E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Πόσες φορές σε δύσκολες και επίπονες καταστάσεις δεν αναρωτηθήκαμε πού είναι ο Θεός; Δεν πιστέψαμε ότι δεν μας ακούει; Νιώσαμε μόνοι και αβοήθητοι; Και πόσες φορές παρακολουθώντας όλα όσα γίνονται στον κόσμο δεν προβληματιστήκαμε για την ‘απουσία’ Του; Μπορεί πράγματι κάποιος που δεν έχει μπει στη διαδικασία να γνωρίσει το Χριστό να σκανδαλιστεί, μέχρι και να πιστέψει ότι δεν υπάρχει Θεός! Και είναι αλήθεια ότι κάποιες φορές είναι εκκωφαντική η σιωπή του Χριστού… δεν αντέχεται! Νιώθεις όπως όταν έδινες εξετάσεις και ο δάσκαλος έκανε ησυχία… όμως ήταν εκεί. Έτσι και ο Θεός εδώ είναι… απλά δεν κάνει θόρυβο. Ποτέ δεν έκανε….
Σιωπηρός πάνω στο Σταυρό, αθόρυβος και στην Ανάσταση Του! Έτσι ήσυχος και διακριτικός μας καλεί κοντά Του και εξίσου χαμηλότονα μας ελεεί, χωρίς φανφάρες και τυμπανοκρουσίες. Γι’ αυτό χρειάζεται να κάνουμε κι εμείς ησυχία για να Τον ακούσουμε γιατί μας μιλάει ήρεμα και γλυκά στην καρδιά μας. Και αυτός είναι ο λόγος που πολλοί άνθρωποι εκλαμβάνουν την ησυχία του Χριστού ως μη ύπαρξη! Γιατί ζώντας μέσα στη φασαρία και τη βουή που επικρατεί εντός τους και εκτός τους, αδυνατούν να ακούσουν έστω και μια συλλαβή από τα λεγόμενα Του και πιστεύουν έτσι ευκολότερα στην ύπαρξη και στη δύναμη του ηχορρυπαντή διαβόλου!
Όταν οι άνθρωποι λοιπόν εμπιστεύονται περισσότερο τις σαρκικές αισθήσεις από τις πνευματικές, είναι πολύ εύκολο να οδηγηθούν στην πλάνη! Γιατί ο ψυχοκτόνος διάβολος επιβάλλεται στους ανθρώπους μέσω των σαρκικών τους αισθήσεων. Την ώρα που ο Θεός μάς ζητάει εσωστρέφεια, ο διάβολος μας καλεί σε εξωστρέφεια… Δυο δρόμοι και δυο τρόποι αντίθετοι και ασύμβατοι. Θυμόμαστε άλλωστε και το Χριστό όταν βρισκόταν περιτριγυρισμένος από πλήθος κόσμου, πολλές φορές έφευγε μακριά τους για να μπορέσει μόνος Του να ηρεμήσει και να προσευχηθεί.
Ο Χριστός μπορεί να γίνει πολύ ηχηρός και έντονος αν Τον ζητήσεις στη ζωή σου. Αν ησυχάσεις για να Τον νιώσεις. Μπορεί να κάνει πολύ αισθητή την παρουσία Του αν με ταπείνωση ζητήσεις τη βοήθεια Του. Δεν είναι επιδειξιομανής, δεν είναι ταχυδακτυλουργός, δεν είναι κλόουν. Είναι όμως βροντερά παρών σε όλους όσους Τον αγαπάνε και Τον θέλουνε στη ζωή τους, φίλο, σύντροφο κι αδερφό. Είναι παρών σε όλους όσους με ευγνωμοσύνη και ταπείνωση Τον υποδέχονται στη ζωή τους και είναι ακόμα πιο πολύ παρών σε όσους τολμούν να πατήσουν στα χνάρια Του με αυτοθυσία και αυταπάρνηση.
Δεν είναι επιλεκτικός ο Χριστός… εμείς είμαστε. Από εμάς εξαρτάται αν θα πάψουμε να θεωρούμε το Χριστό σιωπηλό ή αν θα ακούσουμε επιτέλους τη φωνή Του. Γιατί είναι τόσο διακριτικός που ενώ θέλει τόσο να μας μιλήσει και τόσα να μας πει δεν το κάνει παρά μόνο αν Του το ζητήσουμε εμείς! Άρα λοιπόν, όχι η ησυχία του Χριστού αλλά Εκείνος θα έλεγε η ησυχία του ανθρώπου… γιατί ενώ όλους μας περιμένει να Του μιλήσουμε από τους περισσότερους εισπράττει σιωπή!...(Α.Κ.Β)

Το άνυδρο πηγάδι 

Αξιοθαύμαστη υπομονή έδειξε στη ζωή του ο αιγύπτιος αββάς Πίωρ. Στον πανέρημο τόπο που κατοίκησε, έσκαψε και βρήκε νερό υπερβολικά πικρό. Έμεινε όμως εκεί μέχρι την κοίμησι του γευόμενος καθημερινά την πικράδα του! Πολλοί μοναχοί προσπάθησαν να τον μιμηθούν, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να παραμείνη στον φοβερό και απαράκλητο τόπο που ασκήτευε, περισσότερο από ένα χρόνο.

Κάποτε σ’ ένα μοναστήρι, ογδόντα αδελφοί έσκαψαν ένα πολύ μεγάλο πηγάδι, αλλά δυστυχώς δεν βρήκαν νερό! Με πολλή λύπη σκέφθηκαν να εγκαταλείψουν το έργο. Είδαν τότε να έρχεται από την πανέρημο, μέσα στο μεσημεριάτικο λιοπύρι, ο αββάς Πίωρ. Τους πλησίασε, τους χαιρέτησε και τους είπε:

- Ολιγόψυχοι, γιατί μικροψυχήσατε; Από τη χθεσινή μέρα σας παρακολουθώ από μακριά και σας βλέπω ν’ απογοητεύεσθε.

Κατέβηκε μέσα στο βάθος του πηγαδιού και προσευχήθηκε. Στη συνέχεια παίρνει την τσάπα, χτυπά τρεις φορές και λέει:

- Ο Θεός των αγίων πατριαρχών, του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ, μην αχρηστέψης τον κόπο των δούλων σου, αλλά στείλε το νερό που χρειάζονται.

Αμέσως ξεπήδησε νερό και τους έβρεξε όλους! Ο όσιος, αφού πάλι προσευχήθηκε, σηκώθηκε να φύγη. Οι μοναχοί τον παρακάλεσαν να παρακαθήση στο χαρούμενο τραπέζι που έστρωσαν. Εκείνος όμως δεν θέλησε. Έφυγε λέγοντας:

- Τελείωσα την αποστολή για την οποία μ’ έστειλε ο Θεός. Για το τραπέζι δεν μ’ έστειλε.

