111. «Τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούς» (Ματθ. α' 21).
Ο Αρχάγγελος καθορίζει ακόμα και τον ρόλο του καθενός στο μυστήριο της Ενσαρκώσεως: η Παρθένος θα γεννήση και ο Ιωσήφ θα ονομάση το θείο Βρέφος, δίδοντας του το όνομα Ιησούς!
Έτσι ο Ιωσήφ συνειδητοποιεί ότι τα γεγονότα τον ξεπερνούν. Δεν είναι αυτός ο αίτιος του κυοφορούμενου βρέφους. Στην αρχή νόμισε ότι η Παρθένος τον προσέβαλε προσωπικά. Τώρα πείθεται σιγά σιγά ότι και αυτός και η Μαριάμ εκλήθηκαν να παίξουν ένα ρόλο σε γεγονότα που τους ξεπερνούν. Δεν ήταν δική τους εκλογή. Δεν τα πρακάλεσαν οι ίδιοι. Η πηγή και η αιτία των εκπληκτικών αυτών γεγονότων ήταν ο Κύριος! Αυτοί δεν ήταν παρά υπηρέτες των μεγαλείων Του Θεού!
Μακρυά απ’ τη διάστασι του Θεού ο άνθρωπος φαντάζει σαν γίγας! Ο άνθρωπος νομίζει ότι είναι Κύριος της ζωής και της τύχης του εαυτού του, των άλλων και του κόσμου ολοκλήρου. Όταν όμως πέφτη επάνω του η σκιά του Θεού, τότε ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την πραγματική του διάστασι. Μπροστά σ’ ένα φυσικό φαινόμενο, μπροστά σ’ ένα ιστορικό γεγονός, μέσα στο μυστηριώδες σύμπαν του Θεού ο άνθρωπος εξαφανίζεται κυριολεκτικά.
Ο Ιωσήφ, μπροστά στη διαδικασία της Ενσαρκώσεως ανακαλύπτει την πραγματική του διάστασι. Συνειδητοποιεί ότι το γεγονός των γεγονότων τον ξεπερνά. Δεν προέρχονται απ’ αυτόν, δεν ρυθμίζονται απ’ αυτόν, δεν μπορεί να τα ελέγξη, να τα αλλάξη, να τα σταματήση.
Ο άνθρωπος θα ήταν αδύνατο να συνειδητοποιήση τη θέσι και τον ρόλο του στη ζωή και την ιστορία, αν δεν υπήρχαν οι επεμβάσεις του Θεού. Ό,τι καθώρισε τον άνθρωπο και τον ρόλο του ήταν η παρουσία του Θεού στα γεγονότα της Ιστορίας. Χωρίς τις θεοφανίες, ο άνθρωπος θα εξελισσόταν σ΄ένα ανθρωπόμορφο δεινόσαυρο· ό,τι τον κράτησε στις διαστάσεις του και στα δημιουργικά του πλαίσια ήταν η παρουσία της αγάπης του Θεού, που σαν φιλανθρωπία εκδηλώθηκε και εκδηλώνεται σ’ όλα τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας.
Αν ο σύγχρονος άνθρωπος κινδυνεύη να αφανισθή είναι γιατί έχασε την δυνατότητα συγκρίσεώς του με τη διάστασι του Θεού και γι΄ αυτό τείνει να εκφυλισθή από γιγαντισμό. Αυτό είναι ένα γεγονός — σημείον που μας λέει, ότι δεν απέχομε πολύ από μια νέα Θεοφανία, που θα σώση τον άνθρωπο από τον επερχόμενο —διαφορετικά— ολοκληρωτικό αφανισμό του...
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 137-138)
ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ κάποτε να επισκεφθεί μια σκήτη ο Όσιος Μακάριος, συνάντησε στον δρόμο τον διάβολο φορτωμένο μ’ ένα παράξενο φορτίο, να πηγαίνει κι εκείνος προς τα εκεί.
- Πού πας; τον ρώτησε ο Όσιος.
- Πάω να βάλω λογισμούς στους μοναχούς, αποκρίθηκε με αναίδεια εκείνος.
- Και τί είναι αυτά που κουβαλάς μαζί σου;
- Τα γεύματα που θα τους προσφέρω.
- Τόσα πολλά; απόρησε ο Όσιος.
- Βέβαια. Αν δεν ικανοποιούνται με το ένα, έχω άλλο έτοιμο κι αν δεν τους αρέσει κι αυτό, τους δίνω τρίτο. Ένα απ’ όλα θα είναι του γούστου τους.
- Έχεις πολλούς εκεί που σε ακολουθούνε; ρώτησε με φρίκη ο Αββάς.
