45. «Ιωακείμ και η Άννα δώρα προσήγαγον τοις πριν ιερεύσι και μη δεχθέντες άγονοι τνγχάνοντες...» (ΜΔ).
Η ατεκνία στον αρχαίο Ισραήλ ήταν όνειδος. Για ένα λαό που ιδανικό του ήταν η πληθυσμιακή αύξησή του «ως η άμμος της θαλάσσης» (Γεν. λβ' 12), η απαιδία και η έλλειψη απογόνων ήταν κατάρα˙ η μεγαλύτερη συμφορά για ένα ανδρόγυνο και με συνέπεια την μείωσι του οικογενειακού γοήτρου και τη κοινωνικοθρησκευτική απομόνωσί του. Έτσι, όπως βλέπομε στον επικεφαλής ύμνο, που απηχεί παλαιά παράδοσι, ο ονειδισμός και η ταπείνωσις των ατέκνων γονέων έφθασε μέχρι το σημείο να τους περιφρονήσουν και αυτοί ακόμη οι ιερείς, οι οποίοι δεν δέχθηκαν τα δώρα που εκείνοι προσέφεραν στο ναό του Θεού, λόγω της απαιδίας των.
Στην εποχή της Κ. Διαθήκης, το ιδανικό αλλάζει. Τώρα πια δεν ενδιαφέρει η γενετική αύξησις του Ισραήλ, αλλά η αύξησις της πίστεως στον Χριστό και ο πολλαπλασιασμός του νέου Ισραήλ της χάριτος, των χριστιανών. Στο Ευαγγέλιο του Χριστού δεν κυριαρχεί πια η σάρκα και το αίμα, αλλά το πνεύμα (Ιω. στ' 63).
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η ακούσια ατεκνία παίρνει εντελώς διαφορετικό νόημα. Δεν είναι πια όνειδος και κατάρα, αλλά δρόμος ζωής. Η στειρότης δεν είναι κατ’ ανάγκην τιμωρία ή αποδοκιμασία εκ μέρους του Θεού. Είναι το οριστικό θέλημα του Θεού για τους συγκεκριμένους συζύγους. Είναι ο δρόμος που η αγάπη του Θεού διάλεξε γι’ αυτούς και τη σωτηρία τους. Η ακούσια επομένως ατεκνία όπως και η ακούσια αγαμία δεν είναι κατ’ ανάγκην αρνητικές καταστάσεις. Οι άτεκνοι και οι άγαμοι εφ’ όσον ζουν με πίστι την κατάστασί τους, δεν πρέπει να θεωρούνται άκαρποι. Διότι με τη δύναμι της πίστεως μπορούν να αναδειχθούν καρποφόροι σε πολλούς άλλους τομείς και ν’ αναδειχθούν πραγματικοί ευεργέται της κοινωνίας. «Πλήρεις καλών έργων και ελεημοσυνών» (Πραξ. θ’ 36). Στην περίπτωσι αυτή ισχύει ο λόγος του προφήτου Ησαΐου: «πολλά τα τέκνα της ερήμου (δηλ. της αγάμου ή στείρας γυναίκας) μάλλον ή της εχούσης τον άνδρα» (βλ. Γαλ. δ' 27) .
Σε έχω προστάτιν εν νυκτί και ημέρα, Θεοτόκε.
Αγίασον τον νουν μου και την ψυχήν, Παρθένε.
Δίδου μοι, Αγνή, αληθή μετάνοιαν.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 70 )