(Λαυσαϊκή Ιστορία)

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β΄, σ. 111-112)

    Και εκείνος που προσκαλεί φίλους, δεν έκαμε κάτι μεγάλο, γιατί έλαβε εδώ την αμοιβή του. Εκείνος όμως που προσκαλεί τον ανάπηρο και τον πτωχό έχει τον Θεό οφειλέτη.
    Ας μη στεναχωρούμαστε λοιπόν, όταν δεν απολαμβάνουμε στην παρούσα ζωή, αλλά όταν απολαμβάνουμε, γιατί στην άλλη ζωή δεν θα απολαύσουμε ομοίως. Αν μας ανταποδώσει άνθρωπος, ο Θεός δεν ανταποδίδει αν αυτός δεν ανταποδώσει, τότε θα ανταποδώσει ο Θεός. Ας μη επιζητούμαι λοιπόν να ευεργετούμε εκείνους που μπορούν να μας ανταποδώσουν, ούτε να ευεργετούμαι αυτούς με τέτοιες ελπίδες είναι ψυχρή αυτή η σκέψης. Αν προσκαλέσεις τον φίλο, η ευεργεσία θα διατηρηθεί μέχρι το βράδυ. Γι’ αυτό η περιστασιακή φιλία χάνεται πιο γρήγορα από τα αποδιδόμενα. Αν προσκαλέσεις όμως τον πτωχό και τον ανάπηρο, ποτέ δεν θα χαθεί η ευεργεσία, γιατί έχεις οφειλέτη τον Θεό, που πάντοτε ενθυμείται και ποτέ δεν ξεχνά.
    Πόσης όμως ανοησίας απόδειξης είναι, είπε μου, το να μη μπορείς να κάθεσαι μαζί με τους πτωχούς; Τι λέγεις; Είναι ακάθαρτος, λέγει, και ρυπαρός. Καθάρισε αυτόν και οδήγησε τον στο τραπέζι σου. Μήπως έχει βρώμικα ρούχα; Αντάλλαξε αυτά και δώσε καθαρή στολή. Δεν βλέπεις πόσο είναι το κέρδος; Ο Χριστός έρχεται δια μέσου αυτού, και εσύ φέρεσαι με μικροπρέπεια για όφελος αυτού; Προσκαλώντας το βασιλέα στο τραπέζι, φοβείσαι γι’ αυτά; Ας υποτεθεί ότι υπάρχουν δύο τραπέζια. Και το ένα είναι γεμάτο απ’ αυτούς και έχει τυφλούς, χωλούς, στραβούς, ανάπηρους στα χέρια και στα πόδια, ξυπόλητους και φορούν ένα μικρό χιτώνα και αυτόν τριμμένο. Το άλλο όμως έχει ηγεμόνας, στρατηγούς, τοπάρχες, άρχοντας μεγάλους, που φορούν πολυτελή επανωφόρια και λεπτά λινά ενδύματα και είναι ζωσμένοι με χρυσές ζώνες. Πάλι εδώ στο τραπέζι των πτωχών δεν υπάρχουν αργυρά σκεύη, ούτε πολύ κρασί, αλλά τόσο που είναι αρκετό και μπορεί να τέρψη τα ποτήρια και τα υπόλοιπα σκεύη είναι κατασκευασμένα μόνο από γυαλί. Εκεί όμως στο τραπέζι των πλουσίων είναι όλα τα σκεύη από άργυρο και χρυσό, και ούτε ένας δεν ανησυχεί το αμφιθέατρο, αλλά δύο νεαροί μόλις διαταράσσουν αυτό. Και οι αμφορείς είναι στη σειρά ακτινοβολώντας με το χρυσάφι πολύ καλύτερα από τον άργυρο, και είναι το αμφιθέατρο από παντού στρωμένο με μαλακό χαλί. Πάλι εδώ υπάρχουν υπηρέτες πολλοί, στολισμένοι στα ρούχα όχι χειρότερα από τους παρευρισκομένους και φορούν λαμπερά ενδύματα και έχουν στενά παντελόνια, όμορφοι στο πρόσωπο, στο άνθος της ηλικίας, εύρωστοι και εύσωμοι. Εκεί όμως υπάρχουν δύο μόνο υπηρέτες, που περιφρονούν όλη αυτή την έπαρση. Ακόμη είναι στους μεν τα φαγητά πολυτελή, στους άλλους όμως τόσα, όσα είναι αρκετά να σβήσουν την πείνα και να προξενήσουν ευχαρίστηση.
    Άραγε αρκετά είπα; και με ακρίβεια είναι ετοιμασμένα και τα δύο τραπέζια; Μήπως κάτι λείπει; Εγώ δεν νομίζω, γιατί ανέφερα και τους καλεσμένους και την πολυτέλεια των σκευών, των στρωμάτων και των φαγητών. Πλην όμως και εάν κάτι παραλείψαμε, παρατείνοντας την ομιλία θα το βρούμε . Εμπρός λοιπόν, αφού για μας το κάθε τραπέζι έλαβε εντελώς το κατάλληλο σχήμα, ας δούμε που θα καθίσετε εσείς. Εγώ λοιπόν θα πάω σε εκείνο που είναι οι τυφλοί, οι χωλοί, και οι περισσότεροι ίσως από σας θα προτιμήσουν το τραπέζι των στρατηγών, το λαμπρό και φαιδρό. Ας δούμε λοιπόν ποιό τραπέζι είναι γεμάτο από πιο πολλή απόλαυση και ας μη εξετάσουμε ακόμη τα μέλλοντα, γιατί σ’ αυτά υπερισχύει το δικό μου τραπέζι. Για ποιό λόγο; Γιατί σ’ αυτό κάθεται ο Χριστός και σε εκείνο άνθρωποι, σ’ αυτό ο Κύριος, σ’ εκείνο οι δούλοι. Αλλά όχι ακόμη αυτά ας δούμε όμως ποιό έχει πιο πολλή απόλαυση κατά το παρόν. Και κατά τούτο λοιπόν είναι πιο πολλή η απόλαυσης αυτή, γιατί το να καθίσει κανείς σε γεύμα μαζί με τον βασιλέα φέρει πιο πολλή ευχαρίστηση από το να καθίσει με τους υπηρέτες. Αλλά και τούτο ας αφήσουμε κατά μέρος και ας εξετάσουμε αυτό το ίδιο το πράγμα. Λοιπόν εγώ και εκείνοι που είναι μαζί μου προτιμήσαμε το τραπέζι αυτό με μεγάλη ελευθερία και χαρά, θα πούμε και θα ακούσουμε τα πάντα. Εσείς όμως με τρόμο και φόβο, και με σεβασμό προς τους συνδαιτυμόνας, δεν θα τολμήσετε ούτε το χέρι να απλώσετε, όπως ακριβώς στο σχολείο, αλλά ούτε το γεύμα θα αρχίσετε, σαν να τρέμετε φοβερούς κυρίους. Εκείνοι όμως δεν θα συμπεριφέρονται έτσι.
    Αλλά είναι μεγάλη η τιμή, θα ειπεί κάποιος. Και όμως εγώ απολαμβάνω πιο πολλή τιμή, γιατί η ιδική σας ευτέλεια φαίνεται πιο μεγάλη, καθώς μετέχοντας στο ίδιο τραπέζι μεταχειρίζεστε τα λόγια των δούλων. Γιατί και ο δούλος τότε προ παντός φαίνεται, όταν κάθεται μαζί με τον Κύριό του. Εκείνος λοιπόν γίνεται δούλος από αυτό που δεν ταίριαζε σε αυτόν, επειδή δεν έχει από τη γνωριμία τόση σεμνότητα, όση ταπείνωση, γιατί τότε ταπεινώνεται υπερβολικά. Και το δούλο θα μπορούσε να δει κανείς να είναι λαμπρός μόνος του, και τον πτωχό να είναι λαμπρός μόνος του, παρά όταν βαδίζει μαζί με τον πλούσιο. Γιατί το ταπεινό, όταν ευρίσκεται κοντά στο υψηλό, τότε φαίνεται ταπεινό και η σύγκρισης το ταπεινό αποδεικνύει ταπεινότερο και όχι υψηλότερο. ’Έτσι και το να κάθεσθε μαζί με εκείνους αποδεικνύει εσάς πιο τιποτένιους και όχι εμάς.
    Πλεονεκτούμε λοιπόν από αυτούς σε δύο πράγματα, και στην ελευθερία δηλαδή και στην τιμή, των οποίων τίποτε δεν είναι ίσο σαν αιτία απολαύσεως. Γιατί εγώ βέβαια θα ήθελα να απολαμβάνω το ψωμί με ελευθερία, παρά πλούσια φαγητά με δουλεία. Και η Γραφή λέγει, «Είναι προτιμότερο να φιλοξενήσεις με λάχανα για χάρη φιλίας και αγάπης, παρά με μοσχάρι με εχθρικές διαθέσεις». Εκείνο που θα επικαλεσθούν εκείνοι, είναι αυτό, ότι δηλαδή είναι ανάγκη να επαινούν τους παρόντος παρά να τους κακίζουν, αναλαμβάνοντας τη θέση των παρασίτων, η καλύτερα όμως χειρότεροι από εκείνους. Αυτοί λοιπόν αν και κάθονται με εντροπή και υβρίζονται, όμως έχουν την παρρησία του λόγου, αλλά εσείς ούτε αυτό έχετε. Αλλά η ευτέλεια είναι τόσο μεγάλη, γιατί έχετε φοβηθεί και καταπτοηθεί, η τιμή δεν υπάρχει. Συμπερασματικά λοιπόν το τραπέζι εκείνο έχει στερηθεί από κάθε απόλαυση, ενώ αυτό είναι γεμάτο από κάθε χαρά.
