134. Ποιά είναι τα έργα τα οποία οφείλει να τελεί ο αναγεννημένος πιστός;
α) Αυτά που είναι υποχρεωτικά για όλους τους πιστούς. Είναι οι εντολές του Θεού που υπάρχουν στις δύο Διαθήκες του, κυρίως στο Δεκάλογο της Π. Διαθήκης. Ο κάθε πιστός πρέπει, κατά το μέτρο των δυνάμεων και των δυνατοτήτων του, να τηρεί το νόμο του Θεού, να μη φονεύει, να μη μοιχεύει, να μην κλέβει, να αγαπά, το Θεό και τον πλησίον του κ.λπ. Η καταπάτηση των εντολών του Θεού συνεπάγεται την τιμωρία του ανθρώπου, σε ακραίες δε περιπτώσεις και αν δεν διορθωθεί εν τω μεταξύ, μπορεί ο αμαρτωλός τελικά να κατακριθεί και να χάσει την ψυχή του.
β) Τα έργα που δεν είναι υποχρεωτικά για όλους, η πλήρωση των οποίων αφήνεται στην ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου. Τα έργα αυτά ονομάζονται ευαγγελικές παραινέσεις (συμβουλές). Αυτές είναι συνήθως τρείς: η παρθενία, η ακτημοσύνη και ο μοναχικός βίος. Τα έργα αυτά δεν δεσμεύουν όλους τους πιστούς, αλλά μόνον ολίγους, αυτούς που θέλουν ελεύθερα να τα αναλάβουν.
Οι ευαγγελικές παραινέσεις δεν είναι καθ’ εαυτές αξιόμισθες. Είναι μεν έργα επαινετά, όχι όμως και αξιόμισθα. Η αξίωση, λόγου χάρη, ότι το να μένει κανείς άγαμος και να νηστεύει κάνει κάτι αξιόμισθο ενώπιον του Θεού είναι επικίνδυνη, γιατί υποτιμά τον γάμο σαν κάτι ακάθαρτο και διακρίνει τις τροφές σε κατακριτέες και μη, κάτι που αντιβαίνει στο γενικότερο πνεύμα του Ευάγγελου. Εντούτοις, αν οι ευαγγελικές παραινέσεις δεν είναι αξιόμισθες, είναι ωστόσο μέσα αξιόλογα να πράττει κανείς ευχερέστερα την αρετή και να διακονεί απερίσπαστα τον Κύριο· εκ του λόγου τούτου είναι προτιμητέες και για ορισμένους ανθρώπους και σε ορισμένες περιπτώσεις, αναγκαίες και επιβαλλόμενες. Οτι οι παραινέσεις δεν είναι υποχρεωτικές για όλους, δηλώνουν τα λόγια του Κυρίου προς τον πλούσιο νεανίσκο: «εί θέλεις τέλειος είναι ύπαγε πώλησόν σου τά ύπάρχοντα και δός τοις πτωχοϊς ... και δός τοίς πτωχοϊς και έξεις θησαυρόν έν ούρανώ και δεύρο άκολούθει μοι», όπου η τέλεια ακτημοσύνη και η αποστολική μαθητεία αφήνονται στην προαίρεση του νεανίσκου, όπως και το παράδειγμα του Ζακχαίου, ο οποίος έγινε δεκτός από τον Κύριο ως υιός Αβραάμ με την προαιρετική προσφορά του μισού μέρους της περιουσίας του. Ότι όμως οι περιπτώσεις των Αποστόλων και άλλων ασκητών και αγίων, οι οποίοι, εγκαταλείψαντες τα πάντα αφιερώθηκαν ολόψυχα στη διακονία του Κυρίου, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τη συμπεριφορά του νεανίσκου του μη δυναμένου ν’ αποκολληθεί από τα υπάρχοντά του, είναι φανερόν.
Ενδεικτικές επίσης είναι και οι παραινέσεις του Απ. Παύλου: «Λέγω δέ τοῖς ἀγάμοις καί ταῖς χήραις καλόν αὐτοῖς, ἐάν μένωσιν ὡς κἀγώ»192. Εδώ ο Απόστολος προτείνει απλώς την αγαμία σαν κάτι που διευκολύνει την απερίσπαστη διακονία του Ευαγγελίου, δεδομένου μάλιστα ότι ο «γαμήσας μεριμνά τα του κόσμου, όσα αρέσει τη γυναικί». Από την άλλη ο αυτός Απόστολος τοποθετεί την αγαμία πιο πάνω από τον γάμο: «ὁ ἐκγαμίζων καλῶς ποιεῖ, ὁ δὲ μὴ ἐκγαμίζων κρεῖσσον ποιεῖ». Τότε μόνον είναι προτιμότερος ο γάμος όταν ο άνθρωπος δεν αντέχει την πύρωση της σάρκας: «Κρείσσον γαρ έστιν γαμήσαι ή πυρούσθαι».
Υπάρχει βέβαια και η αντίληψη, ότι η διάκριση των απλών καθηκόντων από τις ευαγγελικές παραινέσεις δεν είναι σωστή, ένεκα των εκτάκτων δώρων και δυνάμεων με τις οποίες είναι εφοδιασμένοι οι αναλαμβάνοντες τις ευαγγελικές συμβουλές, οι οποίες είναι σ’ αυτή την περίπτωση απλά καθήκοντα για τους δυναμένους. Η άποψη όμως αυτή δεν είναι σωστή. Τα μεγάλα από το Θεό δώρα δεν αρκούν πάντοτε για την ανάληψη των ευαγγελικών παραινέσεων, αλλ΄ απαιτείται παράλληλα και η ελεύθερη θέληση του ανθρώπου, πράγμα που δεν συμβαίνει πάντοτε, όπως μαρτυρεί η ιστορική πείρα. Υπάρχουν δηλαδή άνθρωποι, που αν και έλαβαν έκτακτα χαρίσματα από το Θεό, όμως δεν ανέλαβαν τις ευαγγελικές παραινέσεις, πολλές δε φορές περιήλθαν στην ηθική κατάπτωση και τη διαφθορά.
Το πράγμα βέβαια διαφέρει, αν μελετηθεί από την υποκειμενική του πλευρά. Όσο περισσότερο προχωρεί κανείς στο στάδιο της ηθικής τελειώσεως, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί την πνευματική του κατάσταση και εκείνο που οι πολλοί θεωρούν ως έκτακτο έργο και υψηλή αποστολή, αυτός το θεωρεί ως απλό χρέος και επιταγή, ως καθήκον το οποίον οφείλει να επιτελέσει ως «αχρείος δούλος». Αυτό όμως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και την εξ αντικειμένου εξάλειψη της διακρίσεως των απλών εντολών από τις ευαγγελικές παραινέσεις.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 194-196)