Ερώτημα τόσο συχνό, τόσο βαθύ, τόσο δυνατό στην εκφορά του, τόσο δύσκολο στην απάντησή του. Ερώτημα τόσο αληθινό, τόσο ανθρώπινο, τόσο απαιτητικό, πού όμως από τη φύση του δεν αντέχει στον λόγο, δεν εκφράζεται με το στόμα, δεν μπαίνει σε λέξεις, δεν δημοσιοποιείται σε ακροατήριο, πολύ δε περισσότερο, δεν επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις από κάποιους που δήθεν γνωρίζουν προς κάποιους άλλους που σίγουρα πονούν. Ίσως είναι το κατ’ εξοχήν θέμα για το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνονται ομιλίες. Είναι πολύ βαθύ για να έλθει στην επιφάνεια της συνειδητοποίησης. Είναι πολύ επώδυνο για να χωρέσει στον ορίζοντα των αντοχών μας. Είναι πολύ προσωπικό για να εντοπισθεί στο στερέωμα του δημόσιου λόγου. Ίσως αυτό το ερώτημα να πονάει πιο πολύ και από την αιτία που το δημιουργεί. Γιατί όλοι ξέρουμε πως δεν έχει εύκολη απάντηση. Και όμως είναι τόσο επίμονο και αληθινό.
Γιατί σε μένα, Θεέ μου; Ηχεί στα αυτιά μου αυτό το ερώτημα και αντηχεί βαθιά στην καρδιά μου. Είναι το ερώτημα κάθε γονιού που το παιδί του πάσχει ή κάθε ανθρώπου που έχει χτυπηθεί από ανίατη ασθένεια. Πώς είναι δυνατόν αυτό το ερώτημα να μεταμορφωθεί σε ομιλία, συμβουλή, γνώμη ή απάντηση;
Το ερώτημα αυτό συνεχώς διατυπώνεται και απαντάται μόνο με δάκρυα, όχι με λέξεις, με αισθήματα, όχι με σκέψεις, με σιωπή, όχι με απόψεις, με συμπόνια, όχι με απαντήσεις. Πώς να το κάνουμε; Συχνά τα μάτια μιλούν πιο εύγλωττα από το στόμα, ο αναστεναγμός πιο δυνατά από τη σκέψη και η πονεμένη απορία εκφράζει περισσότερο την αλήθεια από την όποια απάντηση.
Στρέφω το βλέμμα μου τριγύρω και αντικρίζω συνανθρώπους μας που πάσχουν, αδελφούς μας που λυγίζουν, που θα ήθελαν κάπως να εκφραστούν, αλλά είτε αδυνατούν είτε διστάζουν είτε και φοβούνται. Όλοι αυτοί, τελικά, δεν είναι… άλλοι, ξένοι, αδιάφοροι για μας, αλλά είναι το αγνότερο και αναγκαιότερο κομμάτι του εαυτού μας, μια που η συνάντηση μαζί τους μέσα μας, καταργεί το εγώ μας. Θα ήθελα λοιπόν για λίγο να δανείσω τα χείλη της δικής μου ψυχής, στην ανάγκη της δικής τους να εκφράσει τον βουβό της πόνο και να διατυπώσει την επίμονη απορία της.
Προ καιρού μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ το Νοσοκομείο Παίδων. Πήγα στο γραφείο της διευθύντριας του Ογκολογικού που έτυχε να γνωρίζω. Μου πρότεινε να επισκεφθούμε τους θαλάμους των παιδιών. Απέφυγα να συναινέσω. Έριξα μια ματιά στους τοίχους του πρωτότυπου γραφείου της, που ήταν γεμάτοι από πρόσωπα πονεμένα και ελπιδοφόρα, πληγωμένα και αγωνιστικά. Άλλα ακόμη βρίσκονται κοντά μας για να πολλαπλασιάζουν τη χαρά και άλλα μας έχουν φύγει για να προκαλούν την ανάγκη της συνάντησης μαζί τους στην αγκαλιά του Θεού.
