Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται
στον Άγιο Σώστη
και
ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.
Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα
ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (350-407)
«Όταν πρέπει να ευεργετήσεις κάποιον, να είσαι κοντά σε κάθε άνθρωπο· όταν όμως εξετάζεται ο λόγος της αλήθειας, να αναγνωρίζεις τον δικό σου και τον ξένο. Και αν ακόμη έχεις αδελφό από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα και δεν έχει κοινωνία μαζί σου ως προς το νόμο της αλήθειας, ας είναι για σένα πιο βάρβαρος και από Σκύθης· αλλά και αν ακόμη είναι Σκύθης, και αν είναι Σαυρομάτης, αλλά γνωρίζει την ακρίβεια των δογμάτων, και πιστεύει αυτό το οποίο ακριβώς και εσύ ο ίδιος, να είναι πιο οικείος και πιο κοντινός σου από αυτόν που είχε τη γέννα από την ίδια μάνα με σένα» (Χρυσόστομος PG 55,461)
«Όπως ακριβώς στα βασιλικά νομίσματα αυτός που έκοψε έστω και λίγο από ό,τι είναι χαραγμένο πάνω, κατέστησε όλο το νόμισμα κίβδηλο· έτσι και αυτός που ανέτρεψε και το μικρότερο από την υγιή πίστη, καταστρέφει το παν, προχωρώντας από την αρχή στα χειρότερα. Πού είναι λοιπόν αυτοί που μας κατηγορούν ότι είμαστε φιλόνικοι λόγω της διάστασης με τους αιρετικούς; Που είναι τώρα αυτοί που λένε ότι δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σε μας και σε εκείνους, αλλά ότι η διαφορά έγινε από την φιλαρχία;… Αλλά το αίτιο όλων των κακών είναι αυτό ακριβώς, το ότι δεν αγανακτούμε για αυτά τα μικρά» (Χρυσοστόμου,PG 61,622)
«Δεν ωφελεί ο άριστος τρόπος ζωής, εάν η πίστη δεν είναι υγιής» (Χρυσοστόμου PG 51,287)
«Ο Κύριος δεν απαγορεύει να εμποδίζονται οι αιρετικοί, να αποστομώνονται, να κόβεται η θρασύτητά τους και να διαλύονται τα συνέδριά τους και οι συγκεντρώσεις τους, αλλά απαγορεύει να φονεύονται» (Χρυσοστόμου ΕΠΕ 10,815)
«Την γνήσια αγάπη δεν την δείχνει το να τρώμε μαζί, ούτε να προσφωνούμε με λόγια σπουδαία, ούτε τα κολακευτικά λόγια, αλλά το να διορθώσω και να εξετάσω το συμφέρον του πλησίον, το να σηκώσω αυτόν που έχει πέσει» ( Χρυσοστόμου PG.54,623)
«Αν δεις κάπου να βλάπτεται η ευσέβεια, να μην προτιμάς την ομόνοια από την αλήθεια, αλλά να στέκεσαι γενναία έως θανάτου… χωρίς να προδίδεις πουθενά την αλήθεια» (Χρυσ. P.G. 60,611)
«Κανένα νόθο δόγμα να μην παραδεχτείτε με το πρόσχημα της αγάπης» (Χρυσόστομος PG 62,191)
«Εάν κάποιος έχει δόγμα διεστραμμένο φεύγε από αυτόν και μην τον δεχτείς, μην πείθεσαι, όχι μόνο αν είναι άνθρωπος, αλλά ακόμα και αν είναι άγγελος που κατέβηκε από τον ουρανό» (Χρυσόστομος PG 61,625)
«Δεν είπε ο Απόστολος (Γαλ. α 9) εάν κηρύττουν αντίθετα ή ανατρέπουν το παν, αλλά και αν κάτι μικρό ευαγγελίζονται διαφορετικό από ό,τι σας κήρυξα, και αν ακόμη κάτι ασήμαντο μετακινήσουν, ας είναι ανάθεμα» (Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 20,201)
«Πρέπει να φοβόμαστε μήπως κάποιον τον διαφθείρει η αγάπη των αιρετικών» (ο.π PG. 62,191)
«Ας αποστρεφόμαστε τις συγκεντρώσεις των αιρετικών, ας κρατάμε παντοτινά την ορθή πίστη» (Χρυσοστόμου, PG 56,256)
