(Πατρολογία,τόμ. Α΄, Στυλιανού Παπαδόπουλου)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τά απόκρυφα χριστιανικά καί γνωστικά ή γνωστικίζοντα κείμενα σπανίως μπορούμε νά χρονολογήσωμε μέ κάποια ακρίβεια. Τά περισσότερα γράφηκαν στον Β' αιώνα. Γιά όσα σχετικά κείμενα υπάρχουν ενδείξεις ότι γράφηκαν στο α' ήμισυ του Β' αιώνα, θά κάνωμε λόγο στο σημείο τούτο. Γιά όσα ή ερευνά νομίζει ότι γράφηκαν στο β' ήμισυ του Β' ή στόν Γ' αι. θά γίνη λόγος βραδύτερα (δηλ. μετά τούς συγγραφείς του Β' ή στούς συγγραφείς του Γ' αί., πάλι μέ τον τίτλο: Απόκρυφα), αφού λείπουν ακριβείς χρονολογήσεις τών κειμένων αυτών. Μερικά απόκρυφα πού επηρέασαν περισσότερο τή ζωή τής αρχαίας Εκκλησίας και πού χρονολογούνται ακριβέστερα, καταχωρίσαμε στη χρονολογική τους σειρά. Τέτοια είναι π.χ. ή Διδαχή, η δήθεν Επιστολή του Βαρνάβα, οί Ωδές του Σολομώντα. Επειδή τά απόκρυφα συνιστούν όλως ιδιαίτερη ομάδα στο χώρο τής εκκλησιαστικής γραμματείας, επειδή έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κι επειδή θά είναι πολύ συνοπτική ή παρουσίασή τους, κρίναμε αναγκαία μία σύντομη γενική εισαγωγή εις αυτά.
Τά απόκρυφα βιβλία στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν σωθή σέ ανατολικές γλώσσες (Κοπτική, αιθιοπική...), μολονότι τά περισσότερα γράφηκαν αρχικά στήν ελληνική. Για το Γνωστικισμό, από τούς κόλπους του οποίου προέρχονται πολλά από τά μνημονευόμενα εδώ έργα, δεν κάνομε ιδιαίτερο λόγο, διότι κάτι τέτοιο έγινε στην Εισαγωγή (IV 2).
«Βίβλοι απόκρυφοι» χαρακτηρίζονταν αρχικά τά κείμενα πού προορίζονταν για κλειστή ομάδα μυημένων (σέ θρησκευτικά μυστήρια ή θρησκευτική γνώση). Στην εκκλησιαστική γραμματεία ονομάστηκαν απόκρυφα τά έργα πού εμφανίστηκαν ώς κείμενα Αποστόλων ή καινοδιαθηκικών και παλαιοδιαθηκικών γενικά προσώπων χωρίς πράγματι νά προέρχονται από αύτά. Ιουδαιοχριστιανοί, αιρετικοί, γνωστικίζοντες χριστιανοί, γνωστικοί, ευφάνταστοι, αφελείς καί πάντως όχι γνήσιοι χριστιανοί ισχυρίζονταν ότι κατείχαν απόκρυφα βιβλία ή απόκρυφες παραδόσεις, δηλαδή λόγους, διδασκαλίες, πληροφορίες (γιά τή ζωή, τή δράση, τά θαύματα) καί αποκαλύψεις προσώπων τής ΚΔ, συμπεριλαμβανομένου καί του Χρίστου. Τέτοιο υλικό περιέχεται στά απόκρυφα βιβλία, τά οποία μάλιστα κυκλοφορούσαν σε μεγάλο αριθμό,
πολύ μεγαλύτερο από τον αριθμό των βιβλίων με γνήσια εκκλησιαστική Παράδοση.