Τα βιβλία σ’ αυτό το γραφείο ήταν πιο λίγα από τις φωτογραφίες. Οι πολλές επιστημονικές γνώσεις πιο φτωχές από το περίσσευμα της αληθινότητας της ζωής. Οι απορίες και το άγνωστο πιο ξέθωρα από τη λάμψη της παράξενης αγάπης αυτού του χώρου.
Βγήκαμε από το γραφείο της και νόμιζα ότι έβγαινα από την αλήθεια για να μπω στο ψέμα αυτής της ζωής, αλλά με μια ανομολόγητη ανακούφιση. Σκόνταψα όμως στη μεγαλύτερη αλήθεια. Στο σαλόνι, σε ένα τραπεζάκι, έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια τρία παιδάκια, δίχως μαλλιά, με πρόσωπα ωχρά, με ενδοφλέβιες χημειοθεραπευτικές παροχές στα χέρια. Δίπλα τους ισάριθμες νεαρές μητέρες και ένας παππούς. Τα μάτια των μεγάλων μονομιάς καρφώθηκαν επάνω μου. τα παιδάκια αμέριμνα συνέχισαν τη διασκέδασή τους. Εγώ αμήχανα δεν τολμούσα να δώσω το ψεύτικο χαμόγελο του… καλού παπά που ήλθε να κάνει την καλή του πράξη. Ποτέ το βλέμμα των γονέων και η αμεριμνία των παιδιών δεν με είχαν τόσο βαθιά τρυπήσει. Η εικόνα αυτή αυτόματα μεταμορφώθηκε σε ερώτημα που ηχεί στα αυτιά μου μέχρι αυτήν τη στιγμή. Τα μάτια αυτά διψούσαν για μια γουλιά απάντησης στην πιο λακωνική, αλλά πιο εσώτερη απορία που σχηματίζεται στην καρδιά κάθε φυσιολογικού ανθρώπου «Γιατί σε μένα, Θεέ μου»;
Τελικά, τα πονεμένα μάτια μπορούν να ξεδιψάσουν μόνο με το δάκρυ τους. Όχι με τον λόγο μου, σκέφτηκα. Τους αποχαιρέτησα και πήρα μαζί μου, μαζί με την ανάμνηση της έκφρασής τους, το ερώτημα.
Γιατί;
Γιατί ο πόνος; Γιατί η αδικία; Γιατί τα παιδάκια; Γιατί τόσο πρόωρα; Γιατί με αυτόν τον τρόπο; Γιατί την απερίγραπτη χαρά της αθώας παρουσίας τους, να τη διαδέχεται ο αβάσταχτος πόνος; Γιατί; Και αν είναι για το άγνωστο καλό μας, γιατί αυτό το καλό μας να είναι τόσο πικρό;
Γιατί σε μένα;
Τί κακό έκανα; Πού να ψάξω να βρω μέσα μου την άγνωστη σε μένα αιτία; Και αν φταίω εγώ, δεν μπορώ κάτι να κάνω για να ανατρέψω τα πράγματα; Και ποιός ο λόγος, εξ αιτίας μου, να υποφέρει αυτό το αθώο πλασματάκι; Αυτό μου φαίνεται πιο αδύνατο να το αντέξω. Κινδυνεύω να χάσω και τη λίγη και ασθενική πίστη μου. Τελικά, ποιό το όφελος αυτής της ιστορίας;
Γιατί σε μένα, Θεέ μου;
Δεν είμαι παιδί σου; Δεν είσαι Θεός αγάπης; Τί σχέση μπορεί να έχει η αγάπη Σου με το μαρτύριο μου; Πώς να με προσελκύουν τα μαστιγώματά Σου; Πώς συνδυάζεται η καλωσύνη Σου με την ανερμήνευτη λογική του πόνου, με τη θλίψη, με το ενδεχόμενο του σκανδαλισμού;
Νέο ζευγάρι! Μόλις έχουν γνωριστεί. Το όραμά τους να ζήσουν την αγάπη τους. Όσο πιο έντονα γίνεται! Όσο πιο πλούσια! Όσο πιο βαθιά! Αυτό είναι ζωή! Αυτό δεν έχει μόνο γλύκα και ομορφιά, έχει δύναμη. Δεν αντέχει μόνο του, δεν περιορίζεται από την αυτάρκειά του. Αυτό γεννά, πολλαπλασιάζεται, δίνει ζωή.
