Ο οδηγός της οσίας Θεοδώρας
Κάποια φορά η οσία Θεοδώρα πήρε την εντολή να μεταφέρη μια επιστολή, σ’ έναν ερημίτη που ασκήτευε μακριά. Ο δρόμος της ήταν πολύ επικίνδυνος, γιατί περνούσε από τόπους γεμάτους ανθρωποφάγα θηρία και φαρμακερά ερπετά. Τί οικονόμησε όμως η θεία πρόνοια για την αληθινή δούλη του Θεού!
Καθώς εκείνη με την αδιάκριτη υπακοή της πήρε την εντολή, ξεκίνησε αμέσως χωρίς να σκεφθή τις δυσκολίες και τους κινδύνους. Όταν όμως απομακρύνθηκε αρκετά από το μοναστήρι, έχασε τον δρόμο και δεν γνώριζε προς τα πού να κατευθυνθή. Της έστειλε τότε ο Θεός ένα άγριο θηρίο και αυτό, αντί να την κατασπαράξη, έγινε οδηγός της! Το άγριο και άλογο θηρίο τής έδειχνε τον δρόμο μέχρι το κελλί του ερημίτη, που θα παρελάμβανε την επιστολή.
Η θεία πρόνοια προστάτευσε την αγία και κατά την επιστροφή. Το θηρίο την ακολουθούσε μέχρις ότου έφθασε στο μοναστήρι. Μόλις όμως η οσία πέρασε την πύλη της μονής και ανεζήτησε τον ηγούμενο για να πάρη ευχή, το θηρίο ώρμησε στον θυρωρό και τον άρπαξε στα νύχια του. Εκείνος άρχισε να κραυγάζη, αλλά κανείς δεν τολμούσε να πλησιάση. Άκουσε τις γοερές κραυγές του η δούλη του Θεού, έτρεξε και γλύτωσε τον αδελφό από τον φρικτό θάνατο! Άλειψε έπειτα τις πληγές του με λάδι και τον θεράπευσε.
( Συναξαριστής Θ΄)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄,σελ.257-258)
Αδιάκριτο 'κήρυγμα'
Ένα πρωινό Κυριακής ο Γέροντας κατηφόριζε μ' ένα γνωστό του ηλικιωμένο χωρικό,
προς την Εκκλησία ενός χωριού. Στο δρόμο συνάντησαν μιά παρέα έξι-επτά νεαρών που βάδιζαν,
προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο χωρικός ρώτησε τους νεαρούς: "Πού πάτε, παιδιά;
"Εκείνα απήντησαν: "Στο καφενείο" .Τότε ο χωρικός, που ήταν πολύ αυστηρός, εξανέστει και τους είπε:
"Δεν ντρέπεσθε, Κυριακή πρωί σήμερα, αντί να βρίσκεσθε στην Εκκλησία, πηγαίνετε στο καφενείο; Χριστιανοί είστε εσείς;"
Και τους εξαπέλυσε ένα υπαίθριο ζηλωτικό κήρυγμα. Οι νεαροί του μίλησαν υβριστικά και συνέχισαν το δρόμο τους.
Ο Γέροντας σιωπούσε. Ο χωρικός, γεμάτος έξαψη και αυταρέσκεια, είπε του Γέροντα: "Καλά τα είπα στα παλιόπαιδα;"
Κι ο Γέροντας: "Δεν τα είπες καλά". Ο χωρικός που περίμενε συγχαρητήρια, πικράθηκε από την απάντηση του Γέροντα.
Έφθασαν στην Εκκλησία. Ο Γέροντας μπήκε στο Ιερό κι ο χωρικός έπιασε ένα στασίδι.
Δεν πέρασε μισή ώρα και να 'σου όλοι οι νεαροί της παρέας και μπαίνουν στην Εκκλησία.
Ο χωρικός έτριβε τα χέρια του από ικανοποίηση. Μόλις τελείωσε η Θεία Λειτουργία και βγήκε ο Γέροντας από το Ιερό,
ο χωρικός έσπευσε να τον συναντήσει και του 'δειξε τα παιδιά, λέγοντας: "Είδες, που μου είπες ότι δεν τους τα είπα καλά;
Σκέφθηκαν τα λόγια μου και ήρθαν στην Εκκλησία".
Κι ο Γέροντας, χαμογελώντας του εξήγησε ότι ήρθαν διότι προσευχόταν σιωπηλά γι'αυτά,
και όχι διότι επηρεάστηκαν από τον τρόπο του.
[Γ 251π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος,σελ.161-162)
Άγχος και εργασία
-Γέροντα, πολλοί, όταν επιστρέφουν στο σπίτι από την δουλειά, είναι εκνευρισμένοι.
