ΥΠΑΚΟΗ συνδυασμένη με εγκράτεια υποτάσσει και θηρία, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος.
* * *
ΛΕΝΕ για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, πως προτού γίνει Ερημίτης, έζησε πολλά χρόνια στην υποταγή κάποιου Γέροντος στη Θηβαΐδα. Όταν πρωτοπήγε, για να τον δοκιμάση ο Αββάς του, τον πήρε μια μέρα κι αφού περπάτησαν δώδεκα ώρες δρόμο από την καλύβα τους, έφτασαν σ' ένα τόπο άνυδρο. Πήρε τότε ο Γέροντας το ραβδί του, το έμπηξε στη γή και πρόσταξε το νεαρό Ιωάννη να πηγαίνη κάθε μέρα μ' ένα κάδο νερό να το ποτίζη. Ο καλός υποτακτικός έκανε πρόθυμα τον ορισμό του Γέροντος. Ύστερα από τρία χρόνια το ξερό ξύλο βλάστησε κι' έκανε καρύδια. Τα πήρε τότε ο Γέροντας και τα πήγε την Κυριακή στην Εκκλησία. Μετά τη Λειτουργία τα μοίρασε στους Ερημίτας, λέγοντάς τους:
— Ελάτε, αδελφοί, να γευτήτε τους καρπούς της υπακοής.
* * *
ΔΩΔΕΚΑ χρόνια βασανίστηκε από την αρρώστια του ο Αββάς Αμμώης. Όλο αυτό το διάστημα στάθηκε δίπλα του, σαν αναμμένη λαμπάδα, ο Ιωάννης, ο καλός του υποτακτικός, και τον υπηρετούσε σ' όλα. Ο Γέροντας ήταν αυστηρός και ποτέ δεν είπε λόγο γλυκό στο μαθητή του, ούτε ένα «είθε να σωθής». Μα στις τελευταίες του στιγμές, ενώ τον είχαν περικυκλώσει όλοι οι συνασκηταί του, πήρε με συγκίνησι ο Γέροντας; στα τρεμάμενα χέρια του τα χέρια του υποτακτικού του, τα φίλησε και ψιθύρισε:
— Τέκνον μου, να είσαι βέβαιος πως σώθηκες για την καλή υπακοή σου.
Ύστερα γύρισε στους Πατέρας και, δείχνοντας τον Ιωάννη, τους είπε:
— Αυτός που βλέπετε, είναι Άγγελος και όχι άνθρωπος.
* * *
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ, ο μαθητής του Αββά Παύλου, ήταν παράδειγμα υπακοής. Οι πατέρες διηγούνται γι' αυτόν το ακόλουθο περιστατικό: Λίγο πιο πέρα από την καλύβα τους βρισκόταν μια σπηλιά, που είχε φωλιάσει μέσα μια ύαινα. Μια μέρα είδε ο Γέροντας εκεί γύρω φυτρωμένα αγριοκρεμμύδια κι έστειλε τον Ιωάννη να τα ξερριζώση, για να τα μαγειρέψουν.
— Τι να κάνω, Αββά, αν τύχη και βγή η ύαινα; ρώτησε ο νέος.
— Δέσε την και φέρε την εδώ, είπε στ' αστεία ο Γέροντας.
Πήγε ο καλός υποτακτικός να κάνη την προσταγή του Γέροντος του. Μα, καθώς το πρόβλεψε, του επετέθηκε ξαφνικά το φοβερό θηρίο. Ο νέος, όχι μόνο δε δείλιασε, αλλ' ώρμησε να το δέση. Τότε έγινε τούτο το παράδοξο: Αντί να φοβηθή ο υποτακτικός, φοβήθηκε το θηρίο κι έτρεχε στην έρημο να σωθή. Ο Ιωάννης το κυνήγησε ξωπίσω και φώναξε:
— Στάσου λοιπόν. Ο Αββάς μου πρόσταξε να σε δέσω.