Είναι μάλιστα κοινός τόπος ότι σημαντικό μέρος τής ορθοδόξου εκκλησιαστικής γραμματείας και ό καθορισμός (τό κλείσιμο) του Κανόνα τής Κ.Δ. αποτελούν αντίδραση τής Εκκλησίας στην πληθωρική απόκρυφη γραμματεία. Συνέβη όμως, παρά τον αγώνα τής Εκκλησίας, μερικά απόκρυφα να τιμηθούν στους κόλπους της ως κανονικά ή δευτεροκανονικά βιβλία ή τουλάχιστον ωφέλιμα έργα.
Το είδος των αποκρύφων έργων είναι σέ γενικές γραμμές ανάλογο με τό είδος των κανονικών καινοδιαθηκικών βιβλίων. Έτσι έχομε Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές καί Αποκαλύψεις. Η αναλογία αυτή είναι κάποτε πολύ σχετική, διότι π.χ. αποκαλυπτικό υλικό υπάρχει σέ απόκρυφα ευαγγέλια. (Σχετικά πρέπει νά προσθέσωμε ότι οι κύκλοι, πού δημιούργησαν τήν καινοδιαθηκική απόκρυφη γραμματεία, επεξεργάσθηκαν μέ τις ίδιες διαθέσεις καί Ιουδαϊκά απόκρυφα, όπως είναι ή Διαθήκη των 12 Πατριαρχών καί ή Ανάληψις του Ησαΐα).
Οι συντάκτες αποκρύφων έργων διακρίνονται:
εις αυτούς πού μένουν στο χώρο τής συνοπτικής καί καινοδιαθηκικής παραδόσεως, εις αυτούς πού συμπληρώνουν ευρύτερα τήν παράδοση αυτή καί ζητούν νά υποκαταστήσουν τά κανονικά βιβλία, καί εις αυτούς πού δημιουργούν κάτι το τελείως νέο, χωρίς να προϋποθέτουν στοιχεία καινοδιαθηκικής παραδόσεως. Οί τελευταίοι είναι βασικά οί γνωστικοί, των οποίων τά έργα συμβατικά μόνο χαρακτηρίζομε απόκρυφα, διότι το μόνο πού διατηρούν από τήν ΚΔ είναι οί επιγραφές (Ευαγγέλιον, Επιστολή...) καί ή απόδοσή τους σέ αποστολικούς άνδρες, κάτι πού δε θεωρείται πάντοτε αναγκαίο.
Σκοπός τών αποκρύφων ήταν ή οικοδομή των πιστών μέ στοιχεία πού ενίσχυαν τήν ευσέβεια, ή συμπλήρωση τών πολλών κενών πού παρουσιάζουν οι περιγραφές καί διηγήσεις γιά τον Κύριο (παιδική ηλικία κλπ.), τα συγγενικά του πρόσωπα (Θεοτόκος, Ιωσήφ) και τούς Αποστόλους, η διάδοση κι επιβολή κακοδοξιών και η προβολή τελείως νέων αποκαλύψεων, κάτι πού ισχύει κυρίως για τα έργα γνωστικής προελεύσεως, δηλ. για τα περισσότερα απόκρυφα έργα.
Η σημασία των αποκρύφων βιβλίων στή ζωή τής Εκκλησίας υπήρξε αρνητική και οπωσδήποτε μεγάλη.
Η πληθώρα τους προϋποθέτει αμφιβολίες, πνευματικό αναβρασμό, απώλεια του αποστολικού φρονήματος ή και διάθεση ενσυνείδητης ή ασυνείδητης απορρίψεως του τελευταίου σε μεγάλο αριθμό πιστών. Προϋποθέτει μία Εκκλησία, ή οποία αγωνίζεται σκληρά για τή γνησιότητα καί τήν αλήθειά της, πού κινδυνεύει από ορισμένα μέλη της. Το μέγεθος καί τη σημασία του αγώνα αυτού υπογραμμίζει τό γεγονός ότι τοπικές Εκκλησίες (ή ίδια ή Εκκλησία) για μακρό χρονικό διάστημα εξέλαβαν απόκρυφα βιβλία (τη δήθεν Επιστολή Βαρνάβα, τή Διδαχή...) σαν θεόπνευστα και τα συμπεριέλαβαν στον Κανόνα τής ΚΔ, με αποτέλεσμα τον μερικό αποπροσανατολισμό των πιστών.
