E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ερ.: Ως άνθρωπος που πιστεύει στον Θεό, πως θα ακούγατε ότι κάποιος θέλει να ασχοληθεί με τη σύγχρονη έρευνα, μάλιστα αυτήν που τελικά αμφισβητεί τον Θεό, όπως η γενετική μηχανική , η κοσμολογία, η νευρολογία;
Απ.: Μια έρευνα που γίνεται για να αμφισβητήσει τον Θεό, έχει την αρρώστια της προκατάληψης. Η έρευνα γίνεται για να ανακαλυφθεί μία επιστημονική αλήθεια. Ποιο το πρόβλημα κάποιος να διευρύνει τους ορίζοντες της σκέψης και της γνώσης του; Έτσι και ο Θεός προσεγγίζεται καλύτερα. Ο Θεός δεν αποτελεί ένα ιδεολόγημα που πρέπει με κάθε τρόπο να υπερασπιστούμε, αλλά Τον πιστεύουμε επειδή είναι η Αλήθεια. Υπό την έννοια αυτήν, και η επιστημονική αλήθεια Αυτόν φανερώνει. Αν πάλι Τον αμφισβητεί, καιρός να το μάθουμε. Ένας πιστός που φοβάται την επιστημονική έρευνα, φοβάται την αλήθεια. Μάλλον είναι πιστός που…δεν πιστεύει.

Ερ.: Τι θα λέγατε για τη θεωρία της εξέλιξης; Αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με τη διδασκαλία της Εκκλησίας;
Απ.: Για το συγκεκριμένο θέμα, η διδασκαλία της Εκκλησίας βασίζεται στο θεόπνευστο βιβλίο της Γενήσεως. Αυτό δεν είναι βιβλίο Φυσικής ή Βιολογίας. Το σημαντικό δε για το οποίο μιλάει δεν είναι αν ο Θεός πλάθοντας τον άνθρωπο πήρε χώμα και που το βρήκε, αλλά το ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού. Όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες. Αυτό πώς να το ανατρέψει η επιστήμη; Από κει και πέρα, αν η επιστήμη βελτιώνει την ερμηνεία αυτού του κόσμου και την εικόνα μας γι’ αυτόν, αυτό γιατί να το αμφισβητήσουμε; Το πολύ πολύ να πούμε ότι μερικά πράγματα τα κατανοούμε καλύτερα.
Τη θεοείδεια όμως του ανθρώπου, ότι δηλαδή είναι πλασμένος με θεϊκή πνοή και χαραγμένος με προορισμό θεϊκής ομοιώσεως, αυτό δεν θα μπορέσει ποτέ να το αλλάξει η επιστήμη. Απλά μπορούν να το αμφισβητούν αλαζονικά κάποιοι επιστήμονες.

Ερ.: Δηλαδή δεν έχει σημασία το αν ο άνθρωπος κατάγεται από τα ζώα;
Απ.: Αυτό που έχει σημασία είναι η θεϊκή καταγωγή του ανθρώπου και η συγγένειά του με τον Θεό, το ότι δηλαδή ο Θεός μας έπλασε, όχι το πώς μας έπλασε. Και επίσης ο κίνδυνος είναι ο άνθρωπος όχι να κατάγεται από τα ζώα, αλλά να καταντήσει σαν αυτά, «άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοι κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. μη΄13). Ενώ ο προορισμός μας είναι να ομοιάσουμε στον Θεό, εμείς να προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι είμαστε ζώα.
Το πρόβλημα συνεπώς δεν είναι η επιστημονική επιβεβαίωση της εξέλιξης, αλλά η προσήλωση στην αρρωστημένη ερμηνεία της. Αυτό το τελευταίο δεν αποδεικνύει την ανυπαρξία του Θεού, αλλά επιβεβαιώνει την εμπαθή μυωπία του ανθρώπου. Να ανταλλάσσεται η θεϊκή προοπτική με έναν ασύνετο εκφυλισμό σε ζώο! Αυτό ούτε τα ζώα δεν θα το ήθελαν.

Ερ.: Πάντως έχουμε σημαντικές ομοιότητες με τα ζώα και πρέπει να βρούμε τη σημασία τους.
Απ.: Με εκπλήσσει το ενδιαφέρον για την ομοιότητα με τα ζώα. Αν υπήρχε ανάλογο ενδιαφέρον και για την συγγένεια με τον Θεό, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα! Τη σημασία αυτής της συγγένειας θα έπρεπε να ανακαλύψουμε. Όσο για τα ζώα, ασφαλώς και υπάρχουν ομοιότητες. Το σώμα μας ούτε ή άλλως μοιάζει με ταυτό των ανώτερων θηλαστικών. Ακόμη και μαθητεύουμε στα ζώα και στις ενστικτώδεις αρετές τους. Τόσα και τόσα παραδείγματα υπάρχουν στην Αγία Γραφή. Ο ίδιος ο Χριστός στην επί του Όρους ομιλία Του μας καλεί να «εμβλέψουμε στα πετεινά του ουρανού» και κατά κάποιον τρόπο να τα μιμηθούμε.
Αυτό όμως που έχει σημασία είναι οι διαφορές μας από τα ζώα. Ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματικός. Και αυτό αποτελεί την πηγή της αξίας του. καιρός να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας από την ομοιότητα με τα ζώα στην δυνατότητα ομοίωσης προς τον Θεό.

Από το βιβλίο: "Αν υπάρχει ζωή, θέλω να ζήσω/πηγή

 

Ο ΑΒΒΑΣ Υπερέχιος δίνει την ακόλουθη συμβουλή στους εγκρατείς και νηστευτάς:

— Φάγε κρέας και πιές κρασί και μη κατατρώγης με την καταλαλιά τις σάρκες του αδελφού σου.

Και πάλι:

— Καταλαλώντας ο όφις τον Θεό, επέτυχε να βγάλη τους πρωτοπλάστους από τον Παράδεισο. Tο ίδιο κάνει κι' εκείνος που καταλαλεί τον πλησίον του· βαραίνει την ψυχή του και παρασύρει στο κακό εκείνον που τον ακούει.

* * *

ΈΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Γέροντας είδε μια μέρα με τα μάτια του κάποιον αδελφό να πέφτη σε βαρύ αμάρτημα, κι όχι μόνο δεν τον κατέκρινε, αλλά έκλαψε και είπε:

«Αυτός έπεσε σήμερα κι εγώ εξάπαντος αύριο. Κι αυτός μεν χωρίς άλλο θα μετανοήση, ενώ εγώ δεν είμαι βέβαιος γι' αυτό».

                                                                 * * *

ΈΝΑΣ μοναχός σ' ένα Κοινόβιο, αμελής στα πνευματικά, έπεσε βαρειά άρρωστος κι  ήλθε η ώρα του να πεθάνη. Ο Ηγούμενος κι όλοι οι αδελφοί τον περικυκλώσανε για να του δώσουν θάρρος στις τελευταίες του στιγμές. Παρατήρησαν  όμως έκπληκτοι, πως ο αδελφός αντίκρυζε τον θάνατο με μεγάλη αταραξία και ψυχική γαλήνη.

— Παιδί μου, του είπε τότε ο Ηγούμενος, όλοι εδώ ξεύρομε πώς δεν ήσουν και τόσο επιμελής στα καθήκοντά σου. Πώς πηγαίνεις με τόσο θάρρος στην άλλη ζωή;

— Είναι αλήθεια, Αββά, ψιθύρισε ο ετοιμοθάνατος, πως δεν ήμουν καλός μοναχός. Ένα πράγμα όμως ετήρησα με ακρίβεια στη ζωή μου: δεν κατέκρινα ποτέ μου άνθρωπο.

Γι' αυτό σκοπεύω να ειπώ στο Δεσπότη Χριστό, όταν παρουσιαστώ ενώπιον Του: «Σύ, Κύριε, είπες, μη κρίνετε, ινα μή κριθήτε», κι ελπίζω ότι δε θα με κρίνη αυστηρά.