Μέσα στη ζάλη της αγάπης τους παντρεύονται. Περνάει τόσο όμορφα ο πρώτος καιρός! Κοιτιούνται στα μάτια και επιβεβαιώνουν την πεποίθησή τους ότι όλα θα πάνε καλά. Κανένα συννεφάκι δεν θα σκιάσει τη λιακάδα των ονείρων τους.
Τώρα περιμένουν ένα παιδί. Αυτό επικεντρώνει την καταξίωση της κοινής ζωής τους. Αυτό προσδιορίζει το όνειρό τους. Αυτό περιμαζεύει τις ελπίδες τους. Η κοπέλα είναι έγκυος. Το χαμόγελό τους ξεπερνά σε άνοιγμα την αγκαλιά τους. Είναι η πρώτη φορά που στην αγάπη τους μπαίνει κάποιος άλλος που, ενώ δεν φαίνεται, την πολλαπλασιάζει και την στερεώνει. Οι αλλοιώσεις του γυναικείου σώματος πιστοποιούν τα σημάδια μιας νέας ζωής που γεννιέται από αγάπη, αλλά και η ίδια γεννά αγάπη. Το μικρό, αόρατο έμβρυο, που το καταλαβαίνουν χωρίς να το βλέπουν, δίνει το ίδιο ζωή στους γονείς. Πράγματι ανακαλύπτουν ότι αγαπιούνται, όχι μόνο πιο πολύ αλλά και διαφορετικά. Η ποιότητα της σχέσης τους αναβαθμίζεται.
Η κοπέλα είναι ήδη μητέρα. Απλά, περιμένει να σφίξει στην αγκαλιά της το παιδάκι της. Η μέρα του τοκετού έρχεται. Τον φυσικό πόνο τον διαδέχεται η χαρά μιας καινούργιας ζωής, η ομορφιά μιας νέας παρουσίας στο σπίτι, η έκπληξη ενός ανεπανάληπτου προσώπου. Δυο γονείς μπορούν να δώσουν 1040 διαφορετικά παιδιά. Αυτό είναι ένα από αυτά. Μαζί του περνούν χαρές, ξενύχτια, αγωνίες, φροντίδα, αγκαλιές, φιλιά, παιχνίδια, όνειρα. Το παιδάκι μεγαλώνει. Αρχίζει να κουνιέται, να χαμογελάει, να μιλάει, να περπατάει, να κάνει τις πρώτες του ζημιές, ίσως να πηγαίνει στο σχολείο.
Ο σύνδεσμος αυξάνει. Οι φόβοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Ακούμε ότι κάποιο άλλο παιδί προσβάλλεται από σοβαρή ασθένεια. Το χαμόγελό μας κόβεται. Αλλά για λίγο. Βαθείς φόβοι, ενδόμυχοι, περιγράφουν την ατμόσφαιρα της ψυχής και προσδιορίζουν την ταυτότητα της διαθέσεώς μας. Όχι, αποκλείεται! Αυτό δεν θα συμβεί σε μας. Κάποιος λόγος υπάρχει και η αρρώστια χτύπησε το άλλο σπίτι. Η πιθανότητα να επισκεφθεί και το δικό μας είναι από μικρή έως σχεδόν ανύπαρκτη. Με τα ψήγματα της πίστης που έχουμε, σταυροκοπιόμαστε μυστικά. Αν υπάρχει Θεός, θα μας δει, θα μας προστατεύσει τώρα που προλάβαμε, έστω ψυχολογικά, να Τον επικαλεστούμε. Εξ άλλου ο Θεός είναι αγάπη. Αν δεν λυπηθεί εμάς, θα λυπηθεί το καημένο το παιδάκι μας. Είναι τόσο αθώο.
