Στον κλειδαρά Τ.Τ. για την ζωή του αμαρτωλού (επιστολή αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)
Κάποιος άνθρωπος κληρονόμησε μεγάλο πλούτο από τον πατέρα του. Όμως χρησιμοποίησε όλο τον κληρονομημένο πλούτο για το χτίσιμο, τη στερέωση και τη διακόσμηση ενός σπιτιού. Και ζούσε μόνος σ’ αυτό το σπίτι. Ούτε πήγαινε σε κανέναν ούτε δεχόταν κανέναν από τους καλούς ανθρώπους. Για τον εαυτό του δεν έδινε τίποτα· όλα για το σπίτι. Άπλυτος, αχτένιστος, με κουρέλια, άσιτος, τσιγκούνης για τον εαυτό του και τους άλλους, τα έδινε όλα για το σπίτι, στο οποίο έμενε.
Χρόνια οι γείτονες δεν μπόρεσαν να δουν το πρόσωπο του. Αλλά το σπίτι του απ’ έξω ήταν τόσο στολισμένο, ώστε ο καθένας από τους ξένους και τους περαστικούς αναφωνούσε από θαυμασμό. Άκουγε εκείνος ο άνθρωπος κάθε λόγο θαυμασμού για το σπίτι του, και αυτό ήταν η μόνη του ευχαρίστηση. «Πώς να ‘ναι εκείνος που κατοικεί σε τέτοιο παλάτι!», αναρωτιόντουσαν οι περαστικοί. Αλλά το πρόσωπο του νοικοκύρη κανένας δεν είδε.
Τελικά, όταν αυτός σκόρπισε για το σπίτι ότι είχε και δεν είχε, έφερε τον ίδιο του τον εαυτό μέχρι απελπισίας από την πείνα. Όμως μια μέρα χτύπησε κεραυνός το σπίτι του, και το έκαψε. Και το σπίτι κάηκε από τις φλόγες, και εκείνος με δυσκολία σώθηκε βγαίνοντας στον δρόμο. Βλέποντας τον ο λαός στην πόλη, φοβήθηκε, αφού ήταν σαν σκιάχτρο: μαύρος, ξερός, κουρελιασμένος, ακάθαρτος. Και ο καθένας τον απέφευγε σαν κάποιο τέρας.
Στην απελπισία του πήρε τον δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη, ούτε ξέροντας και ο ίδιος που πάει. Στον δρόμο τον συνάντησαν κάποιοι τσιγγάνοι, και είπαν μεταξύ τους: αυτός είναι ταιριαστός για το εμπόριο μας! Και έτσι οι τσιγγάνοι τον έπιασαν, τον παραμόρφωσαν ακόμα περισσότερο, του έβγαλαν τα μάτια, του έσπασαν τα χέρια και τα πόδια, και έφυγαν μαζί του για να ζητιανεύουν ανά τον κόσμο.
Εκείνος ο άνθρωπος παριστάνει την ψυχή του αμαρτωλού.
Ο μεγάλος πλούτος είναι τα δώρα του Θεού.
Το χτίσιμο, το στερέωμα και το στόλισμα ενός σπιτιού σημαίνει τη φροντίδα αποκλειστικά για το σώμα και τη σαρκική ζωή.
Αφρόντιστος, κουρελιασμένος και άσιτος άνθρωπος είναι η παραμελημένη, γυμνή και άσιτη ψυχή μέσα στο σώμα.
Ο κεραυνός είναι ο ξαφνικός θάνατος.
Οι άνθρωποι στην πόλη, οι οποίοι τον αποστρέφονταν σαν κάποιο τέρας, είναι οι άγγελοι του Θεού, οι οποίοι αποστρέφονται τη σιχαμερή ψυχή του αμαρτωλού.
Οι τσιγγάνοι σημαίνουν τα μαύρα δαιμόνια, που αγαπούν και πιάνουν όμοιους τους.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’», σ. 92)
Αναδημοσίευση από: proskynitis.blog
“Μνήσθητί μου, Κύριε”, του είπε, “όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου”. Θυμήσου και μένα, Χριστέ μου, όταν πας στη βασιλεία Σου!”. Τι γλυκός λόγος!
Όλα τα σιρόπια, όλα τα πανευφρόσυνα, όλα τα ευχάριστα του κόσμου τα υπερνικά ο λόγος αυτός. Αμέσως εκτύπησαν αυτά μέσα στην καρδιά του Χριστού και έγινεν αντανάκλασις της χάριτος. Του απήντησε λοιπόν: “αλήθεια σου λέγω και εγώ, ότι σήμερα θα έλθης μαζί μου στον παράδεισο”.
Για την μετάνοια αυτής της στιγμής που δείχνεις, ξεχνώ όλους τους φόνους και τα κακουργήματα που είχες καμωμένα και η ευσπλαχνία μου με παρακινεί να σου ειπώ αυτόν τον λόγον: έλα μαζί μου στην βασιλεία μου.
Μήπως και εμείς, αδελφές, δεν μοιάζωμεν καμμιά φορά με τον ληστήν; Είμεθα όλο στολισμένοι με χάριτας;
Δεν έχομεν ακάθαρτα και αμαρτίες; Δεν μολύνομεν κάθε λίγο τας ψυχάς μας; Δεν βλέπομεν τον πλησίον μας με κακία; Δεν κρίνομεν και κατακρίνομεν; Δεν οργιζόμεθα, δεν φθονούμεν, δεν συκοφαντούμεν;
Αλλά μήπως ο Θεός για όλα αυτά μας παραπέμπει; Μήπως εάν ημείς είμεθα ακάθαρτοι, εάν είμεθα μοχθηροί και κακότροποι, εκείνος μας οργίζεται; Μας μισεί; Όχι.
Με αυτά τα ακάθαρτα χείλη που έχομεν, δέχεται και τον δοξολογούμεν.
Μ’ αυτά τα ρερυπωμένα μας εντόσθια, δέχεται και τον γευόμεθα, με αυτά τα αμαρτωλά μας χέρια και πόδια μας κρατεί στη ζωή. Τέτοια αγάπη μας έχει, τέτοια συμπάθεια έχει για τον άνθρωπoν, τέτοια μακροθυμία για όλους μας.
Μήτε Εβραίο ξεχωρίζει μήτε Έλληνα μήτε Οθωμανό. Για όλους την ίδια στοργή αισθάνεται.
Και όπως τον καιρόν της σταυρώσεως καρφωμένος πάνω στο μαύρο ξύλο εφώναζε γλυκά-γλυκά: πάτερ μου, μη συνορισθής τους σταυρωτάς μου, γιατί δεν ξεύρουν τι κάνουν, δεν με κατάλαβαν ποιος είμαι, δεν καταλαβαίνουν. Τα ίδια εξακολουθεί να φωνάζη ακόμα μέχρι σήμερα για όλους μας ο Χριστός.
Πόσα σφάλλει κάθε ημέραν η ανθρωπότης εις τον Θεόν!
Και όμως εκείνος ποτέ δεν μας οργίζεται, ποτέ δεν μας ρίχνει κακία ποτέ! Ποτέ! Τον βλασφημούμεν, τον παροργίζομεν, τον μουτζώνομεν, τον ξανασταυρώνομεν και εκείνος πάλι μας υπομένει, πάλι μας αγαπά.
Διότι είναι ο Θεός ελέους, είναι Θεός αγάπης, Θεός της ευσπλαχνίας. Για όλα αυτά τα ακάθαρτα, τα οποία του προσφέρoμεν ημείς, εκείνος μας προσφέρει έλεος και παρηγοριά.
Ποτέ δεν σιχαίνεται ο Θεός κανένα μας. Μόνο ο άνθρωπος είναι σκληρός, μόνον ο άνθρωπος δεν υπομένει ο ένας τον άλλον, παρά κρίνει και κατακρίνει και συκοφαντεί και κατηγορεί και ζητεί να βλάψει και να καταστρέψει και να αδικήση τον άλλον.
Ο Θεός όμως δεν κάμνει έτσι - όλο φροντίζει πως να βοηθήσει τον άνθρωπoν, όλο ζητεί να του δίδη χείρα βοηθείας. Πότε έναν πνευματικόν φανερώνει να τον συμβουλέψη, πότε κανέναν άγγελoν να τον φώτιση, πότε κανένα λογισμό καλό του βάζει, πότε μια έμπνευση θεϊκή του φέρνει, άλλοτε κανέναν άνθρωπoν καλόν του παρουσιάζει και του δίνει μια παρηγοριά.
Μη λησμονάτε, αδελφές, ότι τυχαίνομεν και μεις σε ώρες και σε στιγμές που λυπάται ο ένας τον άλλον. Να λυπούμαι εγώ εσάς και σεις εμένα, να λυπάται η μία την άλλην σας. Δεν έχομεν ανάγκη να λέμε για τον άλλον κόσμον. Όταν βλέπετε τα λάθη μου να λέτε: στιγμή είναι και ας συμπαθήσωμεν, και να δείχνετε συμπάθεια, αδελφές, όπως έδειξε ο Παύλος για τους Εβραίους και έλεγε: “Πάτερ, μη στήσης αυτoίς την αμαρτίαν ταύτην”. Έτσι να λέτε εσείς για μένα και εγώ για σας. Εγώ μπορεί να δείξω καμμιά φορά ότι στενοχωρούμαι μαζί σας και να σας μαλώνω καμμιά φορά, πάλι για το καλό σας. Έπειτα όμως πηγαίνω πιο εκεί και ο Θεός το γνωρίζει τι λέγω. Αoράτως ακούει ο Θεός τι λέγω: “συγχώρεσέ την, Θεέ μου, άνθρωπος είναι και αυτή, πλασμένη από το ίδιο πλάσμα που είναι πλασμένος όλος ο κόσμος και σύρεται και αυτή από τα ίδια πάθη και τυραννιέται και βασανίζεται, μην της συνορισθής - συγχώρεσέ την”. Και σεις, αδελφές, συμπάθεια να έχετε η μία για την άλλη σας. Όχι με μίσος και έχθρα, όχι με φθόνον και κακία, όχι με πονηρία και σκληρότητα ψυχής και απανθρωπιά. Παρά με συμπάθεια, με μακροθυμία, με καρτερία, με σπλάγχνα οικτιρμών και φιλανθρωπίας ο ένας για τον άλλον μας. Σήμερα είσαι συ, αύριο εγώ, τώρα σφάλλει ο ένας, σε λίγο ο άλλος.
Kάθε στιγμή μας συγχωρεί ο Θεός. Kαι μεις να συγχωρούμεν αλλήλους μας, και μεις να κλαύσωμεν και να θρηνήσωμεν και να λυπηθούμεν και να συμπονέσωμεν και να παρακαλέσωμεν τον Θεόν για το σφάλμα του αδελφού μας. Αυτή είναι η μεγαλυτέρα αρετή. Όσες αρετές και αν έχης, όσα καλά έργα και προσευχές και αγαθοεργίες και αν κάμης, όλα τα υπερβαίνει, εάν πης ένα λόγο: Θεέ μου, συγχώρεσε τον αδελφόν μου για ό,τι μου έκαμε.
Όσιος Άνθιμος της Χίου
Στον έμπορο των ζώων για την καθυστέρηση
Μιλάς για ένα παράξενο γεγονός στη ζωή σου, που σε συγκράτησε να μην πνιγείς στο ποτάμι. Ταξίδευες με άμαξα με δύο συγγενείς σου, πηγαίνοντας σε ένα πανηγύρι των ζώων. Βιαζόσασταν να μην χάσετε την σχεδία που θα σας περνούσε απέναντι κάποια συγκεκριμένη ώρα. Όμως ξαφνικά συναντήσατε ένα αυτοκίνητο, που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Γρήγορα τραβήξατε το χαλινάρι και τα άλογα προς τα δεξιά, αλλά το αυτοκίνητο χτύπησε σε έναν τροχό της άμαξας σας και τον έσπασε. Θυμωμένα φωνάζατε στον οδηγό με ύβρεις και κατάρες. Απελπισμένοι επειδή θα χάνατε τη σχεδία τη συγκεκριμένη ώρα· ξεκινήσατε να φτιάξετε τον τροχό. Ταλαιπωρηθήκατε πολλή ώρα μέχρι να δέσετε τον σπασμένο τροχό κάπως και να τον κάνετε να γυρίζει. Όμως όταν φτάσατε στο ποτάμι τι να δείτε; Δυστυχία! Η σχεδία, παραγεμισμένη με ανθρώπους και ζώα, είχε βυθιστεί. Μόνο λίγα ζώα και μερικοί άνθρωποι κολύμπησαν στην ακτή. Όλα τ' άλλα χάθηκαν κάτω από το νερό. Τότε εσείς ευχαριστήσατε τον Θεό και αρχίσατε από την καρδιά σας να ευλογείτε εκείνο τον οδηγό που έσπασε τον τροχό και μ’ αυτό έγινε αιτία να αργήσετε.
Έτσι συμβαίνει καθημερινά με τους ανθρώπους. Θυμώνουν για τα συμβάντα που τους καθυστερούν από τα σχέδια τους, αλλά λίγο αργότερα κατανοούν, ότι αυτή η καθυστέρηση ήταν μέρος της μυστηριώδους πρόνοιας του Θεού για δικό τους όφελος. Διάβασε τι έχει γραφεί περί του αποστόλου Παύλου και του Τιμόθεου: «ἐλθόντες δὲ κατὰ τὴν Μυσίαν ἐπείραζον εἰς τὴν Βιθυνίαν πορευθῆναι, καὶ οὐκ εἴασεν αὐτοὺς τὸ πνεῦμα» (Πραξ. 16,7). Και αυτό ήταν καλό.
Η περίπτωση που σου συνέβη σ’ έμαθε να μη θυμώνεις ποτέ πια για την καθυστέρηση, όταν αυτό δεν είναι υπό την εξουσία σου. Και περισσότερες φορές αργότερα είχες την εμπειρία ότι τέτοιες καθυστερήσεις ήταν πάντα για το καλό σου. Ας διδαχτούν από σένα αυτόβουλοι, που θα ήθελαν να γίνονται όλα σ’ αυτόν τον κόσμο κατά την δική τους θέληση.
Σε σένα ειρήνη και υγεία από τον Κύριο.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Δεν φτάνει μόνο η πίστη…" Ιεραποστολικές Επιστολές Β’, σελ. 278)
Στον έφεδρο αξιωματικό σχετικά πώς ο Θεός δεν επιτρέπει
Περιγράφετε την αληθινή ιστορία των παθών σας στην αιχμαλωσία, η οποία είναι πράγματι διδακτική. Τρεις φορές οι εχθροί σας οδήγησαν στο απόσπασμα και τις τρεις φορές σας γύρισαν χωρίς κάποιον ορατό λόγο. Είναι αόρατος ο λόγος από εσάς αλλά όχι από Εκείνον που σας δημιούργησε. Μόνος λέτε πως εκείνες τις φοβερές ώρες ασταμάτητα προσευχόσαστε με όλη σας την καρδιά στον Θεό· «ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα οὐ φοβηθήσομαι τὶ ποιήσει μοι ἄνθρωπος», λέει ο ψαλμωδός (Ψαλμ. 55,2).
Ο Αρειανός βασιλιάς Βαλέντιος τρεις φορές πήρε καλαμάρι να υπογράψει την απόφαση δίωξης κατά του Μεγάλου Βασιλείου και τις τρεις φορές του έσπασε. Έκπληκτος ο βασιλιάς σκίζει την απόφαση του και αφήνει τον άγιο στην ησυχία του.