    Ας εξετάσουμε όμως και τη φύση των φαγητών. Εκεί λοιπόν είναι ανάγκη και χωρίς τη θέληση σου να «σκάσης» από το πολύ κρασί, εδώ όμως δεν είναι δυνατό χωρίς τη θέληση σου να τρώγεις και να πίνεις. Συνεπώς εκεί την απόλαυση από την ποιότητα των φαγητών αφαιρεί και η περιφρόνησης που εκδηλώνεται προκαταβολικά και η αηδία από το χορτασμό. Γιατί ο χορτασμός καταστρέφει και ενοχλεί τα σώματά μας όχι λιγότερο από την πείνα, αλλά και πολύ πιο επικίνδυνα και αυτόν που θα θελήσεις να μου δώσεις πιο εύκολα θα τον σκάσω με το χορτασμό, παρά με την πείνα. Έτσι λοιπόν αυτό είναι πιο υποφερτό από εκείνο, γιατί την πείνα θα μπορούσε κανείς να την αντέξει και είκοσι ημέρες, το χορτασμό όμως ούτε δύο μόνο. Και με την πείνα αν και αγωνίζονται διαρκώς οι κάτοικοι της υπαίθρου έχουν υγεία και δεν χρειάζονται τους ιατρούς. Αυτόν όμως, δηλαδή το χορτασμό, δεν θα τον άντεχαν αν δεν καλούσαν συνέχεια τους ιατρούς, μάλλον δε και τη βοήθεια αυτών εμπόδιζε πολλές φορές η τυραννίδα του χορτασμού.
    Και εξ αιτίας της απολαύσεως κατέχει το τραπέζι αυτό τα πρωτεία. Γιατί εάν η τιμή είναι πιο ευχάριστο πράγμα από την περιφρόνηση, και η εξουσία από την υποταγή και το θάρρος από τον τρόμο και φόβο και η απόλαυσης των αναγκαίων αγαθών πέρα από το κανονικό πνίγεται στην τρικυμία της τρυφής, είναι καλύτερο από εκείνο το τραπέζι αυτό και εξ αιτίας της ευχαριστήσεως. Και η δαπάνη σε αυτό είναι πιο μικρή, γιατί το τραπέζι εκείνο είναι πολυέξοδο, ενώ αυτό καθόλου. Αλλά τι συμβαίνει; Μήπως το τραπέζι αυτό είναι πιο ευχάριστο στους συνδαιτυμόνας μόνο, η μήπως δίνει και στον οικοδεσπότη πιο μεγάλη ευχαρίστηση από εκείνο; Αυτό βέβαια είναι εκείνο που επιζητούμαι και εμείς περισσότερο.
    Λοιπόν εκείνος που καλεί αυτούς προετοιμάζεται πριν από περισσότερες ημέρες και υποχρεώνεται να έχει φασαρίες και φροντίδες και έγνοιες, χωρίς να κοιμάται τις νύκτες, ούτε να ησυχάζει τις ημέρες, αλλά κάνοντας μόνος του πολλές σκέψεις, συζητά με τους αρτοποιούς, τους μαγείρους και τους τραπεζοκόμους. Έπειτα όταν έλθει η ημέρα του δείπνου θα μπορούσε να δει κανείς αυτόν να φοβείται περισσότερο από τους πυγμάχους που πρόκειται να πυγμαχήσουν, μήπως κάτι δεν γίνει σωστά, μήπως φθονηθεί, μήπως αποκτήσει εξ αίτιας τούτου πολλούς κατηγόρους. Αυτός όμως είναι απαλλαγμένος από όλες τις φροντίδες και τις ενοχλήσεις αυτές, αυτοσχεδιάζοντας το τραπέζι και δεν φροντίζει γι’ αυτό πριν από πολλές ημέρες. Και ύστερα λοιπόν από αυτά ο πρώτος έχασε αμέσως την ευγνωμοσύνη, ενώ ο δεύτερος έχει τον Θεό οφειλέτη και τρέφεται με αγαθές ελπίδες, αφού καθημερινά τρέφεται πλούσια από το τραπέζι εκείνο. Γιατί τα φαγητά καταναλώνονται, η χαρά όμως δεν καταναλώνεται, αλλά κάθε ημέρα χαίρεται και λάμπει από χαρά περισσότερο από εκείνους που έπιναν πολύ κρασί. Τίποτε βέβαια δεν τρέφει τόσο την ψυχή, όσο η αγαθή ελπίδα και η προσδοκία των αγαθών.
    Αλλά ας εξετάσουμε και τα επόμενα. Εκεί υπάρχουν αυλοί, κιθάρες και φλογέρες, ενώ εδώ δεν ακούγεται κανένα παράφωνο τραγούδι, αλλά τι ύμνοι, ψαλμωδίες. Εκεί εξυμνούνται οι δαίμονες, ενώ εδώ ο κυρίαρχος των πάντων Θεός. Βλέπεις πόση ευγνωμοσύνη πλημμυρίζει το τραπέζι αυτό και πόση αχαριστία και αναισθησία εκείνο; Στα αλήθεια πες μου o Θεός σε έθρεψε από τα αγαθά του, και ενώ έπρεπε να τον ευγνωμονείς γι’ αυτό, εισάγεις εσύ τους δαίμονας; γιατί τα τραγούδια που λέγονται με τη συνοδεία των οργάνων δεν είναι τίποτε άλλο, παρά δαιμονικά τραγούδια. Αντί να ειπείς, είσαι δοξασμένος, Κύριε, γιατί από τα αγαθά σου με έθρεψες, σαν κάποιο αχάριστο σκυλί, ούτε ενθυμείσαι, αλλά εισάγεις τους δαίμονας; Μάλλον δε τα σκυλιά είτε λάβουν, είτε δεν λάβουν κάτι εκδηλώνουν την χαρά τους στους γνωστούς τους, εσύ όμως ούτε αυτό κάνεις. Το σκυλί και όταν δεν λαμβάνει εκδηλώνει χαρά στον κύριό του, εσύ όμως αν και έλαβες γαυγίζεις εναντίον του. Εξ άλλου το σκυλί και όταν ευεργετείται από εχθρό, δεν διαλύει τόσο εύκολα την έχθρα του προς αυτόν, ούτε σύρεται για φιλία. Εσύ όμως αν και πάσχεις άπειρα κακά από τους δαίμονας, οδηγείς αυτούς στα γεύματα. Επομένως είσαι δύο φορές χειρότερος από το σκυλί.
    Έκανα καλά συγκρίνοντας τώρα τα σκυλιά προς εκείνους που μόνο τότε ευχαριστούν, όταν ευεργετούνται. Εντραπείτε, παρακαλώ, τα σκυλιά, τα οποία και όταν πεινούν εκδηλώνουν χαρά προς τους κυρίους, εσύ όμως, πιο ανόητε από τα σκυλιά, αν ακούσης, ότι ο δαίμονας περιποιήθηκε κάποιον, αφήνεις αμέσως τον Κύριό σου. Αλλά οι πόρνες, λέγει, προξενούν ηδονή καθώς τις βλέπομε. Ποιά ηδονή; και ποιά δεν έχουν ατιμία; Έχει γίνει το σπίτι σου πορνείο, παραφροσύνη και τρέλα, και δεν ντρέπεσαι να αποκαλείς αυτά ηδονή; αν μεν λοιπόν σου επιτραπεί να εκδηλώσεις το πάθος, η εντροπή και η αηδία που από αυτήν προέρχεται είναι πιο μεγάλη από κάθε ηδονή. Μετατρέπεις το σπίτι σε πορνείο, όπως ακριβώς τα γουρούνια κυλίονται μέσα στο βόρβορο. Αν όμως φθάνεις μέχρι το σημείο να δεις μόνο, πάλι η οδύνη είναι πιο μεγάλη, γιατί η θέα δεν είναι ηδονή, όταν δεν υπάρχει συνουσία, αλλά και η επιθυμία είναι πιο μεγάλη και η φλόγα της σάρκας πιο δυνατή.