Το παιδί μας όμως εκεί που παίζει ζαλίζεται ή κάποιο πρωινό εμφανίζει υψηλό πυρετό που διαρκεί για μέρες και δεν πέφτει ή πονάει επίμονα και ανεξήγητα. Φοβούμαστε. Είμαστε όμως βέβαιοι πως οι εξετάσεις θα δείξουν ίωση, ή , στη χειρότερη περίπτωση, κάποια παιδική ασθένεια, που στο παρελθόν μεν ταλαιπωρούσε τον κόσμο, στις μέρες μας όμως η ιατρική την αντιμετωπίζει με επιτυχία.
Έχουν περάσει αρκετές μέρες. Την αιθρία της χαράς μας τη διακόπτουν οι αλλεπάλληλοι κεραυνοί των ιατρικών γνωματεύσεων. Η διάγνωση θυμίζει το νόστιμο θαλασσινό, που όμως η μία δαγκάνα του σφίγγει το μυαλό μας και η άλλη κατατρυπάει την καρδιά μας. Είναι καρκίνος (κάβουρας). Αυτό που με λαιμαργία συνήθως καταβροχθίζουμε, τώρα κατατρώει την ύπαρξή μας. Ούτε που θέλουμε να το σκεφτούμε ούτε που μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε. Πριν από λίγες μέρες σφιχταγκαλιαζόμασταν που ο Θεός μας χάρισε ένα δικό Του αγγελούδι. Σήμερα η αγκαλιά μας σαν λεκάνη μαζεύει τα δάκρυά μας, μήπως πρόωρα περιμαζέψει και το δικό μας τώρα αγγελούδι.
Την καταιγίδα των ιατρικών εξετάσεων τη διαδέχεται το σφυροκόπημα των αναπάντητων γιατί. Γιατί, Θεέ μου τόσος πόνος; Τί φταίει αυτό το αθώο πλασματάκι; Γιατί το δικό μου το παιδί που μου φαντάζει το καλύτερο και όχι ένα άγνωστο και απόμακρο; Γιατί να πονάει, να ταλαιπωρείται, να βασανίζεται, αμίλητα και αδιαμαρτύρητα, ανυποψίαστο να υπομένει; Γιατί να κινδυνεύει πρόωρα να εγκαταλείψει τα παιχνιδάκια του, τα όνειρά μας, την προοπτική του, τα αδελφάκια του, εμάς, τους γονείς του, αυτόν τον κόσμο; Γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά και καμιά λογική να μην μπορεί να μας συμπαρασταθεί, καμιά ερμηνεία να μας παρηγορήσει, κανένας λόγος να μας στηρίξει, κανένας θεός να μας αγγίξει;
Ξεφεύγουμε από αυτά και ζητούμε καταφύγιο στη λογική κάποιου θαύματος. Πού ξέρεις; Ο Χριστός ανέστησε την κόρη του Ιαείρου και τον γυιό της χήρας της Ναϊν. Θεράπευσε την κόρη της Χαναναίας και τον δούλο του εκατοντάρχου. Ο Θεός αγαπά ιδιαίτερα τα παιδάκια και στην αθωότητά τους διαρκώς μας προτρέπει να μαθητεύουμε. Η αγάπη Του είναι ανεξάντλητη. Τόσα θαύματα γίνονται μακρυά μας και έγιναν στο παρελθόν, γιατί να μην γίνει και ένα στις μέρες μας και στο παιδάκι μας; Τί Θεός είναι; Ένα θαύμα δεν μπορεί να κάνει;