Διαβάστε το Ευαγγέλιο, διαβάστε αυτό το μοναδικό και άγιο βιβλίο της ζωής, και μάθετε την αλήθεια και θα γνωρίσετε πολλά μυστικά. Εκεί ερμηνεύεται και η δική σας περίπτωση. Κάποτε κακεντρεχείς Εβραίοι ήθελαν να συλλάβουν και να σκοτώσουν τον Κύριο Χριστό. Αλλά δεν τους επετράπη. Γιατί;… «αὶ οὐδεὶς ἐπίασεν αὐτὸν, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ» (Ιωαν. 8,20). Τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος σε άνθρωπο αν ο τα πάντα ορών Κύριος δεν επιτρέψει ή δεν αφήσει; Τίποτα. Γι αυτό οι δεσμοφύλακες σας και δήμιοι σας, τρεις φορές προσπάθησαν και τις τρεις απέτυχαν, αν και τίποτα στον κόσμο δεν φάνηκε να εναντιώνεται στην εξουσία που είχαν πάνω σας. Αλλά εναντιώθηκε Εκείνος που είχε την εξουσία πάνω στον κόσμο και τους ανθρώπους. Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχάσετε τι έκανε ο Ύψιστος για σας. Αλλά μιλήστε στον περίγυρο σας γι' αυτό, ώστε και οι άλλοι να εναποθέτουν τις ελπίδες τους σ’ Αυτόν.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Δεν φτάνει μόνο η πίστη…" Ιεραποστολικές Επιστολές Β’, σελ. 310)
Προς μια φτωχή γυναίκα για την επιτυχημένη προσευχή
Ζείτε σε μεγάλη ανέχεια, με τον άνδρα και τον μικρότερο γιό. Ο μεγαλύτερος γιος είναι ήδη προ πολλού υπάλληλος. Αλλά αυτός έχει εντελώς αποκοπεί από τους γονείς του. Χρόνια δεν ήθελε να φανεί ούτε με γράμμα ούτε με κάποιο δώρο για σάς, τους φτωχούς και στοργικούς γονείς. Ο πατέρας δεν ήθελε πια ούτε να ακούσει για αυτόν. Όμως εσείς τον ησυχάζατε υπερασπιζόμενη τον γιο, και βρίσκατε συγχώρεση για την αμέλεια του προς εσάς. Κρυφά όμως, χύνατε δάκρυα και προσευχόσασταν στον Θεό για τον απομακρυσμένο γιό. Κι αυτό διήρκεσε μερικά χρόνια. Τη μητρική ψυχή σας γέμιζε ο φόβος και η ντροπή. Ο φόβος να μην καταραστεί ο πατέρας τον γιο, αλλά και η ντροπή να μην τον αποκηρύξει δημόσια. Εξαιτίας αυτού, όλο και πιο εγκάρδια, όλο και πιο συχνά υψώνονταν οι προσευχές σας σε Εκείνον, που είναι ο μόνος που μπορούσε να βοηθήσει. Προσευχόσασταν, νηστεύατε, ανάβατε κεριά, δίδατε ελεημοσύνη και όλα τα άλλα που καθορίζει η πίστη. Ασταμάτητα, από μέρα σε νύχτα, πέρασαν επτά χρόνια. Ούτε σταματούσατε, ούτε αμφιβάλλατε!
Τελικά, μετά από επτά χρόνια, λάβατε εκείνο που ζητούσατε από τον Θεό. Λάβατε τον γιό. Η καρδιά του σκληρού γιου γύρισε προς τους γονείς. Την προηγούμενη Ανάσταση λάβατε απ’ αυτόν ένα μετανιωμένο γράμμα και μια επιταγή. Παρακαλεί για συγχώρεση. Παραξενεύεται με τον εαυτό του, πως μπόρεσε πολύ καιρό να είναι οξύς απέναντι στους γονείς του. Σαν κάποια σκληρή πέτσα να πιάστηκε γύρω από την καρδιά του. Υπόσχεται να γράφει τακτικά και να στέλνει βοήθεια. Την υπόσχεση την εκπλήρωσε. Κάθε βδομάδα σας έρχεται γράμμα τώρα απ’ αυτόν και κάθε μήνα επιταγή. Η μητρική χαρά δεν τελειώνει πουθενά. Η ευγνωμοσύνη σας στον Θεό υπερβαίνει τα λόγια και ξεσπάτε σε λυγμούς.
Κι εγώ χαίρομαι για την χαρά σας και ευγνωμονώ τον Θεό, σεβαστή κυρία. Εγώ με κάθε σοβαρότητα σας προσφωνώ κυρία. Η αρχοντιά σας δεν είναι στο πλήθος των γήινων πραγμάτων, ούτε στον εφήμερο πλούτο, ούτε στην ανθρώπινη ματαιοδοξία. Ούτε η αρχοντιά σας είναι βασισμένη στο αρχοντικό αίμα, αλλά στο αρχοντικό πνεύμα. Εσείς υψώσατε την ψυχή σας έως τον Βασιλέα των Βασιλέων και τον Άρχοντα των Αρχόντων. Με τις σκέψεις σας επικοινωνείτε μαζί Του, με τις προσευχές σας μιλάτε με Αυτόν. Αυτός είναι ο αέρας και το φώς της ψυχής σας, πάντα παρών μπροστά στην πνευματική όραση σας. Μ’ όποιον και να μιλάτε, μιλάτε σαν σε τρίτο. Αφού ο Θεός είναι ο δεύτερος, ανάμεσα σε εσάς και σε κάθε συνομιλητή σας. Μιλάτε μέσω του Θεού σ’ όποιον και να μιλάτε, όπως σκέπτεστε πριν από την ομιλία μέσω του Θεού. Είστε δούλη του Θεού, γι’ αυτό και κόρη του Θεού. Από εκεί προέρχεται η αρχοντιά και η ευγένεια σας. Τούτη είναι η μόνη αρχοντιά, η οποία δεν χάνεται, η μόνη αριστοκρατικότητα, που είναι αιώνια. Αυτές αποκτώνται με την πίστη· τις διατηρείτε με τις δακρυσμένες προσευχές.
Στις προσευχές σας απάντησε ο Κύριος μυστικά στην καρδιά σας όποτε κάποτε στην Χαναναία γυναίκα : « Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστης! Γενηθήτω ως θέλεις!» (Ματθ. 15,28). Και έτσι έγινε όπως θέλατε. Τον πλανεμένο ο γιό ο Κύριος σας τον έστρεψε στον ορθό δρόμο, τον έσωσε από την κατάρα του πατέρα και τον πατέρα από την απελπισία. Εσάς όμως ο Ύψιστος θα επιβραβεύσει για την πίστη σας ακόμα και μ’ αυτό, που όλο και πιο ισχυρά θα στερεώνει την πνευματική αρχοντιά σας και την ευγένεια, ώσπου να περάσετε στο αιώνιο βασίλειο, όπου άρχουν οι ευγενείς του Χριστού.
Ειρήνη σε εσάς και ευλογία από τον Χριστό.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,«Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ. 61
Στην μοναχική κυρία για την προσευχή.
Είστε πικραμένη επειδή ο Θεός δεν ακούει τις προσευχές σας! Μη πικραίνεστε μ’ Εκείνον, από τον οποίο έχουμε και το είναι και τη ζωή και την αναπνοή και το λογικό, και όλα. Σας παρακαλώ, μην παραπονιέστε για Εκείνον, που έχει χιλιάδες φορές περισσότερο δίκαιο να παραπονεθεί για εμάς μπροστά στους αγγέλους και τους αγίους Του. Ακόμα και αν ο Κύριος δεν εκπληρώνει όλες τις προσευχές μας, εκείνες φέρνουν στην ψυχή μας καρπό, κάνοντας τις ψυχές μας πλουσιότερες και πιο ώριμες. Αυτό είναι το μυστήριο, που γνώρισαν οι πνευματικοί εξερευνητές του εαυτούς τους. Ας πούμε ότι κάποιος σπέρνει το σιτάρι και προσεύχεται ο σπόρος να φέρει καρπό. Αντί καρπού φυτρώνει χορτάρι. Αυτός πάλι προσεύχεται για καρπό. Αλλά αντί του καρπού από το χόρτο μεγαλώνει καλάμι και στάχυ. Αυτός πάλι προσεύχεται για καρπό, και τελικά, τα καλάμια, γεμίζουν σιτάρι, και ωριμάζει, και πέφτει στην ποδιά του προσευχόμενου. Όλες οι πραγματικές μας προσευχές εν καιρώ θα φέρουν τον καρπό τους. Όπως λέει ο Ρώσος ποιητής Βγιαζέμσκι:
και την αίθρια ημέρα και κάτω από την καταιγίδα,
κατά την συνάντηση της ευτυχίας ή της ανάγκης
να περάσει πάνω σου η σκιά του σύννεφου
ή το φώς των αστέρων,
προσευχήσου! Προσευχήσου από την άγια προσευχή
Ωριμάζουν μέσα μας οι μυστικοί καρποί.
Ο Θεός μας όρισε την προσευχή όχι προκειμένου να μάθει τι χρειαζόμαστε- αφού γνωρίζει και πριν την σύλληψη μας, τι θα χρειαστούμε σε κάθε λεπτό της ζωής- αλλά προκειμένου οι ψυχές μας, υπό τις ακτίνες της προσευχής, να μεγαλώνουν, να ευρύνονται, να υψώνονται και να ωριμάζουν. Εάν, προς στιγμή, δεν απαντά στις προσευχές, σημαίνει, ότι δεν επιθυμεί να γίνει σε εμάς εκείνο που εμείς θέλουμε αλλά εκείνο που Αυτός θέλει. Σ’ αυτήν την περίπτωση επιθυμεί για εμάς και μας προετοιμάζει για κάτι μεγαλύτερο και καλύτερο από εκείνο που εμείς στην προσευχή Του ζητάμε. Γι’ αυτό πρέπει με ταπεινοφροσύνη να ολοκληρώνουμε κάθε προσευχή με την φράση: « Πατέρα ας γίνει το θέλημα σου, και όχι το δικό μου».
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ. 79
Σε έναν άγνωστο άνθρωπο για την βοήθεια του Θεού.
Μου γράφετε από τη Γαλλία. Ταξιδεύατε στη θάλασσα και στη στεριά, σας έπιασε κάποια αρρώστια, και ήσασταν κοντά στην απελπισία. «Ταξίδευα μόνος», γράφετε «δεν μπορούσα να απευθυνθώ σε κανέναν, ούτε ήθελα, αφού ήμουν πεπεισμένος για την αδυναμία των ανθρώπων. Η μόνη μου ελπίδα ήταν ο Θεός. Σ’ Αυτόν απευθύνθηκα, και Αυτός με βοήθησε. Άκουσε την σύντομη αλλά από καρδιάς προσευχή μου μέσα στη νύχτα. Σαν έκφραση ευγνωμοσύνης στέλνω τριακόσια δηνάρια για τους φτωχούς ή για την εκκλησία. Μοιράστε τα, όπως Εσείς θεωρείτε σκόπιμο.»
Επειδή δεν έχω άλλο τρόπο να σας πληροφορήσω, το κάνω μ’ αυτόν τον τρόπο. Έλαβα, λοιπόν, και το γράμμα και τα χρήματα, και έπραξα σύμφωνα με την επιθυμία σας. Ο Θεός να σας είναι πάντοτε αρωγός.
Ποτέ μην αφήσετε την προσευχή, και ο Θεός δεν θα σας εγκαταλείψει. Με την προσευχή παραδεχόμαστε δύο πράγματα: την αδυναμία μας και την παντοδυναμία του Θεού. Με την προσευχή υψώνουμε τον Θεό στην θέση που Του αρμόζει, και κατεβάζουμε τον άνθρωπο στην θέση που του αναλογεί. Οι άνθρωποι που δεν ξέρουν την προσευχή, τα ανακατεύουν όλα, έτσι ώστε να υψώνουν τον εαυτό τους και να κατεβάζουν τον Θεό. Φθάνει μια συζήτηση με αυτούς, για να δείτε, σε ποιο ύψος κρατούν τον εαυτό τους και πόσο χαμηλά τον Δημιουργό τους. Όπου απουσιάζει η προσευχή είναι παρούσα η υπερηφάνεια. Και η υπερηφάνεια είναι σαν φουσκωμένο μπαλόνι, που σπάει με ένα τρύπημα της βελόνας. Έτσι και η υπερηφάνεια με ένα ελάχιστο τρύπημα της μοίρας μεταμορφώνεται σε απελπισία. Ο λογικός άνθρωπος είναι πάντα ταπεινόφρων, ενώ ο ταπεινόφρων μέσω της ταπεινοφροσύνης γίνεται πολύ λογικός. Όταν ο ταπεινόφρων άνθρωπος ζητά την βοήθεια από τους ανθρώπους, αυτός στην πραγματικότητα προσδοκά την βοήθεια από τον Θεό. Και όταν πηγαίνει στα ιαματικά λουτρά, προσεύχεται στον Θεό για βοήθεια. Αφού γνωρίζει ότι ο Θεός βοηθά είτε άμεσα, χωρίς την μεσιτεία των ανθρώπων και των πραγμάτων, είτε έμμεσα, μέσω των ανθρώπων και των πραγμάτων.
Εσάς σας βοήθησε άμεσα. Τον Ιωσήφ τον έσωσε μέσω των ανθρώπων, των Αιγύπτιων εμπόρων. Σε κάθε περίπτωση μόνο ο Θεός βοηθά και κανείς άλλος. «Η βοήθεια μου παρά Κυρίου του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην» (Ψαλμ.120,2), λέει ο ψαλμωδός.
Από τον Θεό υγεία σε σας και σωτηρία.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ. 120
Στη δασκάλα Γ.Ζ. για την προσευχή
[…..]
Ρώτησα μια συγγενή από το Βελιγράδι: «Τι γιορτάζετε;»
«Γιορτάζουμε τον Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Λουκά».
«Και γιατί δύο γιορτές;»
«Τον Άγιο Γεώργιο τον γιορτάζουμε επειδή είναι η σλάβα μας από τους προγόνους μας. Τον Άγιο Λουκά τον γιορτάζουμε επειδή έσωσε τον άντρα μου από τη δουλεία. Κατά την περίοδο της αυστριακής κατοχής, οδήγησαν τον άντρα μου στη φυλακή και μετά σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Έπεσα στη γη κλαίγοντας και επί τρείς ώρες προσευχόμουν στον Άγιο Λουκά υποσχόμενη ότι θα τον τιμώ στην σλάβα μου μαζί με τον Άγιο Γεώργιο, αν ελευθερώσει τον άντρα μου. Και ενώ εγώ ακόμα συνέχιζα τις μετάνοιες στην προσευχή, στο τρίωρο περίπου απάνω, ο άντρας μου επέστρεψε στο σπίτι ελεύθερος».
Βλέπεις πως ο ζωντανός Θεός μας βοηθά εκείνους που προσεύχονται σ’ Αυτόν; Προσπάθησε και εσύ με πίστη και ελπίδα.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ. 300
Αναδημοσίευση από: http://anazhthseis-elena.blogspot.gr
Ετούτη είναι μια αληθινή ιστορία, που μας την αφηγήθηκε κάποιος που την έζησε από κοντά.
Ο άντρας και η γυναίκα ήταν πρόσφυγες από την Σμύρνη.
Ο παππούς που μας είπε γι αυτούς, τους γνώρισε στην Αθήνα.
Ήταν μόνοι, κατάμονοι, δίχως συγγενείς όπως οι περισσότεροι από τους ξεσπιτωμένους της Ανατολής. Ούτε παιδιά είχαν.
Δυο απλοί και πονεμένοι άνθρωποι που ποτέ δεν έδειξαν τον πόνο τους. Μόνο την ελπίδα τους στον Κύριο που ξημερώνει τις μέρες έβλεπες και την φτώχεια τους που δεν γινόταν να κρυφτεί.
Σε ένα ημιυπόγειο ο άντρας είχε ένα μικρομάγαζο και πουλούσε ελιές. Πάνω απ' αυτό, ένα τετράγωνο δωμάτιο ήταν η ...οικία τους. Σπίτι να το κάνει ο Θεός: Σε μιαν άκρη τα σιδερένια τρίποδα με τις ξύλινες τάβλες και αυτό ήταν το κρεββάτι, παραδίπλα ένα κουτσό τραπέζι, δύο μπακιρένια κύπελλα για να πίνουν νερό, μια γκαζιέρα, μια καρβουνισμένη κατσαρόλα και λίγα ρούχα σκεπασμένα με ένα σεντόνι.
Το "οίκημα" νοικιασμένο.