- Όχι, αναγκάστηκε να ομολογήσει ο διάβολος. Οι περισσότεροι έχουν αγριέψει εναντίον μου. Έχω όμως κι έναν καλό φίλο.
- Πώς ονομάζεται; ρώτησε μ’ ένδιαφέρον ο Όσιος.
- Θεόπεμπτος, αποκρίθηκε ο διάβολος και τράβηξε βιαστικός τον δρόμο του.
Συλλογισμένος από όσα ακουσε ο Αββάς Μακάριος, ανέβηκε στην σκήτη. Οι αδελφοί του έκαναν θερμή υποδοχή και καθένας φιλοτιμήθηκε να τον προσκαλέσει στην καλύβα του. Ο Όσιος όμως ζήτησε τον Θεόπεμπτο και τον παρακάλεσε να τον φιλοξενήσει. Όταν έφτασαν στο κελλί του, τον ρώτησε πώς περνούσε.
- Καλά με την ευχή σου, Αββά, αποκρίθηκε εκείνος.
- Δεν σε πειράζουν οι λογισμοί;
Ο Θεόπεμπτος δίστασε λίγο. Ντρεπόταν να φανερώσει στον Όσιο πως δεχόταν ακάθαρτους λογισμούς.
- Καλά πηγαίνω, ψιθύρισε, προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος.
- Αχ, αδελφέ μου! αναστέναξε βαθιά ο Όσιος. Εγώ, τόσα χρόνια ασκητής και γερασμένος πια, πειράζομαι από σαρκικούς λογισμούς κι ας με τιμούν οι άνθρωποι.
Ο Θεόπεμπτος πήρε θάρρος από τα λόγια του Οσίου και του φανέρωσε τον δικό του πολεμο. Εκείνος τότε τον συμβούλεψε πως ν’ αντιστέκεται στους κακούς λογισμούς κι αφού του έδωσε τον κανόνα που έπρεπε, έφυγε να γυρίσει στο κελλί του. Στον δρόμο βρήκε πάλι τον διάβολο, αλλά τώρα πολύ κατσουφιασμένο.
- Τί νέα; τον ρώτησε ο Αββάς.
- Πολύ άσχημα, αποκρίθηκε εκείνος. Όλοι οι μοναχοί μου εναντιώνονται και πιο πολύ ο παλιός μου φίλος. Γι’ αυτό κι εγώ ορκίστηκα να τους αφήσω πολύ καιρό απείραχτους, για να γίνουν αμέριμνοι οπως πρώτα.
Έφριξε ο Όσιος με την πανουργία του διαβόλου και παρακάλεσε θερμά τον Κύριο να προφυλάσσει απ’ αυτήν το ποίμνιό Του.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου
Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 170-171)
Δουλεία
σχετικά με την αμαρτία
Όταν παρεισέφρυσε η αμαρτία, κατέστρεψε την ελευθερία και τη φυσική της αξία, και εισήγαγε τη δουλεία.
Ε.Π.Ε. 3,252
η αμαρτία
Αυτό είναι πραγματική ελευθερία, όταν κανείς και ως δούλος διαλάμπη. Τέτοιος είναι ο Χριστιανισμός: Χαρίζεται ελευθερία στους δούλους, έστω κι αν παραμένουν δούλοι. Αυτή, αγαπητέ, η δουλεία δεν βλάπτει· εκείνη που βλάπτει είναι η φυσική, η δουλεία της αμαρτίας. Διότι, πες μου, ποιο το όφελος, όταν δεν είσαι μεν δούλος ανθρώπου, όμως υποδουλώνης τον εαυτό σου στα πάθη;
Ε.Π.Ε. 18,540
καταργήθηκε
Γι’ αυτό μας έδωσε ο Θεός χέρια και πόδια, για να μη χρειαζώμαστε υπηρέτες. Δεν χρειαζόταν να υπάρχουν δούλοι, αφού και αυτοί είναι πλάσματα του Θεού σαν τον Αδάμ. Ο δε Χριστός κατάργησε και τη δουλεία. Δεν υπάρχει, λοιπόν, ανάγκη να έχη κάποιος δούλους. Τι χρειάζονται τα κοπάδια των δούλων; Όπως οι έμποροι προβάτων και οι σωματέμποροι, έτσι και οι πλούσιοι πηγαίνουν στο λουτρό ή στην αγορά με τη συνοδεία δούλων!
Ε.Π.Ε. 18α,666
κατ’ όνομα μόνο
Να μη λυπάσαι, επειδή βρίσκεσαι σε υποδεέστερη θέσι και από τη γυναίκα και από τα παιδιά. Η δουλεία είναι μόνο κατ’ όνομα. Και η εξουσία του αφεντικού κατά το φαινόμενο, πρόσκαιρη και σύντομη.