Ύστερα από πολύ κόπο, έφτασε την ύαινα, την έδεσε και την έφερε στο Γέροντά του. Εκείνος στο μεταξύ ανήσυχος, που έβλεπε ν' αργή, είχε βγή πιο έξω να τον συναντήση. Τον είδε τότε να έρχεται, φέρνοντας πίσω του δεμένο το θηρίο, και θαύμασε τη δύναμι της υπακοής.
Στον Ιωάννη όμως δεν έδειξε καμμία εκπληξι. Αντίθετα μάλιστα, για να τον ταπείνωση, του φώναξε δήθεν αυστηρά:
— Ανόητε, γιατί έφερες εδώ τούτον τον λυσσασμένο σκύλο;
Έλυσαν έτσι το άγριο θηρίο και το άφησαν ελεύθερο να γυρίση στη φωλιά του.
* * *
ΑΒΒΑΣ Σιλουανός ήταν Ηγούμενος σ' ένα μικρό Μοναστήρι πάνω στο όρος Σινά, που είχε όλους-όλους δώδεκα μοναχούς. Απ' αυτούς ξεχώριζε, για την αδιάκριτη υπακοή του, ένας νέος από αρχοντική γενιά, που τα είχε θυσιάσει όλα για την αγάπη του Χριστού. Με τις αρετές του ο νέος είχε γίνει πολύ αγαπητός στον Αββά Σιλουανό. Οι άλλοι μοναχοί όμως φθόνησαν τον Μάρκο - έτσι έλεγαν τον καλό νέο - και παραπονέθηκαν στους Πατέρες του Σινά πως τάχα ο Γέροντάς του έκανε άδικες διακρίσεις.
Εκείνοι τότε πήγαν να ελέγξουν τον Αββά Σιλουανό.
— Ελάτε, τους είπε ταπεινά ο Άγιος Γέροντας, να βεβαιωθήτε μόνοι σας, τι είναι εκείνο που κάνει τον Μάρκο να ξεχωρίζη από τους άλλους.
Τους πήρε κι έκαναν ένα γύρο σ' όλο το Μοναστήρι. Ο Αββάς στεκόταν έξω από κάθε κελλί, χτυπούσε την πόρτα και φώναζε τον αδελφό με τ' όνομά του. Από μέσα ακουγόταν η φωνή εκείνου:
— Τώρα αμέσως, Αββά. Αλλά κανείς δεν παρουσιαζότανε.
Και λίγο πιο πέρα:
— Αυτή τη στιγμή δε μπορώ, είμαι απασχολημένος.
Σε άλλο κελλί πάλι:
— Σε λίγο, Αββά, μόλις τελειώση η σειρά που πλέκω.
Έφτασαν τέλος και στο κελλί του Μάρκου. Μόλις άκουσε τη φωνή του Γέροντά του, ο καλός υποτακτικός πετάχτηκε ευθύς έξω. Ο Αββάς Σιλουανός βρήκε μια πρόφασι να τον απομακρύνη κι υστέρα είπε στους Πατέρας:
— Που είναι οι άλλοι μοναχοί που φώναξα; Ούτε ένας δεν ήλθε, εκτός από το ευλογημένο τούτο τέκνο της υπακοής.
Μπήκαν στο κελλί του Μάρκου. Ζωγράφιζε και είχε αφήσει ατελείωτη μια μικρή καμπύλη, για να υπακούση στο κάλεσμα του Γέροντος του.
— Αξίζει πραγματικά την αγάπη σου, είπαν οι Πατέρες στον Αββά Σιλουανό. Από σήμερα θα έχη ξέχωρη και τη δική μας εκτίμησι, γιατί κι ο Θεός τον άγαπα και τον έχει χαριτώσει.
