132. Υπάρχουν δύο δικαιώσεις;
Η θεωρία περί δύο δικαιώσεων διατυπώθηκε από προτεστάντες θεολόγους, υιοθετηθείσα και από ορθοδόξους (Αντώνιος, Μακάριος, Δαμαλάς) για να συμβιβασθεί η διδασκαλία της Γραφής, η οποία άλλοτε μεν ομιλεί περί δικαιώσεως και σωτηρίας εκ πίστεως, άλλοτε δε δια πίστεως ενεργουμένης εν αγάπη. Κατά τη θεωρία, η δικαίωση δια πίστεως τελείται εδώ κάτω στη γη, ενώ η δεύτερη δια πίστεως και αγαθών έργων θα γίνει κατά την καθολική κρίση. Ο Χριστός δηλαδή όσους εδικαίωσε κατά το βαπτισμα δια της πίστεως, θα δικαιώσει για δεύτερη φορά κατά την κρίση με βάση την πίστη και τα αγαθά έργα τους. Στη δεύτερη περίπτωση η δικαίωση συμπίπτει με τη σωτηρία.
Σχηματικά η θεωρία αυτή είναι ορθή. Δεδομένου δε, οτι όσοι δικαιώνονται στο βάπτισμα δεν διαπτύσσουν τη δικαίωσή τους σε βίο θεοφιλή και ενάρετο προαγόμενοι με τη βοήθεια της χάριτος στο πεδίο του αγιασμού, είναι λογικό ο Θεός να σώσει μόνο εκείνους που πίστευσαν και συγχρόνως παρήγαγαν έργα αγαθά. Ουσιαστικά όμως φαίνεται περιττή και χωρίς περιεχόμενο η διαίρεση της μίας δικαιώσεως σε δυο, στην επίγεια και την επουράνια. Η δεύτερη δικαίωση δεν είναι τίποτε άλλο από την έσχατη κρίση του Θεού, ο οποίος θα κρίνει και θα σώσει τον κόσμο, σταθμώμενος τη δικαίωση που έφερε ο άνθρωπος κατά τη στιγμή του θανάτου του, αν δηλαδή οικειοποιήθηκε το λυτρωτικό έργο του Χριστού, έζησε με πίστη στο Σωτήρα και παρήγαγε έργα αγαθά και ενάρετα. Η μία δηλαδή πίστη η εν αγάπη ενεργουμένη, η οποία αποτελεί την ουσία της δικαιώσεως, απλά θα επιβραβευθεί από το Θεό ως σωτηρία πλέον και είσοδος στη βασιλεία των ουρανών.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 188-189)