«Ο ψαλμός σήμερα μας οδηγεί σε σύγκρουση με τους αιρετικούς, όχι για να τους πολεμήσουμε παραμένοντας αυτοί αδρανείς, αλλά για να τους σηκώσουμε από την πτώση στην οποία βρίσκονται. Διότι τέτοιος είναι ο δικός μας πόλεμος, δεν καθιστά τους ζωντανούς νεκρούς, αλλά τους νεκρούς τους οδηγεί στη ζωή, γεμάτος από ημερότητα και πολλή επιείκεια. Διότι δεν πολεμώ με υλικά όπλα, αλλά με τον λόγο καταδιώκω, όχι τον αιρετικό, αλλά την αίρεση. Δεν αποστρέφομαι τον άνθρωπο, αλλά μισώ την πλάνη και θέλω να τον αποσπάσω από αυτήν. Δεν κάνω πόλεμο με ουσία (διότι η ουσία είναι έργο του Θεού) αλλά θέλω να διορθώσω τη γνώμη, που τη διέφθειρε ο διάβολος... και εγώ λοιπόν εάν πολεμήσω τους αιρετικούς, δεν πολεμώ τους ίδιους τους ανθρώπους, αλλά θέλω να απομακρύνω την πλάνη και να καθαρίσω τη σαπίλα» (Χρυσοστόμου, ΕΠΕ,37, 297)
«Όταν όλοι πιστεύουμε όμοια, τότε υπάρχει ενότητα… Διότι αυτό είναι ενότητα, όταν όλοι είμαστε ένα… όταν αποδειχτούμε όλοι ότι έχουμε μία πίστη» (Χρυσοστόμου PG 62,83)
«Τριακόσιοι Πατέρες, ή και περισσότεροι, που συγκεντρώθηκαν στη χώρα των Βιθυνών νομοθέτησαν αυτά· και όλους εκείνους τους ατιμάζεις;… Εσύ όμως όχι μόνο εκείνους κατηγορείς, αλλά και όλη την Οικουμένη, η οποία και επαίνεσε την γνώμη εκείνων» (Χρυσοστόμου PG 48,865)
«Οι αιρετικοί που ζουν παρθενικά, έχουν γίνει υπεύθυνοι για την τιμωρία που αρμόζει στους πόρνους» (Χρυσοστόμου,ΕΠΕ 21,405)
«Τίποτε δεν θα ημπορέση να διαιρέση τόσον εύκολα την Εκκλησίαν, όσον η φιλαρχία˙ τίποτε δεν παροξύνει τόσον τον Θεόν, όσον το να διαιρεθή η Εκκλησία. Και αν ακόμη έχωμεν πράξει άπειρα καλά, δεν θα καταδικασθώμεν ολιγώτερον από αυτούς οι οποίοι διεμέλισαν το σώμα του, εμείς οι οποίοι διαιρούμεν το εκκλησιαστικόν πλήρωμα…. Κάποιος δε άγιος άνδρας είπε κάτι το οποίον φαίνεται ότι είναι τολμηρόν, πλην όμως το είπε. Ποιο είναι δε αυτό; Ούτε το αίμα του μαρτυρίου ημπορεί να εξαλείψη αυτήν την αμαρτίαν.
Διότι, ειπέ μου, διατί μαρτυρείς; δεν το κάνεις αυτό διά την δόξαν του Χριστού; Συ λοιπόν ο οποίος θυσιάζεις την ζωήν σου υπέρ του Χριστού, πώς εξολοθρεύεις την Εκκλησίαν, υπέρ της οποίας πρώτος εθυσιάσθη ο Χριστός;… η νόσος προέρχεται από φιλαρχίαν. Δεν γνωρίζετε τί έπαθον οι περί τους Κορέ και Δαθάν και Αβειρών; και μήπως μόνον αυτοί και όχι και οι μετά από αυτούς; Τί λέγεις; Η ιδία πίστις είναι, ορθόδοξοι είναι και εκείνοι. Διατί λοιπόν δεν είναι μαζί με εμάς;… Εάν δε αυτά που κάνουν αυτοί είναι ορθά, τότε τα ιδικά μας είναι λανθασμένα˙ εάν δε τα ιδικά μας είναι ορθά, τότε τα ιδικά των είναι λανθασμένα. … Ειπέ μου, νομίζεις ότι αρκεί αυτό, το να λέγης δηλαδή ότι είναι ορθόδοξοι; τα δε της χειροτονίας έφυγαν και εχάθησαν; Και ποιον το όφελος εάν αυτή δεν έγινε κατά τρόπον κανονικόν; Όπως ακριβώς λοιπόν διά την πίστιν, έτσι πρέπει να αγωνιζώμεθα και δι’ αυτήν. Διότι, εάν εις τον καθένα είναι δυνατόν να χειροτονή, όπως οι παλαιοί, και έτσι να γίνωνται ιερείς, ας γνωρίζουν όλοι, ότι εις μάτην έχει οικοδομηθή αυτό το θυσιαστήριον, εις μάτην το πλήρωμα της Εκκλησίας και το πλήθος των ιερέων˙ ας τα καταργήσωμεν αυτά και ας τα καταστρέψωμεν…. Εάν η αυτή πίστις υπάρχη παντού, εάν τα ίδια μυστήρια, διατί να επιπηδά εις άλλην Εκκλησίαν κάποιος άλλος επίσκοπος; Βλέπετε, λέγει, ότι όλα τα των Χριστιανών έχουν γεμίσει από κενοδοξίαν; Και ότι υπάρχει εις αυτούς φιλαρχία και απάτη;… το να δημιουργήση κανείς σχίσμα εις την Εκκλησίαν δεν είναι μικρότερον κακόν από το να πέση εις αίρεσιν….εκείνος ο οποίος σφάζει και διαμελίζει τον Χριστόν, ποίας κολάσεως δεν θα είναι άξιος;… δι’ εκείνους οι οποίοι αποσκιρτούν. Μοιχεία είναι αυτό το πράγμα. Εάν δε δεν ανέχεσαι να ακούς αυτά δι’ εκείνους, λοιπόν να μη ανέχεσαι ούτε δι’ εμάς˙ διότι το ένα από τα δύο κατ’ ανάγκην γίνεται παρανόμως. Αν μεν λοιπόν υποπτεύεσθε αυτά δι’ εμέ, είμαι έτοιμος να παραχωρήσω το αξίωμα εις όποιον θέλετε˙ μόνον η εκκλησία να είναι μία˙ εάν δε εγώ έγινα νομίμως, πείθετε εκείνους οι οποίοι έχουν αναβή παρανόμως εις τον θρόνον να αποθέσουν ό,τι δεν τους ανήκει». (Χρυσόστομος, εκδόσεις ΕΠΕ, τόμος 20, σελ. 705-715)