-Εγώ συνιστώ στους άνδρες, μετά την δουλειά τους, αν βρίσκουν καμμιά εκκλησία ανοιχτή,
να μπαίνουν να ανάβουν ένα κερί, να μένουν μέσα δέκα- δεκαπέντε λεπτά ή να κάθονται σε κάποιο πάρκο
να διαβάζουν ένα κομματάκι από το Ευαγγέλιο, για να γαληνεύουν λίγο,
και ύστερα να πηγαίνουν στα σπίτια τους ήρεμοι και χαμογελαστοί,
και όχι να πηγαίνουν εκνευρισμένοι και να στήνουν τον καβγά.
Να μη μεταφέρουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην δουλειά τους μέσα στο σπίτι, να τα αφήνουν έξω από την πόρτα.
-Γέροντα, μερικοί όμως είναι και κάπως δικαιολογημένοι, γιατί η ευθύνη που έχουν στην δουλειά τους γεμίζει άγχος.
-Τους γεμίζει άγχος, γιατί δεν βάζουν και τον Θεό στις υποθέσεις τους.
Ο τεμπέλης που λέει «έ, έχει ο Θεός...», είναι καλύτερος από αυτούς.
Εγώ προτιμώ να είναι κανείς υπάλληλος, να κάνει σωστά και με φιλότιμο την δουλειά του, αλλά να απλοποιεί την ζωή του,
να περιορίζεται στα απαραίτητα και να έχει ήσυχο το κεφάλι του, παρά να είναι εργοστασιάρχης
και να είναι συνέχεια «άχ και βάχ», γιατί συνήθως είναι χρεωμένος.
Μπαίνει και η υπερηφάνεια, «θα πάρω τόσο δάνειο, να παρουσιάσω κι αυτό και το άλλο, για να τακτοποιηθώ καλύτερα...»,
και μετά πέφτει έξω, χρεωκοπεί, οπότε μετά πλειστηριασμός κ.λπ.
Ύστερα πολλοί στην εργασία τους δεν δουλεύουν το μυαλό τους, κουράζονται άσκοπα, και δουλειά δεν βγάζουν.
Δεν μπορούν μετά να ανταποκριθούν και τους πιάνει άγχος.
Κάποιος λ.χ. θέλει να μάθη μια τέχνη καί, επειδή δεν προσέχει, χρόνια πάει-έρχεται, χωρίς να κάνει προκοπή,
γιατί δεν δουλεύει το μυαλό του. Πρέπει να δει τί του χρειάζεται στην δουλειά του και να το προσθέσει.
Νά, όταν δούλευα στον κόσμο σαν μαραγκός, είδα πώς για τα έπιπλα που έκανα μου χρειαζόταν και ένας τόρνος.
Τί; να πήγαινα σε άλλον να μου τα φτιάξει; Πήρα έναν τόρνο και έμαθα να τον δουλεύω.
Στην συνέχεια είδα ότι χρειαζόταν να φτιάξω κυκλικές σκάλες.
Κάθησα, θυμήθηκα και την γεωμετρία και την αριθμητική και έμαθα να τις φτιάχνω.
Αν δεν δουλεύεις το μυαλό, θα παιδεύεσαι. Θέλω δηλαδή να τονίσω πως πρέπει κανείς να δουλεύει το μυαλό του,
γιατί επάνω στην δουλειά παρουσιάζονται ένα σωρό περιπτώσεις.
Έτσι θα γίνει κανείς καλός τεχνίτης και από εκεί και πέρα θα ξέρει τι να κάνη και θα προχωράει.
Όλη η βάση εκεί είναι. Το μυαλό να γεννάη σε όλα. Αλλιώς ο άνθρωπος μένει υπανάπτυκτος και χάνει τον χρόνο του.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 172-173)
Η τέλεια αγάπη για τον Θεό
Όποιος απέκτησε την τέλεια αγάπη για τον Θεό, ζει σ’ αυτή τη ζωή σαν να μην υπάρχει.
Είναι ξένος για τα γήινα και περιμένει ανυπόμονα τα αιώνια. Έχει αλλοιωθεί ολόκληρος από την αγάπη του Θεού και δεν δεσμεύεται από καμία άλλη αγάπη.
Όποιος αγαπά τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπά τον Θεό. Όποιος χάριν της αγάπης του Θεού δεν αγαπά τον εαυτό του, εκείνος αγαπά τον Θεό.
Αυτός που αγαπά πραγματικά τον Θεό θεωρεί τον εαυτό του ξένο και πάροικο στη γη αυτή. Και τούτο, γιατί προσπαθώντας να ενώσει νου και καρδιά με τον Θεό αφοσιώνεται μόνο σ’ Αυτόν.