— Πήγαινε ειρηνικά στο αιώνιο ταξίδι σου, παιδί μου, του είπε με θαυμασμό ο Ηγούμενος. Εσύ κατώρθωσες, χωρίς κόπο να σωθής.

* * *

ΠΗΓΕ κάποτε ένας αδελφός από τη σκήτη σε κάποιο Γέροντα αναχωρητή και του είπε για κάποιον άλλον αδελφό πως είχε πέσει σε μεγάλο σφάλμα.

— Ω, πολύ άσχημα έκανε, είπε στενοχωρημένος ο Γέροντας.

Ύστερα από λίγες ημέρες συνέβη να πεθάνη ο μοναχός που έσφαλε. Άγγελος Κυρίου τότε πήγε στον αναχωρητή, κρατώντας την ψυχή του.

— Αυτός που κατέκρινες, του είπε, πέθανε. Πού ορίζεις να τον κατατάξω;

— Ήμαρτον, εφώναξε με δάκρυα ο Γέροντας.

Κι από τότε παρακαλούσε κάθε μέρα τον Θεό να του συγχωρήση εκείνη την αμαρτία και δεν τόλμησε μέχρι τέλους της ζωής του να κατακρίνη άνθρωπο.

(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΤΟ ΟΛΕΘΡΙΟ πάθος της μνησικακίας απογυμνώνει την ψυχή από τη θεία Χάρι κι αφήνει πτώμα οικτρό και τον πιο ενάρετο άνθρωπο. Να τι διαβάζομε στα παλαιά μαρτυρολόγια της Εκκλησίας μας:

Ενας ευσεβής χριστιανός νέος, ο Νικηφόρος, ζούσε σε κάποια πόλι της Ανατολής στα χρόνια του Αυτοκράτορος Ουαλεριανού. Στην ίδια πόλι έμενε και κάποιος ζηλωτής χριστιανός Ιερεύς, ο Σαπρίκιος. Οι δυο τους είχαν συνδεθή με στενή, πολύ στενή πνευματική φιλία. Ο Νικηφόρος, σαν νεώτερος, εσέβετο και υπήκουε τον Σαπρίκιο. Εκείνος πάλι αγαπούσε και συμβούλευε το νέο.

Αλλ' ο διάβολος, που φθονεί κάθε καλό, έσπειρε ζιζάνια ανάμεσά τους και διέλυσε την ωραία φιλία τους. Ο Σαπρίκιος, ξεχνώντας πώς ήταν υπηρέτης του πράου και ανεξίκακου Ιησού, τόσο πολύ εμίσησε τον Νικηφόρο, που δεν ήθελε να τον ιδή στα μάτια του. Πολλές φορές ο αγαθός νέος προσπάθησε να πλησιάση τον παλιό του φίλο για να του ζητήση συγγνώμη. Έβαλε κι άλλους μεσίτες για να συνδιαλλαγούν. Μα όλα πήγαιναν χαμένα μπροστά στην πείσμονα άρνησι του  Ιερέως.

Ακριβώς τότε ξέσπασε διωγμός μεγάλος εναντίον των χριστιανών σ' όλη την Ανατολή. Μεταξύ των πρώτων, στην πατρίδα του Νικηφόρου και του Σαπρικίου, έπιασαν τον Ιερέα Σαπρίκιο και τον βασάνισαν για ν' αρνηθή την πίστι του και να θυσιάση στα είδωλα. Στην αρχή εκείνος υπέμεινε με γεωναιότητα τα μαρτύρια, ωμολόγησε με θάρρος την αφοσίωσί του στο Χριστό και τέλος κλείσθηκε στη φυλακή ώσπου ν' αποφασίση ο Έπαρχος της πόλεώς του με πιο τρόπο θα τον εθανάτωνε.

Ο Νικηφόρος παρακολουθούσε με αγωνία τις δοκιμασίες του φίλου του κι όταν τον κλείσανε στη φυλακή, έδωσε πολλά χρήματα στο δεσμοφύλακα, για να τον αφήση να ιδή τον χριστιανό  Ιερέα. Σαν βρέθηκε κοντά του, έπεσε στα πόδια του και με θερμά δάκρυα τον παρακαλούσε να συμφιλιωθούν για να μη χωριστούν για πάντα, έχοντας έχθρα μεταξύ τους.

— Συγχώρησε με, του έλεγε, εγώ φταίω για όλα.

Μα ο Σαπρίκιος, πραγμα που δεν περίμενε κανείς σε τέτοιες εξαιρετικές στιγμές, έμεινε ψυχρός σαν μάρμαρο κι ασυγκίνητος σαν πέτρα στα παρακάλια του φίλου του κι' ούτε βλέμμα καταδέχτηκε να του ρίξη. Ο Νικηφόρος έφυγε συντριμμένος από την ακατανόητη στάσι του Ιερέως.

Τέλος, αποφασίστηκε ν' αποκεφαλιστή ο Σαπρίκιος με ξίφος. Οι δήμιοι τον ωδηγούσαν στον τόπο της εκτελέσεως κι ο Νικηφόρος ακολουθούσε από πίσω, ικετεύοντας για συνδιαλλαγή. Έτρεμε στη σκέψι πως σε λίγο ο φίλος του θα περνούσε στην αιωνιότητα, ενώ θα τους εχώριζε ένα αγεφύρωτο χάσμα μίσους. Ο Σαπρίκιος όμως εξακολουθούσε να μένη σκληρός, σαν γρανίτης.

Όταν έφτασε η μεγάλη τιμή, που ο ομολογητής θα κέρδιζε πια το στεφάνι της νίκης και τ' όνομά του θα γραφόταν ανάμεσα στα ονόματα των ενδόξων μαρτύρων, η θεία Χάρις τον εγκατέλειψε. Καθώς ο δήμιος σήκωνε το ξίφος για να του κόψη το κεφάλι, ο Σαπρίκιος ξαφνιάστηκε σαν να ξύπνησε από βαθύ λήθαργο. Τρομαγμένος, ρώτησε για ποιό λόγο τον είχαν δεμένο.

— Είσαι καταδικασμένος σε θάνατο, του είπε παραξενεμένος ο δήμιος, που για πρώτη φορά έτυχε στα χέρια του χριστιανός να δειλιάζη μπροστά στο ξίφος, γιατί αρνήθηκες να θυσιάσης στους θεούς της πολιτείας.

— Θυσιάζω! τόλμησε να ξεστομίση ο αρνητής.

Ο Νικηφόρος, που με ψυχική αγωνία είχε παρακολουθήσει όλη εκείνη την απίστευτη σκηνή που τόσο γρήγορα ξετυλισσόταν μπροστά του κι έβλεπε θείο Άγγελο να περιμένη για να στεφάνωση τον μάρτυρα, μπήκε στη μέση και φώναξε στο δήμιο:

— Ο  Ιησούς θέλει σήμερα ένα μάρτυρα κοντά Του. Είμαι χριστιανός. Αποκεφάλισέ με.

Τη θέσι του Σαπρικίου στο μαρτύριο, την πήρε ο  Άγιος Νικηφόρος, ενώ σ' εκείνον τον μνησίκακο προστέθηκε και της αρνήσεως το στίγμα.


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

Αναστολές μπροστά στο γάμο

Σε ένα φίλο, που δυσκολεύθηκε πολύ να παντρευτεί, ο Γέροντας απεκάλυψε ότι το βαθύτερο αίτιο των μακρόχρονων αναστολών του μπροστά στο γάμο, ήταν ένα καταπιεσμένο στο ασυνείδητό του, αποτυχημένο εφηβικό αίσθημα. Του είπε: "Αγάπησες εκείνη με όλη τη δύναμη της ψυχής σου, την έκανες ιδανικό της ζωής σου, τραυματίστηκες με την αδιαφορία της, διχάσθηκες.