Τα απόκρυφα εκφράζουν με τρόπο συγκλονιστικό την κρίση στους κόλπους τής Εκκλησίας καί την αγωνία της ενώπιον των πολλών τάσεων πού αναπτύχθηκαν μέ σκοπό τήν επέκταση, τήν ερμηνεία καί κάποτε τήν αλλαγή τής αποστολικής Παραδόσεως. Και είναι αξιοθαύμαστο ότι κατώρθωσε τελικά ή Εκκλησία νά εκφράση τήν αυτοσυνειδησία της καί νά προστατεύση τή γνησιότητά της, παραμερίζοντας κάθε κίβδηλη παράδοση καί κακόδοξη ερμηνεία τών καινοδιαθηκικών γεγονότων.
Η διαδικασία αυτή υπήρξε μακρά, διήρκεσε γενικά από τις τελευταίες δεκαετίες του Α' μέχρι τις τελευταίες του Β' καί τις πρώτες του Γ' αιώνα. Τό σκοπό της ή Εκκλησία πραγματοποιούσε όσο πετύχαινε ή προσπάθειά της νά φανερώση καί νά εκφράση τήν αλήθειά της, τη γνήσια Παράδοσή της. Τήν επιτυχή αυτή προσπάθεια διαπιστώνομε στήν ορθόδοξη εκκλησιαστική γραμματεία, ή οποία, για νά καταδείξη τήν έλλειψη γνησιότητος στά απόκρυφα, έπρεπε νά φανερώση, νά εκφράση τήν ίδια τή γνησιότητα.
Ο Θεοφόρος Ιγνάτιος αποτελεί τον πρώτο μέγα σταθμό στην αγωνιώδη θεολογική προσπάθεια τής Εκκλησίας νά υπερνικήση τήν κακοδοξία καί τήν παρέκκλιση, φανερώνοντας τήν αλήθεια καί τή γνησιότητα. Όσοι στήν πορεία τής Εκκλησίας ακολούθησαν τό παράδειγμά του και πέτυχαν μέ τό φωτισμό του Πνεύματος να εκφράσουν τήν αλήθεια σέ άλλα θέματα ονομάσθηκαν Πατέρες και Διδάσκαλοι.
Η προσφορά των αποκρύφων -πρέπει συγχρόνως νά αναγνωρίσωμε- είναι σημαντική. Διότι αν στήν εποχή πού γράφηκαν δημιούργησαν στήν Εκκλησία μεγάλα προβλήματα καί προκάλεσαν ώς ένα βαθμό τήν ορθόδοξη γραμματεία, σήμερα μας είναι χρήσιμα γιά τούς έξης λόγους:
Μας δίνουν τήν εικόνα τής πνευματικής καί κάποτε τής λειτουργικής καταστάσεως τής αρχαίας Εκκλησίας. Προσφέρουν πολλά στον ιστορικό καί λαογραφικό εμπλουτισμό μας.
Μέ αυτά γνωρίζομε τις ποικίλες τάσεις, τις κεντρόφυγγες δυνάμεις πού γεννήθηκαν στήν Εκκλησία, τις λαϊκώτερες θρησκευτικές καί φιλοσοφικές αντιλήψεις των πιστών, τή διείσδυση του γνωστικισμού, του Ιουδαϊσμού καί τών ελληνιστικών ή κοσμολογικών αντιλήψεων στή ζωή τής εκκλησίας.
Μοναδική γίνεται ή προσφορά των αποκρύφων στή γνώση των ηθών καί εθίμων, των προσδοκιών καί τών προβληματισμών, των ονείρων καί τών φόβων, τών πόνων καί τών απογοητεύσεων τών πρώτων χριστιανών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα γιά τά λαϊκώτερα στρώματα, διότι τά περισσότερα απόκρυφα οφείλονται στή γραφίδα αφελών, ασήμων καί ευφάνταστων ανδρών.