Πόσες ελιές θα μπορούσε να πουλήσει ο χριστιανός για να καζαντίσουν;
Έπειτα ήταν και οι φτωχότεροι απ' αυτούς και οι ανήμποροι που δεν έπρεπε να μείνουν νηστικοί....Οι πένητες συνέδραμαν τους φτωχούς και αμφότεροι έλεγαν "δόξα τω Θεώ", γιατί έτσι είναι γραμμένο στις Γραφές και το ζευγάρι ήξερε καλά τα μαθηματικά του Θεού, την αριθμητική των δύο χιτώνων.
Τα χρόνια πέρασαν, το "μαγαζί" έκλεισε, τα χρόνια εκείνα συντάξεις δεν υπήρχαν, οι φτωχούληδες του Θεού άρχισαν να ζητιανεύουν στις γωνίες.
Μετά ούτε αυτό, καθώς γέρασαν πολύ και αρρώστησαν. Αν κάποιος τους έδινε ένα κομμάτι ψωμί έτρωγαν, αν όχι έπεφταν για ύπνο νηστικοί.
"Έχει ο Θεός" έλεγαν και πάλι "έχει ο Θεός" είπαν και όταν τα ταπεινά τους ρούχα έγιναν κουρέλια, όταν τα μπακιρένια κύπελλα πρασίνισαν από την πολυκαιρία, όταν δεν είχαν να πληρώσουν το νοίκι. Αχ αυτό το νοίκι...χρόνια το είχαν απλήρωτο. Φώναζε ο ιδιοκτήτης αλλά μετά "ξεχνούσε" το χαμόσπιτο και αυτοί συνέχιζαν την χαμοζωή τους, μη λείποντας από την εκκλησία και χαμογελώντας με εμπιστοσύνη σε όλες τις εικόνες του ναού.
Τόσοι άγιοι που βασανίστηκαν, ένας Αφέντης που σταυρώθηκε, η Μάνα που κάηκε η καρδιά Της και τούτοι που δεν έπαθαν τίποτε, θα σκιαχτούν;
Σκιάχτηκαν ωστόσο την ημέρα που ο ιδιοκτήτης τους είπε να φύγουν γιατί ήθελε να το γκρεμίσει το σπίτι. Θα έκανε πολυκατοικία.
Να φύγουν και να πάνε πού;
Εδώ αγαπήθηκαν, ευλογήθηκαν, χόρτασαν, πείνασαν, έκλαψαν, ήλπισαν, εδώ ήταν το σβηστό -πια- καντηλάκι τους, έδώ τα κουρέλια τους, εδώ τα σκουριασμένα από την αχρησία κουταλοπήρουνά τους.
Αυτή η πόρτα έκλεινε έξω τις βροχές, τα χιόνια, τους καιρούς και από μέσα ζούσαν το εύκρατον της δωρισμένης ελπίδας.
Τώρα;
"Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;" ύψωσε τα χέρια προς το ταβάνι με τους ξεχαρβαλωμένους τσατμάδες, ο γέρος.
Την άλλη μέρα ήρθε ο δικαστικός κλητήρας, με τα χαρτιά της έξωσης.
-"Πρέπει να φύγετε".
-"Πού να πάμε ;"
Ο άνθρωπος κοίταξε ένα γύρω το αχούρι, που υποδυόταν το σπίτι.....Κοίταξε και τους σκελετωμένους γέρους.
"Έχω ένα δωμάτιο που περισσεύει" είπε σιγανά.
"Δεν έχουμε λεφτά" είπε ντροπαλά ο γέρος.
"Πάμε" είπε ο κλητήρας και καθώς δεν είχαν και τίποτε να μετακομίσουν, έφυγαν αμέσως.
Τους πήρε με το αυτοκίνητο, τους πήγε στο δικό του σπίτι, η γυναίκα του τους έπλυνε, τους έντυσε, τους τάισε, παιδιά δεν είχαν και τούτοι, το δωμάτιο ήταν φωτεινό, καθαρό, με κουρτίνες που τους άρεσε να τις πάνε πέρα δώθε (καθώς στο χαμόσπιτο δεν είχαν κουρτίνες...).
Έπεσαν στα πατώματα οι γέροι να ευχαριστούν, να κλαίνε, να ευλογούν, να εύχονται, να δοξάζουν.
"Θα έχουμε κι μεις συντροφιά" είπε η γυναίκα του κλητήρα. Αυτό μόνον....
Τώρα πια οι γέροι έπρεπε να συνηθίσουν την μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού που έρχεται ζεστό από τον φούρνο, το πώς ευωδιάζει το φαγητό που βράζει καθώς και το πώς απαντάει ο Χριστός στους δικούς Του, όταν Τον ρωτάνε "Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;"
Σιωπή στα χείλη και σιωπή στην καρδιά
«Η σιωπή σου να είναι μυστική, στην καρδιά σου. Εξωτερικά να μην φαίνεται ότι σιωπάς και το αντιλαμβάνονται οι άλλοι. Ευθύς ως ειπείς δύο τρία λόγια, συνεχίζεις μέσα σου μυστικά να στέλνεις προσευχή για όλους στον Κύριο. Να αγκαλιάζεις μυστικά στην καρδιά σου, με αγάπη, όλο το κοινόβιο. Όλη την Εκκλησία… Να αγιάζεις τη σιωπή σου με την προσευχή, να μην είναι στείρα και άγονη» (Γέροντος Πορφυρίου Ανθολόγιο Συμβουλών σελ. 281)
«Σε άλλο σημείο των Αποφθεγμάτων των πατέρων της Ερήμου, αναφέρεται πως «ο Θεός επέλεξε την ησυχία πάνω από όλες τις άλλες αρετές». Σύμφωνα με τον άγιο Νείλο Αγκύρας «είναι αδύνατον να καθαρίσει το λασπόνερο, όταν αναδεύεται συνεχώς· και είναι αδύνατον να γίνει κάποιος μοναχός χωρίς ησυχία» (Καλλίστου Γουέρ, Η εντός ημων βασιλεία σελ. 12)
«Ένας αρχάριος μοναχός πήγε να συμβουλευτεί τον αββά Ποιμένα. Ήταν το μέσο περίπου της Σαρακοστής. Αφού εξομολογήθηκε τους λογισμούς του κι η ψυχή του αναπαύτηκε, είπε στον Όσιο: - Παρ’ ολίγο δεν θα αποφάσιζα να έλθω ως εδώ σήμερα και θα έχανα τόση ωφέλεια.
- Γιατί τέκνο μου; ρώτησε ο όσιος. – Μου έλεγε ο λογισμός πως δεν θα με δεχόσουν, αββά, επειδή είναι Τεσσαρακοστή. – Εμείς εδώ, τέκνον, είπε ο αββάς Ποιμήν, δεν συνηθίζουμε την Τεσσαρακοστή να κλείνουμε εκείνη τη μικρή ξύλινη εξώπορτα, αλλά τούτη. Κι έβαλε το δάκτυλο στα χείλη» (Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη σελ. 82-83)
«Έχεις κακές αναμνήσεις; Μην τις λες σε κανέναν. Άφησέ τις στο βυθό της ψυχής σου και γρήγορα θα εξαφανιστούν. Ας μην αφήσουμε τις σκέψεις μας να γίνουν λόγια. Ας τις καταπιέζουμε εντός μας και θα χαθούν. Όταν κλείσεις σε ένα λάκκο διάφορα θηρία, και φράξεις το λάκκο από πάνω, τα θηρία θα σκάσουν από ασφυξία. Όταν όμως από κάποια τρυπούλα μπει λίγος αέρας, τότε όχι μόνο δεν θα ψοφήσουν, αλλά και θα εξαγριωθούν! Έτσι γίνεται και με τις πονηρές μας σκέψεις. Όταν εμφανιστούν μέσα μας, ας κλείσουμε την έξοδο (=στόμα) και θα τις εξαφανίσουμε αμέσως. Αν τις εξωτερικεύσουμε με τα λόγια, θα αναπνεύσουν με τη γλώσσα και θα γίνουν δυνατές. Και έτσι γρήγορα θα κατρακυλίσουμε στα βάραθρα των παραλόγων πράξεων». (Ιωάννου Χρυσοστόμου στο αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, «Τέρμα δε σε χωνεύω» σελ67-68)
«Ο αββάς Διάδοχος είπε: - Όπως συμβαίνει με τις πόρτες των λουτρών, που όταν ανοίγουν συχνά διώχνουν τη θέρμανση προς τα έξω, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την ψυχή: όταν θέλει πολύ συχνά να ανοίγει διάλογο με πολλούς για διάφορα θέματα, έστω και να για όλα λέει σωστά πράγματα, χάνει ωστόσο τη θέρμη της, η οποία εξαφανίζεται από την πύλη των λόγων. Για αυτό και είναι πολύ ωφέλιμη η σιωπή, όταν χρειάζεται, που δεν είναι βέβαια τίποτα άλλο από μητέρα σοφωτάτων εννοιών» (Ερως Ερήμου,Π.Β.Πάσχου σελ. 36)
Σιωπή κακή, ένοχη…
«Όταν η ελευθερία διατρέχει κίνδυνο ή όταν το δίκαιο στραγγαλίζεται, τότε η σιωπή δεν είναι χρυσός, είναι κάρβουνο που μουντζουρώνει. Γιατί, όπως είμαστε υπόλογοι για κάθε βλαβερό μας λόγο, έτσι είμαστε υπόλογοι και για κάθε ένοχη σιωπή μας» (Κων/νου Κούρκουλα, Στάχυα τόμ Β σελ. 182)
«Μη διακινδυνεύεις την ζωή σου. Γίνε επιφυλακτικός», τον συμβουλεύουν οι φίλοι του. – «Μα, αγαπητοί μου, δεν πρόκειται περί τόλμης!» απαντούσε ο Κόνων. «Κάνω το καθήκον μου. Αν βλέπατε έναν να πνίγεται δεν θα πέφτατε στη θάλασσα να τον σώσετε; Αυτό κάνω! Διακηρύσσω την αλήθεια για να σώσω όχι πλέον σώματα, αλλά ψυχές. Η σιωπή είναι ένοχος, αλλά και η βραδύτητα είναι ένοχος».
Οι ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν και τον πέταξαν στη θάλασσα. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και η τρικυμία εμαίνετο. Νόμισαν δε πως καταπόντισαν και το κήρυγμά του στην άβυσσο των κυμάτων. – Αλλά το κήρυγμα το Κώνονος διδάσκει και σήμερα: «Η σιωπή είναι ένοχος. Πρέπει να μιλάς για την αλήθεια παντού» (Κων/νου Κούρκουλα, Ψιχία από της τραπέζης Νο 487)
«Είναι χαρακτηριστικό δούλου το να μην λες αυτά που σκέφτεσαι, όταν μάλιστα υπάρχει ανάγκη να μιλήσεις» (Μουσωνίου, Ανθ. Στοβ., Μ,9)
«Συχνά πλανιόμαστε, όταν πιστεύουμε ότι είμαστε υπομονετικοί και πράοι, επειδή δεν καταδεχόμαστε να απαντήσουμε στην πρόκληση του αδελφού μας. Πρέπει να ξέρουμε όμως, ότι την ώρα που κρατάμε αυτήν την πικρόχολη σιωπή ή όταν κάνουμε μια κοροϊδευτική χειρονομία, τότε ουσιαστικά χλευάζουμε τους ταραγμένους αδελφούς μας και με αυτό το απαθές προσωπείο τούς εξοργίζουμε, και μάλιστα πολύ περισσότερο από ό,τι θα είχε κάνει η οργισμένη αντίδρασή μας. Νομίζουμε ότι δεν είμαστε διόλου ένοχοι απέναντι στο Θεό, επειδή δεν απαντήσαμε άσχημα και δεν πέσαμε στα μάτια των ανθρώπων. Στα μάτια του Θεού όμως δεν μετράνε μόνο τα λόγια, αλλά κυρίως και πρωταρχικά αξιολογείται η προαίρεση… Κατά τον ίδιο τρόπο, σε τίποτα δεν εξυπηρετεί η σιωπή μας την ώρα της αντιδικίας, αν αυτή παίρνει τη θέση της βρισιάς και της αντιλογίας ή αν την συνδυάζουμε με κάποιες χειρονομίες, οι οποίες θα εξοργίσουν ασφαλώς περισσότερο αυτόν που προσπαθούμε να κατευνάσουμε και έτσι θα γίνουμε αιτία της καταστροφής του. Γινόμαστε μεγαλύτεροι εγκληματίες και μόνο από το γεγονός ότι φροντίζουμε να καλύψουμε φίλαυτα την αδιαφορία μας, θέλοντας να δικαιωθούμε. Και αυτό το κάνουμε τη στιγμή που βλέπουμε πως ο αδελφός μας κινδυνεύει άμεσα και εμείς θα μπορούσαμε ασφαλώς να του συμπαρασταθούμε. Μια τέτοια σιωπή θα είναι ασφαλώς για όλους ολέθρια… Συχνά, μια προσποιητή υπομονή εξωθεί πιο βίαια προς την οργή από ό,τι θα έκαναν τα υβριστικά λόγια. Μια μοχθηρή σιωπή ξεπερνά σε πίκρα και τις πιο δυνατές βρισιές. Επιπλέον, υπομένουμε πιο εύκολα τα χτυπήματα από ένα δηλωμένο εχθρό, παρά τα ψεύτικα καλοπιάσματα κάποιου υποκριτή. (αββά Κασσιανού, εκδ. Ετοιμασία τόμος Β σελ. 30-32)
Πότε να μιλώ, πότε να σιωπώ; Η αρετή της διάκρισης
«Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Τι είναι καλύτερο, να μιλήσει κάποιος ή να σιωπήσει;». Του λέει ο γέρων: «Όποιος μιλά για χάρη του Θεού, καλά κάνει. Και όποιος σιωπά για χάρη του Θεού, πάλι καλά κάνει». (Γεροντικό, αββάς Ποιμήν ρμστ΄)
«Ο αββάς Ιωσήφ λέει στον αββά Νισθερώο: «Τι να κάνω με τη γλώσσα μου, που δεν μπορώ να τη συγκρατήσω;». Και του λέει ο γέρων: «Αν λοιπόν μιλήσεις έχεις ανάπαυση;» Του απαντά: «Όχι». Και είπε ο γέρων: «Αν δεν έχεις ανάπαυση, γιατί μιλάς; Καλύτερα να σιωπάς. Και αν γίνεται ομιλία, πιο πολλά να ακούς παρά να λες» (Γεροντικόν αββάς Νισθερώος γ΄)
«Ένας αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα: «Αν δω κάτι, εγκρίνεις να το πω;». Του λέει ο γέρων: «Είναι γραμμένο: Όποιος αποκρίνεται λόγον πριν ακούσει, αφροσύνη αυτω εστί και όνειδος. Αν ρωτηθείς, πες. Αλλιώς, ας σιωπάς». (Γεροντικόν αββάς Ποιμήν με΄)
«Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο καθηγητής του λόγου και της σιωπής, θα μας πει και πάλι: «Φθέγγου μεν, ει τι κρείττον σιωπής έχεις». «Τότε μόνο να μιλάς, όταν έχεις να πεις κάτι καλύτερο από τη σιωπή. Διαφορετικά, «σιωπή, λόγου τιμιωτέρα». (Μιχαήλ Μιχαηλίδη, Διάκριση σελ. 125)
«Ή να λες κάτι καλύτερο από τη σιωπή ή να σωπαίνεις» (Ευριπίδης,Ανθ.Στοβ., ΛΔ1)
Ο πιο δύσκολος αγώνας
«Άλλοτε, καθώς έγινε συνέδριο στη Σκήτη, θέλοντας οι πατέρες να δοκιμάσουν τον αββά Μωϋσή τον Αιθίοπα, τού φέρθηκαν πολύ περιφρονητικά, λέγοντας: «Τι θέση έχει ανάμεσά μας αυτός ο αράπης;». Και εκείνος, ακούοντας, σιώπησε. Όταν δε διαλύθηκε η σύναξη, τού λέγουν: «Αββά, δεν ταράχτηκες;». Και τους λέει: «Ταράχτηκα, αλλά δεν μίλησα». (Γεροντικόν, αββάς Μωϋσής γ΄)
«Είπε κάποτε ο αββάς Σισώης αυθόρμητα: «Θάρρος. Να, τριάντα χρόνια έχω όπου δεν παρακαλώ πλέον το Θεό για αμαρτία. Αλλά η προσευχή μου αυτή είναι: Κύριε Ιησού, φύλαξέ με από τη γλώσσα μου. Και έως τώρα, κάθε μέρα, εξαιτίας της πέφτω και αμαρτάνω». (Γεροντικόν αββά Σισώη ε΄)
Καθολική Επιστολή αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου
Ιακ. 3,2 πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες. εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα. (=Διότι όλοι μας βέβαια πταίομεν πολύ απέναντι του Θεού και πολύ περισσότερον μάλιστα και ευκολώτερα πταίομεν με τα λόγια μας. Εάν κανείς δεν πταίη εις τα λόγια του και ομιλή πάντοτε τα ορθά, αυτός είναι τέλειος άνθρωπος, έχων την ικανότητα να συγκρατήση και κυβερνήση ολόκληρον τον ευατόν του.