Προσπαθούσες να βρεις, στο πρόσωπο κάθε κοπέλας, που σε προξένευαν, το πρόσωπο εκείνης και επειδή αυτό ήταν αδύνατο, η καρδιά σου έμενε κλειστή". Με τη βοήθεια του Γέροντα, συνειδητοποίησε το κρυμμένο του εμπόδιο, ελευθερώθηκε οριστικά απ' αυτό κι έτσι μπόρεσε να δημιουργήσει δική του οικογένεια.

Τον πίεζαν να κάνει οικογένεια

Οι γονείς του τον πίεζαν να κάνει οικογένεια. Αυτό του δημιουργούσε κάποιον εκνευρισμό και προσέφυγε πάλι στο Γέροντα. Εκείνος, πολύ φυσικά, σαν να βρισκόταν μέσα στο σπίτι του, του επανέλαβε αυτολεξεί, όσα οι γονείς του τού έλεγαν σχετικά: "Τώρα οι γονείς σου σού λένε - ΄Ως πότε θα μένεις έτσι; Είναι καιρός κι εσύ να νοικοκυρευθείς, ν' ανοίξεις δικό σου σπίτι, με τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου. Αν μείνεις έτσι, ποιός θα σε κοιτάξει στα γηρατειά;΄

Μην τους παρεξηγείς, έχουν κι αυτοί δίκαιο από τη δική τους πλευρά. Αν ήσουν κι εσύ στη θέση τους, έτσι θα μιλούσες. Αυτοί βλέπουν τα πραγματικά κοσμικά, θέλουν να ζήσεις καλά και να έχεις καλά γεράματα. Λίγοι όμως είναι εκείνοι, που κάνουν οικογένεια και τους εγκαταλείπουν τα παιδιά τους και κάνουν κακά γεράματα; Το παν είναι να αγαπήσει ο άνθρωπος το Χριστό και όλα τα άλλα προβλήματα τακτοποιούνται". Ο γνωστός μου, μου εξέφρασε το θαυμασμό του για το Γέροντα, ο οποίος με πολλή διάκριση, τον προσανατόλισε προς το "μείζον" συμφέρον του, άλλα και δικαιολόγησε με κατανόηση τη στάση των γονέων του και τη δική του.

Θα δυσκολευθείς πολύ να προσαρμοσθείς μαζί της

Ήταν Μάρτιος του 1972, όταν ένα πνευματικό παιδί του π. Πορφυρίου τον επισκέφθηκε στον Άγιο Νικόλαο, στα Καλλίσια Αττικής, για να τον συμβουλευθεί για ένα προσωπικό του θέμα.

Ο Παππούλης τον υποδέχθηκε με ιδιαίτερη χαρά, γιατί τον υπεραγαπούσε και τον θεωρούσε σαν ένα μέλος της οικογενείας του. Το ίδιο, ακριβώς συνέβαινε και από την άλλη πλευρά. Υπεράνω όλων ο Παππούλης!

Αφού μίλησαν αρκετές ώρες για πολλά και διάφορα, όπως συνέβαινε πάντα, ο Παππούλης του λέει:

-Πές μου τώρα και το θέμα σου, που τόσο σε απασχολεί.

-Έλα, ευλογημένε, λέγε...

Πράγματι! Την εποχή εκείνη, ο νεαρός (τότε), είχε γνωρίσει μία κοπέλα και πριν προχωρήσει στην επισημοποίηση του δεσμού αυτού, ήθελε να πάρει τη γνώμη του Παππούλη. Το ίδιο έκανε σε κάθε του πρόβλημα. Εάν δεν έπαιρνε το πράσινο φως από τον Γέροντα, δεν προχωρούσε κάτω από καμία πίεση.

Διηγήθηκε, λοιπόν, στον π. Πορφύριο το πρόβλημά του, με όλες τις λεπτομέρειες και ζήτησε τη γνώμη του.

-Έχεις μια φωτογραφία της κοπέλας; λέει - δώσε μου την.

Την έδωσε. Την κοίταξε για πολλή ώρα, χωρίς να μιλά.

-Τί βλέπετε, Παππούλη; Γιατί δεν μιλάτε τόση ώρα; Είναι καλή ή όχι;

-Πολύ καλή είναι! Μόνο που είναι πολύ δραστήρια και αεικίνητη και εσύ θα δυσκολευθείς πολύ να προσαρμοσθείς μαζί της.

-Ε! τότε να της δώσω... απολυτήριο.

-Όχι! Γιατρίνα ήθελες, γιατρίνα πήρες. Γιατρίνα ζήτησες από το Θεό, γιατρίνα σου έδωσε! Ό,τι ζήτησες, αυτό σου έδωσε! Τι "απολυτήρια" μου λές τώρα; Άντε, και οι δικοί σου την αγαπάνε πολύ. Και οι δικοί σου χαίρονται ιδιαίτερα. Θέλουν, πριν πεθάνουν, να σε δούν ευτυχισμένο και τακτοποιημένο! Προχώρα! Και εγώ θα κάνω πολλή προσευχή. Θα την κάνω και εκείνη δικό μου παιδί, όπως έχω εσένα! Θα έρχεσθε να με βλέπετε μαζί, πολύ συχνά, και εγώ θα χαίρομαι και θα σας αγαπάω και θα σας καμαρώνω! Αφού ξέρεις πόσο πολύ σ' αγαπάω! Και εγώ ξέρω, πως και εσύ με αγαπάς πολύ. Να είσθε ευλογημένοι! Όλα θα πάνε καλά, συν Θεώ!

Έτσι και έγινε! Η γνωριμία κατέληξε σε γάμο. Η κοπέλα έγινε πνευματικό παιδί του Παππούλη, και μάλιστα από τα καλύτερα! Γι' αυτό και την υπεραγαπούσε.

Όμως, το ζευγάρι αυτό άρχισε τη ζωή του με θλίψεις, αγωνίες, στενοχώριες και ταλαιπωρίες. Βάσανα πολλά. Συνέπεια όλων των βασάνων τους ήταν η κοπέλα να στερηθεί την πολυπόθητη μητρότητα. Και παρά τις διαβεβαιώσεις του Παππούλη την διακατείχε έντονη αγωνία, η οποία την ωθούσε σε επώδυνες και πολυδάπανες εξετάσεις. Ο Παππούλης όμως επέμενε: θα κάνεις παιδί!

Πράγματι! Έκανε ένα χαριτωμένο αγοράκι, φωτισμένο από το Θεό και ευλογημένο από το ίδιο το χέρι του Παππούλη!

Άξίζει να σημειωθεί, ότι το ζευγάρι αυτό έκανε ένα μόνο παιδί. Γι' αυτό και ο π. Πορφύριος έλεγε: θα κάνεις παιδί! Δεν είπε θα κάνεις παιδιά! Εάν πρόσεχε κανείς τα λόγια του, έβγαζε πολύ εύκολα τα συμεράσματά του. Η λεπτομέρεια αυτή αποτελούσε των κώδικα των αποκρυπτογραφήσεων, των όσων ελέγοντο από το Γέροντα.

Όταν ο π. Πορφύριος είδε για πρώτη φορά το νεογέννητο παιδί, είπε στους γονείς του: Αυτό είναι το παιδί των προσευχών!

...και ανασυγκρότησε το διαλυμένο γάμο του

Ο Γέρων Πορφύριος ενδιαφερόταν πολύ για τα ανδρόγυνα, απ' ότι έχω υπόψη μου. Αναρίθμητα ανδρόγυνα, που είχαν προβλήματα, με αποτέλεσμα ο γάμος τους να φθάνει στη διάλυση, βοήθησε με τα χαρίσματα που είχε, και τα επανένωσε.