Ψυχή που αγάπησε ολοκληρωτικά τον Θεό, κι όταν ακόμη χωρίζεται από το σώμα, δεν θα φοβηθεί τον εναέριο άρχοντα. Θα πετάξει μαζί με τους αγγέλους σαν από ξένη χώρα στην ουράνια πατρίδα της.
Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ
Η αρκούδα του Αγίου Σεραφείμ
Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ γεννήθηκε το 1759 στο Κουρσκ της Ρωσσίας, από εμπόρους γονείς. Στα δεκαεννέα του χρόνια πήγε στο δάσος του Σάρωφ, όπου ασκήτεψε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Εκεί, έδωσε στα διάφορα μέρη του δάσους ονομασίες, όπως Ναζαρέτ, Βηθλεέμ, Ιερουσαλήμ, Όρος Θαβώρ, Γολγοθάς. Την δε καλύβα του την ωνόμασε Άγιον Όρος. Έτσι, κάνοντας τις καθημερινές του εργασίες, μαζεύοντας βρύα, για να τα χρησιμοποιήση ως λίπασμα στον κήπο του, ή κόβοντας ξύλα, επαναλάμβανε τις διάφορες φάσεις της ζωής του Χριστού.
Σ’ αυτή την γη ο Άγιος είχε άμεση επαφή με τα πλάσματα του Θεού, κάτι που του έδινε ιδιαίτερη χαρά. Οι φιλίες του με τα ζώα του δάσους γέμιζαν έκπληξι τους αδελφούς του, στο Σάρωφ, ιδιαίτερα όταν έβλεπαν κουνέλια, αλεπούδες, σαύρες, αρκούδες, ακόμα και λύκους να μαζεύωνται γύρω στα μεσάνυχτα στην είσοδο της καλύβας του, περιμένοντάς τον να τελειώση τις προσευχές του και να φανή με τα καρβελάκια το ψωμί, για να τα ταΐση.
Κάποια ήμερα έφθασε στο μακρινό ερημητήριο του Αγίου Σεραφείμ μία αδελφή από το Μοναστήρι του Ντιβέγιεβο. Περνούσε μία περίοδο αγωνίας και απογοητεύσεως και ήθελε να φύγη από το Μοναστήρι, γιατί το διακόνημα της μαγείρισσας της προκαλούσε απέχθεια. Ο Άγιος Σεραφείμ είχε δώσει ευλογία να τον επισκεφθή.
Πλησιάζοντας στο ασκητήριό του αντίκρυσε τον ερημίτη καθιστά έξω από το κελλί του, με μία πελώρια αρκούδα μπροστά στα πόδια του!
- Βοήθεια, Πάτερ! Φώναξε η φτωχή μοναχή. Ήρθε το τέλος μου!
Εκείνος έδιωξε την αρκούδα και της είπε γελώντας:
- Όχι, μητερούλα, δεν ήρθε ακόμα το τέλος σου. Το τέλος σου είναι μακριά. Η αρκούδα δεν θα σε πειράξη. Αντίθετα, θα σε διασκεδάση!
Και, αφού την καθησύχασε με τα λόγια αυτά, την κάλεσε να καθήση πλάι του επάνω σ’ έναν κορμό δέντρου. Η αρκούδα όμως πήγε και πάλι να ξαπλώση μπροστά στα πόδια του.
Η αδελφή έτρεμε σύγκορμη. Ο Γέροντας ωστόσο έβγαζε κομματάκια ψωμιού από το σακκούλι του και τάιζε την αρκούδα, τόσο ήρεμα, σαν να τάιζε κάποιο κατοικίδιο. Η μοναχή πήρε ξανά κουράγιο και, όταν αισθάνθηκε τελείως ασφαλής, ο Άγιος Σεραφείμ της έδωσε το υπόλοιπο ψωμί και την προέτρεψε να το δώση η ίδια στην αρκούδα.
- Όχι, Πάτερ, θα φάη και το χέρι μου μαζί, απάντησε εκείνη.
- Πίστεψε με, μητερούλα, δεν θα φάη το χέρι σου, είπε ο Άγιος χαμογελώντας.
Η μοναχή πήρε το ψωμί και το έδωσε στο ζώο. Ήταν μάλιστα τόση η ευχαρίστησι που αισθανόταν, ώστε στενοχωρήθηκε πολύ, όταν τελείωσε το ψωμί.
- Θυμάσαι, μητερούλα, πώς ένα λιοντάρι υπηρετούσε τον Άγιο Γεράσιμο στην έρημο; την ρώτησε τότε ο Γέροντας. Έτσι μία αρκούδα υπηρετεί τον φτωχό Σεραφείμ. Βλέπεις, τα ζώα μας υπακούουν! Και συ, χάνεις εύκολα το θάρρος σου. Γιατί; Κάνε υπομονή! Θα έχετε χαρές στο Μοναστήρι. Επισκέπτες διάσημοι θα έρθουν, ζητώντας τα νέα του φτωχού Σεραφείμ. Κι εσύ, δίχως δισταγμό, θα τους πης τότε πώς μαζί δώσαμε φαΐ σε μία αρκούδα. Αν είχα ένα ψαλίδι, θα έκοβα λίγο από το τρίχωμά της για απόδειξι. Σε ικετεύω, μητερούλα, μη χάνης ποτέ το κουράγιο σου. Για τίποτα!