«…τώρα [αφού ο επίσκοπος ξεχώρισε τα λείψανα] που βρίσκονται μόνα τους τα μαργαριτάρια (λείψανα ορθοδόξων μαρτύρων), που ξέφυγαν τα πρόβατα από τους λύκους (λείψανα αιρετικών μαρτύρων που ήταν θαμμένα μαζί), που απομακρύνθηκαν οι ζωντανοί από τους νεκρούς. Γιατί ούτε προηγουμένως έγινε σε αυτούς κάποιο κακό από το ότι ήταν μαζί θαμμένοι… ο λαός μας όμως υπέφερε πολύ από τους τόπους, όταν έτρεχε προς τα λείψανα των μαρτύρων και προσευχόταν με αμφιβολία και αβεβαιότητα, επειδή δεν γνώριζε τους τάφους των αγίων και που ήταν θαμμένοι οι αληθινοί θησαυροί. Και γινόταν το ίδιο όπως αν ένα κοπάδι πρόβατα, ενώ έτρεχε να απολαύσει καθαρά νερά, πλησίαζε μεν στις καθαρές πηγές, γύριζε όμως πάλι πίσω επειδή αναδυόταν από κάπου εκεί κοντά βρώμα και δυσοσμία. Έτσι συνέβαινε και στην περίπτωση αυτού του ποιμνίου. Βάδιζε ο λαός προς τις καθαρές πηγές των μαρτύρων, όταν όμως αισθανόταν την αιρετική δυσοσμία που αναδυόταν από εκεί κοντά γύριζε πάλι πίσω… Και (ο επίσκοπος) για τους μάρτυρες έδειξε τιμή, επειδή τους απάλλαξε από τους κακούς γείτονες» (Χρυσόστομος Εις την Ανάληψιν 1, ΕΠΕ 36,203)
κε’. Λεγόταν για αυτόν (τον αββά Θεόδωρο της Φέρμης) ότι, σαν έγινε διάκονος σε Σκήτη, δεν δεχόταν να διακονή, αλλά έφυγε σε διάφορα μέρη. Οι γέροντες όμως τον έφεραν πάλι, λέγοντας του: «Μην παρατάς την διακονία σου». Τους αποκρίνεται ο Αββάς Θεόδωρος: «Αφήστε με να ζητήσω από το Θεό να με πληροφορήσει αν πρέπει να μείνω στον τόπο του λειτουργήματος αυτού». Και παρακαλώντας το Θεό έλεγε: «Αν είναι θέλημα σου να μείνω στη θέση αυτού του λειτουργήματος, πληροφόρησε με». Και του φανερώθηκε κολόνα φωτιάς από τη γη έως τον ουρανό και άκουσε φωνή να του λέγη: «Αν μπορῆς να γίνεις σαν αυτήν την κολόνα, πήγαινε να διακονήσεις». Και σαν το άκουσε αυτό, έκρινε ότι δεν έπρεπε ούτε αυτή τη φορά να δεχθῆ. Όταν λοιπόν ήλθε στην εκκλησία, του έβαλαν μετάνοια οι αδελφοί, λέγοντας: «Αν δεν θέλεις να διακονῆς, τουλάχιστο ας κρατάς το άγιο ποτήριο». Αλλά δεν δέχτηκε, λέγοντας: «Αν δεν με αφήσετε, φεύγω από εδώ. Και έτσι τον άφησαν.
κστ΄. Και έλεγαν γι’ αυτόν, ότι, σαν ερημώθηκε η Σκήτη, πήγε να μείνη στη Φέρμη. Και έχοντας τον πάρει τα γηρατειά, αρρώστησε. Του πρόσφεραν λοιπόν μερικά φαγώσιμα. Και ο,τι του έφερνε ο πρώτος το έδινε στον δεύτερο και έτσι, στη σειρά, ό,τι έπαιρνε από τον ένα το έδινε στον άλλο. Κατά δε την ώρα του φαγητού, έτρωγε ό,τι του έφερνε όποιος ερχόταν.
κζ’. Έλεγαν για τον Αββά Θεόδωρο, ότι, όταν έμενε στη Σκήτη, ήλθε σ΄ αυτόν ο δαίμων, θέλοντας να μπῆ στο κελλί του. Και τον έδεσε έξω. Και πάλι άλλος δαίμων ήλθε για να μπῆ. Και αυτόν τον έδεσε. Έρχεται κατόπιν και ένας τρίτος και βρίσκει δεμένους τους άλλους δυό. Και τους λέγει: «Τι μένετε εδώ έξω;». Και του απαντούν: «Κάποιος κάθεται μέσα και δεν μας αφήνει να μπούμε». Προσπαθεί τότε και ο τρίτος να εισέλθει. Αλλά ο γέρων τον έδεσε και αυτόν. Φοβισμένοι λοιπόν από τη δύναμη των προσευχών του, παρακαλούσαν τον γέροντα, λέγοντας: «Λύσε μας και άφησε μας να φύγουμε». Και τους λέγει ο γέρων: «Πηγαίνετε ». Και έτσι καταντροπιασμένοι, πήραν δρόμο.