Θυμούμαι τη συγκινητική περίπτωση, όταν πήγαινε κάπου μ' ένα ταξί. Στο δρόμο έκανε με τον οδηγό τον ακόλουθο διάλογο:

-Έχεις γυναίκα;

-Ναι, έχω.

-Πόσα χρόνια ζείτε χωριστά;

-Πέντε.

Προχώρησε ο διάλογος. Και το αποτέλεσμα... ευχάριστο. Ο οδηγός του ταξί τόσο πολύ εντυπωσιάστηκε απ' αυτά που του είπε εκείνος ο άγνωστός του ιερέας, ώστε αμέσως πήγε και βρήκε τη γυναίκα του κι ανασυγκρότησε το διαλυμένο γάμο του.


Μεταξύ γάμου και αγαμίας

Ήμασταν μια συντροφιά, 6-7 φίλοι, όλοι άγαμοι τότε και, καθισμένοι κάτω από ένα πεύκο, ακούγαμε, ένα καλοκαιρινό απόγευμα, το Γέροντα να μας μιλά σχετικά: "Μη σας βασανίζει το πρόβλημα να διαλέξετε μεταξύ γάμου και αγαμίας. Άλλοτε έρχονται μέρες, που αισθάνεσθε ψυχικές και σαρκικές επιθυμίες για γάμο, κι άλλοτε αυτές οι επιθυμίες υποχωρούν, γιατί αισθάνεσθε θείες επιθυμίες, ανώτερες από το γάμο. Όταν έρχονται φιλήδονοι πειρασμοί, μην προσπαθείτε να τους διώξετε με βία, γιατί ο σατανάς επωφελείται και τους κάνει πιο ελκυστικούς και σας βλάπτει. Είναι καλύτερα να τους αντιμετωπίζετε ήρεμα και να τους μετατρέπετε από αμαρτωλούς σε αγνούς. Να λέτε: Μπορεί να παντρευτούμε και να απολαύσουμε τις συζυγικές ηδονές, όπως θέλει ο Χριστός.

Όταν πάλι σας έρχονται οι επιθυμίες παρθενίας, να τις δέχεσθε με ευγνωμοσύνη, καλλιεργώντας μυστικά την τέχνη του αγιασμού. Κάποτε η ζυγαριά θα γείρει σε μιά πλευρά. Άλλοι προσπαθούν να αγιασθούν πολεμώντας τα πάθη και τις αμαρτίες τους, κι άλλοι αγαπώντας το Χριστό και το θέλημά Του. Οι πρώτοι πετυχαίνουν λίγα πράγματα, γιατί ο αγώνας τους γίνεται πολύ ψυχρός και σκληρός. Οι δεύτεροι πετυχαίνουν περισσότερα, γιατί αγαπώντας το Χριστό, τα αμαρτωλά πάθη χάνουν τη γοητεία και τη δύναμη τους μπροστά στη χαρά της αγάπης του Χριστού που αισθάνονται. Όταν ξημερώσει και μπει στο δωμάτιο μας το φώς του ήλιου, τα σκοτάδια  φεύγουν αναγκαστικά".

Ο Γέροντας σταμάτησε να μιλά και φαινόταν πώς κάτι σκεφτόταν. Έπειτα ξαναμίλησε: "Ίσως δε θα έπρεπε να σας το πώ αυτό, αλλά θα σας το πώ. Μπορεί κανείς να φτάσει σε προχωρημένη ηλικία και να αμφιταλαντεύεται ακόμα μεταξύ γάμου και αγαμίας και να του κάνει τότε ο σατανάς την πιο σκληρή επίθεση: να του βάλει στην ψυχή τον πανικό της αγαμίας και τότε με αγωνία ν' αρχίσει να αναζητά σύζυγο, να βάζει ανθρώπους να του βρούν, εκείνοι να γελούν μαζί του κι αυτός να μπαίνει πλέον σε μιά κατάσταση ψυχικής αρρώστιας.

Γι' αυτό σας λέω, μην κολλάτε σ' αυτό το ερώτημα: γάμος ή αγαμία. Αντί να φθείρεσθε, προσπαθώντας μάταια να δώσετε εσείς απάντηση για τον εαυτό σας, δώστε όλη την προσπάθεια σας στο να αγαπήσετε ολόψυχα το Χριστό, κι Εκείνος θα σας δώσει, στον κατάλληλο χρόνο, την απάντηση που ταιριάζει στην ψυχή σας και που  θα την δεχθείτε χωρίς βία και στεναχώρια, αλλά ήσυχα και με ευχαρίστηση. Έτσι θα απαλαγείτε για πάντα από αυτό το ερώτημα και θα βαδίσετε ένα δρόμο, δοξάζωντας το Θεό".


(Ανθολόγιο Συμβουλών Γέροντος Πορφυρίου, εκδόσ. Ι.Μ. Μεταμορφώσεως Μήλεσι)

ΈΝΑΣ ΝΕΟΣ ευσεβής πήγε να συμβουλευθή τον Όσιο Μακάριο, πως ν' αποκτήση ταπεινοφροσύνη.

Ν' αποφεύγης τον ανθρώπινο έπαινο, του είπε ο Γέροντας, και ν' αγαπάς την καταφρόνια.

— Δύσκολο πράγμα, έκανε ο νέος, πολύ δύσκολο.

— Άκουσε, παλληκάρι μου, του είπε τότε ο σοφός Γέροντας, εδώ πιο κάτω είναι το κοιμητήρι. Πετάξου μια στιγμή ως εκεί, και, μ' όσες πέτρες βρής, πετροβόλησε τα μνήματα. Πες κι' όσες βρισιές θέλεις στους νεκρούς.

Ό νέος έκανε όπως του είπε ο Αββάς κι' όταν γύρισε πίσω στην καλύβα, τον ρώτησε εκείνος τι του αποκρίθηκαν οι πεθαμένοι.

— Τίποτε, είπε ο νέος.

— Κάνε τον κόπο άλλη μια φορά να πας να τους επαινέσης.

— Ξαναπήγε το παλληκάρι κι' άρχισε με τα πιο κολακευτικά λόγια να εγκωμιάζη τους νεκρούς.

— Τι σου είπαν τώρα, τον ρώτησε ο Γέροντας, σαν γύρισε.

— Τίποτε.

— Κάνε κι' εσύ το ίδιο για ν' αποκτήσης ταπεινοσύνη, τον συμβούλεψε ο Όσιος. Γίνου νεκρός τόσο για την τιμή, όσο και για την καταφρόνια των ανθρώπων.

* * *

ΑΚΟΥΟΝΤΑΣ ο ευσεβής Έπαρχος της Αλεξανδρείας την καλή φήμη του Αββά Μωϋσέως του Αιθίοπος, ανέβηκε κάποτε στη σκήτη να τον γνωρίση από κοντά. Σαν το έμαθε όμως εκείνος, έφυγε κρυφά από την καλύβα του και πήγε κατά το έλος. Στο δρόμο συνάντησε τον άρχοντα και την ακολουθία του, που έτυχε να περνάνε από κει. Οι ξένοι, που δεν τον γνώριζαν, τον σταμάτησαν και τον ερώτησαν να τους δείξη την καλύβα του Αββά Μωϋσέως.

— Τι γυρεύετε απ' αυτόν; έκανε μ' άποστροφή ο Γέροντας. Αυτός είναι άνθρωπος μωρός.

Ο άρχοντας λυπήθηκε που είχε κάνει άδικα τόσο κόπο. Όταν έφτασε στην εκκλησία της σκήτης, είπε στους κληρικούς:

— Κάτω στην πόλι λένε τόσα καλά για τον Αββά Μωϋσή, γι' αυτό ξεκίνησα να τον συναντήσω. Μα πριν από λίγο συναντήθηκα μ' ένα Καλόγερο κι' έμαθα από λόγου του πως πρόκειται για ανόητο άνθρωπο.