Αλλά επιθυμείς να μάθεις το τέλος; Αυτοί όταν σηκωθούν από το τραπέζι είναι όμοιοι με τους τρελούς και τους παράφρονες, θρασείς, γεμάτοι οργή, γελοίοι και στα μάτια των δούλων και οι μεν υπηρέτες αναχωρούν νηφάλιοι, ενώ αυτοί μεθυσμένοι. Τι μεγάλη ντροπή! Εκεί όμως δεν συμβαίνει τίποτε τέτοιο, αλλά αφού με ευχαριστία τελειώσουν το τραπέζι, έτσι επιστρέφουν στα σπίτια τους, με ευχαρίστηση κοιμούνται, με ευχαρίστηση ξυπνούν χωρίς καμία ντροπή και κατηγορία. Εάν θέλεις να δεις και αυτούς τους  καλεσμένους, θα δεις ότι αυτοί εσωτερικά είναι τέτοιοι, όπως εκείνοι εξωτερικά, δηλαδή, τυφλοί, ανάπηροι, χωλοί, και όπως είναι τα σώματα εκείνων, έτσι είναι οι ψυχές αυτών, κατεχόμενες από υδρωπικία και πυρετό. Τέτοια λοιπόν είναι η απόγνωσης, γιατί μετά τις απολαύσεις μετατρέπεται σε αναπηρία. Τέτοιος λοιπόν είναι ο κορεσμός και η μέθη, αφού κάνει χωλούς και στραβούς. Και θα δεις και εκείνους να έχουν τέτοιες ψυχές, όπως αυτοί τα σώματα, δηλαδή, λαμπρές και στολισμένες. Γιατί εκείνοι οι όποιοι ζουν με ευγνωμοσύνη, οι όποιοι δεν επιζητούν τίποτε περισσότερο από την αυτάρκεια, οι όποιοι φιλοσοφούν, έτσι είναι με κάθε χαρά.
    Ας δούμε όμως και στις δύο περιπτώσεις το τέλος. Εκεί υπάρχει ηδονή ακόλαστος, γέλια πολλά, μέθη, αστεία, αισχρολογία, γιατί επειδή αυτοί ντρέπονται να μιλούν αισχρά, τούτο γίνεται με τις πόρνες. Εδώ όμως φιλανθρωπία, ηπιότητα. Σε εκείνον που καλεί αυτούς είναι παρούσα η ματαιοδοξία και τον οπλίζει, ενώ εδώ η φιλανθρωπία και η ηπιότητα. Γιατί εκείνο το τραπέζι το συγκροτεί η φιλανθρωπία, αυτό όμως η ματαιοδοξία και η ωμότητα από την αδικία και την πλεονεξία. Και εκείνο καταλήγει σε αυτά που είπα, δηλαδή σε απόγνωση, σε έκσταση, σε τρέλα, γιατί τέτοια γεννά η ματαιοδοξία. Αυτό όμως καταλήγει σε ευχαριστία και δόξα του Θεού. Και ο έπαινος των ανθρώπων σε αυτό είναι περισσότερος, γιατί εκείνον τον φθονούν, ενώ αυτόν όλοι τον έχουν ως κοινό Πατέρα, ακόμη και εκείνοι που δεν ευεργετήθηκαν. Και όπως ακριβώς στην περίπτωση των αδικημένων και εκείνοι που δεν έχουν αδικηθεί καθόλου συμπάσχουν και φαίνονται όλοι από κοινού εχθροί, έτσι και στην περίπτωση των ευεργετημένων και εκείνοι που δεν ευεργετήθηκαν, όπως οι ευεργετημένοι, επαινούν και θαυμάζουν αυτόν που έχει κάνει τις ευεργεσίες. Και εκεί υπάρχει πολύς φθόνος, εδώ όμως μεγάλη φροντίδα και ευχαριστίες από όλους. Και αυτά συμβαίνουν στην παρούσα ζωή. Στην άλλη όμως, όταν θα έλθει ο Χριστός, αυτός θα σταθεί με πολλή παρρησία και θα ακουστεί σε όλη την οικουμένη, «Με είδες να πεινώ και μου έδωσες να φάγω, γυμνό και με έντυσες, ξένο και με περιμάζευες» και όλα τα παρόμοια. Εκείνος όμως θα ακούσει τα αντίθετα, «Πονηρέ δούλε και τεμπέλη» και πάλι, Αλλοίμονο σε σας που σπαταλάτε χρήματα για τα στρώματά σας και κοιμάστε σε ελεφάντινα κρεβάτια, σε σας που πίνετε το διυλισμένο εκλεκτό κρασί και αλείφεσθε με τα καλύτερα μύρα, γιατί νομίσατε αυτά ως μόνιμα και όχι ως παροδικά»
    Σας έχω πει αυτά όχι χωρίς λόγο, αλλά για να αλλάξω τη γνώμη σας και να μη κάνετε τίποτε το ανώφελο. Τι λοιπόν, θα ειπεί κάποιος, ότι και αυτά και εκείνα κάνω; Πολύς λόγος γίνεται γι’ αυτό από όλους. Και ποια ανάγκη υπάρχει, είπε μου, ενώ είναι δυνατό να κάνης τα πάντα με ωφέλεια, να τα διακρίνεις, σε αλλά που δεν χρειάζονται καθόλου, αλλά και να καταναλώνεις στα χαμένα, σ’ αλλά δε χρήσιμα; Είπε μου, εάν καθώς έσπερνες ένα μέρος του σπόρου έρριπτες στην πέτρα και το άλλο σε χώμα εύφορο, άρα θα σού επαρκούσε αυτό και θα έλεγες τί λοιπόν βλάπτει αν ρίψομε άλλο σπόρο στα χαμένα και άλλο σε εύφορο χώμα; Γιατί λοιπόν να μη ρίψομε όλο το σπόρο σε εύφορο χώμα; γιατί περιορίζεις το κέρδος; Και αν είναι ανάγκη να συγκεντρώνεις χρήματα, δεν θα το ειπείς αυτό, αλλά από παντού συγκεντρώνεις, εκεί όμως όχι. Και αν πρέπει να δανείζεις, δεν θα ειπείς, γιατί αλλά να δώσουμε στους πτωχούς και αλλά στους πλουσίους, αλλά όλα σε εκείνους. Εδώ όμως, όπου το κέρδος είναι τόσο μεγάλο, δεν σκέπτεσαι αυτό και δεν θα σταματήσεις ποτέ το να ξοδεύεις στα χαμένα και να σπάταλός μάταια;
    Αλλά έχει και αυτό κέρδος, θα ειπεί κάποιος. Ποιο είναι αυτό; είπε μου. Αυξάνει τις φιλίες. Τίποτε δεν είναι ψυχρότερο από τους ανθρώπους που γίνονται φίλοι από αυτά, από το τραπέζι δηλαδή και το χορτασμό. Από εδώ προέρχονται οι φιλίες μόνο των παρασίτων. Να μη υβρίσεις τόσο θαυμαστό πράγμα, την αγάπη, ούτε να λέγεις αυτήν τη φιλία ότι είναι ρίζα της αγάπης, όπως εάν κάποιος έλεγε για ένα δένδρο που καρπίζει χρυσό και πολύτιμους λίθους, ότι δεν είναι τέτοια η ρίζα, αλλά ότι προέρχονται από τους χυμούς αυτού. Αυτό κάνεις και συ, γιατί και αν ακόμη προσέλθει από εκεί φιλία, δεν θα μπορούσε τίποτε να γίνει ψυχρότερο από αυτήν. Εκείνα όμως τα τραπέζια προκαλούν φιλία, όχι προς τους ανθρώπους, αλλά προς τον Θεό και μάλιστα ισχυρή, όταν παρατείνονται τα τραπέζια. Γιατί εκείνος που καταναλώνει άλλα εδώ και άλλα εκεί, και αν ακόμη δώσει πολλά, δεν έχει πράξει τίποτε μεγάλο. Εκείνος όμως που καταναλώνει τα πάντα εδώ, και αν ακόμη έχει δώσει λίγα, έπραξε το πάν. Γιατί εκείνο που επιζητούμε δεν είναι να δώσουμε πολλά η λίγα, αλλά να μη δώσουμε λιγότερα από τις δυνάμεις μας. Ας ενθυμούμεθα το δούλο με τα πέντε τάλαντα και εκείνον με τα δύο. Ας ενθυμούμεθα τη χήρα που έρριψε τα δύο λεπτά. Ας ενθυμούμεθα τη χήρα που έζησε στα χρόνια του προφήτη Ηλία. Δεν είπε εκείνη που έρριψε τα δύο λεπτά, τι λοιπόν βλάπτει, αν κρατήσω το ένα λεπτό για τον εαυτό μου και δώσω το άλλο; αλλά πρόσφερε όλη την περιουσία της. Εσύ όμως αν και έχεις τόση μεγάλη αφθονία αγαθών, είσαι πιο φιλάργυρος από εκείνη.
    Ας μη αδιαφορούμε λοιπόν για τη σωτηρία μας, αλλά ας την στηρίξουμε στην ελεημοσύνη. Γιατί τίποτε δεν είναι καλύτερο από αυτήν, και θα το αποδείξει το μέλλον, μάλιστα δε το απέδειξε και το παρόν. (ΕΠΕ 22,87-101)