- Αν οι αδελφές έβλεπαν την αρκούδα, θα πέθαιναν από τον φόβο τους, του είπε η μοναχή.
- Μα δεν πρόκειται ποτέ να την δουν, την βεβαίωσε ο Άγιος Σεραφείμ.
- Αν την σκότωνε κάποιος θα λυπόμουν πολύ, είπε πάλι η μοναχή.
- Κανείς δεν πρόκειται να την σκοτώση, απάντησε με σιγουριά ο Άγιος. Εκτός από σένα, κανείς άλλος δεν θα την δη.
«Πώς θα με πιστέψουν οι αδελφές, όταν θα τους διηγηθώ αυτό το θαύμα», σκέφθηκε η μοναχή. Και ο Γέροντας, διαβάζοντας την σκέψι της, είπε:
- Πριν περάσουν ένδεκα χρόνια από τον θάνατό μου, δεν θα πης σε κανέναν τίποτα. Μετά τα ένδεκα χρόνια, μητερούλα, θα ξέρης σε ποιόν να το πης.
Η αδελφή γύρισε στο Ντιβέγιεβο με ανανεωμένο τον ζήλο για το διακόνημά της.
Ένδεκα χρόνια μετά την κοίμησι του Όσιου, παρακολουθώντας η μοναχή κάποιον ζωγράφο, που αγιογραφούσε τον Άγιο Σεραφείμ, θυμήθηκε το επεισόδιο με την αρκούδα και το διηγήθηκε για πρώτη φορά. Έτσι επαληθεύθηκε η προφητεία του Αγίου.
Η αρκούδα αυτή, εκτός από συντροφιά, προσέφερε μερικές φορές και βοήθεια στον Άγιο Σεραφείμ.
- Άκου δω, Μίσα, της είπε μία ημέρα που είχε επισκέπτες και οι οποίοι, ως συνήθως, έδειχναν φοβισμένοι στην θέα του θηρίου. Αντί να τρομάζης τους ανθρώπους, δεν πηγαίνεις καλύτερα να μου φέρης κάτι, να προσφέρω στους επισκέπτες μου;
Εκείνη υπάκουσε, χώθηκε στο δάσος και σε λίγο επέστρεψε περπατώντας όρθια στα πίσω πόδια. Στα μπροστινά κρατούσε μία κηρήθρα με μέλι!
ΆΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ
("Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των Ζώων", Σίμωνος Μοναχού, σ. 96-100)
Βίος του Οσίου Πατρός ημών Σεραφείμ του Σαρώφ
Ο όσιος Σεραφείμ, το ολοφώτεινο αστέρι της Ρωσικής Ορθοδοξίας, έζησε, έδρασε και έλαμψε στις αρχές του 19ου αιώνα (1759-1833).
Γεννήθηκε στις 19 Ιουλίου του 1759 στην πόλη Κουρσκ και παρέμεινε εκεί μέχρι τα δεκαεννέα του χρόνια. Στην ηλικία αυτή πήρε τη γενναία απόφαση ν’ αφοσιωθεί ολόψυχα στο Θεό· κι Εκείνος οδήγησε τα βήματά του στο μοναστήρι του Σαρώφ.
Ενώ ήταν ακόμη δόκιμος, αρρώστησε βαριά από υδρωπικία. Μετά από τρία χρόνια ασθενείας, θεραπεύθηκε θαυματουργικά με επίσκεψη της Θεοτόκου.
Στη μοναχική του κουρά (1786) ονομάστηκε Σεραφείμ - προηγουμένως είχε το όνομα Πρόχορος. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε διάκονος και μετά από επτά χρόνια, σε ηλικία 34 ετών, ιερεύς. Όταν λειτουργούσε, πετούσε στα ουράνια, και πολλές φορές αξιωνόταν να βλέπει θαυμαστά οράματα και ν’ ακούει αγγελικές μελωδίες.
Διψώντας να πλησιάσει περισσότερο το Θεό, Τον παρακάλεσε να τον αξιώσει ν’ αποσυρθεί σε κάποια ερημική περιοχή. Ένα χρόνο μετά τη χειροτονία του σε ιερέα, έλαβε άδεια από τη μονή ν’ αφοσιωθεί στη μελέτη, στη σιωπή, στην άσκηση, στην έντονη προσευχή. Για δεκαέξι χρόνια, βαθιά μέσα στο δάσος, αγωνιζόταν ν’ ανεβαίνει, μέρα με τη μέρα, την κλίμακα που οδηγεί στον ουρανό. Τότε έκανε και τη γνωστή άσκηση, τις «χίλιες νύχτες προσευχής»: Πάνω σε μια μεγάλη πέτρα, ξαγρύπνησε προσευχόμενος επί χίλιες νύχτες.