Ιακ. 3,3 ἴδε τῶν ἵππων τοὺς χαλινοὺς εἰς τὰ στόματα βάλλομεν πρὸς τὸ πείθεσθαι αὐτοὺς ἡμῖν, καὶ ὅλον τὸ σῶμα αὐτῶν μετάγομεν. (=Ιδετε τι συμβαίνει με τους ίππους. Εις τα στόματα των ίππων βάζομεν το χαλινάρι, δια να υποτάσσωνται αυτοί εις ημάς και έτσι διευθύνομεν και καθοδηγούμεν, όπου θέλομεν, όλο το σώμα των.
Ιακ. 3,4 ἰδοὺ καὶ τὰ πλοῖα, τηλικαῦτα ὄντα καὶ ὑπὸ σκληρῶν ἀνέμων ἐλαυνόμενα, μετάγεται ὑπὸ ἐλαχίστου πηδαλίου ὅπου ἂν ἡ ὁρμὴ τοῦ εὐθύνοντος βούληται. (=Ιδού και τα πλοία, καίτοι είναι τόσον μεγάλα και ωθούνται ισχυρώς από ορμητικούς ανέμους, κυβερνώνται εν τούτοις και διευθύνονται όπου η επιθυμία του πηδαλιούχου θέλει, από ένα μικρότατον πηδάλιον.
Ιακ. 3,5 οὕτω καὶ ἡ γλῶσσα μικρὸν μέλος ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῖ. ἰδοὺ ὀλίγον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει! (=Ετσι και η γλώσσα είναι μικρόν μέλος στο σώμα του ανθρώπου και εν τούτοις καυχάται με αλαζονείαν και με τας ακρισίας και δολιότητάς της προκαλεί μεγάλα κακα. Ιδού πως λίγη φωτιά ανάπτει τεραστίαν πυρκαϊάν εις απέραντα δάση.
Ιακ. 3,6 καὶ ἡ γλῶσσα πῦρ, ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας. οὕτως ἡ γλῶσσα καθίσταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν ἡ σπιλοῦσα ὅλον τὸ σῶμα καὶ φλογίζουσα τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως καὶ φλογιζομένη ὑπὸ τῆς γεέννης. (=Και η γλώσσα είναι φωτιά, αιτία αναριθμήτων κακών, κόσμος ολόκληρος αδικίας και πάσης κακίας. Ετσι και η γλώσσα γίνεται μεταξύ των μελών μας η κατ' εξοχήν επικίνδυνος, η οποία μολύνει όλον το σώμα και ανάπτει πυρκαϊάν, που καταφλογίζει όλον τον κύκλον της ζωής, και καταφλέγεται έπειτα και αυτή από το πυρ της γεέννης δια τας παρεκτροπάς της.
Ιακ. 3,7 πᾶσα γὰρ φύσις θηρίων τε καὶ πετεινῶν ἑρπετῶν τε καὶ ἐναλίων δαμάζεται καὶ δεδάμασται τῇ φύσει τῇ ἀνθρωπίνῃ, (=Μεγα κακόν η γλώσσα. Διότι κάθε φυσική αγριότης και θηρίων και πτηνών και ερπετών και θαλασσίων ζώων δαμάζεται από την θεόσδοτον επινοητικότητα και κυριαρχίαν του ανθρώπου.
Ιακ. 3,8 τὴν δὲ γλῶσσαν οὐδεὶς δύναται ἀνθρώπων δαμάσαι· ἀκατάσχετον κακόν, μεστὴ ἰοῦ θανατηφόρου. (=Την γλώσσαν όμως κανείς από τους ανθρώπους δεν ημπορεί να την δαμάση. Είναι ασυγκράτητον κακόν, γεμάτη από θανατηφόρον δηλητήριον (που προκαλεί θανάτους σωματικούς και ψυχικούς).
Η αξία και η απαξία της…
«Είναι χαρακτηριστικό:
Το να λες πολλά και καλά: του έξυπνου.
Το να λες λίγα και καλά: του φρόνιμου.
Το να λες πολλά και άτοπα: του επιπόλαιου.
Το να λες λίγα και σαχλά: του ανόητου.
Το να σιωπάς: του σοφού
(Κων/νου Κούρκουλα, Στάχυα τόμ Β σελ. 29)
«Σε κάποιον σοφιστή που είπε: «Ο λόγος είναι το πιο δυνατό πράγμα από όλα», αποκρίθηκε: «Εσύ, επομένως, αν δεν μιλάς, δεν αξίζεις τίποτα». (Πλούταρχος,Αποφθέγματα Λακωνικά, Αγις ο Αρχιδάμου,7)
«Η σιωπή είναι η αρετή των ηλιθίων» (Φράνσις Μπέικον)
«Δεν υπάρχει τίποτα πιο ωφέλιμο από τη σιωπή» (Μένανδρος)
«Την σιωπή αγαπούσαν όλα τα μεγάλα πνεύματα, διότι βαθέως ησθάνοντο την αλήθεια της λαϊκής παροιμίας: η ομιλία είναι άργυρος, η σιωπή είναι χρυσός. Εκαστος σκεπτόμενος άνθρωπος εξ ιδίας του εμπειρίας γνωρίζει ότι ο εαυτός του δεν είναι εκείνος περί του οποίου ομιλεί, παρά ο εαυτός τον οποίο αποσιωπά. Όχι εκείνο το οποίο αποσιωπά εκουσίως, αλλά εκείνο το οποίο αποσιωπά αναγκαίως, διότι αδυνατεί να το εκφράσει. Οι συζητήσεις μας στον κόσμο είναι σαν τα ψιλά κέρματα με τα οποία εξαγοράζουμε τον εαυτό μας, ενώ το μέγα νόμισμα παραμένει εντός μας μη φανερούμενο… Εξάλλου όλα τα μεγάλα στοιχεία είναι πολύ σιωπηλά, και ο ίδιος ο Θεός ο πλέον σιωπηλός των πάντων, ενώ όλα τα μικρά πράγματα είναι ομιλητικά. Τι περίεργο, λοιπόν, το ότι όλα τα μεγάλα πνεύματα είναι σιωπηλά;» (αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Στοχασμοί περί του καλού και του κακού, εκδ. Πέτρου Μπότση σελ. 149-150)
Ο λόγος
Σκυλί ο λόγος,
Δάγκωσε τη σιωπή
Και τού σπασαν τα δόντια. (Ελευθέριος Μάινας, Τα Ποιήματα σελ. 153)
«Ο ίδιος ο αββάς Θεόφιλος ο Αρχιεπίσκοπος πήγε κάποτε στη Σκήτη. Συνάχθηκαν λοιπόν οι αδελφοί και λέγουν στον αββά Παμβώ: «Πές ένα λόγο στον πάπα, για να ωφεληθεί». Τούς αποκρίνεται ο γέρων: «Αν δεν ωφελείται με τη σιωπή μου, ούτε με τον λόγο μου δεν πρόκειται να ωφεληθεί» (Γεροντικόν, του αρχιεπισκόπου Θεοφίλου β΄)
«Πώς νάσαι ακριβομίλητος
τ’ αηδόνι σε μαθαίνει·
τον ένα μήνα κελαηδεί
τους έντεκα σωπαίνει» (Δροσίνης)
«Κανένας δεν διδάσκει καλύτερα από το μυρμήγκι που δεν λέει τίποτα» (Κων/νου Κούρκουλα, Στάχυα τόμ Β σελ. 28)
Χορικό
Υπάρχουνε λύπες που κανείς δεν τις ξέρει,
Υπάρχουνε βάθη που δεν τ’ ανιχνεύει ο ήλιος.
Ορη σιωπής περιβάλλουν τα χείλη. Και σιωπούν όλοι οι μάρτυρες.
Τα μάτια δε λένε. Δεν υπάρχουν σκάλες τόσο μεγάλες να κατέβει κανείς
ως εκεί που ταράζεται του ανθρώπου ο πυρήνας.
Αν μιλούσε η σιωπή, αν φυσούσε, αν ξέσπαγε - θα ξερίζωνεν όλα τα δέντρα του κόσμου. (Νικηφόρος Βρεττάκος)
Η σιωπή! Το πιο δύσκολο κατόρθωμα
«Όταν ο Αριστοτέλης ρωτήθηκε ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα στη ζωή, απάντησε: «Το να σωπαίνεις για όσα δεν πρέπει να μιλάς». (Αριστοτέλης,Ανθ. Στοβ., ΜΑ,8)
«Όταν επιπλήχθηκε ο Αισχίνης ο Σωκρατικός, επειδή σιωπούσε, ενώ υπήρξε μαθητής του Σωκράτη, είπε: «Κοντά στο Σωκράτη δεν έμαθα μόνο να μιλώ, αλλά και να σιωπώ» (Αισχίνης, Ανθ. Στοβ., ΛΔ,10)
«Ο Ιπποκράτης, ένας από τους δέκα σπουδαίους ρήτορες, ζήτησε από τον Κάρφωνα, που ήταν φλύαρος και ήθελε να σπουδάσει κοντά του, διπλό μισθό. Όταν ρωτήθηκε από τον μαθητή του γιατί ζητά διπλό μισθό, είπε: «Ένα μισθό για να μάθεις να ομιλείς και ένα για να μάθεις να σιωπάς». (Κων/νου Κούρκουλα, Στάχυα τόμ Β σελ. 302)
«Μερικοί φιλόσοφοι και ρήτορες του κόσμου επισκέφτηκαν κάποτε το κελί ενός φημισμένου για την αρετή του Γέροντα. Μετά τη συνήθη προσευχή της συναντήσεως, ο Γέροντας συνέχισε να πλέκει το εργόχειρό του, σιωπώντας, και μη σηκώνοντας καν το κεφάλι προς εκείνους. Αφού πέρασε λίγη ώρα, εκείνοι τον παρακάλεσαν: - Γέροντα, πές μας κάποιο λόγο. Εκείνος πάλι συνέχιζε να σιωπά. Και εκείνοι επιμένουν:
- Εμείς, Γέροντα, για αυτό ήρθαμε σε σένα, να ακούσουμε κάποια λόγια σου και να ωφεληθούμε. Και τότε ο γέροντας τους είπε: - Εσείς ξοδέψατε πολλά χρήματα, για να μάθετε να μιλάτε· εγώ, όμως, εγκατέλειψα τον κόσμο για να μάθω να σιωπώ. Εκείνοι, ακούγοντας τούτα τα λόγια, εθαύμασαν τη σοφία του γέροντα, και αναχώρησαν με την ψυχή ωφελημένη» (Ερως Ερήμου,Π.Β.Πάσχου σελ. 85-86)
«Χρειάζεται δύο χρόνια σχεδόν ο άνθρωπος, για να μάθει να μιλάει και πολλές φορές περισσότερο από εξήντα χρόνια για να μάθει, πότε να μιλάει»
«Έλεγαν για τον αββά Αγάθωνα, ότι πέρασε τρία χρόνια έχοντας ένα βότσαλο μέσα στο στόμα του ώσπου κατόρθωσε να σιωπά» (Γεροντικόν, αββάς Αγάθων ιε΄)
Η σιωπή του Ιησού
Κατά Ματθαίον. 27,12 καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο. (=Και ενώ κατηγορείτο από τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους, αυτός δεν έδωσε καμμίαν απάντησιν).
Ματθ. 27,13 τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; (=Τοτε λέγει εις αυτόν ο Πιλάτος• “δεν ακούεις πόσα καταθέτουν αυτοί εις βάρος σου;”)
Ματθ. 27,14 καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν. (=Και δεν απήντησεν εις αυτόν ούτε ένα λόγον, ώστε ο ηγεμών να θαυμάζη παρά πολύ την γαλήνην και το ηθικόν μεγαλείον του δεσμώτου)
«Και διέφυγε την προσοχή του άρχοντα του παρόντος κόσμου η παρθενία της Μαρίας και ο τοκετός της, καθώς και ο θάνατος του Κυρίου· τρία μυστήρια κραυγαλέα, που έγιναν με ησυχία Θεού» (Αγίου Ιγνατίου Θεοφόρου προς Εφεσίους εκδ. ΕΠΕ σελ. 89)
«Η σιωπή είναι μυστήριο του μέλλοντος αιώνος, ενώ οι λόγοι είναι όργανο του κόσμου τούτου» (όσιος Ισαάκ ο Σύρος εκδ. ΕΠΕ τομ. Γ σελ. 333)
Η σιωπή στις σχέσεις μας
«Έχοντας μιλήσει, πολλές φορές μεταμελήθηκα, ενώ σιωπώντας, ποτέ» (Γεροντικόν, αββάς Αρσένιος μ΄)
Η σιωπής της Αγίας Μόνικας μητέρας του ιερού Αυγουστίνου.
«Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος κατά βάθος πολύ καλός, αλλά τρομερά οξύθυμος. Εκείνη ήξερε πως έπρεπε όχι μόνο να υπομένει καρτερικά τα ξεσπάσματα του άντρα της, αλλά και να κρατά το στόμα κλειστό. Όταν πια τον έβλεπε ήρεμο και χαλαρωμένο κι έκρινε τη στιγμή κατάλληλη, τότε μόνο θα του έδινε εξηγήσεις, να τα νεύρα του είχαν ξεσπάσει αδικαιολόγητα. Ένα σωρό γυναίκες είχαν άντρες πολύ πιο ήρεμους, και όμως είχαν σημάδια από το ξύλο και παραμορφωμένα πρόσωπα. Ωστόσο, όταν τα συζητούσαν, έριχναν πάντοτε το φταίξιμο στον άντρα. Τότε η μάνα μου τις μάλωνε για τη γλώσσα τους… Εκείνες πάλι, επειδή γνώριζαν πως έπρεπε να υπομένει έναν άνδρα τόσο οξύθυμο, έμεναν κατάπληκτες που ουδέποτε ακούστηκε κι ούτε ποτέ υπήρξε ένδειξη ότι ο Πατρίκιος χτύπησε τη γυναίκα του, ή ότι το ζευγάρι λογόφερε, έστω και για μια μέρα, για τα οικογενειακά του. Όταν τα λέγανε αναμεταξύ τους και ψάχναν την αιτία, εκείνη τους εξηγούσε τη μέθοδο της, την οποία ανέφερα παραπάνω…» (αγίου Αυγουστίνου Εξομολογήσεις, εκδ. Πατάκη σελ. 66-67)
«Κάποτε, πήγε στον άγιο Βικέντιο Φερρέρ μια κυρία, η οποία παραπονιόταν πως ο άντρας της ήταν πάντα κακόκεφος και θυμωμένος ώστε να κάνει ανυπόφορη τη συμβίωσή τους. – Πήγαινε στο μοναστήρι, απάντησε ο άγιος και πες στο θυρωρό να σου δώσει λίγο νερό από τη βρύση. Όταν ο άνδρας σου επιστρέψει στο σπίτι, πιες μια γουλιά, χωρίς όμως να την καταπιείς και κράτησε το νερό μέσα στο στόμα σου. Θα δεις τι θαύματα θα γίνουν.