61. «Φρονιμάδα μεγάλης σε σώμα νέας» (Δ, 97).
Ο ι. Δαμασκηνός τονίζει τη σύνεσι της Θεοτόκου που ήταν αντιστρόφως ανάλογη προς την ηλικία της: σύνεσις ώριμης γυναίκας σε νεαρό κορίτσι! Εξαιρετικό χαρακτηριστικό για μια νέα κόρη, σαν την Παρθένο Μαρία.
Η φρόνησις και η σύνεσις συμβαδίζουν συνήθως με την ηλικία ή και, καμμιά φορά, έρχονται δεύτερες, σπανίως όμως πρώτες. Σε ελάχιστους δηλαδή ανθρώπους η σύνεσις, η φρόνιμη σκέψις είναι πιο ώριμη από την ηλικία τους. Οι πιο πολλοί άνθρωποι στην νεανική τους ηλικία είναι συνήθως «άσοφοι και ασύνετοι» (Εφ. ε' 15. Ρωμ. α' 31).
Η Θεοτόκος από την εφηβική της ηλικία ανήκε στους λίγους, στους συνετούς. Σ’ εκείνους για τους οποίους το Άγιον Πνεύμα είπε: «γήρας τίμιον ου το πολυχρόνιον ουδέ αριθμώ ετών μεμέτρηται˙ πολιά (=σεβαστή) δε έστι σύνεσις ανθρώποις και ηλικία γήρως (=γεράματα) βίος ακηλίδωτος». (Σοφ. Σολομ. δ’ 8-9). Η σύνεσις της Θεοτόκου επήγαζε από τον ακηλίδωτο βίο της. Η ευσέβεια είναι η μάνα της σωφροσύνης και της συνέσεως, ενώ αντίθετα η ασέβεια και η ζωή της ασωτείας οδηγεί στην απερισκεψία, την αφροσύνη, την τρέλλα! Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η αιτία της αφροσύνης των ανθρώπων δεν είναι τόσο η μικρή ηλικία όσο η ασέβεια και η αμαρτωλή ζωή.
Η σύνεσις, εξάλλου, της Θεοτόκου είχε και μια άλλη πηγή: την μελέτη του Λόγου του Θεού. Η Θεοτόκος μελετούσε τις Άγιες Γραφές. «Όλα εις τον άγιον βίον της αποδεικνύουν ότι η ψυχή της και η σκέψις της ήταν διαποτισμένα βαθειά από το πνεύμα της Γραφής. Ο Ωριγένης, αλλά και άλλοι εκκλ. συγγραφείς, ομιλούν με θαυμασμόν δια την εξαίρετον γνώσιν και κατανόησιν της Γραφής που παρουσιάζει η αγία Παρθένος» (X, 31). Η μελέτη αυτή πρόσθετε στη νεανική της ύπαρξι σύνεσι και σοφία. Τα σοφιολογικά βιβλία της Π. Διαθήκης, που σαν βασικά προσόντα του ανθρώπου αναφέρουν τη σοφία και τη σύνεσι, θα ήταν καθημερινό εντρύφημα της Θεοτόκου. «Ουδείς εξ εαυτού σοφός», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Αυτό ισχύει και για την Θεοτόκο. Έγινε «σοφή» και συνετή, αφομοιώνοντας όλη τη σοφία και τη σύνεσι των πιστών ανθρώπων που αναφέρονται στις Γραφές.
Η μελέτη της Αγίας Γραφής είναι η βάσις για ν’ αποκτούν οι νέοι νέες αυτό που συνήθως τους λείπει: η σύνεσις δηλαδή και η σοφία.