Μαζί με την προσευχή, διάβαζε ακατάπαυστα την Αγία Γραφή. «Πρέπει να τρέφεις, έλεγε, την ψυχή με το λόγο του Θεού, γιατί ο λόγος του Θεού είναι ο «άρτος των αγγέλων». Μ’ αυτόν πρέπει να τρέφονται οι ψυχές που αγαπούν με πάθος το Θεό». Ευλαβείτο αφάνταστα τη Θεοτόκο. Στο πρόσωπό Της έβρισκε ανέκφραστη πνευματική αγαλλίαση. Συχνά έλεγε: «Η Παναγία είναι η χαρά, η μεγαλύτερη απ’ όλες τις χαρές».
Στο διάστημα που ασκήτευε στην έρημο, δέχθηκε επίθεση ληστών, που τον τραυμάτισαν βαριά, θεραπεύθηκε και πάλι θαυματουργικά από τη Θεοτόκο.
Το 1810 επέστρεψε από την έρημο στη Μονή του Σαρώφ και έμεινε έγκλειστος στο κελλί του, ασκούμενος στη σιωπή. Στην αρχή απέφευγε τον κόσμο. Αργότερα όμως, το 1815, σε ηλικία 56 ετών, άνοιξε το κελλί του και δεχόταν κάθε επισκέπτη. Είχε αποκτήσει πια φήμη αγίου και φωτισμένου ανδρός και ο κόσμος έτρεχε κοντά του να ξεδιψάσει. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν βγήκε ποτέ από το κελλί του για αλλά δέκα χρόνια.
Σε ηλικία 66 ετών, κατόπιν οράματος και προσταγής της Θεοτόκου, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη διακονία του πλησίον και άρχισε στο εξής το έργο του «στάρετς», του πνευματικού καθοδηγητού.
Η δράση του ως «στάρετς» υπήρξε καταπληκτική. Αναρίθμητες ψυχές έτρεχαν κοντά του, για να βρουν τη γαλήνη, τη χάρη, τη σωτηρία. Και όσοι δεν μπορούσαν να φθάσουν μέχρι το κελλί του, τον κατέκλυζαν με επιστολές.
Οι επισκέπτες του επέστρεφαν άλλοι άνθρωποι. Καθώς προσευχόταν γι’ αυτούς, καθώς τους ευλογούσε με το σημείο του σταυρού, καθώς μύρωνε το μέτωπό τους με λάδι από το καντήλι της Παναγίας, καθώς τους έδινε πνευματικές συμβουλές..., μια μυστική δύναμη απλωνόταν στις ψυχές τους. «Οποιοσδήποτε ερχόταν στον στάρετς Σεραφείμ, ένιωθε να τον αγγίζει η θεϊκή φλόγα που υπήρχε σ’ αυτόν και ν’ αγκαλιάζει την ψυχή του». Σ’ όλους μοίραζε ειρήνη, χαρά, θεϊκές ευλογίες.
Συνιστούσε συχνά την ειρήνη: «Απόκτησε την πνευματική ειρήνη και τότε χιλιάδες ψυχές ολόγυρά σου θα βρουν τη λύτρωση». Σχετικά με το σκοπό της ζωής μας, δίδασκε: «Ο πραγματικός σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος». Μιλούσε πολύ για την Ανάσταση του Χριστού. Χαιρετούσε τους επισκέπτες του με τα λόγια:
«Χαρά μου, Χριστός ανέστη!». Και κάθε φορά που κοινωνούσε, απήγγελλε τον πασχαλινό κανόνα Αναστάσεως ημέρα...».
Από τα πνευματικά του χαρίσματα, τι να πρωτοαναφέρουμε; Το μάτι του διέσχιζε τα βάθη των καρδιών. Είχε βλέμμα προφήτου. Προέβλεπε τα μέλλοντα. Απαντούσε σε επιστολές χωρίς να τις ανοίξει, γιατί γνώριζε το περιεχόμενό τους. Θεράπευε με την προσευχή του πλήθος αρρώστων. Πολλές φορές το πρόσωπό του άστραφτε σαν ήλιος. Και μέσα στο δάσος, όταν ασκήτευε, είχε φιλίες με τα άγρια πουλιά και ζώα, και μάλιστα με μια πελώρια αρκούδα, που κάθε μέρα ερχόταν να φιλευτεί από το χέρι του! Ζωή προπτωτική, παραδεισένια!