E.Π.E. 21,270
και ελευθερία
Να δουλεύετε με προθυμία, όχι από ανάγκη. Αν δουλεύης με αυτό τον τρόπο, δεν είσαι δούλος, αν βέβαια το κάνης για το Χριστό. Διότι τέτοια δουλειά εργαζόταν και ο Παύλος, ο όντως ελεύθερος.
Ε.Π.Ε. 21,274
την γεννά η πλεονεξία
Τη δουλεία τη γέννησε η πλεονεξία, η σκληρότητα, η απληστία.
Ε.Π.Ε. 21,278
πότε είναι ελευθερία;
Μη νομίσης, πως επειδή είσαι πιστός, είσαι και ελεύθερος. Ελευθερία αυτό στην πραγματικότητα είναι, το να γίνεσαι υπηρέτης και διάκονος.
Ε.Π.Ε. 23,410-412
τα πάθη
Ποιο το όφελος να εξουσιάζη κάποιος ολόκληρα έθνη και να κυριεύεται από τα πάθη;
Ε.Π.Ε. 23,450
επαίσχυντη
Αν η φυλάκισις του Παύλου για το Χριστό δεν είναι ντροπή, αλλ’ είναι και καύχημα, πολύ περισσότερο η δουλεία δεν είναι επονείδιστη.
Ε.Π.Ε. 24,146
όχι διακρίσεις στην εκκλησία
Η Εκκλησία δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε κυρίους και υπηρέτες. Τον καθένα τον διακρίνει απ’ τα πνευματικά του κατορθώματα κι από τα αμαρτήματά του. Αν, λοιπόν, είναι το σπίτι σου εκκλησία, να μη δυσανασχετήσης που θα συγκαταλέγεται μαζί σου και ένας δούλος.
Ε.Π.Ε. 24,150
δουλέμποροι
Οι πατέρες κάνουν το αντίθετο από όσα κάνουν οι δουλέμποροι. Στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, ορίζουν παιδαγωγούς, τα απειλούν ότι θα τα τιμωρήσουν, τα φοβερίζουν. Και όταν περάσουν την πρώτη ηλικία, τότε, αφού αποκτήσουν πείρα της ζωής, τότε τους δίνουν τιμές και αξιώματα και ανέσεις και την περιουσία. Και ο Θεός ενεργεί όχι όπως οι δουλέμποροι, που στην αρχή τάζουν κι ύστερα βασανίζουν, αλλ’ όπως οι πατέρες. Μας βάζει πρώτα στα λυπηρά, μας παραδίνει σε θλίψεις, σαν να μας εμπιστεύεται σε παιδαγωγούς. Και όταν ασκηθούμε και σωφρονισθούμε, να δείξουμε υπομονή και να επιδείξουμε αγία ζωή. Και όταν εδραιωθούμε σ’ αυτά, τότε μας κάνει κληρονόμους της βασιλείας των ουρανών.
Ε.Π.Ε. 32,496
και ελευθερία
Τα ονόματα δούλος και ελεύθερος είναι απλά ονόματα, χωρίς να φανερώνουν κάτι ξεχωριστό. Η δουλεία όμως είναι καθωρισμένης· είναι αμαρτία. Η ελευθερία είναι η αρετή.
Ε.Π.Ε. 33,242
του Ισραήλ
Ο Θεός καθώρισε και το πόσα χρόνια θα βρίσκονταν οι Ιουδαίοι στα δεινά, όπως ακριβώς καθώρισε στην πρώτη δουλεία τετρακόσια χρόνια και στη δεύτερη εβδομήντα.
Ε.Π.Ε. 34,264
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 82-85)
110. «Το γάρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος έστιν Αγίου» (Ματθ. α΄ 20).
Ο Άγγελος αποκαλύπτει τώρα και στον Ιωσήφ με τις ίδιες απλές λέξεις τον μυστικό και άγνωστο τρόπο της εγκυμοσύνης της Παρθένου: Η σύλληψις του κυοφορουμένου βρέφους έγινε με ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
Ο Ιωσήφ ήταν πιστός και ενάρετος άνθρωπος. Στην Αγία Γραφή είχε προσέξει παρόμοιες περιπτώσεις. Επομένως δεν δυσκολεύθηκε να καταλάβη τα γεγονότα: το όνομα του Αγγέλου, η υπόμνησίς του ότι είναι «υιός Δαβίδ», οι πληροφορίες των Ιερέων περί της Παρθένου κλπ. όλα τώρα παίρνουν ένα νόημα μέσα του και εξηγούνται ολοκάθαρα. Βρίσκεται μπροστά σε ξεχωριστό «σημείο» του θείου σχεδίου. Θα πρέπει όχι μόνο να ησύχασε, αλλά και να πλημμύρισε η ύπαρξίς του από ευγνωμοσύνη και χαρά για «όσα άκουσε και είδε» για το ότι οι Ιερείς παρέδωσαν την Παρθένο σ’ αυτόν για να είναι «φύλακας της Παρθενίας της» (Δ, 119) .