Η προσπάθεια όμως να παρηγορηθούμε επιτείνει τη δοκιμασία μας. Τα θαύματα είναι θαύματα, γιατί δεν είναι και τόσο συχνά. Κι αν πάλι κάνει το θαύμα σε μας, αυτό δεν είναι αδικία; Γιατί μερικοί να ζουν την ευεργετική παρουσία Του και άλλοι να τη στερούνται; Γιατί κάποιοι να Τον δοξάζουν και οι πολλοί υπόλοιποι να ταπεινώνονται απίστευτα και να Τον εκλιπαρούν; Και αν πάλι μπορεί να κάνει το θαύμα, γιατί δεν θεραπεύει όλους ή πολύ περισσότερο δεν καταργεί τις ασθένειες, να ζήσουμε τα λίγα χρόνια μας ήσυχα και με χαρά; Μήπως τελικά ή υπάρχει Θεός για να βασανιζόμαστε ή δεν υπάρχει και βασανιζόμαστε;
Κάποιοι μας πλησιάζουν και μας λένε ότι μας αγαπάει ο Θεός και γι’ αυτό επιτρέπει τη δοκιμασία. Αυτούς που μας παρηγορούν και απαντούν στον πόνο μας με συμβουλές και λόγια, γιατί δεν τους αγαπάει και αγαπάει μόνον εμάς; Γιατί τα δικά τους τα παιδιά να παίζουν αμέριμνα και να γελούν και το δικό μας, χλωμό, να ζει μέσα στα φάρμακα και τις μπουκάλες; Γιατί τα παιδιά τους να διασκεδάζουν με αστεία και παιδικές αταξίες και το δικό μας να ξεγελιέται με τα ψεματάκια μας και τις χαζοελπίδες ότι δήθεν θα γίνει καλά και θα ξαναπάει στο σχολείο; Γιατί αυτοί να μπορούν να χτίσουν όραμα για τα παιδιά τους κι εμείς να τρέμουμε στη σκέψη του μέλλοντος και της προοπτικής τους;
Κι αν υποθέσουμε ότι ο Θεός αποφασίζει να μην αρρωσταίνουν τα παιδάκια, πώς αντέχεται και πώς συμβαδίζει με την αγάπη και θεότητά Του, να βασανίζονται οι μεγαλύτεροι;
Αλλά και η ζωή γιατί να είναι τόσο τραγική; Γιατί να φοβάσαι να αγαπήσεις; Να διστάζεις να δοθείς; Να το σκέφτεσαι να συνδεθείς; Όσο πιο δυνατή είναι η αγάπη, τόσο περισσότερο πονάει ο χωρισμός. Όσο πιο βαθιά είναι τα αισθήματα, τόσο πιο πολύ πληγώνει ο πόνος. Αλήθεια, γιατί;
Μοιάζει, ώρες – ώρες, αυτά τα «γιατί» να φταίνε που υποφέρουμε. Κάποιοι μας συμβουλεύουν να μην ρωτάμε: δεν επιτρέπονται τα «γιατί» στον Θεό. Ίσως αυτή η αμαρτία μας να είναι υπεύθυνη για την ταλαιπωρία του παιδιού μας.
Και όμως αυτά τα «γιατί», όταν διατυπώνονται ταπεινά και με ήσυχο πόνο, συνθέτουν όχι μόνο την εικόνα του πιο αληθινού εαυτού μας, αλλά και εκφράζουν την πιο αληθινή υπαρξιακή απορία αυτού του κόσμου.
Η «ευλογία» του πόνου. Ευλογημένα «γιατί»!
Τα καθαγίασε ο Ίδιος ο Χριστός στο σταυρό «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες;» Θεέ μου, γιατί μου το ‘κανες αυτό; Τί σου έκανα; Δεν είμαι ο Υιός σου; Το ίδιο ακριβώς ερώτημα με το δικό μου, το οποίο έμεινε και αυτό αναπάντητο. Έμεινε αναπάντητο στα φαινόμενα. Τα γεγονότα όμως φανέρωσαν την απάντηση.
