Η Μεμετριασμένη Εξελιξιαρχία & η Δημιουργία του ανθρώπου.
Ζητείται ήδη ποια θα μπορούσε να είναι η προς δημιουργία του ανθρώπου ειδική παρέμβαση του Θεού; Και ερωτάται: Εάν η άκρα εξελιξιαρχία δεν μπορεί να εξηγήσει την επί γης εμφάνιση του ανθρώπου, άραγε η μεμετριασμένη ή πνευματοκρατική τοιαύτη (evolutionisme modere ou spiritualiste) δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί με την περί δημιουργίας του ανθρώπου εκδοχή που επιβάλλεται από τα πράγματα και εκζητείται από την Αγία Γραφή;
Κάποιοι από τους ρωμαιοκαθολικούς συγγραφείς υιοθέτησαν εξηγήσεις που βασίζονται πάνω στις προϋποθέσεις της μεμετριασμένης εξελιξιαρχίας και όσον αφορά στη διαμόρφωση μόνο του ανθρωπίνου σώματος που απομακρύνου περισσότερο η λιγότερο την άμεση επέμβαση του δημιουργού.
Μεταξύ των πρώτων ο Γεώργιος Mivart, ευσεβής φιλόσοφος και βιολόγος στην Αγγλία, σε κάποιο μικρό τόμο τιτλοφορούμενο «η Γένεσις του είδους» που δημοσιεύτηκε το 1870 υποστήριξε, ότι «δεν είναι καθόλου αναγκαίο να παραδεχτεί κάποιος στην παραγωγή του ανθρωπίνου σώματος κάποια ενέργεια διαφορετική στη φύση από εκείνην, η οποία συνετέλεσε την παραγωγή του σώματος των άλλων ζώων και του υλικού σύμπαντος ολοκλήρου» (στη σελίδα 282 στο Zahm, L’ evolution et le dogme τόμ. ΙΙ σελ. 228). Σύμφωνα με την από τον
Mivart υποστηριχθείσα εκδοχή σε ζώο άλογο που βρισκόταν στην ύψιστη βαθμίδα της ζωικής εξέλιξης, και που προήλθε από μακραίωνη προοδευτική εξέλιξη με την ενέργεια των εξελικτικών δυνάμεων πάνω στις κατώτερες μορφές της ζωής, ενέπνευσε ο Θεός το πνεύμα της ζωής και προήλθε από αυτό ο άνθρωπος που έγινε εις ψυχήν ζώσαν. Συνεπώς κατά την υπόθεση αυτή ο Θεός δημιούργησε άμεσα μόνο την ψυχή του ανθρώπου, το σώμα του όμως, αν και έμμεσα και αυτό από το Θεό έχει την προέλευση, άμεσα όμως οφείλει την διαμόρφωση του στους υπό του Θεού τεθέντας νόμους, τους κατευθύνοντας την εξέλιξη (Στο Zahm στο ίδιο σελ. 232) .
Κατά της θεωρίας αυτής του Mivart εκδηλώθηκε ολόκληρος σχεδόν ο καθολικός τύπος, ο οποίος και στον παλαιό και στο νέο κόσμο επέκρινε δριμύτατα αυτήν, σε πλείστες δε περιπτώσεις ο Mivart χαρακτηρίστηκε απερίφραστα ως αιρετικός. Στην Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία η θεωρία αυτή αποκηρύχτηκε σφοδρότατα, εξεφράσθη δε επανειλημμένως η ευχή, όπως το βιβλίο του Mivart καταριθμηθεί στον πίνακα των απαγορευμένων βιβλίων. Τοσούτω δε μάλλον, όσο η εν Κολωνία επαρχιακή σύνοδος, που συνήλθε το 1860 είχε αποκηρύξει την από εξέλιξη παραγωγή του σωματικού οργανισμού των πρωτοπλάστων, διακηρύξασα σαφώς και ρητώς, ότι «οι πρωτόπλαστοι δημιουργήθηκαν άμεσα από το Θεό» (Primi parentes a Deo immediate conditi sunt»)(Tit. IV C. XIV,Στο de Sinety,Transformisme D’ Ales οπου παραπάνω τόμ. 4 στήλη 1844) . Παραδόξως όμως όταν το βιβλίο απεστάλη στη Ρώμη, όχι μόνο δεν αποκηρύχτηκε, αλλά ούτε καν ζητήθηκε για αυτό κάποια εξήγηση, τελείως μάλιστα αντιθέτως ο Πάπας Πίος ο Θ΄ανεκήρυξε τον Mivart διδάκτορα της φιλοσοφίας και ο τίτλος του διδάκτορος επιδόθηκε σε αυτόν επίσημα από τον καρδινάλιο του Westminster (Zahm όπου πριν σελ. 229-230).