Τα γεγονότα της ζωής μας φαίνονται συνήθως ασυνάρτητα. Γι΄ αυτό και πολλοί παραπονούνται ότι δεν υπάρχει κανένα νόημα στη ζωή. Όταν όμως πιστεύης ότι ο Θεός κυβερνάη τη ζωή σου, τότε όλα τα γεγονότα ενώνονται και αποκτούν μια ιδιαίτερη αξία και σημασία. Τα μεγάλα και μικρά γεγονότα της ζωής μας αποτελούν τους οικοδομικούς λίθους, με τους όποιους ο Θεός κτίζει το οικοδόμημα της ζωής και της σωτηρίας μας.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 136)
134. Ποιά είναι τα έργα τα οποία οφείλει να τελεί ο αναγεννημένος πιστός;
α) Αυτά που είναι υποχρεωτικά για όλους τους πιστούς. Είναι οι εντολές του Θεού που υπάρχουν στις δύο Διαθήκες του, κυρίως στο Δεκάλογο της Π. Διαθήκης. Ο κάθε πιστός πρέπει, κατά το μέτρο των δυνάμεων και των δυνατοτήτων του, να τηρεί το νόμο του Θεού, να μη φονεύει, να μη μοιχεύει, να μην κλέβει, να αγαπά, το Θεό και τον πλησίον του κ.λπ. Η καταπάτηση των εντολών του Θεού συνεπάγεται την τιμωρία του ανθρώπου, σε ακραίες δε περιπτώσεις και αν δεν διορθωθεί εν τω μεταξύ, μπορεί ο αμαρτωλός τελικά να κατακριθεί και να χάσει την ψυχή του.
β) Τα έργα που δεν είναι υποχρεωτικά για όλους, η πλήρωση των οποίων αφήνεται στην ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου. Τα έργα αυτά ονομάζονται ευαγγελικές παραινέσεις (συμβουλές). Αυτές είναι συνήθως τρείς: η παρθενία, η ακτημοσύνη και ο μοναχικός βίος. Τα έργα αυτά δεν δεσμεύουν όλους τους πιστούς, αλλά μόνον ολίγους, αυτούς που θέλουν ελεύθερα να τα αναλάβουν.
Οι ευαγγελικές παραινέσεις δεν είναι καθ’ εαυτές αξιόμισθες. Είναι μεν έργα επαινετά, όχι όμως και αξιόμισθα. Η αξίωση, λόγου χάρη, ότι το να μένει κανείς άγαμος και να νηστεύει κάνει κάτι αξιόμισθο ενώπιον του Θεού είναι επικίνδυνη, γιατί υποτιμά τον γάμο σαν κάτι ακάθαρτο και διακρίνει τις τροφές σε κατακριτέες και μη, κάτι που αντιβαίνει στο γενικότερο πνεύμα του Ευάγγελου. Εντούτοις, αν οι ευαγγελικές παραινέσεις δεν είναι αξιόμισθες, είναι ωστόσο μέσα αξιόλογα να πράττει κανείς ευχερέστερα την αρετή και να διακονεί απερίσπαστα τον Κύριο· εκ του λόγου τούτου είναι προτιμητέες και για ορισμένους ανθρώπους και σε ορισμένες περιπτώσεις, αναγκαίες και επιβαλλόμενες. Οτι οι παραινέσεις δεν είναι υποχρεωτικές για όλους, δηλώνουν τα λόγια του Κυρίου προς τον πλούσιο νεανίσκο: «εί θέλεις τέλειος είναι ύπαγε πώλησόν σου τά ύπάρχοντα και δός τοις πτωχοϊς ... και δός τοίς πτωχοϊς και έξεις θησαυρόν έν ούρανώ και δεύρο άκολούθει μοι», όπου η τέλεια ακτημοσύνη και η αποστολική μαθητεία αφήνονται στην προαίρεση του νεανίσκου, όπως και το παράδειγμα του Ζακχαίου, ο οποίος έγινε δεκτός από τον Κύριο ως υιός Αβραάμ με την προαιρετική προσφορά του μισού μέρους της περιουσίας του. Ότι όμως οι περιπτώσεις των Αποστόλων και άλλων ασκητών και αγίων, οι οποίοι, εγκαταλείψαντες τα πάντα αφιερώθηκαν ολόψυχα στη διακονία του Κυρίου, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τη συμπεριφορά του νεανίσκου του μη δυναμένου ν’ αποκολληθεί από τα υπάρχοντά του, είναι φανερόν.