κη’. Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για τον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης τα εξής: «Ήλθα κάποτε, το δειλινό, σε αυτόν και τον βρήκα να φορά κομμένο ράσο, όπου άφηνε το στήθος του ακάλυπτο, και το κουκούλι του ριγμένο προς τα εμπρός. Και να, κάποιος κόμης ήλθε να τον δῆ. Και σαν έκρουσε, βγήκε ο γέρων να ανοίξη. Και συναντώντας τον, κάθισε στην πόρτα για να μιλήση μαζί του. Πήρα τότε ένα κομμάτι από μαφόρι και σκέπασα τους ώμους του. Αλλά ο γέρων άπλωσε το χέρι και το έρριξε χάμω. Και όταν έφυγε ο κόμης, του λέγω: Αββά γιατί το έκαμες αυτό; Ο άνθρωπος ήλθε να ωφεληθῆ. Φοβάμαι μήπως σκανδαλίστηκε. Και μου αποκρίνεται ο γέρων: τι μου λες Αββά; Ακόμη γινόμαστε δούλοι των ανθρώπων; Κάναμε ό,τι χρειαζόταν. Πάει πέρασε πια. Όποιος θέλει να οφεληθῆ ,ας οφεληθῆ. Οποιος θέλει να σκανδαλισθῆ, ας σκανδαλισθῆ. Όσο για μένα, όπως τύχω, έτσι θα συναντώ τους ανθρώπους. Παράγγειλε δε στον μαθητή του, λέγοντας: «Αν έλθη κανείς θέλοντας να με δῆ, μην του πῆς τίποτε το ανθρώπινο. Αλλά αν τρώγω πες του: Τρώγει. Και αν κοιμάμαι, πες του : Κοιμάται.».
κθ’. Ήρθαν κάποτε εναντίον του τρεις ληστές, και οι δυο τον κρατούσαν, ενώ ο τρίτος κουβαλούσε τα σκευή του. Αφού έβγαλε τα βιβλία, ήθελε να πάρει και το ράσο. Τότε τους λέγει: «Αυτό αφήστε το». Αλλά εκείνοι δεν ήθελαν. Και σηκώνοντας τα χέρια, ρίχνει τους δυό χάμω. Το βλέπουν και τους παίρνει ο φόβος. Και τους λέγει ο γέρων: «Μη φοβάστε. Χωρίστε τα στα τέσσερα μέρη, πάρτε τα τρία και αφήστε το ένα». Έτσι και έκαμαν. Και του έμεινε το ράσο, όπου φορούσε όταν πήγαινε στη σύναξη.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 96-98)
Προσεύχεται εν μέσω σφαιρών
«Μια μέρα», συνεχίζει ο κ. Παντελής, «ήμασταν πάνω σε ένα ύψωμα που λεγόταν "Φονιάς". Μας είχαν αποκλείσει οι αντάρτες και δεν μπορούσαμε να φύγουμε από πουθενά, γιατί δεν υπήρχε διέξοδος. Ο Αρσένιος ήταν όρθιος. Οι σφαίρες έπεφταν και σφύριζαν. Εγώ τον έπιανα από το χιτώνιο και τον τραβούσα να πέση κάτω. Αυτός τίποτε. Κοίταζε ψηλά και είχε τα χέρια του έτσι, σταυρωμένα. Έ, φαίνεται μας λυπήθηκε ο Μεγαλοδύναμος, και κάποια στιγμή ήρθαν τα αεροπλάνα και άνοιξαν δρόμο. Όταν φεύγαμε, του λέω:
— Καλά, Χριστιανέ μου, γιατί δεν έπεφτες κάτω;
— Προσευχόμουν.
— Προσευχόσουν; ρώτησα με μεγάλη απορία».
Τι δύναμη είχε η προσευχή του και πόσο μεγάλη ήταν η πίστη του, ώστε να αψηφά τις σφαίρες! Το πιθανώτερο ήταν να παρακαλούσε τον Θεό να σωθούν οι άλλοι και ας σκοτωθή ο ίδιος. Γι’ αυτό στεκόταν όρθιος και ακάλυπτος. Και ο δίκαιος Θεός, βλέποντας την αυτοθυσία του, τον έσωσε μαζί με τους άλλους.
(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 73-74)
Ένα παλιό σοφό ρητό λέει ‘πρόσεχε τί εύχεσαι γιατί μπορεί να σου συμβεί’. Όποτε βλέπω το Χριστό πάνω στο Σταυρό, όποτε νιώθω την Αγάπη Του, όποτε με αφήνουν άφωνο οι ευεργεσίες Του, με πιάνει το φιλότιμο και με ενθουσιασμό λέω ‘Κύριε, θέλω να γίνω χριστιανός. ..θα γίνω στο υπόσχομαι γιατί θέλω να είμαι μαζί Σου!’ Όμως το να γίνεις χριστιανός δεν είναι τελικά τόσο εύκολο. Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια, μιλούσα μ’ έναν φίλο και συνάδελφο μου για το Χριστό, την εξομολόγηση και πώς Εκείνος με άλλαξε. Κάθε βράδυ γι’ αυτά μιλούσαμε αλλά ενώ δεν είχε αντιρρήσεις τελικά δεν έπαιρνε τη μεγάλη απόφαση. Μια βραδιά βλέπω έναν άλλο συνάδελφο να κάθεται στο πόστο του ήσυχα και να κάνει κομποσχοίνι! Του λέω ‘ εντυπωσιάζομαι ευχάριστα, εσύ πριν λίγο καιρό τα κορόιδευες αυτά’. Μου λέει ‘όπως έκανα την περιπολία μου ένα βράδυ άκουσα αυτά που συζητούσατε για το Χριστό και κάτι σκίρτησε μέσα μου… ήθελα να γίνω χριστιανός… δεν σου είπα τίποτα, βρήκα όμως έναν πνευματικό και τώρα έχω αλλάξει ζωή!’ Πολύ χάρηκα!