Την θεωρία αυτή του Mivart διατύπωσε επί το μετριότερον και ο καρδινάλιος Gonzalez (Στο εν έτει 1892 δημοσιευθέν σύγραμμά του La Biblia y la scientia). Κατά την διατύπωση αυτή αντί να υποστηρίξει κάποιος, ότι το ανθρώπινο σώμα εξελίχθηκε πλήρως από τον πίθηκο, ενδείκνυται να βεβαιώνει, ότι υπήρξε αυτό εν μέρει μόνο προϊόν εξέλιξης αυτόματης, συμπληρώθηκε όμως έπειτα η πλήρης διαμόρφωσή του με ά μ ε σ η του Θεού επέμβαση. Η εξέλιξη προήγαγε τον κτηνώδη οργανισμό μέχρι κάποιου σημείου, αλλά δεν ήταν δυνατόν να καταστήσει αυτόν κατάλληλο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να εισδεχτεί την ανθρώπινη ψυχή. Αυτό έγινε με τελειοποίηση, την οποία άμεση δημιουργική επέμβαση του Θεού προσέδωσε.
Με άλλα λόγια, ενώ ο Mivart παραδεχόταν, ότι το σώμα του Αδάμ πήρε μορφή έ μ μ ε σ α από το Θεό, που ενήργησε αποκλειστικά και μόνο με αιτίες δευτερεύουσες και τελείως φυσικές, σύμφωνα με τον Gonzalez η διαμόρφωση αυτή έγινε κατ’ αρχάς μεν ενεργήσαντος του Θεού ε μ μ έ σ ω ς με τη χρησιμοποίηση δευτερευόντων αιτίων, έπειτα όμως και με ά μ ε σ η επέμβαση κατά την τελική και οριστική διαμόρφωση του ανθρώπινου οργανισμού (στο Zahm όπου πριν σελ. 237-239) .
Κατά τον ίδιο περίπου χρόνο στο καθολικό συνέδριο των Παρισίων το 1891 ο Hulst, διευθυντής του καθολικού Ινστιτούτου των Παρισίων διακήρυττε, ότι «η αυστηρή ορθοδοξία δεν επιβάλλει άλλα όρια στις υποθέσεις για την μετάμειψη παρά μόνο το δόγμα της άμεσης δημιουργίας της ανθρώπινης ψυχής από το Θεό. Πέραν τούτου, εάν υπάρχουν παραλογισμοί στις υποθέσεις αυτές, πρέπει να καταπολεμιούνται με επιστημονικά επιχειρήματα» ( Στο Guibert et Chinchole όπου παραπάνω σελ. 391…).
Λίγο όμως πιο πριν η συμπεριφορά της Ρώμης υπήρξε τελείως διαφορετική απέναντι στον δομινικανό Leroy, ο οποίος σε σύγγραμμά του, με τον τίτλο «L’ evolution restreinte aux especes organiques» που δημοσιεύτηκε το 1887, με πολλή επιφύλαξη εξέφρασε τη γνώμη, ότι μπορεί να γίνει δεκτή ως υπόθεση, ότι το ανθρώπινο σώμα προήλθε από εξέλιξη. Είναι δηλαδή πιθανόν, ότι ο Θεός δημιουργώντας τον Αδάμ δεν χρησιμοποίησε άμεσα χώμα από τη γη, αλλά με μόνη την εμφύσηση λογικής ψυχής μεταμόρφωσε σε άνθρωπο κάποιο ζώο ανθρωπόμορφο, το οποίο διαμορφώθηκε με εξέλιξη που κατευθύνθηκε από τη θεια Πρόνοια σε σημείο, ώστε να πλησιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο προς τον άνθρωπο. Παρά τις επιδοκιμασίες όμως, των οποίων παρ’ ορισμένων επιστημόνων έτυχε ο Leroy, δεν αποκηρύχτηκε μεν επισήμως το σύγγραμμά του, εκλήθη όμως αυτός να αποσύρει μεν αυτό από το εμπόριο, να αποκηρύξει δε δημόσια την σε αυτό διατυπωθείσα γνώμη του ταύτην (Guibert et Chinchole όπου πριν και…). Ομοίως και οι Zahm και Bonomelli, αποδεχθέντες την υπόθεση αυτή του Leroy, υποχρεώθηκαν να δώσουν επισήμως παρόμοιες εξηγήσεις (De Sinety στο ίδιο στηλη 1845).
