ΈΝΑΣ μοναχός σ’ ένα Κοινόβιο, αμελής στα πνευματικά, έπεσε βαριά άρρωστος κι ήρθε η ώρα του να πεθάνει. Ο Ηγούμενος κι όλοι οι αδελφοί τον περικυκλώσανε για να του δώσουν θάρρος στις τελευταίες του στιγμές. Παρατήρησαν όμως έκπληκτοι πως ο αδελφός αντίκριζε τον θάνατο με μεγάλη αταραξία και ψυχική γαλήνη.
- Παιδί μου, του είπε τότε ο Ηγούμενος, όλοι εδώ ξέρουμε πως δεν ήσουν και τόσο επιμελής στα καθήκοντά σου. Πώς πηγαίνεις με τόσο θάρρος στην άλλη ζωή;
- Είναι αλήθεια, Αββά, ψιθύρισε ο ετοιμοθάνατος, πως δεν ήμουν καλός μοναχός. Ένα πράγμα όμως τήρησα με ακρίβεια στην ζωή μου: Δεν κατέκρινα ποτέ μου άνθρωπο. Γι’ αυτό, σκοπεύω να πώ στον Δεσπότη Χριστό, όταν παρουσιαστώ ενώπιον Του: «Εσύ, Κύριε, είπες "μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε"», κι ελπίζω ότι δεν θα με κρίνει αυστηρά.
- Πήγαινε ειρηνικά στο αιώνιο ταξίδι σου, παιδί μου, του είπε με θαυμασμό ο Ηγούμενος. Εσύ κατόρθωσες χωρίς κόπο να σωθείς.
ΈΝΑΣ μοναχός έπεσε κάποτε σε μεγάλο σφάλμα κι ο Προϊστάμενος της σκήτης τον έδιωξε. Όταν το έμαθε ο Αββάς Βενιαμίν, πήρε τα λίγα πράγματά του και σηκώθηκε να φύγει ξωπίσω του.
- Κι εγώ αμαρτωλός είμαι, έλεγε στους αδελφούς που τον εμπόδιζαν.
ΠΗΓΕ κάποτε ένας αδελφός από την σκήτη σε κάποιο Γέροντα αναχωρητή και του είπε για κάποιον άλλον αδελφό πως είχε πέσει σε μεγάλο σφάλμα.
- Ω, πολύ άσχημα έκανε, είπε στενοχωρημένος ο Γέροντας.
Ύστερα από λίγες ημέρες συνέβη να πεθανει ο μοναχός που έσφαλε. Άγγελος Κυρίου τότε πήγε στον αναχωρητή, κρατώντας την ψυχή του.
- Αυτός που κατέκρινες, του είπε, πέθανε. Πού ορίζεις να τον κατατάξω;
- Ήμαρτον, φώναξε με δάκρυα ο Γέροντας. Κι από τότε παρακαλούσε κάθε μέρα τον Θεό να του συγχωρήσει εκείνη την αμαρτία και δεν τόλμησε μέχρι τέλους της ζωής του να κατακρίνει άνθρωπο.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 166)