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 88-89 )

ΑΠΟ τρία πράγματα δεν μπορώ τελείως να ελευθερωθώ, έλεγε ο Αββάς Ποιμήν. Από το φαγητό, από τα ενδύματα κι από τον ύπνο. Αγωνίζομαι όμως να τα περιορίσω στο ελάχιστο.


ΕΙΠΑΝ κάποτε στον παραπανω Όσιο πως κάποιος αδελφός στην σκήτη δεν έπινε κρασί.
- Κρασί; έκανε έκπληκτος εκείνος. Μα τέτοιο πράγμα δεν επιτρέπεται καθόλου στους μοναχούς.


ΕΛΕΓΑΝ με θαυμασμό οι αδελφοί στην σκήτη για τον Αββά Σαρματά πως τόσο πολύ είχε υποτάξει τον ύπνο με την διαρκή εγκράτεια, που όταν του έλεγε, έλα, ερχόταν, κι όταν πάλι του έλεγε να φύγει, έφευγε.

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 95 )

1309.  ΠΑΝΤΑ ΧΡΗΣΙΜΗ. 

 «Είσαι ήρεμος, λέγει ένας πνευματικός συγγραφεύς, προσεύχου, η προσευχή θα σε κρατήσει στην ηρεμία.  Πειράζεσαι, προσευχήσου, η προσευχή θα σου δώσει τη δύναμη να αντισταθείς.  Έπεσες, προσευχήσου, η προσευχή θα σε σηκώσει.  Αποθαρρύνεσαι, προσευχήσου, η προσευχή θα σε συγκρατήσει».  

Και ένας άλλος έλεγε:  «Ήθελα να είχα μια σάλπιγγα, σαν εκείνη που θα έχει ο άγγελος στη γενική παρουσία, για να φωνάξω σε όλο τον κόσμο: Προσευχηθείτε, χριστιανοί, προσευχηθείτε αν θέλετε να σωθείτε».

 

1317.  Η ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ.  

Σεβάσμιος ιερεύς στα γηρατειά του έχασε την ακοή και την όραση.  Εξακολουθούσε όμως να μείνει ψύχραιμος και ευχαριστημένος.  Κάποτε πήγε να τον επισκεφθεί ένας άλλος συνάδελφός του και έμεινε έκπληκτος από την στάση του.

- Πως τα κατορθώνεις να έχεις τόσο καλή διάθεση; Τον ρωτά.

- Εγκαταλείπομαι πάντα στο θέλημα του Θεού και δεν παύω να κάνω μια σύντομη προσευχή.

- Ποια είναι η προσευχή σου; Ρωτά επίμονα ο συνομιλητής του.

- Κύριε, λέγω, είμαι τυφλός, ας γίνει το θέλημα σου.  Είμαι κωφός και δεν μπορώ πια να εργάζομαι, ας γίνει το θέλημα σου.  Αυτά τα λόγια, συνέχισε ο ευσεβής ιερεύς, γεμίζουν την ψυχή μου από αγαλλίαση και χαρά και με κάνουν να μην αισθάνομαι τον πόνο.

 

(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 596,599 )

1309.  ΠΑΝΤΑ ΧΡΗΣΙΜΗ.

«Είσαι ήρεμος, λέγει ένας πνευματικός συγγραφεύς, προσεύχου, η προσευχή θα σε κρατήσει στην ηρεμία.  Πειράζεσαι, προσευχήσου, η προσευχή θα σου δώσει τη δύναμη να αντισταθείς.  Έπεσες, προσευχήσου, η προσευχή θα σε σηκώσει.  Αποθαρρύνεσαι, προσευχήσου, η προσευχή θα σε συγκρατήσει». 

Και ένας άλλος έλεγε:  «Ήθελα να είχα μια σάλπιγγα, σαν εκείνη που θα έχει ο άγγελος στη γενική παρουσία, για να φωνάξω σε όλο τον κόσμο: Προσευχηθείτε, χριστιανοί, προσευχηθείτε αν θέλετε να σωθείτε».

1317.  Η ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ. 

Σεβάσμιος ιερεύς στα γηρατειά του έχασε την ακοή και την όραση.  Εξακολουθούσε όμως να μείνει ψύχραιμος και ευχαριστημένος.  Κάποτε πήγε να τον επισκεφθεί ένας άλλος συνάδελφός του και έμεινε έκπληκτος από την στάση του.

-          Πως τα κατορθώνεις να έχεις τόσο καλή διάθεση; Τον ρωτά.

-          Εγκαταλείπομαι πάντα στο θέλημα του Θεού και δεν παύω να κάνω μια σύντομη προσευχή.

-          Ποια είναι η προσευχή σου; Ρωτά επίμονα ο συνομιλητής του.

-          Κύριε, λέγω, είμαι τυφλός, ας γίνει το θέλημα σου.  Είμαι κωφός και δεν μπορώ πια να εργάζομαι, ας γίνει το θέλημα σου.  Αυτά τα λόγια, συνέχισε ο ευσεβής ιερεύς, γεμίζουν την ψυχή μου από αγαλλίαση και χαρά και με κάνουν να μην αισθάνομαι τον πόνο.