— Τι άνθρωπος ήταν αυτός, ρώτησαν αγανακτισμένοι οι κληρικοί, που τόλμησε να μιλήση έτσι για τον Άγιο.

— Ένας μελαμψός Καλόγερος, πολύ ψηλός, με τριμμένα ρούχα.

Οι κληρικοί γέλασαν με την καρδιά τους.

— Αμ αυτός είναι ο Αββάς Μωϋσής.

Ο άρχοντας θαύμασε την ταπεινοσύνη του Γέροντος και γύρισε στην πόλι ωφελημένος.

* * *

ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος άρχοντας πήγε στην έρημο να ιδή τον Αββά Σίμωνα. Σαν το έμαθε εκείνος, κατέβηκε στην πλαγιά του λόφου και έψαχνε για φοινικόφυλλα, για να μη τον βρούνε. Μα ο άρχοντας έτυχε να περνά από εκεί.

— Πού είναι η καλύβα του αναχωρητή, Αββά; ρώτησε τον Γέροντα, χωρίς να υποπτεύεται πως ήταν ο ίδιος.

— Δεν υπάρχει εδώ Αναχωρητής, έχεις κάνει λάθος, γυιέ μου, αποκρίθηκε ο Όσιος, χωρίς να σηκώση το κεφάλι από τη δουλειά του.

Άλλοτε πάλι πήγε ο ίδιος ο Έπαρχος να ιδή τον Αββά Σίμωνα.

— Ετοιμάσου να υποδεχθής τον άρχοντα, του είπαν οι αδελφοί.

— Τώρα αμέσως, αποκρίθηκε εκείνος.

Πήρε από την καλύβα του ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυρί στο χέρι, κάθησε στο κατώφλι της πόρτας κι' άρχισε να τρώγη λαίμαργα.

Εκείνη τη στιγμή πρόβαλε κι' ο άρχοντας και, βλέποντας τον Γέροντα να τρώη έτσι, τον καταφρόνησε.

— Αυτός είναι ο Αναχωρητής, που έχει τόση φήμη; είπε στο συνοδό του και γύρισε πίσω, χωρίς να του ειπή λέξι.

Αυτό ήθελε κι' ο Όσιος.

* * *

ΔΙΗΓΕΙΤΟ ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός για κάποιο Γέροντα Πνευματικό, που είχε μεγάλη φήμη στην πόλι, πως πήγε και κλείστηκε σε μια σπηλιά πολύ βαθειά στην έρημο για ν' αποφύγη τη δόξα των ανθρώπων. Κάποτε τον ειδοποίησαν πως ένας ετοιμοθάνατος φίλος του τον γύρευε να εξομολογηθή.

— Ας αφήσω να νυχτώση, συλλογίστηκε ο Γέροντας, για να μη με ιδούν οι άνθρωποι και με τιμήσουν.

Σαν βράδυασε και βγήκε από τη σπηλιά του, δυο Άγγελοι παραστάθηκαν δεξιά κι αριστερά του με λαμπάδες αναμμένες και τον συνώδευαν σ' όλη του την οδοιπορία. Οι κάτοικοι της πόλεως, που είδαν το παράξενο εκείνο φως - τους Αγγέλους δεν τους έβλεπαν - βγήκαν από τα σπίτια τους και υποδέχτηκαν τον Όσιο με ζωηρές εκδηλώσεις.

Όσο εκείνος από ταπεινοφροσύνη απόφευγε τη δόξα, τόσο τον τιμούσε ο Θεός.

* * *

ΌΠΟΙΟΣ πειρασμός κι  αν βρή τον ταπεινόφρονα, λέγει ο Αββάς Ποιμήν, νικά γιατί σωπαίνει.


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

Ο ΟΣΙΟΣ Παχώμιος είχε συνήθεια μία ή και περισσότερες φορές την εβδομάδα να συγκεντρώνη τους Μοναχούς του Κοινοβίου του και να τους διδάσκη το λόγο του Θεού. Κάποτε, αντί να διδάξη ο ίδιος, πρόσταξε τον Θεόδωρο, νέο ακόμη στην ηλικία κι' αρχάριο στη μοναχική ζωή, να μιλήση στους αδελφούς. Ήθελε μ' αυτό να δοκιμάση την υπακοή του. Ο καλός υποτακτικός, χωρίς αντιρρήσεις και ταπεινολογίες, έκανε ευθύς τη προσταγή του Ηγουμένου του. Σηκώθηκε κι' άρχισε να διδάσκη το θείο λόγο. Αυτό όμως δε καλοφάνηκε στους γεροντότερους. Θύμωσαν κι' επιδεικτικά άφησαν τη συγκέντρωσι κι' έφυγαν για τα κελλιά τους. Σαν τέλειωσε η διδασκαλία, έστειλε ο Όσιος και τους κάλεσε να παρουσιασθούν μπροστά του.

— Γιατί φύγατε από τη σύναξι; τους ρώτησε αυστηρά.

— Τι ήθελες να κάνωμε, Άββα, αποκρίθηκαν με αγανάκτησι εκείνοι, αφού έβαλες ένα παιδί να διδάξη τους γέρους;

Ο  Όσιος Παχώμιος αναστέναξε βαθειά και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του.

— Καλά λένε πως η υπερηφάνεια είναι ρίζα όλων των κακών και γκρεμίζει όλα τα καλά, που χτίζει ο ταλαίπωρος άνθρωπος με τόσους κόπους. Φεύγοντας από τη σύναξι δεν καταφρονήσατε, άθλιοι, τον Θεόδωρο, αλλά το Πνεύμα το Άγιον, που ωμιλούσε δι' αυτού. Δεν είδατε εμένα, τον πνευματικό σας Πατέρα και διδάσκαλο, με πόση προσοχή παρακολουθούσα; Και σας βεβαιώνω πως πιο ωφέλιμη διδασκαλία δεν είχα ακούσει έως σήμερα.

Λέγοντας αυτά, τους έδωσε αυστηρό επιτίμιο για να σύντριψη τον εγωισμό τους.

* * *

ΛΕΝΕ για τον παραπάνω Όσιο πως η ταπεινοσύνη του ήταν άφθαστη. Δεχόταν συμβουλές και υποδείξεις μ' εύχαρίστησι κι' από τον πιο μικρό ακόμη.

Μια μέρα έπλεκε ψαθί κι' ένα μικρό καλογερόπαιδο του πήγε χόρτο. Κάθησε λίγο και τον παρατηρούσε πως έπλεκε υστέρα του είπε μ' αποδοκιμασία:

— Δεν το κάνεις καλά, Άββα, μη γυρίζης έτσι το σειρήτι. ο Άββας Θεόδωρος πλέκει καλλίτερα.

Ο  Όσιος σηκώθηκε τότε από τον πάγκο του και είπε στο παιδί με καλοσύνη:

— Έλα κάθησε εδώ, παιδί μου, να μου δείξης να το πλέκω καλλίτερα.

Το παιδί κάθησε μ' αφέλεια κι έδειχνε στον Όσιο τον τρόπο που είχε μάθει να κάνη τη σειρά. Eκείνος γελούσε καλοκάγαθα με την απλότητα του.

* * *

ΠΡΟΣΚΑΛΕΣΕ κάποτε επισήμως στην Κωνσταντινούπολι τον Όσιο Αντώνιο ο αυτοκράτωρ Μέγας Κωνσταντίνος. Ο Όσιος έπεσε σε μεγάλη συλλογή. Δεν ήξερε τι ν' αποφασίση ν' αρνηθή στον αυτοκράτορα ή να θυσιάση την αγαπημένη του ερημία. Τελικά σκέφτηκε να ρωτήση το μαθητή του, τον Παύλον τον Απλούν.