Ενδεικτικές επίσης είναι και οι παραινέσεις του Απ. Παύλου: «Λέγω δέ τοῖς ἀγάμοις καί ταῖς χήραις καλόν αὐτοῖς, ἐάν μένωσιν ὡς κἀγώ»192. Εδώ ο Απόστολος προτείνει απλώς την αγαμία σαν κάτι που διευκολύνει την απερίσπαστη διακονία του Ευαγγελίου, δεδομένου μάλιστα ότι ο «γαμήσας μεριμνά τα του κόσμου, όσα αρέσει τη γυναικί». Από την άλλη ο αυτός Απόστολος τοποθετεί την αγαμία πιο πάνω από τον γάμο: «ὁ ἐκγαμίζων καλῶς ποιεῖ, ὁ δὲ μὴ ἐκγαμίζων κρεῖσσον ποιεῖ». Τότε μόνον είναι προτιμότερος ο γάμος όταν ο άνθρωπος δεν αντέχει την πύρωση της σάρκας: «Κρείσσον γαρ έστιν γαμήσαι ή πυρούσθαι».
Υπάρχει βέβαια και η αντίληψη, ότι η διάκριση των απλών καθηκόντων από τις ευαγγελικές παραινέσεις δεν είναι σωστή, ένεκα των εκτάκτων δώρων και δυνάμεων με τις οποίες είναι εφοδιασμένοι οι αναλαμβάνοντες τις ευαγγελικές συμβουλές, οι οποίες είναι σ’ αυτή την περίπτωση απλά καθήκοντα για τους δυναμένους. Η άποψη όμως αυτή δεν είναι σωστή. Τα μεγάλα από το Θεό δώρα δεν αρκούν πάντοτε για την ανάληψη των ευαγγελικών παραινέσεων, αλλ΄ απαιτείται παράλληλα και η ελεύθερη θέληση του ανθρώπου, πράγμα που δεν συμβαίνει πάντοτε, όπως μαρτυρεί η ιστορική πείρα. Υπάρχουν δηλαδή άνθρωποι, που αν και έλαβαν έκτακτα χαρίσματα από το Θεό, όμως δεν ανέλαβαν τις ευαγγελικές παραινέσεις, πολλές δε φορές περιήλθαν στην ηθική κατάπτωση και τη διαφθορά.
Το πράγμα βέβαια διαφέρει, αν μελετηθεί από την υποκειμενική του πλευρά. Όσο περισσότερο προχωρεί κανείς στο στάδιο της ηθικής τελειώσεως, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί την πνευματική του κατάσταση και εκείνο που οι πολλοί θεωρούν ως έκτακτο έργο και υψηλή αποστολή, αυτός το θεωρεί ως απλό χρέος και επιταγή, ως καθήκον το οποίον οφείλει να επιτελέσει ως «αχρείος δούλος». Αυτό όμως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και την εξ αντικειμένου εξάλειψη της διακρίσεως των απλών εντολών από τις ευαγγελικές παραινέσεις.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 194-196)
133. Είναι δυνατή η πλήρωση του ευαγγελικού νόμου;
Ο ευαγγελικός νόμος εκφράζει το θέλημα του Θεού, όπως αυτό καταγράφτηκε στις δυο διαθήκες του, την Παλαιά και την Καινή. Εφόσον δε το θέλημα του Θεού είναι άγιο, έτσι και ο νόμος ο εκφράζων αυτό είναι άγιος. Ο νόμος εκφράζεται με τη μορφή εντολών, τις οποίες ο πιστός καλείται να εκτελεί. Με την τέλεση των εντολών εμπνεομένων από την πίστη και τη ζωογόνο πνοή της χάριτος, ο χριστιανός πιστοποιεί την κλήση του, εκφράζει την αυτοσυνειδησία του ως ζωντανό μέλος του σώματος του Χρίστου, προάγεται στην αρετή και την πνευματική του τελείωση και γίνεται άξιος της βασιλείας των ουρανών. Δια της πιστής τηρήσεως των εντολών του Θεού ο άνθρωπος σώζεται. Αντίθετα, αν παραλείπει την τήρηση του νόμου του Θεού ή και καταπατεί αυτόν, ως συνέπεια θα έχει την απώλεια της ψυχής του.