Φωτεινά και κατάμαυρα πρόσωπα
Σχετικά με την προετοιμασία για την προσέλευση στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας διαβάζουμε στο Γεροντικό το εξής:
Ένας άγιος επίσκοπος, όταν έβγαινε στην ωραία πύλη για να κοινωνήσει το λαό, έβλεπε να πλησιάζουν μερικοί με κατάμαυρο πρόσωπο, ή μ’ εξογκωμένα μάτια. Αυτοί, μόλις έπαιρναν τα άχραντα Μυστήρια, καίγονταν.
Άλλοι όμως πλησίαζαν με ολόλευκα φορέματα και φωτεινό πρόσωπο, κι έπαιρναν το Σώμα του Κυρίου με προσοχή κι ευλάβεια. Αυτούς η θεία Κοινωνία τούς λάμπρυνε περισσότερο.
Ο επίσκοπος παρακάλεσε το Θεό να του εξηγήσει αυτό το μυστήριο. Τότε άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε και του είπε:
-Όσοι κοινωνούν με λαμπρό πρόσωπο και λευκή στολή, είναι αγνοί και καθαροί, δίκαιοι και σπλαχνικοί. Αυτοί πλησιάζουν με καθαρή συνείδηση, γι’ αυτό τους επισκιάζει η θεία χάρη. Αντίθετα, όσοι φαίνονται κατάμαυροι, είναι βυθισμένοι στη λάσπη των σαρκικών επιθυμιών. Όσοι έχουν ερεθισμένα κι εξογκωμένα μάτια, είναι πονηροί και άδικοι, φθονεροί και άπληστοι. Αυτοί όχι μόνο δεν ωφελούνται από τη θεία Κοινωνία, αλλά καταδικάζονται, γιατί τολμούν να πλησιάσουν με ένοχη συνείδηση, χωρίς μετάνοια και προετοιμασία.
Από τότε ο ενάρετος επίσκοπος κήρυξε μετάνοια στο ποίμνιο του κι εμπόδιζε τους ανάξιους από τη θεία Κοινωνία.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ. 119-120)

«Αξίως προσέλθετε»
Τον 4ο αιώνα στις ερήμους της Θηβαΐδος και της Νιτρίας ζούσαν περίφημοι και πνευματοφόροι ασκητές. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο πρεσβύτερος Ευλόγιος. Αυτός, όταν λειτουργούσε, έπαιρνε τόση χάρη γνώσεως, ώστε καταλάβαινε την ψυχική κατάσταση κάθε μοναχού, που πλησίαζε για να μεταλάβει, και ανάλογα τον συμβούλευε:
‘‘Πώς τόλμησες να προσέλθεις στα άγια Μυστήρια έχοντας τη διάνοια μολυσμένη; Εσύ αυτή τη νύχτα είχες λογισμούς πορνείας’’.
‘‘Εσύ πάλι’’, έλεγε σε κάποιον άλλο, ‘‘σκεφτόσουνα πως δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον αμαρτωλό και στο δίκαιο, όταν προσέρχεται στη θεία χάρη’’.
‘‘Κι εσύ’’, παρατηρούσε έναν τρίτο, ‘‘αμφέβαλλες αν θα σε αγιάσει η θεία Κοινωνία’’.
‘‘Απομακρυνθείτε λοιπόν από τα άγια Μυστήρια και μετανοήστε ολόψυχα, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σας και να γίνετε άξιοι της Κοινωνίας του Χριστού. Αν δεν καθαρίσετε τις ψυχές σας, δεν μπορείτε να πλησιάσετε τη χάρη του Θεού’’.
Ένας άλλος πρεσβύτερος, ο Πιαμμωνάς, που κατοικούσε κοντά στη Διολκόπολη, πολύ ταπεινός και ενάρετος, έβλεπε συνεχώς οπτασίες.
Μια μέρα, ενώ πρόσφερε την αναίμακτη θυσία, είδε έναν άγγελο να στέκεται στα δεξιά του αγίου θυσιαστηρίου και να γράφει σε βιβλίο τα ονόματα των αδελφών που πλησίαζαν για να μεταλάβουν. Είδε επίσης τον άγγελο να σβήνει τα ονόματα μερικών μοναχών που δεν είχαν έρθει στη σύναξη. Αυτοί μετά από δεκατρείς μέρες πέθαναν!
Τον Πιαμμωνά τον βασάνισαν πολύ οι δαίμονες και τον κατάντησαν τόσο αδύναμο, που δεν μπορούσε να σταθεί και να λειτουργήσει. Κάποτε όμως τον πλησίασε ένας άγιος άγγελος, τον έπιασε απ’ το χέρι, τον δυνάμωσε και τον οδήγησε πάλι υγιή μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.114-115)

 

Οι εκπλήξεις της πρεσβυτέρας
Ο ουρανοφάντωρ αρχιεπίσκοπος της Καισαρείας Μ. Βασίλειος ( 330-378) υπήρξε, κατά τον άγιο αδελφό του επίσκοπο Νύσσης Γρηγόριο, το στόμα της Εκκλησίας και το χρυσόλαλο αηδόνι των θείων δογμάτων.
Από το θησαυροφυλάκιο των χαρισμάτων του θα προβάλουμε εδώ το διορατικό και το ιαματικό του χάρισμα.
Σε μια πόλι της Καππαδοκίας υπήρχε ένας ενάρετος ιερεύς ονομαζόμενος Αναστάσιος. Ήταν έγγαμος, αλλά διατηρούσε με τη σύζυγό του πρεσβυτέρα Θεογνωσία την παρθενία. Επιπλέον περιέθαλπε στο σπίτι του ένα λεπρό, χωρίς κανένας να το γνωρίζη.
Κάποτε ο Μ. Βασίλειος ήρθε στο σπίτι τους και συνήντησε την άγνωστή του πρεσβυτέρα. Την χαιρέτησε με το όνομα της! Εκείνη απόρησε πολύ γι’ αυτό. Στην συνέχεια την ρώτησε:
-Πού είναι ο π. Αναστάσιος , ο αδελφός σου;
Δεύτερη έκπληξις για την πρεσβυτέρα! Ακολούθησε όμως και τρίτη και τέταρτη και πέμπτη. Όταν του είπε ότι ο σύζυγος της πήγε στο χωράφι, ο άγιος της απήντησε:
-Ξέρεις; Έχει ήδη γυρίσει από το χωράφι και είναι μέσα στο σπίτι!
Η πρεσβυτέρα τότε, αναγνωρίζοντας την αγιότητα του αρχιεπισκόπου, έπεσε στα πόδια του και τον παρεκάλεσε να προσευχηθή γι’ αυτήν.
Στον πρεσβύτερο Αναστάσιο ο Μ. Βασίλειος είπε:
-Μην την ονομάζης σύζυγο, αλλά αδελφή, εφ’ όσον ζήτε σαν αδέλφια.
Έπειτα τον ρώτησε, ποια άλλη αρετή καλλιεργεί. Εκείνος δήλωσε κατηγορηματικά:
-Καμμιά αρετή δεν έχω, δέσποτα μου, και δεν έχω κάνει κανένα καλό.
-Ώστε έτσι; είπε ο άγιος. Για να δούμε αυτό το δωμάτιο.
Τού έδειξε το δωμάτιο, που είχε κλεισμένο τον λεπρό.
-Άνοιξε την πόρτα, τον διέταξε.
-Άγιε δέσποτα, να μην ανοίξουμε. Ο τόπος είναι μολυσμένος.
-Μα κι εγώ, τέτοιο τόπο χρειάζομαι.
Η πόρτα άνοιξε και εμφανίσθηκε ο λεπρός. Ο Μ. Βασίλειος είπε στον ιερέα:
-Γιατί μου κρύβεις αυτόν τον θησαυρό;… Αγωνίσθηκες γι’ αυτόν τόσα χρόνια. Άφησε με αυτή τη νύχτα να τον υπηρετήσω κι εγώ.
Έμεινε ο άγιος στο κελλί του λεπρού όλη την νύχτα προσευχόμενος θερμά στον Θεό! Το πρωί τον έβγαλε έξω εντελώς υγιή. Όλα τα σημάδια της φοβερής ασθένειας είχαν εξαφανισθή.
( Συναξαριστής Α΄)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ. 161-162)