Ο θάνατός του υπήρξε οσιακός. Στις 2 Ιανουαρίου του 1833 βρέθηκε νεκρός, γονατισμένος, με τα μάτια προσηλωμένα στην εικόνα της Θεοτόκου. Την προηγούμενη μέρα είχε κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και είχε αποχαιρετήσει τους πατέρες του μοναστηριού.
Το πέρασμά του από τη γη θα μείνει αξέχαστο. Η Εκκλησία του Χριστού λίγες παρόμοιες μορφές γνώρισε. Τα λόγια του και τα έργα του θα δυναμώνουν πάντα τους πιστούς.
Άγιος ανακηρύχθηκε επίσημα το 1903. Η μνήμη του εορτάζεται στις 2 Ιανουαρίου, αλλά και στις 19 Ιουλίου — ημέρα της ανακομιδής του αγίου λειψάνου του. Η αγιότητά του γίνεται όλο και περισσότερο γνωστή στον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο.
Συγκλονιστικό γεγονός για τη Ρωσία υπήρξε η εύρεση της σορού του, το 1990, και η μεταφορά της στη γυναικεία Μονή του Ντιβέγιεβο (την οποία ο όσιος είχε υπό την πνευματική του καθοδήγηση και προστασία).
Είθε οι πρεσβείες του να μας ενισχύουν στο δρόμο της ζωής μας, και το παράδειγμά του να μας εμπνέει.
(πηγή: "Παρακλητικός Κανών εις τον Όσιον Σεραφείμ του Σαρώφ", υπό του Ιερομονάχου Αθανασίου Σιμωνοπετρίτου, Υμνογράφου Μ.Χ.Ε.)
το μόνο φοβερό
Ένα φοβάμαι μόνο, την αμαρτία...
Άνθρωπος δεν μπορεί να σε βλάψει,
αν δεν βλάψεις συ τον εαυτό σου.
Ε.Π.Ε. 33,116
και ασέβεια
Αν δεν επιτρέπεται να πηγαίνουν στο θέατρο,
πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται στη συναγωγή.
Αυτή η παρανομία είναι μεγαλύτερη εκείνης.
Στην περίπτωση του θεάτρου πρόκειται για αμαρτία.
Στην άλλη για ασέβεια.
Ε.Π.Ε. 34,220
όχι διαπόμπευση, αλλά θεραπεία
Δεν αφιέρωσα τόσο πολλούς λόγους γι’αυτό,
για να κατηγορήσεις τους πολλούς,
αλλά για να κάνεις τους πολλούς λίγους,
ή καλύτερα όχι λίγους, αλλά και αυτούς να τους σώσεις.
Να μη διαπομπεύεις, λοιπόν αμαρτίες,
αλλά να γιατρεύεις αμαρτίες.
Ε.Π.Ε. 34,386
γλυκιά
Η ψυχή, που γεύτηκε μια φορά την αμαρτία
και παραμένει αναίσθητη,
προσθέτει μεγαλύτερη επιδείνωση στο πάθος.
Ε.Π.Ε. 34,462
απ’ την αρχή σβήσιμο
Πολλοί, χωρίς να το αντιληφθούν,
έφθασαν σε κάθε είδους αμαρτία,
διότι δεν έσβησαν απ’ την αρχή τη φλόγα.
Ε.Π.Ε. 34,464
ολοφάνερη
Από τα αμαρτήματα άλλα έχουν ανάγκη λόγου και διδασκαλίας (για να εντοπιστούν),
άλλα όμως είναι τόσο φανερά και γνωστά, γι’ αυτό πρέπει να εμποδίζονται με τιμωρία,
όπως π.χ. ο φόνος, η μοιχεία, η κλοπή. Γι' αυτά δεν χρειάζεται διδασκαλία.
Ε.Π.Ε. 34,572
ένοχος ο Θεός;
Δεν είναι τόσο φοβερό η αμαρτία,
όσο το να ‘σαι αναιδής και ξεδιάντροπος μετά την αμαρτία,
και το να ρίχνεις ευθύνη στο Θεό για τα δικά σου κακά.
Ε.Π.Ε. 34,576
μη προσθέτεις και άλλη
Αμάρτησες; Μη προσθέτεις κι άλλη αμαρτία.
Αμάρτησες; Ησύχασε.
Αμάρτησες; Αναγνώρισε τον Κύριο, ότι είναι ελεήμων,
φιλάνθρωπος, αγαθός, ιατρός, επιεικής, ευδιάλλακτος
και αποδίδει στον καθένα δίκαια.
Ε.Π.Ε. 34,594
το μόνο φοβερό
Ένα είναι φοβερό, ένα είναι κακό, η αμαρτία μόνο.