Είναι όμως εφικτή η πλήρης και τέλεια πλήρωση του νόμου του Θεού; Όπως και σε όλες τις άλλες καταστάσεις, το απόλυτο και τέλειο διαφεύγει τις ανθρώπινες δυνατότητες. Το τέλειο είναι μόνο για τον τέλειο Θεό, όχι για τον πεπερασμένο άνθρωπο. Αν όμως το απολύτως τέλειο ισχύει μόνο για το Θεό, για τα πλάσματα ισχύει το σχετικώς τέλειο. Ο άνθρωπος δηλαδή πράττοντας το νόμο του Θεού μπορεί να απομάξει το ευαγγελικό ιδεώδες το σύμμετρο προς τις ηθικοπνευματικές του δυνάμεις, τελώντας ελεύθερα το νόμο του Θεού και επικουρούμενος από την τελειωτική χάρη του Αγίου Πνεύματος. Όσοι ισχυρίζονται ότι στα σχετικά ανθρώπινα πλαίσια είναι αδύνατη η πλήρωση του ευαγγελικού ιδεώδους δεν έχουν δίκαιο. Αυτό θ’ αποτελούσε κατασυκοφάντηση του Αγίου Θεού που επιτάσσει στους ανθρώπους εντάλματα, τα οποία αδυνατούν να εκτελέσουν. Φυσικά η πλήρωση του νόμου του Θεού δεν είναι πάντοτε εύκολη, αδύνατη δε στις δυνάμεις του φυσικού ανθρώπου. Μόνο στο πεδίο της χάριτος μπορεί να εκπληρώσει ο πιστός τα εντάλματα του Θεού. Αυτό θα εξαρτηθεί από την ιδιοφυία και τις όποιες άλλες δυνατότητες ταυ. Άλλοι μεν, οι άγιοι, φθάνουν στην τελείωση τους, άλλοι απλώς την πλησιάζουν, ενώ άλλοι μένουν μακριά. Εν πάση όμως περιπτώσει η κατά το δυνατόν πλήρωση του νόμου του Θεού είναι για όλους εφικτή και επιτακτική.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 193-194)
132. Υπάρχουν δύο δικαιώσεις;
Η θεωρία περί δύο δικαιώσεων διατυπώθηκε από προτεστάντες θεολόγους, υιοθετηθείσα και από ορθοδόξους (Αντώνιος, Μακάριος, Δαμαλάς) για να συμβιβασθεί η διδασκαλία της Γραφής, η οποία άλλοτε μεν ομιλεί περί δικαιώσεως και σωτηρίας εκ πίστεως, άλλοτε δε δια πίστεως ενεργουμένης εν αγάπη. Κατά τη θεωρία, η δικαίωση δια πίστεως τελείται εδώ κάτω στη γη, ενώ η δεύτερη δια πίστεως και αγαθών έργων θα γίνει κατά την καθολική κρίση. Ο Χριστός δηλαδή όσους εδικαίωσε κατά το βαπτισμα δια της πίστεως, θα δικαιώσει για δεύτερη φορά κατά την κρίση με βάση την πίστη και τα αγαθά έργα τους. Στη δεύτερη περίπτωση η δικαίωση συμπίπτει με τη σωτηρία.
Σχηματικά η θεωρία αυτή είναι ορθή. Δεδομένου δε, οτι όσοι δικαιώνονται στο βάπτισμα δεν διαπτύσσουν τη δικαίωσή τους σε βίο θεοφιλή και ενάρετο προαγόμενοι με τη βοήθεια της χάριτος στο πεδίο του αγιασμού, είναι λογικό ο Θεός να σώσει μόνο εκείνους που πίστευσαν και συγχρόνως παρήγαγαν έργα αγαθά. Ουσιαστικά όμως φαίνεται περιττή και χωρίς περιεχόμενο η διαίρεση της μίας δικαιώσεως σε δυο, στην επίγεια και την επουράνια. Η δεύτερη δικαίωση δεν είναι τίποτε άλλο από την έσχατη κρίση του Θεού, ο οποίος θα κρίνει και θα σώσει τον κόσμο, σταθμώμενος τη δικαίωση που έφερε ο άνθρωπος κατά τη στιγμή του θανάτου του, αν δηλαδή οικειοποιήθηκε το λυτρωτικό έργο του Χριστού, έζησε με πίστη στο Σωτήρα και παρήγαγε έργα αγαθά και ενάρετα. Η μία δηλαδή πίστη η εν αγάπη ενεργουμένη, η οποία αποτελεί την ουσία της δικαιώσεως, απλά θα επιβραβευθεί από το Θεό ως σωτηρία πλέον και είσοδος στη βασιλεία των ουρανών.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 188-189)
Με τον πόνο μας επισκέπτεται ο Χριστός
Ανθρωπος που δεν περνάει δοκιμασίες, που δεν θέλει να πονάει, να ταλαιπωρήται,
που δεν θέλει να τον στενοχωρούν ή να του κάνουν μια παρατηρήση,
αλλά θέλει να καλοπερνάει, είναι εκτός πραγματικότητος.