Η γυναίκα έκανε όπως ακριβώς της είχε πει ο άγιος. Το βράδυ, όταν ο άνδρας της, νευρικός ως συνήθως, γύρισε στο σπίτι, εκείνη ήπιε μια γουλιά από το θαυματουργό νερό και έκλεισε τα χείλη της. Πράγματι το θαύμα έγινε. Ύστερα από λίγα λεπτά, ο άνδρας της σώπασε κι έτσι η οικογενειακή τρικυμία πέρασε. Και τις επόμενες ημέρες, η γυναίκα κατέφυγε σε αυτό το ίδιο φάρμακο και κάθε φορά το νερό εκείνο είχε το ίδιο θαυματουργό αποτέλεσμα. Ο άνδρας της δεν ήταν πια νευρικός, αντιθέτως είχε γίνει ξανά όπως άλλοτε: της ψιθύριζε τρυφερά και στοργικά λόγια και την επαινούσε για την υπομονή και την πραότητά της. Η γυναίκα ήταν τόσο ευτυχής για την αλλαγή του άνδρα της, που έτρεξε πάλι στον άγιο για να του αναφέρει το θαύμα που είχε γίνει με αυτό το ιδιαίτερο νερό. Ο άγιος Βικέντιος χαμογέλασε και της είπε: - Όχι! Δεν ήταν το νερό της βρύσης που προκάλεσε αυτό το θαύμα, αλλά μόνον η δική σου σιωπή. Άλλοτε οι συνεχείς αντιρρήσεις σου, έκαναν τον άνδρα σου να οργίζεται, ενώ τώρα η σιωπή σου τον κάνει να είναι πάλι στοργικός και τρυφερός. Ακόμη σήμερα στην Ισπανία, κυκλοφορεί το ρητό: Πιες λίγο νερό του αγίου Βικεντίου.» (Στοχασμοί και Αποφθέγματα, π. Rosario Scognamiglio σελ. 153-154)
Βωμολοχία, αισχρολογία, βρισιά
«Πᾶς λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω, ἀλλ᾿ εἴ τις ἀγαθὸς πρὸς οἰκοδομὴν τῆς χρείας, ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσι.
(=Καθε ρυπαρός λόγος ας μη βγαίνη ποτέ από το στόμα σας, αλλ' αντιθέτως να βγαίνη κάθε καλός λόγος, κατάλληλος να θεραπεύη και να οικοδομή την παρουσιαζομένην ανάγκην, δια να δώση χάριν εις αυτούς που τον ακούουν)». Προς Εφεσίους Επιστολή Παύλου. 4,29
«Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. (=Εγώ όμως σας λέγω ότι καθένας που οργίζεται αδίκως και χωρίς σοβαρόν πνευματικόν λόγον ενάντιον του αδελφού του, έχει την ιδίαν ενόχην, όπως εκείνος που δικάζεται δια φόνον στο επταμελές συνέδριον. Εκείνος δε που θα υβρίση τον αδελφόν του και θα του είπη με περιφρόνησιν “ανόητε, τιποτένιε”, είναι ένοχος εγκλήματος βαρυτέρου, από εκείνά που δικάζει το μεγάλο συνέδριον, το ανώτατον δηλαδή δικαστήριον των Εβραίων. Εκείνος δε που θα είπη με μίσος στον αδελφόν του “αμυαλε, τρελλέ”, είναι βαρύτατα ένοχος και άξιος να τιμωρηθή με την στον Αδην γέενναν του πυρός). Κατά Ματθαίον 5,22
«Οσα είναι ντροπή να τα κάνεις, αυτά δεν πρέπει ούτε και να τα λες» (Ισοκράτης προς Δημόνικον,15)
«Αφετηρία του να μην διστάζει κάποιος να κάνει απρέπειες είναι το να μη διστάζει να λέει απρέπειες» (Μουσώνιοπς, Ανθ.Στοβ.,ΣΤ 10)
«Εκείνο που δεν πρέπει να ακούσει το αυτί ενός μικρού δεν πρέπει να το λέει το στόμα ενός μεγάλου» (Κων/νου Κούρκουλα, Στάχυα τόμ Β σελ. 25)
«Διηγήθηκε κάποτε ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος:
Ένα παιδί του Γυμνασίου, εξαιρετικά ανάγωγο, μόλις είχε επιστρέψει στο σπίτι του, μετά από το μάθημα του Κατηχητικού. Αμέσως άρχισε με πολλή αυθάδεια να ειρωνεύεται τον κατηχητή του. – Για να καταλάβετε, έλεγε, πόσο ηλίθιος είναι, μας είπε ότι το γαϊδούρι του Βαλαάμ μίλησε σαν άνθρωπος. Η γιαγιά μάλωσε τον εγγονό για την ασέβειά του προς την Παλαιά Διαθήκη. Τότε ο εγγονός στράφηκε προς τη γιαγιά του και με αλαζονεία και περιφρόνηση τη ρώτησε: - Μήπως και συ γιαγιά πιστεύεις σε αυτές τις βλακείες, ότι μπόρεσε να μιλήσει το γαϊδούρι σαν άνθρωπος; Και η γιαγιά: - Αφού, παιδί μου, εσύ που είσαι άνθρωπος μπορείς και μιλάς σαν γάιδαρος, γιατί να μην πιστέψω ότι και ο γάιδαρος μπόρεσε να μιλήσει σαν άνθρωπος;» (Υποθήκες Ζωής. Σελ. 246-247)
«Ο Θεός έβαλε στο στόμα σου μύρο και συ βάζεις βρωμερά λόγια, πιο δυσώδη κι από νεκρό. Και καταστρέφεις την ψυχή σου. Όποιος λέει αισχρά, γίνεται καταγέλαστος. Πρώτα- πρώτα τον εαυτό του προσβάλλει. Όποιος αφήνει βόρβορο να βγαίνει από το στόμα του, τον εαυτό του μολύνει. Αν, λοιπόν το αυλάκι είναι τόσο ακάθαρτο, σκέψου τι λογής είναι η πηγή του ίδιου του βούρκου. Εγώ όμως πονάω όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και για το ότι αυτό από πολλούς δεν θεωρείται παράλογο. Από ‘δω αυξάνονται τα κακά όλα, απ’ το ότι και αμαρτάνουμε και νομίζουμε ότι δεν κάναμε τίποτε!
Τι το όφελος απ’ τη νηστεία ή την αγρυπνία, όταν η γλώσσα μεθάει και τρώει τροφές πιο ακάθαρτες από σκυλίσια κρέατα, όταν γίνεται αιμοβόρος, όταν εκσφενδονίζει βόρβορο, όταν το στόμα το κάνει οχετό και υπόνομο ή μάλλον πιο σιχαμερό»; (Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκης, τομ. Α σελ 404)
«Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος φθάνει στο σημείο να πει, πως θα προτιμούσε να κοινωνήσει αυτόν που τρέφεται με ακαθαρσίες, παρά αυτόν που προσβάλλει (υβρίζει!) τον αδελφό του με λόγια. « Ελοίμην αν ανθρωπω βόρβορον σιτουμένω κοινωνησαι τραπέζης ή φθεγγομένω τοιαύτα» (Ομιλ. ΛΑ.δ εις Πραξ.). Οπότε, εάν ένας τέτοιος άνθρωπος τολμήσει να κοινωνήσει, τότε είναι σα να ρίχνονται τα «άγια» στα σκυλιά και τα γουρούνια (Ματθ. 7:6)». (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Τεστ Προσωπικότητας, σελ. 46)
«Τίποτε δεν μας χωρίζει από τους θησαυρούς της σοφίας και της γνώσεως των μυστηρίων του Θεού τόσο, όσο ο αστεϊσμός και η ελαφρότης που συνδέεται από παρρησία». (Ισαάκ ο Σύρος, εκδ. ΕΠΕ, τομ. Α σελ 113)
«ου γαρ επειδή γελαστικόν ζώον ο άνθρωπος γελαστέον τα πάντα» (Κλήμης Ο Αλεξανδρεύς)
Η αρετή της Ευγένειας
«ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος, εἰδέναι πῶς δεῖ ὑμᾶς ἑνὶ ἑκάστῳ ἀποκρίνεσθαι.
(=Τα λόγια σας ας είναι πάντοτε γεμάτα χάριν, αρτυμένα με το άλατι της καλωσύνης και της διακρίσεως, ώστε να είναι κατά Θεόν ευχάριστα στους ανθρώπους. Να ξέρετε δε πως πρέπει σεις να αποκρίνεσθε στον καθένα). Προς Κολοσσαείς επιστολή Παύλου 4,25
«Ας είμαστε πάντοτε ευγενείς ποτέ απ’ τα χείλη μας να μη βγει λόγος κακός,
λόγος που δεν είναι αλατισμένος με τη χάρη του Θεού, αλλά πάντοτε λόγοι χαριτωμένοι,
λόγοι αγαθοί, λόγοι που μαρτυρούν την κατά Χριστού ευγένεια και την ψυχική μας καλλιέργεια» (Άγιος Νεκτάριος)
«Απόκτησε χείλη γλυκά και θα τους έχεις όλους φίλους» (Ισαάκ ο Σύρος)
«Όπως εκείνος που κρατά αρώματα προδίδεται και χωρίς να το θέλει από την ευωδία, έτσι και όποιος έχει μέσα του το Πνεύμα του Κυρίου, αναγνωρίζεται από τα λόγια του και την ταπεινοφροσύνη του» (Κλίμαξ Ιωάννου του Σιναΐτου)
Κατάρα, βλασφημία, επίκληση Διαβόλου
«εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε.
(=Να εύχεσθε και να παρακαλήτε, τον Θεόν δι' εκείνους που σας διώκουν. Να εύχεσθε και να λέγετε πάντοτε καλά λόγια δι' όλους και ποτέ να μη καταράσθε)». Προς Ρωμαίους επιστολή Παύλου 12,14
Καθολική Επιστολή Ιακώβου του Αδελφοθέου
Ιακ. 3,8 τὴν δὲ γλῶσσαν οὐδεὶς δύναται ἀνθρώπων δαμάσαι· ἀκατάσχετον κακόν, μεστὴ ἰοῦ θανατηφόρου.
Ιακ. 3,8 Την γλώσσαν όμως κανείς από τους ανθρώπους δεν ημπορεί να την δαμάση. Είναι ασυγκράτητον κακόν, γεμάτη από θανατηφόρον δηλητήριον (που προκαλεί θανάτους σωματικούς και ψυχικούς).
Ιακ. 3,9 ἐν αὐτῇ εὐλογοῦμεν τὸν Θεὸν καὶ πατέρα, καὶ ἐν αὐτῇ καταρώμεθα τοὺς ἀνθρώπους τοὺς καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ γεγονότας·
Ιακ. 3,9 Εκτρέπεται εις τας μεγαλυτέρας αντινομίας και αντιθέσεις• διότι με αυτήν δοξολογούμεν τον Θεόν και Πατέρα, αλλά και με αυτήν καταρώμεθα τους ανθρώπους, που έχουν πλασθή καθ' ομοίωσιν Θεού.
Ιακ. 3,10 ἐκ τοῦ αὐτοῦ στόματος ἐξέρχεται εὐλογία καὶ κατάρα. οὐ χρή, ἀδελφοί μου, ταῦτα οὕτω γίνεσθαι.
Ιακ. 3,10 Από το ίδιο στόμα βγαίνει ευλογία και καταρά. Αλλά, αδελφοί μου, δεν πρέπει να γίνωνται αυτά έτσι, διότι δεν είναι δυνατόν στο αυτό στόμα να αναμιγνύωνται κατάραι και ευλογίαι.
Ιακ. 3,11 μήτι ἡ πηγὴ ἐκ τῆς αὐτῆς ὀπῆς βρύει τὸ γλυκὺ καὶ τὸ πικρόν;
Ιακ. 3,11 Μηπως τάχα η πηγή από την αυτήν τρύπαν αναβλύζει νερό πόσιμο και ευχάριστο και νερό πικρό και αποκρουστικό;
«Ένα κοριτσάκι σε ένα χωριό πήγε να βοσκήσει την κατσίκα τους. Την έδεσε στο λιβάδι και πήγε πιο πέρα να παίξει. Ξεχάστηκε όμως στο παιχνίδι και η κατσίκα λύθηκε και έφυγε. Έψαξε, αλλά δεν την βρήκε και γύρισε στο σπίτι χωρίς την κατσίκα. Ο πατέρας του θύμωσε πολύ, το έδειρε και το έδιωξε από το σπίτι. «Να πας να βρεις την κατσίκα, του είπε. Αν δεν την βρεις, να πας να κρεμασθείς». Ξεκίνησε το ταλαίπωρο να πάει να ψάξει. Βράδιασε και αυτό ακόμη δεν είχε γυρίσει στο σπίτι. Οι γονείς, βλέποντας ότι νύχτωσε, βγήκαν ανήσυχοι να βρουν το παιδί. Έψαξαν και το βρήκαν κρεμασμένοι σε ένα δένδρο. Είχε δέσει στον λαιμό του το σχοινί της κατσίκας και κρεμάστηκε στο δένδρο. Το κακόμοιρο είχε φιλότιμο και πήρε κατά γράμμα αυτό που του είπε ο πατέρας του. Το έθαψαν μετά έξω από το κοιμητήρι.
Η Εκκλησία φυσικά καλά έκανε και το έθαψε απ’ έξω, για να φρενάρει όσους αυτοκτονούν για το παραμικρό, αλλά και ο Χριστός καλά θα κάνει, αν το βάλει μέσα στον Παράδεισο». (Παϊσίου Γέροντος, Λόγοι Δ σελ 263-264)
«Στη χώρα μας πριν λίγο καιρό πραγματοποιήθηκε μια φοβερή μητρική κατάρα. Κάποιον γιό που έπραττε πορνεία τον μάλωνε η μητέρα του. Ο γιος πάνω στο θυμό έβρισε τη μητέρα. Η μητέρα τον μάλωσε και γι’ αυτό. Τότε αυτός χτύπησε τη μητέρα του με το ραβδί. Έκλαψε η μητέρα και θρήνησε και στον πόνο της είπε την εξής κατάρα για τον υιό της: γιέ, όπως θρηνώ εγώ σήμερα έτσι εσύ να θρηνείς την πιο χαρούμενή σου μέρα! Μετά από κάποιο καιρό πέθανε η μητέρα, και ο γιός έμεινε χωρίς μετάνοια και ασυγχώρητος. Αλλά η μητρική κατάρα εκπληρώθηκε. Την ημέρα του γάμου του γιού –την πιο χαρούμενη μέρα του- πυροβολούσαν οι καλεσμένοι στο γάμο με τα όπλα τους. Μια αδέσποτη σφαίρα χτύπησε τον γαμπρό, και αυτός άρχισε να κραυγάζει. Όμως ο θάνατος έφερε τέλος στις κραυγές του και στη ζωή του». (Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς ΔΡΟΜΟΣ ΔΙΧΩΣ ΘΕΟ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ…, Εκδ. Εν πλω, σελ 55)
«Σ’ ένα χωριό συνέβη κάποιο φοβερό γεγονός: Είχε μια μητέρα ένα μοναχογιό, μαθητή στο σχολείο. Θύμωσε η μητέρα με τον γιό και στον θυμό επάνω είπε αυτό τον άφρονα λόγο: ας γινόταν να μη σε ξαναδούν ποτέ τα μάτια μου, θα ήμουν πιο ευχαριστημένη! Το παιδί αναστατώθηκε τόσο απ’ αυτά τα λόγια της μάνας, ώστε πήρε αμέσως το όπλο και αυτοκτόνησε. Δίπλα του άφησε το μαθητικό του πινακάκι, στο οποίο είχε γράψει τα εξής λόγια: «να, μητέρα, απομακρύνομαι για πάντα από τα μάτια σου, μόνο εσύ να είσαι ευχαριστημένη»! Η λυπημένη «ευτυχία» της μητέρας! Ύστερα απ’ αυτό η έρημε μητέρα καθόταν κάθε νύχτα δίπλα στην εστία και έσβηνε τη φωτιά με τα δάκρυα, ώσπου ένα πρωί βρέθηκε νεκρή, πέθανε από τον καημό δίπλα στην σβησμένη εστία. Βλέπεις τι έκανε ο τρελός λόγος; (Αγιου Νικολάου Βελιμίροβιτς ΔΡΟΜΟΣ ΔΙΧΩΣ ΘΕΟ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ…, ΕΚΔ. Εν πλω, σελ 177-8)
«Διηγούνται ότι ένας Μωαμεθανός από τη Σμύρνη αποφάσισε να γίνει χριστιανός. Επειδή δεν μπορούσε να ζήσει στην Τουρκία, θέλησε να μετοικήσει στην Ελλάδα. Όταν όμως αποβιβαζόταν στον Πειραιά και άκουσε τόσες βλασφημίες από τους βαρκάρηδες και είδε και την αδιαφορία των άλλων στην παραλία, αισθάνθηκε τόση απογοήτευση για το χριστιανισμό και τους χριστιανούς, ώστε επέστρεψε στην πατρίδα του και πέθανε με την παλιά του θρησκεία. Πόσοι με τις βλασφημίες τους δεν γίνονται αφορμή να κατηγορείται η αγία μας Θρησκεία!» (Θησαυρός γνώσεων και ευσεβείας, σελ. 185)
«Στην ίδια Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος ο μοναχός Ιωσήφ θέλησε να επισκευάσει στο πάτωμα της Καλύβης του ένα σανίδι που είχε σαπίσει. Καθάρισε το σάπιο, πήρε με ακρίβεια τα μέτρα, έκοψε το σανίδι και πήγε να το τοποθετήσει. Όταν το έβαλε στη θέση του, το σανίδι ήταν μεγαλύτερο. Το πήρε, έκοψε το περίσσιο και πήγε πάλι να το τοποθετήσει. Τότε είδε πως ήταν μικρότερο από ό,τι έπρεπε.