 

Η θεραπεία σώματος και ψυχής
Ο ιαματικός μεγαλομάρτυς Παντελεήμων γεννήθηκε στην Νικομήδεια. Πατέρας του ήταν ο ειδωλολάτρης Ευστόργιος και μητέρα του η χριστιανή Ευβούλη. Μαρτύρησε το 305 επί αυτοκράτορος Μαξιμιανού.
Είχε σπουδάσει την ιατρική στον διδάσκαλο της επιστήμης αυτής Ευφρόσυνο. Την περίοδο των σπουδών του γνώρισε τον ιερέα της εκκλησίας της Νικομήδειας άγιο Ερμόλαο. Αυτός καλλιέργησε τα σπέρματα της χριστιανικής πίστεως, που είχε σπείρει στην ψυχή του η ευσεβής Ευβούλη, και μετά την κανονική κατήχησι τον βάπτισε.
Μια μέρα κάποιοι έφεραν στο σπίτι του αγίου Παντελεήμονος έναν τυφλό. Ο άγιος, μαζί με τον πατέρα του, τον δέχθηκε και τον ρώτησε τί θέλει.
-Το φως μου ποθώ, γιατρέ μου. Πήγα σε πολλούς γιατρούς, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να με θεραπεύση. Ξόδεψα όλη την περιουσία μου στα φάρμακα και δεν βρήκα κανένα όφελος. Σε παρακαλώ, λυπήσου την ταλαιπωρία μου και θεράπευσε με.
-Αφού ξόδεψες όλη την περιουσία σου στους άλλους γιατρούς, του είπε ο άγιος, εάν εγώ σε θεραπεύσω τί θα μου δώσης;
-Ό,τι μου απέμεινε με χαρά και προθυμία θα στο χαρίσω. Μόνο να με θεραπεύσης.
-Θα σε θεραπεύση ο αληθινός Θεός χρησιμοποιώντας για όργανο Του εμένα! Τον μισθό όμως της θεραπείας, που μου υποσχέθηκες, να τον μοιράσης στους φτωχούς.
Ο ειδωλολάτρης πατέρας του αγίου Ευστόργιος, νομίζοντας ότι με την συνηθισμένη ιατρική αναλαμβάνει να τον θεραπεύση, προσπάθησε να τον εμποδίση:
-Μην αναλαμβάνης, παιδί μου, τέτοιο έργο, αφού τόσοι άλλοι γιατροί δεν το κατώρθωσαν. Πρόσεξε μην τυχόν ντροπιαστής στο τέλος. Τί περισσότερο μπορείς να κάνης εσύ από τους άλλους γιατρούς;
-Κανείς άλλος, πατέρα, δεν μπορεί να τον θεραπεύση, όπως εγώ. Ο διδάσκαλος μου είναι πολύ ανώτερος από όλους τους γιατρούς.
Ο Ευστόργιος, νομίζοντας ότι αναφέρεται στον διδάσκαλο Ευφρόσυνο, του είπε:
-Παιδί μου, δυστυχώς και ο ίδιος ο διδάσκαλος σου επεχείρησε να τον θεραπεύση και δεν πέτυχε τίποτε.
-Περίμενε, πατέρα, και θα δης τί θα κάνω.
Άπλωσε τότε το δεξί του χέρι, έκανε το σημείο του Σταυρού στα μάτια του τυφλού και προσευχήθηκε προς τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.
Αμέσως τα μάτια του τυφλού άνοιξαν! Και όχι μόνο τα μάτια του σώματος, αλλά και της ψυχής. Μόλις είδε ο τυφλός ότι με την επίκληση του ονόματος του Χριστού θεραπεύθηκε, πίστεψε σ’ Αυτόν. Με το θαύμα αυτό πίστεψε και ο πατέρας του αγίου Ευστόργιος. Σε λίγο καιρό ο άγιος Ερμόλαος βάπτισε και τους δύο.
( Συναξαριστής Ζ΄)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄,σελ.156-158)

custom image (2)

img025

Ο Ιερός Ναός

Σας καλωσορίζουμε στην ιστοσελίδα του ιερού μας Ναού. Η Ενορία μας, με τις πρεσβείες του αγίου Μάρτυρος Σώζωντος αλλά και με την ευλογία και την καθοδήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Συμεών, επί σειρά ετών προσπαθεί να επιτελέσει το ποιμαντικό της έργο προς δόξαν Θεού και οικοδομή των πιστών. Να ενώσει τους πιστούς με το Χριστό αλλά και μεταξύ τους, αφού κατά τον Απόστολο Παύλο:

«Οἱ πολλοὶ ἕν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δὲ καθ' εἷς ἀλλήλων μέλη» (Οι πολλοί πιστοί είμαστε ένα σώμα λόγω της ένωσής μας με το Χριστό και ο καθένας μέλη ο ένας του άλλου» (Ρωμ. ιβ΄ 5). «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους» (Εσείς είστε Χριστού και μέλη που ο καθένας αποτελεί ένα μέρος του συνόλου) (Α' Κορ. ιβ' 27). Είμαστε όλοι μας ένα σώμα, το σώμα του Χριστού. μέλη του Χριστού, είμαστε και μέλη ο ένας του άλλου.

Αυτό είναι η Εκκλησία και ειδικότερα η Ενορία μας. Είναι η οικογένειά μας, το σπίτι μας, το σώμα μας. Δυστυχώς, όμως, στην εποχή μας χάσαμε αυτήν την ενότητα και με το Χριστό και μεταξύ μας. Απομονωθήκαμε. «Χαθήκαμε», όπως λέμε συχνά. Η Ενορία κατάντησε να είναι για πολλούς κάτι στο οποίο απευθύνομαι, όταν θέλω να βαπτίσω το παιδί μου ή να παντρευτώ. Δε νιώθουμε την Ενορία μας και το Ναό μας σπίτι μας, λιμάνι μας. Κάτι ΔΙΚΟ ΜΑΣ. Η Ενορία, όμως, ο Χριστός, το Σώμα Του, μας καλεί όλους. Μας καλούν και οι άλλοι αδελφοί μας, τα μέλη μας, να ενωθούμε και πάλι, να γίνουμε ένα σώμα με κεφαλή το Χριστό. Ενορία δεν είναι μόνο ο Ναός, αλλά και τα πρόσωπα. Είναι οι ιερείς, οι πνευματικοί μας πατέρες, οι αδελφοί μας. Η Ενορία δεν εξαντλείται μόνο σε ένα σκέτο εκκλησιασμό που, δυστυχώς, και αυτός χάθηκε για τους περισσότερους ενορίτες. Η Εκκλησίας μας, έχει και άλλες εκδηλώσεις και συνάξεις και δραστηριότητες που δεν είναι για λίγους, αλλά για όλους μας. Αυτή η ιστοσελίδα, σκοπό έχει την πνευματική τροφοδοσία των Χριστιανών αλλά και την πολύπλευρη ενημέρωση των πιστών μας για όλες τις εκδηλώσεις της Ενορίας του Αγίου Σώστη.

Τελευταίες αναρτήσεις κειμένων (blog)