προσπάθεια, ανασηκώθηκε στηριγμένος στο φράκτη αποφασισμένος να περπατήσει. Συνέχισε να το κάνει αυτό κάθε μέρα, μέχρι που δημιουργήθηκε μονοπάτι γύρω γύρω, σ’ όλη την έκταση της διαδρομής που ακολουθούσε. Η μεγαλύτερη επιθυμία στη ζωή του ήταν να δώσει ζωή σ’ εκείνα τα πόδια. Με τα καθημερινά μασάζ, την άκαμπτη επιμονή του και τη σιδερένια αποφασιστικότητά του, απέκτησε κάποια στιγμή την ικανότητα να στέκεται στα πόδια του, μετά να περπατά με βοήθεια και μετά να περπατά μόνος του και, τέλος, να τρέχει.

Αρχικά πήγαινε στο σχολείο περπατώντας, μετά πήγαινε στο σχολείο τρέχοντας, και, μετά έτρεχε μόνο και μόνο για να χαρεί το τρέξιμο.

Πολύ αργότερα, στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν, αυτός ο νεαρός που δεν αναμενόταν να ζήσει, που σίγουρα ποτέ δε θα μπορούσε να περπατήσει, που ποτέ δε θα μπορούσε να τρέξει – αυτός ο αποφασιστικός νεαρός, ο Δόκτωρ Γκλεν Κάνιγκχαμ, ήρθε πρώτος στα 1500 μέτρα! (Burt Dubin).

(Βάλσαμο για την ψυχή, εκδ. Διόπτρα σελ. 213-215)

            Είπεν ένας ερημίτης:

- Αν όσα χρωστάς σ’ αυτή τη ζωή τα ξεπληρώσης, τότε σώζεσαι. Αν φας όμως και καμμιά παραπάνω, παίρνεις και κανένα φράγκο παραπάνω. Αν φάη κάποιος ξύλο άδικα, τότε έχει καθαρό μισθό. Πολλές φορές δηλαδή, ανθρώπους με πολύ καλή ζωή συμβαίνει να τους βρίσκουν τα χειρότερα. Εάν ο Θεός επιτρέπει, γιατί επιτρέπει;

Ας φέρω ένα παράδειγμα: Είναι μια καλή οικογένεια. Και ο άνδρας πολύ καλός και η γυναίκα πολύ καλή και τα παιδάκια πολύ καλά. Όλοι εκκλησιάζονται, κοινωνούν κ.λ.π. Για μια στιγμή περνάει ένας μεθυσμένος ή ένας τρελλός, χτυπάει τον οικογενειάρχη και τον σκοτώνει. Στα καλά καθούμενα. Μετά, όσοι άνθρωποι είναι απομακρυσμένοι από τον Θεόν, λένε: «Για δες τον. Βλέπετε; Πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι γι’ αυτό τα ‘παθε».

Αυτό είναι αναίδεια. Επιτρέπει ο Θεός να παθαίνουν και άνθρωποι χωρίς να φταίνε καθόλου, για να δίνη την ευκαιρία στους τελείως αναιδείς να λένε ό,τι είπε και ο καλός ληστής. Τι βλέπουμε στους δυο ληστές; Ο ένας έβριζε τον Χριστό: «Αν είσαι Θεός, κατέβα κάτω» κ.λ.π. Λέει ο άλλος: «Δεν φοβάσαι τον Θεό; Εμείς δικαίως ταλαιπωρούμαστε. Ο άνθρωπος αυτός δεν έκανε τίποτα. Δεν φοβάσαι τον Θεό»; (Βλ. Λουκ. 23,39-41)

Δηλαδή, δια να δώση ο Θεός την ευκαιρία στους αναιδείς να συνέλθουν, επιτρέπει να πάθουν μερικοί, χωρίς να φταίνε. Ενώ αυτοί που παθαίνουν, μπορεί να είναι τα πιο αγαπημένα παιδιά του Θεού. Στον Παράδεισο ο Θεός πιστεύω δεν θα τους πη: Καθήστε σ’ αυτή τη θέσι. Αλλά: Διαλέξτε τον καλύτερο τόπο. Καταλάβατε; Έτσι είναι. Με το να ζητάμε το δίκαιό μας τα χάνουμε όλα. Χάνομε και την ειρήνη μας, χάνομε και τον μισθό μας.

(Αθωνικό Γεροντικό, αρχ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, σελ.152-153)

katafigioti

lifecoaching