Τέτοια πολλά «γιατί» βγήκαν και από το στόμα του πολύαθλου Ιώβ ή τη γραφίδα του τραυματισμένου Δαυϊδ, δυο ανθρώπων που οι τραγικοί θάνατοι των παιδιών τους σφράγισαν το πέρασμά τους από την ιστορία και που μας παρουσιάζονται συχνά ως μοναδικά πρότυπα πίστης, εγκαρτέρησης και υπομονής.
Το ερώτημα αυτό το απευθύνουμε στον Θεό, το λέμε στον εαυτό μας, το επαναλαμβάνουμε στους ανθρώπους που νοιώθουμε ότι ιδιαίτερα μας αγαπούν. Το λέμε κυρίως για να εκφράσουμε το μέσα μας, το λέμε όμως και προσδοκώντας το χάδι μιάς απάντησης. Ποιός όμως μπορεί να δώσει μια απάντηση; Ακόμη κι αν την ξέρει, ποιός μπορεί να μας την πει;
Λέγει ο Μέγας Βασίλειος προς πενθούντα πατέρα, ότι ο πόνος κάνει τον άνθρωπο τόσο ευαίσθητο, ώστε μοιάζει με το μάτι που δεν ανέχεται ούτε το πούπουλο. Και η πιο τρυφερή κίνηση αυξάνει τον πόνο του πονεμένου. Και η πιο διακριτική αναλογία δεν αντέχεται. Ο λόγος που εκφέρεται ως λογικό επιχείρημα, ενοχλεί αβάσταχτα. Μόνο το δάκρυ, η κοινωνία της απορίας, η σιωπή, η εσωτερική προσευχή θα μπορούσαν να ανακουφίσουν τον πόνο, να φωτίσουν το σκοτάδι ή να γεννήσουν μια μικρή ελπίδα.
Ο πόνος γεννά αλήθεια, συμπόνια, κοινωνία.
Ο πόνος δεν ξυπνάει μόνον εμάς, αλλά γεννάει και την αγάπη στους γύρω μας. Προσπαθούν να μπουν στη θέση μας. Αγωνίζονται στον καιρό της ασφάλειάς τους να μοιραστούν τα πιο ανεπιθύμητα γι’ αυτούς δικά μας αισθήματα. Και το κάνουν. Ο πόνος γεννά την υπομονή μας, ταυτόχρονα όμως γεννά και τον εξ’ αγάπης σύνδεσμο με τους αδελφούς μας. Ο πόνος γεννά την αλήθεια. Η συμπόνια των άλλων τη φυτεύει στη δική μας καρδιά. Εκεί διακριτικά κρύβεται και η απάντηση.
Έτσι γεννιέται στην καρδιά η παρηγοριά, η γλύκα και η ανακούφιση, της οποίας είναι πολύ εντονότερες ως εμπειρίες από το βάρος του πόνου.
Η απάντηση γεννιέται μέσα μας.
Δυο γονείς, μας λέγουν οι επιστήμονες, μπορούν να κάνουν άπειρα διαφορετικά παιδιά. Όσο διαφέρουν οι φυσιογνωμίες μας, άλλο τόσο και παραπάνω ποικίλουν οι εκφράσεις του εσωτερικού κόσμου μας. Το ίδιο και οι απαντήσεις στα μεγάλα αυτά ερωτήματα. Αν ένας τρίτος μας δώσει τη μία «σωστή» δήθεν απάντησή του, θα καταστρέψει την ποικιλότητα και την προσωπικότητα των δικών μας απαντήσεων, των ιερών απαντήσεων, που για τον καθένα μας επιφυλάσσει ο Θεός. Η υποτιθέμενη σοφία του όποιου σοφού θα συντρίψει την αλήθεια και την ελευθερία του Θεού μέσα μας.
