Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, που θυμάται να συνομιλήση με τον Θεόν μόνον όταν φθάση η ωρισμένη ώρα της προσευχής, δεν έχει ακόμη μάθει να προσεύχεται, λέει ένας από τους Πατέρας.
* * *
ΑΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΗ ο Θεός την αμέλειά μας στην προσευχή και τον σκορπισμό του νου μας στην ψαλμωδία, είναι αδύνατον να σωθούμε, έλεγε ο Αββάς Θεόδωρος.
* * *
ΕΡΩΤΗΣΑΝ τον Αββά Αγάθωνα οι Αδελφοί, ποιά αρετή νομίζει πως είναι πιο επίπονος.
— Η προσευχή, αποκρίθηκε εκείνος. Όταν ποθήση η ψυχή να συνομιλή συχνά με τον Δημιουργό της, αγωνίζονται τα πονηρά πνεύματα να την εμποδίσουν, γιατί ξέρουν πως δεν υπάρχει πιο ισχυρό όπλο εναντίον τους από την προσευχή. Όταν αποκτήση οποιαδήποτε άλλη αρετή η ψυχή, ύστερα ξεκουράζεται· μα για να μάθη να προσεύχεται, όπως πρέπει, χρειάζεται να κοπιάζη σ' όλη της τη ζωή.
* * *
ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ Αδελφοί στη σκήτη περικύκλωσαν μια μέρα τον Όσιο Μακάριο και τον παρακαλούσαν να τους διδαξη πώς να προσεύχωνται.
— Το μεγαλύτερο σφάλμα, που κάνομε στην προσευχή, αποκρίθηκε εκείνος, είναι η περιττολογία. Αρκεί να μάθη ο άνθρωπος να υψώνη το νου του στα ουράνια και να λέγη μ' όλη του την ψυχή: «Κύριε, ελέησόν με, όπως γνωρίζεις και όπως θέλεις». Τούτο είναι προσευχή.
Όταν πάλι νοιώθη δυνατή επάνω του την επίθεσι του διαβόλου ή την επανάστασι των κατωτέρων παθών του, ας τρέξη με πίστι στον Ούρανιο Πατέρα κι ας φωνάζη σ' Αυτόν όχι με το στόμα, αλλά με την καρδιά: «Κύριε, βοήθησέ με». Εκείνος γνωρίζει τον τρόπο να βοηθήση την ψυχή, που πηγαίνει κοντά Του μ' εμπιστοσύνη.
* * *
ΑΚΟΗ αντι ακοής λαμβάνομε, λέγει κάποιος Πατήρ. Και εξηγεί: Ακούει ο Θεός την προσευχή εκείνου που υπακούει στο θέλημα Του.
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ Μοναχός σε μια σκήτη ήταν πρόθυμος στην προσευχή, αλλά αμελής σ' όλα τ' άλλα. Μια μεέα πήγε ο διάβολος σ' έναν από τους εκεί Πατέρας και του είπε με ειρωνεία:
— Τι παραδοξολόγοι που είσαστε σεις οι άνθρωποι.
— Γιατί; τον ρώτησε εκείνος.
— Να, ο ταδε Μοναχός αίφνης με κρατά κάτω από τη μασχάλη του και με σφίγγει δυνατά να μη του φύγω, κάνοντας όλα μου τα θελήματα. Κι ύστερα στέκεται ώρες ολόκληρες και λέγει στο Θεό: «ρύσαι με από του πονηρού»
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)