— Τι λές, παππούλη, - έτσι τον έλεγε συνήθως, γιατί έγινε στα γεράματα του Μοναχός -, πρέπει να πάω στην Κωνσταντινούπολι;

— Αν πας, του αποκρίθηκε εκείνος με την απλότητα που τον χαρακτήριζε, θα είσαι  Αντώνιος, αν όμως αρνηθής να πας, θα είσαι Μέγας Αντώνιος.

Κι ο Μέγας Πατήρ, ακολουθώντας ταπεινά την υπόδειξι του υποτακτικού του, αρνήθηκε να πάη.

* * *

ΟΤΑΝ ήμουν νεώτερος, διηγείτο στους αδελφούς ο Αββάς Μακάριος, έπεσα κάποτε σε ακηδία. Βγήκα λοιπόν από την καλύβα μου και περιπλανώμουν άσκοπα στην έρημο, για να διασκεδάσω τη θλίψι μου. Επιθυμούσα να βρω κάποιον άνθρωπο να μου ειπή δυο λόγια ωφέλιμα. Ξαφνικά είδα μπροστά μου ένα μικρό τσοπανόπουλο, που έβοσκε πιο κάτω τις αγελάδες του. Μου ήλθε τότε στο λογισμό να το ρωτήσω:

— Τι να κάνω, παιδί μου, που πεινώ;

— Καί δέ τρως; μου αποκρίθηκε, σηκώνοντας μ' αδιαφορία τους ώμους του.

— Έφαγα, γυιέ μου, μα ξαναπείνασα.

— Φάγε πάλι, μου είπε.

— Έφαγα και ξανάφαγα ο δόλιος, μα πάλι πεινώ.

— Μα βόϊδι είσαι, Άββα, που θες διαρκώς να μασουλίζης, μου είπε, ξεσπώντας σ' ένα περιπαιχτικό γέλιο.

— Καλά σου λέει το παιδί, είπα στο λογισμό μου, και γύρισα διδαγμένος στο κελλί μου.

* * *

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ταπείνωσις, Άββα; ρώτησαν κάποιον Γέροντα οι αδελφοί της σκήτης.

— Ταπείνωσις, παιδιά μου, αποκρίθηκε εκείνος, είναι να σου φταίξη ο άλλος και συ να τον συγχώρεσης παρευθύς, χωρίς να περιμένης να σου ζητήση συγγνώμη.

Πιο σύντομο δρόμο για τον Ουρανό από την ταπεινοσύνη δε μπορείς να βρής, έλεγε άλλος Πατήρ.


(Γεροντικόν,μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΚΑΘΩΣ γύριζε μια μέρα στο κελλί του ο Όσιος Μακάριος, φορτωμένος φοινικόφυλλα για το εργόχειρο του, τον σταμάτησε ο διάβολος, έτοιμος να του επιτεθή, αλλά δεν μπορούσε. Μια ακατανίκητη δύναμι τον εμπόδιζε.

— Πολύ μ' έχεις βασανίσει, Μακάριε, του φώναξε άγρια. Τόσα χρόνια σε πολεμώ και δεν μπορώ να σε ρίξω. Και τι περισσότερο από μένα κατορθώνεις εσύ; Νηστεύεις τάχα; Αμ' εγώ ποτέ δεν τρώγω. Αγρυπνείς; Εγώ ούτε καν έχω ανάγκη από ύπνο. Ένα μόνο φοβερό έχεις που με τρομάζει.

— Ποιό είναι αυτό; ρώτησε με πολύ ενδιαφέρον ο Όσιος.

— Η ταπεινοφροσύνη, ωμολόγησε θέλοντας και μη ο διάβολος κι εξαφανίστηκε.

* * *

ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ πήγαν μαζί στην έρημο κι ασκήτευαν στην ίδια καλύβη. Ο διάβολος, φθονώντας την αγάπη τους, βάλθηκε να τους χωρίση.

Ένα βράδυ ο νεώτερος πήγε ν' ανάψη το λυχνάρι, έσπρωξε άθελά του το λυχνοστάτη, τον αναποδογύρισε και χύθηκε το λάδι. Ο μεγαλύτερος θύμωσε και του έδωσε ένα μπάτσο. Τότε ο πιο μικρός, χωρίς να ταραχτή, έσκυψε, του έβαλε μετάνοια και είπε ταπεινά:

— Συγχώρησε την απροσεξία μου, Αδελφέ. Τώρα αμέσως θα ετοιμάσω άλλο.

Την ίδια νύκτα ένας ειδωλολάτρης ιερεύς, που έτυχε να βρίσκεται μέσα στο ειδωλείο, άκουσε τα δαιμόνια να κάνουν δικαστήριο μεταξύ τους. Ένα απ' αυτά ωμολόγησε ντροπιασμένο στον αρχηγό του:

— Πηγαίνω και κάνω άνω κάτω τους Μοναχούς. Μα τι φταίω, όταν κάποιος απ' αυτούς γυρίζη και βάζη στον άλλο μετάνοια και μου καταστρέφη όλη τη δουλειά;

Ακούγοντας αυτά ο ειδωλολάτρης, έγινε ευθύς χριστιανός κι αποτραβήχτηκε στην έρημο. Σ' όλη του τη ζωή κράτησε στην καρδιά του την ταπείνωσι και στο στόμα του είχε διαρκώς πρόχειρο το «συγχώρησόν με»

* * *

ΚΑΠΟΙΟΣ αδελφός ρωτούσε έναν από τους μεγάλους Γέροντας, τι είναι ταπεινοφροσύνη.

— Ταπεινοφροσύνη, τέκνον μου, είναι να νοιώθης πάντοτε τον εαυτό σου αμαρτωλό και χειρότερο από όλους τους ανθρώπους, εξήγησε ο Γέροντας. Είναι μεγάλο κατόρθωμα αυτό και δύσκολο. Μπορείς όμως να το αποκτήσης, βάζοντας τον εαυτό σου σε ακατάπαυστο κόπο.

— Μα πως είναι δυνατόν να βλέπης διαρκώς τον εαυτό σου χειρότερο απ' όλους; απόρησε ο αδελφός.

— Μάθε να βλέπης τα προτερήματα των άλλων και τα δικά σου σφάλματα και ζήτει κάθε μέρα γι' αυτά συγχώρησι από τον Θεό, και θα το κατορθώσης, συμβούλεψε ο Όσιος.

* * *

ΠΕΡΑΣΕ κάποτε από το λογισμό του Μεγάλου Αντωνίου σε τίνος τάχα άγιου μέτρα να είχε φτάσει. ο Θεός όμως, που ήθελε να του ταπεινώση το λογισμό, του φανέρωσε μια νύχτα στ' όνειρό του πως καλύτερός του ήταν ο μπαλωματής, που είχε ένα μικρομάγαζο σ' ένα παράμερο δρόμο της Αλεξανδρείας.

Μόλις ξημέρωσε, ο Όσιος πήρε το ραβδάκι του και ξεκίνησε για την πόλι. Ήθελε να γνωρίση από κοντά τον περίφημο μπαλωματή και να ιδή τις αρετές του. Με πολλή δυσκολία ανακάλυψε το μαγαζάκι του, μπήκε μέσα, κάθισε πλάι του στον πάγκο κι άρχισε να τον ρωτά για τη ζωή του.

Ο απλοϊκός άνθρωπος, που δε του πήγαινε ο νους ποιός μπορούσε να ήταν εκείνος ο γερο-καλόγερος που ήλθε τόσο ξαφνικά να τον εξετάση, χωρίς να πάρη τα μάτια του από το παπούτσι που μπάλωνε, του αποκρίθηκε αργά-αργά με ηρεμία:

— Δεν ξέρω, Αββά μου, να έχω κάνει ποτέ κανένα καλό. Κάθε πρωί σηκώνομαι, κάνω την προσευχή μου κι αρχίζω τη δουλειά μου. Λέω όμως πρώτα στο λογισμό μου, πως όλοι οι άνθρωποι σ' αυτή την πόλι, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο, θα σωθούν και μόνο εγώ θα καταδικαστώ για τις πολλές μου αμαρτίες. Κι όταν το βράδυ πάω να πλαγιάσω, πάλι το ίδιο συλλογίζομαι.