Άλλη φορά πάλι περπατούσαν στην έρημο οι Πατέρες μαζί με τον Αββά Σιλουανό. Πιο πίσω ερχόταν ο Μάρκος με άλλους αδελφούς. ο Γέροντας, για να δείξη στους Πατέρας την αδιάκριτη υποταγή του υποτακτικού του, φώναξε κοντά το Μάρκο και, δείχνοντάς του ένα σάλιαγκο, πού σερνόταν λίγο πιο εμπρός, του είπε:
— Βλέπεις, παιδί μου, αυτό το βουβάλι;
— Ναι, Αββά, αποκρίθηκε εκείνος.
— Βλέπεις και τα κέρατά του, που είναι σχεδόν δυό πιθαμές;
— Ναι, Αββά, έκανε ο Μάρκος, που έβλεπε μόνο με τα μάτια του Γέροντος του. Και έτσι άλλη μια φορά οι Πατέρες του Σινά βρήκαν αφορμή να θαυμάσουν τον αφωσιωμένο υποτακτικό.
* * *
ΈΝΑΣ από τους μεγάλους Πατέρας της ερήμου συλλογίστηκε κάποτε:
— Άραγε σε ποιού άγιου μέτρα έχω φτάσει;
Μα ο αγαθός Θεός, για να τον προλάβη από την υψηλοφροσύνη, του φανέρωσε πως στο γειτονικό Κοινόβιο ζούσε κάποιος μοναχός πολύ ανώτερος του στην αρετή, που θεωρούσε εν τούτοις τον εαυτό του πολύ αμαρτωλό και τελευταίο από όλους.
Εκίνησε έτσι ένα πρωί ο Γέροντας να επισκεφθή το Μοναστήρι και ζήτησε από τον Ηγούμενο να ιδή όλους τους μοναχούς. Εκείνος έδωσε ευθύς διαταγή να παρουσιαστούν στον Άγιο όλοι οι μοναχοί. Ο Γέροντας παρατηρούσε έναν-έναν με προσοχή, μα δεν έμεινε ικανοποιημένος. δεν είδε ανάμεσά τους εκείνον που του είχε αποκαλύψει ο Θεός.
— Πρέπει να υπάρχη κι άλλος αδελφός στο Κοινόβιο, είπε στον Ηγούμενο.
— Ναι, αποκρίθηκε εκείνος, είναι ακόμη ένας, λιγάκι βλαμμένος στο μυαλό, που δουλεύει στο χωράφι.
— Φέρετε κι' αυτόν, παρακάλεσε ο Όσιος.
Ωδήγησαν με τη βία τον αδελφό στον Γέροντα. Εκείνος μόλις τον είδε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε, γιατί γνώρισε στο πρόσωπο του εκείνον, που του είχε φανερώσει ο Θεός. Ύστερα τον πήρε παράμερα και τον παρακαλούσε να του ειπή ποιά ήτο η κρυφή του εργασία.
— Δεν κάνω τίποτε, Αββά, έλεγε εκείνος. Εγώ είμαι άνθρωπος ανόητος, καθώς βλέπεις.
Μα ο Γέροντας δεν εννοούσε να τον αφήση, αν δεν του φανέρωνε την αρετή του. Τότε ο αδελφός αναγκάστηε να του εμπιστευθή:
— Ο Γέροντάς μου, Αββά, αφ' ότου ήλθα στο Κοινόβιο, πριv πολλά χρόνια, έβαλε το βόδι της Μονής στο κελλί που δουλεύω και κοιμάμαι. Αυτό μου σπάζει κάθε μέρα το σχοινί που πλέκω. Τριάντα χρόνια υπομένω αυτή τη δοκιμασία κι ούτε μια φορά δεν άφησα τον εαυτό του να βάλη κακό λογισμό εναντίον του Αββά μου. Ούτε το ζώο έδειρα ποτέ. Πλέκω διαρκώς από την αρχή το σχοινί μου, ευχαριστώντας το Θεό για τον μικρό τούτο πειρασμό.
Θαύμασε ο Άγιος την υπομονή του καλού εκείνου υποτακτικού κι απ' αυτή κατάλαβε και τις υπόλοιπες αρετές του.
* * *
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)