Από την άλλη η Βιβλική επιτροπή του Βατικανού στην από 30 Ιουνίου 1909 απόκρισή της, που επικυρώθηκε από τον Πάπα, απαγόρευσε να απομακρύνεται κάποιος από την γραμματική ερμηνεία του κειμένου της Γένεσης, καθ’ όσον αφορά στην ειδική δημιουργία του ανθρώπου και τον από τον άνδρα σχηματισμό της πρώτης γυναίκας (Στο ίδιο και Guibert et Chinchole όπου παραπάνω σελ. 86).
Στην κατά το έτος 1950 όμως εκδοθείσα εγκύκλιο Humani corporis από τον Πίο ΙΒ΄ διακηρύττεται, ότι «το ζήτημα της αρχής του ανθρωπίνου σώματος είναι αντικείμενο ελεύθερης έρευνας για τις φυσικές επιστήμες και τη θεολογία», υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι «θα εξετάζονται επιμελώς οι λόγοι που προβάλλονται υπέρ και κατά της προέλευσης αυτού από ύλη ήδη ζωντανή».
Αυτά ως προς την στάση, την οποία έλαβε έναντι των σύμφωνα με την μεμετριασμένη εξελιξιαρχία διατυπωθεισών περί παραγωγής του πρώτου ανθρωπίνου οργανισμού γνωμών η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, η μόνη μεταξύ των εκκλησιών που αποφάνθηκε επίσημα εν προκειμένω.
Ρωμαιοκαθολικοί συγγραφείς μετέπειτα διατύπωσαν επί το συντηριτικότερον τις περί της καταγωγής του ανθρωπίνου σώματος εξελικτικές εκδοχές. Έτσι τονίστηκε ιδιαιτέρως, ότι η ψυχή, την οποία ο Θεός εμφύσησε στον Αδάμ μεταδίδοντας σε αυτόν συγχρόνως πνοή ζωής, δεν μπορεί κατ’ ουδένα λόγο να προέρχεται από εξέλιξη, αλλά οφείλεται σε άμεση δημιουργική ενέργεια του Θεού. Όσον δε αφορά στο σωματικό οργανισμό, η ιδέα, κατά την οποία πλάστηκε πρώτα ένα χοϊκό άγαλμα με όλα τα όργανα και αιμοφόρα αγγεία και μέρη, το οποίο έπειτα με την εμφύσηση σε αυτό ψυχής μεταβλήθηκε σε ζωντανό ανθρώπινο σώμα, δεν έχει σήμερα οπαδούς. Σύμφωνα με τον de Sinety μάλιστα ήδη αυτός ο Αυγουστίνος εξ αφορμής της παχυλής κατά γράμμα ερμηνείας του κειμένου της Γένεσης, όπου οι συμβολικές εκφράσεις πλεονάζουν, παρήγγελε στους συγχρόνους του χριστιανούς να προσέχουν, για να μην υιοθετούν εκδοχές που προκαλούν το γέλωτα των απίστων (όπου πριν στήλη 1846).
Από την άλλη το να παραδεχτούμε, ότι το χώμα αυτό, για το οποίο μιλά η Γραφή, υπήρξε κάποιος οργανισμός από ζωντανή και όχι νεκρή ύλη, καταλήγει στο ίδιο. Διότι όχι μόνο για το σώμα του ανθρώπου, αλλά και για κάθε εν γένει ζωντανό οργανισμό θα μπορούσε εξίσου να λεχθεί, ότι προέρχεται από τη γη και στη γη θα επανέλθει. Κάθε ζωντανός οργανισμός είναι ύλη ζωντανή, χώμα κατεργασμένο, και συνεπώς, και αν ακόμη πούμε, ότι ο Θεός κατά τη δημιουργία του Αδάμ χρησιμοποίησε όχι χώμα αναίσθητο και χωρίς ζωή, αλλά ύλη ζωντανή, η διαφορά δεν είναι ουσιώδης.