Ο γερο-Ιωσήφ ήταν μαραγκός στο επάγγελμα. Παίρνει για δεύτερη φορά τα μέτρα, κόβει άλλο σανίδι στα μέτρα που χρειαζόταν, με πολλή ακρίβεια, πήγε να το βάλει στη θέση του, αλλά και πάλι περίσσευε. Το έκοψε και όταν πήγε να το καρφώσει έγινε μικρότερο. Τότε έχασε την υπομονή του και με θυμό είπε: «Αει στο διάβολο, διάβολε! Τι έχεις; Τι να σου κάνω για να ταιριάξεις: Τέσσερεις φορές σε μέτρησα και τέσσερεις σε έκοψα. Τώρα τι διάβολο έχεις και δεν ταιριάζεις;». Ο ταλαίπωρος αυτός μοναχός αντί να πει την ευχή και να επικαλεστεί τη θεία βοήθεια στην εργασία του, προτίμησε να μνημονεύσει το διάβολο, ο οποίος δεν άργησε αλλά και τέτοιες ευκαιρίες ζητάει, για αυτό παρουσιάστηκε μπροστά του με όλη την αγριωπή μορφή του και του είπε: «Με φώναξες, γέροντα. Τι είναι; Θέλεις τίποτα; Εδώ είμαι εγώ να σε βοηθήσω».
Ο γερο-Ιωσήφ τρομαγμένος έκανε το σταυρό του, παράτησε το σανίδι κι έτρεξε στον Πνευματικό του να εξομολογηθεί, αλλά από τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει περισσότερα από τριάντα χρόνια και δεν μπορεί ακόμη να συνέλθει. Του έμεινε ο φόβος και μια αφηρημάδα στο μυαλό, σαν αντιμισθία από τον διάβολο». (Το Γεροντικόν από το περιβόλι της Παναγιάς, Εκδόσεις Αθως σελ. 100-101)
Ταπεινοφροσύνη στα λόγια, Περιαυτολογία & Καυχησιολογία
«Νόμιζε τον εαυτό σου πάντοτε ότι δεν γνωρίζει τίποτα για να αποφύγεις την μορφή που επέρχεται από την υποψία ότι θέλεις να διαμορφώσεις την γνώμη του άλλου. Ευλόγει επιμόνως πάντοτε με το στόμα και δεν θα λοιδορηθείς˙ διότι η λοιδορία γεννά λοιδορία και η ευλογία ευλογία. Νόμιζε ότι για κάθε πράγμα χρειάζεσαι διδαχή, και θα ευρεθείς σε όλη την ζωή σου σοφός. Μη παραδώσεις σε κανέναν ότι δεν παρέλαβες ακόμη, για να μην καταισχυνθείς ο ίδιος και από την σύγκριση της διαγωγής σου αποκαλυφθεί το ψεύδος σου.
Αν ειπείς σε κάποιον κάτι από τα χρειαζούμενα, να ομιλήσεις σαν μαθητής και όχι σαν αυθέντης νε αναίδεια. Να κατακρίνεις τον εαυτό σου από πριν και να δηλώσεις ότι είσαι κατώτερός του, για να δείξεις στους ακούοντας την αξία της ταπεινώσεως, να τους παρακινήσεις ν’ ακούσουν τα λόγια σου και να τρέξουν προς την εφαρμογή, κι’ έτσι θα γίνεις αξιότιμος εμπρός στα μάτια τους. Ό, τι μπορείς σε τέτοια πράγματα, είπε το με δάκρυα, για να ωφελήσεις και τον εαυτό σου και τους ακροατές σου». (άγιος Ισαάκ ο Σύρος, εκδ. ΕΠΕ τομ. Α σελ 363-5 )
Οὐ γὰρ ὁ ἑαυτὸν συνιστῶν, ἐκεῖνός ἐστι δόκιμος, ἀλλ᾿ ὃν ὁ Κύριος συνίστησιν. (Διότι ενάρετος και ευάρεστος στον Θεόν δεν είναι εκείνος ο οποίος αυτοσυσταίνεται και αυτοεγκωμιάζεται, αλλ' εκείνος τον οποίον συσταίνει και εγκωμιάζει ο Θεός). Β΄ Κορινθίους. 10,18
«Ενας πολυάσχολος άνθρωπος του καιρού μας, αποφάσισε να επισκεφτεί έναν άγιο ερημίτη. Ηθελε να ηρεμήσει λίγο από το άγχος που τον βασάνιζε και να ζητήσει τις συμβουλές του γέροντα. Τον συνάντησε σε μία φτωχική καλύβα. – Ευλογείτε, είπε χαιρετώντας τον ερημίτη. Ξέρετε έκανα πολύ δρόμο για να έλθω εδώ…
- Κάθισε, τον διέκοψε ο γέροντας. Ασε με να σου βάλω λίγο τσάι.
- Εχω περάσει πολλά χρόνια σπουδάζοντας σε πανεπιστήμια του εξωτερικού… άρχισε να αυτοσυστήνεται ο επισκέπτης. - Ας πιούμε πρώτα λίγο τσάι, επέμεινε ο γέροντας. – Τώρα διευθύνω μία μεγάλη επιχείρηση…, συνέχισε να περιαυτολογεί ο ξένος. – Πιστεύω ότι το τσάι θα σας αρέσει πολύ, είπε ο ερημίτης συνεχίζοντας να γεμίζει την κούπα του επισκέπτη του. – Μα εσείς την ξεχειλίσατε πάτερ, το τσάι χύνεται από έξω! παρατήρησε ενοχλημένος ο ξένος. – Και εσύ μοιάζεις με αυτήν την ξεχειλισμένη κούπα! απάντησε τότε ο σοφός γέροντας. Αν δεν αδειάσεις ευλογημένε, έστω λίγα από αυτά που κουβαλάς, πώς θα αφήσεις να στάξει μέσα σου κάτι από τα λίγα πράγματα που ξέρω…» (Μηνύματα από τη Λυχνία Γ, αρχ. Βαρνάβα Λαμπρόπουλου, σελ. 26-27)
«Ένας αθλητής του πεντάθλου που οι συμπολίτες του τον κορόιδευαν για την ανικανότητά του, κάποτε ξενιτεύτηκε. Όταν μετά από καιρό ξαναγύρισε στον τόπο του, καυχιόταν ότι πολλά ήταν τα ανδραγαθήματά του και σε άλλες πόλεις, στη Ρόδο, όμως έκανε τέτοιο άλμα που κανένας Ολυμπιονίκης δεν θα μπορούσε να το φτάσει. Και έλεγε ότι επικαλείται ως μάρτυρες γι’ αυτό όσους τύχει να παρευρεθούν, αν καμιά φορά περάσουν από τον τόπο τους. Τότε κάποιος από τους παρευρισκόμενους πήρε το λόγο και του είπε:
«Φίλε μου, αν αυτό είναι αλήθεια, δεν σου χρειάζονται μάρτυρες. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα». Η φράση «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» έμεινε παροιμιώδης και λέγεται σε περιπτώσεις που τα λόγια είναι περιττά, εκεί που κάτι μπορεί να αποδειχθεί αμέσως με τα έργα. (Σταλαγμοί αρχαίας σοφίας, Αγγελικής Ζαχαριά, σελ 29 )
«Ποτέ μην καυχηθείς με τη γλώσσα σου για τα έργα σου, για να μην καταντροπιαστείς. Διότι σε ό,τι πράγμα καυχάται ο άνθρωπος, σε αυτό επιτρέπει ο Θεός να αλλοιωθεί, για να ταπεινωθεί και να μάθει την ταπείνωση» (όσιος Ισαάκ ο Σύρος, εκδ. ΕΠΕ τόμ. Α σελ 149-151)
«Θέλετε να σας έχουν σε υψηλή εκτίμηση; Μη μιλάτε για την αξία σας» (Μπλέζ Πασκάλ)
«Μην πείθεσαι στον λιχνιστή δαίμονα, ο οποίος σου υπαγορεύει να προβάλλεις τις αρετές σου προς ωφέλειαν δήθεν εκείνων που σε ακούν˙ γιατί λέγει˙ «ποία ωφέλεια θα έχει ο άνθρωπος, εάν κερδίσει όλον τον κόσμο ή ωφελήσει αυτόν, αλλά βλάψει τον εαυτό του;». Τίποτα δεν μπορεί να οικοδομήσει εκείνους που μας βλέπουν τόσο, όσο η ταπεινή και ειλικρινής συμπεριφορά και ο λόγος ο απροσποίητος. Γιατί γίνεται και στους άλλους παράδειγμα να μη υπερηφανεύονται, πράγμα από το οποίο τι άλλο θα μπορούσε να υπάρξει περισσότερο ωφέλιμο;» (Κλίμαξ, εκδ. ΕΠΕ σελ 345)
«Στις συναναστροφές σου να αποφεύγεις να υπενθυμίζεις με πολλά λόγια και χωρίς μέτρο μερικά από τα έργα σου και τους κινδύνους που έχεις περάσει. Γιατί, όσο είναι ευχάριστο σε σένα να υπενθυμίζεις τις περιπέτειές σου, άλλο τόσο δεν είναι ευχάριστο στους άλλους να ακούν αυτά που σου έχουν συμβεί». (Επίκτητος, Εγχειρίδιο, ΧΧΧΙΙΙ, 13)
«Ο Κλεάνθης έμεινε σιωπηλός και, όταν κάποιος του είπε: «Γιατί σωπαίνεις; Και, όμως, είναι ευχάριστο να συζητάς με τους φίλους σου», αυτός απάντησε: «Είναι πράγματι ευχάριστο. Αλλά όσο πιο ευχάριστο είναι, τόσο περισσότερο πρέπει να το παραχωρούμε στους φίλους». (Σταλαγμοί Αρχαίας Σοφίας, Αγγελική Ζαχαριά, σελ 363)
Επίκριση, έλεγχος & Ενθάρρυνση
«Ψυχολόγοι και γλωσσολόγοι λένε ότι πριν ακόμα ενηλικιωθούμε, είναι πιθανότατο πως έχουμε ακούσει αρνητικούς χαρακτηρισμούς του είδους «βλάκας», «ηλίθιος», «ενοχλητικός», «αποκρουστικός», «ανίκανος», και άλλα, περισσότερο από 15.000 φορές. Δεκαπέντε χιλιάδες εκφωνήσεις για τις ατέλειές μας σε μια περίοδο δεκαεπτά χρόνων, σίγουρα εισπράττουν το φόρο τους, ακόμα και από εκείνους που διατηρούν την πιο ισχυρή αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό τους.
Μήπως χρειάζεται ν’ απορούμε γιατί τόσοι και τόσοι άνθρωποι περνούν ολόκληρη τη ζωή τους μέσα σε μια κατάσταση συναισθημάτων κατωτερότητας; H γνώση ότι οι λέξεις δεν αποτελούν την πραγματικότητά μας, ότι δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά ένα πολλαπλάσιο των ανικανοτήτων και των λαθών μας, ότι η εκτίμηση των άλλων για μας μπορεί να εκδηλώνει τη δική τους άγνοια, ίσως μας οδηγήσει σ’ ένα δρόμο για την ανάπτυξη μιας νέας, υγιέστερης και ρεαλιστικότερης εικόνας του εαυτού μας, από την οποία είναι σίγουρο πως η αγάπη θα αποκομίσει τα κέρδη της. (Γεννημένοι για την Αγάπη, Λέο Μπουσκάλα, σελ. 183)
«Ο Κλεόστρατος σε κάποιον, που του είπε «δεν ντρέπεσαι να μεθάς;», απάντησε: «Και εσύ δεν ντρέπεσαι να δίνεις συμβουλές σε μεθυσμένο;». (Αρχαία Ελληνικά Ανέκδοτα, Σωκράτη Γκίκα σελ. 17)
«Μια ζωγράφος από το Σιάλτ, η Μαρί, ζούσε με τους γονείς της, που για χρόνια εξασκούσαν αυτή τη στρατηγική:
Αν άπλωνα τη μπουγάδα, η μητέρα μου έλεγε ότι καιρός ήτανε επιτέλους ν’ αρχίσω να βοηθάω στο σπίτι. Αν έπαιρνα σε όλα τα μαθήματα Α και σε ένα Β, ο πατέρας μου ρωτούσε τι λάθος έκανα και πήρα Β. Μια φορά, όταν ήμουν μικρή, πραγματικά προσπάθησα να διατηρήσω τα παπούτσια μου σε καλή κατάσταση, και κράτησαν για έξι ολόκληρους μήνες. Όμως τι έκανε ο πατέρας μου όταν εγώ του τα έδειξα χαμογελαστή; Έβγαλε έξω ένα ζευγάρι και είπε ότι το είχε αγοράσει στο Κάνσας Σίτυ πριν από είκοσι χρόνια! Μετά από αυτό συνειδητοποίησα ότι δε θα τα ‘βγαζα ποτέ πέρα μαζί τους.
