Η αρκούδα του Αγίου Σεραφείμ
Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ γεννήθηκε το 1759 στο Κουρσκ της Ρωσσίας, από εμπόρους γονείς. Στα δεκαεννέα του χρόνια πήγε στο δάσος του Σάρωφ, όπου ασκήτεψε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Εκεί, έδωσε στα διάφορα μέρη του δάσους ονομασίες, όπως Ναζαρέτ, Βηθλεέμ, Ιερουσαλήμ, Όρος Θαβώρ, Γολγοθάς. Την δε καλύβα του την ωνόμασε Άγιον Όρος. Έτσι, κάνοντας τις καθημερινές του εργασίες, μαζεύοντας βρύα, για να τα χρησιμοποιήση ως λίπασμα στον κήπο του, ή κόβοντας ξύλα, επαναλάμβανε τις διάφορες φάσεις της ζωής του Χριστού.
Σ’ αυτή την γη ο Άγιος είχε άμεση επαφή με τα πλάσματα του Θεού, κάτι που του έδινε ιδιαίτερη χαρά. Οι φιλίες του με τα ζώα του δάσους γέμιζαν έκπληξι τους αδελφούς του, στο Σάρωφ, ιδιαίτερα όταν έβλεπαν κουνέλια, αλεπούδες, σαύρες, αρκούδες, ακόμα και λύκους να μαζεύωνται γύρω στα μεσάνυχτα στην είσοδο της καλύβας του, περιμένοντάς τον να τελειώση τις προσευχές του και να φανή με τα καρβελάκια το ψωμί, για να τα ταΐση.
Κάποια ήμερα έφθασε στο μακρινό ερημητήριο του Αγίου Σεραφείμ μία αδελφή από το Μοναστήρι του Ντιβέγιεβο. Περνούσε μία περίοδο αγωνίας και απογοητεύσεως και ήθελε να φύγη από το Μοναστήρι, γιατί το διακόνημα της μαγείρισσας της προκαλούσε απέχθεια. Ο Άγιος Σεραφείμ είχε δώσει ευλογία να τον επισκεφθή.
Πλησιάζοντας στο ασκητήριό του αντίκρυσε τον ερημίτη καθιστά έξω από το κελλί του, με μία πελώρια αρκούδα μπροστά στα πόδια του!
- Βοήθεια, Πάτερ! Φώναξε η φτωχή μοναχή. Ήρθε το τέλος μου!
Εκείνος έδιωξε την αρκούδα και της είπε γελώντας:
- Όχι, μητερούλα, δεν ήρθε ακόμα το τέλος σου. Το τέλος σου είναι μακριά. Η αρκούδα δεν θα σε πειράξη. Αντίθετα, θα σε διασκεδάση!
Και, αφού την καθησύχασε με τα λόγια αυτά, την κάλεσε να καθήση πλάι του επάνω σ’ έναν κορμό δέντρου. Η αρκούδα όμως πήγε και πάλι να ξαπλώση μπροστά στα πόδια του.
Η αδελφή έτρεμε σύγκορμη. Ο Γέροντας ωστόσο έβγαζε κομματάκια ψωμιού από το σακκούλι του και τάιζε την αρκούδα, τόσο ήρεμα, σαν να τάιζε κάποιο κατοικίδιο. Η μοναχή πήρε ξανά κουράγιο και, όταν αισθάνθηκε τελείως ασφαλής, ο Άγιος Σεραφείμ της έδωσε το υπόλοιπο ψωμί και την προέτρεψε να το δώση η ίδια στην αρκούδα.
- Όχι, Πάτερ, θα φάη και το χέρι μου μαζί, απάντησε εκείνη.
- Πίστεψε με, μητερούλα, δεν θα φάη το χέρι σου, είπε ο Άγιος χαμογελώντας.
Η μοναχή πήρε το ψωμί και το έδωσε στο ζώο. Ήταν μάλιστα τόση η ευχαρίστησι που αισθανόταν, ώστε στενοχωρήθηκε πολύ, όταν τελείωσε το ψωμί.
- Θυμάσαι, μητερούλα, πώς ένα λιοντάρι υπηρετούσε τον Άγιο Γεράσιμο στην έρημο; την ρώτησε τότε ο Γέροντας. Έτσι μία αρκούδα υπηρετεί τον φτωχό Σεραφείμ. Βλέπεις, τα ζώα μας υπακούουν! Και συ, χάνεις εύκολα το θάρρος σου. Γιατί; Κάνε υπομονή! Θα έχετε χαρές στο Μοναστήρι. Επισκέπτες διάσημοι θα έρθουν, ζητώντας τα νέα του φτωχού Σεραφείμ. Κι εσύ, δίχως δισταγμό, θα τους πης τότε πώς μαζί δώσαμε φαΐ σε μία αρκούδα. Αν είχα ένα ψαλίδι, θα έκοβα λίγο από το τρίχωμά της για απόδειξι. Σε ικετεύω, μητερούλα, μη χάνης ποτέ το κουράγιο σου. Για τίποτα!
- Αν οι αδελφές έβλεπαν την αρκούδα, θα πέθαιναν από τον φόβο τους, του είπε η μοναχή.
- Μα δεν πρόκειται ποτέ να την δουν, την βεβαίωσε ο Άγιος Σεραφείμ.
- Αν την σκότωνε κάποιος θα λυπόμουν πολύ, είπε πάλι η μοναχή.
- Κανείς δεν πρόκειται να την σκοτώση, απάντησε με σιγουριά ο Άγιος. Εκτός από σένα, κανείς άλλος δεν θα την δη.
«Πώς θα με πιστέψουν οι αδελφές, όταν θα τους διηγηθώ αυτό το θαύμα», σκέφθηκε η μοναχή. Και ο Γέροντας, διαβάζοντας την σκέψι της, είπε:
- Πριν περάσουν ένδεκα χρόνια από τον θάνατό μου, δεν θα πης σε κανέναν τίποτα. Μετά τα ένδεκα χρόνια, μητερούλα, θα ξέρης σε ποιόν να το πης.
Η αδελφή γύρισε στο Ντιβέγιεβο με ανανεωμένο τον ζήλο για το διακόνημά της.
Ένδεκα χρόνια μετά την κοίμησι του Όσιου, παρακολουθώντας η μοναχή κάποιον ζωγράφο, που αγιογραφούσε τον Άγιο Σεραφείμ, θυμήθηκε το επεισόδιο με την αρκούδα και το διηγήθηκε για πρώτη φορά. Έτσι επαληθεύθηκε η προφητεία του Αγίου.
Η αρκούδα αυτή, εκτός από συντροφιά, προσέφερε μερικές φορές και βοήθεια στον Άγιο Σεραφείμ.
- Άκου δω, Μίσα, της είπε μία ημέρα που είχε επισκέπτες και οι οποίοι, ως συνήθως, έδειχναν φοβισμένοι στην θέα του θηρίου. Αντί να τρομάζης τους ανθρώπους, δεν πηγαίνεις καλύτερα να μου φέρης κάτι, να προσφέρω στους επισκέπτες μου;
Εκείνη υπάκουσε, χώθηκε στο δάσος και σε λίγο επέστρεψε περπατώντας όρθια στα πίσω πόδια. Στα μπροστινά κρατούσε μία κηρήθρα με μέλι!
ΆΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ
("Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των Ζώων", Σίμωνος Μοναχού, σ. 96-100)