Το μεγάλο λάθος είναι να περιμένουμε την απάντηση απ’ έξω μας, από τους άλλους. Ποιός σοφός; Ποιός φωτισμένος; Ποιός φιλόσοφος; Ποιός ασφαλισμένος στην ορθότητα των επιχειρημάτων του ιερέας, γνωρίζει την απάντηση των τόσο προσωπικών μας «γιατί»;
Η απάντηση μπορεί να ανιχνευθεί μόνο μέσα μας. Ούτε στις ανάλογες δήθεν περιπτώσεις. Ούτε σε βαρύγδουπα βιβλία. Ούτε σε συνταγές παρηγοριάς και σοφίας. Η απάντηση δεν υπάρχει κάπου, δεν την ξέρει κάποιος. Η απάντηση γεννιέται μέσα μας. Η δική μας απάντηση είναι το δώρο του Θεού.
Ο πόνος μας βγάζει από τα ανθρώπινα μέτρα.
Τελικά αυτά τα «γιατί» δεν έχουν τις απαντήσεις που η φτώχια και η αδυναμία μας περιμένει. Στη λογική αυτή συνήθως παραμένουν αναπάντητα. Γι’ αυτό και ο Χριστός για τον θάνατο δεν είπε παρά ελάχιστα. Απλά, ο Ίδιος επέλεξε και πόνεσε όσο κανένας άλλος. Και όταν αναστήθηκε, το στόμα Του έβγαλε περισσότερη πνοή και λιγότερα λόγια. Δεν είπε τίποτε για ζωή και θάνατο – μόνο προφήτευσε το μαρτύριο του Πέτρου. Ο πόνος δεν απαντιέται με επιχειρήματα. Ούτε η αδικία και ο θάνατος αντιμετωπίζονται με τη λογική. Τα προβλήματα αυτά λύνονται με το εμφύσημα και την πνοή που μόνον ο Θεός δίνει. Λύνονται με το Άγιο Πνεύμα. Ξεπερνιούνται με την ταπεινή αποδοχή του θελήματος του Θεού, που είναι τόσο αληθινό αλλά συνήθως και τόσο ακατανόητο.
Στο διάβα της η δοκιμασία συνοδεύεται από το σφυροκόπημα των αναπάντητων ερωτημάτων. Κι εμείς, γαντζωμένοι στα «μήπως», στα «γιατί», στα «αν» συντηρούμε τις ελπίδες και αντέχουμε την επιβίωση σε αυτόν τον κόσμο, προσδοκώντας κάτι σίγουρο ή κάτι σταθερό. Αυτό όμως συνήθως δεν εντοπίζεται στην προτεινόμενη από μας λύση, αλλά επικεντρώνεται στην απροσδόκητη υπέρλογη θεϊκή παρηγοριά. Κάθε προσπάθεια αντικατάστασής της με ανθρώπινα υποκατάστατα, αδικεί εμάς τους ίδιους. Κάθε περιορισμός στην ασφυκτική θηλιά των ορθολογιστικών απαντήσεων, μας παγιδεύει βαθύτερα στο δράμα μας. Στον διάλογο με τον πόνο, την αδικία και τον θάνατο είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε από τα ανθρώπινα μέτρα. Αυτή είναι όχι μόνον η έξοδος από τη δοκιμασία αλλά και η ευεργεσία της.
Η μοναδική ευκαιρία.
Τελικά, το μεν ερώτημα μπορούμε να το υποβάλλουμε, την δε απάντηση πρέπει να την περιμένουμε. Ή ο Θεός δεν υπάρχει ή παραχωρεί μια δοκιμασία για να μας δώσει μια μοναδική ευκαιρία. Αν δεν γινόταν η Σταύρωση, δεν θα υπήρχε η Ανάσταση. Ο Χριστός θα ήταν ένας καλός δάσκαλος, όχι ο Θεός. Ο Θεός δίνει την ευκαιρία. Σε μας μένει να τη δούμε και να την αξιοποιήσουμε. Η δε χαρά και το περιεχόμενο αυτής της ευκαιρίας είναι πολύ μεγαλύτερο από την ένταση και τον πόνο της δοκιμασίας.