Ο Όσιος σηκώθηκε με θαυμασμό, τον αγκάλιασε, τον φίλησε, και του είπε με συγκίνησι:

— Συ, αδελφέ μου, σαν καλός έμπορος, κέρδισες τον πολύτιμο μαργαρίτη άκοπα. Εγώ γέρασα στην έρημο, ίδρωσα και κόπιασα, μα δεν έφτασα την ταπεινοσύνη σου.

* * *

ΕΝΑΣ ευλαβής Μοναχός, όταν κάποιος του ζητούσε μια εξυπηρέτησι, για να είναι πρόθυμος να την δώση, έλεγε στον εαυτό του:

— Ο Κύριός σου σε διατάζει· κάνε αμέσως αυτό που ζητεί. Αν ερχόταν σε λίγο άλλος, να τον επιφορτίση με πιο δύσκολη δουλειά, ψιθύριζε:

— Είναι ο αδελφός του Κυρίου σου· πρέπει να τον ακούσης.

Καμμιά φορά συνέβαινε να τον προστάζη κι ο μικρότερός του. Τότε γινόταν πιο πρόθυμος.

— Υπάκουσε γρήγορα στον γυιό του Κυρίου σου, ταπεινέ, έλεγε στον εαυτό του.

Έτσι εξυπηρετούσε όλους με πολλή ταπείνωσι κι έφτασε σε μεγάλα μέτρα αρετής.


(Γεροντικόν,μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη,εκδ. Λυδία)

ΒΡΗΚΑΝ κάποτε τον Όσιο Αρσένιο μεγάλοι πειρασμοί. Μια μέρα τον άκουσαν οι Αδελφοί να προσεύχεται μ' αυτά τα λόγια:

— Θεέ μου, τολμώ ο ανάξιος να σε παρακαλέσω να μη μ' αφήσης μόνο σε τόση θλίψι. Αναγνωρίζω πως δεν έχω κάνει στη ζωή μου τίποτε που να σε έχει ευχαριστήσει, αλλά η άπειρη ευσπλαγχνία Σου μπορεί να με βοηθήση να βάλω αρχή.

* * *

ΞΕΚΙΝΗΣΕ κάποτε να πάη να επισκεφθή τους ασκητάς της Νιτρίας ο Πατριάρχης της Αλεξανδρείας Θεόφιλος. Στο δρόμο του συνάντησε ένα γέροντα Ασκητή.

— Τι κέρδισες, Αββά, ζώντας σ' αυτή τη μοναξιά; ρώτησε ο Πατριάρχης.

— Γνώρισα καλά τον εαυτό μου, αποκρίθηκε ο Γέροντας, κι έμαθα να τον μέμφωμαι.

Μεγαλύτερο κέρδος απ' αυτό είναι αδύνατο ν' αποκτήση στη ζωή του ο άνθρωπος, παραδέχτηκε ο Πατριάρχης.

Σαν έφθασε στη σκήτη, βγήκαν οι Πατέρες να τον υποδεχτούν κι ο καθένας έβρισκε κάποιο καλό λόγο να του ειπή. Μόνο ο Όσιος Παμβώ στεκόταν παράμερα αμίλητος.

— Δε θα πης κι εσύ τίποτε στον Πατριάρχη για να τον ωφελήσης; Τον ρώτησαν οι Γέροντες.

— Αν δεν ωφεληθή από τη σιωπή μου, Αδελφοί, ούτε ο λόγος μου πρόκειται να τον ωφελήση, αποκρίθηκε ο σοφός Πατήρ.

* * *

ΑΡΧΗ σωτηρίας του ανθρώπου, γράφει ο Ευάγριος, είναι η ακριβής γνώσις του εαυτού του.

                                                                  * * *

Η ΟΣΙΑ Θεοδώρα συνήθιζε να λέγη στις μαθήτριές της πολύ συχνά, πως ούτε η μεγάλη άσκησις, ούτε ο υπερβολικός κόπος, ούτε οποιαδήποτε άλλη κακοπάθεια μπορεί να σώση τον άνθρωπο, όσο η αληθινή ταπεινοφροσύνη της καρδιάς. Διηγείτο και το ακόλουθο ανέκδοτο:

Κάποιος Ερημίτης είχε χάρισμα από το Θεό να διώχνη τα πονηρά πνεύματα. Μια φορά ζήτησε να μάθη τι φοβούνται περισσότερο κι αναγκάζονται να φύγουν.

— Μήπως τη νηστεία; ρώτησε ένα απ' αυτά.

— Εμείς, αποκρίθηκε εκείνο, ούτε τρώμε, ούτε πίνομε ποτέ.

— Την αγρυπνία τοτε;

— Εμείς δεν κοιμώμεθα καθόλου.

— Την φυγή του κόσμου;

Το δαιμόνιο γέλασε περιφρονητικά:

— Σπουδαίο πράγμα τάχα. Εμείς περνάμε τον περισσότερο καιρό μας τριγυρίζοντας στις ερημιές.

— Σ' εξορκίζω, να ομολογήσης τι είναι εκείνο που μπορεί να σας δαμάση, επέμενε ο Γέροντας.

Το πονηρό πνεύμα, αναγκασμένο από υπερκόσμια δύναμι, βιάστηκε να απαντήση:

— Η ταπείνωσις, που δεν μπορούμε ποτέ ν' αποκτήσωμε.

* * *

ΑΠΟ τούτο διακρίνεις το δυνατό χαρακτήρα του ανθρώπου, έλεγε ο Όσιος Αντώνιος, όταν παραδέχεται τα σφάλματά του και υπομένει ως την τελευταία του πνοή τους πειρασμούς που τον βρίσκουν.

Άλλοτε πάλι έλεγε με στεναγμό:

Όλες οι αρετές μπήκαν σε τούτη την καλύβα εκτός από μια· αλλά χωρίς αυτή πώς να προκόψω ο δυστυχής;

— Ποιά είναι αυτή, Αββά; ρωτούσαν οι αδελφοί.

— Η αυτομεμψία, αποκρινόταν ο Μέγας Πατήρ.

* * *

ΕΤΡΩΓΑΝ κάποτε μαζί σε κοινό τραπέζι όλοι οι Γέροντες της σκήτης. Ο Αββάς Αλώνιος, σαν νεώτερος που ήταν, στεκόταν και τους υπηρετούσε. Οι Πατέρες είπαν γι' αυτόν λόγια επαινετικά. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι ταπεινά, χωρίς ν' αποκριθή καθόλου.

— Γιατί δεν μίλησες, Αββά, όταν σ' εγκωμίαζαν οι Γέροντες; τον ρώτησε ύστερα κάποιος αδελφός, που έτυχε να βρίσκεται μπροστά.

— Αν μιλούσα, θα έδειχνα πως δέχτηκα τον έπαινο, αποκρίθηκε εκείνος, ενώ στην πραγματικότητα τον αποστρέφεται η ψυχή μου.

Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ είναι η γη που πρόσταξε ο Θεός

να γίνεται η θυσία, έλεγε ο Όσιος Ποιμην.

* * *

ΚΑΠΟΙΟΣ Άγιος Γέροντας είδε κάποτε με τα μάτια του τον διάβολο και τον ρώτησε θαρρετά:

— Γιατί με πολεμάς με τόση επιμονή;

— Επειδή μου αντιστέκεσαι διαρκώς με την ταπείνωσί σου, αποκρίθηκε ο διάβολος κι έγινε άφαντος.