Όλα τ’ άλλα είναι παραμύθια, και οι επιθέσεις των άλλων,
και οι πονηριές τους, και οι συκοφαντίες τους,
και οι βρισιές τους, και η απώλεια της περιουσίας,
και οι εξορίες, ακόμα και τ’ ακονισμένα ξίφη.
Ε.Π.Ε. 37,366
το μόνο κακό
Ένα μόνο είναι λυπηρό, η αμαρτία.
Όλα τα αλλά, οι εξορίες, οι κατασχέσεις περιουσίας,
οι απαγωγές, οι σκευωρίες κι όσα άλλα τέτοια,
είναι σαν σκιά, σαν καπνός, σαν αράχνη, σαν οτιδήποτε άλλο
υπάρχει πιο παροδικό απ’ αυτά.
Ε.Π.Ε. 38,70
συμφορά
Μια είναι η πραγματική συμφορά, η αμαρτία.
Όλα τ’ αλλά είναι ψεύτικα,
και τα μεγαλεία και οι δόξες και οι τιμές των ανθρώπων.
Ε.Π.Ε. 38,418
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 158-159)
104. «Ευρέθη εν γαστρί έχουσα» (Ματθ. α΄18).
Μετά την επιστροφή της Παρθένου Μαρίας από την Ελισάβετ ο Ιωσήφ διαπιστώνει την εγκυμοσύνη της. Η Μαριάμ βρισκόταν πια στον τρίτο μήνα της κυήσεως. Κι εδώ αρχίζει η δοκιμασία του Ιωσήφ: «Μαρία, τί τα δράμα τούτα ό εν σοί τεθέαμαι»! (ΜΔ).
Από τον επόμενο στίχο (19) φαίνεται ότι η Παρθένος Μαρία δεν έδωσε πολλές εξηγήσεις στον Ιωσήφ. Ίσως και να μη μίλησε καθόλου. Άφησε στο Θεό το όλο θέμα.
Σε μεγάλα γεγονότα της προσωπικής μας ζωής, στα όποια έχει ανάμιξι ο Θεός, τα πολλά λόγια προς τους άλλους περιττεύουν. Ίσως να φέρνουν και το αντίθετο αποτέλεσμα. Ειδικώτερα, όσοι δέχονται την κλήσι της αφιερώσεως στην Εκκλησία δεν πρέπει να μεριμνούν για το π ώ ς και τι θα πουν στους άλλους. Διότι δεν χρειάζεται να εξηγήσουν τίποτε. Μια ήρεμη σιωπή, γεμάτη εμπιστοσύνη στον Θεό είναι η πιο πειστική απάντησις και η πιο εύγλωττη επιχειρηματολογία. Σχετική είναι η στάσις του Ιησού στο παράνομο δικαστήριο: Τον ρωτούν οι Αρχιερείς: «Τί ούτοι σου καταμαρτυρούσιν»; Και ο ί. Ευαγγελιστής προσθέτει: «Ο δε Ιησούς εσιώπα» (Ματθ. κστ' 62-63).
Τα ανθρώπινα λόγια ούτε τα ιερά γεγονότα μπορούν να εξηγήσουν πλήρως ούτε και πείθουν πλήρως τους άλλους, όταν μάλιστα αυτοί είναι και προκαταλημμένοι ή θρησκευτικώς αδιάφοροι. Μόνο ο Θεός πείθει. Μόνο Εκείνος ανοίγει το νου και την καρδιά των ανθρώπων για να κατανοήσουν πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις. Στις κορυφαίες στιγμές της ζωής μας, ας εμπιστευόμαστε στον Κύριο την υπεράσπισί μας. Είναι ο καλύτερος συνήγορος για τις περιπτώσεις αυτές.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 130-131)
βάλε σεαυτόν κάτω
Ματθαίου δ' 6
Ο δεύτερος πειρασμός του Ιησού ήταν η αποθέωσις του ανθρώπου. Ο διάβολος υποβάλλει και στον Ιησού τον δικό του τρόπο θεώσεως, όπως και στον Αδάμ. Ο τρόπος αυτός στην ουσία του συνίσταται στην αποθέωσι του ανθρώπου δι’ ιδίων μέσων και πρωτοβουλίας και όχι δια της υπακοής στον Θεό. Στην προκειμένη περίπτωσι ο διάβολος υπεδείκνυε στο Ιησού να πέση κάτω από το ύψος του Ναού στο κενό. Για να τον δουν οι άνθρωποι, ότι δεν θα πάθη τίποτε κι έτσι να τον αποθεώσουν, πιστεύοντας ότι είναι Θεός.