Ο θάνατος, ο πόνος, η αδικία αποτελούν μυστήριο που η όποια απάντηση το διασαλεύει. Στις περιπτώσεις αυτές, η αλήθεια δεν εκφράζεται ως άποψη ή επιχείρημα, αλλά προσφέρεται ως ταπείνωση και κοινός πόνος. Η πορεία στο μεθόριο της ζωής και του θανάτου, του σκανδαλισμού και της δοξολογίας, του θαύματος και της αδικίας, παρουσιάζει στροφές και κρυμμένες γωνιές, όπου διασφαλίζεται η αλήθεια της ζωής. Αν ξεφύγει κανείς τον πειρασμό να λυγίσει, τότε αντικρίζει την αλήθεια με τέτοια όψη, που ποτέ του δεν είχε καν φαντασθεί. Ο πόνος, αν κάποιος καταφέρει να τον αγκαλιάσει, γεννά πρωτόγνωρες ευαισθησίες και ξεδιπλώνει πραγματικότητες που κανείς αλλιώς δεν βλέπει. Η πρόκληση δεν είναι να συμβούν γεγονότα και αποκαλύψεις: αυτά υπάρχουν. Η πρόκληση είναι να ανοίξει κανείς τα μάτια του για να μπορεί να τα αντικρίσει.
Είναι αναντίλεκτη αλήθεια δυστυχώς, συνήθως μόνο χάνοντας τα πολύ επιθυμητά, γνωρίζουμε και κερδίζουμε τα πολύ μεγάλα.
Σίγουρα ο πόνος και η αδικία δεν μπορούν να καταργήσουν την αγάπη του Θεού. Ο Θεός υπάρχει. Και είναι αγάπη και ζωή. Η τέλεια αγάπη και το πλήρωμα της ζωής. Και το μεγαλύτερο θαύμα της ύπαρξής Του είναι η συνύπαρξή Του με τον πόνο, την αδικία και το θάνατο.
Ίσως και η μεγαλύτερη πρόκληση για τον καθένα μας να είναι η συνύπαρξη με τον δικό του προσωπικό πόνο, το ελπιδοφόρο σφιχταγκάλιασμα, με τα βαθύτερα αυτά «γιατί», η ταπεινή εσωτερική περιχώρηση στην προσδοκία του Θεού μέσα από τις «αδικίες», που νομίζουμε πώς Αυτός μας κάνει.
Προ καιρού, με πλησίασε κάποια νεαρή κοπέλα που το καντηλάκι της ζωής της φαίνεται να τρεμοσβήνει. Μέσα στον αβάσταχτο πόνο της διέκρινα την ελπίδα. Μέσα από τα δακρυσμένα μάτια της αντίκρισα τη χαρά, τη δύναμη και τη σοφία.
-Θέλω να ζήσω, μου είπε. Αλλά δεν ήλθα για να μου το επιβεβαιώσετε. Ήλθα για να με βοηθήσετε να φύγω έτοιμη από αυτόν τον κόσμο.
-Εγώ είμαι παπάς της ζωής και όχι του θανάτου, της απαντώ. Γι’ αυτό και θέλω να ζήσεις. Επίτρεψέ μου, όμως, να σε ρωτήσω κάτι: μέσα στη δοκιμασία σου, ρωτάς ποτέ «γιατί σε μένα, Θεέ μου;»
-Δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ, μου λέει. Εγώ ρωτώ «γιατί όχι σε μένα, Θεέ μου; Και περιμένω, όχι τον θάνατο μου: προσδοκώ τον φωτισμό μου»!
(Από το βιβλίο: «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός». ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ, Εκδόσεις: Σταμούλης. Αθήνα 2009.)