Σπανιώτατα στά απόκρυφα βιβλία ανευρίσκει κανείς καί αναφορές ή διηγήσεις, πού κατά παράδοση ανταποκρίνονται στά ιστορικά δεδομένα προσώπων καί πραγμάτων τής ΚΔ. Η ακατάσχετη τάση τών αποκρύφων νά συμπληρώνουν τά κενά τών βιβλικών διηγήσεων μετέβαλε αυτά σέ μεταλλείο παραδόσεων, ειδήσεων καί εξιστορήσεων, σχετικών μέ τά πρόσωπα τής ΚΔ.
Έτσι τά κείμενα αυτά έχουν συχνά χαρακτήρα θρησκευτικών μυθιστοριών, πού άπειρες φορές έγιναν πηγή εμπνεύσεως γιά τούς καλλιτέχνες (μωσαϊκά τής Santa Maria Magiore Ρώμης, Δάντης κ.ά.), πρότυπα των μεσαιωνικών θρησκευτικών μυθιστοριών καί αφορμή για εκκλησιαστικές εορτές (Είσόδια τής Θεοτόκου π.χ., τα όποια εορτάζονται στις 21 Νοεμβρίου). Ιδιαίτερα ή ελευθερία τους στήν αποδοχή άλλα καί τήν κατασκευή παραδόσεων επηρέασε ίσως καί τήν Αγιολογία (Μαρτυρολογία, Βίοι αγίων, διηγήσεις θαυμάτων), πού ήκμασε κυρίως από τον Δ' αιώνα καί έξής.
Υπεράνω όλων όμως ή προσφορά τών αποκρύφων έγκειται στο ότι αυτά συντελούν έμμεσα στήν κατανόηση καί τή συνειδητοποίηση τής αλήθειας, τής ορθοδοξίας καί τής γνησιότητος τής αποστολικής Παραδόσεως.
Ανευρέσεις αποκρύφων καί γνωστικών έργων.
Από τό τέλος του περασμένου αιώνα μέχρι το 1945 /6 ή απόκρυφη καί γνωστική γραμματεία αυξήθηκε μέ ρυθμό εντυπωσιακό, όπως δείχνουν οί παρακάτω σημειούμενες περιπτώσεις ανευρέσεως κωδίκων—παπύρων, οί οποίοι παραδίδουν απόκρυφα καί γνωστικά Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, Αποκαλύψεις καί ποικίλης μορφής γνωστικά έργα.
α. Κώδικες (κοπτικοί) Askevianus καί Brucianus. Βρέθηκαν στήν Αγγλία τό β' ήμισυ του ΙΗ αι. καί είναι γραμμένοι τον 4/5 αιωνα.
β. Πάπυρος (κοπτικός) Berolinensis 8502. Βρέθηκε το 1896 καί είναι γραμμένος τον 5 αί.
γ. Πάπυρος Oxyrhynchus 1081.
δ. Χειρόγραφα (κοπτικά) του Nag - Hammadi. Αποτελούν γιά τον αιώνα μας τήν πλουσιώτερη σέ αριθμό καί σπουδαιότερη σε σημασία ανεύρεση χειρογράφων πού αφορουν τό χριστιανισμό καί τό γνωστικισμό. Τό 1945 /6 στο Nag-Hammadi τής Άνω Αιγύπτου, πλησίον του αρχαίου Χηνοβοσκίου, ανευρέθηκαν 13 κώδικες 1130 σελίδων πού περιλαμβάνουν τουλάχιστον 53 έργα, σέ κοπτική μετάφραση. Τα έργα αυτά, πού αρχικά ήσαν όλα σχεδόν γραμμένα στήν ελληνική, παρέμεναν άγνωστα στήν επιστήμη εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων (Απόκρυφον Ιωάννου, Σοφία Ιησού Χριστού...), ή ήσαν γνωστά μόνον αποσπασματικά ή από τούς τίτλους τους.
(οι υπογραμμίσεις δικές μας)
(Πατρολογία Α, Στυλιανού Παπαδόπουλου σελ. 200-206)