Περνάνε λίγες ημέρες και τον βλέπω στενοχωρημένο. Μου λέει ‘μου έκλεψαν το αυτοκίνητο, είχα μεγάλο πάθος μ’ αυτό’. ‘ Α , σου κάνει αγάπες ο Χριστός’ του λέω. Περνάει μια εβδομάδα, πάλι τα ίδια. Είχε χωρίσει με την κοπέλα του… τον παράτησε γιατί δεν συμφωνούσε μ’ αυτές τις ‘ανοησίες’. Του λέω ‘ αρχίζω να σε ζηλεύω, πολύ σ’ αγαπάει ο Χριστός’. Νόμιζε πως τον κορόιδευα και αγρίεψε λιγάκι αλλά εγώ έτσι ένιωθα. Μετά από έναν μήνα τον κατηγόρησαν ότι έκανε ένα πολύ σοβαρό λάθος στη δουλειά και τον έδιωξαν! Τελευταία φορά που τον είδα μου είπε ‘ Δεν το έκανα εγώ αυτό που λένε. Άλλος το έκανε αλλά αυτός έχει δυο παιδιά να μεγαλώσει!’ Του είπα ‘γι’ αυτό σε ζηλεύω, επειδή έγινες χριστιανός!’
Έχουν περάσει χρόνια από τότε. Προχθές ένας κοινός γνωστός μας μου είπε πως τον είδε… είχε γίνει μοναχός και είναι πολύ ευτυχισμένος! Χάρηκα πολύ γι’ αυτόν αλλά τα έβαλα και με τον εαυτό μου. Αυτός τις ευκαιρίες που του έδωσε ο Θεός, την αδικία, τις απώλειες, τις θλίψεις, τις έκανε αγιότητα. Εγώ είμαι ‘χριστιανός’ ακόμα στα λόγια. Πόσες ευκαιρίες μου έχει δώσει ο Θεός να φύγουν αυτά τα εισαγωγικά! Δυστυχώς δεν τις εκμεταλλεύτηκα όμως! Και σκέφτομαι πώς γίνεται ο αρχηγός της πίστης μας να ταπεινώθηκε, να εκδιώχθηκε, να κατηγορήθηκε, να χλευάστηκε, να ραπίστηκε και να σταυρώθηκε και εμείς να θέλουμε να είμαστε χριστιανοί χωρίς να δυσκολευόμαστε, χωρίς να αδικούμαστε, χωρίς να πονάμε; Αυτή είναι η χαρά του χριστιανού, να ακολουθεί τα χνάρια του Χριστού! Πώς θα νιώσουμε την Αναστάσιμη Χαρά χωρίς τη Δόξα του Σταυρού; Ας αφεθούμε λοιπόν στην Αγάπη Του, αν ευχόμαστε πραγματικά να γίνουμε χριστιανοί κι ας δεχόμαστε τα πάντα ως ευλογία Του, είτε μας φαίνονται καλά είτε μας φαίνονται άδικα! (Κ.Δ.Κ)
«Να! Στέκομαι τώρα μπρος στην πόρτα και χτυπώ! Αν κανείς ακούσει τη φωνή μου και ανοίξει την πόρτα, θα μπω στο σπίτι του και θα δειπνήσω μαζί του, κι αυτός μαζί μου» (Αποκ. 3:20)
Ο Άγγλος αθεϊστής του 17ου αιώνα Κόλλινς σ’ έναν περίπατό του συνάντησε έναν απλοϊκό χριστιανό.
- Που πηγαίνεις; τον ρώτησε. «Στην εκκλησία, κύριε».
- Τι θα κάνεις εκεί; «Θα λατρεύσω το Θεό».
- Ο Θεός σου είναι μεγάλος ή μικρός; «Και τα δύο, κύριε».
- Πώς είναι δυνατόν να είναι και τα δύο; «Είναι τόσο μεγάλος, ώστε να μην Τον χωρούν οι ουρανοί των ουρανών, αλλά και τόσο μικρός ώστε να χωράει στη μικρή, φτωχή και ταπεινή μου καρδιά».
- Τι υπέροχη πίστη… ψιθύρισε απομακρυσμένος ο άπιστος.
Τέτοια απλή μα σταθερή πίστη φέρνει τον ουρανό στην ψυχή και υψώνει την ψυχή στον ουρανό. Πιστεύεις ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Σωτήρας σου κι ότι κατοικεί στην καρδιά σου; Αν όχι, ζήτησέ το από το Θεό, τώρα. Μην αμφιβάλλεις. Εκείνος βεβαιώνει: «Εκείνον που έρχεται σ’ εμένα, δε θα τον αποδιώξω» (Ιωάν. 6:37)
«Μα η δική μας πραγματική πατρίδα είναι στους ουρανούς, απ’ όπου προσμένουμε με πόθο το Σωτήρα, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό» (Φιλιππησίους 3:20)
«Γέροντα, τι λες, ετοιμάζεσαι πια να πας στον ουρανό;», ρώτησε κάποιος ειρωνικά έναν ηλικιωμένο χριστιανό. Κι εκείνος απάντησε γαλήνια: «Φίλε, εγώ ζω ήδη στον ουρανό από τη μέρα που με λύτρωσε ο Σωτήρας μου Χριστός!». Αυτό ακριβώς εννοεί και ο απόστολος Παύλος όταν γράφει: «Άρα λοιπόν, δεν είστε πια ξένοι και στερημένοι δικαιωμάτων, αλλά είστε συμπολίτες των αγίων και ανήκετε στην οικογένεια του Θεού» (Εφεσ. 2:19).