Ο Ιησούς δεν αποδέχεται την μέθοδο του διαβόλου. Διότι ούτε οι θεαταί θεαματικών επιδείξεων θα επίστευαν στην αποστολή του ως Μεσσίου (παρβλ. και Λουκ. ιστ' 31) ούτε η αποστολή του —η θέωσις του ανθρώπου— θα επιτυγχάνετο δι΄ ιδίων μέσων, αλλά δια της υπακοής στον Θεό. Η αλαζονεία και η έπαρσις του ανθρώπου υπήρξε το αμάρτημα, «ο πειρασμός» (Δευτ. στ' 16), ο οποίος κατέστρεψε τον αρχαίο Ισραήλ στην έρημο. Ο Ιησούς δεν επρόκειτο να διαλέξη την ίδια μέθοδο. Έζησε και εξεπλήρωσε την αποστολή του, δείχνωντας ολόκληρη την εμπιστοσύνη του στον Θεό Πατέρα. Η θέωσις του ανθρώπου θα γινόταν δια του Θεού και όχι δια του ανθρώπου.
Η αποθέωσις του ανθρώπου δι΄ ιδίων μέσων και όχι δια του Θεού είναι το δεύτερο δαιμονικό στοιχείο της εποχής μας. Είναι η υποταγή των ανθρώπων στο δεύτερο αυτό πειρασμό του διαβόλου. Μόνον ο Ιησούς μπορεί να μας γλυτώση απ΄ την καταστροφή, όπως ο μέγας Μωϋσής έσωσε τον αλαζονικό Ισραήλ...
«Τοιούτον θαυμαστόν σημείον, ως το να πέση τις εκ του πτερυγίου και να μείνη αβλαβής, θα έπειθε τους αρχιερείς και τον λαόν, ότι ο ούτω διασωθείς είναι ο Μεσσίας» (ΥΜ. 72).
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, «Εκείνος» Ο Ιησούς Χριστός, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 102-103)
ΈΝΑΣ μοναχός σ’ ένα Κοινόβιο, αμελής στα πνευματικά, έπεσε βαριά άρρωστος κι ήρθε η ώρα του να πεθάνει. Ο Ηγούμενος κι όλοι οι αδελφοί τον περικυκλώσανε για να του δώσουν θάρρος στις τελευταίες του στιγμές. Παρατήρησαν όμως έκπληκτοι πως ο αδελφός αντίκριζε τον θάνατο με μεγάλη αταραξία και ψυχική γαλήνη.
- Παιδί μου, του είπε τότε ο Ηγούμενος, όλοι εδώ ξέρουμε πως δεν ήσουν και τόσο επιμελής στα καθήκοντά σου. Πώς πηγαίνεις με τόσο θάρρος στην άλλη ζωή;
- Είναι αλήθεια, Αββά, ψιθύρισε ο ετοιμοθάνατος, πως δεν ήμουν καλός μοναχός. Ένα πράγμα όμως τήρησα με ακρίβεια στην ζωή μου: Δεν κατέκρινα ποτέ μου άνθρωπο. Γι’ αυτό, σκοπεύω να πώ στον Δεσπότη Χριστό, όταν παρουσιαστώ ενώπιον Του: «Εσύ, Κύριε, είπες "μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε"», κι ελπίζω ότι δεν θα με κρίνει αυστηρά.
- Πήγαινε ειρηνικά στο αιώνιο ταξίδι σου, παιδί μου, του είπε με θαυμασμό ο Ηγούμενος. Εσύ κατόρθωσες χωρίς κόπο να σωθείς.
ΈΝΑΣ μοναχός έπεσε κάποτε σε μεγάλο σφάλμα κι ο Προϊστάμενος της σκήτης τον έδιωξε. Όταν το έμαθε ο Αββάς Βενιαμίν, πήρε τα λίγα πράγματά του και σηκώθηκε να φύγει ξωπίσω του.
- Κι εγώ αμαρτωλός είμαι, έλεγε στους αδελφούς που τον εμπόδιζαν.
ΠΗΓΕ κάποτε ένας αδελφός από την σκήτη σε κάποιο Γέροντα αναχωρητή και του είπε για κάποιον άλλον αδελφό πως είχε πέσει σε μεγάλο σφάλμα.
- Ω, πολύ άσχημα έκανε, είπε στενοχωρημένος ο Γέροντας.
Ύστερα από λίγες ημέρες συνέβη να πεθανει ο μοναχός που έσφαλε. Άγγελος Κυρίου τότε πήγε στον αναχωρητή, κρατώντας την ψυχή του.
- Αυτός που κατέκρινες, του είπε, πέθανε. Πού ορίζεις να τον κατατάξω;
- Ήμαρτον, φώναξε με δάκρυα ο Γέροντας. Κι από τότε παρακαλούσε κάθε μέρα τον Θεό να του συγχωρήσει εκείνη την αμαρτία και δεν τόλμησε μέχρι τέλους της ζωής του να κατακρίνει άνθρωπο.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 166)