ΈΝΑΣ ΝΕΟΣ πήγε με βαρειά καρδιά στον Πνευματικό του και εξωμολογήθηκε:
— Ο λογισμός με βασανίζει, Γέροντα, να εγκαταλείψω τον αγώνα, αφού κι ύστερα από την επιστροφή μου στο Χριστό και τη μετανοιά μου, δεν μπορώ ακόμη να βγάλω από πάνω μου όλες τις αδυναμίες.
— Μου θυμίζεις, μ' αυτά που μου λες, κάτι που συνέβη πριν κάμποσο καιρό σ' ένα φίλο μου αγρότη, είπε ο Πνευματικός. Έλα, κάθισε εδώ κοντά, παιδί μου, να σου διηγηθώ τη μικρή του ιστορία.
Ο νέος άκουγε πάντοτε μ' ενδιαφέρον τα χαριτωμένα αυτοσχέδια ανέκδοτα του αγαθού Γέροντα:
— Ο φίλος μου, που λες, είχε ένα χωράφι στην άκρη του χωριού, που είχε μείνει χρόνια ακαλλιέργητο κι ήταν πια γεμάτο αγκάθια και τριβόλια. Μια καλή χρονιά όμως, σκέφτηκε να το σπείρη. Αλλ' έπρεπε πρώτα να καθαριστή. Έστειλε λοιπόν το μεγάλο του γυιό να κάνη τη δουλειά αυτή. Μα σαν είδε το παλληκάρι εκείνα τα πελώρια αγκάθια και τ' αγριοβότανα, έπεσε σ' απελπισία.
— Δε γίνεται να φτιάξη ποτέ τούτο το χωράφι, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του. Πώς να ξερριζώσω τόσα αγριόχορτα;
Έτσι έπεισε για τα καλά τον εαυτό του πως ήταν αδύνατο να γίνη η δουλειά. Ξάπλωσε κάτω από ένα θάμνο και κοιμήθηκε. Σαν ξύπνησε ήταν πια μεσημέρι. Έρριξε το νυσταγμένο βλέμμα του στην αγριάδα και τρόμαξε. Έμεινε καρφωμένος στη θέσι του ως το βράδυ χωρίς να κάνη τίποτε. Το ίδιο και την άλλη μέρα και την τρίτη. Χασμουριόταν, στριφογύριζε τεμπέλικα, έπεφτε στον ύπνο, ξύπναγε. Μόνο δουλειά δεν αποφάσιζε να κάνη.
— Τίποτε δεν έκανες τόσες μέρες, του είπε θυμωμένος ο πατέρας του, σαν πήγε κι είδε πως ο γυιός του δεν είχε βγάλει ούτε ένα αγκάθι.
— Βαραίνει η ψυχή μου, πατέρα, ωμολόγησε ο νέος, σαν γυρίζω και βλέπω πόση δουλειά με περιμένει και δε μπορώ να πάρω απόφασι ν' αρχίσω.
— Αν κάθε μέρα, παιδί μου, καθάριζες τόση γη, όση πιάνεις με το μπόι σου σαν ξαπλώνης και κοιμάσαι, θα κόντευες τώρα να τελειώσης.
Ντροπιασμένος για την τεμπελιά του ο γυιός, έβαλε αμέσως σε πράξι τη συμβουλή του πατέρα του. Σε λίγο είδε με τα μάτια του πως δεν ήταν ακατόρθωτο να καθαρίση το χέρσο χωράφι.
Μιμήσου τον κι εσύ, παιδί μου, κι όταν ξανάρθης, θα μου πης, αν στ’ αλήθεια είναι τόσο δύσκολο να ξερριζώσης με υπομονή τα πάθη της ψυχής σου.
Ο νέος έφυγε με καινούργια δύναμι από την εξομολόγησι, αποφασισμένος να συνεχίση τον καλόν αγώνα.
(Γεροντικόν μοναχής Θεοδωρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)