Αυτήν την ευλογημένη πραγματικότητα δεν μπορούν να την καταλάβουν οι άνθρωποι που δεν έχουν γευτεί τη σωτήρια χάρη του Θεού και συνεχίζουν να ζουν μέσα στην αμαρτία, αλλά οι πιστοί, όσοι έχουν γίνει παιδιά του Θεού μέσω του λυτρωτικού έργου του Χριστού, τη ζουν από τώρα και προσδοκούν απλά να την συνεχίσουν μετά θάνατο στην ένδοξη παρουσία του Χριστού. (Σ.Α.Ι.)
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
130. Μη δείχνεις σκληρότητα προς τα ζώα. Αν το κάνης αυτό, θα είσαι ή θα γίνης σκληρός και προς τους ανθρώπους. Θυμήσου ότι τα ζώα κλήθηκαν στη ζωή από το έλεος του Κυρίου και πρέπει να ζουν απείραχτα όσο διαρκεί ο σύντομος βίος τους.
131. Ο πεσμένος στην αμαρτία άνθρωπος, ο σαρκικός άνθρωπος, αγαπά το φαγητό και το πιοτό. Επιθυμεί να ικανοποιή τις υλικές του αισθήσεις. Επιδιώκει την καλοπέρασι, τα πλούσια τραπέζια, τα ανήθικα θεάματα, τη διεφθαρμένη μουσική, τα λαμπρά κτίρια, κάθε τι που έχει εξωτερική λάμψι. Και μέσα στην εκκλησία υπάρχουν αντικείμενα που χαροποιούν το μάτι, τελεσιουργίες που είναι πολυτελές θέαμα, ακούσματα που ικανοποιούν το αφτί. Όλα αυτά όμως, προωρισμένα για να δοξάζεται ο Θεός και να δημιουργούνται μέσα μας ευλαβικά αισθήματα, δεν είναι αμαρτωλά, αλλά άγια. Στον κόσμο, κάθε τι ανταποκρίνεται στις ορέξεις του σαρκικού ανθρώπου. Κάθε τι απομακρύνει από τον Θεό. Η διεφθαρμένη καρδιά ρέπει προς τις σαρκικές αισθήσεις και προς ό,τι τις ικανοποιεί. Ο διεφθαρμένος νους θέλει να αποκτά γνώσεις που ανταποκρίνονται προς τη διαφθορά του και την κολακεύουν. Η διεφθαρμένη φαντασία και μνήμη διψούν επίσης εικόνες που να αντιστοιχούν σ’ αυτές και να τις ικανοποιούν. Αλλά εμείς οι χριστιανοί είμαστε «καινὴ κτίσις» (Β’ Κορ. ε’ 17), «γένος ἐκλεκτόν» (Α’ Πέτρ. β’ 9), ένας νέος λαός, «κτισθείς ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (Εφεσ. δ’ 24). Πρέπει λοιπόν να έχουμε εκδυθεί τον παλαιό άνθρωπο και τα έργα του και να πολεμούμε τις επιθυμίες του.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 73-74)
127. Η προσευχή είναι πνοή, πνεύμα. Όταν μιλούμε στον Θεό, αναπνέουμε μέσα στο Άγιο Πνεύμα: «έν πνεύματι άγίω προσευχόμενοι» (Ιούδ. 20). Όλες οι προσευχές της Εκκλησίας είναι αύρα του Αγίου Πνεύματος.
128. Όταν πηγαίνης να επισκεφθής κάποιο συγγενικό ή φιλικό σου σπίτι, μην πηγαίνεις εκεί για να φας και να πιής, αλλά για να ανταλλάξης στοργικά λόγια, να δροσίσης την ψυχή σου με την αγάπη, να αλληλοστηριχθήτε μέσα στην κοινή πίστι. «Ού γάρ ζητώ τά ύμών, αλλά ύμάς» (Β’ Κορ. ιβ’ 14), λέγει ο Απόστολος.
129. Η αγάπη, λέγει η Γραφή, «οὐ χαίρει επί τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ αληθεία» (Α’ Κορ. ιγ’ 6). Και όμως συμβαίνει, βλέποντας άδικες και αμαρτωλές πράξεις ή ακούοντας γι’ αυτές, να νοιώθουμε ευχαρίστησι εξ αιτίας τους. Είναι μία συνήθεια κακή, αντιχριστιανική, ασεβής προς τον θείο νόμο. Αποδείχνει ότι δεν τρέφουμε χριστιανική αγάπη για τον πλησίον μας. Γιατί η αγάπη «οὐ χαίρει τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ αληθεία». Ας παύσουμε λοιπόν να κάνουμε έτσι, για να μην καταδικασθούμε μαζί με τους εργάτες της ανομίας.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 72-73)
45. «Ιωακείμ και η Άννα δώρα προσήγαγον τοις πριν ιερεύσι και μη δεχθέντες άγονοι τνγχάνοντες...» (ΜΔ).