Αρκετές ψυχολογικές μελέτες δείχνουν ότι αυτή η «αρνητική στρατηγική» όχι μόνο πετυχαίνει σπάνια, αλλά ότι στην πραγματικότητα είναι συχνά καταστροφική». (Η τέχνη της επικοινωνίας, Άλαν Γκάρνερ, εκδ. Πατάκη σελ. 29)
«Αν συμβεί να βλέπει κάποιος τον αδελφό του να αμαρτάνει, δεν πρέπει ούτε περιφρονώντας τον να σιωπήσει και να τον αφήσει να χαθεί, ούτε πάλι να τον προσβάλλει και να τον καταλαλήσει, αλλά, να ειπεί στον δυνάμενο να τον διορθώσει με συμπάθεια και φόβο Θεού ή να του ομιλήσει ο ίδιος με αγάπη και ταπείνωση λέγοντας˙ συγχώρεσέ με, αδελφέ μου, ότι σαν απρόσεκτος που είμαι βλέπω ότι ίσως τούτο το πράγμα δεν το κάνουμε καλά˙ Και αν δεν τον ακούσει, να ειπεί σε άλλον που βλέπει ότι έχει την εμπιστοσύνη του ή να ειπεί στον επιστάτη του ή στον αββά, κατά την βαρύτητα του σφάλματος, και θα παύσει ν’ ασχολείται στο εξής. Αλλά όπως είπαμε, να ειπεί με σκοπό τη διόρθωση του αδελφού του και όχι για φλυαρία, μη καταλαλώντας, μη εξουθενώνοντας τον, μη θέλοντας κατά κάποιο τρόπο να τον εκθέσει, μη κατακρίνοντας τον, μη υποκρινόμενος ότι τάχα ενεργεί για τη διόρθωσή του, ενώ μέσα του έχει κάτι από αυτά που ανέφερα προ ολίγου. Πραγματικά, εάν κάποιος ομιλεί για τον συνάνθρωπό του στον αββά του και δεν το λέγει για διόρθωσή του η εξ αιτίας δικής του βλάβης, είναι αμαρτία˙ διότι είναι καταλαλιά. Πρέπει λοιπόν να ψηλαφήσει την καρδιά του, και αν ίδει ότι έχει κάποια εμπαθή κίνηση, να μη ειπεί τίποτε». (αββάς Δωρόθεος, εκδ. ΕΠΕ σελ 347-9)
«Ο Πέρσης φιλόσοφος Σααδί διηγούνταν πως όταν ήταν νέος, θερμόαιμος, έκανε παρατήρηση σε κάποιον ηλικιωμένο συγγενή του, για τον μαλακό και ήπιο χαρακτήρα του. Εκείνος τότε του αποκρίθηκε: «Παιδί μου, κάποτε είχα και εγώ δόντια, που ήταν σκληρά και δάγκωνα. Εκείνα μού έπεσαν με τον καιρό. Ενώ η γλώσσα μου, που ήταν μαλακή και ευκίνητη, όπως βλέπεις, μου έμεινε και δεν έπαθε τίποτα». Η επιείκεια και η πραότητα είναι ο δυνατός θώρακας της ψυχής» (Κων/νου Κούρκουλα, Στάχυα τόμ Β σελ. 25)
«Τα βατραχάκια αποφάσισαν να κάνουν μεταξύ τους αγώνα για το ποιο θα καταφέρει να φτάσει την κορυφή του πιο ψηλού βουνού. Όλα τα ζώα του δάσους μαζεύτηκαν να παρακολουθήσουν από περιέργεια αφού ήταν σίγουρα πως κανένας βάτραχος δεν θα άντεχε να σκαρφαλώσει στο βουνό. Ο αγώνας ξεκίνησε κι οι αμφιβολίες των θεατών γινόταν όλο και πιο έντονες. -Μπα δεν θα τα καταφέρουν. - Όπου να ‘ναι θα αρχίσουν να κουράζονται. Πράγματι μετά από λίγο ένα ένα τα βατραχάκια άρχισαν να εγκαταλείπουν. Ακόμη και τα λίγα που συνέχιζαν δέχοταν το χλευασμό από τα υπόλοιπα ζώα. Οι δυνάμεις τους τα είχαν προδώσει και στο τέλος μόνο έμεινε να αγωνίζεται και ως εκ θαύματος έφτασε στην κορυφή. Τα υπόλοιπα ζώα έκπληκτα έτρεξαν να το συγχαρούν και τότε μόνο κατάλαβαν πως ήταν κουφό...»
Καί να επαινώ καί να μην επαινώ. Όλα με διάκριση!
«Κανένας δεν γνωρίζει τα του ανθρώπου, παρά μόνο το πνεύμα του ανθρώπου που υπάρχει μέσα του (Α Κορ. 2,12). Ας ντραπούν λοιπόν και ας κλείσουν το στόμα τους όσοι συνηθίζουν να επαινούν τους άλλους κατά πρόσωπο» (Κλίμαξ ΕΠΕ, σελ. 341)
«Είπε ο γέρων Ποιμήν: «Ενας αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ αν είναι καλό να επαινεί κάποιος τον πλησίον. Και του αποκρίθηκε: καλύτερα είναι να σιωπά» (Γεροντικό αββάς Ποιμήν μζ΄)
«Ανάγκασε τον εαυτό σου, όταν συναντήσεις τον πλησίον σου, να τον τιμήσεις επάνω από τα μέτρα του. Φίλησε τα χέρια και τα πόδια του και κράτησέ το πολλές φορές με πολλή τιμή και βάλε τα επάνω στα μάτια σου και επαίνεσέ τον για αρετές που δεν έχει. Όταν δε χωρισθείς από αυτόν, λέγει γι’ αυτόν ότι αγαθό και τίμιο υπάρχει. Διότι με αυτά και τα παρόμοια τον προσελκύεις στο αγαθό και τον αναγκάζεις να εντρέπεται από την προσφώνηση που του απηύθυνες, και σπείρεις σ’ αυτόν σπέρματα αρετής. Από την τέτοια τακτική, που συνηθίζεις τον εαυτό σου, τυπώνεται μέσα σου αγαθός τύπος και θ’ αποκτήσεις πολλήν ταπείνωση και χωρίς κόπο θα κατορθώσεις τα μεγάλα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και αν αυτός έχει κάποια ελαττώματα, τιμώμενος από σένα, δέχεται εύκολα την θεραπεία από σένα, εντρεπόμενος από την τιμή που του έκαμες». (όσιος Ισαάκ ο Σύρος, εκδ. ΕΠΕ τομ. Α σελ 179)
«Λέγεται για κάποια μοναχή, ότι εξομολογήθηκε στον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ και του ομολόγησε ότι πάσχει από δυνατή οργή και νευρικό θυμό. Ανέμενε από τον άνθρωπο του Θεού μεγάλη επίπληξη και βαρύ κανόνα. Αλλά αντί επιπλήξεων και κανόνα τα αυτιά της χάιδεψαν οι παρακάτω στοργικές λέξεις του πνευματικού γέροντα:
«Μα τι λες αδελφή; Κοίταξε βαθιά μέσα σου, υπάρχει ένας υπέροχος ήσυχος χαρακτήρας, πραγματικά μαγευτικός, μετριόφρων και σεμνός!». Σαν απαλή βροχή που πέφτει στη διψασμένη γη, έπεσαν αυτές οι στοργικές λέξεις στην ψυχή της γυναίκας. Ντράπηκε πολύ για τον εαυτό της, αλλά ταυτόχρονα γέμισε αυτοπεποίθηση.
Δηλαδή εδώ έχουμε τις δύο σημαντικότερες συνθήκες για την επαναφορά! Αυτό το παράδειγμα μας δείχνει πως μπορούμε να πετύχουμε να ανυψώσουμε τους ανθρώπους με λόγο στοργικό και ευχάριστο, βοηθώντας τους παράλληλα να ανυψωθούν και ως προς τα έργα τους. Όταν μπορούμε να αφυπνίσουμε τον άνθρωπο που κοιμάται με χάδι, γιατί να τον χτυπήσουμε με μαστίγιο;
Εσύ τώρα μπορείς να μου πεις: μα ο Άγιος Σεραφείμ δεν είπε την αλήθεια σε εκείνη τη γυναίκα κατάματα, ενώ εγώ λέω στον καθένα την αλήθεια κατά πρόσωπο! Ο Άγιος Σεραφείμ είπε την αλήθεια, αλλά την αλήθεια εκείνη, που δεν έφερε τη γυναίκα στο σημείο εκείνο να εκφραστεί με θυμό και οργή. Αφού η γυναίκα μερικές φορές παραδιδόταν στον θυμό, αλλά το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της ήταν εντελώς ήσυχη και σεμνή. Και ο Άγιος Θεός ως άριστος παιδαγωγός και γιατρός, ανύψωσε εκείνο που είναι καλό μέσα στην ψυχή της, αποσιωπώντας εκείνο που είναι κακό. Αφού τι νόημα θα είχε να μιλήσει περί του κακού για το οποίο ήδη η ίδια η γυναίκα είχε μιλήσει;
Εσύ όμως, έχεις εντελώς αντίθετη μέθοδο, εσύ λες κατά πρόσωπο ότι κακό έχει η ηθική αρρώστια κάποιου ανθρώπου! Και αυτό τονισμένο αυστηρά και κακοπροαίρετα. Παράλληλα, εκείνο που είναι καλό σε κάποιον αμαρτωλό να αποσιωπάς. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ εκείνον του οποίου το όνομα μπήκε στον Συναξαριστή». (Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, Δε φτάνει μόνο η πίστη, εκδ. Εν πλω σελ 239-240)
Να επιλέγω ήπια λόγια
«Συμβούλευε ο γέροντας να διαλεγουμε ήπια λόγια, για να πούμε κατι σε κάποιον, ώστε να μην υπάρχει το στοιχείο της αντιπαλότητας. Κι έφερνε το εξής παράδειγμα: «Αν χρειαστεί να πείτε σε κάποιον ότι ψεύδεται, μην του πείτε ότι λέει ψέμματα, διότι είναι φυσικό να πληγωθεί και να αντιδράσει. Πέστε του ότι δεν τα λεει με ακρίβεια». (Γέροντος Πορφυρίου Ανθολόγιο Συμβουλών σελ. 53)
Nα μάθω να ακούω…
«Όταν μιλάμε σπέρνουμε κι όταν ακούμε θερίζουμε» (αββάς Ησύχιος)
«Ο Ζήνωνας είπε σε κάποιον που ήθελε πιο πολύ να μιλάει παρά να ακούει: «Νεαρέ μου, η φύση μάς έδωσε μια γλώσσα και δύο αφτιά, για να ακούμε διπλάσια από όσα λέμε» (Ζηνων,Ανθ. Στοβ. ΛΣΤ 19 στο Σταλαγμοί αρχαίας σοφίας, Αγγελικής Ζαχαριά, σελ 112)
«Μη διακόψεις τον λόγο αυτού που μιλά και μην αντιμιλήσεις ως απαίδευτος, αλλά να είσαι ψύχραιμος ως σοφός» (Ισαάκ ο Σύρος, εκδ. ΕΠΕ τόμ Α σελ. 187)
«Εκείνος που θέλει να επιβάλλει τη γνώμη του κατά τη συζήτηση, έστω κι αν είναι σωστά αυτά που λέγεις, ας γνωρίζει ότι πάσχει από την ασθένεια του διαβόλου (την αλαζονεία)˙ και αν βέβαια το κάνει αυτό κατά τη συζήτηση με ίσους του, ίσως μπορέσει κάποτε να θεραπευθεί με την επίπληξη των ανωτέρων του˙ αν όμως συμπεριφέρεται έτσι και προς τους ανωτέρους του ή και σοφότερους από αυτόν, αυτό είναι αθεράπευτο εκ’ μέρους των ανθρώπων.
Εκείνος που δεν υποχωρεί στα λόγια, είναι φανερό ότι δεν υποχωρεί ούτε στα έργα˙ γιατί λέγει˙ «εκείνος που είναι αναξιόπιστος στα λίγα, είναι αναξιόπιστος και στα πολλά» και ασταθής, κοπιάζοντας άσκοπα, και μη αποκομίζοντας καμιά ωφέλεια από την ιερή υποταγή, παρά μόνο κατάκριση για τον εαυτό του.
Εκείνος που κολακεύει είναι υπηρέτης των δαιμόνων, καθοδηγητής προς την υπερηφάνεια, εξολοθρευτής της κατανύξεως, καταστροφέας των καλών, παραπλανητής από τον ορθό δρόμο˙ γιατί λέγει˙ «εκείνοι που σας μακαρίζουν κολακευτικά, σας παραπλανούν». (Κλίμαξ, εκδ ΕΠΕ σελ 117 κ 339)
Η Πολυλογία, η Φλυαρία, η Αργολογία
Ματθ. 12,36 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ῥῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως·
Ματθ. 12,36 Σας λέγω δε και τούτο· ότι δια κάθε περιττόν και μάταιον λόγον, τον οποίον θα πουν οι άνθρωποι, θα λογοδοτήσουν κατά την ημέραν της κρίσεως.
«Πολυλογία είναι ο θρόνος της κενοδοξίας, από τον οποίο προβάλλει αυτή τον εαυτό της και τον επιδεικνύει. Πολυλογία είναι απόδειξη ελλείψεως γνώσεως, θύρα της καταλαλιάς, οδηγός προς ευτράπελα πράγματα, βοηθός των ψευδολογιών, διάλυση της κατανύξεως, δημιουργός και κλητήρας της ακηδίας, πρόδρομος του ύπνου, διασκορπισμός των σκέψεων, αφανισμός της φυλακής του ναού, πάγωμα της πνευματικής θερμότητας, αμαύρωση της προσευχής». (Κλίμαξ, εκδ. ΕΠΕ σελ. 245)
«Το ψέμα και η κατάκριση είναι τα δίδυμα παιδιά της φλυαρίας» (Αντισθένης)
«Φύλαξε τον εαυτό σου από την πολυλογία, διότι αυτή σβήνει από την καρδιά τις νοερές κινήσεις που φυτεύονται από το Θεό» (Ισαάκ ο Σύρος εκδ. ΕΠΕ τόμ. Α σελ 95)
«… Σε ένα άλλον μοναχό, που φαίνεται πως ενοχλούνταν από την ίδια σκέψη, είπε ο Γέροντας (Ιωσήφ της Οπτινα): - Πολλοί άνθρωποι είναι δυσαρεστημένοι μαζί μου επειδή δεν μιλάω πολύ. Δεν είναι απαραίτητο να πεις πολλά λόγια για να παρηγορήσεις μια θλιμμένη ψυχή. Εκείνο που χρειάζεται, είναι να αφήσεις τον άνθρωπο να ανοίξει ο ίδιος την καρδιά του και να μιλήσει ελεύθερα, χωρίς να τον διακόψεις. Όταν θα έχει εξαγορευτεί όλες τις θλίψεις του, τότε η δουλειά που έχεις να κάνεις είναι πολύ εύκολη: θα του πεις λίγα ζεστά λόγια με αγάπη και θα ξεκαθαρίσεις τυχόν μπερδέματα. Θα παρατηρήσεις τότε πώς η πίστη του θα ενισχυθεί, η ψυχή του θα ανανεωθεί και γενικά θα είναι έτοιμος να υπομένει τα πάντα.
Οποιος ερχόταν στο Γέροντα το χε διαπιστώσει αυτό. Οι σύντομες και ακριβείς διδαχές του ήταν πιο δυνατές και πιο αποτελεσματικές από άλλες εμπεριστατωμένες και μακρές συζητήσεις. Είχε την ικανότητα με δύο ή τρία λόγια να λέει τόσα πολλά, ώστε αμέσως όλα να γίνονται σαφή και κατανοητά» (Στάρετς Ιωσήφ της Οπτινα, εκδ. Πέτρου Μπότση σελ. 95)
«Ο Αντισθένης μακρολογούσε κάποτε σε μία διάλεξή του. Ο Πλάτωνας τού παρατήρησε:
- Αγνοείς ότι μέτρο του λόγου δεν είναι αυτός που μιλά, αλλά αυτός που ακούει» (Αρχαία ελληνικά ανέκδοτα, Σωκράτη Γκίκα,σελ.49)
«Εκείνος που γνωρίζει τα παραπτώματά του χαλιναγωγεί τη γλώσσα του, ενώ ο πολύλογος (φλύαρος) δεν γνώρισε ακόμα τον εαυτό του όπως πρέπει».(Κλίμαξ Ιωαννου Σιναϊτη)
«Τους φτάνει η μία… Οι τρείς κόρες του μεγάλου ποιητού Μίλτωνος (1608-1674) που τον βοηθούσαν στην εργασία του, επειδή ήταν τυφλός, του εξεδήλωσαν μια μέρα την επιθυμία τους να μάθουν ξένες γλώσσες, ώστε να του είναι πιο χρήσιμες. Αλλά ο πατέρας τους το αρνήθηκε με το εξής χαριτολόγημα:
- Στις γυναίκες αρκεί μια και μόνη γλώσσα. Κι’ αυτή μάλιστα πέφτει πολλή.
«Το πιο χαριτωμένο στολίδι στη γυναίκα είναι η λιγόλογη γλώσσα».