«Διήλθομεν δια πυράς και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν», λέει ο Ψαλμωδός.
Βλέπεις, και η Παναγία μας πόνεσε και οι Άγιοι μας πόνεσαν,
γι’ αυτό και εμείς πρέπει να πονέσουμε, μια που τον ίδιο δρόμο ακολουθούμε.
Με την διαφορά ότι εμείς, όταν έχουμε λίγη ταλαιπωρία σ’ αυτήν την ζωή,
ξοφλούμε λογαριασμούς και σωζόμαστε. Αλλά και ο Χριστός με πόνο ήρθε στην γή.
Κατέβηκε από τον Ουρανό, σαρκώθηκε, ταλαιπωρήθηκε, σταυρώθηκε.
Και τώρα ο Χριστιανός την επίσκεψη του Χριστού έτσι την καταλαβαίνει, με τον πόνο.
Όταν επισκέπτεται ο πόνος τον άνθρωπο, τότε του κάνει επίσκεψη ο Χριστός.
Ενώ, όταν δεν περνάει ο άνθρωπος καμιά δοκιμασία, είναι σαν μια εγκατάλειψη του Θεού.
Ούτε ξοφλάει, ούτε αποταμιεύει. Μιλάω βέβαια για έναν ο οποίος δεν θέλει την κακοπάθεια
για την αγάπη του Χριστού. Σου λέει: «Έχω την υγεία μου, έχω την όρεξή μου, τρώω, περνάω μια χαρά, ήσυχα...»,
και δεν λέει ένα «δόξα Σοι ο Θεός». Τουλάχιστον, αν αναγνωρίζει όλες αυτές τις ευλογίες του Θεού,
κάπως τακτοποιείται η υπόθεση. «Δεν μου άξιζαν αυτά, να πει, αλλά, επειδή είμαι αδύνατος,
γι’ αυτό ο Θεός με οικονομάει». Στον βίο του Αγίου Αμβροσίου αναφέρεται ότι κάποτε ο Άγιος
φιλοξενήθηκε με την συνοδεία του στο σπίτι κάποιου πλουσίου.
Βλέποντας ο Άγιος τα αμύθητα πλούτη του τον ρώτησε αν είχε καμμιά φορά δοκιμάσει κάποια θλίψη.
«Όχι, ποτέ, του απάντησε εκείνος. Τα πλούτη μου συνέχεια αυξάνονται, τα κτήματά μου ευφορούν, ούτε πόνο έχω,
ούτε αρρώστια είδα ποτέ». Τότε ο Αγιος δάκρυσε και είπε στην συνοδεία του: «Ετοιμάστε τα αμάξια
να φύγουμε γρήγορα από ’δώ, γιατί αυτόν δεν τον επισκέφθηκε ο Θεός!».
Και μόλις βγήκαν στον δρόμο, το σπίτι του πλουσίου βούλιαξε! Η καλοπέραση που είχε ήταν εγκατάλειψη Θεού.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 194-195)
"Βοήθεια στο στήσιμο γεωργοκτηνοτροφικής μοναδας"
Ο συγγενής μου ήθελε να κάμει μια γεωργοκτηνοτροφική μονάδα στο χωριό του.
Είχε συμβουλευτεί προηγουμένως το Γέροντα, ο οποίος συμφώνησε μαζί του.
Ήθελε λοιπόν να κάνει μια γεώτρηση μέσα στο κτήμα του και πήγε στο Γέροντα,
για να ζητήσει τη συμβουλή του. Τότε ο Γέρων Πορφύριος,
ο οποίος ουδέποτε είχε κάνει στο χωριό του, άρχισε να του κάνει μια πλήρη
και λεπτομερέστατη τοπογραφική περιγραφή του κτήματος, υποδεικνύοντάς του
το συγκεκριμένο σημείο, όπου θα έπρεπε να κάνει τη γεώτρηση, και λέγοντάς του μάλιστα
στα πόσα ακριβώς μέτρα κάτω από τη γη θα έβρισκε νερό.
Πράγματι, όταν ο συγγενής αυτός πήρε ειδικούς γεωλόγους και πήγαν στο κτήμα,
αυτοί εντόπισαν το νερό, όπως ακριβώς του το είχε υποδείξει ο Γέρων Πορφύριος,
μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας.