Η ατεκνία στον αρχαίο Ισραήλ ήταν όνειδος. Για ένα λαό που ιδανικό του ήταν η πληθυσμιακή αύξησή του «ως η άμμος της θαλάσσης» (Γεν. λβ' 12), η απαιδία και η έλλειψη απογόνων ήταν κατάρα˙ η μεγαλύτερη συμφορά για ένα ανδρόγυνο και με συνέπεια την μείωσι του οικογενειακού γοήτρου και τη κοινωνικοθρησκευτική απομόνωσί του. Έτσι, όπως βλέπομε στον επικεφαλής ύμνο, που απηχεί παλαιά παράδοσι, ο ονειδισμός και η ταπείνωσις των ατέκνων γονέων έφθασε μέχρι το σημείο να τους περιφρονήσουν και αυτοί ακόμη οι ιερείς, οι οποίοι δεν δέχθηκαν τα δώρα που εκείνοι προσέφεραν στο ναό του Θεού, λόγω της απαιδίας των.
Στην εποχή της Κ. Διαθήκης, το ιδανικό αλλάζει. Τώρα πια δεν ενδιαφέρει η γενετική αύξησις του Ισραήλ, αλλά η αύξησις της πίστεως στον Χριστό και ο πολλαπλασιασμός του νέου Ισραήλ της χάριτος, των χριστιανών. Στο Ευαγγέλιο του Χριστού δεν κυριαρχεί πια η σάρκα και το αίμα, αλλά το πνεύμα (Ιω. στ' 63).
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η ακούσια ατεκνία παίρνει εντελώς διαφορετικό νόημα. Δεν είναι πια όνειδος και κατάρα, αλλά δρόμος ζωής. Η στειρότης δεν είναι κατ’ ανάγκην τιμωρία ή αποδοκιμασία εκ μέρους του Θεού. Είναι το οριστικό θέλημα του Θεού για τους συγκεκριμένους συζύγους. Είναι ο δρόμος που η αγάπη του Θεού διάλεξε γι’ αυτούς και τη σωτηρία τους. Η ακούσια επομένως ατεκνία όπως και η ακούσια αγαμία δεν είναι κατ’ ανάγκην αρνητικές καταστάσεις. Οι άτεκνοι και οι άγαμοι εφ’ όσον ζουν με πίστι την κατάστασί τους, δεν πρέπει να θεωρούνται άκαρποι. Διότι με τη δύναμι της πίστεως μπορούν να αναδειχθούν καρποφόροι σε πολλούς άλλους τομείς και ν’ αναδειχθούν πραγματικοί ευεργέται της κοινωνίας. «Πλήρεις καλών έργων και ελεημοσυνών» (Πραξ. θ’ 36). Στην περίπτωσι αυτή ισχύει ο λόγος του προφήτου Ησαΐου: «πολλά τα τέκνα της ερήμου (δηλ. της αγάμου ή στείρας γυναίκας) μάλλον ή της εχούσης τον άνδρα» (βλ. Γαλ. δ' 27) .
Σε έχω προστάτιν εν νυκτί και ημέρα, Θεοτόκε.
Αγίασον τον νουν μου και την ψυχήν, Παρθένε.
Δίδου μοι, Αγνή, αληθή μετάνοιαν.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 70 )
ΈΝΑΣ αρχάριος μοναχός εξομολογήθηκε στον Αββά Σαρματά:
- Ο λογισμός μου με βασανίζει, Αββά, λέγοντάς μου: φάε, πιες και κοιμήσου.
- Όταν πεινάς φάε, όταν διψάς πιες, κι όταν νυστάζεις κοιμήσου, του αποκρίθηκε ο Γέροντας.
Γυρίζοντας πίσω στο κελλί του ο αδελφός, βρήκε στον δρόμο ένα γείτονά του Ερημίτη και του ανέφερε τα λόγια του Αββά.
- Να τι εννοούσε ο Γέροντας, εξήγησε εκείνος για να προλάβει την παρανόηση του αδελφού. Όταν ατονήσεις και δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου, κάθισε τότε και φάε. Όταν πεθαίνεις από δίψα, πιες, κι όταν εξαντλήσεις τις δυνάμεις σου από υπερβολική αγρυπνία, πέσε να κοιμηθείς.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ άνθρωποι, έλεγε κάποιος Γέροντας που τρώνε πολύ κι ακόμη πεινούν. και άλλοι που είναι λιγόφαγοι και χορταίνουν. Περισσότερη εγκράτεια όμως κάνουν εκείνοι που τρώνε πολύ και πεινούν, από εκείνους που τρώνε ελάχιστα και χορταίνουν. Συμβούλευε ακόμη τους αδελφούς που είχαν σώμα ασθενικό, να το προσέχουν, για να μην αρρωστήσουν και γίνουν βάρος στην Αδελφότητα.
ΚΑΠΟΙΟΣ Ερημίτης από την Αίγυπτο επισκέφθηκε τον Αββά Μεγέθιο, στο όρος Σινά:
- Πώς συνηθίζετε να εγκρατεύεστε στον τόπο σας; τον ρώτησε ο Γέροντας,
- Νηστεύουμε δυό μέρες αποκρίθηκε ο Ερημίτης και την τρίτη τρώμε ολόκληρο ψωμί.