(Γεροντικόν,Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποτε τον Αββά Λογγίνο ποιά αρετή θεωρεί σπουδαιότερη απ' όλες. Ο σοφός Γέροντας αποκρίθηκε:

— Καθώς η υπερηφάνεια είναι το πιο μεγάλο από όλα τα κακά, αφού κατώρθωσε να ρίξη τους Αγγέλους από τον Ουρανό στην άβυσσο, έτσι και η ταπεινοφροσύνη είναι η πιο μεγάλη απ' όλες τις αρετές. Αυτή έχει τη δύναμι κι από την άβυσσο ακόμη ν' ανεβάση στον Ουρανό τον αμαρτωλό. Για το λόγο αυτό ο Κύριος μακαρίζει πριν απ' όλους τους πτωχούς τω πνεύματι.

* * *

ΠΡΟΤΙΜΩ πτώσι με ταπεινοφροσύνη, παρά νίκη με υπερηφάνεια, λέγει άλλος Πατήρ.

* * *

ΚΑΙ Ο ΑΒΒΑΣ  Σαρματιας:

— Προτιμώ άνθρωπο αμαρτωλό, που αναγνωρίζει το σφάλμα του και ταπεινώνεται, παρά ενάρετο με αυταρέσκεια.

* * *

ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποιο Γέροντα, πότε αποκτά ο άνθρωπος ταπείνωσι.

— Όταν θυμάμαι τις αμαρτίες του συνεχώς; αποκρίθηκε.

* * *

ΑΛΗΘΙΝΗ ταπείνωσι έχει εκείνος που βάζει πρώτος μετάνοια, ενώ του φταίει ο άλλος, λέγει άλλος Πατήρ.

* * *

ΡΩΤΗΣΑΝ κάποιον από τους Πατέρας, ποιά νομίζει πως είναι η αληθινή πρόοδος του ανθρώπου.

— Η ταπεινοφροσύνη, αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό. Όσο πιο πολύ κατεβαίνει ή ψυχή σε βάθος ταπεινοφροσύνης, τοσο αναβαίνει σ' όλες τις άλλες αρετές.

* * *

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ κάποιας επαρχίας έπεσε μια φορά σε μεγάλη αμαρτία. Την άλλη μέρα ήταν γιορτή κι επρόκειτο να λειτουργήση σε μιαν εκκλησία, που πανηγύριζε και που πήγαινε συνήθως ολόκληρη η πόλις. Μόλις μπήκε στην εκκλησία ο Επίσκοπος, ανέβηκε στον άμβωνα, φανέρωσε μπροστά στο πλήθος την αμαρτία του, έβγαλε το ωμοφόριό του, το έδωσε στο Διάκονό του, και είπε με πολλή συντριβή δυνατά για ν' ακουστή απ' όλους:

— Ύστερα από τέτοια αμαρτία, δεν μπορώ να είμαι πια Επίσκοπός σας. Διαλέξτε κάποιον άξιο.

Έκανε να φύγη, ο κόσμος όμως, που τον αγαπούσε, τον εμπόδισε.

— Μείνε στη θέσι σου κι ας είναι επάνω μας η αμαρτία σου, φώναξαν όλοι με μια φωνή.

Συγκινημένος ο Επίσκοπος από την αγάπη του λαού, ανέβηκε πάλι στον άμβωνα και φώναξε:

— Αν θέλετε να μείνω στη θέσι, που ανάξια κατέχω, θα κάνετε ό,τι σας ειπώ.

Πρόσταξε να κλειστούν άμεσως οι πόρτες της εκκλησίας και να μείνη μόνο μια μικρή έξοδος. Έπεσε κατάχαμα μπροστά σ' αυτή και είπε δυνατά στο εκκλησίασμα για να τον ακούσουν όλοι:

— Δεν θα έχη μέρος με τον Θεό όποιος δεν με πατήση, προτού βγή από εδώ.

Οι χριστιανοί, για να μη χάσουν τον Επίσκοπο τους, υπήκουσαν. Ένας-ένας, που έβγαινε, πατούσε από πάνω του. Όταν πέρασε και ο τελευταίος, ακούστηκε φωνή από τον ουρανό να λέγη:

— Για τη μεγάλη του ταπείνωσι, συγχωρήθηκε η αμαρτία του.

* * *

ΕΙΔΑ κάποτε, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, απλωμένες στη γη όλες τις παγίδες του διαβόλου και τρόμαξα.

— Ποιός τάχα μπορεί να τις ξεφύγη; έλεγα στενάζοντας. Άκουσα τότε μυστηριώδη φωνή να μου αποκρίνεται:

— Ο ταπεινόφρων.

* * *

ΝΕΟΣ Μοναχός ακόμη ο Αββάς Ποιμήν, ζήτησε να μάθη από τον Μέγα Αντώνιο τι έπρεπε να κάνη για να βρη τη σωτηρία του:

— Να παραδέχεσαι τα σφάλματά σου με συντριμμένη καρδιά, του αποκρίθηκε ο Πατήρ των Πατέρων, και να ταπεινώνεσαι μπροστά στον Θεό. Να υπομένης επίσης καρτερικά τους Πειρασμούς, που σου συμβαίνουν, και να είσαι βέβαιος πως θα σωθής.


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

Εἶπα στὸν γέροντα ἀσκητὴ ὀγδοντάρη :

«Πές μου πατέρα μου

Γιατί σὲ τούτη δῶ τὴ σφαῖρα

Ἀχώριστα περιπατοῦν ἡ νύχτα καὶ ἡ μέρα;

Γιατί σὰν νὰ ‘σὰν δίδυμα φυτρώνουνε ἀντάμα

Τ ’ἀγκάθι καὶ τὸ λούλουδο, τὸ γέλιο καὶ τὸ κλάμα;

Γιατί στὴν πιὸ ἑλκυστική τοῦ δάσους πρασινάδα

Σκορπιοὶ φωλιάζουν κι’ ὄχεντρες καὶ κρύα

φαρμακάδα;

Γιατί προτοῦ τὸ τρυφερὸ μπουμπούκι ξεπροβάλλει

Καὶ ξεδιπλώσει μπρὸς στὸ φῶς τ’ ἀμύριστά του κάλλη

Μαῦρο σκουλήκι ἔρχεται μιὰ μαχαιριὰ τοῦ δίνει

Κι ἕνα κουρέλι ἄψυχο στὴν κούνια του τὸ ἀφήνει;

Τέλος γιατί εἰς τοῦ παντὸς τὴν τόση ἁρμονία

Νὰ χώνεται ἡ σύγχυσις κι ἡ ἀκαταστασία;


Ἀπήντησεν ὁ ἀσκητὴς μὲ τὴ βαρειὰ φωνή του

 

Πρὸς οὐρανοὺς ὑψώνοντας τὸ χέρι τὸ δεξί του


«Ὀπίσω ἀπὸ τὰ χρυσὰ ἐκεῖ ἐπάνω νέφη

Κεντᾶ ὁ Μεγαλόχαρος ἀτίμητο γκεργκέρφι*

Κι ἐφόσον εἰς τὰ χαμηλὰ ἐμεῖς περιπατοῦμεν

Τὴν ὄψη τὴ ξανάστροφη παιδί μου θεωροῦμεν

Καὶ εἶναι ἄρα φυσικὸν λάθη ὁ νοῦς νὰ βλέπει

Ἐκεῖ ποὺ νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ δοξάζει πρέπει.


Περίμενε σὰν Χριστιανὸς νὰ ἔλθει ἡ ἡμέρα

Ποὺ ἡ ψυχή σου φτερωτὴ θὰ σχίσει τὸν αἰθέρα

Καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ κέντημα ἀπ’ τὴν καλὴ κοιτάξεις

Καὶ τότε… ὅλα σύστημα θὰ σοῦ φανοῦν καὶ τάξις».

*γκεργκέφι = κέντημα

Καλλίνικος Κωνσταντῖνος (Πρωτοπρεσβύτερος (+)

katafigioti

lifecoaching