κε’. Λεγόταν για αυτόν (τον αββά Θεόδωρο της Φέρμης) ότι, σαν έγινε διάκονος σε Σκήτη, δεν δεχόταν να διακονή, αλλά έφυγε σε διάφορα μέρη. Οι γέροντες όμως τον έφεραν πάλι, λέγοντας του: «Μην παρατάς την διακονία σου». Τους αποκρίνεται ο Αββάς Θεόδωρος: «Αφήστε με να ζητήσω από το Θεό να με πληροφορήσει αν πρέπει να μείνω στον τόπο του λειτουργήματος αυτού». Και παρακαλώντας το Θεό έλεγε: «Αν είναι θέλημα σου να μείνω στη θέση αυτού του λειτουργήματος, πληροφόρησε με». Και του φανερώθηκε κολόνα φωτιάς από τη γη έως τον ουρανό και άκουσε φωνή να του λέγη: «Αν μπορῆς να γίνεις σαν αυτήν την κολόνα, πήγαινε να διακονήσεις». Και σαν το άκουσε αυτό, έκρινε ότι δεν έπρεπε ούτε αυτή τη φορά να δεχθῆ. Όταν λοιπόν ήλθε στην εκκλησία, του έβαλαν μετάνοια οι αδελφοί, λέγοντας: «Αν δεν θέλεις να διακονῆς, τουλάχιστο ας κρατάς το άγιο ποτήριο». Αλλά δεν δέχτηκε, λέγοντας: «Αν δεν με αφήσετε, φεύγω από εδώ. Και έτσι τον άφησαν.
κστ΄. Και έλεγαν γι’ αυτόν, ότι, σαν ερημώθηκε η Σκήτη, πήγε να μείνη στη Φέρμη. Και έχοντας τον πάρει τα γηρατειά, αρρώστησε. Του πρόσφεραν λοιπόν μερικά φαγώσιμα. Και ο,τι του έφερνε ο πρώτος το έδινε στον δεύτερο και έτσι, στη σειρά, ό,τι έπαιρνε από τον ένα το έδινε στον άλλο. Κατά δε την ώρα του φαγητού, έτρωγε ό,τι του έφερνε όποιος ερχόταν.
κζ’. Έλεγαν για τον Αββά Θεόδωρο, ότι, όταν έμενε στη Σκήτη, ήλθε σ΄ αυτόν ο δαίμων, θέλοντας να μπῆ στο κελλί του. Και τον έδεσε έξω. Και πάλι άλλος δαίμων ήλθε για να μπῆ. Και αυτόν τον έδεσε. Έρχεται κατόπιν και ένας τρίτος και βρίσκει δεμένους τους άλλους δυό. Και τους λέγει: «Τι μένετε εδώ έξω;». Και του απαντούν: «Κάποιος κάθεται μέσα και δεν μας αφήνει να μπούμε». Προσπαθεί τότε και ο τρίτος να εισέλθει. Αλλά ο γέρων τον έδεσε και αυτόν. Φοβισμένοι λοιπόν από τη δύναμη των προσευχών του, παρακαλούσαν τον γέροντα, λέγοντας: «Λύσε μας και άφησε μας να φύγουμε». Και τους λέγει ο γέρων: «Πηγαίνετε ». Και έτσι καταντροπιασμένοι, πήραν δρόμο.
κη’. Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για τον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης τα εξής: «Ήλθα κάποτε, το δειλινό, σε αυτόν και τον βρήκα να φορά κομμένο ράσο, όπου άφηνε το στήθος του ακάλυπτο, και το κουκούλι του ριγμένο προς τα εμπρός. Και να, κάποιος κόμης ήλθε να τον δῆ. Και σαν έκρουσε, βγήκε ο γέρων να ανοίξη. Και συναντώντας τον, κάθισε στην πόρτα για να μιλήση μαζί του. Πήρα τότε ένα κομμάτι από μαφόρι και σκέπασα τους ώμους του. Αλλά ο γέρων άπλωσε το χέρι και το έρριξε χάμω. Και όταν έφυγε ο κόμης, του λέγω: Αββά γιατί το έκαμες αυτό; Ο άνθρωπος ήλθε να ωφεληθῆ. Φοβάμαι μήπως σκανδαλίστηκε. Και μου αποκρίνεται ο γέρων: τι μου λες Αββά; Ακόμη γινόμαστε δούλοι των ανθρώπων; Κάναμε ό,τι χρειαζόταν. Πάει πέρασε πια. Όποιος θέλει να οφεληθῆ ,ας οφεληθῆ. Οποιος θέλει να σκανδαλισθῆ, ας σκανδαλισθῆ. Όσο για μένα, όπως τύχω, έτσι θα συναντώ τους ανθρώπους. Παράγγειλε δε στον μαθητή του, λέγοντας: «Αν έλθη κανείς θέλοντας να με δῆ, μην του πῆς τίποτε το ανθρώπινο. Αλλά αν τρώγω πες του: Τρώγει. Και αν κοιμάμαι, πες του : Κοιμάται.».
κθ’. Ήρθαν κάποτε εναντίον του τρεις ληστές, και οι δυο τον κρατούσαν, ενώ ο τρίτος κουβαλούσε τα σκευή του. Αφού έβγαλε τα βιβλία, ήθελε να πάρει και το ράσο. Τότε τους λέγει: «Αυτό αφήστε το». Αλλά εκείνοι δεν ήθελαν. Και σηκώνοντας τα χέρια, ρίχνει τους δυό χάμω. Το βλέπουν και τους παίρνει ο φόβος. Και τους λέγει ο γέρων: «Μη φοβάστε. Χωρίστε τα στα τέσσερα μέρη, πάρτε τα τρία και αφήστε το ένα». Έτσι και έκαμαν. Και του έμεινε το ράσο, όπου φορούσε όταν πήγαινε στη σύναξη.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 96-98)