Ψιχία από της τραπέζης, Κων/νου Κούρκουλα σελ. 338)
«Τα μικρά ρυάκια φλυαρούν με θόρυβο, γιατί δεν έχουν βάθος. Οι μεγάλοι ποταμοί κυλάνε σιωπηλοί» (Στάχυα τόμ. Β, Κων/νου Κούρκουλα σελ. 178)
«Εκείνος που γνωρίζει τα παραπτώματά του χαλιναγωγεί τη γλώσσα του, ενώ ο πολύλογος (φλύαρος) δεν γνώρισε ακόμα τον εαυτό του όπως πρέπει».(Κλίμαξ Ιωαννου Σιναϊτη)
«Σε μία απάντησή του ο Ιωάννης της Γάζης κάνει μια σαφή διάκριση μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής σιωπής. Ενας αδελφός που ζούσε σε κάποια κοινότητα, έβρισκε πως το διακόνημα που του είχε ανατεθεί, αυτό του μαραγκού της μονής, αποτελούσε για αυτόν αιτία ενόχλησης και απόσπασης της προσοχής του. Για αυτό ζήτησε να γίνει ερημίτης για να εξασκήσει την ησυχία για την οποία οι πατέρες μιλάνε. Ο Ιωάννης δεν συμφώνησε. «Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι», απάντησε, «έτσι κι εσύ δεν καταλαβαίνεις τη σημασία της λέξης ησυχία για την οποία μιλούν οι πατέρες. Ησυχία δεν είναι να κρατάς απλώς το στόμα σου κλειστό. Κάποιος μπορεί να λέει δέκα χιλιάδες χρήσιμες λέξεις, και αυτό να λογαριάζεται ως ησυχία˙ άλλος λέει μια μοναδική ανώφελη λέξη, και αυτό λογαριάζεται ως παρακοή της εντολής του Κυρίου: ̒ λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα άργον ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως ̓ ( Ματθ. 12,36)».
Καλλίστου Γουέρ, Η εντός υμων βασιλεια σελ. 22)
«Είπε πάλι ο αββάς Ποιμήν: «Είναι άνθρωπος όπου φαίνεται να σιωπά και όμως η καρδιά του κατακρίνει άλλους. Αυτός πάντα μιλά. Και είναι άλλος που από το πρωί έως το βράδυ μιλά και όμως κρατά σιωπή. Δηλαδή, εκτός από ωφέλεια, τίποτα δεν λέει» (Γεροντικό, αββάς Ποιμήν κζ΄)
«Μη λες με πολλά λόγια λίγα πράγματα, αλλά με λίγα πολλά» (Πυθαγόρας, Ανθ. Στοβ. ΛΕ,8)
«Ήταν μια φίλη μου, κατοικούσε με τον πολύ καλό της σύζυγο και με τη μητέρα του. Η μητέρα του ήταν πάρα πολύ καλός άνθρωπος, αλλά από το πρωί που θα ξυπνούσε, ως την ώρα που θα κοιμότανε μιλούσε. Αγαπούσε τη νύφη της πάρα πολύ και η νύφη της το ίδιο, αλλά τι θα γινότανε μ’ αυτή την ακατάπαυστη ομιλία; Γιατί η πεθερά, όχι μόνο της μιλούσε, αλλά της έκανε και ερωτήσεις που έπρεπε ν’ απαντήσει…
Τι να κάνει; Τι να κάνει; Της είπα: «Εκείνη την ώρα που σου μιλά, εσύ να λες την ευχή, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς, αργά αργά, με το νου σου, όση ώρα σου μιλά και να συνεχίζεις χωρίς ν’ απαντάς»… Γιατί συνήθως, οι άνθρωποι που μιλούν πάρα πολύ, δεν περιμένουν και δεν ενδιαφέρονται για την απάντηση του άλλου…
- Θέλουν να το βγάλουν από μέσα τους.
Γερόντισσα: Ναι, έχουν ανάγκη μιας ανθρώπινης συντροφιάς για να λένε τις σκέψεις τους συνέχεια. Λοιπόν, η φίλη μου το εφάρμοσε και σε λίγο έγινε μια τέτοια αρμονία με την πεθερά που δεν τν ενοχλούσε τίποτε πια… Πολλές φορές της έλεγα: «Όταν ακούς τα σπουργιτάκια, θυμώνεις; Όχι. Έτσι λοιπόν να χαίρεσαι κι έναν άνθρωπο που μιλά ακατάπαυστα».
Πέρασε ο καιρός, έφυγα ταξίδι, επέστρεψα, την είδα ξανά. Ήταν ενθουσιασμένη! Τώρα όλα πήγαιναν εντάξει. Σε λίγο, η άλλη κόρη της πεθεράς την προσκάλεσε να πάει να κατοικήσει μαζί της! Βλέπεις; Όλο αυτό έγινε για να καταλάβει ότι έπρεπε να πάρει το μάθημα κι όταν το πέρασε με αγάπη, έφυγε ο πειρασμός κι έμεινε μόνο η αγάπη και τώρα, είναι όλα εντάξει». (Λαϊκό Λειμωνάριο, σελ. 438-9)
«ΩΡΑΙΟ ΣΠΙΤΙ ΑΥΤΟ. Ο άγιος Θωμάς Μώρ, μέγας καγκελάριος της Μ. Βρετανίας, κάθε φορά που κάποιος άρχιζε να του κατηγορεί ένα τρίτο άλλαζε συνομιλία επαινώντας το σπίτι που είχε μπρος του λέγοντας:
- Τι ωραίο σπίτι που είναι αυτό εδώ. Εξάπαντος ο αρχιτέκτων θα ήταν άνθρωπος αξίας…
Κι έτσι έδινε να εννοήσει ο συνομιλητής του το λάθος του». (Θησαυρός γνώσεων και ευσεβείας, Νο 891)
«Γνωρίσαμε επίσης έναν άλλο Γέροντα, ο οποίος ζούσε στην έρημο. Αυτός είχε επίμονα παρακαλέσει τον Θεό και είχε λάβει το χάρισμα να μη νυστάζει και να μην κοιμάται καθόλου κατά τη διάρκεια των ημερών που συζητούσε με κάποιον ένα πνευματικό θέμα. Όταν όμως κάποιος ζητούσε να τον παρασύρει στη συκοφαντία ή στην κατάκριση, κοιμόταν αμέσως και έτσι δεν άφηνε να μολυνθούν από αυτό το δηλητήριο τα αυτιά του»…….. «Υποκινητής της αργολογίας είναι ο διάβολος. Και ότι αυτός παρεμβάλλεται για να εμποδίσει τις πνευματικές συνομιλίες. Για να μας κάνει περισσότερο πειστικό αυτό που μας έλεγε, ο Γέροντας χρησιμοποίησε το εξής τέχνασμα: Συζητώντας με ορισμένους αδελφούς βασικά θέματα της πνευματικής ζωής και βλέποντας τους να έχουν χαλαρώσει από τη νύστα, διέκοψε αυτό που έλεγε και άρχισε ξαφνικά να τους διηγείται μια αστεία ιστορία. Βλέποντας πως το ενδιαφέρον τους ζωήρεψε, ξύπνησαν αμέσως και άκουγαν πλέον με πολλή προσοχή, τους είπε αναστενάζοντας: «Μέχρι τώρα μιλούσαμε για πράγματα ουράνια και τα μάτια σας είχαν βαρύνει από τη νύστα. Μόλις όμως άρχισα να λέω την ανούσια ιστορία, όλοι σας ξυπνήσατε και τινάξατε από τα μάτια σας το βαρύ φορτίο της νύστας που σας είχε κυριεύσει. Από αυτό λοιπόν μπορείτε να καταλάβετε ποιος ήταν ο εχθρός αυτής της πνευματικής συνομιλίας και ποιος είναι αυτός που προκάλεσε αυτή την ανώφελη συζήτηση». (αββάς Κασσιανός, εκδ. Ετοιμασία, τομ. Β σελ. 415-6 & 417)
Το Κουτσομπολιό
«Κουτσομπολιό είναι η απόλαυση που νιώθεις όταν ακούς κάτι που σου αρέσει, για κάποιον που δεν σου αρέσει» (Στάχυα τόμ. Β, Κων/νου Κούρκουλα σελ. 196)
«Οι κακές συζητήσεις! Ποιά είναι τα δύο κακά πράγματα περί των οποίων οι άνθρωποι με μεγαλύτερη ευχαρίστηση συζητούν; Η αμαρτία των άλλων και η δική μας δικαίωση» (άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Στοχασμοί περί του καλού και του κακού, εκδ. Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος Μήλεσι 2008, σελ. 120)
«Ένα μόνο πράγμα σε αυτόν τον κόσμο είναι χειρότερο από το να σε πιάνουν οι άνθρωποι στη γλώσσα τους, κι αυτό είναι να μη σε πιάνουν στη γλώσσα τους» (Όσκαρ Ουάιλντ,εκδ. Στιγμη σελ. 116)
«Μη γίνεσαι απότομος στα λόγια σου, ούτε να αποκρίνεσαι σκληρά στον αδελφό σου, αλλά η φωνή σου να έχει γνώρισμά της όλη την ταπεινοφροσύνη και το φόβο του Θεού. Μήπως λοιπόν αγοράζουμε με χρήματα τον καλό λόγο; Με τίποτε δεν τον αγοράζουμε, αλλά είναι στη θέλησή μας, διότι και τους δυο δρόμους μας τους παραχώρησε ο Κύριος, για να φανερωθεί η διάθεσή του καθενός. Έτσι λοιπόν να αποκρινόμαστε εμείς ο ένας στον άλλο, εκλεκτοί του Θεού, όπως αποκρίνεται ένας πιστός δούλος την ώρα που μιλάει με τον αφέντη του. Και τα λόγια που ανταλλάσουμε μεταξύ μας, ας μην είναι για κοσμικά πράγματα, αλλά για την ωφέλεια της ψυχής, για την οικοδομή που πρέπει να προσφέρει ο ένας στον άλλο, για τα πνευματικά κατορθώματα, για κάθε καλό έργο˙ ώστε, όπως είναι γραμμένο, «να ωφελήσει ο λόγος εκείνους που θα τον ακούσουν»…….. «Η Μαριάμ που ήταν προφήτισσα τιμωρήθηκε για τη φλυαρία της. Παρόλο που η Μαριάμ είπε την πραγματικότητα, αποδοκιμάστηκε η αλήθεια που είπε, διότι εκφράστηκε με διάθεση κακολογίας˙ κατά τον ίδιο τρόπο, αν κάποιος δίκαια μεταχειριστεί την κακολογία, η δικαιοσύνη του γεμίζει από αδικία. Ή έλεγξε δηλαδή κάποιον δίκαια ή μην τον κακολογήσεις κρυφά˙ ή επιτίμησε κάποιον με παρρησία ή μην διατυπώσεις κακολογίες κρυφά απ’ αυτόν. Διότι εκμηδενίζεται η δικαιοσύνη, όταν η δολιότητα είναι αναμιγμένη μ’ αυτήν, όπως ακριβώς αποδοκιμάζεται η αγιότητα, αν ενωθεί μ’ αυτήν η ακαθαρσία»˙ (Εφραίμ Σύρου Έργα, τομ. Β, σελ.198 & 366)
Η αρετή της Εχεμύθειας
«Είναι πιο εύκολο να κρατήσεις στη γλώσσα σου κάρβουνο αναμμένο παρά μυστικό» (Σωκράτης, Ανθ. Στοβ. ΜΑ,5)
«Ο Ευριπίδης, όταν κάποιος τον κακολογούσε ότι το στόμα του μυρίζει, απάντησε: «Βρομάει, γιατί σάπισαν μέσα του πολλά μυστικά» (Ευριπίδης,Ανθ.Στοβ. ΜΒ 6 στο Σταλαγμοί αρχαίας σοφίας, Αγγελικής Ζαχαριά σελ.113)
«Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ λέει: Μην ανοίγεις το στόμα σου και την καρδιά σου στον καθένα. Στους χίλιους κι αν ένας σε καταλάβει» (στο «Η Εύλαλη σιωπή» μοναχ. Μωϋσέως Αγιορείτου σελ. 26)
Να μην μεταφέρω λόγια, να μην βάζω λόγια
«Όπως όταν κάποιος ρίξει πέτρα σε καθαρή πηγή, την ταράζει, έτσι η απάντηση του μοναχού, που συνοδεύεται από οργή, ταράζει το νου του πλησίον του». (Εφραίμ ο Σύρος, τομ. Γ σελ. 373)
Η εχεμύθεια της αγίας Μόνικας, μητέρας του ιερού Αυγουστίνου! «Ένα άλλο μεγάλο δώρο που έδωσες στην καλή σου δούλη, που μέσα στη μήτρα της με έπλασες, ω Θεέ μου, ήταν ότι, όποτε μπορούσε, έπαιζε το ρόλο του ειρηνοποιού ανάμεσα σε ανθρώπους που διαφωνούσαν και φιλονικούσαν. Όταν άκουγε μία φίλη παρούσα να λέει λόγια πικρόχολα για την απούσα αντίπαλο -αυτόν τον καταρράκτη χολής και εμέσματος που ξεχύνεται από το μίσος δύο ανθρώπων που δεν χωνεύονται-, ποτέ δεν μετέφερε ούτε λέξη της μιάς στην άλλη, εκτός και αν ήταν κάτι που θα μπορούσε να φέρει τη συμφιλίωση.
Δεν θα έδινα και τόση σημασία στην εχεμύθειά της, αν δεν γνώριζα από προσωπική μου πείρα ότι είναι αμέτρητοι οι άνθρωποι που κάνουν σαν να τους έχει μολύνει κάποια μεταδοτική αρρώστια, και όχι μόνο μεταφέρουν τα λόγια που λένε οι εχθροί πάνω στο θυμό τους, αλλά φτάνουν στο σημείο να λένε πράγματα που ποτέ δεν ειπώθηκαν. Οποιος έχει μέσα του αληθινή ανθρωπιά, θα έπρεπε να γνωρίζει ότι δεν πρέπει ούτε να συνδαυλίζουμε ούτε να τροφοδοτούμε τα μίση των ανθρώπων με συκοφαντίες, και αντίθετα, ότι πρέπει να προσπαθούμε να τα εκτονώσουμε με τον καλό μας λόγο. Αυτό έκανε η μάνα μου (η Μόνικα), γιατί Εσύ ήσουν ο δάσκαλός της και τέτοια μαθήματα έδινες στο εσωτερικό σχολείο της καρδιάς της» (Αγίου Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις, εκδ. Πατάκη τομ. Β σελ 68)
«Επειδή εσείς έχετε παρρησία αναμεταξύ σας, γι’ αυτό δεικνύετε αναίδεια προς αλλήλους και κακολογείτε αλλήλους πληγώνετε αλλήλους. Και αν δει κανείς από σας κάτι που δεν ωφελεί, πηγαίνει, το διαλαλεί και το βάλλει στην καρδιά άλλου αδελφού˙ και δεν είναι μόνο ότι βλάπτεται αυτός, αλλά βλάπτει και τον αδελφό του, βάλλοντας στην καρδιά του πονηρό δηλητήριο. Πολλές φορές μάλιστα αυτός είχε το νου του στην προσευχή ή σε άλλο καλό πράγμα, κι’ εκείνος πηγαίνει, του δίδει αφορμή να καταλαλήσει κάτι, και όχι μόνο εμποδίζει την ωφέλειά του, αλλά και του προκαλεί πειρασμό. Και τίποτε δεν είναι βαρύτερο από αυτό, τίποτε καταστρεπτικότερο από το να βλάπτει κανείς όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και το συνάνθρωπο»……
«Πρέπει να έχουμε ευλάβεια, αδελφοί, να φοβόμαστε τη βλάβη εαυτών και αλλήλων. Αμέσως του λέγομε, ̒ αυτό κι’ αυτό έγινε ̕ , και βλάπτομε κι’ εκείνον, βάλλοντας στην καρδιά του αμαρτίες. Και δεν φοβόμαστε αυτόν που είπε, «ουαί σ’ αυτόν που ποτίζει τον πλησίον του θολό νερό», αλλά εκτελούμε έργο δαιμόνων και δεν μας νοιάζει. Διότι τι άλλο έχει να κάνει ο δαίμων, παρά να ταράσσει και να βλάπτει; Και ευρισκόμαστε συνεργοί των δαιμόνων στην καταστροφή των εαυτών μας και του πλησίον. Διότι όποιος βλάπτει ψυχή, συνεργεί και βοηθεί τους δαίμονες. Όπως και όποιος ωφελεί, συνεργεί στους αγίους αγγέλους».(αββάς Δωρόθεος, εκδ. ΕΠΕ, σελ 345-347 & 391-3)
«Είπε ο αββάς Ποιμήν: «Εάν δεις ή ακούσεις κάποια πράγματα, μην τα διηγείσαι αυτά στον πλησίον σου, γιατί μπορεί να του ανατρέψουν τον αγώνα» (Το Μέγα Γεροντικό, τόμ.Α σελ. 103)