Στην τοιαύτη όμως από τη ζωντανή ύλη διαμόρφωση του πρώτου ανθρώπινου οργανισμού, για να είμαστε σε συμφωνία και με το γράμμα και με το πνεύμα της Γραφής, πρέπει να παραδεχτούμε άμεση την επιστασία της θείας Πρόνοιας, διότι μόνο με άμεση επέμβαση του Θεού θα μπορούσε κατά την τοιαύτη πορεία της εξέλιξης να προσλάβει τέλεια διαμόρφωση και να τελειοποιηθεί σε άνθρωπο αποκλειστικά και μόνο ένα ζευγάρι, από το οποίο προήλθαν ακολούθως όλοι οι άνθρωποι. Χωρίς την επέμβαση αυτή δεν εξηγείται, πώς με την εξέλιξη δεν προήλθαν περισσότερα ζεύγη και πώς από τα εξελιχθέντα μέχρι την ανθρώπινη βαθμίδα ανθρωποειδή κτήνη περισώθηκε μόνο ένα ζεύγος, ενώ τα υπόλοιπα πέθαναν. Είναι επίσης απαραίτητο κατά το χριστιανικό δόγμα να αποκλειστεί από την καταγωγή μας ο π ο λ υ γ ε ν ι σ μ ό ς, διότι χωρίς την από ένα πρωτόπλαστο ζεύγος κοινή όλων καταγωγή το περί προπατορικού αμαρτήματος δόγμα πλήττεται σε αυτήν τη βάση του (Δες de Sinety στο ίδιο στήλη 1845-1846).
Από την άλλη η άμεση του Θεού επέμβαση για δημιουργία του πρώτου ανθρώπινου οργανισμού εκζητείται και από όσα η Βίβλος λέει για τη δημιουργία της γυναίκας. Κατά την αφήγηση της Βίβλου το σώμα της γυναίκας προήλθε από άμεση δημιουργική ενέργεια του Θεού. Θα δεχόμασταν λοιπόν για τη γυναίκα καταγωγή ευγενέστερη από την καταγωγή του άνδρα, ο οποίος σε αυτήν την πρώτη σελίδα της Γένεσης κηρύττεται κεφαλή και υπεροχότερος αυτής; Και θα υποστηρίζαμε, ότι ο μεν οργανισμός της γυναίκας προήλθε από τα χέρια του Δημιουργού, ενώ του άνδρα προήλθε από κάποιο άλογο κτήνος;
Η όλη άλλωστε αφήγηση της Γένεσης επιβάλλει να δεχτούμε, ότι ναι μεν ο πρώτος ανθρώπινος οργανισμός δεν έγινε από το μηδέν, αλλά από προϋπάρχουσα ύλη, πλην όμως τονίζεται από την αφήγηση αυτή σαφώς, ότι η προς διαμόρφωση του οργανισμού αυτού ενέργεια του Θεού δεν υπήρξε μία απλή φυσική συνδρομή της θείας Πρόνοιας που κατεύθυνε τις δευτερεύουσες αιτίες στην κανονική λειτουργία τους, αλλά έ κ τ α κ τ η θ ε ί α ε ν έ ρ γ ε ι α που υπερβαίνει τη φυσική δύναμη όλων των δευτερευουσών αιτιών (A. Farges, La vie et l’ evolution σελ. 328).
Σύμφωνα με αυτά και ο Farges τονίζει ιδιαιτέρως, ότι η εξέλιξη από την οποία θα μπορούσε να προέλθει ο ανθρώπινος οργανισμός, πρέπει να χαρακτηριστεί όχι ως φυσική εξέλιξη, αλλά ως εξέλιξη υπερφυσική, που βρίσκεται πάνω από όλες τις δυνάμεις της φύσης και αποδίδεται σε μόνο το Θεό. Αυτού του είδους η εξέλιξη θα επεφύλασσε στο Θεό όχι μόνο την εμφύσηση της ανθρώπινης ψυχής στο ήδη διαμορφωμένο σε ανθρώπινο οργανισμό ανώτερο κτήνος, αλλά και αυτήν την ίδια τη διαμόρφωση και διάπλαση του οργανισμού αυτού, δεχόμενη αυτήν ως έργο θείο.
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Απολογητικαί Μελέται τόμος Γ σελ. 401-406, γλώσσα ελαφρώς παραλλαγμένη προς την νεοελληνική, οι υπογραμμίσεις δικές μας)