ΔΥΟ συνασκηταί βρίσκονταν σε ψυχρότητα μεταξύ τους από κάποια παρεξήγηση. Κάποτε αρρώστησε ο ένας και πήγε κάποιος από τους αδελφούς να τον επισκεφθή. Του εμπιστεύτηκε τότε ο άρρωστος, πως ήταν ψυχραμένος με τον συνασκητή του και τον παρακάλεσε να μεσολαβήση να συμφιλιωθούν, γιατί φοβόταν μη τον βρή έτσι ο θάνατος.
Γυρίζοντας πίσω στο κελλί του ο αδελφός, παρακαλούσε τον Θεό να τον φώτιση να χειριστή σωστά την υπόθεσι, για να μη προξενήση περισσότερη βλάβη παρά ωφέλεια. Μόλις έφτασε, οικονόμησε ο Θεός να του πάη κάποιος φίλος του ένα καλαθάκι σύκα. Διάλεξε τα ωραιότερα και, χωρίς να χάση καιρό, σηκώθηκε και τα πήγε στον συνασκητή του αρρώστου.
— Αββα, του είπε, αυτά σου τα στέλνει ο δείνα Γέροντας.
Ο Αββάς απόρησε.
— Σε μένα τα έστειλε;
— Ναι, είπε ο αδελφός.
Εκείνος τα δέχτηκε συγκινημένος κι ευχαρίστησε τον αδελφό. Ευχαριστημένος ο ειρηνοποιός από την πρώτη επιτυχία, επήγε τα υπόλοιπα σύκα στον άρρωστο.
— Σου τα στέλνει ο συνασκητής σου, του είπε.
— Τι λες, λοιπόν, συμφιλιωθήκαμε; είπε με χαρά ο ασκητής.
— Ναι, Αββά, με την ευχή σου, αποκρίθηκε ο αδελφός.
— Δόξα τω Θεό, έκανε ένθουσιασμένος εκείνος.
Έτσι με λίγα σύκα συμφιλιώθηκαν οι συνασκηταί από τη σύνεσι του αδελφού.
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)