- Μεγαλύτερη εγκράτεια θα κάνατε αν τρώγατε μισό ψωμί κάθε μέρα, του είπε ο διακριτικός Αββάς.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 90-91 )
Το παράδειγμα των γονέων
-Γέροντα, όταν το παιδί δεν υπακούη και αντιδρά, πώς πρέπει να φερθούν οιγονείς;
-Για να μην υπακούη το παιδί και να φέρεται άσχημα, κάτι θα φταίη.
Μπορεί να βλέπη άσχημες σκηνές ή να ακούη άσχημα λόγια μέσα στο σπίτι ή έξω από αυτό.
Πάντως τα παιδιά στα πνευματικά θέματα τα βοηθούμε κυρίως με το παράδειγμά μας, όχι με το ζόρισμα.
Περισσότερο μάλιστα τα βοηθάει η μητέρα με το παράδειγμά της, με την υπακοή της και τον σεβασμό της προς τον σύζυγο.
Αν σε κάποιο θέμα έχη διαφορετική γνώμη από εκείνον, ποτέ να μην την εκφράζη μπροστά στα παιδιά,
για να μην το εκμεταλλεύεται ο πονηρός. Ποτέ να μη χαλνάη τον λογισμό των παιδιών για τον πατέρα.
Ακόμη και αν φταίη ο πατέρας, να τον δικαιολογή.
Αν λ.χ. φερθή άσχημα, να πη στα παιδιά: «Ο μπαμπάς είναι κουρασμένος, γιατί ξενύχτησε, για να τελειώση μια επείγουσα δουλειά.
Και αυτό για σας το κάνει».
Πολλοί γονείς μαλώνουν μπροστά στα παιδιά και τους δίνουν άσχημα μαθήματα.
Τα καημένα τα παιδιά θλίβονται. Αρχίζουν μετά οι γονείς, για να τα παρηγορήσουν, να τους κάνουν όλα τα χατίρια.
Πηγαίνει ο πατέρας και καλοπιάνει το παιδί: «Τί θέλεις, χρυσό μου, να σου πάρω;».
Πηγαίνει και η μάνα, το καλοπιάνει κι εκείνη, και τελικά τα παιδιά μεγαλώνουν με νάζια και καμώματα και ύστερα,
αν δεν μπορούν οι γονείς να τους δώσουν ό,τι τους ζητούν, τους απειλούν ότι θα αυτοκτονήσουν.
Και βλέπω πόσο βοηθάει τα παιδιά το καλό παράδειγμα των γονέων.
Ήρθαν σήμερα δυο κοριτσάκια - το ένα θα ήταν τριών χρονών και το άλλο τεσσάρων - με τους γονείς τους
που ήταν πολύ ευλαβείς. Πόσο τα χάρηκα! Σαν αγγελούδια ήταν.
Κάθονταν και σκέπαζαν με τα φορεματάκια τους τα γονατάκια τους. Είχαν μια συστολή, έναν σεβασμό!
Και όλο αυτό προερχόταν από την συμπεριφορά των γονέων.
Όταν τα παιδιά βλέπουν τους γονείς τους να έχουν αγάπη μεταξύ τους, να έχουν σεβασμό, να φέρωνται με σύνεση,
να προσεύχωνται κ.λπ., τότε αυτά τα τυπώνουν στην ψυχή τους.
Γι’ αυτό λέω ότι η καλύτερη κληρονομιά που μπορούν να αφήσουν οι γονείς στα παιδιά τους είναι να τους μεταδώσουν την δική τους ευλάβεια.
Να βλέπατε ένα κοριτσάκι στην Αυστραλία, τί αρχοντιά είχε! Ήμασταν στην Κανμπέρα.
Είχα δει τους τελευταίους ανθρώπους που είχαν έρθει εκεί και σε λίγο θα φεύγαμε.
Βλέπω, σταματάει ένα αυτοκίνητο και κατεβαίνει ένα ανδρόγυνο με το κοριτσάκι τους.
«Γέροντα, σας προλάβαμε», μου λένε. «Ναι, τους λέω, σε λίγο φεύγουμε».
«Γέροντα, λέει ο άνδρας, εγώ ας μην έρθω, δεν πειράζει, μόνον η σύζυγος να σας δη λίγο, για να αναπαυθή,
γιατί είναι ευαίσθητη». Πήγαμε λίγο πιο πέρα με την μάνα, για να μου πη τι ήθελε.
Το κοριτσάκι έτρεχε από πίσω της. «Κάθησε, του λέω, θα έρθη η μαμά».
«Εσύ έχεις μαμά;», με ρωτάει. «Δεν έχω», του λέω. Βλέπω, τα ματάκια του βούρκωσαν.
«Θέλεις να σου δώσω την δική μου μαμά;», μου λέει. Το ρωτάω τότε κι εγώ: «Εσύ έχεις παππού;».
«Όχι», μου λέει. «Θέλεις παππού;». «Θέλουμε, μου λέει. Θέλεις να καθήσης στο σπίτι το δικό μας ή θέλεις να καθήσουμε εμείς στο δικό σου; Όπως θέλεις»,
μου λέει. Τέτοια αρχοντιά! Μικρό παιδί να θυσιάση την μάνα του! Και να δήτε, είχε αντιγράψει τους γονείς του.
Ο πατέρας είχε πολλή αρχοντιά. Τον αγκάλιασα, τον φίλησα, τον συνεχάρηκα. Πόσες ευχές του έδωσα!
Τέτοιοι άνθρωποι συγκινούν και τον πιο σκληρόκαρδο άνθρωπο, πόσο μάλλον τον Θεό!
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 94-96)