[Ί 113]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ.Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.182)
Αναβολή
Καμιά για το ύψος του ουρανού
Βλέπεις πόσο είναι το ύψος του ουρανού;
Ξέρεις πόσο λίγος είναι ο χρόνος της παρούσης ζωής;
Γνωρίζεις ότι είναι άγνωστη η στιγμή του θανάτου μας;
Λοιπόν, να μη χρονοτριβείς,
να μην αναβάλλεις, αλλά με μεγάλη φροντίδα
και γρήγορα ασχολήσου με την αποδημία σου,
ώστε σε λίγο χρόνο ν’ ανέβεις και δύο και τρία
και δέκα και είκοσι σκαλοπάτια (αρετής).
Ε.Π.Ε. 6, 614
του Θεού, για μετάνοια
Η αναβολή του Θεού είναι ευκαιρία για μετάνοια.
Τον αμετανόητο όμως χειρότερα τον κολάζει.
Ε.Π.Ε. 7, 268
δεν παίρνει καθόλου
Ο πεινασμένος λειώνει, ο γυμνός παγώνει,
αυτός που ‘χει ανάγκη, πνίγεται, και συ
αναβάλλεις για αύριο την ελεημοσύνη;
Περιφρονείς, λοιπόν τόσες εντολές του Θεού.
Βουλώνεις τ’ αυτιά σου με τη φιλαργυρία σου;
Ε.Π.Ε. 7,342
όχι, προκειμένου για το Χριστό
Πρόσεχε και την πίστη των αποστόλων και την υπακοή τους.
Μόλις άκουσαν να τους καλεί ο Χριστός, δεν ανέβαλαν,
δεν έβαλαν κάτι πάνω απ’ αυτό, δεν είπαν:
Ας πάμε για λίγο στο σπίτι μας, να συζητήσουμε με τους δικούς μας...
Όλα τα άφησαν και ακολούθησαν, όπως ακριβώς κι εκείνος ο Ελισαίος την εποχή του Ηλία.
Τέτοια υπακοή ζητάει ο Χριστός από μας,
ώστε ούτε στιγμή να μην αναβάλουμε,
έστω κι αν κάτι απ’ τα θεωρούμενα αναγκαία
φαίνεται ως κατεπείγον.
Ε.Π.Ε. 9,446
«δεν έχω καιρό»
Υπάρχει τρομερός κίνδυνος και φόβος μεγάλος με την αναβολή.
Αν δεν αναβάλλεις, είναι ολοφάνερη η σωτηρία και η ασφάλεια σου...
Να μη λες, έχω καιρό, όταν πρέπει θα επιστρέψω.
Διότι τέτοια λόγια πολύ παροργίζουν το Θεό.
Ε.Π.Ε. 19,570
του Θεού, για μετάνοια
Σταμάτα. Κάνε μεταβολή και ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο.
Ομολόγησε χάρη στο Θεό,που δεν σε πήρε την ώρα,
που ήσουν βουτηγμένος στις αμαρτίες.
Μη ζητάς και άλλη προθεσμία να κάνεις κακά έργα.
Πολλούς πήρε ο Θεός την ώρα, που τους κυβερνούσε η πλεονεξία και πήγαν σε δίκη αυτόφωρη.
Φοβήσου μήπως το πάθεις και συ και δεν μπορέσεις ούτε ν’ απολογηθείς.
Σε πολλούς βέβαια έδωσε προθεσμία ο Θεός να
εξομολογηθούν στα βαθιά τους γερατειά.
Ε.Π.Ε. 19,572
στα γεράματα
Τόσο χρόνο δίνει ο φιλάνθρωπος Θεός, κι ο άνθρωπος μένει στα ίδια.
Αυτός, κι αν ακόμα γεράσει, θα ‘ναι ράθυμος.
Η σκέψις του λέει: Είμαι ογδόντα. Έχω καιρό μέχρι τα ενενήντα.
Μετά τα ενενήντα λέει "Έχω καιρό μέχρι τα εκατό. Θα ζήσω κι άλλο."
Κι έτσι περνάει όλη η ζωή μάταια. Τώρα είναι ο καιρός της δωρεάς.
Ε.Π.Ε. 19,572
Ας μην απελπίζεται κανένας
Τότε θα είναι ο καιρός της απογνώσεως, όταν θα κλείνεται ο Νυμφώνας,
όταν θα μπει ο Βασιλιάς να δει εκείνους που βρίσκονται μέσα,
όταν θ’ απολαύσουν τη χαρά του παραδείσου εκείνοι που θ’ αξιωθούν.
Δεν εφτασε ακόμα η ώρα. Το θέατρο της παρούσης ζωής ακόμα λειτουργεί.
Ο αγώνας ακόμα συνεχίζεται. Το βραβείο ακόμα είναι αβέβαιο.
Ε.Π.Ε. 24,384
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 169-171)